Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Αν και στην πραγματικότητα αποτέλεσε μια ολιγάριθμη ομάδα, η επίδραση της στην αμερικανική λογοτεχνία και κοινωνία ήταν αρκετά σημαντική ώστε να χαρακτηριστεί καλλιτεχνική γενιά. Ειδικότερα, θεωρείται πως η μπιτ λογοτεχνία είχε ουσιαστική επιρροή στα μεταγενέστερα κινήματα των χίπις και του πανκ.
Ο όρος συνδέεται εννοιολογικά με τον ρυθμό της τζαζ.
Πολύ συχνά ο αμερικανικός Τύπος προωθούσε τον όρο μπίτνικ, ο οποίος ήταν μεταγενέστερος και άσχετος σε επίπεδο αισθητικής και δημιουργίας με τον όρο "μπιτ".
Όπως και πολλά ακόμα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά ρεύματα, η γενιά των Μπιτ είχε ως αφετηρία μια ολιγομελή ομάδα λογοτεχνών που συνδέονταν φιλικά μεταξύ τους.
Ο κεντρικός πυρήνας των μπίτνικς περιλάμβανε τον συγγραφέα Τζακ Κέρουακ, τον ποιητή Άλεν Γκίνσμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, οι οποίοι γνωρίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στην περιοχή του Μανχάταν και με επίκεντρο το Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Σταδιακά προστέθηκαν και άλλα μέλη, όπως οι ποιητές Γκάρι Σνάιντερ, Μάικλ ΜακΚλουρ και Γκρέγκορι Κόρσο, και ο συγγραφέας και εκδότης Λόρενς Φερλινγκέτι.
Κεντρικό ρόλο στην εξάπλωση της μπιτ λογοτεχνίας διαδραμάτισαν δύο σημαντικά έργα, το μυθιστόρημα Στον Δρόμο (On the road) του Τζακ Κέρουακ και το ποίημα Ουρλιαχτό (Howl) του Άλεν Γκίνσμπεργκ, που αποτελούν έως σήμερα τα πλέον αναγνωρισμένα δείγματα της μπιτ λογοτεχνίας.
Η Μπιτ γενιά θεωρείται πως δεν έδωσε απλά ένα νέο ύφος στην αμερικανική λογοτεχνία, αλλά προκάλεσε και μια γενικότερη εξέγερση ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις της συντηρητικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1950. Την εποχή εκείνη κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή η έννοια του αμερικανικού ονείρου.
Η απόκτηση υλικών αγαθών έχει αναχθεί σε απόλυτο ιδανικό, ενώ παράλληλα το ψυχροπολεμικό κλίμα ευνοεί την καταδίκη κάθε μη συμβατικής συμπεριφοράς. Αρκετοί συγγραφείς ήρθαν σε επαφή και με τις Ανατολικές θρησκείες και ιδιαίτερα τον ζεν βουδισμό. Πολλοί ακόμα προέβαλαν στα έργα τους θέματα ή ζητήματα οικολογίας, όπως ο Γκάρι Σνάιντερ και ο Μάικλ ΜακΚλουρ.
Περισσότερο «συντηρητικοί» ποιητές και κριτικοί δεν αποδέχθηκαν τη θετική επίδραση που είχε το ρεύμα των μπιτ στη λογοτεχνία και την αμερικανική κοινωνία.
Ωστόσο, το κίνημα των μπιτ ως φαινόμενο, άσκησε γενικά σημαντική επιρροή σε ολόκληρη τη Δυτική κουλτούρα, αμφισβητώντας τα συμβατικά αισθητικά και κοινωνικά πρότυπα. Η λογοτεχνία της μπιτ γενιάς αποτελεί σήμερα μέρος των προγραμμάτων σπουδών αρκετών αμερικανικών και ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΕΜΦΥΛΙΟΣ - ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΚΙΖΑΣ

Η Γερμανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1890, δαπανούσε 90 περίπου εκατομμύρια μάρκα κάθε χρόνο για το πολεμικό της ναυτικό. Το 1913 είχε ξεπεράσει τα 400 εκατομμύρια μάρκα. Και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις δεν πήγαιναν πίσω. Πίσω από τις καθησυχαστικές θεωρίες για τις «Μεγάλες Χίμαιρες», οι άρχουσες τάξεις προετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον Μεγάλο Πόλεμο.
Τις προηγούμενες δεκαετίες η Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Γερμανία είχαν χωρίσει τον πλανήτη σε αποικίες και σφαίρες επιρροής. 'Ομως, η προσπάθειά τους να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους, τις έφερνε αναπόφευκτα σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μόσχα και το Βερολίνο οι άρχουσες τάξεις προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο απλά στην άλλη πλευρά. Και οι ηγέτες της αριστεράς, που τα προηγούμενα χρόνια υιοθετούσαν τις αναλύσεις των φιλελεύθερων αστών για την «παγκοσμιοποίηση» και τις «μεγάλες χίμαιρες» (= όχι μελλοντικοί πόλεμοι) έτρεξαν, για μια ακόμα φορά, να συμφωνήσουν μαζί τους: στη Γερμανία οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος - με μοναδική εξαίρεση τον Καρλ Λίμπκνεχτ - υπερψήφισαν τον προϋπολογισμό για τον πόλεμο. Έτσι οδηγήθηκε όλη η Ευρώπη στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις καταστροφικές για όλους συνέπειές του.
Γρήγορα ο "ενδοευρωπαϊκός" Πόλεμος επεκτάθηκε γεωγραφικά και έγινε πραγματικά παγκόσμιος, καθώς οι αρχικοί αντίπαλοι προσπαθούσαν να προσεταιριστούν τις ουδέτερες χώρες με κάθε δυνατό μέσο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που έσπευσε να ταχθεί με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων (Τριπλής Συμμαχίας) τον Νοέμβριο του 1914, διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο εξαιτίας της στρατηγικής θέσης που κατείχε.
