Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ

Σύμφωνα με τη θεωρία, υπήρξαν Ινδο-Ευρωπαϊοι οι οποίοι μετανάστευαν συνεχώς στην περίοδο 4000 - 1000 π.Χ. Η κόκκινη περιοχή αντιστοιχεί με τον γεωγραφικό προσδιορισμό της θεωρίας που ίσως κατοικείτο από Ινδο-Ευρωπαϊους έως το 2500 π.Χ. Γλώσσες της Ανατολίας· ο παλιότερα μαρτυρημένος κλάδος, από τον 18ο αιώνα π.Χ.· εξαφανισμένες, η σημαντικότερη ανάμεσά τους ήταν η γλώσσα των Χετταίων, η χεττιτική. Ινδοϊρανικές γλώσσες· κατάγονται από ένα κοινό πρόγονο την πρωτοϊνδοϊρανική Ινδικές γλώσσες (ή ινδοάριες)· συμπεριλαμβανομένης της σανσκριτικής, μαρτυρημένες από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ιρανικές γλώσσες· μαρτυρημένες περίπου από το 1000 π.Χ., συμπεριλαμβανομένης της αβεστικής και της περσικής Δαρδικές γλώσσες Νουριστάνι γλώσσες Ελληνικές γλώσσες· αποσπασματικές μαρτυρίες στη μυκηναϊκή ελληνική από το 14ο αιώνα π.Χ.· ο Όμηρος χρονολογείται τον 8ο αιώνα π.Χ.· βλέπε πρωτοελληνική γλώσσα. Ιταλικές γλώσσες· περιλαμβάνουν τη λατινική και τις καταγόμενες από αυτήν γλώσσες, τις ρομανικές γλώσσες, μαρτυρημένες από την 1η χιλιετία π.Χ. Κελτικές γλώσσες· οι γαλατικές επιγραφές χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα π.Χ.· αρχαία ιρλανδικά κείμενα από το 6ο αιώνα μ.Χ.· βλέπε πρωτοκελτική γλώσσα. Γερμανικές γλώσσες (περιλαμβάνουν την αγγλική)· οι πρώτες μαρτυρίες σε ρουνικές επιγραφές περίπου από το 2ο αιώνα μ.Χ., τα πρωιμότερα συμπαγή κείμενα στη γοτθική, 4ος αιώνας, βλέπε πρωτογερμανική γλώσσα Αρμενική γλώσσα· μαρτυρημένη από τον 5ο αιώνα Τοχαρική γλώσσα· εξαφανισμένη γλώσσα των Τοχάρων, που σώζεται σε δύο διαλέκτους μαρτυρημένες περίπου από τον 6ο αιώνα, Βαλτοσλαβικές γλώσσες· πολλοί Ινδοευρωπαϊστές πιστεύουν ότι προέρχονται από μια κοινή πρωτογλώσσα νεότερη από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ενώ άλλοι πιστεύουν ότι οι βαλτικές και οι σλαβικές γλώσσες δε σχετίζονται περισσότερο από όσο δύο οποιοιδήποτε άλλοι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής. Σλαβικές γλώσσες· μαρτυρημένες από τον 9ο αιώνα, τα παλαιότερα κείμενα στην παλαιά εκκλησιαστική σλαβική. Βαλτικές γλώσσες· μαρτυρημένες από τον 14ο αιώνα και, για γλώσσες μαρτυρημένες τόσο αργά, διατηρούν πολλά από τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής. Αλβανική γλώσσα· μαρτυρημένη από τον 15ο αιώνα (1462)· έχει προταθεί η σχέση της με την ιλλυρική, τη δακική και τη θρακική. Πέρα από τους δέκα κλασικούς κλάδους που αναφέρθηκαν παραπάνω, υπάρχουν αρκετές εξαφανισμένες γλώσσες για τις οποίες πολύ λίγα είναι γνωστά: Ιλλυρική γλώσσα· πιθανώς σχετίζεται με τη μεσσαπική ή τη βενετική· επίσης έχει προταθεί η σχέση της με την αλβανική. Βενετική γλώσσα· κοντά στις ιταλικές γλώσσες Λιβουρνική γλώσσα· φαίνεται να συνδέεται με τη Βενετική Μεσσαπική γλώσσα· δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί οριστικά Φρυγική γλώσσα· γλώσσα της αρχαίας Φρυγίας, πιθανώς κοντά στα ελληνικά, τα θρακικά ή τα αρμενικά. Παιονική γλώσσα· εξαφανισμένη γλώσσα που μιλιόταν βόρεια της μακεδονικής. Θρακική γλώσσα· πιθανώς κοντά με τη δακική. Δακική γλώσσα· πιθανώς κοντά στη θρακική και την αλβανική. Αρχαία μακεδονική γλώσσα· πιθανώς σχετίζεται με την ελληνική, άλλοι προτείνουν ότι σχετίζεται με την ιλλυρική, τη θρακική ή τη φρυγική. Λιγουρική γλώσσα· πιθανώς μη ινδοευρωπαϊκή· πιθανώς κοντά στις κελτικές ή κλάδος τους. Στην Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια ανήκουν οι παρακάτω γλώσσες: Αλβανική Γκεγκ (Gheg) Αλβανική, Γκεγκική [aln] (Κοσσυφοπέδιο, ΠΓΔΜ) Τοσκ (Tosk) Αλβανική, Τοσκική [als] (Αλβανία) Αλβανική, Αρμπερέσε (Arbëreshë) [aae] (Ιταλία) Αλβανική, Αρβανίτικα [aat] (Ελλάδα) Αρμενική Αρμενική [hye] (Αρμενία) Βαλτικές γλώσσες (3) Ανατολική Λεττονική [lav] (Λεττονία) Λιθουανική [lit] (Λιθουανία) Δυτική Πρωσική [prg] (Πολωνία) Κελτικές