Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Ο ΚΑΥΧΗΣΙΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (MILES GLORIOSUS): Ανθρωπολογικοί τύποι του Θεάτρου

Αρχίλοχος D60 =114W «οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον / οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ ̓ὑπεξυρημένον».
Ο υπερβολικά καυχησιάρης, αλλά και ταυτόχρονα υπερβολικά δειλός στρατιώτης είναι μία ανδρική φιγούρα που απαντά –με κάποιες παραλλαγές– καθόλη την πορεία της Λογοτεχνίας (από την αρχαία ελληνική, μέσω της λατινικής επιβιώνει στη μεσαιωνική και σύγχρονη). H τυποποίηση αυτού του χαρακτήρα φαίνεται ότι ξεκίνησε από πολύ νωρίς ,καθώς ο τύπος αυτού του άνδρα περιγράφεται σε ένα απόσπασμα του Αρχίλοχου που σατιρίζει τον ψηλό και κορδωμένο στρατηγό με την περιποιημένη κόμη, αλλά στη συνέχεια επαινεί τον κοντό και στραβοκάνη αξιωματούχο που είναι θαρραλέος στις μάχες: «Δεν μου αρέσει ο στρατηγός που είναι ψηλός και κάνει δρασκελιές μεγάλες που περηφανεύεται για τις πλεξούδες του και φιλάρεσκα ξυρίζει το γένι του. Περισσότερο θα μου άρεσε ένας κοντός, ακόμη κι αν είναι στραβοπόδης, αρκεί να κρατιέται γερά στα πόδια του και να το λέει η καρδιά του».
Γενικότερα,τα τυποποιημένα χαρακτηριστικά του αλαζόνα στρατιώτη μέσα στα περισσότερα λογοτεχνικά έργα είναι ότι προσπαθεί με κάθε τρόπο να εντυπωσιάζει και καυχιέται με υπερβολές και με πομπώδεις εκφράσεις για τα κατορθώματά του και την ανδρεία του, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει καθόλου θάρρος. Τουναντίον, είναι δειλός, φυγόπονος και ψεύδεται συνεχώς για τις νίκες του με τον εχθρό χωρίς να παραδέχεται τις ήττες του. Επίσης, αρέσκεται μόνο σε κολακείες, εσκεμμένα υπερβολικές, με τις οποίες συνηθίζουν να τον τροφοδοτούν οι δούλοι του ή ο «παράσιτός» του, για να τονώσουν την –κατά βάθος− χαμηλή αυτοπεποίθηση και τη ματαιοδοξία του. Η πολυτελής ενδυμασία και τα καλογυαλισμένα όπλα του, δηλαδή το φαίνεσθαι, είναι συνοδευτικά αυτής της θεατρικής φιγούρας και ταυτόχρονα έρχονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, με το εἶναι, και κυρίως με την κρυμμένη λιποψυχία και την υπερβολική δειλία του. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας φαίνεται ότι προϋπήρχε στην κωμωδία του Επίχαρμου και ότι ίσως από εκεί κληροδοτήθηκε στο αθηναϊκό θέατρο της Αρχαίας, της Μέσης και της Νέας Κωμωδίας και συνέχισε τη σκηνική σταδιοδρομία του σε κωμωδίες του Πλαύτου και του Τερέντιου και, πολύ αργότερα, στο πιο σύγχρονο θέατρο του Μολιέρου και του Σαίξπηρ. Μάλιστα, η μετάφραση της ονομασίας αυτού του τύπου σε διάφορες γλώσσες (αλαζών στρατιώτης, miles gloriosus, soldato fanfarone, braggart soldier) πιστοποιούν τη δημοτικότητα του συγκεκριμένου χαρακτήρα και την απήχησή του στο θεατρικό κοινό.
