Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024
ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ, του αποφοίτου μας Ηλία Μάλφα
Οι Σταυροφορίες ήταν στρατιωτικές εκστρατείες που εγκρίνονταν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Αφορμή και ίσως και αρχική αιτία τους ήταν η ανάκτηση των Αγίων Τόπων που είχαν καταληφθεί από μουσουλμανικές δυνάμεις, αν και τα αποτελέσματά τους διέφεραν πολύ από τον αρχικό στόχο. Υπήρξαν αρκετές Σταυροφορίες με πιο σημαντικές τις τέσσερις πρώτες. Αν και ως αιτία παρουσιάστηκε η ανάκτηση των σημαντικών για την Εκκλησία Αγίων Τόπων, πραγματική αιτία ήταν η παρεμπόδιση της παραπάνω επέκτασης των Αράβων και των τούρκικων φύλων προς τη δύση, καθώς και η επέκταση των εδαφών των δυτικών κρατών και βασιλειών.
Η πρώτη Σταυροφορία (1096-1099)
Η πρώτη Σταυροφορία κηρύχθηκε από τον Πάπα Ουρβανό ΙΙ ύστερα από παράκληση του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Αλέξιου του Κομνηνού για αποστολή μισθοφορικών στρατευμάτων για την καταπολέμηση των Σελτζούκων Τούρκων στην Ανατολή. Ύστερα από το συμβούλιο του Κλερμόν αποφασίστηκε η οργάνωση εκστρατείας προς το Βυζάντιο και η ανακοίνωση του Πάπα βρήκε μεγάλη υποδοχή με πολλούς ανθρώπους, ανεξαρτήτως τάξεως, να κατατάσσονται στον στρατό. Έτσι δημιουργήθηκαν τέσσερις στρατιές Σταυροφόρων. Μία πιο μικρή μονάδα στρατού, η λεγόμενη «Σταυροφορία του Λαού» χωρίς καλή οργάνωση, δρούσαν βίαια περνώντας από τα εδάφη της αυτοκρατορίας σκοτώνοντας αθώους και παραβλέποντας τις εντολές του Αλέξιου. Μαζί ο στρατός των Σταυροφόρων και των Βυζαντινών πέτυχαν αρκετές νίκες ενάντια των Τούρκων με μεγαλύτερη νίκη των Δυτικών την κατάκτηση της πόλης Ιερουσαλήμ. Εκεί οι σταυροφόροι σφαγίασαν πολλούς ανθρώπους ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά. Ύστερα από τη αιματοβαμμένη νίκη αυτή πολλά στρατεύματα αποσύρθηκαν ενώ κάποια έμειναν να φυλάνε τις κατακτημένες περιοχές.
Αυτό ήταν και το τέλος της πρώτης Σταυροφορίας, που εγκαθίδρυσε τα τέσσερα πρώτα σταυροφορικά κράτη στην Ανατολική Μεσόγειο: την Κομητεία της Έδεσσας (1098 έως 1149), το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας (1098 έως 1268), το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ (1099 έως 1291) και την Κομητεία της Τρίπολης (1104, αν και η ίδια η Τρίπολη κατελήφθη το 1109, έως 1289).
Η δεύτερη Σταυροφορία (1147-1149)
Η δεύτερη Σταυροφορία προκλήθηκε από την κατάκτηση της Έδεσσας από τους μουσουλμάνους, στον δικό τους ιερό πόλεμο κατά των Χριστιανών. Όμως αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα για τους Δυτικούς, καθώς οι Τούρκοι ένωσαν τις δυνάμεις τους στη Δαμασκό για μία συντριπτική ήττα για τους Σταυροφόρους. Η μεγάλη ήττα αυτή σήμανε και το τέλος της δεύτερης Σταυροφορίας.
Η τρίτη Σταυροφορία (1189-1192)
Η Τρίτη Σταυροφορία προκλήθηκε από την ήττα των Σταυροφόρων στην Ιερουσαλήμ από τον Σαλαντίν και την κατάκτηση της πόλης αυτής για άλλη μία φορά. Επικεφαλής αυτή τη φορά ήταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος με τη βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας, Φιλίππου του Β.
Οι Σταυροφόροι κατάφεραν να πραγματοποιήσουν μια μεγάλη νίκη εναντίον του Σαλαντίν στην Αρσούφ. Παρότι κατάφεραν να επικρατήσουν στην περιοχή γύρω από την Ιερουσαλήμ, ο Ριχάρδος αρνήθηκε να πολιορκήσει την πόλη και σύναψε ειρήνη με τον Σαλαντίν, αφού αποκατέστησε τον Χριστιανισμό στην περιοχή. Αυτό ήταν και το τέλος της τρίτης Σταυροφορίας.
Η τέταρτη Σταυροφορία (1198-1229)
Η τέταρτη Σταυροφορία πυροδότησε την αρχή του τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι δυτικοί λαοί αυτήν τη φορά αδιαφόρησαν για τους Αγίους Τόπους και στράφηκαν προς την Κωνσταντινούπολη.
Η ιδέα ανήκε στον φιλόδοξο και δυναμικό πάπα Ιννοκέντιο Γ'. Ένα διάχυτο πνεύμα θρησκευτικότητας, ανάμεικτο με το ιπποτικό αίσθημα, πλαισίωναν έναν ασαφή και απροσδιόριστο σκοπό. Η ιδέα προπαγανδίστηκε στις χώρες της Δ. Ευρώπης και αρχηγός των φεουδαρχών ορίστηκε ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός.
Η Βενετία αποφασίστηκε να είναι τόπος συγκέντρωσης του στρατού. Προορισμός η Αίγυπτος ή η Συρία. Σύμφωνα με τη σύμβαση που υπογράφηκε στη Βενετία τον Απρίλιο του 1201, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία* ανέλαβε, έναντι αμοιβής, να μεταφέρει με το στόλο της στην Ανατολή και να εφοδιάζει με τρόφιμα τα στρατεύματα επί ένα έτος.
Τον Ιανουάριο του 1203 οι σταυροφόροι αποδέχθηκαν την πρόταση του έκπτωτου βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαακίου Β' Αγγέλου για την αποκατάστασή του στο θρόνο. Η απόφαση της επίθεσης κατά της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι οριστικοποιήθηκε στην Κέρκυρα, ενδιάμεσο σταθμό της εκστρατείας. Οι σταυροφόροι έφθασαν μπροστά στα τείχη της Βασιλεύουσας τον Ιούνιο του 1203.
Γενική ήταν η εντύπωση ότι η παραμονή των σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη θα ήταν προσωρινή και ότι μετά την αποκατάσταση του Ισαακίου Β' Αγγέλου θα αναχωρούσαν με προορισμό τους Αγίους Τόπους. Οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη στις 17 Ιουλίου του 1203 και αποκατέστησαν τον Ισαάκιο.
Η πολιορκία διήρκησε λίγες μόνο ημέρες καθώς οι στρατιώτες της Δύσης δεν συνάντησαν μεγάλη αντίσταση λόγω του χάους που επικρατούσε στην πόλη. Έτσι, επί τρείς μέρες οι Σταυροφόροι λεηλατούσαν την ένδοξη για πολλούς αιώνες Πόλη. Βεβήλωσαν ναούς και έπραξαν φρικαλεότητες καταγράφει ο Νικήτας Χωνάτης, μάρτυρας των συμβάντων. Αναφέρει μάλιστα ότι ανέβασαν στον πατριαρχικό θρόνο μια πόρνη ως ένδειξη υποτίμησης και ασέβειας. Με αυτή την κατάκτηση ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία της οποίας η ζωή όμως ήταν μικρή, καθώς διήρκησε μόνο 59 χρόνια.
Οι Σταυροφόροι παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη για να διαχειμάσουν. Η αντιπαράθεση με τον πληθυσμό της πρωτεύούσας οξύνθηκε εξαιτίας της αλαζονικής συμπεριφοράς των Λατίνων, οι οποίοι επέβαλαν και βαρύτατη φορολογία. Την έκρυθμη κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Αλέξιος Ε' Δούκας Μούρτζουφλος για να καταλάβει πραξικοπηματικά το θρόνο.
Στα τέλη Μαρτίου του 1204 οι σταυροφόροι συνυπέγραψαν τη συμφωνία διανομής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Διανομή της Ρωμανίας). Η άλωση πραγματοποιήθηκε στις 13 Απριλίου 1204. Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Ε' είχε τραπεί προηγουμένως σε φυγή εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη στις άγριες διαθέσεις των σταυροφόρων. Κύριοι της Βασιλεύουσας οι τελευταίοι, επέβαλαν τώρα το δίκαιο του κατακτητή. Οι σφαγές και οι λεηλασίες ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Πολύτιμα έργα τέχνης διοχετεύτηκαν στη Δύση, για να κοσμήσουν τους καθεδρικούς ναούς και τους πύργους των ευγενών.
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους αρχίζει η μακρά περίοδος της Φραγκοκρατίας στον ελλαδικό χώρο, η οποία διαρκεί σε ορισμένες περιοχές μέχρι το 17ο αιώνα.
Τον Απρίλιο του 1205 οι σταυροφόροι εξουδετερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους Βούλγαρους και τους απομείναντες Έλληνες στην Αδριανούπολη, όπου ο Καλογιάν της Βουλγαρίας συνέλαβε και φυλάκισε το νέο Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Ενώ καταδίκαζαν τα μέσα, οι πάπες αρχικά υποστήριξαν αυτή την προφανή αναγκαστική επανένωση Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας. Η Δ΄ Σταυροφορία ουσιαστικά είχε ως αποτέλεσμα δύο Ρωμαϊκές Αυτοκρατορίες στην Ανατολή: μία Λατινική «Αυτοκρατορία των Στενών», που επέζησε μέχρι το 1261 και ένα Βυζαντινό κατάλοιπο, κυβερνώμενο από τη Νίκαια, που αργότερα επανέκτησε τον έλεγχο, απουσία του Ενετικού στόλου.
Το πρόβλημα της Παλαιστίνης παρέμεινε άλυτο. Ουσιαστικά κανένας από τους επισήμως προβληθέντες ή απώτερους στόχους των τριών πρώτων σταυροφοριών (κατάκτηση Αγίων Τόπων, παροχή βοήθειας στους Έλληνες, συνένωση της Χριστιανοσύνης) δεν πραγματοποιήθηκε. Η κατάκτηση των Αγίων Τόπων δεν διήρκεσε για πολύ. Το μίσος Χριστιανών και Μουσουλμάνων αναζωπυρώθηκε. Οι τρεις πρώτες σταυροφορίες αύξησαν επίσης την εχθρότητα μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, με αποτέλεσμα η Τέταρτη Σταυροφορία να οδηγήσει στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Τέλος, στο πλαίσιο των κοινών εκστρατειών οξύνθηκαν οι αντιπαλότητες: οι προσωπικοί ανταγωνισμοί των ηγετών, οι εθνικοί ανταγωνισμοί, οι αντιθέσεις μεταξύ κληρικών και λαϊκών, μεταξύ των γηγενών Λατίνων και των νέων σταυροφόρων που έφταναν από τη Δύση.
Από οικονομική άποψη τα οφέλη για τους σταυροφόρους ήταν περιορισμένα, αν και ενισχύθηκε η παρουσία των ιταλικών ναυτικών πόλεων στα λιμάνια της Ανατολής. Αν οι σταυροφορίες πλούτισαν τη Δύση, αυτό συνέβη σε βάρος των πρωταγωνιστών τους. Οι ιππότες αποδεκατίστηκαν και έγιναν φτωχότεροι, καθώς οι επιχειρήσεις στοίχισαν πολλά θύματα και το υπερπόντιο ταξίδι αποδείχθηκε πολυέξοδο. Και η Εκκλησία περισσότερα έχασε, παρά κέρδισε. Τα μοναχικά τάγματα που δημιούργησε επέστρεφαν συχνά ηττημένα στη Δύση, εκτρέπονταν σε λεηλασίες και προκαλούσαν την απογοήτευση και την οργή.
Η μόνη που επωφελήθηκε μακροπρόθεσμα ήταν η Βενετία.
Ακολούθησαν μερικές ακόμη Σταυροφορίες μικρότερης κλίμακας, κυρίως ενάντια σε αλλόθρησκους ή αιρετικούς όπως η Βαλτική Σταυροφορία (1208-1229) και η Σταυροφορία των Αλβιγηνών (1211-1225). Πιο σημαντική στιγμή των τελευταίων αυτών εκστρατειών ήταν η ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Θεοβάλδο Δ που όμως ανακαταλήφθηκε ξανά από τους μουσουλμάνους πέντε χρόνια αργότερα.
Οι Σταυροφορίες μπορεί να ξεκίνησαν με τον σκοπό να μπορούν οι πιστοί ελεύθερα να προσκυνάνε τους Αγίους Τόπους αλλά κατέληξαν σε επεκτατικούς πολέμους της Δύσης και μερικές από τις πιο μαύρες στιγμές του Μεσαίωνα στην Ευρώπη.
Πηγές:
• https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82#%CE%91%CF%81%CE%AF%CE%B8%CE%BC%CE%B7%CF%83%CE%B7
• https://www.news247.gr/mixani-tou-xronou/michani-toy-chronoy-i-aimatovammeni-istoria-ton-stayroforion.6347857.html
• https://www.sansimera.gr/articles/246
Τις καταστροφικές εισβολές των Σελτζούκων στις ανατολικές επαρχίες του βυζαντινού κράτους προσπάθησε να τερματίσει ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ' Διογένης (1067-1071). Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Ματζικέρτ το 1071, όπου ο βυζαντινός στρατός αποδεκατίστηκε. Ο ίδιος ο Ρωμανός αιχμαλωτίστηκε, αλλά συνήψε συνθήκη ειρήνης και αφέθηκε ελεύθερος. Όταν ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον εξόντωσαν. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι χρησιμοποίησαν αυτό το γεγονός ως πρόφαση και ακύρωσαν τη συνθήκη ειρήνης. Έτσι η ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ μετατράπηκε σε συμφορά, αφού μέσα σε μια δεκαετία οι Τούρκοι κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της Μ. Ασίας.
Τον ίδιο χρόνο που οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν στο Ματζικέρτ, ο ηγέτης των Νορμανδών Ροβέρτος Γυισκάρδος κατέλαβε τις τελευταίες βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία (Mπάρι), ενώ και στις ακτές της Αδριατικής και στο Δούναβη η βυζαντινή επικυριαρχία άρχισε να κλονίζεται.
