Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΣΗΜΙΤΙΚΟΙ ΛΑΟΙ: ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΑΙ ΦΟΙΝΙΚΕΣ

Οι Φοίνικες ή Σιδώνιοι ήταν αρχαίος σημιτικός λαός που έζησε στη βόρεια Χαναάν, στην παραλιακή πεδιάδα μήκους περ. 200 χλμ και πλάτους μόλις 30 χλμ του σημερινού Λιβάνου -τμήμα της αρχαίας χώρας ανήκει σήμερα και στο Ισραήλ και στη Συρία. Κατά τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα προήλθαν από την Ερυθρά θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη λεγόμενη Φοινίκη γύρω στο 2000 π.Χ., ωστόσο ως διακριτή πολιτισμική οντότητα άρχισαν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους λαούς της Χαναάν γύρω στο 1200 π.Χ.. Από τότε και έως το 700 π.Χ. περίπου χρονολογείται η μέγιστη ακμή τους, κατά την οποία εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν, ιδρύοντας αποικίες, αναπτύσσοντας το εμπόριο και φέρνοντας σε επαφή τους πολιτισμούς όλης της Μεσογείου. Ανάμεσα στις πόλεις που άκμασαν ως κέντρα φοινικικού πολιτισμού συγκαταλέγονται η Τύρος, η Σιδώνα και η Βύβλος, οι οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Συνεχιστές του φοινικικού πολιτισμού στη δυτική Μεσόγειο, από τον 7ο αι. π.Χ., υπήρξαν οι Καρχηδόνιοι, που αναδείχθηκαν σε ισχυρή ναυτική δύναμη και συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τους Ρωμαίους ως την υποταγή τους σε αυτούς με το τέλος του Γ΄ Καρχηδονιακού Πολέμου το 146 π.Χ.. Παρότι οι ίδιοι κάτοικοι της περιοχής δεν διέθεταν επαρκείς πόρους για τα επιτεύγματά τους, από άλλες πηγές (κυρίως ελληνικές) είναι γνωστό ότι υπήρξαν εξαιρετικοί έμποροι και θαλασσοπόροι.
Στους Φοίνικες ανάγεται η πλειονότητα των σημερινών αλφαβήτων, αφού μέσω κυρίως του ελληνικού και δευτερευόντως του αραμαϊκού, το αλφάβητό τους αποτέλεσε το θεμέλιο λίθων των σημερινών αλφαβήτων. Θεωρείται επίσης ότι προήγαγαν την εριουργία, την βαφική και τη βιοτεχνική παραγωγή γυαλιού.
Η Φοινίκη διατήρησε μακρόχρονη σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό, από ένα σημείο και μετά ως εμπορικοί ανταγωνιστές του, ενώ κατά την παράδοση η Θήβα ιδρύθηκε από έναν Φοίνικα πρίγκηπα, τον Κάδμο. Πολλοί Φοίνικες μετανάστευσαν κατά τον 9ο π.Χ. αι. στην Κύπρο παράλληλα με τους Αχαιούς και ίσως και σε άλλες περιοχές πλησιέστερα στην Ελλάδα, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία για ίδρυση άλλων αποικιών τους σε ελληνικό έδαφος. Συχνά οι Έλληνες αναφέρονταν στους Φοίνικες υποτιμητικά (ως κλέφτες και άρπαγες), αλλά αυτό πιθανόν να ήταν έκφραση όχι μόνον του ανταγωνισμού στο Αιγαίο επειδή είχαν εφάμιλλη ναυτοσύνη, αλλά και λόγω της φιλοπερσικής στάσης των Φοινίκων, του τρόπου ζωής τους, της νοοτροπίας τους και της βαθύτερης εθνικής ανάγκης των Ελλήνων για δημιουργία χωριστής ταυτότητας (της ελληνικής) με πλήρη διαχωρισμό από τις γειτονικές, τις ούτως ή άλλως συγκεχυμένες. Η χαριστική βολή στον φοινικικό πολιτισμό ήρθε το 539 π.