Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Η "ΕΥΦΟΡΗ ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΣ": ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑ, ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Η λέξη "Μεσοποταμία" σημαίνει τη "χώρα ανάμεσα σε δύο ποταμούς" (τον Τίγρη και τον Ευφράτη). Διάφορες πόλεις/κράτη διαμόρφωσαν, στην πορεία του χρόνου, την ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκονται το Ιράκ και το Ιράν. Πατρίδα των Σουμερίων, των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων, η περιοχή της Μεσοποταμίας ήταν μια αχανής, γόνιμη πεδιάδα που ευνοούσε τη γεωργία και την εξημέρωση ζώων, ώστε να διαμορφωθούν οικονομικά αυτόνομες κοινωνίες.
Η προϊστορία. Την 7η χιλιετία π.Χ. στις βόρειες περιοχές της Μεσοποταμίας φαίνεται ότι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μετασχηματισμού στον τρόπο ζωής του ανθρώπου: από το κυνήγι και τη συλλογή των καρπών - θηρευτικό* ή συλλεκτικό στάδιο οικονομίας - ο άνθρωπος περνά τη συλλογική ζωή, τη μόνιμη κατοίκηση και την καλλιέργεια της γης - παραγωγικό στάδιο. Την 5η χιλιετία π.Χ. στις νότιες περιοχές η γεωργική παραγωγή ήταν ευκολότερη, αφού η συλλογική ζωή και η φύση της χώρας δημιουργούσαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Έτσι στη Μεσοποταμία συντελέστηκε για πρώτη φορά το μεγάλο επίτευγμα της κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης του ανθρώπου. Στο χώρο αυτό ο άνθρωπος πέρασε στο παραγωγικό στάδιο και στην οργάνωση της παραγωγής του. Η Ασσυρία ήταν αρχαία χώρα (Βασίλειο της Μεσοποταμίας) στην κοιλάδα του Τίγρη η οποία έλαβε την ονομασία της από την αρχική πόλη-κράτος Ασσούρ, που έφερε το όνομα του ομώνυμου θεού. Το Ασσυριακό κράτος απετέλεσε επανειλημμένα αυτοκρατορία της οποίας η μεγαλύτερη ακμή προσδιορίζεται μεταξύ του 9ου και 7ου αιώνα π.Χ. Το Ασσυριακό κράτος καταλύθηκε οριστικά το 612 π.Χ.. Η περιοχή αυτή, όπου σήμερα βρίσκεται το ΒΑ Ιράκ, είναι μεγάλη χαμηλή πεδιάδα με μικρούς λόφους και διαρρέεται από τον ποταμό Τίγρη και τους παραποτάμους του, τα άφθονα νερά και το καλό κλίμα έκαναν και στην αρχαιότητα τον τόπο αυτόν από τις πιο γόνιμες χώρες της Ασίας. Πήρε το όνομα της από την αρχαία πόλη Ασσούρ αρχική κοιτίδα των Ασσυρίων η οποία υπήρχε ως τον 14ο αιώνα που καταστράφηκε από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου και τον θεό Ασσούρ ο οποίος λατρευόταν στην πόλη. Τον 24ο αιώνα οι πρόγονοι των Ασσύριων είχαν σχηματίσει στη Μεσοποταμία την αυτοκρατορία των Ακκάδων η οποία κυβερνήθηκε από τον Σαργών τον μέγα και τη δυναστεία του, ακολούθησαν ξανά οι Σουμέριοι της τρίτης δυναστείας της πόλης Ουρ. Μετά τη διάλυση των Ακκάδων και των Σουμερίων οι απόγονοι των Ακκάδων τον 19ο αιώνα π.χ. χωρίστηκαν στους Βαβυλώνιους στο νότιο τμήμα του σημερινού Ιράκ κοντά στον Περσικό κόλπο και τους Ασσύριους στο πεδινό βόρειο τμήμα σαν νομάδες υπό τη διοίκηση φυλάρχων.
Οι Ασσύριοι βασιλείς έχτιζαν μεγάλα και πολυέξοδα παλάτια, τα στόλιζαν με πολλές ανάγλυφες παραστάσεις από κυνήγια και από πολεμικές νίκες. Μπροστά στις πύλες των ανακτόρων έστηναν πελώρια πέτρινα λιοντάρια και φτερωτούς ταύρους, που είχαν ανθρώπινο κεφάλι. Στην αρχιτεκτονική οι Ασσύριοι έκαναν μεγάλες προόδους, παρόλο που χρησιμοποιούσαν, όπως οι Βαβυλώνιοι, μονάχα πλίνθους και πηλό. Καλλιέργησαν και άλλες τέχνες (αγγειοπλαστική, ανάγλυφα, αγάλματα κλπ.). Από τις επιστήμες πιο πολύ ασχολήθηκαν με τα μαθηματικά και τη γεωμετρία, γιατί μετρούσαν και χώριζαν τα κτήματα, έκαναν αρδευτικές εγκαταστάσεις για να τα ποτίζουν και επιβλητικές οικίες για να μένουν. Τέλος ασχολήθηκαν και με την αστρονομία και την αστρολογία, τα περισσότερα στοιχεία του πολιτισμού τους ειδικά στον τομέα της αστρολογίας οι Ασσύριοι τα πήραν από τους Βαβυλώνιους οι οποίοι ανέπτυξαν σε έντονο βαθμό την αστρολογία την εποχή της όγδοης δυναστείας με αποκορύφωμα την περίοδο βασιλείας του Ναβονάσσαρου. Σε γενικές γραμμές οι Ασσύριοι, ως πολύ σκληρός πολεμικός λαός, υστερούσαν σημαντικά σε επιστήμες σε σχέση με άλλους, ασχολήθηκαν μονάχα με ό,τι τους βοηθούσε να λύσουν τις ανάγκες στην καθημερινή τους ζωή. Υπήρξε εποχή κατά την οποία η Βαγδάτη υπήρξε το σταυροδρόμι των ευρωπαϊκών και των αραβικών λαών. Στη εποχή της ακμής της υπήρξε το σημαντικότερο κέντρο του αραβικού κόσμου αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα του τότε κόσμου. Η πόλη χτίστηκε το 762 μ.Χ. από τον χαλίφη Αλ Μανσούρ. Το όνομά της σήμαινε "δώρο Θεού", κάτι που δεν ήταν και τόσο άσχετο προς την πραγματικότητα, μιας και ήταν μια πανέμορφη πόλη με δυο εκατομμύρια κατοίκους, ανάμεσα στους οποίους πολλοί σημαντικοί σοφοί, γιατροί, αρχιτέκτονες και άνθρωποι των γραμμάτων.