Η ήττα στο Μαντζικέρτ και, κυρίως, το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε, ήταν η « θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ». Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες είχαν προέλθει πολλοί αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν οριστικά. Περιορισμένη εδαφικά, η αυτοκρατορία γνώρισε μια σύντομη ανάκαμψη υπό τη δυναστεία των Κομνηνών, οι οποίοι αντιμετώπισαν τον ερχομό των Σταυροφοριών. Η ανάμιξη των δυνάμεων της Δ' Σταυροφορίας στις έριδες μελών της δυναστείας των Αγγέλων οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Στη Δύση ο επιθετικός και αναθεωρητικός Παπισμός ήρθε σε σύγκρουση τόσο με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία όσο και με τους Δυτικούς κοσμικούς μονάρχες οδηγώντας στο Σχίσμα του 1054 και στη Διαμάχη για την Αρμοδιότητα (διορισμού επισκόπων και ηγουμένων μοναστηριών από τον πάπα ή το μονάρχη). Οι πάπες άρχισαν να διεκδικούν την ανεξαρτησία τους από τους κοσμικούς ηγεμόνες επιχειρηματολογώντας για τη σωστή χρήση των ένοπλων δυνάμεων από τους Χριστιανούς. Το αποτέλεσμα ήταν έντονη Χριστιανική ευσέβεια, ενδιαφέρον για θρησκευτικές υποθέσεις και θρησκευτική προπαγάνδα, που υποστήριζε «Δίκαιο Πόλεμο» για την ανακατάληψη της Παλαιστίνης από τους Μουσουλμάνους. Η πλειοψηφούσα άποψη ήταν ότι οι μη Χριστιανοί δεν μπορούσαν να υποχρεωθούν να δεχθούν το Χριστιανικό βάπτισμα ή να κακοποιηθούν γιατί είχαν διαφορετική πίστη σε αντίθεση με μια λιγότερο διαδεδομένη άποψη ότι η εκδίκηση ήταν η απάντηση σε κακά όπως ή άρνηση της Χριστιανικής πίστης, της κυβέρνησης ή της δυνατότητας αιτιολογημένου βίαιου προσηλυτισμού. Η συμμετοχή σε έναν τέτοιο πόλεμο θεωρείτο μια μορφή μετάνοιας, που μπορούσε να συγχωρήσει τις αμαρτίες.
Στην Ευρώπη οι Γερμανοί επεκτείνονταν εις βάρος των Σλάβων, ενώ η Σικελία κατακτήθηκε από το Νορμανδό τυχοδιώκτη Ροβέρτο Γυϊσκάρδο το 1072.
Η πάλη μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους για την κυριαρχία του κόσμου συνδέεται στενά με τη μεταρρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας, που ανέλαβε ο πάπας Γρηγόριος Ζ' (1073-1085).
Η μεταρρύθμιση αυτή απέβλεπε στην κατάργηση της σιμωνίας (εξαγοράς αξιωμάτων), στην επιβολή της αγαμίας του κλήρου και, κυρίως, στην απαγόρευση της περιβολής, δηλαδή του διορισμού των επισκόπων από τον αυτοκράτορα. Η πρώτη φάση αυτού του πολέμου ονομάστηκε για το λόγο αυτό Έριδα της Περιβολής. Η διαμάχη άρχισε το 1075 με μία παπική γνωμοδότηση (Dictatus Ραpae), που καθόριζε τις βασικές αρχές της παπικής κυριαρχίας.
Ο αυτοκράτορας Ερρίκος Δ' απάντησε με τη σύνοδο της Βορμς (1076), η οποία χαρακτήρισε τον πάπα ως ψευδομοναχό και αρπακτικό λύκο και τον καθαίρεσε. Ο πάπας με τη σειρά του αναθεμάτισε τον αυτοκράτορα, του αφαίρεσε κάθε εξουσία στη Γερμανία και την Ιταλία και απαγόρευε στους πιστούς να υπακούουν στις εντολές του. Οι περισσότεροι Γερμανοί ηγεμόνες εκμεταλλεύθηκαν τον αναθεματισμό, για να ενισχύσουν τη δύναμή τους εξέλεξαν δικό τους βασιλιά και προσκάλεσαν τον πάπα στη Γερμανία. Λέγεται ότι ο Ερρίκος αναγκάστηκε τότε να υποκύψει και να ταπεινωθεί μπροστά στον πάπα, στο φρούριο Κανόσσα (1077).
Η σύγκρουση συνεχίστηκε από τον ίδιο τον Ερρίκο και τους διαδόχους του με αναθέματα, στρατιωτικά και άλλα μέτρα. Η φάση αυτή τερματίστηκε με τη συμφωνία της Βόρμς (1122), που αποτελούσε πρακτικά νίκη της Εκκλησίας, αφού διαχώριζε τις σφαίρες της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Η δύναμη της Εκκλησίας πάντως εκδηλώθηκε κυρίως με τις Σταυροφορίες.
Οι σταυροφορίες δεν ήταν απλώς ένα κίνημα φλογερών θρησκευομένων που κίνητρό τους ήταν η αγνή επιθυμία να απελευθερώσουν τα ιερά της πίστης τους από τους μισητούς απίστους. Στην πραγματικότητα, παρά τις πειρατικές συγκρούσεις, οι Μουσουλμάνοι γενικά διατηρούσαν καλύτερες σχέσεις με τους Λατίνους Χριστιανούς παρά με τους Βυζαντινούς. Με εξαίρεση τις πρώτες δεκαετίες της διάδοσης του Ισλάμ τον 7ο αιώνα, το δόγμα του Μωάμεθ περί ιερού πολέμου δεν αφορούσε γενικά τους χριστιανούς. Οι χριστιανοί θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας στις περιοχές που ελέγχονταν από Μουσουλμάνους, οι οποίοι συνήθως δεν τους κακομεταχειρίζονταν. Οι σταυροφορίες συνδέονται με μια μακρόχρονη παράδοση θρησκευτικών προσκυνημάτων. Στην Παλαιστίνη υπήρχαν και υπάρχουν ιερά αφιερωμένα σε τρεις θρησκείες (Χριστιανική, Μουσουλμανική και Ιουδαϊκή), και ένα τέτοιο ταξίδι αποτελούσε το κορύφωμα της πνευματικής ζωής του πιστού. Ο 11ος αιώνας ήταν εποχή αφύπνισης της θρησκευτικής συνείδησης των Χριστιανών της Δύσης. Παράλληλα παρατηρείται κάποια αύξηση της κίνησης των προσκυνητών, ιδίως προς την Ιερουσαλήμ. Κοσμικοί δυνάστες του 11ου αιώνα, ιδίως εκείνοι που φημίζονταν για τη βίαιη ιδιοσυγκρασία τους, όπως οι κόμητες Φούλκων ο Ανδεγαβικός (Foulcon d' Anjou) και Ροβέρτος ο Διάβολος (Robert le Diable) της Νορμανδίας, κινούσαν για προσκυνήματα που αποτελούσαν δημόσια γεγονότα πρώτου μεγέθους. Οι προσκυνητές, σε αντίθεση με τους σταυροφόρους, υποτίθεται ότι ήταν άοπλοι, αν και είναι γνωστό ότι ομάδες προσκυνητών νίκησαν Μουσουλμανικές στρατιές.
Η ιδέα του Χριστιανικού ιερού πολέμου κατείχε κεντρική θέση στο κίνημα των σταυροφοριών. Ο Ιερός Αυγουστίνος είχε μιλήσει για τον «δίκαιο πόλεμο», που διεξάγεται για την υπεράσπιση ή την ανάκτηση μιας νόμιμης ιδιοκτησίας. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν τη θρησκευτική εχθρότητα προς τους Μουσουλμάνους ως πολιτικό όπλο στις κατακτήσεις τους του 10ου αιώνα. Ο Καρλομάγνος έδρασε συνειδητά ως στρατιωτικός φορέας του εκχριστιανισμού για να διαδώσει το Λόγο του Θεού στους άθεους. Μολονότι η Γερμανική προώθηση προς τα ανατολικά κατά των Σλάβων δεν διέθετε τη μεσσιανική ρητορεία των εκστρατειών κατά των μουσουλμάνων, ωστόσο εκχριστιάνισε τους Σλάβους με τη δύναμη των όπλων, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Καρλομάγνος στους προγόνους τους.
Η ιδέα ενός ιερού πολέμου κατά των απίστων διαποτίζει το έπος Το άσμα του Ρολάνδου (Chanson de Roland), που γράφτηκε στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, ακριβώς όταν οι πάπες άρχισαν να δίνουν στο δόγμα του Αυγουστίνου περί κτήσεως την ερμηνεία πως οι χριστιανοί ήταν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της Ιερουσαλήμ.
Οι Σταυροφορίες ήσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Μέσης Ανατολής με την επιδοκιμασία της Λατινικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κατά τον Μέσο και Ύστερο Μεσαίωνα. Το 1095 ο Πάπας Ουρβανός Β΄ κήρυξε την Α΄ Σταυροφορία με δηλωμένο στόχο και πρόσχημα την αποκατάσταση της πρόσβασης των Χριστιανών στους Άγιους Τόπους, μέσα και γύρω από την Ιερουσαλήμ. Μερικοί ιστορικοί βλέπουν τις Σταυροφορίες ως τμήμα ενός αμυντικού πολέμου εναντίον της επέκτασης του Ισλάμ στην Εγγύς Ανατολή, άλλοι ως τμήμα μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης στα σύνορα της Ευρώπης και άλλοι ως επιθετικές απόπειρες, υπό την ηγεσία του πάπα, επέκτασης της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Οι σταυροφορίες προσείλκυσαν άνδρες και γυναίκες όλων των τάξεων. Οι μεγάλες ανθρώπινες απώλειες που τις συνόδευσαν αποδόθηκε κυρίως στην αταξία, μια επιδημία ερυσιβώδους όλυρας και στην οικονομική δυσπραγία.
Η ερυσιβώδης όλυρα (ergot) είναι μια ασθένεια των δημητριακών. 'Ετσι ονομάζεται το σκληρώτιο του μύκητα Clavicep purpurea, που αναπτύσσεται παρασιτικά στη σίκαλη και σε μικρότερο βαθμό σε άλλα δημητριακά και άγρια χόρτα. Αναπτύσσεται κυρίως όταν επικρατεί υγρασία. Ο μύκητας (ένας ασκομύκητας) σχηματίζει σκουρόχρωμα γαμψά στελέχη, τα σκληρώτια (sclerotia) μήκους 2 έως 20 mm,ανάλογα με το είδος του ξενιστή. Ο μύκητας αυτός έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία.Εικάζεται ότι οι παραισθησιογόνες ιδιότητες του μύκητα εμπλέκονται στα Ελευσίνια μυστήρια, εδώ και 4.000 περίπου χρόνια, ενώ υπάρχουν Κινεζικές γραπτές μαρτυρίες του 1100 π.Χ., αφού από τότε γινόταν χρήση του μύκητα στη μαιευτική.Αναφορές στις τοξικές ιδιότητες των "χαλασμένων" δημητριακών βρίσκονται σε πολλές άλλες πηγές της αρχαιότητας, ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη.Για πρώτη φορά κατά τις αρχές του Μεσαίωνα αναφέρθηκε μια παράξενη επιδημία που προσέβαλε χιλιάδες άτομα. Συνέβη στην Ακουιτάνια (Aquitane) της Γαλλίας το 944-945 μ.Χ. και στοίχισε τη ζωή περίπου 20 χιλιάδων ατόμων (ο μισός πληθυσμός της περιοχής). Η ασθένεια αυτή, γνωστή πλέον ως εργοτισμός, εκδηλωνόταν με δύο τρόπους:(α) Με εμετούς, κεφαλαλγίες, ρινορραγίες, γαγγραινώδεις εξελκώσεις συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της λέπρας (ergotismus gangraenosus) και (β) με σπασμούς, επιληπτικές κρίσεις, παραισθήσεις (ergotismus convulsivus).Στη γαγγραινώδη μορφή της ασθένειας είχαν δοθεί διάφορες λαϊκές ονομασίες, από τις οποίες η γνωστότερη είναι το "φωτιά του Αγίου Αντωνίου" (St. Antony's fire). Η ονομασία αυτή οφείλεται στο αίσθημα του καψίματος στα άκρα, που νιώθουν οι ασθενείς και στο ότι κατά τον μεσαίωνα οι μοναχοί του Τάγματος του Αγίου Αντωνίου είχαν "ειδικευθεί" κατά κάποιο τρόπο στη νοσηλεία των ασθενών, χρησιμοποιώντας κατάλληλα καταπραϋντικά και εκχυλίσματα βοτάνων που διεγείρουν την κυκλοφορία του αίματος.Κατά τον 17ο αιώνα διαπιστώθηκε ότι η αιτία της δηλητηρίασης ήταν τα δημητριακά που είχαν προσβληθεί από ερυσιβώδη όλυρα. Η αναγνώριση του αίτιου της ασθένειας συνέβαλε στην ουσιαστική εξάλειψή της. Η τελευταία μεγάλη επιδημία εργοτισμού συνέβη σε ορισμένες περιοχές της Νότιας Ρωσίας κατά τα έτη 1926-27. Περιστατικά ομαδικών δηλητηριάσεων από εργοτισμό συμβαίνουν ακόμη στις πολύ φτωχές χώρες.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ανίκανη να ανακαταλάβει τα εδάφη που έχασε κατά τις αρχικές Μουσουλμανικές κατακτήσεις, υπό τους επεκτατικούς χαλίφες των Ρασιντούν και των Ομεϋαδών κατά τους Αραβοβυζαντινούς και τους Βυζαντινοσελτζουκικούς Πολέμους. Οι κατακτήσεις αυτές κατέληξαν στην απώλεια εύφορων γεωργικών εκτάσεων και τεράστιων βοσκοτοπιών στη Μικρά Ασία. Το 1071, μετά από συντριπτική νίκη των επιτιθέμενων στρατιών των Σελτζούκων Τούρκων στη Μάχη του Μαντζικέρτ, ο Ουρβανός Β΄ επεδίωξε να επανενώσει τη Χριστιανική εκκλησία υπό την ηγεσία του, παρέχοντας στον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ στρατιωτική υποστήριξη.
Μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, η Δυτική Ευρώπη είχε ισχυροποιηθεί έναντι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Ισλαμικής Αυτοκρατορίας της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Το Βυζάντιο ήδη έχανε σημαντικό έδαφος με την εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι νίκησαν το Βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν αναλάβει τον έλεγχο σχεδόν όλης της Μικράς Ασίας επιφέροντας έτσι τεράστιο πλήγμα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ και η ίδια η Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία παράλληλα ταλαιπωρούταν από συχνούς εμφυλίους πολέμους.Στον χάρτη βλέπουμε τη δυναστεία των Σελτζούκων κατά τον ενδέκατο αιώνα:
Μετά από χρόνια χάους και εμφυλίου πολέμου την γενική αρχηγία του Βυζαντινού θρόνου κατέλαβε το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός, γνωστός στην ιστορία ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Α'. H αυτοκρατορία του ήταν τό μεγαλύτερο κράτος του τότε γνωστού κόσμου καί οι επαρχίες της εκτείνονταν από τήν Καππαδοκία καί τον Πόντο, μέχρι τή Σικελία καί τήν Απουλία καί από τήν Κύπρο καί τήν Κρήτη μέχρι τή Μακεδονία καί τήν Κριμαία.Ως αυτοκρατορία που ήταν, δέν ήταν δυνατόν ν' αποτελείται αμιγώς από μία εθνότητα, αλλά ήταν κυρίως Έλληνες (Ρωμιοί). Ακολουθούσαν οι Αρμένιοι, οι Γεωργιανοί, οι Σύριοι, οι Σλάβοι, οι Αλβανοί, οι ενταγμένοι Άραβες κ.ά.. Οι ίδιοι αποκαλούσαν τούς εαυτούς τους "Ρωμαίους", γιά νά κρατήσουν τήν αίγλη καί τή δόξα πού τούς είχε κληρονομήσει η περίφημη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ομοίως ο Γερμανός αυτοκράτωρ Όθων ο Α', όταν δημιούργησε τό κράτος του, το ονόμασε "Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία", γιατί ο τίτλος του "ρωμαίου αυτοκράτορα" σήμαινε θέση ανώτερη από τούς υπόλοιπους Φράγκους βασιλείς. Οι Φράγκοι όμως, τούς Βυζαντινούς τούς αποκαλούσαν "Γραικούς", (Graeci) όπως επί παραδείγματι, τούς αποκάλεσε καί ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμώνας, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον Νικηφόρο Φωκά, τό 968.