Χ., όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέκτησε τη Φοινίκη και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μετακινήθηκε στην Καρχηδόνα και άλλες αποικίες. Στη συνέχεια η περιοχή κυβερνήθηκε από Έλληνες και μετά πέρασε στους Ρωμαίους. Σημαντικότερες πόλεις των Φοινίκων ήταν η Βύβλος (σημερινό Τζουμπάιλ), η πόλη και νήσος Άραδος (σήμερα Αρουάντ) και η απεναντί της ηπειρωτική πόλη Αντάραδος (σημερινή Ταρτούς), η Σιδώνα (στα αραβικά Σαιντά), η Τύρος (στα αραβικά σήμερα Σούρ), το Κίτιο της Κύπρου, (η σημερινή Λάρνακα) και η Καρχηδόνα (σήμερα προάστιο της Τύνιδας). Παρότι οι ιστορικοί αναφέρονται στο "φοινικικό πολιτισμό" της περιοχής από το 1200 και μετά ή και πιο πριν, εντούτοις δεν είναι σαφές κατά πόσον οι Φοίνικες είχαν αίσθηση κοινής ταυτότητας. Ηταν οργανωμένοι σε πόλεις-κράτη, όπως και οι Έλληνες, αλλά πέρα από την εμπορική και ναυτική τους ικανότητα, λίγα είναι γνωστά για τον τρόπο ζωής τους. Κατά καιρούς οι πόλεις-κράτη συμμαχούσαν για να αποκρούσουν κοινούς εχθρούς, αλλά δεν είχαν στενότερες σχέσεις -είχαν μάλιστα και εχθρικές πολύ συχνά. Η διοίκηση ασκείτο από τον βασιλιά, με άλλα δύο κέντρα εξουσίας άγνωστης βαρύτητας, το ιερατείο και τη γερουσία. Φαίνεται πως στην περιοχή λειτουργούσαν τρεις συνασπισμοί ή κέντρα. Το βόρειο ήταν της πόλης της Αράδου (σε νησί) και της απέναντι πεδινής έκτασης με την πόλη Σιμύρα (ή Σιμήρα), το κεντρικό, που το αποτελούσε η Βύβλος (ή Γκέμπελ), η Βηρυτός και η Σιδώνα, και τέλος το νότιο, που το αποτελούσε η Τύρος (σε νησί) με την Παλαιτύρο. Αργότερα στη βόρεια ομάδα προστέθηκε η Τρίπολις και στις άλλες η Άκη (Άκκο), η Αντάραδος η οποία στα ελληνιστικά χρόνια μετονομάσθηκε σε Πτολεμαϊδα και άλλες. Χρονολογικά άκμασε πρώτα η Βύβλος, μετά η Σιδών και τελευταία η Τύρος Η Βύβλος έγινε το πρώτο κέντρο διεθνούς ακτινοβολίας απλώνοντας την επιρροή της στην Μεσόγειο και στην Ερυθρά Θάλασσα. Σε αυτή την πόλη βρέθηκε και η πρώτη επιγραφή με το φοινικικό αλφάβητο, σε σαρκοφάγο του 1200 π.Χ. Αργότερα πήρε την εξουσία η Τύρος, ένας από τους βασιλιάδες της οποίας, ο Ιθομπάαλ (887–856 π.Χ.) κυβερνούσε όλες τις πόλεις μέχρι βόρεια τη σημερινή Βηρυτό και τμήμα της Κύπρου. Η Καρχηδόνα ιδρύθηκε το 814 π.Χ. όταν στην εξουσία βρισκόταν ο Πυγμαλίων της Τύρου (820-774 π.Χ.) και η Φοινίκη έφτασε να αποκαλείται Τυρία ή Σιδωνία. Οι Φοίνικες και οι Χαναναίοι αποκαλούνταν επίσης Σιδώνιοι και Τύριοι ανάλογα με το ποια φοινικική πόλη είχε κατά καιρούς την εξουσία της περιοχής Στη θρησκεία τους φαίνεται πως μιμήθηκαν τους Χαλδαίους και τους Αιγυπτίους δημιουργώντας ένα είδος κοινού συνόλου αυτών των δύο. Κάθε φοινικική πόλη λάτρευε και ένα ζευγάρι θεών, τον Βάαλ που χαρακτήριζαν και βασιλιά (Μελέκ ή Μολόχ στις χριστιανικές γραφές) και την θεά και κυρία Βααλάτ που τιτλοφορούσαν και βασίλισσα (Μιλκάτ). Αυτό το θείο ζευγάρι δεν έφερε κύριο όνομα (όπως Ζευς ή Ήρα για τους Έλληνες) και η ονομασία τους ήταν προσηγορική, σήμαινε ιδιότητα. Κάθε πόλη έδινε στο ζευγάρι ένα δικό της επίθετο με την ιδιότητα με την οποία λατρευόταν. Για παράδειγμα ονομαζόταν Βάαλ Σιδών ο κύριος του Ουρανού Ήλιος και Ασταρέθ η Θεά Σελήνη στην Σιδώνα, αλλά Βάαλ Ταμούζ και Βααλέθ εν Γκέμπελς ή εν Βύβλω. Στις γιορτές των θεών τους έκαναν και ανθρωποθυσίες. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας λατρεύτηκε για ένα διάστημα η Αστάρτη (η Αστορέθ των Φοινίκων, η θεά των Δασών για την Ελλάδα), με σύμβολο το μισοφέγγαρο και το περιστέρι, όπως η Αφροδίτη (επιρροή της Σιδώνας) και ο Μέγας Τύριος θεός Βάαλ-Μελκάρθ ως Ηρακλής. Όμως αυτές οι λατρείες παρουσιάστηκαν κατά την ελληνιστική εποχή και κατά την ελληνορωμαϊκή, όταν έμποροι από τη Συρία και τη Φοινίκη δημιούργησαν ένα είδος "πολιτιστικών σωματείων" που διέδιδε αυτές τις πίστεις πιθανόν στο πλαίσιο άσκησης αποικιακής πολιτικής.