Στην ίδια περιοχή, πολύ παλιότερα, γύρω στην τέταρτη π.Χ. χιλιετία, οι Σουμέριοι έχτισαν τις πρώτες οργανωμένες πόλεις που είδε ποτέ ο άνθρωπος και τις οργάνωσαν σε πόλεις-κράτη, κάτι ακόμα αδιανόητο για την περίοδο εκείνη. Μια από τις αρχαιότερες και πιο ισχυρές υπήρξε η Ουρούκ, η οποία κατά την 3η χιλιετία περιελάμβανε 76 χωριά. Στις περιοχές αυτές, ανάμεσα στους δυο μεγάλους ποταμούς, τον Τίγρη και τον Ευφράτη, δημιουργήθηκε ο πολιτισμός, γεννήθηκε η γραφή και εφευρέθηκε ο τροχός. Οι πόλεις-κράτη αναπτύχθηκαν ταχύτατα, καλλιέργησαν τα εύφορα εδάφη τους και έγιναν γρήγορα πλούσιες και λαμπερές. Η πόλη Ουρ, "η πόλη του θεού της Σελήνης", υπήρξε από τις σημαντικότερες και πλουσιότερες. Την 4η χιλιετία π.Χ. στην περιοχή της Χαλδαίας η ζωή οργανώνεται συστηματικά με την άφιξη αυτού του δημιουργικού λαού. Σχετικά με την προέλευσή τους η επιστημονική έρευνα δεν έχει δώσει ακόμα πειστική απάντηση. Στα μέσα περίπου της χιλιετίας οι Σουμέριοι οργανώνονται σε πόλεις οι οποίες διακοσμούνται με μεγάλα ανάκτορα, με πρωτότυπους ναούς, τα ζιγκουράτ2, και οχυρώνονται με ισχυρά τείχη. Η καθεμιά λειτουργεί ως κέντρο της γύρω περιοχής, η οποία περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό οικισμών. Η πολιτική τους οργάνωση σε ανεξάρτητες πόλεις παρουσιάζει αναλογίες με την πολιτική συγκρότηση που δημιουργήθηκε αργότερα στην αρχαία Ελλάδα. Οι Σουμέριοι, παρά τις αντίξοες συνθήκες, κατόρθωσαν να βελτιώσουν τους όρους ζωής τους και να συμβάλουν στην εξέλιξη του πολιτισμού. Ανακάλυψαν τον τροχό και τον χρησιμοποίησαν για την άρδευση της γης, την κατασκευή του άρματος και σε άλλες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Προχώρησαν στον υπολογισμό των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Βελτίωσαν τον τρόπο καλλιέργειας με τη χρήση μεταλλικών εργαλείων και την τελειοποίηση του αρότρου. Παράλληλα, επιδόθηκαν και στον τομέα της κτηνοτροφίας πρώτοι αυτοί κατόρθωσαν να επιτύχουν την αποβουτύρωση του γάλακτος. Στην κατασκευή των κτηρίων, εξαιτίας της έλλειψης ξυλείας και πέτρας, χρησιμοποίησαν τον άργιλο που διέθετε σε αφθονία η χώρα. Έτσι επινόησαν τη χρήση της ψημένης στον ήλιο πλίνθου ως οικοδομικού υλικού. Από το ίδιο αυτό υλικό κατασκεύασαν πήλινες πινακίδες που τις χρησιμοποιούσαν ως γραφική ύλη. Οι ανασκαφές στις σουμερικές πόλεις έχουν φέρει στο φως χιλιάδες πινακίδες, γραμμένες με σφηνοειδείς χαρακτήρες. Η έλλειψη πρώτων υλών και ιδιαίτερα μετάλλων οδήγησε τους Σουμέριους έξω από τα όρια της χώρας τους. Ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με άλλους λαούς – στον Καύκασο, τη Μ. Ασία, τις Ινδίες - και για να διευκολύνουν τις συναλλαγές τους επινόησαν ορισμένα μέτρα και τα πρώτα νομίσματα, ράβδους χρυσού και ασημιού ή δαχτυλίδια. Οι μεταλλικές ράβδοι και τα δαχτυλίδια σφραγίζονταν, πράγμα που αποτελούσε εγγύηση για την ποιότητα και την ποσότητα του μετάλλου τους. Ο πολιτισμός των Σουμερίων εμφανίστηκε γύρω στο 5000 π.Χ., στη πρώτη πόλη του κόσμου, την Εριντού. Οι πρώτοι οικισμοί γύρω από τον Ευφράτη, καλαμένιες καλύβες, σιγά-σιγά με την εξέλιξη της γεωργίας και την διαχείριση των υδάτων του Ευφράτη οδήγησαν στην εμφάνιση πόλεων-κρατών και τη δημιουργία αποθέματος τροφίμων. Οι πρώτες πόλεις όπως η Εριντού και η Ουρούκ είχαν επίσης μεγάλους ναούς χτισμένους στην αρχή από λασπότουβλα.
Το 1927 ο Βρετανός αρχαιολόγος Λέοναρντ Γούλεϋ έφερε στο φως αμύθητους θησαυρούς από το βασιλικό νεκροταφείο με τους δυο χιλιάδες τάφους. Τα ευρήματα ξεπερνούσαν κάθε προσδοκία, περιλαμβάνοντας χρυσά αντικείμενα, εκπληκτικά αντικείμενα τέχνης, αντικείμενα πολεμιστών. Η πόλη προστατευόταν από τείχη τα οποία είχαν στο κέντρο τους ένα βαθμιδωτό πύργο με το ναό της θεότητας που τους προστάτευε, ο οποίος χρησιμοποιούνταν και ως αστρονομικό παρατηρητήριο. Τριγύρω υπήρχαν ναοί, δωμάτια ιερέων, αποθήκες, όπως και μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες που βρέθηκαν ποτέ. Εκεί βρέθηκαν και οι αρχαιότεροι γραπτοί νόμοι. Οι Σουμέριοι της Ουρ ήταν σκληροί και αδίστακτοι πολεμιστές χωρίς κανένα έλεος. Η πόλη καταστράφηκε στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, δίνοντας τη θέση της ανάμεσα στα δυο ποτάμια στους Ελαμίτες, οι οποίοι κρατώντας από τους Σουμέριους μόνο τη γλώσσα αλλά αφομοιώνοντας και επεκτείνοντας τον πολιτισμό τους έφτιαξαν κάτω από τη βασιλεία του Χαμουραμπί την ισχυρή και φημισμένη χώρα της Βαβυλώνας, 90 χιλιόμετρα νότια της Βαγδάτης.
Την 3η χιλιετία π.Χ. τα πρώτα φύλα σημιτικής* καταγωγής ήρθαν στη Μεσοποταμία πιθανότατα από τις ερήμους της Αραβίας. εγκαταστάθηκαν στις βόρειες περιοχές της Χαλδαίας, όπου ίδρυσαν δικές τους πόλεις. Δεν άργησαν όμως να συγκρουστούν με τους Σουμέριους. Οι εισβολείς, με αρχηγό τον Σαργκόν Α', κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν και να ιδρύσουν το πρώτο μεγάλο βασίλειο στη Μεσοποταμία με πρωτεύουσα την πόλη Ακκάδ (περίπου το 2350 π.Χ.). Έτσι οι Ακκάδιοι, όπως ονομάστηκαν από τους ιστορικούς τα πρώτα σημιτικά φύλα, γίνονται οι άμεσοι διάδοχοι και συνεχιστές του πολιτισμού των Σουμερίων. Τους επόμενους αιώνες ήρθαν στην περιοχή και άλλα σημιτικά φύλα Από το 3000 π.Χ. η διοίκηση πέρασε στα χέρια ενός αρχιερέα-βασιλιά, τον Ενσί, που αντιπροσώπευε τους Θεούς εδώ κάτω στη γη, συνεργαζόταν με ένα συμβούλιο γερόντων και ζούσε μέσα στους ναούς. Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκε και το πρώτο σύστημα γραφής στο κόσμο. Το βιβλίο της Σουμερικής Λίστας των Βασιλέων γράφει για το πέρασμα της εξουσίας από την Εριντού, προς βορράν στη Σουρουπάκ, μέχρι τη περίοδο του κατακλυσμού(=μεγάλες πλημμύρες των δύο ποταμών,Τίγρη και Ευφράτη, που βύθισαν τις πόλεις.) Την ηγεμονία παραδοσιακά την ασκούσαν-με εναλλαγές- οι πόλεις Κις, Oυρ, Ουρούκ, Ανταμπ και Ακσάκ. Μετά τον κατακλυσμό, γύρω στο 2600 π.Χ, η βασιλεία πέρασε στη πόλη της Κις (=1η δυναστεία της Κις) που είχε επίσης και ισχυρό ποσοστό ακκαδικής καταγωγής πληθυσμού. Ο πρώτος μονάρχης που είναι γραμμένος στη σουμερική Λίστα των Βασιλέων είναι ο Ενμενμπαραγκε-σι της Κις γύρω στο 2600 π.Χ., ο οποίος νίκησε τους Ελαμίτες και έχτισε το ναό του Ενλίλ στη Νιππούρ. Μετά η ηγεμονία πέρασε στην Ουρούκ με την δική της 1η δυναστεία. Ο πιο διάσημος βασιλιάς της Ουρούκ είναι ο Γιλγαμές-ήρωας του πρώτου έπους στην ανθρώπινη ιστορία.