γλώσσες Νησιωτικές Βρυθωνική (Brythonic) Βρετονική [bre] (Γαλλία) Κορνουαλική [cor] (Ηνωμένο Βασίλειο) Ουαλική [cym] (Ηνωμένο Βασίλειο) Γαελική Γαελική, Σκωτική [ghc] (Ηνωμένο Βασίλειο) Γαελική, Σκωτική [gla] (Ηνωμένο Βασίλειο) Ιρλανδική [gle] (Ιρλανδία) Μανξ (Manx) [glv] (Ηνωμένο Βασίλειο) Γερμανικές γλώσσες Ανατολικές γερμανικές Γοτθική [got] (Ουκρανία) Βορειογερμανικές Ανατολική Σκανδιναβική Δανική-Σουηδική Δανική Μποκμάλ (Βokmal) Δανική Ριξμάλ (Riksmal) Σουηδική Δυτική Σκανδιναβική Φεροϊκή (Faroese) [fao] (Δανία) Ισλανδική [isl] (Ισλανδία) Γιάμτσκα (Jamtska) [jmk] (Σουηδία) Νορβηγική, Nynorsk [nno] (Νορβηγία) Νορν (Norn) [nrn] (United Kingdom) Δυτικές γερμανικές Αγγλική Αγγλική [eng] (Ηνωμένο Βασίλειο) Σκωτική [sco] (Ηνωμένο Βασίλειο) Γίνγκλις [yib] (Η.Π.Α.) Φρισική Φρισική, Δυτική [fri] (Κάτω χώρες) Φρισική, Βόρεια [frr] (Γερμανία) Σατερφρίζις, (Saterfriesisch) [stq] (Γερμανία) Έσω Γερμανική Γερμανική Φράνκις (Frankish) [frk] (Γερμανία) Κεντρική Γερμανική Άνω Γερμανική Γερμανοεβραϊκή (Γίντις) (Yiddish) Γερμανοεβραϊκή, Ανατολική [ydd] (Ισραήλ) Γερμανοεβραϊκή, Δυτική [yih] (Γερμανία) Κάτω Σαξονική – Κάτω Φρανκονική Ανατολική Φρισική [frs] (Γερμανία) Κάτω Φρανκονική Αφρικάανς Afrikaans [afr] (Νότιος Αφρική) Ολλανδική [nld] (Κάτω Χώρες) Φλαμανδική (Vlaams) [vls] (Βέλγιο) Ζίους Zeeuws [zea] (Κάτω Χώρες ) Κάτω Σαξονική Άχτερχεκς (Achterhoeks) [act] (Κάτω Χώρες ) Ντρεντς (Drents) [drt] (Κάτω Χώρες ) Γκρόνινγκς (Gronings) [gos] (Κάτω Χώρες ) Κάτω Σαξονική (Saxon, Low) [nds] (Γερμανία) Πλαουτντίετς (Plautdietsch) [pdt] (Καναδάς) Σαλλανδική Sallands [sdz] (Κάτω Χώρες ) Στέλλινγκβερφς (Stellingwerfs) [stl] (Netherlands) Τβεντς (Twents) [twd] (Netherlands) Βέλουβς (Veluws) [vel] (Netherlands) Βεστφαλική [wep] (Germany) Ελληνικές Αττική Καππαδοκική ελληνική [cpg] (Ελλάδα) Ελληνική [ell] (Ελλάδα) Ελληνική, Αρχαία [grc] (Ελλάδα) Ποντιακή [pnt] (Ελλάδα) Ρωμανιώτικη ή Γεβανική [yej] (Ισραήλ) Δωρική Τσακωνική [tsd] (Ελλάδα)

ΣΗΜΙΤΙΚΟΙ ΛΑΟΙ: ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΑΙ ΦΟΙΝΙΚΕΣ

Οι Φοίνικες ή Σιδώνιοι ήταν αρχαίος σημιτικός λαός που έζησε στη βόρεια Χαναάν, στην παραλιακή πεδιάδα μήκους περ. 200 χλμ και πλάτους μόλις 30 χλμ του σημερινού Λιβάνου -τμήμα της αρχαίας χώρας ανήκει σήμερα και στο Ισραήλ και στη Συρία. Κατά τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα προήλθαν από την Ερυθρά θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη λεγόμενη Φοινίκη γύρω στο 2000 π.Χ., ωστόσο ως διακριτή πολιτισμική οντότητα άρχισαν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους λαούς της Χαναάν γύρω στο 1200 π.Χ.. Από τότε και έως το 700 π.Χ. περίπου χρονολογείται η μέγιστη ακμή τους, κατά την οποία εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν, ιδρύοντας αποικίες, αναπτύσσοντας το εμπόριο και φέρνοντας σε επαφή τους πολιτισμούς όλης της Μεσογείου. Ανάμεσα στις πόλεις που άκμασαν ως κέντρα φοινικικού πολιτισμού συγκαταλέγονται η Τύρος, η Σιδώνα και η Βύβλος, οι οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Συνεχιστές του φοινικικού πολιτισμού στη δυτική Μεσόγειο, από τον 7ο αι. π.Χ., υπήρξαν οι Καρχηδόνιοι, που αναδείχθηκαν σε ισχυρή ναυτική δύναμη και συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τους Ρωμαίους ως την υποταγή τους σε αυτούς με το τέλος του Γ΄ Καρχηδονιακού Πολέμου το 146 π.Χ.. Παρότι οι ίδιοι κάτοικοι της περιοχής δεν διέθεταν επαρκείς πόρους για τα επιτεύγματά τους, από άλλες πηγές (κυρίως ελληνικές) είναι γνωστό ότι υπήρξαν εξαιρετικοί έμποροι και θαλασσοπόροι.
Στους Φοίνικες ανάγεται η πλειονότητα των σημερινών αλφαβήτων, αφού μέσω κυρίως του ελληνικού και δευτερευόντως του αραμαϊκού, το αλφάβητό τους αποτέλεσε το θεμέλιο λίθων των σημερινών αλφαβήτων. Θεωρείται επίσης ότι προήγαγαν την εριουργία, την βαφική και τη βιοτεχνική παραγωγή γυαλιού.