Το 1095 ο Αλέξιος έστειλε απεσταλμένους στον Πάπα Ουρβανό τον Δεύτερο, ζητώντας του υποστήριξη με μισθοφορικά στρατεύματα από τη Δύση. Αν και οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών στην Ανατολή και τη Δύση ήταν τεταμένες για μεγάλο διάστημα, το αίτημα του Αλέξιου ήρθε σε μια στιγμή όπου η κατάσταση έδειχνε ότι βελτιωνόταν. Τον Νοέμβριο του 1095, στο Συμβούλιο της Κλερμόντ στη νότια Γαλλία, ο Πάπας κάλεσε τους Δυτικούς Χριστιανούς να πάρουν τα όπλα, προκειμένου να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς στην ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τον μουσουλμανικό έλεγχο. Στις 27 Νοεμβρίου μίλησε για πρώτη φορά για τα προβλήματα των Χριστιανών στην Ανατολή μπροστά σε ένα τεράστιο κοινό, με την συνεχή επανάληψη της φράσης "Ο Θεός το θέλει", και παροτρύνε τους Χριστιανούς της Δύσης σε πόλεμο κατά των Μουσουλμάνων, που είχαν καταλάβει τους Αγίους Τόπους, κάτι που ήταν πολύ διαφορετικό από ότι του είχε ζητήσει ο Αυτοκράτορας Αλέξιος, ενώ παράλληλε σχεδίαζε να «πείσει» με την δύναμη αυτή και τους Ορθοδόξους να «ενωθούν οικειοθελώς» υπό την εξουσία του όταν τελείωνε με τους Μουσουλμάνους σαν «ανταμοιβή» για τις υπηρεσίες του και έχοντας τον Σταυροφορικό στρατό ως μέσον εκφοβισμού, εκβιασμού και απειλών έναντι των Ορθοδόξων αλλά και των μουσουλμάνων. Θεωρητικά αυτή η πολεμοχαρής τακτική υποστηριζόταν: για παράδειγμα, ο Άγιος Αυγουστίνος είχε υποστηρίξει ότι μπορούσαν να διεξάγονται πόλεμοι κατ' εντολή του Θεού. Ο κώδικας της ιπποσύνης που αναπτυσσόταν, υποστηριζόμενος από τα λαϊκά έπη, παρείχε γόητρο στον στρατιωτικό ήρωα. Η Παπική Εκκλησία επιζήτησε να κατευθύνει την πολεμοχαρή ενεργητικότητα σε δρόμους που θα εξυπηρετούσαν τα δικά της συμφέροντα. Ο ιερός πόλεμος, δηλαδή ο πόλεμος για τα συμφέροντα της Εκκλησίας, έγινε επιτρεπτός και μάλιστα επιθυμητός. Ο πάπας Λέων ο IV, κατά τα μέσα του ένατου αιώνα, διακήρυξε ότι οποιοσδήποτε πέθαινε στη μάχη υπερασπιζόμενος την Εκκλησία θα είχε ουράνια ανταμοιβή. Ο πάπας Ιωάννης VIII, λίγα χρόνια αργότερα, τοποθετούσε τα θύματα ενός ιερού πολέμου μαζί με τους μάρτυρες, αν πέθαιναν ένοπλοι στη μάχη οι αμαρτίες τους ήσαν συγχωρημένες.
Ο Πάπας συνάντησε μεγάλη ανταπόκριση, τόσο από τα χαμηλότερα στρώματα της στρατιωτικής ελίτ (που θα διαμόρφωνε μια νέα τάξη ιπποτών), όσο και από απλούς πολίτες που ήταν αποφασισμένοι να φορέσουν τη στολή με τον κόκκινο σταυρό. Οι πιο γνωστές Σταυροφορίες στην ιστορία είναι οι εξής: Η Α' Σταυροφορία, η Σταυροφορία του λαού, η Γερμανική Σταυροφορία του 1096, η Σταυροφορία του 1101, η Β' Σταυροφορία, η Γ' Σταυροφορία, η Δ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία των Αλβιγηνών, η Σταυροφορία των παιδιών, η Ε' Σταυροφορία, η ΣΤ' Σταυροφορία, η Ζ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία των βοσκών, η Η' Σταυροφορία, η Θ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία της Αραγωνίας, η Σταυροφορία της Αλεξάνδρειας, η Σταυροφορία της Νικόπολης, η Σταυροφορία των Χουσσιτών, η Σταυροφορία της Βάρνας καθώς και οι Βόρειες Σταυροφορίες. Στην εικόνα, ο Μπερνάρ ντε Κλαιρβώ
Η πρώτη ανεπίσημη Σταυροφορία του Πάπα πραγματοποιήθηκε το 1066 στην Μεγάλη Βρετανία, όταν ο καθολικός δούκας της Νορμανδίας Γουλιέλμος, γνωστός ως κατακτητής, φέροντας το λάβαρο, την υποστήριξη και την ευλογία του Πάπα, εισέβαλε και κατέκτησε την Ορθόδοξη και μη υποταγμένη στην Παπική εξουσία Σαξονική Βρετανία του βασιλιά Χάρολντ, με την δικαιολογία ότι ήταν ο «νόμιμος» διάδοχος του θρόνου και θα έφερνε «κάθαρση» στην χώρα από τους Ορθόδοξους «αιρετικούς», σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη των ιερών πολέμων της Δύσης με πρώτο στόχο την Ορθοδοξία, 29 ολόκληρα χρόνια πριν την πρώτη «επίσημη» Σταυροφορία.
Η έκκληση του Ουρβανού Β' για την ευρωπαϊκή επιστράτευση του 1095, έφτανε στην ώρα της, διότι την ώρα που ο Ουρβανός όρθωνε την Ευρώπη ενάντια στην Ασία, ο Σελτζουκίδης σουλτάνος Μελίκ-Σαχ μόλις είχε πεθάνει, και η αυτοκρατορία του είχε μοιραστεί ανάμεσα στους γιούς καί στους ανιψιούς του. Οι γιοι του Μεγάλου Σουλτάνου δεν είχαν διατηρήσει παρά την Περσία. Οι ανιψιοί του είχαν γίνει βασιλιάδες της Συρίας, ο πρώτος στο Χαλέπι, ο δεύτερος στη Δαμασκό. Η Μικρά Ασία τέλος, από τη Νίκαια ως το Ικόνιο, αποτελούσε, κάτω από ένα νεότερο Σελτζουκίδη, ένα τέταρτο τουρκικό βασίλειο. Όλοι αυτοί οι ηγεμόνες, μέ όλη τους τη συγγένεια, ήταν τόσο διαιρεμένοι που δεν μπορούσαν να συνασπιστούν ενάντια σέ έναν εξωτερικό κίνδυνο. Ετσι ο Ουρβανός πέρασε στήν Ιστορία αφού μέ τήν ιδέα του, το τουρκικό Ισλάμ πού είχε διώξει σχεδόν ολότελα τους Έλληνες από την Ασία καί ετοιμαζόταν να περάσει στην Ευρώπη, θά δέχονταν ένα αποφασιστικό κτύπημα. Δέκα χρόνια αργότερα, όχι μονάχα η Κωνσταντινούπολη θα έχει απαλλαγεί από την πίεση, όχι μονάχα η μισή Μικρά Ασία θα έχει αποδοθεί στον Ελληνισμό, αλλά και η παραθαλάσσια Συρία και η Παλαιστίνη θα έχουν γίνει φράγκικες αποικίες. Η καταστροφή του 1453, που επικρεμόταν από τα 1090 κιόλας, θα καθυστερήσει έτσι τρείς αιώνες. Κι όλα αυτά θα είναι το ηθελημένο και συνειδητό έργο του Ουρβανού Β'. Με μια χειρονομία του Μεγάλου Πάπα, έκλεισε ο δρόμος του ποταμού, και η φορά του πεπρωμένου σταμάτησε γυρίζοντας απότομα προς τα πίσω.
Μη μπορώντας να εγκαταλείψει τη Ρώμη, ο πάπας σκέφτηκε για οδηγό της εκστρατείας έναν ιερωμένο, που έχοντας πάει σαν προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, γνώριζε καλά τα πράγματα της Ανατολής, τον επίσκοπο Αντεμάρ του Μοντέιγ (Adhemar de Monteil).
Λαμπρή εκλογή, γιατί, καθώς θα δούμε, η μεγάλη σοφία του Αντεμάρ επρόκειτο να διατηρήσει την απαραίτητη συνοχή ανάμεσα σε τόσους ταραχοποιούς φεουδάρχες. Ο πρώτος από αυτούς που ζήτησε να μετάσχει στην εκστρατεία ήταν ο κόμης της Τουλούζης Ραϋμόνδος (Raymond de Toulouse).
Ο Ραϋμόνδος, με την ευσέβειά του και το σεβασμό του απέναντι στις εκκλησιαστικές αρχές, ανταποκρίθηκε με ζήλο στην πρόσκληση του ποντίφικα. Ακολούθησαν οι Νορμανδοί τυχοδιώκτες πού είχαν αποσπάσει τήν Κάτω Ιταλία από τούς Βυζαντινούς. Μάλιστα ο Νορμανδός αρχηγός τους Ροβέρτος Γυϊσκάρδος (Robert Guiscard), είχε κατορθώσει να εκδιώξει καί τους μουσουλμάνους Αραβες από το Palermo (Πάνορμος).
Οι Νορμανδοί λοιπόν αντιπροσώπευαν εδώ την πρωτοπορία της λατινοσύνης, τόσο ενάντια στον άπιστο όσο και στον Έλληνα αιρετικό καί ο Ουρβανός μέ χαρά είδε τόν γιό του Γυϊσκάρδου, Βοημούνδο (Bohemond) νά ράβει τόν κόκκινο σταυρό στά στρατιωτικά του ρούχα.
Ο Ουρβανός Β' είχε στην Ιταλία άλλους έτοιμους υποστηριχτές: την Πίζα και τη Γένουα. Η ζωή αυτών των δυο ναυτικών πόλεων ήταν, εδώ και δυο αιώνες, ένας καθημερινός αγώνας ενάντια στους αραβικούς στόλους. Η Πίζα είχε λεηλατηθεί δυο φορές, από Αραβες κουρσάρους. Με τη βοήθεια των Γενουήσιων, οι κάτοικοι της Πίζας είχαν σώσει τήν πόλη τους. Θα δούμε τι αποφασιστική υποστήριξη που θα προσφέρουν οι στόλοι της Πίζας, της Γένουας και της Βενετίας στη Σταυροφορία, εφοδιάζοντας τους στρατούς της, στις ακτές της Συρίας και βοηθώντας την να καταχτήσει τα λιμάνια. Αλλά ο συγκλονισμός που προκάλεσε το κήρυγμα της Σταυροφορίας, ξεπέρασε τίς προσδοκίες του Αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στη Βόρεια Γαλλία, ορκίστηκε στό Σταυρό ο κόμης του Βερμαντουά Ούγος ο Μέγας (Hugh de Vermandois), αδερφός του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Α'.
Eπίσης, στον Σταυρό ορκίστηκε ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος Κουρτ - Χεζ (Robert de Normandie), γιος του Γουλιέλμου του Κατακτητή.
Τέλος, εξέχουσα μορφή σταυροφόρου υπήρξε και ο κόμης της Φλάνδρας Ροβέρτος Β' (Robert II of Flanders).
Ακολούθησε ο δούκας της Κάτω Λωραίνης, Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (Godfrey de Bouillon), και ο αδερφός του, Βαλδουίνος της Βουλώνης (Baldwin). Ο αριθμός των σταυροφόρων σύντομα αυξήθηκε τόσο πολύ που αναγκάστηκαν να οργανωθούν σε τέσσερις ξέχωρες στρατιές, κατά τοπικές ομάδες. Εξάλλου, ο ενθουσιασμός των μαζών επρόκειτο να προκαλέσει ανάμεσά τους μιαν απειθάρχητη εξόρμηση, και πολύ πριν ετοιμαστούν ταχτικά στρατεύματα, να εξακοντίσει προς την Κωνσταντινούπολη μια λαϊκή σταυροφορία, που θα μείνει συνδεμένη με τό όνομα του Πέτρου του Ερημίτη (Pierre l'Ermite) καί του Ουαλτέρου του ακτήμονος (Gautier-sans-Avoir). Στην εικόνα, ο Κόνραντ ο Τρίτος ο Μομφερατικός
Ο Πέτρος ο Ερημίτης ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που είχε γεννηθεί στην Αμιένη. Είχε επιχειρήσει να κάνει το προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ λίγα χρόνια πρωτύτερα, αλλά είχε υποστεί κακομεταχείριση από τους Τούρκους και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Ήταν κοντός μελαχρινός με μακρύ αγένειο πρόσωπο, που έμοιαζε τρομερά με τον γάιδαρο που πάντοτε καβαλούσε και που οι άνθρωποι σέβονταν σχεδόν τόσο όσο και αυτόν τον ίδιο. Πήγαινε ξυπόλυτος και τα ρούχα του ήσαν πάντα βρώμικα. Δεν έτρωγε ψωμί ούτε κρέας, αλλά ψάρια και έπινε κρασί. Παρά την ευτελή εμφάνισή του είχε τη δύναμη να παρασύρει ανθρώπους. Ξεκίνησε από τή Γαλλία καί όταν έφθασε στην Κολωνία η ακολουθία του υπολογίσθηκε σε 15.000 άτομα, και πολλοί ενώθηκαν μαζί του στη Γερμανία.