Η πρώτη δυναστεία της Ουρ, με βασιλιά τον Μεσκαλαντούγκ, είναι η πρώτη δυναστεία επιβεβαιωμένη και από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ο Λουγκάλ Άνε-μούντου της Αντάμπ διατήρησε για κάποιο διάστημα τη κυριαρχία στην Ουρούκ, την Ουρ και τη Λαγκάς, συμπεριλαμβανομένου και του Ελαμ. Μια σύντομη αυτοκρατορία που διαλύθηκε με το θάνατο του βασιλιά. Στα 2300 π.Χ. η κυριαρχία πέρασε στον Λουγκάλ Ζάγκε-σι, αρχιερέας στην Ούμμα που υπέταξε την Ουρούκ και την Ουρ. Η εμφάνιση του Σαργών της Ακκάδης έθεσε τέλος στη κυριαρχία του. Μετά την πτώση της Ακκαδικής αυτοκρατορίας και την εμφάνιση των Γκούτιων, έχουμε την 5η δυναστεία της Ουρούκ που έδιωξε τους Γκούτιους από τη Σουμερία-γύρω στο 2050 π.Χ.- υπό τη βασιλεία του Ούτου-χεγκάλ. Ο Ουρ-ναμμού υπέταξε τη δυναστεία της Ουρούκ και ανέδειξε τη κυριαρχία της 3ης δυναστείας της Ουρ μέχρι το 2004 π.Χ. Μετά την εμφάνιση των Ακκάδων, η σουμερική ταυτότητα άρχιζε να ενοποιείται με αυτή των Ακκάδων. Οι θεοί τους έγιναν κοινοί, γλώσσα τους έγιναν τα ακκαδικά και γενικά η κοινωνία εκσημιτιζόταν όλο και πιο πολύ. Οι Ελαμίτες κατέστρεψαν τη 3η δυναστεία της Ουρ, το 2000 π.Χ.. Οι Σημίτες κυριάρχησαν σε όλη τη Μεσοποταμία και το όνομα και η γλώσσα της Σουμερίας πέρασαν στην Ιστορία.
Τον 18ο αι. π.Χ. οι σημιτικοί λαοί της Μεσοποταμίας εισήλθαν σε περίοδο μεγάλης ακμής. Το γεγονός αυτό οφείλεται στον Χαμμουραμπί, ένα σπουδαίο ηγεμόνα που κατόρθωσε να ενώσει όλους τους λαούς της περιοχής σε ενιαίο κράτος με πρωτεύουσα τη Βαβυλώνα, την πρώτη μεγαλούπολη της ιστορίας. Ο Χαμμουραμπί κυβέρνησε το μεγάλο κράτος του ως απόλυτος μονάρχης. Το οργάνωσε διοικητικά και παραχώρησε στους υπηκόους του νομοθεσία3. Αυτή την εποχή γράφτηκε και το πρώτο λογοτεχνικό έργο, το «έπος του Γκιλγκαμές». Την ακμή του αρχαίου Βαβυλωνιακού κράτους ακολούθησε περίοδος συνεχών ταραχών από το 16ο αι. π.Χ. μέχρι το 12ο αι. π.Χ., που οφείλονται στις εισβολές άλλων λαών, όπως των Χετταίων, των Κασσιτών κ.ά. Η Βαβυλώνα περιβαλλόταν από διπλό τείχος 16 χιλιομέτρων που διακόπτονταν από επιβλητικούς πύργους. Η κύρια Πύλη της πόλης καλυπτόταν από σμαλτωμένα γαλάζια τούβλα με αναπαραστάσεις δράκων, ταύρων και λεόντων. Ο ναός που ήταν αφιερωμένος στην προστάτιδα θεότητα βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, ήταν πολύχρωμος, είχε επτά ορόφους και περιβαλλόταν από αυλές και κατοικίες ιερέων. Πιο κάτω βρισκόταν το λαμπερό παλάτι του Ναβουχοδονόσορα, και ακόμα πιο πέρα μια επιβλητική πέτρινη γέφυρα ένωνε τις δυο όχθες του Ευφράτη ο οποίος διέσχιζε τη μυθική πόλη.
Tο παλάτι του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Oι κρεμαστοί κήποι του θεωρήθηκαν ένα επίτευγμα που ξεφεύγει από τα όρια της λογικής, δεδομένου του ότι στη Νότια Μεσοποταμία δεν υπήρξε ποτέ σχεδόν καθόλου βλάστηση. Στη Μοσούλη υπήρξε κάποτε η Νιμρούντ, η πρωτεύουσα των Ασσυρίων, η οποία ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα π.Χ. Πολλοί θησαυροί της Μεσοποταμίας βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο και το Λούβρο.
Οι αρχαιότερες βιβλιοθήκες στην ιστορία του πλανήτη Γη βρέθηκαν στο Νιπούρ της Σουμερίας και στην Έμπλα της Συρίας, και χρονολογήθηκαν στο 2500 π.Χ.
Ο Κύρος ο Μέγας κατέκτησε τη Βαβυλώνα για λογαριασμό των Περσών στη μάχη του Ώπις (539 π.Χ.) είναι άγνωστη η τύχη του τελευταίου βασιλιά Ναβονίδη πιθανότατα του χαρίστηκε η ζωή όπως φαίνεται από ιστορίες άλλων βασιλέων που κατέκτησε ο Κύρος. Μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Ασίας από τον Κύρο ο μεγάλος Πέρσης κατακτητής επέτρεψε σε όλους τους υποδουλωμένους λαούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να λατρέψουν ελεύθερα τον θεό τους, το ίδιο συνέβη και με τους Ιουδαίους που επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα όπως περιγράφεται και από την Βίβλο.
Οι Πέρσες βασιλείς μετά τον Κύρο με πρώτο τον Δαρείο τον Μέγα καθιέρωσαν την Βαβυλώνα σαν πρωτεύουσα της 9ης σατραπείας και στο μεγαλύτερο επιστημονικό κέντρο της αυτοκρατορίας λαμβάνοντας υπόψη τους την έντονη αρχαία παρουσία στην πόλη των επιστημών ειδικά των μαθηματικών και της αστρονομίας την εποχή της 5ης δυναστείας των Χαλδαίων (9ος - 8ος αιώνας π.Χ.). Οι αστρονομικές μελέτες του βασιλιά Ναβονάσσαρου τελειοποιήθηκαν όπως επίσης η μελέτης της αστρολογίας και των ζωδιακών κύκλων, οι Αχαιμενίδες βασιλείς επέτρεψαν στους Βαβυλώνιους να λατρεύουν ελεύθερα τον Μαρδούκ η λατρεία του οποίου συνεχίστηκε ώς τον 7ο αιώνα μ.χ. που καταλήφθηκε η περιοχή από τους Άραβες. H υπερφορολόγηση από τον Πέρση βασιλιά Δαρείου Γ' τον Κοδομανό προκειμένου να καλύψει τα έξοδα για τους πολέμους του με τους Έλληνες δημιούργησαν έντονη δυσαρέσκεια στους Βαβυλώνιους, την εποχή του τα περισσότερα ιερά της πόλης εγκαταλείφθηκαν.