Ο τύπος του αλαζόνα στρατιώτη ως δραματική μορφή εντοπίζεται στον Λάμαχο, ο οποίος παρουσιάζεται στους Αχαρνής του Αριστοφάνη ως φανφαρόνος και ψευτοπαλληκαράς. Ίσως πρόκειται για μία σύνθετη κωμική μορφή, μία υπαρκτή ιστορικά και ταυτόχρονα φανταστική φυσιογνωμία κάποιου στρατιώτη της εποχής, που μπορεί να επιθυμούσε –για τους δικούς του λόγους– να σατιρίσει ο κωμικός. Το όνομα του Λάμαχου σχετίζεται με το αρχαίο ρήμα μάχομαι, οπότε δηλώνει και την ιδιότητα του πολεμιστή, ετυμολογία που μάλλον εξυπηρετούσε και ερμηνευτικά τον Αριστοφάνη να το χρησιμοποιήσει.Ο Λάμαχος του Αριστοφάνη –με τον τρομερό θύσανο του από φτερά να ανεμίζει περήφανα στο κεφάλικαι την ασπίδα του με το έμβλημα της Γοργώς–προβάλλει σαν δεύτερος Περσέας, ακατανίκητος στους αντιπάλους, ο οποίος με την ασπίδα του και μόνο μπορούσε να τους πετρώσει όλους. Επειδή θεωρείται ως ο βασικός ανταγωνιστής στην πραγμάτωση του σχεδίου του ήρωα, καθώς είναι ο Αλαζών του έργου, ο οποίος έρχεται σε αντιπαράθεση με τον Είρωνα, τον Δικαιόπολη.
Ο Δικαιόπολις πολλές φορές, μάλιστα, γελοιοποιεί τον αλαζόνα στρατιώτη, ο οποίος τον υπακούει δουλικά και «ξεφορτώνει» την ασπίδα και την περικεφαλαία του. Πιο συγκεκριμένα ο γέρο-Δικαιόπολης όχι μόνον τον ειρωνεύεται, αλλά και τον υποτιμά και «παίζει» με τη νοημοσύνη και την αντρειοσύνη του νεαρού Λάμαχου, επειδή τάχα φοβήθηκε που τον είδε τον στρατιώτη με την επιβλητική και «ατσαλάκωτη» εμφάνισή του. Στην ουσία βέβαια, ο Δικαιόπολις γελοιοποιεί και χλευάζει τα εμβλήματα της δύναμης και της εξουσίας του. Έπειτα, στη γιορτή των Ανθεστηρίων, ο δούλος του υπερήφανου Λάμαχου ζητάει από τον Δικαιόπολη να τον προμηθεύσει με τρόφιμα, ο Δικαιόπολις, όμως, αρνείται στον μεγάλο στρατηλάτη Λάμαχο. Η νίκη, επομένως, του Δικαιόπολη είναι πια πρόδηλη. Τέλος, στην έξοδο του έργου, κάποιος έρχεται και προσκαλεί τον Δικαιόπολη σε συμπόσιο στο ναό του Διονύσου στην εορτή των Ανθεστηρίων, ενώ ένας άλλος καλεί τον Λάμαχο σε στρατιωτική αποστολή στα χιονισμένα σύνορα της Αττικής. Σε αυτήν τη σκηνή, λοιπόν, ο δούλος του Δικαιόπολη συγκεντρώνει εδέσματα για να πάει στο διονυσιακό συμπόσιο, ενώ ο δούλος του Λάμαχου συγκεντρώνει τα όπλα του για να πάει στον πόλεμο. Μετά από λίγο επιστρέφουν, ο Δικαιόπολης μεθυσμένος με δύο κοπέλες να τον στηρίζουν, ο Λάμαχος τραυματισμένος, διότι, καθώς προσπαθούσε να πηδήξει ένα χαντάκι, έπεσε και στραμπούλιξε το πόδι του. Αυτό το άδοξο τέλος επέλεξε ο Αριστοφάνης για το δικό του "παλικάρι της φακής", προβάλλοντας την αντίθεση ανάμεσα τον όλεθρο του πολέμου (που εκπροσωπούσε ο Λάμαχος) και τη δύναμη της ειρήνης (που εκπροσωπούσε ο Δικαιόπολις).