Η Φοινίκη διατήρησε μακρόχρονη σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό, από ένα σημείο και μετά ως εμπορικοί ανταγωνιστές του, ενώ κατά την παράδοση η Θήβα ιδρύθηκε από έναν Φοίνικα πρίγκηπα, τον Κάδμο. Πολλοί Φοίνικες μετανάστευσαν κατά τον 9ο π.Χ. αι. στην Κύπρο παράλληλα με τους Αχαιούς και ίσως και σε άλλες περιοχές πλησιέστερα στην Ελλάδα, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία για ίδρυση άλλων αποικιών τους σε ελληνικό έδαφος. Συχνά οι Έλληνες αναφέρονταν στους Φοίνικες υποτιμητικά (ως κλέφτες και άρπαγες), αλλά αυτό πιθανόν να ήταν έκφραση όχι μόνον του ανταγωνισμού στο Αιγαίο επειδή είχαν εφάμιλλη ναυτοσύνη, αλλά και λόγω της φιλοπερσικής στάσης των Φοινίκων, του τρόπου ζωής τους, της νοοτροπίας τους και της βαθύτερης εθνικής ανάγκης των Ελλήνων για δημιουργία χωριστής ταυτότητας (της ελληνικής) με πλήρη διαχωρισμό από τις γειτονικές, τις ούτως ή άλλως συγκεχυμένες. Η χαριστική βολή στον φοινικικό πολιτισμό ήρθε το 539 π.Χ., όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέκτησε τη Φοινίκη και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μετακινήθηκε στην Καρχηδόνα και άλλες αποικίες. Στη συνέχεια η περιοχή κυβερνήθηκε από Έλληνες και μετά πέρασε στους Ρωμαίους. Σημαντικότερες πόλεις των Φοινίκων ήταν η Βύβλος (σημερινό Τζουμπάιλ), η πόλη και νήσος Άραδος (σήμερα Αρουάντ) και η απεναντί της ηπειρωτική πόλη Αντάραδος (σημερινή Ταρτούς), η Σιδώνα (στα αραβικά Σαιντά), η Τύρος (στα αραβικά σήμερα Σούρ), το Κίτιο της Κύπρου, (η σημερινή Λάρνακα) και η Καρχηδόνα (σήμερα προάστιο της Τύνιδας). Παρότι οι ιστορικοί αναφέρονται στο "φοινικικό πολιτισμό" της περιοχής από το 1200 και μετά ή και πιο πριν, εντούτοις δεν είναι σαφές κατά πόσον οι Φοίνικες είχαν αίσθηση κοινής ταυτότητας. Ηταν οργανωμένοι σε πόλεις-κράτη, όπως και οι Έλληνες, αλλά πέρα από την εμπορική και ναυτική τους ικανότητα, λίγα είναι γνωστά για τον τρόπο ζωής τους. Κατά καιρούς οι πόλεις-κράτη συμμαχούσαν για να αποκρούσουν κοινούς εχθρούς, αλλά δεν είχαν στενότερες σχέσεις -είχαν μάλιστα και εχθρικές πολύ συχνά. Η διοίκηση ασκείτο από τον βασιλιά, με άλλα δύο κέντρα εξουσίας άγνωστης βαρύτητας, το ιερατείο και τη γερουσία. Φαίνεται πως στην περιοχή λειτουργούσαν τρεις συνασπισμοί ή κέντρα. Το βόρειο ήταν της πόλης της Αράδου (σε νησί) και της απέναντι πεδινής έκτασης με την πόλη Σιμύρα (ή Σιμήρα), το κεντρικό, που το αποτελούσε η Βύβλος (ή Γκέμπελ), η Βηρυτός και η Σιδώνα, και τέλος το νότιο, που το αποτελούσε η Τύρος (σε νησί) με την Παλαιτύρο. Αργότερα στη βόρεια ομάδα προστέθηκε η Τρίπολις και στις άλλες η Άκη (Άκκο), η Αντάραδος η οποία στα ελληνιστικά χρόνια μετονομάσθηκε σε Πτολεμαϊδα και άλλες. Χρονολογικά άκμασε πρώτα η Βύβλος, μετά η Σιδών και τελευταία η Τύρος Η Βύβλος έγινε το πρώτο κέντρο διεθνούς ακτινοβολίας απλώνοντας την επιρροή της στην Μεσόγειο και στην Ερυθρά Θάλασσα. Σε αυτή την πόλη βρέθηκε και η πρώτη επιγραφή με το φοινικικό αλφάβητο, σε σαρκοφάγο του 1200 π.Χ. Αργότερα πήρε την εξουσία η Τύρος, ένας από τους βασιλιάδες της οποίας, ο Ιθομπάαλ (887–856 π.Χ.) κυβερνούσε όλες τις πόλεις μέχρι βόρεια τη σημερινή Βηρυτό και τμήμα της Κύπρου. Η Καρχηδόνα ιδρύθηκε το 814 π.Χ. όταν στην εξουσία βρισκόταν ο Πυγμαλίων της Τύρου (820-774 π.Χ.) και η Φοινίκη έφτασε να αποκαλείται Τυρία ή Σιδωνία. Οι Φοίνικες και οι Χαναναίοι αποκαλούνταν επίσης Σιδώνιοι και Τύριοι ανάλογα με το ποια φοινικική πόλη είχε κατά καιρούς την εξουσία της περιοχής Στη θρησκεία τους φαίνεται πως μιμήθηκαν τους Χαλδαίους και τους Αιγυπτίους δημιουργώντας ένα είδος κοινού συνόλου αυτών των δύο. Κάθε φοινικική πόλη λάτρευε και ένα ζευγάρι θεών, τον Βάαλ που χαρακτήριζαν και βασιλιά (Μελέκ ή Μολόχ στις χριστιανικές γραφές) και την θεά και κυρία Βααλάτ που τιτλοφορούσαν και βασίλισσα (Μιλκάτ). Αυτό το θείο ζευγάρι δεν έφερε κύριο όνομα (όπως Ζευς ή Ήρα για τους Έλληνες) και η ονομασία τους ήταν προσηγορική, σήμαινε ιδιότητα. Κάθε πόλη έδινε στο ζευγάρι ένα δικό της επίθετο με την ιδιότητα με την οποία λατρευόταν. Για παράδειγμα ονομαζόταν Βάαλ Σιδών ο κύριος του Ουρανού Ήλιος και Ασταρέθ η Θεά Σελήνη στην Σιδώνα, αλλά Βάαλ Ταμούζ και Βααλέθ εν Γκέμπελς ή εν Βύβλω. Στις γιορτές των θεών τους έκαναν και ανθρωποθυσίες. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας λατρεύτηκε για ένα διάστημα η Αστάρτη (η Αστορέθ των Φοινίκων, η θεά των Δασών για την Ελλάδα), με σύμβολο το μισοφέγγαρο και το περιστέρι, όπως η Αφροδίτη (επιρροή της Σιδώνας) και ο Μέγας Τύριος θεός Βάαλ-Μελκάρθ ως Ηρακλής. Όμως αυτές οι λατρείες παρουσιάστηκαν κατά την ελληνιστική εποχή και κατά την ελληνορωμαϊκή, όταν έμποροι από τη Συρία και τη Φοινίκη δημιούργησαν ένα είδος "πολιτιστικών σωματείων" που διέδιδε αυτές τις πίστεις πιθανόν στο πλαίσιο άσκησης αποικιακής πολιτικής.