Στα μέσα του 12ου αι. π.Χ. κυριάρχησε τελικά ένας λαός που κατοικούσε τις ορεινές βόρειες περιοχές της Μεσοποταμίας, οι Ασσύριοι. Πρόκειται για λαό σκληροτράχηλο και πολεμικό. Επικράτησαν μέχρι τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. σ' ολόκληρη τη Μεσοποταμία, επεκτείνοντας τις κατακτήσεις τους ανατολικά στην περιοχή του Ελάμ και δυτικά στη Συρία μέχρι και την Αίγυπτο. Στο απόγειο της δύναμής τους έφθασαν τον 7ο αι. π.Χ., όταν βασιλιάς ήταν ο Ασσουρμπανιπάλ και πρωτεύουσα του κράτους η Νινευί. Το αρχαιότερο όνομα της περιοχής αυτής στην ασσυριακή γλώσσα λέγεται Αssur. Στις αρχές του 19ου αιώνα από τους λαούς που κατοίκησαν τη Μεσοποταμία δεν ήταν γνωστοί παρά μόνο οι Βαβυλώνιοι, οι Ασσύριοι και οι Χαλδαίοι, από τις λίγες και συγκεχυμένες πληροφορίες των ελληνικών, των εβραϊκών και αιγυπτιακών κειμένων, ενώ οι Σουμέριοι, οι Ακκάδιοι, οι Ελαμίτες, οι Κασσίτες και άλλοι λαοί της περιοχής ήταν άγνωστοι. Οι πρώτες όμως συστηματικές ανασκαφές και η αποκρυπτογράφηση της σφηνοειδούς γραφής άνοιξαν νέους ορίζοντες για την έρευνα και την ιστορία, διαμορφώνοντας έναν ιδιαίτερο επιστημονικό κλάδο την Ασσυριολογία. Το 612 π.Χ. οι υποτελείς λαοί ξεσηκώθηκαν. Οι Βαβυλώνιοι με συμμάχους τους Μήδους - κατοίκους του Β. Ιράν - κατέλαβαν τη Νινευί και την κατέστρεψαν. Πρωτεύουσα του νέου Βαβυλωνιακού κράτους έγινε πάλι η Βαβυλώνα που διακοσμήθηκε με μεγάλα και εντυπωσιακά κτήρια, όπως «οι κρεμαστοί κήποι», ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου4. Σε μεγάλη ακμή έφτασε το Βαβυλωνιακό κράτος, όταν βασιλιάς του ήταν ο Ναβουχοδονόσορ. Αυτός επέκτεινε την εξουσία του μέχρι τις ακτές της Μεσογείου, κυρίευσε την Ιερουσαλήμ (587 π.Χ.) και έσυρε τους Εβραίους στη «βαβυλώνια αιχμαλωσία». Το 538 π.Χ. το νέο Βαβυλωνιακό κράτος καταλύθηκε από τον Κύρο Β', το βασιλιά των Περσών. Έκτοτε ολόκληρη η Μεσοποταμία αποτέλεσε τμήμα της περσικής αυτοκρατορίας μέχρι και την κατάκτηση της από το Μ. Αλέξανδρο (330 π.Χ.).
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, εκεί ιδρύθηκε το Ελληνιστικό βασίλειο των Σελευκίδων, το οποίο έφτασε στο απόγειό του τον καιρό του Αντίοχου του Μέγα. Οι Έλληνες άποικοι ίδρυσαν στο έδαφος της Μεσοποταμίας πολλές αποικίες, στις οποίες προσήλθαν πολλοί άποικοι από την Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη, Επτάνησα, Μικρά Ασία, νότια Ελλάδα). Οι νέοι άποικοι ίδρυσαν πόλεις σε ανάμνηση της ιδιαίτερης πατρίδας τους (π.χ. Μακεδονόπολις, Ιθάκη, Αμφίπολις, Έδεσσα, Ανθεμουσιάς, Ευρωπός κ.ο.κ.), ή κατά διαταγή των βασιλέων (π.Χ. Σελεύκεια, Κτησιφών, Αντιόχεια, Λαοδίκεια, Απάμεια, Ηράκλεια), ή σαν στρατιωτικοί μακεδονικοί συνοικισμοί (π.χ. Κωμόπολις κ.ά.), ενώ περιοχές ονομάστηκαν από την πατρίδα τους, όπως η Μυγδονία της βορειοδυτικής Μεσοποταμίας. Το ελληνικό στοιχείο επέζησε έως και την αραβική κατάκτηση.
Κατά τον Μεσαίωνα το μοιράστηκαν οι Πέρσες, οι Βυζαντινοί, οι Τουρκομάνοι και οι ορδές των Μογγόλων. Ο Ισλαμισμός διαδόθηκε στην περιοχή κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα και εκεί επίσης έγινε και το Ισλαμικό σχίσμα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, το οποίο αιματοκυλά την περιοχή μέχρι και τις μέρες μας.
Σήμερα η Μεσοποταμία είναι κατακερματισμένη ανάμεσα στο Ιράκ, το Ιράν την Τουρκία και τη Συρία, αλλά παραμένει μέχρι σήμερα ένα μωσαϊκό λαών και παραδόσεων, όπως τους Δρούζους, τους Ασσύριους και τους Κούρδους. Τελευταίες εξελίξεις αποτελούν η επανάσταση κατά του Σάχη του Ιράν (1979) και η κατάκτηση του Ιράκ από τον φιλοαμερικανικό συνασπισμό. Παρατηρείται επίσης μεγάλη αναταραχή στις ντόπιες εθνότητες, με κυριότερο τον Κουρδικό εθνικό αφυπνισμό, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει βιαιότερες εντάσεις στο μέλλον.
It is known that the Mitanni reached the height of its power between 1500 and 1240 BC and controlled trade routes up the Euphrates from to Carchemish, along with the upper Tigris and its headwaters at Nineveh. Image: via antikforever.com Also known as Hanigalbat, the Mitanni flourished during the fourteenth century BC and covered what are today northern Syria, and northern Iraq, and southeastern Turkey; its capital has not been determined by archaeologists. The ethnicity of the people of Mitanni (sometimes called the ‘Land of the Hurrians’) is not entirely established, but it is believed that the civilization of this kingdom was the product of two ethnic groups: the Hurrians and the Indo-Aryans, whose names are associated with the names of several Indo-Aryan deities, such as Indra, Vayu, Svar, Soma, Rta and the Devas.