Στους ωκεανούς διεξήχθη ένας εξίσου πεισματώδης πόλεμος υποβρυχίων, που προξένησε τεράστιες ζημιές στην εμπορική ναυτιλία, τόσο των εμπολέμων, όσο και των ουδετέρων. Η απεριόριστη χρήση του υποβρυχίου συνέβαλε στην έξοδο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από την ουδετερότητα το 1917, ύστερα από πολλούς δισταγμούς και προειδοποιήσεις των Αμερικανών προς τη Γερμανία να τερματίσει τις επιθέσεις εναντίον αμερικανικών εμπορικών πλοίων.
Το 1917, η έξοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, η άνοδος του ανένδοτου πολιτικού Κλεμανσό στη γαλλική πρωθυπουργία και η Ρωσική Επανάσταση υπήρξαν καθοριστικής σημασίας γεγονότα για την τελική έκβαση του πολέμου.
Από τα 65 εκατομμύρια άνδρες που επιστρατεύτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου πάνω από 10 εκατομμύρια σκοτώθηκαν στα διάφορα πεδία των μαχών και 20 εκατομμύρια τραυματίστηκαν. Τα θύματα ανάμεσα στους αμάχους δεν ήταν λιγότερα από τους νεκρούς στρατιώτες.
Δυσκολότερο να υπολογιστεί είναι το ηθικό τίμημα του πολέμου. Η προβολή της νίκης ως υπέρτατου σκοπού που δικαιολογεί όλα τα μέσα υποβίβασε τις βασικές αξίες του δυτικού πολιτισμού. Ο πόλεμος εξασθένισε και υπονόμευσε θεσμούς και αξίες, όπως την κοινοβουλευτική δημοκρατία, και εισήγαγε ή επέτεινε άλλους θεσμούς, όπως τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία και την παρέμβαση των στρατιωτικών στην πολιτική.
Ο πόλεμος οδήγησε επίσης στην αναθεώρηση πολλών αρχών και δογμάτων που ρύθμιζαν έως τότε τις διεθνείς σχέσεις. Η δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον (Woodrow Wilson) για την αυτοδιάθεση των λαών (τα περίφημα «14 σημεία»), που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1918, προσέδωσε ιδεολογική υπόσταση στη σύρραξη και επιτάχυνε την αποσταθεροποίηση και τη διάλυση των δύο πολυεθνικών αυτοκρατοριών της Ευρώπης, της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τόσο οι εδαφικές υποσχέσεις όσο και τα δάνεια περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο τις διακρατικές σχέσεις, αύξησαν τις ξένες επιρροές και επεμβάσεις και υποβίβασαν γενικά το επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Για να κερδηθούν η Ιταλία και η Ελλάδα, οι Σύμμαχοι προέβησαν σε παραχωρήσεις σε βάρος της Αυστρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν χωρίς να προκαλέσουν αναστατώσεις που δε συνέφεραν ούτε στους ηττημένους ούτε στους νικητές. Ανάλογες ήταν οι επιδράσεις των συγκρουόμενων συμμαχικών υποσχέσεων στους Άραβες και στους Εβραίους. Τόσο η Βρετανία όσο και η Γαλλία, αλλά κυρίως η πρώτη, υποστήριξαν την επανάσταση των Αράβων και προώθησαν την εθνική αποκατάστασή τους, ενώ παράλληλα υποσχέθηκαν (η Βρετανία ανέλαβε επίσημα το 1917) να προωθήσουν την ίδρυση εθνικής εστίας των Εβραίων: του κράτους του Ισραήλ.
Συνθήκη των Βερσαλλιών, την 28η Ιουνίου 1919. Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Γερμανίας. Σύμφωνα με αυτή, η Γερμανία υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις 226 δισεκατομ. χρυσών μάρκων για τις καταστροφές που προκάλεσε στη διάρκεια του πολέμου, να μειώσει το στρατό της σε 100.000 άνδρες και το στόλο της σε δυναμικό 108.000 τόνων. Υποχρεώθηκε επίσης σε μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις: έχασε περίπου 75.000 τ.χλμ. του εδάφους της με πληθυσμό 7.000.000 κατ. (το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία) και όλες τις αποικίες της, από τις οποίες τη μερίδα του λέοντος (73% του εδάφους και 47% του πληθυσμού) πήρε η Αγγλία. Οι υπόλοιποι όροι της συνθήκης αφορούσαν τη διεθνοποίηση των ποταμών της Γερμανίας, την αποστρατικοποίηση της περιοχής της Ρηνανίας για 15 χρόνια, τη δήμευση των κάθε είδους γερμανικών αξιών στο εξωτερικό, την παράδοση του 90% του γερμανικού εμπορικού στόλου στους Συμμάχους σε αντάλλαγμα για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα συμμαχικά εμπορικά πλοία στη διάρκεια του πολέμου, την ακύρωση της συμφωνίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ (με την ΕΣΣΔ το 1918). Επιπλέον, η Γερμανία περιορίστηκε αυστηρά τόσο σε θέματα διεθνούς εμπορίου όσο και σε στρατιωτικές δυνάμεις και οργάνωση. Η Συνθήκη αυτή αποτέλεσε μια από τις αιτίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Συνθήκη Σεβρών, την 10η Αυγούστου 1920. Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας. Σύμφωνα μ' αυτήν, η Τουρκία περιορίστηκε στο μικρασιατικό της τμήμα, η Συρία δινόταν στη Γαλλία, η Μεσοποταμία, η Αραβία, η Παλαιστίνη στην Αγγλία, τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο στην Ιταλία, αναγνωρίστηκε η προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία και δόθηκαν στην Ελλάδα η Ανατολική Θράκη (μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης) και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η δυνατότητα εξάσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή της Σμύρνης κ.λπ. Δύο χρόνια αργότερα, και ενώ είχε μεσολαβήσει η Μικρασιατική καταστροφή, η συνθήκη της Λωζάνης (23 Ιουλίου 1923) επέβαλε τελείως διαφορετικό ελληνοτουρκικό καθεστώς, τόσο εδαφικά, όσο και πληθυσμιακά.
Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί πολίτες αισθάνθηκαν ότι η χώρα τους είχε ταπεινωθεί λόγω της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που περιελάμβανε μια ρήτρα ενοχής πολέμου και ανάγκασε τη Γερμανία να καταβάλει τεράστιες πληρωμές αποζημιώσεων και να χάσει εδάφη που ελέγχονταν προηγουμένως από τη Γερμανική Αυτοκρατορία και όλα τις αποικίες της. Το βάρος των αποζημιώσεων στη γερμανική οικονομία οδήγησε σε υπερπληθωρισμό κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Το 1923 οι Γάλλοι κατέλαβαν την περιοχή του Ρουρ, όταν η Γερμανία αθέτησε τις πληρωμές αποζημιώσεων. Αν και η Γερμανία άρχισε να βελτιώνεται οικονομικά στα μέσα της δεκαετίας του 1920, η Μεγάλη Ύφεση δημιούργησε περισσότερες οικονομικές δυσκολίες και άνοδο των πολιτικών δυνάμεων που υποστήριζαν ριζικές λύσεις για τα δεινά της Γερμανίας.
Οι Ναζί, υπό τον Χίτλερ, προωθούσαν τον εθνικιστικό μύθο της πισώπλατης μαχαιριάς ότι η Γερμανία είχε προδοθεί από Εβραίους και Κομμουνιστές. Το κόμμα υποσχόταν να ανοικοδομήσει τη Γερμανία ως μεγάλη δύναμη και να δημιουργήσει μια Μεγάλη Γερμανία που θα περιλάμβανε την Αλσατία-Λωρραίνη, την Αυστρία, τη Σουδητία και άλλες περιοχές στην Ευρώπη κατοικούμενες από Γερμανούς. Οι Ναζί επιδίωξαν επίσης να καταλάβουν και να αποικίσουν μη γερμανικά εδάφη στην Πολωνία, τις Βαλτικές χώρες και τη Σοβιετική Ένωση, στο πλαίσιο της ναζιστικής πολιτικής αναζήτησης Lebensraum («ζωτικού χώρου») στην Ανατολική Ευρώπη. Η Γερμανία κατήγγειλε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και επαναστρατικοποίησε τη Ρηνανία τον Μάρτιο του 1936. Η Γερμανία είχε ήδη ξαναρχίσει τη στρατολόγηση και ανακοίνωσε την ύπαρξη γερμανικής αεροπορίας, της Luftwaffe και πολεμικού ναυτικού, του Kriegsmarine το 1935. Η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία το 1938, τη Σουδητία από την Τσεχοσλοβακία και την περιοχή Μέμελ από τη Λιθουανία το 1939. Στη συνέχεια η Γερμανία εισέβαλε στην υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία το 1939, δημιουργώντας το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας και το κράτος της Σλοβακίας. Το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας δημιουργήθηκε από τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας. Αμέσως μετά την εισβολή η Γερμανία προσάρτησε την περιοχή της Σουδητίας της Τσεχοσλοβακίας και η Σλοβακία κήρυξε την ανεξαρτησία της. Το νέο Σλοβακικό Κράτος συμμάχησε με τη Γερμανία. Το υπόλοιπο της χώρας καταλήφθηκε από τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις και οργανώθηκε στο Προτεκτοράτο. Τα Τσέχικα πολιτιστικά ιδρύματα διατηρήθηκαν, αλλά το Προτεκτοράτο θεωρείτο τμήμα της επικράτειας της Γερμανίας.
Στις 23 Αυγούστου 1939 η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ, που περιείχε ένα μυστικό πρωτόκολλο που διαιρούσε την Ανατολική Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής. Η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία στο πλαίσιο του Συμφώνου οκτώ ημέρες αργότερα προκάλεσε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο τέλος του 1941 η Γερμανία κατείχε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και οι στρατιωτικές δυνάμεις της πολεμούσαν τη Σοβιετική Ένωση, έτοιμες να καταλάβουν τη Μόσχα. Εντούτοις, οι συντριπτικές ήττες της στη Μάχη του Στάλινγκραντ και στη Μάχη του Κουρσκ κατέστρεψαν τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις. Αυτό, σε συνδυασμό με τις αποβάσεις των Δυτικών Συμμάχων στη Γαλλία και στην Ιταλία, οδήγησε σε τριμέτωπο πόλεμο, που εξάντλησε τις ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας και κατέληξε στην ήττα της το 1945. Μέσα στον γερμανικό στρατό υπήρξε ουσιαστική εσωτερική αντίδραση στην επιθετική στρατηγική του επανεξοπλισμού και την εξωτερική πολιτική του Ναζιστικού καθεστώτος τη δεκαετία του 1930. Από το 1936 έως το 1938 οι τέσσερις κορυφαίοι στρατιωτικοί ηγέτες της Γερμανίας, Λούντβιχ Μπεκ, Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ, Βέρνερ φον Φριτς και Βάλτερ φον Ράιχεναου, ήταν όλοι αντίθετοι στη στρατηγική του επανεξοπλισμού και την εξωτερική πολιτική. Επέκριναν τη βεβιασμένη φύση του επανεξοπλισμού, την έλλειψη σχεδιασμού, τους ανεπαρκείς πόρους της Γερμανίας για τη διεξαγωγή ενός πολέμου, τις επικίνδυνες συνέπειες της εξωτερικής πολιτικής του Χίτλερ και την αυξανόμενη υποταγή του στρατού στο Ναζιστικό Κόμμα. Αυτοί οι τέσσερις στρατιωτικοί ηγέτες εξέφραζαν με ευθύτητα και δημόσια την αντίθεσή τους αυτές τις τάσεις. Το Ναζιστικό καθεστώς αντέδρασε με περιφρόνηση στην αντίδραση των τεσσάρων στρατιωτικών ηγετών και τα μέλη των Ναζί δημιούργησαν ένα ψεύτικο ηχηρό σκάνδαλο ότι υποτίθεται οι δύο κορυφαίοι ηγέτες του στρατού φον Μπλόμπεργκ και φον Φριτς ήταν ομοφυλόφιλοι εραστές, για να τους πιέσουν να παραιτηθούν. Αν και ξεκίνησε από χαμηλόβαθμα μέλη των Ναζί, ο Χίτλερ επωφελήθηκε από το σκάνδαλο αναγκάζοντάς τους να παραιτηθούν και τους αντικατέστησε με οπορτουνιστές, υποτακτικούς στον ίδιο. Λίγο αργότερα ο Χίτλερ ανακοίνωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1938 ότι αναλαμβάνει προσωπικά τη διοίκηση του γερμανικού στρατού ως Φύρερ.