ΙΣΡΑΗΛ
Η προέλευση των Εβραίων χρονολογείται παραδοσιακά γύρω στο 1800 π.Χ. με την Βιβλική αναφορά στην ίδρυση του Ιουδαϊσμού. Η Στήλη του Μερνεφθά, η οποία χρονολογείται γύρω στο 1200 π.Χ., είναι ένα από τα παλαιότερα αρχαιολογικά αρχεία των Εβραίων στο Ισραήλ, όπου ανέπτυξαν την μονοθεϊστική θρησκεία του Ιουδαϊσμού και απήλαυσαν περιόδους αυτοδιάθεσης. Ως αποτέλεσμα των κατακτήσεων και επεκτάσεων που δέχτηκαν από τον 8ο αιώνα π.Χ. έκανε την εμφάνισή της η εβραϊκή Διασπορά. Οι ήττες στους Ιουδαιορωμαϊκούς πολέμους του 70 και του 135 συνέβαλαν σημαντικά στο μέγεθος του πληθυσμού και στη γεωγραφική κατανομή της διασποράς, αφού σημαντικοί αριθμοί του εβραϊκού πληθυσμού της Γης του Ισραήλ εξορίστηκαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι σε όλη την αυτοκρατορία. Έκτοτε οι Εβραίοι έχουν κατοικήσει σε όλη την Ευρώπη και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, επιβιώνοντας διαμέσου εκδηλώσεων ρατσισμού, κακουχιών, φτώχειας, ακόμη και κυμάτων γενοκτονίας (βλέπε το άρθρο Αντισημιτισμός), με κάποιες περιόδους πολιτιστικής, οικονομικής και ατομικής άνθησης. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, οι όροι Εβραίος και Ιουδαίος ήταν πρακτικά συνώνυμοι και ο Ιουδαϊσμός ήταν ο κύριος συνεκτικός παράγοντας των Εβραίων, αν και δεν ήταν απολύτως απαραίτητο να ισχύει η Ιουδαϊκή θρησκευτική ταυτότητα ώστε να ανήκει κάποιο άτομο στον εβραϊκό λαό. Ακολουθώντας την Εποχή του Διαφωτισμού και το εβραϊκό της αντίστοιχο, την Χασκαλά, συνέβη μία σταδιακή μεταβολή κατά την οποία πολλοί Εβραίοι άρχισαν να θεωρούν ότι το να αποτελεί ένα άτομο μέλος του εβραϊκού έθνους ήταν κάτι διαφορετικό από το να είναι ακόλουθος της ιουδαϊκής πίστης. Το εβραϊκό όνομα Ιουδαίος (στην εβραϊκή, Γεχούντι, πληθυντικός αριθμός Γεχουντίμ) διαδόθηκε όταν η Βασιλεία του Ισραήλ διαιρέθηκε στο βόρειο Βασίλειο του Ισραήλ και στο νότιο Βασίλειο του Ιούδα. Ο όρος αναφερόταν αρχικά στο λαό του νοτίου βασιλείου, αν και ο όρος Μπ'νέι Ισραέλ (bn'e' Israél, Γιοι του Ισραήλ ή Ισραηλίτες) εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και για τις δύο ομάδες. Όταν οι Ασσύριοι κατέλαβαν το βόρειο βασίλειο αφήνοντας το νότιο βασίλειο ως το μόνο Ιουδαϊκό κράτος, η λέξη Γεχουντίμ σταδιακά επικράτησε να αναφέρεται στο λαό που είχε την Ιουδαϊκή πίστη ως σύνολο, παρά σε εκείνους συγκεκριμένα που προέρχονταν από την Ιουδαία. Η λέξη Ιουδαίος χρησιμοποιείται με ταυτόσημη έννοια, όπως και σε άλλες γλώσσες, «Jew» στα αγγλικά, «Jude» στα γερμανικά, «Juif» στα γαλλικά, αλλά και αντίστοιχα με την ελληνική λέξη Εβραίος, «Hebrew» στα αγγλικά, «Ebreo» στα ιταλικά κτλ. Εβραίοι που προσεύχονται σε συναγωγή κατά τη γιορτή του Γιομ Κιπούρ. (Πίνακας του Μορίς Γκότλιμπ, 1878) Ο Ιουδαϊσμός καθοδηγεί τους ακολούθους του τόσο στις πράξεις όσο και στα πιστεύω, και έχει περιγραφεί όχι μόνο ως θρησκεία αλλά ως τρόπος ζωής, πράγμα που καθιστά δύσκολο τον διαχωρισμό μεταξύ του Ιουδαϊσμού, της εβραϊκής κουλτούρας και της εβραϊκής εθνικής καταγωγής. Γενικά, ένας σύγχρονος διαχωρισμός είναι ο εξής: α) Άτομα που ακολουθούν τον Ιουδαϊσμό και έχουν εβραϊκό εθνικό υπόβαθρο (κάποιες φορές συμπεριλαμβάνονται άτομα που δεν έχουν αυστηρή γενεαλογική σχέση μέσω μητέρας), β) άτομα που δεν έχουν Εβραίους γονείς αλλά ασπάστηκαν τον Ιουδαϊσμό και γ) εκείνοι οι Εβραίοι που, αν και δεν ακολουθούν τον Ιουδαϊσμό ως θρησκεία, αυτοπροσδιορίζονται ως Εβραίοι λόγω της οικογενειακής καταγωγής και της προσωπικής πολιτιστικής και ιστορικής ταύτισής τους με τον εβραϊκό λαό. Κατά τον Ιουδαϊσμο, Εβραίος είναι όποιος έχει Εβραία μητέρα. Η θρησκεία του πατέρα δεν παίζει ρόλο. Μπορεί και κάποιος από ξένη μητέρα να ασπαστεί τον Ιουδαϊσμό, οφείλει όμως να ακολουθήσει μια διαδικασία κατήχησης, η οποία διαρκεί συνήθως πάνω από ένα χρόνο. Οι Εβραίοι, θεωρώντας τον εαυτό τους "εκλεκτό λαό του Θεού", ουδέποτε επεδίωξαν να διαδώσουν τη θρησκεία τους σε άλλους λαούς και να