Much of what we know about these people comes not from indigenous sources of their history because there is a lack of them. Few records exist today and these comes from Assyrian, Egyptian and Hittite sources, inscriptions from nearby places in Syria and the world's oldest horse training manual written by Kikkuli of Mitanni. In fact, studying ancient sources, researchers have also discovered that Mitanni people were much interested in horses and horse-racing. The manual (written in the Hittite language, on four tablets) was discovered at the ancient Hittite capital, Hattusha, but interestingly, the numerals 1, 3, 5, 7, 9 and other technical terms used in the manual are not Hittite but related to the Indic (Indo-Aryan) languages). The Indo-Aryan presence was closely associated with the breeding and training of horses.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΦΑΡΑΩ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΜΑΜΕΛΟΥΚΩΝ
3.000-1.500 π.Χ
Το 3.000 π.Χ στην Αίγυπτο παρουσιάζεται πολιτική σταθεροποίηση και θα ακολουθήσουν 29 δυναστείες Φαραώ. Μαζί με τους Φαραώ θάβονταν και πολυπληθείς υπηρέτες και στη συνέχεια μόνο συγγενείς. Κατασκευή πυραμίδων ως βασιλικών τάφων. Ο Φαραώ πηγή δικαιοσύνης καθώς δεν υπήρχε εθιμικό δίκαιο ή ποινικός κώδικας. Από τα πιο συγκεντρωτικά κράτη που υπήρχαν και η εμφάνιση απίστευτης γραφειοκρατίας. Καθώς το φορολογικό σύστημα ήταν πολύπλοκο βασισμένο στις πλημμύρες του Νείλου. Αυστηρά διαστρωματωμένη κοινωνία. Απουσία εμπορικής τάξης Διάδοση της γραφής με τη βοήθεια του πάπυρου. Απ’ όλες τις θρησκείες των πρώτων πολιτισμών η Αιγυπτιακή υπήρξε η πιο φιλάνθρωπη, ελαστική γενναιόδωρη. Το εξωτερικό εμπόριο βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια του Φαραώ. Δεν ανέπτυξαν στρατιωτική τεχνολογία.
Το 1.650 π.Χ εισέρχονται οι Ασιάτες πολεμιστές Υξώς και καταλαμβάνουν την Κάτω Αίγυπτο (βόρεια).
Σε σύγκριση με τον πολιτισμό της Σουμερίας μπορούμε να διαπιστώσουμε πως ο Αιγυπτιακός πολιτισμός υπήρξε πιο συγκεντρωτικός. Ο Φαραώ εκτός από εκπρόσωπος του θεού συγκεντρώνει στα χέρια του το εμπόριο με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ανεξάρτητη εμπορική τάξη, επίσης είναι η πηγή δικαιοσύνης λόγω έλλειψης δικαίου.
Πιθανόν αυτή η ισχυρά εδραιωμένη εξουσία είναι που επιτρέπει στη θρησκεία να έχει πιο φιλεύσπλαχνο πρόσωπο, εφόσον ανώτατος εκπρόσωπος της επί της γης είναι ο ίδιος ο Φαραώ, κάτι που ίσως βοηθά το προφίλ του. Όπως και στην Μεσοποταμία έτσι κι εδώ έχουμε την επανάληψη ορισμένων επιτευγμάτων (γραφή, γεωργία κ.λ.π) αλλά και όμοιες αρνητικές επιπτώσεις (ταξική διαστρωμάτωση, ανθρωποθυσίες, κλ.π).
1.500-600 π.Χ Γύρω στο 1.700 π.Χ το Σημιτικό φύλο Υξώς καταλαμβάνει τη Βόρειο Αίγυπτο και την Μέμφιδα. Οι κατακτητές γοητεύονται από τον πολιτισμό των κατακτημένων αλλά εισάγουν και δικές τους καινοτομίες όπως στην τεχνική ύφανσης και στη μουσική.
Το 1.573 π.Χ οι Αιγύπτιοι εξεγείρονται υπό την ηγεσία του Κάμωσις αρχικά και του Άμωσις στη συνέχεια. Καταδιώκουν τους Υξώς και καταλαμβάνουν την πρωτεύουσά τους Άβαρις.
Οι Αιγύπτιοι εκστρατεύουν στη Μ. Ασία και αποσπούν φόρο\ υποτέλειας από διάφορα βασίλεια, επίσης αποκρούουν τους ισχυρούς Μιτανούς. Ανακτούν τη Νουβία στα νότιά τους. Η πριγκίπισσα Χάτσεψουτ σφετερίζεται τον Αιγυπτιακό θρόνο, οικειοποιούμενη τους Φαραωνικούς τίτλους και παριστάνοντας όπου οι περιστάσεις το απαιτούσαν τον άντρα. Ωστόσο θεωρείται ικανή ηγερία που σύναψε κερδοφόρες εμπορικές συμφωνίες. Ο Τούθμωσις ο Γ’ την ανατρέπει. Κατόπιν, το 1.483 κατακτά την πρωτεύουσα των Χαναναίων Μεγιδώ. Έτσι υπό τον έλεγχο της Αιγύπτου περνούν η Βόρειος Παλαιστίνη και η Νότια Συρία. Κατόπιν κατακτά λιμάνια της Φοινίκης και επιτίθεται στους Μιταννούς. Μετά τη νίκη του, ορίζεται μεταξύ τους σύνορο ο Ευφράτης.
Η Αιγυπτιακή κοινωνία της εποχής φαίνεται να ακμάζει και οι πολίτες επιδίδονται συχνά σε γλέντια και γιορτές. Όταν Φαραώ αναλαμβάνει ο Ακενατών τη θέση του θεού Άμμων – Ρα στην κορυφή της ιεραρχίας των Αιγυπτιακών θεοτήτων καταλαμβάνει ο Άτων. Ωστόσο, ο πρώτος αποκαθίσταται αργότερα, μετά το θάνατο του Ακενατόν.
Όταν η Αιγυπτιακή αυτοκρατορία εισέρχεται σε περίοδο παρακμής οι Ασσύριοι αρπάζουν τις κατακτήσεις της στην Μ. Ασία. Χαρακτηριστικό σημάδι της φθοράς είναι πως στο θρόνο του Φαραώ καταφέρνουν να αναρριχηθούν: Νούβιοι, Λίβυοι και ένας Αιθίοπας. Στο τέλος του 6ου αιώνα με την κάθοδο των Περσών η αυτοκρατορία τους σβήνει.
Παρά την εισβολή των Υξώς ο Αιγυπτιακός πολιτισμός επιδεικνύει μια αξιοσημείωτη σταθερότητα. Εκτός του ότι γοήτευσαν τους εισβολείς, στην συνέχεια καταφέρνουν να τους εκδιώξουν. Έτσι ξεκινά μια καινούρια περίοδος κυριαρχίας των Αιγυπτίων στην περιοχή, που συνοδεύεται και με επέκταση στην Μ. Ασία και την Νουβία στα νότια. Την ίδια στιγμή στο εσωτερικό φαίνεται πως πραγματοποιείται υλική πρόοδος που βασίζεται αφενός στους φόρους υποτέλειας αφετέρου στο εμπόριο. Εξάλλου οι αλλαγές στη θρησκευτική ζωή που φτάνει μέχρις του σημείου θεοί να χάνουν τη δύναμή τους προς όφελος κάποιου άλλου, αντανακλούν μάλλον την εσωτερική διαπάλη ανάμεσα σε ισχυρές κοινωνικές ομάδες. Τελικά για μια ακόμη φορά η Αίγυπτος εισέρχεται σε περίοδο παρακμής που έχει σαν αποτέλεσμα να χάσει τα εδάφη της Μ. Ασίας από τους Ασσύριους αρχικά και κατόπιν να δεχτεί μια ακόμη εισβολή, των Περσών αυτή τη φορά και η αυτοκρατορία τους να σβήσει.