Το 1096 η βυζαντινή Αυτοκρατορία απολάμβανε επί μερικούς μήνες ένα σπάνιο ενδιάμεσο αναπαύσεως. Ο αυτοκράτωρ είχε πρόσφατα νικήσει μια εισβολή Κουμάνων στα Βαλκάνια. Στη Μικρά Ασία, χάρη στους εμφυλίους πολέμους, που είχε ενθαρρύνει η βυζαντινή διπλωματία, η σελτζουκική αυτοκρατορία είχε αρχίσει νά αποσυντίθεται. Ο Αλέξιος ήλπιζε νά αναλάβει σύντομα επιθετική ενέργεια εναντίον της, αλλά ήθελε να διαλέξει αυτός τον κατάλληλο καιρό. Χρειαζόταν ακόμη ένα χρονικό διάστημα για να πάρει αναπνοή, κατά το οποίο θα μπορούσε νά αναδιοργανώσει τα καταπονημένα μέσα του.
Η Αννα Κομνηνή στήν «Αλεξιάδα» περιγράφει τίς ανησυχίες του πατέρα της σχετικά μέ τήν επικείμενη άφιξη των Φράγκων πολεμιστών τούς οποίους τούς θεωρούσαν λιγότερο ως συμμάχους καί περισσότερο ως απειλή γιά τήν ασφάλεια της «Οικουμένης», όπως έλεγαν τότε τό βυζαντινό κράτος: «Ούτω δέ μικρόν εαυτόν αναπαύσας λογοποιουμένην ηκηκόει απείρων φραγκικών στρατευμάτων επέλευσιν. Εδεδίει μέν ούν τήν τούτην έφοδον γνωρίσας αυτών τό ακατάσχετον της ορμής. τό της γνώμης άστατον καί ευάγωγον καί τάλλα οπόσα η των Κελτών φύσις ως ιδία ή παρακολουθήματα τινα έχει διά παντός καί όπως επί χρή μασι κεχηνότες αεί διά τήν τυχούσαν αιτίαν τάς σφων συνθήκας ευκόλως ανατρέποντες φαίνονται...»
Ο αυτοκράτωρ Αλέξιος άρχισε με ηρεμία να κάνει τις προετοιμασίες του. Οι φραγκικές στρατιές θα έπρεπε να τραφούν όταν θα διέσχιζαν την αυτοκρατορία και έπρεπε να ληφθούν μέτρα να τους εμποδίσουν να λεηλατήσουν τη χώρα και να ληστέψουν τους κατοίκους. Συσσωρεύτηκαν αποθέματα από τρόφιμα σε κάθε μεγάλο κέντρο από το οποίο θα περνούσαν και είχε ορισθεί μια αστυνομική δύναμη που θα συναντούσε κάθε απόσπασμα όταν θα έμπαινε στα σύνορα της αυτοκρατορίας και θα το συνόδευε ως την Κωνσταντινούπολη. Υπήρχαν δύο μεγάλοι δρόμοι που διέσχιζαν τη Βαλκανική Χερσόνησο, ο βόρειος δρόμος που περνούσε τα σύνορα στο Βελιγράδι και κατευθυνόταν νοτιο-ανατολικά δια της Ναϊσού, της Σόφιας της Φιλιππουπόλεως και της Αδριανουπόλεως, μέχρι τήν πρωτεύουσα και η Εγνατία οδός, πού ξεκινούσε από το Δυρράχιο καί δια της Αχρίδος, της Εδέσσης, της Θεσσαλονίκης και κατόπιν της Μοσυνουπόλεως και της Σηλυβρίας τερμάτιζε στην Κωνσταντινούπολη.
Εν'όψει της καταστάσεως αυτής, ο Ελληνας αυτοκράτορας έστειλε πρώτα εφόδια στο Δυρράχιο και στις ενδιάμεσες πόλεις. Ο διοικητής του Δυρραχίου καί ανιψιός του Ιωάννης Κομνηνός, πήρε την εντολή να υποδεχθεί με εγκαρδιότητα τους Φράγκους αρχηγούς αλλά να φροντίσει ώστε αυτοί και τα στρατεύματά τους να επιβλέπονται συνεχώς από τη στρατιωτική αστυνομία.
Ανώτεροι αξιωματούχοι επρόκειτο να σταλούν από την Κωνσταντινούπολη για να χαιρετήσουν τον κάθε αρχηγό με τη σειρά του. Στο μεταξύ ο ναύαρχος Νικόλαος Μαυροκατακαλών βγήκε με ένα στολίσκο στην Αδριατική για να επιτηρεί την ακτή και να δώσει ειδοποίηση για την προσέγγιση των φραγκικών μεταγωγικών. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ έμεινε στην Κωνσταντινούπολη, περιμένοντας νέες ειδήσεις. Ξέροντας ότι ο πάπας είχε ορίσει την 15η Αυγούστου ως την ημερομηνία που θα ξεκινούσε η εκστρατεία δε βιαζόταν για τις προετοιμασίες, οπότε, ξαφνικά, κατά τα τέλη Μαΐου του 1096, έφθασε ένας μαντατοφόρος από το βορρά για να του πει ότι ο πρώτος φραγκικός στρατός είχε κατέβει δια μέσου της Ουγγαρίας και είχε μπει στο έδαφος της αυτοκρατορίας στο Βελιγράδι. Ο στρατιωτικός διοικητής του Βελιγραδίου Νικήτας αιφνιδιάστηκε από τό μεγάλο πλήθος των οπαδών του Πέτρου του Ερημίτη καί του Ουαλτέρου του Ακτήμονος.
Οι ανοργάνωτοι σταυροφόροι είχαν καταφύγει στήν λαφυραγωγία καί στήν ληστεία των χωριών της υπαίθρου καί ήρθαν σέ σύγκρουση μέ τούς Πετσενέγους μισθοφόρους πού τούς συνόδευαν στήν πορεία τους. Οι Σταυροφόροι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη την 1η Αυγούστου 1096. Σύμφωνα μέ τήν «Αλεξιάδα», ο Αλέξιος κάλεσε τον Πέτρο σε ακρόαση στην αυλή, όπου του δόθηκαν χρήματα και συμβουλές. Ο αυτοκράτορας βλέποντας τον συρφετό, συμβούλεψε τόν Πέτρο να μην περάσει στην απέναντι ακτή, διότι ο χαμός τους ήταν σίγουρος.
Ενα χρονικό της Δύσης όμως τό «Gesta Francorum», παρουσιάζει τήν εκδοχή ότι μόλις οι Λατίνοι άρχισαν νά λεηλατούν τά προάστεια της "Constantinopolim" ο "imperator Alexius" τούς διεκπεραίωσε άρον-άρον στήν απέναντι ακτή του Βοσπόρου. Από την ασιατική ακτή προχώρησαν με μεγάλη αταξία, λεηλατώντας σπίτια και εκκλησίες κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας, μέχρι τη Νικομήδεια, η οποία είχε εγκαταλειφθεί από τούς Ελληνες μετά την καταστροφή της από τους Τούρκους. Επειτα προχώρησαν προφυλακτικά σε εδάφη που κατείχαν οι Τούρκοι, αρπάζοντας τις συγκομιδές και ληστεύοντας τους χωρικούς που ήσαν όλοι Ελληνες. Στα μέσα Σεπτεμβρίου πολλές χιλιάδες από τους Φράγκους ξεθαρρεύτηκαν καί προχώρησαν ως τις πύλες της Νίκαιας, της πρωτεύουσας του Σελτζούκου σουλτάνου Kilidj Arslan Ibn-Σουλεϊμάν. Λεηλάτησαν τα χωριά στα προάστια, έπιασαν τις αγέλες και τα κοπάδια που βρήκαν και βασάνισαν και έσφαξαν τους χριστιανούς κατοίκους, με φρικώδη αγριότητα.
Τoν Οκτώβριο κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Τούρκοι πλησίαζαν με πολλές δυνάμεις προς τό χωριό Κιβωτό, πού είχαν οχυρώσει οι Γάλλοι καί Γερμανοί Σταυροφόροι. Στις 21 Οκτωβρίου τα χαράματα, ολόκληρος ο στρατός των Σταυροφόρων, που αριθμούσε 20000 άνδρες, βγήκε από την Κιβωτό, αφήνοντας πίσω του μόνο γέρους, γυναίκες και παιδιά καθώς και τους άρρωστους. Τρία μονάχα μίλια από το στρατόπεδο, εκεί όπου ο δρόμος προς τη Νίκαια έμπαινε σε μία στενή, δασωμένη κοιλάδα, κοντά σέ ένα χωριό με το όνομα Δράκων, οι Τούρκοι είχαν στήσει ενέδρα. Οι σταυροφόροι βάδιζαν με θόρυβο και αταξία, με τους ιππότες καβάλα επικεφαλής των. Ξαφνικά μια βροχή από βέλη μέσα από το δάσος σκότωσε ή τραυμάτισε τα άλογα και ενώ αυτά έριχναν τους αναβάτες τους και προκαλούσαν σύγχυση, οι Τούρκοι έκαναν επίθεση. Το ιππικό, κυνηγημένο από τους Τούρκους, έκανε πίσω και έπεσε απάνω στο πεζικό. Πολλοί από τους ιππότες πολέμησαν γενναία, αλλά δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον πανικό που κατέλαβε το στρατό. Μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρο το στράτευμα έφευγε με φοβερή αταξία προς την Κιβωτό.
ΟΙ ΑΝΕΠΙΣΗΜΕΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ
Πολλοί ιστορικοί και μερικοί από όσους την εποχή εκείνη συμμετείχαν, όπως ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβό, αποδίδουν την ίδια σημασία σε επικυρωμένες από τον πάπα στρατιωτικές επιχειρήσεις, που πραγματοποιήθηκαν για διάφορους θρησκευτικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους.
Μια τέτοια επιχείρηση ήταν η περίφημη "Σταυροφορία των Αλβιγηνών":κηρύχτηκε από την Καθολική Εκκλησία ενάντια στις αιρέσεις, κυρίως αυτή των Καθαρών και σε μικρότερη κλίμακα τον Βαλδεϊσμό. οι Καθαροί επηρεασμένοι από τον Μανιχαϊσμό, υποστήριζαν ότι το σύμπαν διαιρείται στο Καλό (Θεός, Πνεύμα) αφ’ ενός και στο Κακό (Σατανάς, Ύλη) αφ' ετέρου. Η δημιουργία του θεατού κόσμου, ατελής, είναι έργο του Σατανά και οι Καθαροί υποχρεούνταν να αφήσουν την "φυλακή" του σώματός τους για να επιστρέψουν στον Θεό. Γι' αυτό τον λόγο, πίστευαν σε μια φτωχική ζωή σε συνδυασμό με την μετάνοια, ώστε να φτάσουν στην πνευματική τελειότητα. Ορισμένοι "καθαροί" προορίζονταν για την ιδιότητα του κληρικού και αφού χειροτονούνταν, ζούσαν ζωή ασκητική, φέροντας τον τίτλο Perfecti (τέλειοι). Οι "καθαροί" απέρριπταν, επίσης, όλες τις χριστιανικές τελετές, αναγνωρίζοντας μόνο μία, το consolamentum, το οποίο έφερνε την σωτηρία αυτού που το δεχόταν, έπρεπε όμως να γίνει στο τέλος της ζωής του πιστού ώστε να μη υποπέσει πάλι αυτός σε αμαρτήματα.
Σε πολλές περιπτώσεις οι Perfecti κατηγορήθηκαν ότι έπεισαν ασθενείς να πεθάνουν από την πείνα ή ότι τους έπνιγαν με την συγκατάθεσή τους, για να κερδίσουν έτσι αυτοί τον παράδεισο. Αυτή η κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική για την Εκκλησία, καθώς επρόκειτο για μία αντιεκκλησιαστική κίνηση που αναπτυσσόταν σε χριστιανικά εδάφη. Επίσης, ήδη από τον 12ο αιώνα, κείμενα της εποχής έκαναν λόγο για την αίρεση του Αλμπί (από το οποίο και το όνομα των αιρετικών), χωρίς, ωστόσο, οι γειτονικές του περιοχές να υπολείπονται σε πιστούς της αίρεσης. Η Αίρεση των "Καθαρών" (des Pures) είχε κυρίως εγκατασταθεί στην περιοχή του Λανγκντόκ, στο οποίο κυριαρχούσαν δύο οικογένειες, ο Οίκος της Τουλούζης και ο Οίκος των Τρενκαβέλ. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ αποφάσισε τότε την οργάνωση εκστρατείας κατά των Καθαρών, δίνοντας, σε όσους συμμετείχαν, τις ίδιες αφέσεις αμαρτιών και προνόμια με όσους μάχονταν στους Αγίους Τόπους
Καθώς λοιπόν δεν μπορούσε να συναφθεί μεταξύ τους συμφωνία για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ο κόμης Ραϊμόνδος ΣΤ΄ της Τουλούζης επρόκειτο να συμμετάσχει στο πλευρό των Σταυροφόρων, ενώ ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμης του Αλμπί, προετοίμαζε την άμυνα των εδαφών του απέναντί τους. Μετά την κατάληψη του Μπεζιέ και της Καρκασσόν και την αιχμαλωσία του Ραϊμόν-Ροζέ, οι Σταυροφόροι επέλεξαν έναν εξ αυτών, τον Σιμόν ντε Μονφόρ, για να συνεχίσει τον αγώνα το (1209).
Αυτή η Σταυροφορία εξελίχτηκε σύντομα σε επεκτατικό πόλεμο, καταρχήν για λογαριασμό του Σιμόν ντε Μονφόρ, και μετά τον θάνατο του τελευταίου (1218) και την αποτυχία του γιου του Αμωρί, για λογαριασμό του Στέμματος της Γαλλίας. Εκ παραλλήλου διεξήγετο κατά των Καθαρών και ο αγώνας της Εκκλησίας υπό την καθοδήγηση της Ιεράς Εξέτασης (από το 1233).
Τελικώς, οι υποκομητείες της Καρκασσόν, του Αλμπί και του Μπεζιέ προσαρτήθηκαν στις βασιλικές κτήσεις το 1226. Η Κομητεία της Τουλούζης πέρασε στην κατοχή του Αλφόνσου του Πουατιέ, ενός αδερφού του Αγίου Λουδοβίκου το 1249 και προσαρτήθηκε το 1271. Το Λανγκοντόκ, το οποίο βρισκόταν στις αρχές του 13ου αιώνα στη σφαίρα επιρροής του Βασιλείου της Αραγωνίας πέρασε ολοκληρωτικά, στα τέλη του συγκεκριμένου αιώνα, σε αυτή του βασιλιά της Γαλλίας. Οι Σταυροφόροι συγκεντρώθηκαν κοντά στην Λυών, απ'όπου κατευθύνθηκαν προς τον νότο, υπό την ηγεσία του Αρνώ Αμωρί. Τρεις μεγάλοι φεουδάρχες ήταν κύριοι τότε του Λανγκντόκ : ο βασιλιάς Πέτρος Β' της Αραγωνίας, κόμης επίσης της Βαρκελώνης, του Ζεβωντάν, του Ρουσιγιόν, άρχοντας του Μονπελιέ και επικυρίαρχος αρκετών μικρότερων φεουδαρχών, ο Ραϊμόνδος ΣΤ', κόμης της Τουλούζης και ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμης της Μπεζιέ, της Καρκασσόν και του Αλμπί. Για να απομακρύνει την απειλή αυτή από τα εδάφη του και, καθώς δεν είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον Τρενκαβέλ για από κοινού άμυνα, ο Ραϊμόνδος ΣΤ' αναγκάστηκε να πάρει μέρος στην Σταυροφορία.Για πολλοστή φορά ζήτησε και έλαβε άφεση : στις 18 Ιουνίου 1209 στην εκκλησία του Σαιν-Ζιλ δήλωσε μετάνοια και μαστιγώθηκε ημίγυμνος δημόσια. Ο "Καθαρισμός" αφανίστηκε από το Λανγκντόκ, και μονάχα ορισμένοι Καθαροί κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στη Λομβαρδία.