ΙΣΡΑΗΛ
Η προέλευση των Εβραίων χρονολογείται παραδοσιακά γύρω στο 1800 π.Χ. με την Βιβλική αναφορά στην ίδρυση του Ιουδαϊσμού. Η Στήλη του Μερνεφθά, η οποία χρονολογείται γύρω στο 1200 π.Χ., είναι ένα από τα παλαιότερα αρχαιολογικά αρχεία των Εβραίων στο Ισραήλ, όπου ανέπτυξαν την μονοθεϊστική θρησκεία του Ιουδαϊσμού και απήλαυσαν περιόδους αυτοδιάθεσης. Ως αποτέλεσμα των κατακτήσεων και επεκτάσεων που δέχτηκαν από τον 8ο αιώνα π.Χ. έκανε την εμφάνισή της η εβραϊκή Διασπορά. Οι ήττες στους Ιουδαιορωμαϊκούς πολέμους του 70 και του 135 συνέβαλαν σημαντικά στο μέγεθος του πληθυσμού και στη γεωγραφική κατανομή της διασποράς, αφού σημαντικοί αριθμοί του εβραϊκού πληθυσμού της Γης του Ισραήλ εξορίστηκαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι σε όλη την αυτοκρατορία. Έκτοτε οι Εβραίοι έχουν κατοικήσει σε όλη την Ευρώπη και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, επιβιώνοντας διαμέσου εκδηλώσεων ρατσισμού, κακουχιών, φτώχειας, ακόμη και κυμάτων γενοκτονίας (βλέπε το άρθρο Αντισημιτισμός), με κάποιες περιόδους πολιτιστικής, οικονομικής και ατομικής άνθησης. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, οι όροι Εβραίος και Ιουδαίος ήταν πρακτικά συνώνυμοι και ο Ιουδαϊσμός ήταν ο κύριος συνεκτικός παράγοντας των Εβραίων, αν και δεν ήταν απολύτως απαραίτητο να ισχύει η Ιουδαϊκή θρησκευτική ταυτότητα ώστε να ανήκει κάποιο άτομο στον εβραϊκό λαό. Ακολουθώντας την Εποχή του Διαφωτισμού και το εβραϊκό της αντίστοιχο, την Χασκαλά, συνέβη μία σταδιακή μεταβολή κατά την οποία πολλοί Εβραίοι άρχισαν να θεωρούν ότι το να αποτελεί ένα άτομο μέλος του εβραϊκού έθνους ήταν κάτι διαφορετικό από το να είναι ακόλουθος της ιουδαϊκής πίστης. Το εβραϊκό όνομα Ιουδαίος (στην εβραϊκή, Γεχούντι, πληθυντικός αριθμός Γεχουντίμ) διαδόθηκε όταν η Βασιλεία του Ισραήλ διαιρέθηκε στο βόρειο Βασίλειο του Ισραήλ και στο νότιο Βασίλειο του Ιούδα. Ο όρος αναφερόταν αρχικά στο λαό του νοτίου βασιλείου, αν και ο όρος Μπ'νέι Ισραέλ (bn'e' Israél, Γιοι του Ισραήλ ή Ισραηλίτες) εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και για τις δύο ομάδες. Όταν οι Ασσύριοι κατέλαβαν το βόρειο βασίλειο αφήνοντας το νότιο βασίλειο ως το μόνο Ιουδαϊκό κράτος, η λέξη Γεχουντίμ σταδιακά επικράτησε να αναφέρεται στο λαό που είχε την Ιουδαϊκή πίστη ως σύνολο, παρά σε εκείνους συγκεκριμένα που προέρχονταν από την Ιουδαία. Η λέξη Ιουδαίος χρησιμοποιείται με ταυτόσημη έννοια, όπως και σε άλλες γλώσσες, «Jew» στα αγγλικά, «Jude» στα γερμανικά, «Juif» στα γαλλικά, αλλά και αντίστοιχα με την ελληνική λέξη Εβραίος, «Hebrew» στα αγγλικά, «Ebreo» στα ιταλικά κτλ. Εβραίοι που προσεύχονται σε συναγωγή κατά τη γιορτή του Γιομ Κιπούρ. (Πίνακας του Μορίς Γκότλιμπ, 1878) Ο Ιουδαϊσμός καθοδηγεί τους ακολούθους του τόσο στις πράξεις όσο και στα πιστεύω, και έχει περιγραφεί όχι μόνο ως θρησκεία αλλά ως τρόπος ζωής, πράγμα που καθιστά δύσκολο τον διαχωρισμό μεταξύ του Ιουδαϊσμού, της εβραϊκής κουλτούρας και της εβραϊκής εθνικής καταγωγής. Γενικά, ένας σύγχρονος διαχωρισμός είναι ο εξής: α) Άτομα που ακολουθούν τον Ιουδαϊσμό και έχουν εβραϊκό εθνικό υπόβαθρο (κάποιες φορές συμπεριλαμβάνονται άτομα που δεν έχουν αυστηρή γενεαλογική σχέση μέσω μητέρας), β) άτομα που δεν έχουν Εβραίους γονείς αλλά ασπάστηκαν τον Ιουδαϊσμό και γ) εκείνοι οι Εβραίοι που, αν και δεν