Η διάδοση αυτού του χαρακτήρα οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. η μεγάλη αύξηση των μισθοφορικών στρατευμάτων θα είχε καταστήσει οικείο φαινόμενο αυτούς τους επαγγελματίες στρατιώτες να αφηγούνται τις περιπέτειες τους σε εξωτικούς τόπους και τα κατορθώματα τους σε δύσκολες μάχες.4Έτσι, ο αλαζών στρατιώτης ως χαρακτήρας ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς, όπως τον Μνησίμαχο, τον Άλεξι και τον Αντιφάνη πουσκιαγραφούν στα έργα της Μέσης Κωμωδίας.Αργότερα, στη Νέα Κωμωδία ο Μένανδρος παρουσιάζει τύπους στρατιωτών με ονόματα λιγότερο κωμικά σε σχέση με εκείνα του Αριστοφάνη και του Πλαύτου (τον Πολέμωνα στην Περικειρομένη, τον Θρασωνίδη στον Μισούμενο, τον Στρατοφάνη στον Σικυώνιο, τον Κλεόστρατο στην Ασπίδα, τον Μοσχίωνα στη Σαμία και τον ανώνυμο στρατιώτη στη χαμένη κωμωδία Κόλαξ), οι οποίοι ερωτεύονται και στο τέλος καταλήγουν σε γάμο. Ο Μένανδρος και ο μιμητής του Τερέντιος με τον Θράσωνα στον Ευνούχο του, χρησιμοποίησαν τον τύπο του στρατιώτη με έναν πιο συμπαθητικό τρόπο, στρέφοντας την προσοχή τους στην ανθρώπινη συμπεριφορά του σε σχέση με τον Πλαύτο που προτίμησε τη γελοιοποίηση της αλαζονείας του αξιωματικού προκειμένου να παραχθεί περισσότερο γέλιο.
Οι επιτυχίες του ρωμαϊκού στρατού και η γενικότερη επεκτατική πολιτική των Ρωμαίων γοήτευσαν τους συγγραφείς, οι οποίοι άρχισαν ποικιλοτρόπως να εκμεταλλεύονται τις στρατιωτικές φιγούρες. Έτσι, δεν πρέπει κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι σχεδόν κάθε επιφανής Ρωμαίος της εποχής ήταν δυνάμει miles gloriosus, δηλαδή καυχησιάρης στρατιωτικός. Ο Πλαύτος, πιο συγκεκριμένα, επιστρατεύει κάποια χιουμοριστικά χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο τύπο που θυμίζουν φάρσα σε ορισμένα από τα έργα του: Curculio, Epidicus,Miles Gloriosus και Pseudolus. Ο στρατιώτης στον Πλαύτο είναι ένας από τους αγέλαστους χαρακτήρες ,δηλαδή ένας τύπος που στην κυριολεξία δεν γελά με τα δρώμενα της palliata,γιατί προφανώς ζει στην απάτη και τρέφεται με την αυταπάτη του, ωστόσο οι θεατές ξεκαρδίζονται με την πομπώδη στάση του, που περιγράφεται κωμικά. Σημαντικό επίσης ρόλο πιθανόν διαδραματίζουν τόσο το ανάλογο προσωπείο του νεαρού άνδρα(DOVER 1981, 52)5 όπως κατηγοριοποιείται στο Ὁνομαστικόν του Πολυδεύκη , όσο και ο πορφυρός χιτώνας που συνηθίζουν να φορούν οι αξιωματικοί του στρατού στη ρωμαϊκή palliata.