Η αντίδραση στην επιθετική εξωτερική πολιτική του Ναζιστικού καθεστώτος στον στρατό έγινε τόσο ισχυρή από το 1936 έως το 1938, ώστε προβληματισμοί περί ανατροπής του Ναζιστικού καθεστώτος συζητιόνταν από τα ανώτερα κλιμάκια των στρατιωτικών και τα υπόλοιπα μη Ναζιστικά μέλη της γερμανικής κυβέρνησης. Ο υπουργός οικονομικών Χιάλμαρ Σαχτ συναντήθηκε με το Μπεκ το 1936 και του δήλωσε ότι σκέπτεται την ανατροπή του Ναζιστικού καθεστώτος και τον ρώτησε ποια στάση θα τηρούσε σχετικά ο γερμανικός στρατός. Ο Μπεκ δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα και απάντησε ότι αν ένα πραξικόπημα εναντίον του Ναζιστικού καθεστώτος άρχιζε με υποστήριξη σε πολιτικό επίπεδο, ο στρατός δεν θα αντιτασσόταν σε αυτό. Ο Σαχτ θεώρησε ότι η υπόσχεση του Μπεκ ήταν ανεπαρκής, γιατί γνώριζε ότι χωρίς την υποστήριξη του στρατού οποιαδήποτε απόπειρα πραξικοπήματος θα συντριβόταν από την Γκεστάπο και τα SS. Ωστόσο το 1938, ο Μπεκ έγινε σκληρός αντίπαλος του Ναζιστικού καθεστώτος λόγω της αντίθεσής του στα στρατιωτικά σχέδια του Χίτλερ το 1937-38, που καλούσαν τον στρατό να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ενός παγκόσμιου πολέμου, ως αποτέλεσμα των γερμανικών σχεδίων προσάρτησης της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας.
Η έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου αποτέλεσε απόρροια της εκβιαστικής τακτικής που άσκησε η ναζιστική Γερμανία απέναντι στις συμμαχικές κυβερνήσεις, οι οποίες φάνηκαν ενδοτικές, προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη. Σταθερή εμμονή της χιτλερικής Γερμανίας ήταν να επιβάλει τη θέλησή της σε βάρος της διεθνούς νομιμότητας και της ισορροπίας των δυνάμεων στην Ευρώπη. Στις 11 Μαρτίου 1938, η ενσωμάτωση της ανεξάρτητης Αυστρίας στο Τρίτο Ράιχ ήταν το αποτέλεσμα εκβιαστικών ενεργειών του Βερολίνου.
Ακολούθησε ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας μεταξύ των ετών 1938 και 1939 και η προσάρτηση στη Γερμανία της Μοραβίας και της Βοημίας.
Ο Χίτλερ ξεκίνησε από την Πολωνία: στόχος του ήταν να προσαρτήσει την «ελεύθερη πόλη» του Ντάντσιχ, κατοικημένη από πλειονότητα γερμανική, και να αποκτήσει, έτσι, το δικαίωμα διέλευσης μέσω του πολωνικού «διαδρόμου». Η πολωνική κυβέρνηση αρνείται κάθε διαπραγμάτευση επί του θέματος αυτού και οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας, παρά την έκδηλη επιθυμία τους να αποφύγουν την πολεμική εμπλοκή, συμπαραστέκονται στην Πολωνία. Υπέρ της αναζήτησης συμβιβαστικής λύσης, ώστε να αποφευχθεί η κήρυξη του πολέμου, θα ταχθεί και η κυριότερη σύμμαχος του Χίτλερ στην Ευρώπη, η φασιστική Ιταλία.
Ο Γερμανός δικτάτορας εμμένει στις θέσεις του, και στην πραγματοποίησή τους συμβάλλει η υπογραφή, στις 24 Αυγούστου 1939, της Συνθήκης μη Επίθεσης με τη Σοβιετική Ένωση (Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ), η οποία συνοδευόταν και μυστικό πρωτόκολλο με αναφορά στο ενδεχόμενο διαμελισμού της Πολωνίας. Η εισβολή γίνεται τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939, την ώρα όπου η πολωνική κυβέρνηση επιζητούσε τη βοήθεια των συμμάχων της, Γάλλων και Βρετανών που, στις 3 Σεπτεμβρίου, κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία. Στην πρώτη φάση του πολέμου τα γερμανικά στρατεύματα σημείωσαν αλλεπάλληλες νίκες και επεξέτειναν τον έλεγχο του ναζιστικού κράτους απ' άκρου εις άκρον της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η Πολωνία καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα σε διάστημα ελάχιστων εβδομάδων. Συγχρόνως εισέβαλαν από τα ανατολικά σύνορά της και οι Σοβιετικοί, διαμοιραζόμενοι τα εδάφη της από κοινού με τη Γερμανία.