600-400 π.Χ 120.000 χιλιάδες εργάτες πεθαίνουν στην προσπάθεια διάνοιξης διώρυγας που θα ενώνει Νείλο και Ερυθρά θάλασσα. Το έργο ήταν έμπνευση του Φαραώ της Αιγύπτου Νεκώς Β’ (610-595 π.Χ)
Ο διάδοχος του Κύρου Καμβύσης καταλαμβάνει την Αίγυπτο. Ο γιός του Δαρείου Ξέρξης αφού καταπνίγει εξεγέρσεις σε Αίγυπτο και Βαβυλώνα το 481
400 π.Χ-200 μ.Χ Ο Αλέξανδρος ο Μέγας, κατευθύνεται στην Αίγυπτο όπου του επιφυλάσσεται υποδοχή θεού Οι Πτολεμαίοι με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια, αναζωογονούν τέχνες, πολιτισμό και επιστήμες (Ευκλείδης, Ερατοσθένης, Αρχιμήδης). Στην αυτοκρατορία θα υπάρξουν 2 κυρίως τάξεις, η αριστοκρατία και οι αγρότες
Περίπου 31 π.Χ ο Οκταβιανός στο εξωτερικό: προσαρτά την Αίγυπτο (πολύτιμη για το σιτάρι της),
600-800 μ.Χ Το 642 μ.Χ Όλη η Αίγυπτος – που αποτελούσε Βυζαντινή επαρχία – περνά στα χέρια των Αράβων και πλήθος κόσμου τους υποδέχεται σαν ελευθερωτές. Σημαντική υπήρξε η διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ του Βυζαντίου και του τοπικού Κόπτη Πατριάρχη. Το πέρασμα στη μουσουλμανική κυριαρχία έγινε στις περισσότερες περιπτώσεις ομαλά. Ο κόσμος δεν υποχρεώνονταν να ενταχθεί στο Ισλάμ και μπορούσε να διατηρεί τους δικούς του νόμους. Επίσης η φορολογία ήταν σε γενικές γραμμές μικρότερη, ενώ οι τοπικοί διοικητές παρέμειναν στις θέσεις τους υπό επιτήρηση. Επίσης οι νόμοι εφαρμόζονταν με αυστηρότητα. 1.000-1.100 μ.Χ
Στην Αίγυπτο κυβερνά η σιίτικη δυναστεία των Φατιμιδών οι Φατιμίδες του Καΐρου, που ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από την κόρη του προφήτη Φατιμά. Ήταν ηγέτες της Σια, δηλαδή μερίδας που επί αιώνες είχαν αφομοιώσει στοιχεία κι από άλλες εκτός Ισλάμ λατρείες, κυρίως από το χριστιανισμό και από το ζωροαστρισμό. Για τους σιίτες, η γραμμή της διαδοχής περνούσε από το σύζυγο της Φατιμά Αλή και μερικοί πρέσβευαν ότι ο φόνος των απίστων αποτελούσε θρησκευτικό καθήκον. Οι Φατιμίδες τον 10ο μ.Χ αιώνα φτάνουν στο απόγειό τους. Οι Φατιμίδες μετά τον εμφύλιο που άρχισε το 1060 μ.Χ απ’ τους κύκλους του στρατού, κυβερνιόνταν από δυναστεία Αρμενίων μουσουλμάνων που κατάγονταν από δούλους. Η Συρία (Συρία, Ιορδανία, Λίβανος, Ισραήλ), που περιλάμβανε ισχυρά εμπορικά κέντρα, ήταν πότε στα χέρια των Αβασσιδών και πότε στων Φατιμίδων
1.100-1.200 μ.Χ Το 1.168 μ.Χ, ο Σαλαντίν γίνεται αντιβασιλιάς της Αιγύπτου των Φατιμιδών και κυβερνά ως αντιπρόσωπος του Νουρεντίν, έτσι οι Φατιμίδες της Αιγύπτου πέφτουν και η Αίγυπτος έχουν σουνίτικη διοίκηση. Ενώ το 1.171 μ.Χ καταλαμβάνεται και η Υεμένη
1.200-1.300 μ.Χ Στο τέλος του 13ου αιώνα, οι χώρες που βρίσκονταν υπό την εύθραυστηη κυριαρχία του Σαλαντίν, πέρασαν τελικά υπό το συγκεντρωτικό έλεγχο των Μαμελούκων της Αιγύπτου
Οι Φοίνικες ή Σιδώνιοι ήταν αρχαίος σημιτικός λαός που έζησε στη βόρεια Χαναάν, στην παραλιακή πεδιάδα μήκους περ. 200 χλμ και πλάτους μόλις 30 χλμ του σημερινού Λιβάνου -τμήμα της αρχαίας χώρας ανήκει σήμερα και στο Ισραήλ και στη Συρία. Κατά τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα προήλθαν από την Ερυθρά θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη λεγόμενη Φοινίκη γύρω στο 2000 π.Χ., ωστόσο ως διακριτή πολιτισμική οντότητα άρχισαν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους λαούς της Χαναάν γύρω στο 1200 π.Χ.. Από τότε και έως το 700 π.Χ. περίπου χρονολογείται η μέγιστη ακμή τους, κατά την οποία εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν, ιδρύοντας αποικίες, αναπτύσσοντας το εμπόριο και φέρνοντας σε επαφή τους πολιτισμούς όλης της Μεσογείου. Ανάμεσα στις πόλεις που άκμασαν ως κέντρα φοινικικού πολιτισμού συγκαταλέγονται η Τύρος, η Σιδώνα και η Βύβλος, οι οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Συνεχιστές του φοινικικού πολιτισμού στη δυτική Μεσόγειο, από τον 7ο αι. π.Χ., υπήρξαν οι Καρχηδόνιοι, που αναδείχθηκαν σε ισχυρή ναυτική δύναμη και συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τους Ρωμαίους ως την υποταγή τους σε αυτούς με το τέλος του Γ΄ Καρχηδονιακού Πολέμου το 146 π.Χ.. Παρότι οι ίδιοι κάτοικοι της περιοχής δεν διέθεταν επαρκείς πόρους για τα επιτεύγματά τους, από άλλες πηγές (κυρίως ελληνικές) είναι γνωστό ότι υπήρξαν εξαιρετικοί έμποροι και θαλασσοπόροι.
Στους Φοίνικες ανάγεται η πλειονότητα των σημερινών αλφαβήτων, αφού μέσω κυρίως του ελληνικού και δευτερευόντως του αραμαϊκού, το αλφάβητό τους αποτέλεσε το θεμέλιο λίθων των σημερινών αλφαβήτων. Θεωρείται επίσης ότι προήγαγαν την εριουργία, την βαφική και τη βιοτεχνική παραγωγή γυαλιού.