Μετά την Α΄ Σταυροφορία ακολούθησε αγώνας 200 ετών για τον έλεγχο των Αγίων Τόπων με έξι μεγάλες σταυροφορίες και πολλές μικρότερες. Το 1291 η σύγκρουση κατέληξε σε αποτυχία, με την πτώση του τελευταίου χριστιανικού προπύργιου στους Αγίους Τόπους, στην Άκρα, μετά την οποία η Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη δεν εκδήλωσε καμία περαιτέρω συνεκτική αντίδραση προς ανατολάς.Ενώ η Λαϊκή Σταυροφορία, ξεστρατισμένη από ανίκανους καί ανάξιους αρχηγούς, κατέληξε στην αξιοθρήνητη αυτή αποτυχία, η Σταυροφορία των Φεουδαρχών, οργανωμένη σε μεγάλες ταχτικές στρατιές, ξεκινούσε για την Ιερουσαλήμ. Αρχηγός της πρώτης ομάδας ήταν ο δούκας της Κάτω Λωρραίνης, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (Godfroy de Bouillon).
Στην εμφάνιση, ο Γοδεφρείδος ήταν χαρακτηριστικός τύπος ιππότη του Βορρά. Πολύ ψηλός, με φαρδύ στήθος και γερά μέλη, ανοιχτόξανθα μαλλιά και γένια. Σαν γενναίος πολεμιστής, θα έσωζε την κατάσταση στη μάχη του Δορυλαίου ορμώντας επί κεφαλής 50 ιπποτών ενάντια στους Τούρκους, που νόμιζαν κιόλας πως ήταν νικητές. Σπουδαίος κυνηγός, όπως τα ξαδέρφια του στις Αρδένες, θα κινδύνευε στην Κιλικία από μια τεράστια αρκούδα που την αντιμετώπισε σώμα με σώμα. Η δύναμή του ήταν καταπληχτική. Μια μέρα, στη Συρία, Άραβες σεΐχηδες, για να βεβαιωθούν γι αυτό, θα τον προκαλούσαν να αποκεφαλίσει με μια σπαθιά, μια καμήλα, και την ίδια στιγμή το κεφάλι του ζώου θα κυλούσε στα πόδια τους. Στη διάρκεια της σταυροφορίας θά ήταν ένας ευσεβής προσκυνητής, γεμάτος καλή θέληση, πραότητα και χριστιανική ταπεινοφροσύνη.
Η φρόνηση του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν φάνηκε από τότε ακόμα που οι σταυροφόροι διέσχιζαν την Ουγγαρία. Οι Ούγγροι ήταν ακόμα εξοργισμένοι από τις λεηλασίες της Λαϊκής Σταυροφορίας. Ο Γοδεφρείδος ήρθε σέ επαφή με το βασιλιά τους και η πορεία πραγματοποιήθηκε χωρίς επεισόδια. Με τους Βυζαντινούς, όταν οι σταυροφόροι θά έμπαιναν στη χώρα τους, οι σχέσεις θα γίνονταν πιο λεπτές και όχι μονάχα εξαιτίας του δογματικού χάσματος που χώριζε την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία από τη Ρωμαϊκή. Βέβαια ο Ρωμηός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, ένας από τους πιο ικανούς πολιτικούς εκείνης της εποχής, διέταξε να υποδεχτούν ευγενικά στα σύνορα το στρατό του Γοδεφρείδου και τον εφοδίασε, καθώς διέσχιζε την αυτοκρατορία του. Ακόμα κι όταν μερικά τμήματα, ξεφεύγοντας από τον έλεγχο του αρχηγού τους, λεηλάτησαν τη Σηλυβρία, στη θάλασσα του Μαρμαρά, δυτικά από την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας, χωρίς να θυμώσει, κάλεσε τον Γοδεφρείδο να κατασκηνώσει κάτω από τα τείχη της «Βασιλεύουσας», όταν αυτός έφτασε εκεί στις 23 του Δεκέμβρη του 1096.
Αν ο Αλέξιος Κομνηνός δεχόταν τόσο καλά τους σταυροφόρους, αυτό το έκανε γιατί έβλεπε σ' αυτούς πρόθυμους στρατιώτες, που έρχονταν να τον βοηθήσουν να ξαναπάρει από τους Τούρκους τις χαμένες του επαρχίες, από τη Νίκαια ως την Αντιόχεια. Τα παλιά χριστιανικά εδάφη, που πήγαιναν αυτοί οι Alexios and Godfrey de Bouillon σταυροφόροι να απελευθερώσουν στη Μικρά Ασία, στη Συρία και στην Παλαιστίνη, μήπως δεν ήταν, είτε σέ ένα μακρινό παρελθόν, όπως η Ιερουσαλήμ, είτε σε ένα πρόσφατο, όπως η Αντιόχεια και η Έδεσσα, τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας; Όλη αυτή η πολιτική του Αλεξίου Κομνηνού, με τις εναλλαγές της κολακείας και των εκβιασμών απέναντι στους σταυροφόρους, δεν είχε λοιπόν άλλο σκοπό παρά να θέσει τη Σταυροφορία στην υπηρεσία του. Μe αυτό το πνεύμα, αξίωσε σύμφωνα μέ τήν Αννα Κομνηνή τον "συνήθη όρκο πίστης των Λατίνων", από τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν, ότι "όποιες πόλεις, χώρες ή φρούρια θa κατελάμβαναν στo μέλλον, τa οποία κάποτε ανήκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, θα τα παρέδιδαν στόν αξιωματούχο που θα όριζε ο αυτοκράτορας..".
Ο Γοδεφρείδος αρνιόταν για πολύ καιρό καί μάλιστα ήρθε σέ πολεμική σύρραξη μέ τά βυζαντινά στρατεύματα, έξω από τά τείχη της «Βασιλεύουσας» καί μία μικρή γεύση γιά αυτή τή σύρραξη μάς δίνει η Αννα Κομνηνή: «Καί πάντες μέν είχον τόξα καί εύστοχα καί ευθύβολα, νεανίαι γάρ ήσαν σύμπαντες ουχ ήττους του Ομηρικού Τεύκρου εις τοξικόν εμπειρίαν. Τό δέ τόξον του Καίσαρος Απόλλωνος ην άρα τόξον αυτόχρημα, ουδέ γάρ κατ' εκείνους τούς Ομηρικούς Ελληνας νευρήν μέν μαζώ, τόξω δέ σίδηρον ηγέ τε καί εφήρμοττε κυνηγετών αρετήν ενδεικνύμενος κατ' εκείνους, αλλ' ώσπερ τις Ηρακλής εξ αθανάτων τόξων θανασίμους απέπεμπεν οϊστούς καί ούπερ αν στοχάσαιτο κατευστοχών ήν, ει μόνον θελήσειε». Ο Γοδεφρείδος υποχώρησε. Πήγε επίσημα στα ανάκτορα των Βλαχερνών και κει, στη μεγάλη αίθουσα των ακροάσεων, μπροστά στον Ελληνα αυτοκράτορα, που καθόταν μεγαλόπρεπα στο θρόνο του, γονάτισε τού φίλησε τό πόδι καί έδωσε τον όρκο που του είχαν ζητήσει. Αναλάμβανε προκαταβολικά την υποχρέωση να παραδώσει στους Βυζαντινούς όλες τις περιοχές που τους ανήκαν άλλοτε και που θα μπορούσε να ξανακατακτήσει από το Ισλάμ. Τότε ο Αλέξιος έσκυψε, τον φίλησε και δήλωσε πως τον υιοθετούσε. Μεγαλόπρεπα δώρα, που δόθηκαν από τον «πατέρα» στον «γιο» - πολυτελή επίσημα ενδύματα, μεταξωτά υφάσματα, κασελίτσες γεμάτες χρυσά υπέρπυρα, άλογα αξίας καί πολλά άλλα ακριβά μπροστά στά μάτια των ηγεμόνων της φεουδαρχικής Δύσης.
Στο μεταξύ αποβιβάστηκε στην Ήπειρο μια δεύτερη στρατιά σταυροφόρων, η στρατιά των Νορμανδών της Νότιας Ιταλίας, με αρχηγό τον Βοημούνδο (Bohemund). Τους σταυροφόρους αυτούς, ο Αλέξιος Κομνηνός τους ήξερε πολύ καλά, γιατί είχε αναγκαστεί να διεξαγάγει εναντίον τους τόν φοβερό πόλεμο από το 1081 ως το 1085. Αυτός ο Βοημούνδος ήταν ο ίδιος εκείνος που πριν από δεκαπέντε χρόνια, με τον πατέρα του Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, είχε εισβάλει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, είχε καταλάβει ένα μέρος της Μακεδονίας καί είχε απειλήσει άμεσα την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη ήταν η ταραχή στη «Βασιλεύουσα», όταν μαθεύτηκε πως, με την πρόφαση της Σταυροφορίας, αυτοί οι κληρονομικοί εχθροί ξαναεμφανίζονταν. Εν τέλει, ο μοχθηρός Νορμανδός δούκας του Τάραντα όταν έφθασε στή «Βασιλεύουσα», χωρίς αντιρρήσεις, έδωσε τόν όρκο καί αποκόμισε δώρα αξίας τά οποία γέμισαν ένα ολόκληρο δωμάτιο του Κοσμιδίου. Ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ (Raymond IV de Saint-Gilles) καί ο Ούγος του Βερμαντουά (Hugh de Vermandois) ένωσαν καί αυτοί τίς δυνάμεις τους καί ένας μεγάλος στρατός πλέον βρισκόταν σέ ετοιμότητα γιά νά ξεχυθεί στη Μικρά Ασία και ν' αντιμετωπίσει τούς φοβερούς Μογγόλους πολεμιστές.
Στην «Ιστορία των Σταυροφοριών» του Sir Steven Runciman διαβάζουμε: "Οι δυτικοί άρχοντες ήσαν μεμψίμοιροι και ανυπότακτοι. Ένας από αυτούς πήγε και κάθισε στο θρόνο του αυτοκράτορα. Κατόπιν τούτου ο Baldwin τον επέπληξε αυστηρά, υπενθυμίζοντάς του ότι λίγο πριν είχε γίνει υποτελής του αυτοκράτορα και λέγοντάς του να τηρεί τις συνήθειες του τόπου. Ο δυτικός μουρμούρισε θυμωμένος ότι ήταν αγένεια εκ μέρους του αυτοκράτορα να κάθεται ενώ τόσοι γενναίοι αρχηγοί στέκονταν όρθιοι. Ο Αλέξιος που άκουγε την παρατήρηση και έβαλε να του τη μεταφράσουν, ζήτησε να μιλήσει με τον ιππότη και όταν ο τελευταίος άρχισε να καυχιέται για τα αήττητα κατορθώματά του σε μονομαχίες, ο Αλέξιος του συνέστησε με ευγένεια να δοκιμάσει άλλη τακτική, όταν θα πολεμούσε τους Τούρκους".
Μάϊος του 1097 καί ο ηνωμένος στρατός των Λατίνων στρατοπέδευε μπροστά στά τείχη της Νίκαιας, η οποία βρισκόταν στά τουρκικά χέρια από τό 1078. Η πόλη είχε οχυρωθεί ισχυρά από τον τέταρτο αιώνα, και τα τείχη της, που είχαν ανάπτυγμα περί τα τέσσερα μίλια, με τους διακόσιους σαράντα πύργους τους, επισκευάζονταν συνεχώς από τους Βυζαντινούς. Βρισκόταν στο ανατολικό άκρο της Ασκανίας λίμνης με τα δυτικά της τείχη να προβάλλουν μέσα από τα ρηχά νερά και να σχηματίζουν ένα ακανόνιστο πεντάγωνο. Ο Γοδεφρείδος (Godefroy de Bouillon) στρατοπέδευσε έξω από το βόρειο τείχος και ο Τανκρέδος (Tancred) έξω από το ανατολικό τείχος.
Το νότιο τείχος αφέθηκε για το στρατό του Raymond. Ο Σελτζούκος σουλτάνος, Kilidj Arslan Ι, μέ μία αιφνιδιαστική επίθεση, στίς 21 Μαΐου, προσπάθησε νά διασπάσει τόν κλοιό. Απέτυχε καί αποτραβήχτηκε στά βουνά.
Οταν βυζαντινός στολίσκος μεταφέρθηκε διά ξηράς από τή θάλασσα καί απέκλεισε τήν πόλη από τή μεριά της λίμνης, η φρουρά παραδόθηκε στόν Ελληνα στρατηγό Μανουήλ Βουτουμίτη. Στίς 19 Ιουνίου 1097, μόλις χάραξε η μέρα, οι σταυροφόροι είδαν τη σημαία του αυτοκράτορα να κυματίζει επάνω στους πύργους της πόλεως.
Οι οπλίτες των σταυροφόρων είχαν ελπίσει ότι θα λεηλατούσαν τα πλούτη της Νίκαιας και για αυτό είχαν την αίσθηση ότι τους είχαν στερήσει τη λεία που λογάριαζαν νά αποκομίσουν. Αντ' αυτής τους επέτρεψαν να μπουν κατά μικρές ομάδες στην πόλη υπό την άμεση επιτήρηση της αυτοκρατορικής φρουράς. Είχαν ελπίσει ότι θα έπαιρναν λύτρα για τους ευγενείς Σελτζούκους που θα αιχμαλώτιζαν. Αντ' αυτού, τους είδαν να κατευθύνονται υπό συνοδεία, με όλα τα κινητά τους υπάρχοντα, στην Κωνσταντινούπολη ή προς τον αυτοκράτορα πού βρίσκονταν στο Πελεκάνο. Η δυσαρέσκειά τους μετριάσθηκε από την γενναιοδωρία του αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος διέταξε αμέσως να δοθούν ως δώρο τρόφιμα σε κάθε σταυροφόρο στρατιώτη, ενώ κάλεσε τους αρχηγούς καί τους έδωσε δώρα από χρυσάφι και κοσμήματα από τους θησαυρούς του σουλτάνου.
Ο Stephen of Blois, που είχε πάει εκεί μαζί με τον Raymond of Toulouse, έμεινε κατάπληκτος από το βουνό το χρυσάφι που ήταν το μερίδιό του.
