Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Σοφοκλή Α Ν Τ Ι Γ Ο Ν Η , Πρόλογος ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω αγαπημένη αυταδερφή μου Ισμήνη, ξέρεις ποιό τάχ᾽ απ᾽ τα κακά που ο Οιδίπους μας άφησε κληρονομιά μένει που ο Δίας να μην το ᾽στειλε στις δυο μας που είμαστε ακόμα στη ζωή; Γιατί κανένα πόνο και καμιά κατάρα, καμιά ντροπή κι ούτε καμιά ατιμία δεν είδα εγώ να λείψει απ᾽ τις δικές σου κι απ᾽ τις δικές μου συφορές. Και τώρα τί ᾽ναι αυτή πάλι η προσταγή, που λένε πως ότι και διαλάλησε στη χώρα και σ᾽ όλους τους πολίτες ο άρχοντάς μας; Ξέρεις κι άκουσες τίποτα; ή δεν έχεις είδηση πάρει πως κακό ετοιμάζουν 10για τους αγαπημένους μας οι εχθροί μας;
ΙΣΜΗΝΗ Για μένα κανείς λόγος, Αντιγόνη, μήτε καλός μήτε κακός δεν ήρθε για φίλους μας, απ᾽ όταν σε μια μέρα χάσαμε οι δυο τούς δυο τους αδερφούς μας, που πέσανε απ᾽ το χέρι ο ένας του άλλου· κι αφού του Άργους σκορπίστηκε και πάει τη νύχτ᾽ αυτή ο στρατός, εγώ, δεν ξέρω τίποτα παραπάνω, είτε αν πως είμαι πιο ευτυχισμένη, ή πιο συφοριασμένη.
ΑΝΤ. Ήμουνα βέβαιη και γι᾽ αυτό ίσα ίσα σ᾽έφερα εδώ έξω απ᾽ της αυλής τις πύλες για να τ᾽ ακούσεις μόνη.
ΙΣΜ. Μα τί τρέχει; Δείχνεις πως κάτι βράζει μες στον νου σου.
ΑΝΤ. Σάμπως δεν έχει ο Κρέοντας τον ένα τον αδερφό μας με ταφή τιμήσει, ενώ άταφο καταφρονά τον άλλο; Τον Ετεοκλή, όπως λεν, και με το δίκιο, πρόσταξε να τον θάψουν, για να πάει με τιμή στους νεκρούς του Κάτω κόσμου· μα το άθλιο το κορμί του Πολυνείκη στους πολίτες διαλάλησε, κανένας στη γης να μη το κρύψει ούτε το κλάψει, μα αθρήνητο και άταφο να τ᾽ αφήσουν, γλυκό για τα όρνια θησαυρό, που γύρω καρτερούν λιμασμένα για τροφή τους.
Τέτοια ο καλός μας Κρέοντας για σένα και για μένα —ναι, λέω και για μένα — διαλάλησε· και θά ᾽ρθει, λέγουν, τώρα ξάστερα εδώ στη μέση να κηρύξει για όσους δεν το ᾽χουν μάθει· και το πράμα το παίρνει όχι έτσι αψήφιστα, μα αν κάποιος τολμήσει κάτι τέτοιο, θάνατος απ᾽ του λαού τις πέτρες μες στην πόλη τον περιμένει —. Έτσι λοιπόν αυτά ειναι. Μα τώρα εσύ θα δείξεις, αν είσ᾽ άξιο της γενιάς σου βλαστάρι, ή αν ενώ εισαι από τέτοιους προγόνους, τους ντροπιάζεις.
ΙΣΜΗΝΗ Μ' αν έτσι είναι, ώ ταλαίπωρη, το πράμα, τί παραπάνω εγώ θενά προστέσω αν βάλω ή αν δε βάλω χέρι;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σκέψου μαζί μου αν θα ενεργήσης και συμπράξης.
ΙΣΜΗΝΗ Σε ποιο κίνδυνο λες; που πάει ο νους σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αν το χέρι αυτό μου εδώ βοηθήσης τον νεκρό να σηκώσουμε.
ΙΣΜΗΝΗ Μα αλήθεια να θάψης σκέφθηκες αυτόν, που η πόλη απαγορεύει;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ναι, τον αδερφό μου και τον δικό σου, αν εσύ δε θέλης· γιατί κανένας δε θα πή για μένα πως τον πρόδωσα εγώ.
ΙΣΜΗΝΗ Δυστυχισμένη, μ' όλο που το' χει ο Κρέοντας απαγορεύσει;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κανέν' αυτός δικαίωμα δεν έχει να με χωρίση απ' τους δικούς μου.