Η Φοινίκη διατήρησε μακρόχρονη σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό, από ένα σημείο και μετά ως εμπορικοί ανταγωνιστές του, ενώ κατά την παράδοση η Θήβα ιδρύθηκε από έναν Φοίνικα πρίγκηπα, τον Κάδμο. Πολλοί Φοίνικες μετανάστευσαν κατά τον 9ο π.Χ. αι. στην Κύπρο παράλληλα με τους Αχαιούς και ίσως και σε άλλες περιοχές πλησιέστερα στην Ελλάδα, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία για ίδρυση άλλων αποικιών τους σε ελληνικό έδαφος. Συχνά οι Έλληνες αναφέρονταν στους Φοίνικες υποτιμητικά (ως κλέφτες και άρπαγες), αλλά αυτό πιθανόν να ήταν έκφραση όχι μόνον του ανταγωνισμού στο Αιγαίο επειδή είχαν εφάμιλλη ναυτοσύνη, αλλά και λόγω της φιλοπερσικής στάσης των Φοινίκων, του τρόπου ζωής τους, της νοοτροπίας τους και της βαθύτερης εθνικής ανάγκης των Ελλήνων για δημιουργία χωριστής ταυτότητας (της ελληνικής) με πλήρη διαχωρισμό από τις γειτονικές, τις ούτως ή άλλως συγκεχυμένες. Η χαριστική βολή στον φοινικικό πολιτισμό ήρθε το 539 π.Χ., όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέκτησε τη Φοινίκη και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μετακινήθηκε στην Καρχηδόνα και άλλες αποικίες. Στη συνέχεια η περιοχή κυβερνήθηκε από Έλληνες και μετά πέρασε στους Ρωμαίους. Σημαντικότερες πόλεις των Φοινίκων ήταν η Βύβλος (σημερινό Τζουμπάιλ), η πόλη και νήσος Άραδος (σήμερα Αρουάντ) και η απεναντί της ηπειρωτική πόλη Αντάραδος (σημερινή Ταρτούς), η Σιδώνα (στα αραβικά Σαιντά), η Τύρος (στα αραβικά σήμερα Σούρ), το Κίτιο της Κύπρου, (η σημερινή Λάρνακα) και η Καρχηδόνα (σήμερα προάστιο της Τύνιδας). Παρότι οι ιστορικοί αναφέρονται στο "φοινικικό πολιτισμό" της περιοχής από το 1200 και μετά ή και πιο πριν, εντούτοις δεν είναι σαφές κατά πόσον οι Φοίνικες είχαν αίσθηση κοινής ταυτότητας. Ηταν οργανωμένοι σε πόλεις-κράτη, όπως και οι Έλληνες, αλλά πέρα από την εμπορική και ναυτική τους ικανότητα, λίγα είναι γνωστά για τον τρόπο ζωής τους. Κατά καιρούς οι πόλεις-κράτη συμμαχούσαν για να αποκρούσουν κοινούς εχθρούς, αλλά δεν είχαν στενότερες σχέσεις -είχαν μάλιστα και εχθρικές πολύ συχνά. Η διοίκηση ασκείτο από τον βασιλιά, με άλλα δύο κέντρα εξουσίας άγνωστης βαρύτητας, το ιερατείο και τη γερουσία. Φαίνεται πως στην περιοχή λειτουργούσαν τρεις συνασπισμοί ή κέντρα. Το βόρειο ήταν της πόλης της Αράδου (σε νησί) και της απέναντι πεδινής έκτασης με την πόλη Σιμύρα (ή Σιμήρα), το κεντρικό, που το αποτελούσε η Βύβλος (ή Γκέμπελ), η Βηρυτός και η Σιδώνα, και τέλος το νότιο, που το αποτελούσε η Τύρος (σε νησί) με την Παλαιτύρο. Αργότερα στη βόρεια ομάδα προστέθηκε η Τρίπολις και στις άλλες η Άκη (Άκκο), η Αντάραδος η οποία στα ελληνιστικά χρόνια μετονομάσθηκε σε Πτολεμαϊδα και άλλες. Χρονολογικά άκμασε πρώτα η Βύβλος, μετά η Σιδών και τελευταία η Τύρος Η Βύβλος έγινε το πρώτο κέντρο διεθνούς ακτινοβολίας απλώνοντας την επιρροή της στην Μεσόγειο και στην Ερυθρά Θάλασσα. Σε αυτή την πόλη βρέθηκε και η πρώτη επιγραφή με το φοινικικό αλφάβητο, σε σαρκοφάγο του 1200 π.Χ. Αργότερα πήρε την εξουσία η Τύρος, ένας από τους βασιλιάδες της οποίας, ο Ιθομπάαλ (887–856 π.Χ.) κυβερνούσε όλες τις πόλεις μέχρι βόρεια τη σημερινή Βηρυτό και τμήμα της Κύπρου. Η Καρχηδόνα ιδρύθηκε το 814 π.Χ. όταν στην εξουσία βρισκόταν ο Πυγμαλίων της Τύρου (820-774 π.Χ.) και η Φοινίκη έφτασε να αποκαλείται Τυρία ή Σιδωνία. Οι Φοίνικες και οι Χαναναίοι αποκαλούνταν επίσης Σιδώνιοι και Τύριοι ανάλογα με το ποια φοινικική πόλη είχε κατά καιρούς την εξουσία της περιοχής Στη θρησκεία τους φαίνεται πως μιμήθηκαν τους Χαλδαίους και τους Αιγυπτίους δημιουργώντας ένα είδος κοινού συνόλου αυτών των δύο. Κάθε φοινικική πόλη λάτρευε και ένα ζευγάρι θεών, τον Βάαλ που χαρακτήριζαν και βασιλιά (Μελέκ ή Μολόχ στις χριστιανικές γραφές) και την θεά και κυρία Βααλάτ που τιτλοφορούσαν και βασίλισσα (Μιλκάτ). Αυτό το θείο ζευγάρι δεν έφερε κύριο όνομα (όπως Ζευς ή Ήρα για τους Έλληνες) και η ονομασία τους ήταν προσηγορική, σήμαινε ιδιότητα. Κάθε πόλη έδινε στο ζευγάρι ένα δικό της επίθετο με την ιδιότητα με την οποία λατρευόταν. Για παράδειγμα ονομαζόταν Βάαλ Σιδών ο κύριος του Ουρανού Ήλιος και Ασταρέθ η Θεά Σελήνη στην Σιδώνα, αλλά Βάαλ Ταμούζ και Βααλέθ εν Γκέμπελς ή εν Βύβλω. Στις γιορτές των θεών τους έκαναν και ανθρωποθυσίες. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας λατρεύτηκε για ένα διάστημα η Αστάρτη (η Αστορέθ των Φοινίκων, η θεά των Δασών για την Ελλάδα), με σύμβολο το μισοφέγγαρο και το περιστέρι, όπως η Αφροδίτη (επιρροή της Σιδώνας) και ο Μέγας Τύριος θεός Βάαλ-Μελκάρθ ως Ηρακλής. Όμως αυτές οι λατρείες παρουσιάστηκαν κατά την ελληνιστική εποχή και κατά την ελληνορωμαϊκή, όταν έμποροι από τη Συρία και τη Φοινίκη δημιούργησαν ένα είδος "πολιτιστικών σωματείων" που διέδιδε αυτές τις πίστεις πιθανόν στο πλαίσιο άσκησης αποικιακής πολιτικής.