προσηλυτίσουν. Ιστορικές έννοιες της Εβραϊκής ταυτότητας βασίζονται παραδοσιακά σε χαλακικούς (δηλαδή, του Παραδοσιακού Νόμου) ορισμούς αναφορικά με τη γενεαλογική γραμμή μέσω της μητέρας και τη μεταστροφή στον Ιουδαϊσμό. Οι ιστορικοί ορισμοί του ποιος είναι Εβραίος ανάγονται στην εποχή της κωδικοποίησης της προφορικής παράδοσης στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Βιβλικές ερμηνείες τμημάτων του Τανάκ, όπως τα εδάφια Δευτερονόμιο 7:1-5 (ΜΝΚ), χρησιμοποιούνται ως προειδοποίηση εναντίον της επιγαμίας μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων διότι «[ο μη Εβραίος γαμπρός ή νύφη] θα κάνει το γιο σου να πάψει να με ακολουθεί, και θα υπηρετήσουν άλλους θεούς». Τα εδάφια Λευιτικό 24:10-16 αναφέρονται στο γιο που προήλθε από το γάμο μιας Εβραίας και ενός Αιγύπτιου ως μέρος της "σύναξης του Ισραήλ", ενώ στα εδάφια Έσδρας κεφ. 9 και 10 αναφέρεται ότι ζητήθηκε από τους άρρενες Ισραηλίτες να ορκιστούν ότι θα απέβαλλαν τις συζύγους και τα παιδιά που προέρχονταν από επιγαμίες με γυναίκες από τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη. Από την εποχή της Χασκαλά και έπειτα, αμφισβητήθηκαν οι χαλακικές ερμηνείες αναφορικά με την πιστοποίηση της εβραϊκής ταυτότητας.
Ο όρος Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή, η οποία και αναφέρεται ειδικότερα στην αποκάλυψη του Θεού (Γιαχβέ), και στην αρχική συνδιαλλαγή του με το "περιούσιο" έθνος Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί πρώτα αυτό και στη συνέχεια όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία που συγκροτούν την Παλαιά Διαθήκη, γράφτηκαν από διάφορους συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων. Συνώνυμες ονομασίες είναι επίσης οι όροι Εβραϊκές Γραφές, Εβραϊκή Βίβλος —με βάση την προέλευση των συγγραφέων— και Δεύτερη Διαθήκη[1]. Η Τορά αποτελεί την βάση της Παλαιάς Διαθήκης (βλέπε Πεντάτευχος). Ο εβραϊκός Βιβλικός όρος ברית (brit) που αποδίδεται διαθήκη σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία». Έτσι, στη Βίβλο ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά το λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιησού Χριστό, τους αποστόλους και την πρωτοχριστιανική κοινότητα. Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος και οι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές». Περίπου από τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριν τον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη Καινή Διαθήκη, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας διαθήκης δια του Ιησού Χριστού, μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην ελληνική γλώσσα και έχει επικρατήσει να ονομάζεται Μετάφραση των Εβδομήκοντα.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΑΣ

Την προϊστορική περίοδο της Ανατολίας (Μικράς Ασίας) διαδέχτηκε η Εποχή του Χαλκού και η Πρώϊμη Εποχή του Σιδήρου. Στη φωτογραφία βλέπουμε την ανασκαφή του Γκιουμπεκλί Τεπέ, στην Τουρκία:
Στην εποχή του Χαλκού άκμασε η μεταλλουργία, που έφτασε στην Ανατολία από τον υπερκαυκάσιο πολιτισμό των Κουρα-Αράξων, του τέλους της 4ης χιλιετίας π.Χ. Η Ανατολία παρέμεινε στην προϊστορική περίοδο έως την εποχή όπου κυριάρχησαν οι Ακκάδιοι, υπό τον άρχοντα Σαργκόν τον Πρώτο, τον 24ο αιώνα π.Χ. Ο κύριος τομέας της παραγωγής της περιοχής ήταν η εξαγωγή υφασμάτων και χάλκινων κοσμημάτων, ενώ ο σίδηρος δεν έχει εμφανιστεί. Κάποια εμπόλεμη σύρραξη κόστισε σε ανθρώπινες ζωές και επηρέασε αρνητικά το εμπόριο, γεγονός που οδήγησε στην παρακμή του Ακκαδικού πολιτισμού γύρω στο 2150 προ Χριστού.
Η παραπάνω αναπαράσταση ταύρου προέρχεται από το Κατάλ Χουγιούκ και χρονολογείται στην 6η χιλιετία π.Χ. Ίχνη σφηνοειδούς γραφής και άλλες μαρτυρίες συγκλίνουν στην άποψη ότι υπήρξε εμπόριο με τους Ασσυρίους. Στην Ανατολία κυριάρχησε ο πολιτισμός των Χετταίων (ή Χιττιτών) κατά τον 14ο αιώνα προ Χριστού.
Ο φρυγικός πολιτισμός εισέβαλε στη ζωή της Ανατολίας κατά τον 12ο αιώνα π.Χ.