ακολουθούν τον Ιουδαϊσμό ως θρησκεία, αυτοπροσδιορίζονται ως Εβραίοι λόγω της οικογενειακής καταγωγής και της προσωπικής πολιτιστικής και ιστορικής ταύτισής τους με τον εβραϊκό λαό. Κατά τον Ιουδαϊσμο, Εβραίος είναι όποιος έχει Εβραία μητέρα. Η θρησκεία του πατέρα δεν παίζει ρόλο. Μπορεί και κάποιος από ξένη μητέρα να ασπαστεί τον Ιουδαϊσμό, οφείλει όμως να ακολουθήσει μια διαδικασία κατήχησης, η οποία διαρκεί συνήθως πάνω από ένα χρόνο. Οι Εβραίοι, θεωρώντας τον εαυτό τους "εκλεκτό λαό του Θεού", ουδέποτε επεδίωξαν να διαδώσουν τη θρησκεία τους σε άλλους λαούς και να προσηλυτίσουν. Ιστορικές έννοιες της Εβραϊκής ταυτότητας βασίζονται παραδοσιακά σε χαλακικούς (δηλαδή, του Παραδοσιακού Νόμου) ορισμούς αναφορικά με τη γενεαλογική γραμμή μέσω της μητέρας και τη μεταστροφή στον Ιουδαϊσμό. Οι ιστορικοί ορισμοί του ποιος είναι Εβραίος ανάγονται στην εποχή της κωδικοποίησης της προφορικής παράδοσης στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Βιβλικές ερμηνείες τμημάτων του Τανάκ, όπως τα εδάφια Δευτερονόμιο 7:1-5 (ΜΝΚ), χρησιμοποιούνται ως προειδοποίηση εναντίον της επιγαμίας μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων διότι «[ο μη Εβραίος γαμπρός ή νύφη] θα κάνει το γιο σου να πάψει να με ακολουθεί, και θα υπηρετήσουν άλλους θεούς». Τα εδάφια Λευιτικό 24:10-16 αναφέρονται στο γιο που προήλθε από το γάμο μιας Εβραίας και ενός Αιγύπτιου ως μέρος της "σύναξης του Ισραήλ", ενώ στα εδάφια Έσδρας κεφ. 9 και 10 αναφέρεται ότι ζητήθηκε από τους άρρενες Ισραηλίτες να ορκιστούν ότι θα απέβαλλαν τις συζύγους και τα παιδιά που προέρχονταν από επιγαμίες με γυναίκες από τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη. Από την εποχή της Χασκαλά και έπειτα, αμφισβητήθηκαν οι χαλακικές ερμηνείες αναφορικά με την πιστοποίηση της εβραϊκής ταυτότητας.
Ο όρος Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή, η οποία και αναφέρεται ειδικότερα στην αποκάλυψη του Θεού (Γιαχβέ), και στην αρχική συνδιαλλαγή του με το "περιούσιο" έθνος Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί πρώτα αυτό και στη συνέχεια όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία που συγκροτούν την Παλαιά Διαθήκη, γράφτηκαν από διάφορους συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων. Συνώνυμες ονομασίες είναι επίσης οι όροι Εβραϊκές Γραφές, Εβραϊκή Βίβλος —με βάση την προέλευση των συγγραφέων— και Δεύτερη Διαθήκη[1]. Η Τορά αποτελεί την βάση της Παλαιάς Διαθήκης (βλέπε Πεντάτευχος). Ο εβραϊκός Βιβλικός όρος ברית (brit) που αποδίδεται διαθήκη σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία». Έτσι, στη Βίβλο ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά το λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιησού Χριστό, τους αποστόλους και την πρωτοχριστιανική κοινότητα. Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος και οι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές». Περίπου από τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριν τον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη Καινή Διαθήκη, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας διαθήκης δια του Ιησού Χριστού, μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην ελληνική γλώσσα και έχει επικρατήσει να ονομάζεται Μετάφραση των Εβδομήκοντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...