ΙΣΡΑΗΛ
Η προέλευση των Εβραίων χρονολογείται παραδοσιακά γύρω στο 1800 π.Χ. με την Βιβλική αναφορά στην ίδρυση του Ιουδαϊσμού. Η Στήλη του Μερνεφθά, η οποία χρονολογείται γύρω στο 1200 π.Χ., είναι ένα από τα παλαιότερα αρχαιολογικά αρχεία των Εβραίων στο Ισραήλ, όπου ανέπτυξαν την μονοθεϊστική θρησκεία του Ιουδαϊσμού και απήλαυσαν περιόδους αυτοδιάθεσης. Ως αποτέλεσμα των κατακτήσεων και επεκτάσεων που δέχτηκαν από τον 8ο αιώνα π.Χ. έκανε την εμφάνισή της η εβραϊκή Διασπορά. Οι ήττες στους Ιουδαιορωμαϊκούς πολέμους του 70 και του 135 συνέβαλαν σημαντικά στο μέγεθος του πληθυσμού και στη γεωγραφική κατανομή της διασποράς, αφού σημαντικοί αριθμοί του εβραϊκού πληθυσμού της Γης του Ισραήλ εξορίστηκαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι σε όλη την αυτοκρατορία. Έκτοτε οι Εβραίοι έχουν κατοικήσει σε όλη την Ευρώπη και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, επιβιώνοντας διαμέσου εκδηλώσεων ρατσισμού, κακουχιών, φτώχειας, ακόμη και κυμάτων γενοκτονίας (βλέπε το άρθρο Αντισημιτισμός), με κάποιες περιόδους πολιτιστικής, οικονομικής και ατομικής άνθησης. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, οι όροι Εβραίος και Ιουδαίος ήταν πρακτικά συνώνυμοι και ο Ιουδαϊσμός ήταν ο κύριος συνεκτικός παράγοντας των Εβραίων, αν και δεν ήταν απολύτως απαραίτητο να ισχύει η Ιουδαϊκή θρησκευτική ταυτότητα ώστε να ανήκει κάποιο άτομο στον εβραϊκό λαό. Ακολουθώντας την Εποχή του Διαφωτισμού και το εβραϊκό της αντίστοιχο, την Χασκαλά, συνέβη μία σταδιακή μεταβολή κατά την οποία πολλοί Εβραίοι άρχισαν να θεωρούν ότι το να αποτελεί ένα άτομο μέλος του εβραϊκού έθνους ήταν κάτι διαφορετικό από το να είναι ακόλουθος της ιουδαϊκής πίστης. Το εβραϊκό όνομα Ιουδαίος (στην εβραϊκή, Γεχούντι, πληθυντικός αριθμός Γεχουντίμ) διαδόθηκε όταν η Βασιλεία του Ισραήλ διαιρέθηκε στο βόρειο Βασίλειο του Ισραήλ και στο νότιο Βασίλειο του Ιούδα. Ο όρος αναφερόταν αρχικά στο λαό του νοτίου βασιλείου, αν και ο όρος Μπ'νέι Ισραέλ (bn'e' Israél, Γιοι του Ισραήλ ή Ισραηλίτες) εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και για τις δύο ομάδες. Όταν οι Ασσύριοι κατέλαβαν το βόρειο βασίλειο αφήνοντας το νότιο βασίλειο ως το μόνο Ιουδαϊκό κράτος, η λέξη Γεχουντίμ σταδιακά επικράτησε να αναφέρεται στο λαό που είχε την Ιουδαϊκή πίστη ως σύνολο, παρά σε εκείνους συγκεκριμένα που προέρχονταν από την Ιουδαία. Η λέξη Ιουδαίος χρησιμοποιείται με ταυτόσημη έννοια, όπως και σε άλλες γλώσσες, «Jew» στα αγγλικά, «Jude» στα γερμανικά, «Juif» στα γαλλικά, αλλά και αντίστοιχα με την ελληνική λέξη Εβραίος, «Hebrew» στα αγγλικά, «Ebreo» στα ιταλικά κτλ. Εβραίοι που προσεύχονται σε συναγωγή κατά τη γιορτή του Γιομ Κιπούρ. (Πίνακας του Μορίς Γκότλιμπ, 1878) Ο Ιουδαϊσμός καθοδηγεί τους ακολούθους του τόσο στις πράξεις όσο και στα πιστεύω, και έχει περιγραφεί όχι μόνο ως θρησκεία αλλά ως τρόπος ζωής, πράγμα που καθιστά δύσκολο τον διαχωρισμό μεταξύ του Ιουδαϊσμού, της εβραϊκής κουλτούρας και της εβραϊκής εθνικής καταγωγής. Γενικά, ένας σύγχρονος διαχωρισμός είναι ο εξής: α) Άτομα που ακολουθούν τον Ιουδαϊσμό και έχουν εβραϊκό εθνικό υπόβαθρο (κάποιες φορές συμπεριλαμβάνονται άτομα που δεν έχουν αυστηρή γενεαλογική σχέση μέσω μητέρας), β) άτομα που δεν έχουν Εβραίους γονείς αλλά ασπάστηκαν τον Ιουδαϊσμό και γ) εκείνοι οι Εβραίοι που, αν και δεν ακολουθούν τον Ιουδαϊσμό ως θρησκεία, αυτοπροσδιορίζονται ως Εβραίοι λόγω της οικογενειακής καταγωγής και της προσωπικής πολιτιστικής και ιστορικής ταύτισής τους με τον εβραϊκό λαό. Κατά τον Ιουδαϊσμο, Εβραίος είναι όποιος έχει Εβραία μητέρα. Η θρησκεία του πατέρα δεν παίζει ρόλο. Μπορεί και κάποιος από ξένη μητέρα να ασπαστεί τον Ιουδαϊσμό, οφείλει όμως να ακολουθήσει μια διαδικασία κατήχησης, η οποία διαρκεί συνήθως πάνω από ένα χρόνο. Οι Εβραίοι, θεωρώντας τον εαυτό τους "εκλεκτό λαό του Θεού", ουδέποτε επεδίωξαν να διαδώσουν τη θρησκεία τους σε άλλους λαούς και να προσηλυτίσουν. Ιστορικές έννοιες της Εβραϊκής ταυτότητας βασίζονται παραδοσιακά σε χαλακικούς (δηλαδή, του Παραδοσιακού Νόμου) ορισμούς αναφορικά με τη γενεαλογική γραμμή μέσω της μητέρας και τη μεταστροφή στον Ιουδαϊσμό. Οι ιστορικοί ορισμοί του ποιος είναι Εβραίος ανάγονται στην εποχή της κωδικοποίησης της προφορικής παράδοσης στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Βιβλικές ερμηνείες τμημάτων του Τανάκ, όπως τα εδάφια Δευτερονόμιο 7:1-5 (ΜΝΚ), χρησιμοποιούνται ως προειδοποίηση εναντίον της επιγαμίας μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων διότι «[ο μη Εβραίος γαμπρός ή νύφη] θα κάνει το γιο σου να πάψει να με ακολουθεί, και θα υπηρετήσουν άλλους θεούς». Τα εδάφια Λευιτικό 24:10-16 αναφέρονται στο γιο που προήλθε από το γάμο μιας Εβραίας και ενός Αιγύπτιου ως μέρος της "σύναξης του Ισραήλ", ενώ στα εδάφια Έσδρας κεφ. 9 και 10 αναφέρεται ότι ζητήθηκε από τους άρρενες Ισραηλίτες να ορκιστούν ότι θα απέβαλλαν τις συζύγους και τα παιδιά που προέρχονταν από επιγαμίες με γυναίκες από τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη. Από την εποχή της Χασκαλά και έπειτα, αμφισβητήθηκαν οι χαλακικές ερμηνείες αναφορικά με την πιστοποίηση της εβραϊκής ταυτότητας.
Ο όρος Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή, η οποία και αναφέρεται ειδικότερα στην αποκάλυψη του Θεού (Γιαχβέ), και στην αρχική συνδιαλλαγή του με το "περιούσιο" έθνος Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί πρώτα αυτό και στη συνέχεια όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία που συγκροτούν την Παλαιά Διαθήκη, γράφτηκαν από διάφορους συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων. Συνώνυμες ονομασίες είναι επίσης οι όροι Εβραϊκές Γραφές, Εβραϊκή Βίβλος —με βάση την προέλευση των συγγραφέων— και Δεύτερη Διαθήκη[1]. Η Τορά αποτελεί την βάση της Παλαιάς Διαθήκης (βλέπε Πεντάτευχος). Ο εβραϊκός Βιβλικός όρος ברית (brit) που αποδίδεται διαθήκη σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία». Έτσι, στη Βίβλο ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά το λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιησού Χριστό, τους αποστόλους και την πρωτοχριστιανική κοινότητα. Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος και οι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές». Περίπου από τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριν τον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη Καινή Διαθήκη, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας διαθήκης δια του Ιησού Χριστού, μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην ελληνική γλώσσα και έχει επικρατήσει να ονομάζεται Μετάφραση των Εβδομήκοντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...