Στο δυτικό μέτωπο, οι Γάλλοι περίμεναν επί οκτώ μήνες χαρακωμένοι στη «γραμμή Μαζινό» - κατά μήκος των γαλλογερμανικών συνόρων. Στο διάστημα αυτό ο Χίτλερ δεν επεξέτεινε την κυριαρχία του στην Ευρώπη παρά μόνο προς βορράν, καταλαμβάνοντας χωρίς δυσκολία, τον Απρίλιο του 1940, τη Δανία και τη Νορβηγία. Στις 10 Μαΐου όμως εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην Ολλανδία και στο Βέλγιο.
Περικυκλωμένα τα συμμαχικά αγήματα στο λιμάνι της Δουνκέρκης, θα επιβιβαστούν στα πλοία, με βαριές απώλειες για την Αγγλία (28 Μαΐου - 3 Ιουνίου 1940).
Oι Γερμανοί, εισβάλλοντας πλέον μέσω Βελγίου στο γαλλικό έδαφος, θα καταλάβουν το Παρίσι στις 14 Ιουνίου.
Μόνη εμπόλεμη αντίπαλος του Άξονα είχε απομείνει η Μ. Βρετανία (πριν από την είσοδο στον πόλεμο και της Ελλάδας). Ο νέος πρωθυπουργός, Ουίνστον Τσόρτσιλ, διακήρυξε την απόφασή του να μην υποκύψει στη ναζιστική λαίλαπα. Πράγματι, κατά τη «μάχη της Αγγλίας», που θα διεξαχθεί από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο του 1940, οι Βρετανοί θα επικρατήσουν.
Η αντίδραση του Χίτλερ θα εκδηλωθεί με την κήρυξη της «μάχης του Ατλαντικού» που απέβλεπε πλέον στον οικονομικό αποκλεισμό της Μ. Βρετανίας, αλλά και με την ενίσχυση του πολεμικού μετώπου στη Βόρεια Αφρική και τη στροφή του προς τα ανατολικά, κατά της Σοβιετικής Ένωσης (Eπιχείρηση Μπαρμπαρόσα).
Ο Μουσολίνι, μετά την πολεμική έξοδο στο πλευρό της χιτλερικής Γερμανίας, διείδε στην κατάληψη της Ελλάδας το πρώτο βήμα προς την εξασφάλιση του στρατηγικού ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου. Είχε προηγηθεί προς την κατεύθυνση αυτή η κατάληψη της Αλβανίας από τον Απρίλιο του 1939.
Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, παρακάμπτοντας τις επιφυλάξεις του Βερολίνου, η Ιταλία απαίτησε τελεσιγραφικά από την Αθήνα την εκχώρηση της κυριαρχίας επί σημαντικού τμήματος του ελληνικού εθνικού εδάφους. Ο Ιωάννης Μεταξάς απέρριψε την ιταμή αξίωση: η Ελλάδα θα υπεράσπιζε, έστω και με τα όπλα, τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού θα συνοψιστεί έκτοτε στη λέξη «ΟΧΙ». Στη διάρκεια των πρώτων ημερών του πολέμου ο ελληνικός στρατός, με αρχιστράτηγο τον Αλέξανδρο Παπάγο, κατόρθωσε να ανακόψει την προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο. Στις 14 Νοεμβρίου αντεπιτέθηκε κατά του εχθρού στην Αλβανία, από όπου και είχε εκδηλωθεί η εισβολή. Η κατάληψη της Κορυτσάς, της Πρεμετής, του Πόγραδετς, του Αργυροκάστρου, των Αγίων Σαράντα και, τέλος, στις αρχές Ιανουαρίου 1941, της Κλεισούρας σφράγισε τη νικηφόρα πορεία του ελληνικού στρατού σε εδάφη κατοικημένα και από αλύτρωτο ελληνικό πληθυσμό. Η παραπέρα όμως προέλαση ανακόπηκε εξαιτίας των εξαιρετικά δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Προκειμένου να εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση ασφαλίζοντας τα νώτα του, ο Χίτλερ κατάρτισε, τον Δεκέμβριο του 1940, το σχέδιο «Μαρίτα» για εισβολή στην Ελλάδα, κατά της οποίας και επιτέθηκε στις 6 Απριλίου 1941. Μόνοι, με την επικουρία ενός ανεπαρκούς βρετανικού αγήματος, οι Έλληνες αντιστάθηκαν και κατά του νέου εισβολέα με σθένος και αποφασιστικότητα. Η άμυνα ιδίως που προέταξαν κατά μήκος της «οχυρής γραμμής», στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, προκάλεσε τον θαυμασμό των ίδιων των Γερμανών. Η υπεροχή όμως των στρατευμάτων εισβολής σε οργάνωση και σε οπλικά μέσα ήταν έκδηλη: η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε στις 9 Απριλίου και η Αθήνα στις 27 Απριλίου.