Ο Πυργοπολυνίκης λειτουργεί στον Miles Gloriosus ως η κατεξοχήν γελοιογραφία του τύπου του στρατιώτη που καυχιέται για την ανδρεία του στη μάχη, αλλά και για τις επιτυχίες του στις γυναίκες, δηλαδή, παραπέμπει στον Maccus(=κλόουν) της Ατελλανής φάρσας.Το τυπικό προσδιοριστικό επίθετο του Πυργοπολυνίκη είναι ἀλαζών, του οποίου μετάφραση αποτελεί το λατινικό gloriosus. Ο όρος milesgloriosus έχει αποδοθεί και στον τίτλο του έργου του Πλαύτου και έχει ως πρότυπο κάποια ελληνική κωμωδία με αυτόν τον τίτλο, όπως πληροφορούνται οι θεατές μέσα στο πλαυτιανό έργο από τον πανούργο δούλο, Παλαιστρίωνα. Δεν είναι τυχαίο το ότι το –φανταστικό– όνομα Πυργοπολυνίκης είναι πολυσύλλαβο, γιατί ακόμη και με αυτόν τον τρόπο ο Πλαύτος δηλώνει τη «μεγαλοπρέπεια» αυτού του χαρακτήρα. Αποτελείται από τα συνθετικά πύργος+πολύς+ νίκη, δηλαδή ο εκπορθητής πολλών πύργων, και θυμίζει το υπαρκτό όνομα του Έλληνα στρατηγού με το προσωνύμιο Δημήτριος Πολιορκητής. Σχετικά με την ονομασία του ως πάγιο χαρακτηριστικό αυτού του τύπου ο Ιωάννης Κωνσταντάκος τονίζει: «ο κομπορρήμων πολέμαρχος φέρει κατά κανόνα σημαδιακό ή εύγλωττο όνομα, το οποίο παραπέμπει στον πόλεμο, στις εκστρατείες ή στο μαχητικό θάρρος» .
Ο Πυργοπολυνίκης ενσαρκώνει τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του ἀλαζόνα, όπως τον ορίζει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια (1127a22-3) και έναν συνδυασμό στοιχείων από τον τύπο του Αλαζόνα και του Υπερήφανου στους Χαρακτήρες του Θεόφραστου. Επίσης, πιθανόν υιοθετεί κάποια στοιχεία από τη δωρική φάρσα και τον Σικελό Επίχαρμο, όπως μαρτυρεί και ο Οράτιος στις Επιστολές του (2.1.58): «με το γρήγορο βήμα του ο Πλαύτος του σικελού Επίχαρμου ακολουθεί το προβάδισμα [...]»(ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ 2004, 225). Ο miles Πυργοπολυνίκης είναι ανώτερος αξιωματικός του στρατού, μισθοφόρος και σημαντική φυσιογνωμία, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο ήρωας μέσα στο έργο, που τον έχει διορίσει ο βασιλιάς Σέλευκος ως υπεύθυνο επάνδρωσης του μισθοφορικού στρατεύματος. Η αλαζονική και η υπερβολική αντίθεση αυτού του χαρακτήρα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο εἶναι διακρίνεται ήδη από τους πρώτους στίχους του έργου (στ. 1-2):«Να φροντίσετε η λάμψη της ασπίδας μου να είναι πιο αστραφτερή και από του ήλιου τις ακτίνες σε ουρανό ασυννέφιαστο, ώστε όταν την ώρα της μάχης χρειαστεί, να τυφλώνω τα φουσάτα του εχθρού που έρχονται καταπάνω μου».(μτφρ.Σ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ 2009, 155). Ο κομπορρήμων στρατιώτης, απαριθμώντας πολυσύλλαβα ονόματα υποτιθέμενων αντιπάλων του, όπως Βομβομαχίδης και άλλα πολυσύνθετα σε –ίδης, φτάνει στην κορύφωση της υπερβολής και αραδιάζει επικά και ερωτικά κατορθώματά του ως μεγάλου στρατηλάτη και ταυτόχρονα γόη, παραδεχόμενος ότι η ομορφιά του έχει πια καταντήσει θλιβερή, γιατί του προκαλεί μπελάδες.