Ο Λυδικός πολιτισμός ξεκινά το 1300 προ Χριστού και έρχεται σε επαφή με τις ελληνόφωνες περιοχές (και κουλτούρες) της παράκτιας περιοχής, όπως αυτήν της Σμύρνης, της Κολοφώνας και της Εφέσου. Μια σειρά επιθέσεων εκ μέρους των Ελλήνων τον οδήγησε στο τέλος του. Ο μυθικός βασιλιάς της Λυδίας Γύγης έμεινε στην Ιστορία για τα πλούτη του. Η περιοχή έπεσε στα χέρια των Περσών το 546 π.Χ.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Η "ΕΥΦΟΡΗ ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΣ", μέρος τρίτο: ΦΟΙΝΙΚΕΣ, ΕΒΡΑΙΟΙ

Οι Φοίνικες ή Σιδώνιοι ήταν αρχαίος σημιτικός λαός που έζησε στη βόρεια Χαναάν, στην παραλιακή πεδιάδα μήκους περ. 200 χλμ και πλάτους μόλις 30 χλμ του σημερινού Λιβάνου -τμήμα της αρχαίας χώρας ανήκει σήμερα και στο Ισραήλ και στη Συρία. Κατά τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα προήλθαν από την Ερυθρά θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη λεγόμενη Φοινίκη γύρω στο 2000 π.Χ., ωστόσο ως διακριτή πολιτισμική οντότητα άρχισαν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους λαούς της Χαναάν γύρω στο 1200 π.Χ.. Από τότε και έως το 700 π.Χ. περίπου χρονολογείται η μέγιστη ακμή τους, κατά την οποία εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν, ιδρύοντας αποικίες, αναπτύσσοντας το εμπόριο και φέρνοντας σε επαφή τους πολιτισμούς όλης της Μεσογείου. Ανάμεσα στις πόλεις που άκμασαν ως κέντρα φοινικικού πολιτισμού συγκαταλέγονται η Τύρος, η Σιδώνα και η Βύβλος, οι οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Συνεχιστές του φοινικικού πολιτισμού στη δυτική Μεσόγειο, από τον 7ο αι. π.Χ., υπήρξαν οι Καρχηδόνιοι, που αναδείχθηκαν σε ισχυρή ναυτική δύναμη και συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τους Ρωμαίους ως την υποταγή τους σε αυτούς με το τέλος του Γ΄ Καρχηδονιακού Πολέμου το 146 π.Χ.. Παρότι οι ίδιοι κάτοικοι της περιοχής δεν διέθεταν επαρκείς πόρους για τα επιτεύγματά τους, από άλλες πηγές (κυρίως ελληνικές) είναι γνωστό ότι υπήρξαν εξαιρετικοί έμποροι και θαλασσοπόροι.
Στους Φοίνικες ανάγεται η πλειονότητα των σημερινών αλφαβήτων, αφού μέσω κυρίως του ελληνικού και δευτερευόντως του αραμαϊκού, το αλφάβητό τους αποτέλεσε το θεμέλιο λίθων των σημερινών αλφαβήτων. Θεωρείται επίσης ότι προήγαγαν την εριουργία, την βαφική και τη βιοτεχνική παραγωγή γυαλιού.
Η Φοινίκη διατήρησε μακρόχρονη σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό, από ένα σημείο και μετά ως εμπορικοί ανταγωνιστές του, ενώ κατά την παράδοση η Θήβα ιδρύθηκε από έναν Φοίνικα πρίγκηπα, τον Κάδμο. Πολλοί Φοίνικες μετανάστευσαν κατά τον 9ο π.Χ. αι. στην Κύπρο παράλληλα με τους Αχαιούς και ίσως και σε άλλες περιοχές πλησιέστερα στην Ελλάδα, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία για ίδρυση άλλων αποικιών τους σε ελληνικό έδαφος. Συχνά οι Έλληνες αναφέρονταν στους Φοίνικες υποτιμητικά (ως κλέφτες και άρπαγες), αλλά αυτό πιθανόν να ήταν έκφραση όχι μόνον του ανταγωνισμού στο Αιγαίο επειδή είχαν εφάμιλλη ναυτοσύνη, αλλά και λόγω της φιλοπερσικής στάσης των Φοινίκων, του τρόπου ζωής τους, της νοοτροπίας τους και της βαθύτερης εθνικής ανάγκης των Ελλήνων για δημιουργία χωριστής ταυτότητας (της ελληνικής) με πλήρη διαχωρισμό από τις γειτονικές, τις ούτως ή άλλως συγκεχυμένες. Η χαριστική βολή στον φοινικικό πολιτισμό ήρθε το 539 π.Χ., όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέκτησε τη Φοινίκη και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μετακινήθηκε στην Καρχηδόνα και άλλες αποικίες. Στη συνέχεια η περιοχή κυβερνήθηκε από Έλληνες και μετά πέρασε στους Ρωμαίους. Σημαντικότερες πόλεις των Φοινίκων ήταν η Βύβλος (σημερινό Τζουμπάιλ), η πόλη και νήσος Άραδος (σήμερα Αρουάντ) και η απεναντί της ηπειρωτική πόλη Αντάραδος (σημερινή Ταρτούς), η Σιδώνα (στα αραβικά Σαιντά), η Τύρος (στα αραβικά σήμερα Σούρ), το Κίτιο της Κύπρου, (η σημερινή Λάρνακα) και η Καρχηδόνα (σήμερα προάστιο της Τύνιδας). Παρότι οι ιστορικοί αναφέρονται στο "φοινικικό πολιτισμό" της περιοχής από το 1200 και μετά ή και πιο πριν, εντούτοις δεν είναι σαφές κατά πόσον οι Φοίνικες είχαν αίσθηση κοινής ταυτότητας. Ηταν οργανωμένοι σε πόλεις-κράτη, όπως και οι Έλληνες, αλλά πέρα από την εμπορική και ναυτική τους ικανότητα, λίγα είναι γνωστά για τον τρόπο ζωής τους. Κατά καιρούς οι πόλεις-κράτη συμμαχούσαν για να αποκρούσουν κοινούς εχθρούς, αλλά δεν είχαν στενότερες σχέσεις -είχαν μάλιστα και εχθρικές πολύ συχνά. Η διοίκηση ασκείτο από τον βασιλιά, με άλλα δύο κέντρα εξουσίας άγνωστης βαρύτητας, το ιερατείο και τη γερουσία. Φαίνεται πως στην περιοχή λειτουργούσαν τρεις συνασπισμοί ή