Τα νικηφόρα στρατεύματα του αλβανικού μετώπου θα υποχωρήσουν ατάκτως, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής θα αυτοκτονήσει και ο διάδοχος του, Εμμανουήλ Τσουδερός, καθώς και ο βασιλιάς Γεώργιος Β' θα δοκιμάσουν να αντισταθούν από κοινού με τους Βρετανούς στην Κρήτη. Εκεί θα διεξαχθεί, κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου, η τελευταία μάχη επί ελληνικού εδάφους. Οι Γερμανοί κατόρθωσαν να αποβιβάσουν στρατεύματα από αέρος, τα οποία και έκαμψαν, στη συνέχεια, την αντίσταση των Συμμάχων. Οι ίδιοι οι Κρήτες όμως, αντιμετωπίζοντας τον εισβολέα με κάθε διαθέσιμο μέσο, έδωσαν, για πρώτη φορά, περιεχόμενο στην έννοια του «λαϊκού» πολέμου.
Μετά την κατάληψη του εθνικού εδάφους και την επιβολή της εχθρικής Κατοχής από τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους (Άξονα), η ελληνική κυβέρνηση μετέφερε την έδρα της έξω από την Ελλάδα - στο Κάιρο, στη Νότια Αφρική και, τελικά, στο Λονδίνο. Η εξόριστη πλέον ελληνική κυβέρνηση, μετά την επίσημη αναγνώριση της από τα συμμαχικά κράτη, θα υπερασπίσει, με όσα μέσα διέθετε, τα εθνικά συμφέροντα. Προέταξε, στο όνομα των μόλις διακηρυγμένων αρχών του «Χάρτη του Ατλαντικού», τη διεκδίκηση των αλύτρωτων εδαφών της Δωδεκανήσου, της Βόρειας Ηπείρου και -διακριτικά έναντι της συμμάχου Μ. Βρετανίας- της Κύπρου. Παράλληλα, αναζήτησε λύσεις στο επισιτιστικό πρόβλημα των κατοίκων της κατεχόμενης Ελλάδας. Τέλος, συγκρότησε αξιόμαχα ένοπλα σώματα που συνέχισαν τον πόλεμο στα μέτωπα της Ανατολικής Μεσογείου.
Η ανάπτυξη ενός ισχυρού κινήματος Εθνικής Αντίστασης στην κατεχόμενη Ελλάδα υπήρξε αποτέλεσμα της άρνησης του ελληνικού λαού να συμβιβαστεί με το καθεστώς της τριπλής εχθρικής κατοχής -Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων- σε βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του. Τις αρχικές μεμονωμένες πράξεις αντίστασης κατά του κατακτητή διαδέχτηκαν η σύσταση και η δράση ισχυρών μαζικών οργανώσεων, όπως ήταν, κατά σειρά σπουδαιότητας, το ΕΑΜ, ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ. Αριθμητικά ασθενέστερες υπήρξαν οι οργανώσεις των πόλεων, «αόρατες στρατιές», οι οποίες, σε συνεργασία με το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, είχαν κυρίως επωμιστεί την ευθύνη για τη διενέργεια δολιοφθορών και κατασκοπείας. Πουθενά στην Ευρώπη η αντιστασιακή κίνηση δεν υπήρξε, αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας, τόσο καθολική και ο αριθμός των συνεργατών του κατακτητή τόσο περιορισμένος! Μόνοι οι Έλληνες εξάλλου μεταξύ των κατακτημένων λαών κατόρθωσαν, αντιδρώντας μαζικά, να μη συμμετάσχουν στην εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Το τίμημα όμως της αντίστασης αυτής υπήρξε βαρύ: εκτελέσεις, βασανισμοί, φυλακίσεις έπληξαν χιλιάδες αγωνιστές. Η σημασία της ελληνογερμανικής σύρραξης είναι μεγάλη. Η αναγκαστική στροφή στα Βαλκάνια υποχρέωσε τον Χίτλερ να αναβάλει την εκτέλεση της επιχείρησης κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Η μετάθεση της ημερομηνίας έναρξής της, από τα μέσα Μαΐου στις 22 Ιουνίου, είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουν τελικώς τα γερμανικά στρατεύματα τον Νοέμβριο του 1941 να καταλάβουν το Λένινγκραντ και τη Μόσχα, προτού ακινητοποιηθούν εξαιτίας των αντίξοων καιρικών συνθηκών του ρωσικού χειμώνα. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα σημειώσουν νέα τροπή μετά τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, τον Ιούνιο του 1941, και την αιφνιδιαστική ιαπωνική επίθεση κατά του Περλ Χάρμπορ, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, οπότε και θα μπουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον πολεμικό αγώνα.
Τον Σεπτέμβριο του 1942, οι Γερμανοί καθηλώνονται στην πόλη του Στάλινγκραντ, όπου και έμελλε να διεξαχθεί μία από τις πιο πολυαίμακτες, αλλά και αποφασιστικές σε σημασία μάχες του πολέμου.
Στη Βόρεια Αφρική οι Βρετανοί και οι σύμμαχοι τους -ανάμεσά τους και οι Έλληνες- κατήγαγαν σημαντικό πλήγμα κατά του Ρόμελ στο Ελ Αλαμέιν. Στον Ειρηνικό, τέλος, οι Αμερικανοί κατορθώνουν να αναχαιτίσουν οριστικά τους Ιάπωνες. Ήδη, στις αρχές του 1943, στο Στάλινγκραντ η νίκη θα στέψει τα σοβιετικά όπλα και η Βέρμαχτ θα γνωρίσει την πρώτη οδυνηρή ήττα, ενώ η αγγλοαμερικανική απόβαση στο Μαρόκο και την Αλγερία θα απολήξει, τον Μάιο, στην εκδίωξη των γερμανοϊταλικών στρατευμάτων από το αφρικανικό έδαφος. Κατά την ίδια περίοδο θα εκδηλωθούν η νικηφόρα αμερικανική αντεπίθεση στον Ειρηνικό και η απώθηση έκτοτε των Ιαπώνων, από νησί σε νησί, ολοένα και δυτικότερα.