ΙΣΜΗΝΗ Ωιμένα, σκέψου, αδερφή μου, πόσο μισημένος και γιομάτος ντροπές μάς χάθηκε ο πατέρας μας, αφού απ' τις ανομίες του που ήρθαν στο φως, ξερίζωσε μονάχος με το ίδιο του το χέρι τις δυο του όψες. Έπειτα εκείνη, που 'χε το διπλό τ' όνομα μάννας και γυναίκας του, με θηλειά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη· τέλος οι δυο αδερφοί μας σε μια μέρα σκοτώθηκαν οι δόλιοι μεταξύ τους δίνοντας θάνατο κοινό με χέρια επάνω επανωτά ο ένας στον άλλο. Και τώρα οι δυο μας πόχουμε απομείνη σκέψου τι τέλος πιο κακό θα βρούμε, αν το νόμο αψηφώντας πάμε ενάντια σ' ό,τι έχει αποφασίση η εξουσία. Κι απ' τ' άλλο, να ξεχνάς αυτό δεν πρέπει, πρώτα, πως γεννηθήκαμε γυναίκες να μην μπορή να τα βάζουμε με άντρες· έπειτα, πως αυτοί που εξουσιάζουν πιο δύναμη έχουν από μας, κι ανάγκη να τους ακούμε και σ' αυτά και σ' άλλα πιο σκληρότερ' ακόμα και από τούτα. Εγώ λοιπόν αφού παρακαλέσω τους κάτω απ' τη γη να συχωρήσουν, αν υποτάσσωμαι έτσι στην ανάγκη, θα υπακούσω σ' αυτούς που εξουσιάζουν, γιατί να θέλης ό,τι ξεπερνά τη δύναμη σου, καθαρή 'ναι τρέλλα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ούτε θα σε παρακαλούσα, μα ούτε κι αν το' θελες ακόμα θα δεχόμουν μ' ευχαρίστηση εγώ τη σύμπραξή σου· μείνε με τις ιδέες σου εσύ, μα εκείνον θα θάψω εγώ· γλυκός για μένα θα 'ναι, σαν θα το κάμω, ο θάνατος· μαζί του, σ' αγαπημένον πλάι αγαπημένη θα κοίτωμαι, για τ' άγιο αυτό μου κρίμα· γιατ' ειν' ο χρόνος πιο πολύς που πρέπει στους κάτω πάρα στους εδώ ν' αρέσω, αφού με κείνους θα 'μαι αιώνια· εσύ μπορείς, αν θέλης, να περιφρονής τα τίμια των θεών.
ΙΣΜΗΝΗ Εγώ καθόλου δεν τα περιφρονώ, μα και δε βλέπω, πώς ενάντια μπορώ να πάω στην πόλη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Φέρν' εσύ αυτές τις πρόφασες, μα εγώ να σκάψω τάφο του ακριβού αδερφού μου πηγαίνω.
ΙΣΜΗΝΗ Ω δυστυχία, τι φόβο πόχω για σένα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ησύχασε και μη φοβάσαι για μένα, τη δικιά σου να φροντίσης ζωή να εξασφαλίσης.
ΙΣΜΗΝΗ Κοίτα καν μην πας κι αλλού το πής, μα κράτα κρυφό το σχέδιό σου, και 'γώ το ίδιο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σκοτιά μου! πρόδωσέ το· πιο θα μού εισαι εχθρή αν σωπάσης, παρ' αν το κηρύξης σ' όλον τον κόσμο.
ΙΣΜΗΝΗ Έχεις καρδιά θερμή για πράματα ψυχρά.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Φτάνει που ξέρω πώς σε κείνους που πρέπει θε ν' αρέσω.
ΙΣΜΗΝΗ Ανίσως και πετύχης· μα ζητάς τ' αδύνατα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Λοιπόν μόνο αν δε θα' χω δύναμη πια, τότε κι εγώ θα πάψω.
ΙΣΜΗΝΗ Μα κι απαρχής να κυνηγά δεν πρέπει τ' αδύνατα κανείς.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αν μιλάς έτσι, και το μίσος θε να' χης το δικό μου και μισημένη απ' τον νεκρό θενά εισαι πλάι του, σαν πεθάνης, με το δίκιο. Μ' άφις κι εμέ και την ανεμυαλιά μου το κακό αυτό να πάθωμε· γιατί, όχι, δεν έχω τέτοιο τίποτα να πάθω που εγώ να μην πεθάνω τιμημένα.
ΙΣΜΗΝΗ Αφού έτσι κρίνεις, πήγαινε· μα ξέρε πως δίχως νου πηγαίνεις, όμως βέβαια μ' αγάπη αληθινή στους φίλους φίλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...