κέντρα. Το βόρειο ήταν της πόλης της Αράδου (σε νησί) και της απέναντι πεδινής έκτασης με την πόλη Σιμύρα (ή Σιμήρα), το κεντρικό, που το αποτελούσε η Βύβλος (ή Γκέμπελ), η Βηρυτός και η Σιδώνα, και τέλος το νότιο, που το αποτελούσε η Τύρος (σε νησί) με την Παλαιτύρο. Αργότερα στη βόρεια ομάδα προστέθηκε η Τρίπολις και στις άλλες η Άκη (Άκκο), η Αντάραδος η οποία στα ελληνιστικά χρόνια μετονομάσθηκε σε Πτολεμαϊδα και άλλες. Χρονολογικά άκμασε πρώτα η Βύβλος, μετά η Σιδών και τελευταία η Τύρος Η Βύβλος έγινε το πρώτο κέντρο διεθνούς ακτινοβολίας απλώνοντας την επιρροή της στην Μεσόγειο και στην Ερυθρά Θάλασσα. Σε αυτή την πόλη βρέθηκε και η πρώτη επιγραφή με το φοινικικό αλφάβητο, σε σαρκοφάγο του 1200 π.Χ. Αργότερα πήρε την εξουσία η Τύρος, ένας από τους βασιλιάδες της οποίας, ο Ιθομπάαλ (887–856 π.Χ.) κυβερνούσε όλες τις πόλεις μέχρι βόρεια τη σημερινή Βηρυτό και τμήμα της Κύπρου. Η Καρχηδόνα ιδρύθηκε το 814 π.Χ. όταν στην εξουσία βρισκόταν ο Πυγμαλίων της Τύρου (820-774 π.Χ.) και η Φοινίκη έφτασε να αποκαλείται Τυρία ή Σιδωνία. Οι Φοίνικες και οι Χαναναίοι αποκαλούνταν επίσης Σιδώνιοι και Τύριοι ανάλογα με το ποια φοινικική πόλη είχε κατά καιρούς την εξουσία της περιοχής Στη θρησκεία τους φαίνεται πως μιμήθηκαν τους Χαλδαίους και τους Αιγυπτίους δημιουργώντας ένα είδος κοινού συνόλου αυτών των δύο. Κάθε φοινικική πόλη λάτρευε και ένα ζευγάρι θεών, τον Βάαλ που χαρακτήριζαν και βασιλιά (Μελέκ ή Μολόχ στις χριστιανικές γραφές) και την θεά και κυρία Βααλάτ που τιτλοφορούσαν και βασίλισσα (Μιλκάτ). Αυτό το θείο ζευγάρι δεν έφερε κύριο όνομα (όπως Ζευς ή Ήρα για τους Έλληνες) και η ονομασία τους ήταν προσηγορική, σήμαινε ιδιότητα. Κάθε πόλη έδινε στο ζευγάρι ένα δικό της επίθετο με την ιδιότητα με την οποία λατρευόταν. Για παράδειγμα ονομαζόταν Βάαλ Σιδών ο κύριος του Ουρανού Ήλιος και Ασταρέθ η Θεά Σελήνη στην Σιδώνα, αλλά Βάαλ Ταμούζ και Βααλέθ εν Γκέμπελς ή εν Βύβλω. Στις γιορτές των θεών τους έκαναν και ανθρωποθυσίες. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας λατρεύτηκε για ένα διάστημα η Αστάρτη (η Αστορέθ των Φοινίκων, η θεά των Δασών για την Ελλάδα), με σύμβολο το μισοφέγγαρο και το περιστέρι, όπως η Αφροδίτη (επιρροή της Σιδώνας) και ο Μέγας Τύριος θεός Βάαλ-Μελκάρθ ως Ηρακλής. Όμως αυτές οι λατρείες παρουσιάστηκαν κατά την ελληνιστική εποχή και κατά την ελληνορωμαϊκή, όταν έμποροι από τη Συρία και τη Φοινίκη δημιούργησαν ένα είδος "πολιτιστικών σωματείων" που διέδιδε αυτές τις πίστεις πιθανόν στο πλαίσιο άσκησης αποικιακής πολιτικής.
ΙΣΡΑΗΛ
Η προέλευση των Εβραίων χρονολογείται παραδοσιακά γύρω στο 1800 π.Χ. με την Βιβλική αναφορά στην ίδρυση του Ιουδαϊσμού. Η Στήλη του Μερνεφθά, η οποία χρονολογείται γύρω στο 1200 π.Χ., είναι ένα από τα παλαιότερα αρχαιολογικά αρχεία των Εβραίων στο Ισραήλ, όπου ανέπτυξαν την μονοθεϊστική θρησκεία του Ιουδαϊσμού και απήλαυσαν περιόδους αυτοδιάθεσης. Ως αποτέλεσμα των κατακτήσεων και επεκτάσεων που δέχτηκαν από τον 8ο αιώνα π.Χ. έκανε την εμφάνισή της η εβραϊκή Διασπορά. Οι ήττες στους Ιουδαιορωμαϊκούς πολέμους του 70 και του 135 συνέβαλαν σημαντικά στο μέγεθος του πληθυσμού και στη γεωγραφική κατανομή της διασποράς, αφού σημαντικοί αριθμοί του εβραϊκού πληθυσμού της Γης του Ισραήλ εξορίστηκαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι σε όλη την αυτοκρατορία. Έκτοτε οι Εβραίοι έχουν κατοικήσει σε όλη την Ευρώπη και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, επιβιώνοντας διαμέσου εκδηλώσεων ρατσισμού, κακουχιών, φτώχειας, ακόμη και κυμάτων γενοκτονίας (βλέπε το άρθρο Αντισημιτισμός), με κάποιες περιόδους πολιτιστικής, οικονομικής και ατομικής άνθησης. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, οι όροι Εβραίος και Ιουδαίος ήταν πρακτικά συνώνυμοι και ο Ιουδαϊσμός ήταν ο κύριος συνεκτικός παράγοντας των Εβραίων, αν και δεν ήταν απολύτως απαραίτητο να ισχύει η Ιουδαϊκή θρησκευτική ταυτότητα ώστε να ανήκει κάποιο άτομο στον εβραϊκό λαό. Ακολουθώντας την Εποχή του Διαφωτισμού και το εβραϊκό της αντίστοιχο, την Χασκαλά, συνέβη μία σταδιακή μεταβολή κατά την οποία πολλοί Εβραίοι άρχισαν να θεωρούν ότι το να αποτελεί ένα άτομο μέλος του εβραϊκού έθνους ήταν κάτι διαφορετικό από το να είναι ακόλουθος της ιουδαϊκής πίστης. Το εβραϊκό όνομα Ιουδαίος (στην εβραϊκή, Γεχούντι, πληθυντικός αριθμός Γεχουντίμ) διαδόθηκε όταν η Βασιλεία του Ισραήλ διαιρέθηκε στο βόρειο Βασίλειο του Ισραήλ και στο νότιο Βασίλειο του Ιούδα. Ο όρος αναφερόταν αρχικά στο λαό του νοτίου βασιλείου, αν και ο όρος Μπ'νέι Ισραέλ (bn'e' Israél, Γιοι του Ισραήλ ή Ισραηλίτες) εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και