Στις 10 Ιουλίου του 1943 οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία. Κατά την πορεία τους προς βορρά θα συναντήσουν σε κάθε βήμα την ισχυρή αντίσταση των Γερμανών, έως την άνοιξη του 1945. Ο Μουσολίνι, ηττημένος σε όλα τα μέτωπα, θα ανατραπεί νωρίς, στις 25 Ιουλίου 1943, για να συλληφθεί τελικά και να εκτελεστεί από τους παρτιζάνους, τον Απρίλιο του 1945, αφού είχε ενδιαμέσως συγκροτήσει στη βόρεια Ιταλία νέα κυβέρνηση υπό τη γερμανική προστασία. Κατά την ίδια εποχή οι εξελίξεις στο δυτικό μέτωπο σφραγίζονταν από την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία, στις 6 Ιουνίου του 1944.
Οι Σύμμαχοι, παρά τις μεγάλες απώλειές τους, θα αγκιστρωθούν αρχικά στις γαλλικές ακτές και θα συνεχίσουν έκτοτε νικηφόρα την πορεία τους έως το Παρίσι, που θα απελευθερωθεί στις 25 Αυγούστου. Η όλη επιχείρηση συνέπεσε με την ένταση της δράσης της γαλλικής αντίστασης, υπό τον στρατηγό Ντε Γκολ, η οποία εκδηλώθηκε και με την εξέγερση στη γαλλική πρωτεύουσα λίγες ημέρες πριν από την είσοδο των Συμμάχων.
Στις 20 Ιουλίου 1944 επίλεκτοι αξιωματικοί, επικεφαλής μιας μερίδας της Βέρμαχτ, θα επιχειρήσουν, χωρίς επιτυχία, να εξοντώσουν τον Χίτλερ, προκειμένου να αποτρέψουν τον επερχόμενο όλεθρο. Οι Έλληνες, μετά από την αναπόφευκτη επικράτηση των συνασπισμένων δυνάμεων του Άξονα, θα εξακολουθήσουν τον ένοπλο αγώνα, συμμετέχοντας στα πολεμικά μέτωπα της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής και κυρίως διεξάγοντας αντιστασιακό αγώνα στο ελληνικό έδαφος κατά των κατακτητών, έως την απελευθέρωση της χώρας, τον Οκτώβριο του 1944.
Η γερμανική αντεπίθεση στις Αρδέννες, τον χειμώνα του 1944-1945, τελικά δε θα καρποφορήσει. Τον Μάρτιο του 1945 τα αγγλοαμερικανικά στρατεύματα διάβαιναν τον Ρήνο, ενώ από την Ανατολική Ευρώπη οι Σοβιετικοί εφορμούσαν ακάθεκτοι προς την κατεύθυνση του Βερολίνου. Η συνάντηση δυτικών και Σοβιετικών συμμάχων πραγματοποιήθηκε στον ποταμό 'Ελβα στις 26 Απριλίου 1945. Στις 30 Απριλίου, ενώ ο κλοιός ήδη σφίγγει γύρω από το κέντρο της γερμανικής πρωτεύουσας, ο Χίτλερ θα αυτοκτονήσει λίγες ώρες πριν από την παράδοση της πόλης στους Συμμάχους. Η συνθηκολόγηση άνευ όρων της Γερμανίας υπογράφηκε στις 8 Μαΐου 1945 στη Reims. Η συνθηκολόγηση με την Ιαπωνία επιτεύχθηκε λίγο αργότερα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1945. Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες των Αμερικανών στον Ειρηνικό, οι Ιάπωνες διακήρυσσαν την απόφαση να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων εναντίον τους - αν χρειαζόταν, και στο έδαφος της χώρας τους. Οι Αμερικανοί αποφάσισαν να κάνουν χρήση της ατομικής βόμβας - στις 6 Αυγούστου στη Χιροσίμα και στις 9 Αυγούστου στο Ναγκασάκι.
Οι λαοί της Άπω Ανατολής πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος και υλικών καταστροφών: εκατομμύρια Κινέζοι και Ιάπωνες συγκαταλέγονται μεταξύ των νεκρών. Ανεξίτηλη στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας έμεινε η εικόνα της καταστροφής στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας.
Μετά τη λήξη του πολέμου οι κύριοι ένοχοι για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά της ανθρωπότητας θα τιμωρηθούν υποδειγματικά. Μεταξύ όμως των ίδιων των Συμμάχων θα εκδηλωθούν έντονες ιδεολογικοπολιτικές διαφορές, οι οποίες και θα καταστούν εμφαντικότερες στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Το αντίτιμο της διαίρεσης θα είναι βαρύ για την Ελλάδα, όπου, κατ' επέκταση, θα εκδηλωθεί εμφύλια σύρραξη, ενώ παράλληλα οι εθνικές διεκδικήσεις θα ικανοποιηθούν με την ενσωμάτωση μόνο της Δωδεκανήσου.
Η πρόκληση και η διεξαγωγή του Β' Παγκόσμιου Πολέμου υπήρξε πρόξενος ακραίων εκδηλώσεων βίας. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών μεικτή διεθνής επιτροπή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ επιφορτίστηκε με τον εντοπισμό και την υποδειγματική τιμωρία των ενόχων. Ειδικότερα, κλήθηκαν να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι: πρώτον, για την προπαρασκευή και την πρόκληση του πολέμου- δεύτερον, για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου κατά παράβαση των κανόνων που οφείλουν να διέπουν τη συμπεριφορά των εμπολέμων τρίτον, για τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Η ευθύνη για τις παραβάσεις αυτές βάρυνε κυρίως τη γερμανική πλευρά. Στο πλαίσιο αυτό εντάχθηκε η διεξαγωγή της δίκης της Νυρεμβέργης, μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 1946, και της καταδίκης σε θάνατο των ηγετικών στελεχών, πολιτικών και στρατιωτικών, της χιτλερικής Γερμανίας. Παράλληλα, όργανα διεθνή, αλλά και εθνικά, επέβαλαν κυρώσεις σε βάρος εκατοντάδων υπευθύνων για καταστροφές και βιαιότητες που είχαν διαπραχθεί στη διάρκεια του πολέμου.