Μετά την πτώση της Νίκαιας, οι σταυροφόροι άρχισαν να κινούνται κατά μήκος της παλιάς βυζαντινής οδού που διέσχιζε τη Μικρά Ασία. Η οδός από την Χαλκηδόνα (Kadikoy) και τη Νικομήδεια (Izmit) συναντούσε την οδό από την Ελενούπολη (Yalova) και τη Νίκαια (Iznik) στις όχθες του ποταμού Σαγγαρίου (Sakarya) καί συνέχιζε πρός τό Δορύλαιο (Εσκί Σεχήρ). Σε ένα χωριό που το έλεγαν Λεύκη, οι αρχηγοί έκαναν συμβούλιο. Αποφασίστηκε να χωρισθεί ο στρατός σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα αποτελούσαν οι Νορμανδοί με τους άνδρες των κόμηδων της Φλάνδρας και του Blois και τους Βυζαντινούς οι οποίοι παρείχαν τους οδηγούς. Το δεύτερο τμήμα περιλάμβανε τους νότιους Γάλλους και τους Λωρραινούς με τους άνδρες του κόμη de Vermandois. Αρχηγοί του πρώτου τμήματος ήταν ο Bohemund μέ τόν ανηψιό του Τανκρέδο και τον Ροβέρτο Κουρτ-Χεζ και του δευτέρου ο Raymond της Τουλούζης και ο Γοδεφρείδος της Μπουγιόν. Η απώλεια της Νίκαιας ανησύχησε τόν σουλτάνο και η απώλεια του εκεί θησαυρού του ήταν σοβαρή. Αλλά οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να είναι νομάδες. Η πραγματική πρωτεύουσα του σουλτάνου ήταν η σκηνή του. Τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου ξαναγύρισε προς δυσμάς με όλα τά στρατεύματα του. Την 1η Ιουλίου, το πρωί στο Δορύλαιο, μία βροχή από βέλη έπεφτε πάνω στούς σταυροφόρους του Βοημούνδου. Η επίθεση ήταν τόσο κεραυνοβόλα ώστε οι πάντες αιφνιδιάστηκαν. Σύμφωνα με την τακτική των νομάδων προγόνων τους, οι τουρκικές ίλες πλησίαζαν σε απόσταση βολής, άδειαζαν τις φαρέτρες τους, καί έπειτα έκαναν μεταβολή παραχωρώντας τη θέση τους σέ άλλες ομάδες καβαλάρηδων τοξοτών. Μάταια οι Φράγκοι, που αποδεκατίζονταν από αυτό το χαλάζι των βελών, εφορμούσαν για να έρθουν σέ επαφή με τον αντίπαλο. Αυτός, αποφεύγοντας την επαφή, υποχωρούσε κάθε φορά.
Μα ο Βοημούνδος, πριν κυκλωθεί, είχε προφτάσει να ειδοποιήσει το άλλο φράγκικο τμήμα για τον κίνδυνο όπου βρισκόταν. Επί τέλους, κατά το μεσημέρι, οι απελπισμένοι σταυροφόροι είδαν τους συντρόφους τους να καταφθάνουν, με επικεφαλής τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν και τον Ούγο του Βερμαντουά. Οι Τούρκοι δεν είχαν αντιληφθεί ότι δεν είχαν παγιδεύσει ολόκληρο τον σταυροφορικό στρατό. Όταν είδαν τους νεοερχομένους δίστασαν και έπεσαν σε αμηχανία. Ο δισταγμός τους μετεβλήθη σε πανικό από την ξαφνική εμφάνιση του επισκόπου του Le Puy και ενός αποσπάσματος από σιδερόφραχτους ιππείς επάνω στα υψώματα πίσω τους. Ο Adhemar είχε ο ίδιος σχεδιάσει αυτόν τον ελιγμό και βρήκε Ελληνες οδηγούς να τον πάνε από ορεινά μονοπάτια. Η επέμβασή του εξασφάλισε το θρίαμβο των σταυροφόρων. Οι Τούρκοι έσπασαν τις γραμμές τους και σε λίγο έφευγαν προτροπάδην προς ανατολάς. Στη βιασύνη τους εγκατέλειψαν το στρατόπεδό τους άθικτο και οι σκηνές του σουλτάνου και των εμίρηδων έπεσαν, με όλους τους θησαυρούς τους, στα χέρια των Χριστιανών.
Η μάχη του Δορυλαίου (Eskisehir) έλυσε για περισσότερο από έναν αιώνα το πρόβλημα της ισχύος στην Εγγύς Ανατολή. Από τη μάχη του Μαντζικέρτ (Μαλασκέρδη ή Malazgirt) και τη σύλληψη ενός βυζαντινού αυτοκράτορα από έναν Τούρκο σουλτάνο, στα 1071, η τουρκική δύναμη κυριαρχούσε στην Ανατολή. Η μάχη της 1ης Ιουλίου του 1097 ανήγγειλε στον κόσμο ότι είχε γεννηθεί μια καινούργια δύναμη, η φράγκικη δύναμη, που θα κυριαρχούσε από τώρα και στο εξής. Από αυτή τη μάχη θα προκύψουν δυο αιώνες ευρωπαϊκής ηγεμονίας στην Ανατολή, δυο αιώνες που στη διάρκειά τους ο τουρκικός επεκτατισμός θα υποχωρήσει όχι μονάχα μπροστά στη φράγκικη κατάχτηση στη Συρία και στην Παλαιστίνη, αλλά και μπροστά στη βυζαντινή επανάκτηση της Μικράς Ασίας.
Ζωντανές εντυπώσεις μας δίνει ο ανώνυμος χρονογράφος του «Gesta Francorum»:
«Ποιος μορφωμένος και σοφός άνθρωπος δεν θα περιέγραφε τα στρατιωτικά προτερήματα και τη γενναιότητα των Τούρκων; Νόμιζαν πως θα μας τρομάξουν με το χαλάζι των βελών τους, όπως είχαν τρομάξει τους Άραβες, τους Αρμένιους, τους Σύρους και τους Έλληνες. Αλλά με τη χάρη του Θεού, δε θα μας επιβληθούν. Αληθινά αναγνωρίζουν από την πλευρά τους πως κανείς, έξω απ' τους Φράγκους και αυτούς, δεν έχει το δικαίωμα να λέγεται Ιππότης, ούτε στην Εσπερία, ούτε αλλού..».
Η σχετική αφήγηση της Άννας της Κομνηνής είναι χαρακτηριστική της ιστοριογραφίας της εποχής:
«Μάχης ουν καρτεράς γενομένης, εκ πολλών χειρών καί δυνάμεων καί μηδέ θατέρου μέρους τά νώτα θατέρω διδόντος, επεί θαρραλεώτερον οι Τούρκοι τοις εναντίοις εμάχοντο, τούτο θεασάμενος ο Βαϊμούντος του δεξιού κέρως εξάρχων, του λοιπού στρατεύματος διαιρεθείς κατ' αυτού του Κλιτζιασθλάν σουλτάν ιταμώς εξώρμησε, λέων ορεσίτροφος, αλκι πεποιθώς, βοσκομένης αγέλης βούς αρπάση, κατά τόν Όμηρον.»
Τα επίσημα σταυροφορικά στρατεύματα ξεκίνησαν από τη Γαλλία και την Ιταλία σε διαφορετικούς χρόνους τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1096, με πρώτο τον Ούγο του Βερμαντουά και τον κύριο όγκο του στρατού χωρισμένο σε τέσσερα τμήματα να ταξιδεύουν χωριστά προς την Κωνσταντινούπολη. Συνολικά οι δυτικές δυνάμεις ίσως να έφταναν τους 100.000 ανθρώπους, πολεμιστές και άμαχοι. Οι στρατιές ταξίδεψαν δια ξηράς ανατολικά προς την Κωνσταντινούπολη, όπου δέχθηκαν ένα επιφυλακτικό καλοσώρισμα από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Υποσχόμενος να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη της αυτοκρατορίας ο κύριος στρατός, κυρίως Γάλλοι και Νορμανδοί ιππότες υπό την ηγεσία αρχόντων, βάδισε νότια μέσω της Μικράς Ασίας. Μεταξύ των ηγετών της Α΄ Σταυροφορίας ήταν οι Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν, Ροβέρτος Γ΄ της Νορμανδίας, Ούγος του Βερμαντουά και ο Βαλδουίνος του Μπουιγιόν ( στην εικόνα ο Βαλδουίνος)
Επίσης, μεταξύ των επικεφαλής της πρώτης Σταυροφορίας ήσαν ο Ταγκρέδος της Οτβίλ, ο Ρεϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης, ο Βοϊμούνδος του Τάραντα, ο Ροβέρτος Β΄ της Φλάνδρας και ο Στέφανος Β΄ του Μπλουά (στην εικόνα ο Στέφανος αυτός της Αγγλίας).
Ο Βασιλιάς της Γαλλίας και ο Ερρίκος Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όντας και οι δύο σε σύγκρουση με τον Παπισμό, δεν συμμετείχαν. (στην εικόνα ο Ερρίκος Δ, γνωστός για την υποταγή του στον Πάπα στην Κανόσα)
Οταν οι Γάλλοι σταυροφόροι διέσχισαν τη Γερμανία την άνοιξη του 1096 μονάδες σταυροφόρων έσφαξαν εκατοντάδες ή χιλιάδες Εβραίους στις πόλεις Σπάιερ, Βορμς, Μάιντς και Κολωνία, παρά τις προσπάθειες των Καθολικών επισκόπων να προστατεύσουν τους Εβραίους. Κύριοι ηγέτες ήταν ο Εμιχο και ο Πέτρος ο Ερημίτης. Η Σαζάν (Ισραήλ, γ.1946) αναφέρει : "Η κλίμακα των αντιεβραϊκών ενεργειών ήταν ευρεία, εκτεινόμενη από περιορισμένη, αυθόρμητη βία μέχρι πλήρεις στρατιωτικές επιθέσεις στις Εβραϊκές κοινότητες του Μάιντς και της Κολωνίας". Αυτή ήταν η πρώτη έκρηξη αντιεβραϊκής βίας στη Χριστιανική Ευρώπη και αναφερόταν από τους Σιωνιστές το 19ο αιώνα ως ενδεικτικό της αναγκαιότητας για ένα κράτος του Ισραήλ.
Oι στρατιές των σταυροφόρων πολέμησαν για πρώτη φορά κατά των Τούρκων στη μακρά Πολιορκία της Αντιόχειας, που άρχισε τον Οκτώβριο του 1097 και διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 1098. Οταν μπήκαν στην πόλη οι σταυροφόροι έσφαξαν τους Μουσουλμάνους κατοίκους και τη λεηλάτησαν. Ομως μια μεγάλη Μουσουλμανική στρατιά υπό τον Κερμπογκά έσπευσε αμέσως και πολιόρκησε τους νικητές σταυροφόρους που ήταν μέσα στην Αντιόχεια. Ο Βοϊμούνδος του Τάραντα ηγήθηκε μιας πετυχημένης αντεπίθεσης του σταυροφορικού στρατού και νίκησε το στρατό του Κερμπογκά στις 28 Ιουνίου.
Ο Βοϊμούνδος και οι άνδρες του διατήρησαν τον έλεγχο της Αντιόχειας, παρά την υπόσχεσή του στο Βυζαντινό αυτοκράτορα. Το μεγαλύτερο μέρος του επιβιώσαντος σταυροφορικού στρατού βάδισε προς τα νότια, πηγαίνοντας από τη μία πόλη στην άλλη κατά μήκος της ακτής, φθάνοντας τελικά στα τείχη της Ιερουσαλήμ στις 7 Ιουνίου 1099 με ένα μόνο τμήμα των αρχικών του δυνάμεων. Εβραίοι και Μουσουλμάνοι αγωνίστηκαν μαζί για να υπερασπιστούν την Ιερουσαλήμ έναντι των Φράγκων εισβολέων. Οι σταυροφόροι μπήκαν στην πόλη στις 15 ιουλίου 1099. Προέβησαν σε σφαγή των απομενόντων Εβραίων και Μουσουλμάνων αμάχων και λεηλάτησαν ή κατέστρεψαν τα τζαμιά και την ίδια την πόλη. Ως συνέπεια της Α΄ Σταυροφορίας δημιουργήθηκαν τέσσερα σταυροφορικά κράτη : η Κομητεία της Έδεσσας, το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, η Κομητεία της Τρίπολης και το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Aπό ιστοριογράφο της εποχής: ".. Μας έμελλε να δούμε θαυμάσια θεάματα. Μερικοί από τους άνδρες μας (και αυτό ήταν πιο ελεήμον) έκοβαν τα κεφάλια των εχθρών μας, άλλοι τους χτυπόυσαν με βέλη, έτσι ώστε έπεφταν από τα τείχη, άλλοι τους βασάνιζαν περισσότερο ρίχνοντάς τους στις φλόγες. Μπορούσες να δεις σωρούς κεφαλιών, χεριών και ποδιών στους δρόμους της πόλης. Επρεπε να ανοίξεις δρόμο πάνω από τα σώματα ανθρώπων και αλόγων. Αλλά αυτά ήταν λίγα, συγκρινόμενα με ότι συνέβαινε στο Ναό του Σολομώντα, ένα χώρο όπου κανονικά τελούνταν θρησκευτικές τελετές ... στο ναό και στη στοά του Σολομώντα άνδρες ίππευαν με το αίμα να φτάνει στα γόνατά και στα χαλινάρια τους .... Ηταν στ' αλήθεια μια δίκαιη και θαυμάσια απόφαση του Θεού, ότι αυτός ο τόπος έπρεπε να γεμίσει με το αίμα των απίστων, αφού είχε υποφέρει τόσο καιρό από τις βλασφημίες τους"
Στο επίπεδο του λαού το κήρυγμα της Α΄ Σταυροφορίας εξαπέλυσε ένα κύμα εμπαθούς, με την αίσθηση προσωπικού, ευσεβούς Χριστιανικού μένους, που εκφράστηκε με τις σφαγές των Εβραίων που συνόδευσαν και προηγήθηκαν της πορείας των σταυροφόρων σε όλη την Ευρώπη, καθώς και με τη βίαιη μεταχείριση των "σχισματικών" Ορθόδοξων Χριστιανών στην Ανατολή.
Τη σταυροφορία αυτήν ακολούθησε ένα δεύτερο, λιγότερο επιτυχημένο κύμα σταυροφόρων, γνωστό ως Σταυροφορία του 1101, κατά την οποία οι Τούρκοι υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν νίκησαν τους σταυροφόρους σε τρεις διαφορετικές μάχες σε αντίδραση για την Α΄ Σταυροφορία. Ο Σίγκουρντ Α΄ της Νορβηγίας ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος βασιλιάς, που επισκέφθηκε τα σταυροφορικά κράτη, καθώς και ο πρώτος Ευρωπαίος βασιλιάς, που έλαβε μέρος σε σταυροφορική εκστρατεία αν και η απόπειρά του ήταν μάλλον προσκύνημα παρά σταυροφορία. Ο στόλος του βοήθησε στην πολιορκία της Σιδώνας. Επίσης το 1107 ο Βοϊμόνδος της Αντιόχειας επιτέθηκε στους Βυζαντινούς στον Αυλώνα και στο Δυρράχιο, κατά την ενίοτε ονομαζόμενη Σταυροφορία του Βοϊμόνδου, που έληξε το Σεπτέμβριο του 1108 με την ήττα του και την αποχώρησή του στην Ιταλία.