για τις δύο ομάδες. Όταν οι Ασσύριοι κατέλαβαν το βόρειο βασίλειο αφήνοντας το νότιο βασίλειο ως το μόνο Ιουδαϊκό κράτος, η λέξη Γεχουντίμ σταδιακά επικράτησε να αναφέρεται στο λαό που είχε την Ιουδαϊκή πίστη ως σύνολο, παρά σε εκείνους συγκεκριμένα που προέρχονταν από την Ιουδαία. Η λέξη Ιουδαίος χρησιμοποιείται με ταυτόσημη έννοια, όπως και σε άλλες γλώσσες, «Jew» στα αγγλικά, «Jude» στα γερμανικά, «Juif» στα γαλλικά, αλλά και αντίστοιχα με την ελληνική λέξη Εβραίος, «Hebrew» στα αγγλικά, «Ebreo» στα ιταλικά κτλ. Εβραίοι που προσεύχονται σε συναγωγή κατά τη γιορτή του Γιομ Κιπούρ. (Πίνακας του Μορίς Γκότλιμπ, 1878) Ο Ιουδαϊσμός καθοδηγεί τους ακολούθους του τόσο στις πράξεις όσο και στα πιστεύω, και έχει περιγραφεί όχι μόνο ως θρησκεία αλλά ως τρόπος ζωής, πράγμα που καθιστά δύσκολο τον διαχωρισμό μεταξύ του Ιουδαϊσμού, της εβραϊκής κουλτούρας και της εβραϊκής εθνικής καταγωγής. Γενικά, ένας σύγχρονος διαχωρισμός είναι ο εξής: α) Άτομα που ακολουθούν τον Ιουδαϊσμό και έχουν εβραϊκό εθνικό υπόβαθρο (κάποιες φορές συμπεριλαμβάνονται άτομα που δεν έχουν αυστηρή γενεαλογική σχέση μέσω μητέρας), β) άτομα που δεν έχουν Εβραίους γονείς αλλά ασπάστηκαν τον Ιουδαϊσμό και γ) εκείνοι οι Εβραίοι που, αν και δεν ακολουθούν τον Ιουδαϊσμό ως θρησκεία, αυτοπροσδιορίζονται ως Εβραίοι λόγω της οικογενειακής καταγωγής και της προσωπικής πολιτιστικής και ιστορικής ταύτισής τους με τον εβραϊκό λαό. Κατά τον Ιουδαϊσμο, Εβραίος είναι όποιος έχει Εβραία μητέρα. Η θρησκεία του πατέρα δεν παίζει ρόλο. Μπορεί και κάποιος από ξένη μητέρα να ασπαστεί τον Ιουδαϊσμό, οφείλει όμως να ακολουθήσει μια διαδικασία κατήχησης, η οποία διαρκεί συνήθως πάνω από ένα χρόνο. Οι Εβραίοι, θεωρώντας τον εαυτό τους "εκλεκτό λαό του Θεού", ουδέποτε επεδίωξαν να διαδώσουν τη θρησκεία τους σε άλλους λαούς και να προσηλυτίσουν. Ιστορικές έννοιες της Εβραϊκής ταυτότητας βασίζονται παραδοσιακά σε χαλακικούς (δηλαδή, του Παραδοσιακού Νόμου) ορισμούς αναφορικά με τη γενεαλογική γραμμή μέσω της μητέρας και τη μεταστροφή στον Ιουδαϊσμό. Οι ιστορικοί ορισμοί του ποιος είναι Εβραίος ανάγονται στην εποχή της κωδικοποίησης της προφορικής παράδοσης στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Βιβλικές ερμηνείες τμημάτων του Τανάκ, όπως τα εδάφια Δευτερονόμιο 7:1-5 (ΜΝΚ), χρησιμοποιούνται ως προειδοποίηση εναντίον της επιγαμίας μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων διότι «[ο μη Εβραίος γαμπρός ή νύφη] θα κάνει το γιο σου να πάψει να με ακολουθεί, και θα υπηρετήσουν άλλους θεούς». Τα εδάφια Λευιτικό 24:10-16 αναφέρονται στο γιο που προήλθε από το γάμο μιας Εβραίας και ενός Αιγύπτιου ως μέρος της "σύναξης του Ισραήλ", ενώ στα εδάφια Έσδρας κεφ. 9 και 10 αναφέρεται ότι ζητήθηκε από τους άρρενες Ισραηλίτες να ορκιστούν ότι θα απέβαλλαν τις συζύγους και τα παιδιά που προέρχονταν από επιγαμίες με γυναίκες από τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη. Από την εποχή της Χασκαλά και έπειτα, αμφισβητήθηκαν οι χαλακικές ερμηνείες αναφορικά με την πιστοποίηση της εβραϊκής ταυτότητας.
Ο όρος Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή, η οποία και αναφέρεται ειδικότερα στην αποκάλυψη του Θεού (Γιαχβέ), και στην αρχική συνδιαλλαγή του με το "περιούσιο" έθνος Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί πρώτα αυτό και στη συνέχεια όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία που συγκροτούν την Παλαιά Διαθήκη, γράφτηκαν από διάφορους συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων. Συνώνυμες ονομασίες είναι επίσης οι όροι Εβραϊκές Γραφές, Εβραϊκή Βίβλος —με βάση την προέλευση των συγγραφέων— και Δεύτερη Διαθήκη[1]. Η Τορά αποτελεί την βάση της Παλαιάς Διαθήκης (βλέπε Πεντάτευχος). Ο εβραϊκός Βιβλικός όρος ברית (brit) που αποδίδεται διαθήκη σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία». Έτσι, στη Βίβλο ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά το λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιησού Χριστό, τους αποστόλους και την πρωτοχριστιανική κοινότητα. Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος και οι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές». Περίπου από τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριν τον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη Καινή Διαθήκη, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας διαθήκης δια του Ιησού Χριστού, μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην ελληνική γλώσσα και έχει επικρατήσει να ονομάζεται Μετάφραση των Εβδομήκοντα.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...