Μείζον έγκλημα κατά της ανθρωπότητας ήταν η γενοκτονία των Εβραίων. Υπό δίωξη στη Γερμανία από το 1933, οι τελευταίοι αυτοί είδαν τη θέση τους βαθμιαία να επιδεινώνεται, ενόσω οι ναζί επεξέτειναν την κυριαρχία τους στην Ευρώπη - ιδιαίτερα την Ανατολική. Η κατάληψη της Πολωνίας είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του γκέτο* της Βαρσοβίας, όπου συνωστίστηκαν, υπό περιορισμό, 500.000 Εβραίοι. Μετά την εισβολή στη Ρωσία επιχειρήθηκε η καθολική πλέον εξόντωσή τους στην Ευρώπη. Προκειμένου να επιτευχθεί η «τελική λύση» του προβλήματος, το οποίο, κατά τους ναζί, προκαλούσε η εκτεταμένη διεθνής παρουσία του εβραϊκού στοιχείου, επινοήθηκαν και εφαρμόστηκαν από τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του εφιαλτικές πρακτικές, πρωτοφανέρωτες στην παγκόσμια ιστορία: φυσική εξόντωση μετά από επώδυνη παραμονή σε γκέτο ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζικές εκτελέσεις, χρήση δηλητηριωδών αερίων -όπως το «Τσυκλόν Β»- προκειμένου να προκληθεί μαζικά ο θάνατος. Σε εκατομμύρια αριθμούνται τα θύματα της πρωτοφανούς αυτής τραγωδίας - μόνο από την Ελλάδα πάνω από 70.000. Στρατόπεδα όπως του Άουσβιτς, της Τρεμπλίνκα, του Νταχάου, του Μπέλζετς ή του Σόμπιμπορ έχουν γίνει συνώνυμα απανθρωπιάς και τρόμου.
Ήδη κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1944, ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν, ερήμην του Ρούζβελτ, είχαν κατανείμει την επιρροή τους στη νότια Βαλκανική Χερσόνησο, Ελλάδα, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία, υπέρ της Βρετανίας στην πρώτη, υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης στη δεύτερη και κατ' ισομοιρία στην τρίτη περίπτωση. Οι τριγμοί στο συμπαγές συμμαχικό οικοδόμημα έγιναν περισσότερο αισθητοί την επαύριον της Συνδιάσκεψης των Τριών Μεγάλων, Τσόρτσιλ, Ρούζβελτ και Στάλιν, στη Γιάλτα, στις 4-11 Φεβρουαρίου 1945, στη διάρκεια της οποίας είχε συμφωνηθεί η συγκρότηση κυβερνήσεων αντιπροσωπευτικών όλων των δημοκρατικών τάσεων με στόχο τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών, υπό τον τριμερή συμμαχικό έλεγχο.
Όσα γεγονότα εντούτοις ακολουθήσουν θα επιβεβαιώσουν τη σταθερή πρόθεση της Σοβιετικής Ένωσης να επιβάλει τον έλεγχο της στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και τη ριζική αντίθεση των δυτικών Συμμάχων στην πολιτική αυτή, καθώς και την απόφαση τους να μην επιτρέψουν την επέκτασή της δυτικά της Πολωνίας και νότια της Βουλγαρίας: ο Τσόρτσιλ θα μιλήσει για «iron curtain» («σιδηρούν παραπέτασμα») που έτεινε να υψωθεί ανάμεσα στη ζώνη υπό σοβιετική επιρροή και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο διχασμός μεταξύ των Ελλήνων αποτέλεσε αντανάκλαση της ευρύτερης αντιπαράθεσης που θα σφράγιζε και το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα-του δυτικού, καπιταλιστικού-φιλελεύθερου, και του κομμουνιστικού προτύπου. Παράλληλα με την κοινή στόχευση εναντίον του κατακτητή διατυπώνονταν, ήδη από το 1943, δύο διαφορετικές προτάσεις με αναφορά στη μεταπολεμική πορεία και της Ελλάδας. Θα επιλεγόταν η οδός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που εφαρμοζόταν στη Δύση ή εκείνη του υπαρκτού σοσιαλισμού που είχε υιοθετήσει η Σοβιετική Ένωση; Προκειμένου να κατευνάσει τις αντιθέσεις, ο Γεώργιος Παπανδρέου περιέλαβε στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση εκπροσώπους όλων των αντιμαχόμενων μερίδων. Κατά το Σύμφωνο που συνομολογήθηκε στην Καζέρτα της Ιταλίας, στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, μεταξύ των συμμαχικών και των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών -με τη συμμετοχή εκπροσώπων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ- ανατέθηκε η διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα στον Βρετανό στρατηγό Σκόμπυ.
Η απελευθέρωση της Αθήνας, στις 12 Οκτωβρίου 1944, συνοδεύτηκε από ενδοκυβερνητικές διαφωνίες και τελικά από την παραίτηση των εαμικών υπουργών, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν τον Δεκέμβριο του 1944 στην καρδιά της πρωτεύουσας οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις -μικρό τμήμα του ελληνικού στρατού, χωροφυλακή και το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα- με τις δυνάμεις του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ.
Η έκβαση της σύγκρουσης υπέρ των πρώτων και η διάλυση του ΕΑΜ ακολουθήθηκε από τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, η οποία προέβλεπε τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών και δημοψηφίσματος επί του πολιτειακού ζητήματος.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...