Επόμενες απόπειρες του 1120 περιλαμβάνουν μία σταυροφορία, που κηρύχθηκε από τον Πάπα Κάλλιστο Β΄ γύρω στα 1120, που έγινε η Ενετική Σταυροφορία του 1122-1124, ένα προσκύνημα του Κόμη Φούλκωνα Ε΄ του Ανζού του 1120, μια απόπειρα του Κονράδου Γ΄ της Γερμανίας του 1124, για την οποία λίγες λεπτομέρειες είναι γνωστές.
Ακολούθησε η Σταυροφορία της Δαμασκού από το Φουλκ Ε΄, που είχε ως αποτέλεσμα των Ναϊτών Ιπποτών από τον Πάπα Ονώριο Β΄ τον Ιανουάριο του 1129. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν τη χορήγηση από τον Πάπα Ιννοκέντιο Β΄ των ίδιων σταυροφορικών συγχωροχαρτιών σε όσους ήταν αντίθετοι στους εχθρούς του πάπα ως την πρώτη από τις πολιτικά υποκινούμενες σταυροφορίες κατά των αντιπάλων των παπών, αλλά άλλοι ιστορικοί διαφωνούν. Τα σταυροφορικά κράτη ήταν αρχικά ασφαλή αλλά ο Ιμάντ αντ-Ντιν Ζεγκί, που διορίστηκε κυβερνήτης της Μοσούλης το 1127, κατέλαβε το Χαλέπι το 1128 και την Κομητεία της Έδεσσας το 1144. Αυτές οι ήττες έκαναν τον Πάπα Ευγένιο Γ΄ να κηρύξει άλλη μία σταυροφορία την 1 Μαρτίου 1245.
Β΄ Σταυροφορία (1147-1149)
Η νέα σταυροφορία κηρύχθηκε από διάφορους , αλλά κυρίως από το Βερνάρδο του Κλερβό. Γαλλικός και Νοτιογερμανικός στρατός, υπό τους βασιλιάδες Λουδοβίκος Ζ´ και Κονράδο Γ΄ αντίστοιχα, βάδισαν προς την Ιερουσαλήμ το 1147, αλλά δεν κατάφεραν να πετύχουν κάποια σημαντική νίκη, ξεκινώντας μια αποτυχημένη προληπτική πολιορκία της Δαμασκού. Στην άλλη πλευρά όμως της Μεσογείου η Β΄ Σταυροφορία είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς μια ομάδα Βορειοευρωπαίων σταυροφόρων στάθμευσε στην Πορτογαλία, συμμάχησε με τον Πορτογάλο Βασιλιά Αλφόνσο Α΄ και ανακατέλαβε τη Λισαβόνα από τους Μουσουλμάνους το 1147. Ενα απόσπασμα από αυτή την ομάδα των σταυροφόρων βοήθησε τον Κόμη Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Δ΄ της Βαρκελώνης να καταλάβει την πόλη Τορτόζα την επόμενη χρονιά.
Στους Αγίους Τόπους το 1150, οι βασιλιάδες, τόσο της Γαλλίας όσο και της Γερμανίας, είχαν επιστρέψει στις χώρες τους χωρίς αποτέλεσμα. Ο Βερνάρδος του Κλερβό, που με τα κηρύγματα είχε προτρέψει για τη Β΄ Σταυροφορία, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την έκταση της άσχετης με αυτή βίας και σφαγής του Εβραϊκού πληθυσμού της Ρηνανίας. Συνέχεια της σταυροφορίας αυτής ήταν το προσκύνημα του Ερρίκου του Λέοντα, Δούκα της Σαξονίας, το 1172, που μερικές φορές καταγράφεται ως (ξεχωριστή) σταυροφορία.
Bενδική Σταυροφορία (1147-1162)
Συγχρόνως με τη Β΄ Σταυροφορία, Σάξονες και Δανοί πολεμούσαν κατά των Πολάβων Σλάβων στη Bενδική Σταυροφορία ή Α΄ Βόρεια Σταυροφορία. Οι Βένδες νίκησαν τους Δανούς και οι Σάξονες δεν συνέβαλαν πολύ στη σταυροφορία. Οι Βένδες αναγνώρισαν την επικυριαρχία του Σάξονα ηγεμόνα Ερρίκου του Λέοντα. Περαιτέρω σταυροφορικές δραστηριότητες συνεχίστηκαν, αν και δεν είχαν εκδοθεί παπικές εντολές που να καλούν σε νέες σταυροφορίες. Προσπάθειες να κατακτηθούν οι Βένδες έγιναν πάλει το 1160, από τον Ερρίκο τον Λέοντα, που συνεχίστηκαν μέχρι το 1162, οπότε οι Βένδες νικήθηκαν στη Μάχη του Ντέμιν.
Γ΄ Σταυροφορία (1187-1192)
Οι Μουσουλμάνοι πολεμούσαν επί μακρόν μεταξύ τους, αλλά τελικά ενώθηκαν υπό το Σαλαντίν, που δημιούργησε ενιαίο ισχυρό κράτος. Μετά τη νίκη του στη Μάχη του Χαττίν, συνέτριψε εύκολα τους διασπασμένους σταυροφόρους το 1187 και ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ στις 29 Σεπτεμβρίου 1187. Εγινε συνθηκολόγηση και η πόλη παραδόθηκε, με τον Σαλαντίν να μπαίνει στην Ιερουσαλήμ στις 2 Οκτωβρίου 1187. Οι νίκες του Σαλαντίν συγκλόνισαν την Ευρώπη. Μαθαίνοντας τα νέα για την Πολιορκία της Ιερουσαλήμ ο Πάπας Ουρβανός Γ΄ πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 19 Οκτωβρίου 1187. Στις 29 Οκτωβρίου ο Πάπας Γρηγόριος Η΄ εξέδωσε παπική βούλα, Audita tremendi, εξαγγέλλοντας την Γ΄ Σταυροφορία. Για να ανατρέψουν την απώλεια της Ιερουσαλήμ, ο Φρειδερίκος Α΄, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (β. 1152-1190) της Γερμανίας, ο Βασιλιάς Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας (β. 1180-1223) και ο Βασιλιάς Ριχάρδος Α΄ (ο Λεοντόκαρδος) της Αγγλίας (β. 1189-1199) οργάνωσαν όλοι δυνάμεις.
Ο Φρειδερίκος πέθανε καθ' οδόν και λίγοι από τους άνδρες του έφθασαν στους Αγίους Τόπους. Οι άλλοι δύο στρατοί έφτασαν αλλά ταλανίζονταν από πολιτικές διενέξεις. Ο Φίλιππος επέστρεψε στη Γαλλία, αφήνοντας πίσω του το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του. Ο Ριχάρδος απέσπασε το νησί της Κύπρου από τους Βυζαντινούς το 1191. Ανακατέλαβε στη συνέχεια την πόλη της Ακρας μετά από μακρά πολιορκία. Ο στρατός των σταυροφόρων προέλασε νότια κατά μήκος της Μεσογειακής ακτής, νίκησε τους Μουσουλμάνους κοντά στο Αρσούφ, ανακατέλαβε την πόλη-λιμάνι της Γιάφας και μπορούσε να δει την Ιερουσαλήμ, αλλά προβλήματα ανεφοδιασμού τους ανάγκασαν να τερματίσουν τη σταυροφορία χωρίς να την καταλάβουν. Ο Ριχάρδος έφυγε την επόμενη χρονιά, αφού διαπραγματεύθηκε μια συμφωνία με το Σαλαντίν. Οι όροι της επέτρεπαν τις συναλλαγές για τους εμπόρους και στους άοπλους Χριστιανούς προσκυνητές να πηγαίνουν στην Ιερουσαλή, ενώ παρέμενε υπό τον έλεγχο των Μουσουλμάνων.
Βόρειες Σταυροφορίες (1193-1290)
Ο Πάπας Κελεστίνος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά των ειδωλολατρών στη Βόρεια Ευρώπη το 1193. Ο Επίσκοπος Μπέρτολντ του Ανοβέρου κατέφθασε με ένα μεγάλο στρατιωτικό σώμα σταυροφόρων το 1198, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη και οι δυνάμεις του ηττήθηκαν. Για να εκδικηθεί για το Μπέρτολντ ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ εξέδωσε μια βούλα, κηρύσσοντας σταυροφορία κατά των Λιβονιανών (στη σημερινή Λετονία και Εσθονία), που οι περισσότεροι ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Ο Αλμπρεχτ φον Μπουξτέβεν, χειροτονημένος επίσκοπος το 1199, έφθασε την επόμενη χρονιά με μεγάλη δύναμη και έκανε τη Ρίγα έδρα της επισκοπής του το 1201. Το 1202 ίδρυσε το Τάγμα των Αδελφών του ξίφους για να βοηθήσει στον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών στο Χριστιανισμό και, κυριότερα, να εξασφαλίσει το Γερμανικό έλεγχο στο εμπόριο της περιοχής. Οι Λιβονιανοί κατακτήθηκαν και προσηλυτίσtηκαν μεταξύ 1202 και 1209. Ο Πάπας Ονώριος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά των Πρώσων το 1217.
Ο (Πολωνός) Κόνραντ Α΄ της Μασοβίας παραχώρησε το Τσέλμνο στους Τεύτονες Ιππότες το 1226, για να τους χρησιμεύσει ως βάση για την Πρωσική σταυροφορία. Το 1236 οι Λιβονιανοί Ιππότες του Ξίφους ηττήθηκαν από τους Λιθουανούς στο Σάουλε και το 1237 ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ ενέταξε τους απομείναντες Ιππότες του Ξίφους στους Τεύτονες Ιππότες. Το 1249 οι Τεύτονες ιππότες είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση των Πρώσων ,τους οποίους κυβερνούσαν ως φέουδο του Γερμανού αυτοκράτορα. Οι Ιππότες τότε προχώρησαν στην κατάκτηση και τον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών Λιθουανών, διαδικασία που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1380. Το Τευτονικό Τάγμα προσπάθησε αλλά απέτυχε να καταλάβει την Ορθόδοξη Ρωσία (ιδιαίτερα τα Πριγκιπάτα του Πσκόφ και τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ, επιχείρηση που επικυρώθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄, ως τμήμα των Βόρειων Σταυροφοριών. Το 1240 ο στρατός του Νόβγκοροντ νίκησε τους Σουηδούς στη Μάχη του Νέβα και το 1242 τους Λιβονιανούς ιππότες στη Μάχη των Πάγων.
Γερμανική Σταυροφορία (1195-1198)
Ο αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ΄ άρχισε τις προετοιμασίες για μια Γερμανική Σταυροφορία το 1195. Η υγεία του δεν του επέτρεψε να ηγηθεί των δυνάμεων προσωπικά, έτσι η ηγεσία ανατέθηκε στον Κόνραντ του Βίτελσμπαχ, Αρχιεπίσκοπο του Μάιντς. Οι δυνάμεις αποβιβάσθηκαν στην Ακρα το Σεπτέμβριο του 1197 και κατέλαβαν τις πόλεις Σιδώνα και Βηρυτό. Αμέσως μετά ο Ερρίκος πέθανε και οι περισσότεροι σταυροφόροι επέστρεψαν στη Γερμανία. το 1198.
Δ΄ Σταυροφορία (1202-1204)
H Τέταρτη Σταυροφορία δεν έφθασε ποτέ στους Αγιους Τόπους. Αντίθετα, έγινε το όχημα για τις πολιτικές φιλοδοξίες του Δόγη Ερρίκου Δάνδολου και του Γερμανού Βασιλιά Φίλιππου της Σουαβίας, που παντρεύτηκε την Ειρήνη του Βυζαντίου. Ο Δάνδολος είδε μια ευκαιρία να επεκτείνει τις κτήσεις της Βενετίας στην Εγγύς Ανατολή, ενώ ο Φίλιππος είδε τη σταυροφορία ως ευκαιρία να αποκαταστήσει τον εξορισμένο ανηψιό του, Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, στο θρόνο του Βυζαντίου. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ξεκίνησε τη στρατολόγηση για τη σταυροφορία το 1200, με κηρύγματα σε Γαλλία, Αγγλία και Γερμανία, αν και οι περισσότερες προσπάθειες έγιναν στη Γαλλία. Οι σταυροφόροι συνήψαν συμφωνία με τους Βενετούς για στόλο και προμήθεια για να τους μεταφέρουν στους Αγιους Τόπους, αλλά δεν είχαν να πληρώσουν , όταν έφτασαν στη Βενετία ελάχιστοι ιππότες. Συμφώνησαν να εκτρέψουν τη σταυροφορία στην Κωνσταντινούπολη και να μοιραστούν ότι θα μπορούσε να λεηλατηθεί ως αμοιβή. Ως εγγύηση οι σταυροφόροι κατέλαβαν τη Χριστιανική πόλη Ζάρα στις 24 Νοεμβρίου 1202. Ο Ιννοκέντιος εξοργίστηκε και αφόρισε τους σταυροφόρους. Οι σταυροφόροι αντιμετώπισαν περιορισμένη αντίσταση κατά την αρχική τους πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, καταπλέοντας τα Δαρδανέλια και παραβιάζοντας τα θαλάσσια τείχη. Ομως ο Αλέξιος στραγγαλίστηκε μετά από ένα ανακτορικό πραξικόπημα, στερώντας τους την επιτυχία τους, και αναγκάστηκαν να επαναλάβουν την πολιορκία τον Απρίλιο του 1204. Τη φορά αυτή πόλη και οι εκκλησίες λεηλατήθηκαν και μεγάλος αριθμός πολιτών σφαγιάστηκε. Οι σταυροφόροι ανταμείφθηκαν, μοιράζοντας την Αυτοκρατορία σε Λατινικά φέουδα και Ενετικές αποικίες.
Τα άλογα που εκλάπησαν από την Κωνσταντινούπολη και σήμερα κοσμούν την εκκλησία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας.
Τον Απρίλιο του 1205 οι σταυροφόροι εξουδετερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους Βούλγαρους και τους απομείναντες Ελληνες στην Αδριανούπολη, όπου ο Καλογιάν της Βουλγαρίας συνέλαβε και φυλάκισε το νέο Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Ενώ καταδίκαζαν τα μέσα, οι πάπες αρχικά υποστήριξαν αυτή την προφανή αναγκαστική επανένωση Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας. Η Δ΄ Σταυροφορία ουσιαστικά είχε ως αποτέλεσμα δύο Ρωμαϊκές Αυτοκρατορίες στην Ανατολή : μία Λατινική "Αυτοκρατορία των Στενών", που επέζησε μέχρι το 1261 και ένα Βυζαντινό κατάλοιπο, κυβερνώμενο από τη Νίκαια, που αργότερα επανέκτησε τον έλεγχο, απουσία του Ενετικού στόλου. Η μόνη που επωφελήθηκε μακροπρόθεσμα ήταν η Βενετία.