Το ίδιο μοτίβο της παγίδευσης και της ήττας του αλαζόνα στρατιώτη με εκείνο των Αχαρνέων του Αριστοφάνη εντοπίζεται και στον Πλαύτο: ο αφελής miles gloriosus, εξαιτίας της ματαιοδοξίας του, πέφτει θύμα ενός άλλου πραγματικά πιο έξυπνου ήρωα, του Παλαιστρίωνα, και όλοι οι υπόλοιποι συνωμότες, φυσικά, κοροϊδεύουν τη νοημοσύνη του στρατιώτη. Ακόμη και ο Παράσιτος του, ο Αρτοτρώγος, παρόλο που μπροστά του τον κολακεύει, πισώπλατα εκφράζει αρνητικά σχόλια για τον αφέντη του και εκμυστηρεύεται στο θεατρικό κοινό ότι παραμένει μαζί του μονάχα για τους λαχταριστούς μεζέδες, αποκαλύπτοντας, ταυτόχρονα, με λεπτομέρειες την αληθινή ταυτότητα του Πυργοπολυνίκη.Ο Πυργοπολινίκης, τελικά, «τυφλώνεται» και παγιδεύεται από την εγωπάθεια του αντικαθιστώντας την αρχική μνηστή του, Φιλοκωμάσιον, με τη νέα ερωμένη του, τη Μιλφιδίππη. Η ξιπασιά του προβάλλεται ακόμη εντονότερη, όταν ομολογεί ότι θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους θεούς. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι ότι ασυναίσθητα ζει στην πλάνη και στην ψευδαίσθηση, καθώς πιστεύει ότι είναι ερωτικά ποθητός. Αυτή η αλαζονεία του έχει ως αποτέλεσμα να συλληφθεί και να τιμωρηθεί με ξύλο και με απειλές για ευνουχισμό. Απεκδυόμενος ο Πυργοπολινίκης, λοιπόν, της στρατιωτικής ενδυμασίας του απεκδύεται ταυτόχρονα και του πρωταγωνιστικού ρόλου που νόμιζε ότι κατείχε· με κλάματα και βογγητά από τον πόνο των χτυπημάτων και με ευτελές παρουσιαστικό, απομυθοποιείται, όπως ο αριστοφανικός Λάμαχος, και τελικά αποδέχεται και αναγνωρίζει το λάθος του.
Ο Πλαύτος δηλαδή φαίνεται να ακολουθεί παρόμοια τακτική με τον Αριστοφάνη, καθώς φαίνεται ότι επιδιώκει να ξεγυμνώσει, να γελοιοποιήσει, να αποκαλύψει, να υπερτονίσει την παρέκκλιση της φιγούρας του αλαζόνα στρατιώτη, για να παραγάγει γέλιο. Τελικά και οι δύο κωμωδίες ολοκληρώνονται με τη νίκη του Καλού και του Δίκαιου και την ήττα των αλαζόνων στρατιωτών-Λάμαχου και Πυργοπολινίκη-, ενώ και στις δύο περιπτώσεις απορρέει ένα ηθικό δίδαγμα από αυτήν την παρέκκλιση της συμπεριφοράς, το οποίο όμως είναι προορισμένο να επαναφέρει την κοινωνία στην ορθή τροχιά της (SHARROCK 2009, 255-260). Προκειμένου, λοιπόν, οι ποιητές να ενισχύσουν την κωμικότητα μέσα στο έργο τους, προβάλλουν εντονότερα την τραγικότητα του ήρωα, η οποία ανακοινώνεται και γίνεται παραδεκτή μπροστά στο ακροατήριο από τον ίδιο τον στρατιώτη, μια τεχνική ανάλογη με το ἂρτι μανθάνω της ευριπίδειας τραγωδίας.Από τα χέρια των Ρωμαίων ο τύπος του φανφαρόνου μεταφέρεται, αρχικά, στη μεσαιωνική κωμωδία, και έπειτα, στην κωμωδία της Αναγέννησης με τον Miles Vagus (1593) του Johannes Avianus με πρότυπο τον Miles Gloriosus του Πλαύτου και κατόπιν στο νεώτερο Ευρωπαϊκό θέατρο. Κορυφαία δείγματα αυτού του αλαζόνα είναι ο Sir John Falstaff στον Ερρίκο Δ ́ του Σαίξπηρ στα τέλη της δεκαετίας του 1590, ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες (1605), ο Matamore στην Illusion comique του Pierre Corneille (1636), ο κυρ-Γιορδάνης στον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου (1670).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...