Ε΄ Σταυροφορία (1217-1221)
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ κήρυξε το ξεκίνημα μιας νέας σταυροφορίας το 1217, μαζί με τη σύγκληση της Δ΄ Συνόδου του Λατερανού το 1215. H πλειοψηφία των σταυροφόρων ήρθε από τη Γερμανία, τη Φλάνδρα και τη Φρισία, μαζί με ένα μεγάλο στρατό από την Ουγγαρία υπό το Βασιλιά Ανδρέα Β΄ και άλλες δυνάμεις υπό το Δούκα Λεοπόλδο ΣΤ΄ της Αυστρίας. Οι δυνάμεις του Ανδρέα και του Λεοπόλδου έφθασαν στην Ακρα τον Οκτώβριο του 1217, αλλά δεν κατάσφεραν πολλά πράγματα και ο Ανδρέας επέστρεψε στην Ουγγαρία τον Ιανουάριο του 1218. Μετά την άφιξη περισσότερων σταυροφόρων, ο Λεοπόλδος και ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Ιωάννης της Βρυέννης πολιόρκησαν τη Δαμιέτη (στην Αίγυπτο), που τελικά κατέλαβαν το νοέμβριο του 1219. Περαιτέρω προσπάθειες του παπικού λεγάτου Πελάγιου, να εισβάλει ενδότερα στην Αίγυπτο δεν είχαν αποτέλεσμα. Αποκλεισμένοι από δυνάμεις του Αγιουβίδη Σουλτάνου Αλ-Καμίλ, οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο Αλ-Καμίλ επέβαλε την επιστροφή της Δαμιέτης και συμφώνησε οκταετή ανακωχή και οι σταυροφόροι εγκατέλειψαν την Αίγυπτο.
ΣΤ΄ Σταυροφορία (1228-1229)
Ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ (αριστερά) συναντά τον Αλ-Καμίλ (δεξιά), από χειρόγραφο των Nuova Cronica του Τζιοβάνι Βιλάνι
Ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ είχε επανειλημμένα υποσχεθεί μια σταυροφορία, αλλά δεν κατάφερε να τηρήσει το λόγο του, γιαυτό αφορίσθηκε από το Γρηγόριο Θ΄ το 1228. Παρόλαυτα απέπλευσε από το Μπρίντιζι τον Ιούνιο του 1228 και αποβιβάσθηκε στο Σεν-Ζαν ντ' Ακρ το Σεπτέμβριο του 1228, μετά από μια στάση στην Κύπρο. Δεν υπήρξαν μάχες, καθώς ο Φρειδερίκος έκανε συνθήκη ειρήνης με τον Αλ-Καμίλ, ηγεμόνα της Αιγύπτου. Αυτή η συνθήκη επέτρεπε στους Χριστιανούς να κυβερνούν στο μεγαλύτερο μέρος της Ιερουσαλήμ και σε μια λωρίδα εδάφους από την Ακρα ως την Ιερουσαλήμ, ενώ στους Μουσουλμάνους δόθηκε ο έλεγχος των ιερών τόπων τους στην Ιερουσαλήμ. Σε αντάλλαγμα, ο Φρειδερίκος δεσμαύτηκε να προστατεύσει τον Αλ-Καμίλ έναντι όλων των εχθρών του, ακόμη και αν ήσαν Χριστιανοί.
Συνέχεια αυτής της Σταυροφορίας ήταν η προσπάθεια του Βασιλιά Θεοβάλδου Α΄ της Ναβάρρας το 1239 και 1240, που είχε αρχικά κυρυχθεί το 1234 από τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄, για να οργανωθεί τελικά τον Ιούλιο του 1239, στο τέλος μιας ανακωχής. Εκτός από το Θεοβάλδο συμμετείχαν ο Πέτρος του Ντρε, ο Ούγος, Δούκας της Βουργουνδίας και άλλοι Γάλλοι ευγενείς. Εφθασαν στην Ακρα το Σεπτέμβριο του 1239 και, παρά μία ήττα το Νοέμβριο, ο Θεοβάλδος συνήψε μια συνθήκη με τους Μουσουλμάνους, που επέστρεφε εδάφη στα σταυροφορικά κράτη, αλλά προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των σταυροφόρων. Ο Θεοβάλδος επέστρεψε στην Ευρώπη το Σεπτέμβριο του 1240. Επίσης το 1240 ο Ριχάρδος της Κορνουάλης, νεότερος αδελφός του Βασιλιά Ερρίκου Γ΄ της Αγγλίας, φόρεσε το σταυρό και έφθασε στην Ακρα τον Οκτώβριο. Στη συνέχεια εξασφάλισε την επικύρωση της συνθήκης του Θεοβάλδου και έφυγε από τους Αγιους Τόπους το Μάιο του 1241 για την Ευρώπη.
Ζ΄ Σταυροφορία (1248-1254)
Το καλοκαίρι του 1244 μια δύναμη Χωρεσμίων, που κλήθηκε από το γιο του Αλ-Καμίλ, Αλ-Σαλίχ Αγιούμπ, εφόρμησε και κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Οι Φράγκοι συμμάχησαν με το θείο του Αγιούμπ, Ισμαήλ, και τον εμίρη της Χομς και ενωνοντας τις δυνάμεις τους συντάχθηκαν σε μάχη στη Λα Φορμπί της Γάζας. Ο σταυροφορικός στρατός και οι σύμμαχοί του ηττήθηκαν κατά κράτος μέσα σε σαρανταοκτώ ώρες από τη φυλή των Χωρεσμίων. Φανερώνοντας τη μεγάλη του απόγνωση ένας Ναίτης ιππότης θρηνούσε ως εξής : Οργή και θλίψη θρονιάζουν στην καρδιά μου...τόσο βαρειά, που μετά βίας μένω ζωντανός. Φαίνεται ο Θεός να θέλει να υποστηρίξει τους Τούρκους για την απώλειά μας...α, κύριε Θεέ...αλοίμονο, το βασίλειο της Ανατολής έχει χάσει τόσα πολλά, που ποτέ δε θα μπορέσει να ξανασταθεί. Θα φτιάξουν ένα Τζαμί στη μονή της Παναγίας και αφού η κλοπή ευχαριστεί τον Υιό του, ποιος θα θρηνούσε γιαυτό, είμαστε κι εμείς υποχρεωμένοι να συμμορφωθούμε...Οποιος θέλει να πολεμήσει τους Τούρκους είναι τρελός, αφού ο [[Ιησούς Χριστός}} δεν τους πολεμά πια. Εχουν κατακτήσει, θα κατακτήσουν. Γιατί κάθε μέρα μας καταβάλλουν, ξέροντας ότι ο Θεός, που ήταν ξύπνιος, τώρα κοιμάται και ο Μωάμεθ τώρα δυναμώνει.
Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας οργάνωσε μια σταυροφορία, αφού φόρεσε τον σταυρό το Δεκέμβριο του 1244, κηρύσσοντας και στρατολογώντας από το 1245 ως το 1248. Οι δυνάμεις του Λουδοβίκου απέπλευσαν από τη Γαλλία το Μάιο του 1249 και αποβιβάσθηκαν κοντά στη Δαμιέτη στην Αίγυπτο στις 5 Ιουνίου. Περιμένοντας μέχρι το τέλος της πλημμύρας του Νείλου, ο στρατός βάδισε στο εσωτερικό το Νοέμβριο και το Φεβρουάριο βρισκόταν κοντά στη Μανσούρα. Eκεί όμως ηττήθηκαν και ο Λουδοβίκος συνελήφθη ενώ υποχωρούσε προς τη Δαμιέτη. Ο Λουδοβίκος αφέθηκε ελεύθερος αντί 800.000 βυζαντίων (χρυσά νομίσμστα) και συμφωνήθηκε μια δεκαετής ανακωχή. Ο Λουδοβίκος πήγε στη συνέχεια στη Συρία, όπου παρέμεινε μέχρι το 1254, εργαζόμενος για να παγιώσει το βασίλειο της Ιερουσαλήμ και κατασκευάζοντας οχυρώσεις.
Η΄ και Θ΄ Σταυροφορία (1270-1272)
Αγνοώντας τους συμβούλους του, το 1270 ο Λουδοβίκος Θ΄ επιτέθηκε πάλί στους Αραβες στην Τύνιδα της Βόρειας Αφρικής. Επέλεξε τη θερμότερη εποχή του χρόνου για την εκστρατεία και ο στρατός του εξολοθρεύτηκε από αθένειες. O ίδιος ο βασιλιάς πέθανε τερματίζοντας την τελευταία σημαντική προσπάθεια κατάληψης των Αγιων Τόπων. Οι Μαμελούκοι, υπό το Μπαϊμπάρ, εκδίωξαν τελικά τους Φράγκους από τους Αγιους Τόπους. Από το 1265 ως το 1271 ο Μπαϊμπάρ περιόρισε τους Φράγκους σε λίγες μικρές παραλιακές προφυλακές. Τα στρατεύματά του έσφαξαν ή υποδούλωσαν όλους τους Χριστιανούς στην πόλη της Αντιόχειας. Ο κατόπιν Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας δεσμεύτηκε για τη σταυροφορία με το Λουδοβίκο Θ΄, αλλά καθυστέρησε και έφτασε στη Βόρεια Αφρική το Νοέμβριο του 1270. Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου ο Εδουάρδος πήγε στη Σικελία και στη συνέχεια στην Ακρα το Μάιο του 1271. Οι δυνάμεις του όμως ήταν πολύ μικρές για να κάνουν κάτι και αναστατώθηκε μετά τη σύναψη ανακωχής του Μπαϊμπάρ με το βασιλιά της Ιερουσαλήμ Ούγο. Αν και ο Εδουάρδος πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του και την ανάρρησή του στο θρόνο το Δεκέμβριο του 1272, επέστρεψε στην Αγγλία μόνο το 1274, αν και λίγα κατάφερε στους Αγιους Τόπους.
Σταυροφορία της Αραγωνίας
Η Σταυροφορία της Αραγωνίας κηρύχθηκε από τον Πάπα Μαρτίνο Δ΄ κατά του Βασιλιά Πέτρου Γ΄ της Αραγωνίας το 1284 και 1285. Ο Πέτρος υποστήριζε τις δυνάμεις κατά των Ανδεγαυών (Ανζού) στη Σικελία μετά τους Σικελικούς Εσπερινούς και οι πάπες υποστήριζαν τον Κάρολο τον Ανδεγαυό. Ο Πάπας Βονιφάτιος Η΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά του Φρειδερίκου Γ΄ της Σικελίας, νεότερου αδελφού του Πέτρου το 1298, αλλά χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει τη στέψη και αναγνώριση του Φρειδερίκου ως Βασιλιά της Σικελίας.
Σταυροφορίες του 14ου και 15ου αιώνα
Εγιναν διάφορες σταυροφορίες το 14ο και 15ο αιώνα για να εμποδίσουν την επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αρχίζοντας το 1296 με το Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, βασιλιά της Ουγγαρίας. Πολλοί Γάλλοι ευγενείς εντάχθηκαν στις δυνάμεις του Σιγισμούνδου, ανάμεσά τους ο Ιωάννης ο Ισχυρός, γιος του Δούκα της Βουργουνδίας, που ορίστηκε στρατιωτικός αρχηγός της σταυροφορίας. Αν και ο Σιγισμούνδος συμβούλευσε τους σταυροφόρους να υιοθετήσουν αμυντική στάση όταν έφτασαν στο Δούναβη, εκείνοι αντίθετα πολιόρκησαν την πόλη της Νικόπολης (Βουλγαρία). Οι Οθωμανοί αντιμετώπισαν τους σταυροφόρους στη Μάχη της Νικόπολης στις 25 Σεπτεμβρίου 1396, νικώντας τις Χριστιανικές δυνάμεις και συλλαμβάνοντας 3.000 αιχμαλώτους.
Η Χουσιτική Σταυροφορία, γνωστή και ως "Πόλεμοι των Χουσιτών", η "Βοημικοί Πόλεμοι", περιελάμβαναν τις στρατιωτικές ενέργειες κατά των οπαδών του Γιαν Χους στη Βοημία την περίοδο από το 1420 μέχρι το 1431. Την περίοδο αυτή κηρύχθηκαν σταυροφορίες πέντε φορές - 1420, 1421, 1422, 1427 και 1431. Το τελικό αποτέλεσμα των εκστρατειών αυτών ήταν να αναγκάσει τις δυνάμεις των Χουσιτών, που διαφωνούσαν σε πολλά δογματικά θέματα, να ενωθούν για να εκδιώξουν τους εισβολείς. Οι πόλεμοι έληξαν το 1436 με την επικύρωση από την Εκκλησία των Συμφωνιών του Ιγκλάου (σημερινή Γιχλάβα της Τσεχίας). Τον Απρίλιο του 1487 ο Πάπας Ινοκέντιος Η΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά των Βαλδένσιων αιρετικών της Σαβοίας, του Πεδεμοντίου και της Ντοφινέ, στη νότια Γαλλία και τη βόρεια Ιταλία. Οι μόνες ενέργειες που πράγματι έγιναν ήταν κατά των αιρετικών στη Ντοφινέ, με ελάχιστο αποτέλεσμα.
Ο βασιλιάς Πολωνίας και Ουγγαρίας Βλάντισλαβ Βαρνέντσικ εισέβαλε στα εδάφη που είχαν πρόσφατα καταλάβει οι Οθωμανοί και έφτασε στο Βελιγράδι τον Ιανουάριο του 1444. Οι διαπραγματεύσεις για ανακωχή οδήγησαν τελικά σε μια συμφωνία που αποκηρύχθηκε από το Σουλτάνο Μουράτ Β΄, μέρες μόνο μετά την επικύρωσή της. Περαιτέρω προσπάθειες των σταυροφόρων τερματίστηκαν με τη Μάχη της Βάρνας, στις 10 Νοεμβρίου 1444, που ήταν μια αποφασιστική νίκη των Οθωμανών, κάνοντας τους σταυροφόρους να αποχωρήσουν. Η αποχώρηση αυτή οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς αυτή ήταν η τελευταία Δυτική προσπάθεια βοήθειας προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το 1456 ο Ιωάννης Ουνιάδης και ο Τζοβάννι ντα Καπιστράνο οργάνωσαν μια σταυροφορία για να άρουν την Οθωμανική πολιορκία του Βελιγραδίου.
Στην εικόνα, ο Γκυ ντε Λουζινιάν, επικεφαλής της δυτικής δυναστείας που βασίλευσε στην Κύπρο μετά τις Σταυροφορίες:
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ
Εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμαιοκαθολικοί Χριστιανοί έγιναν σταυροφόροι δίνοντας δημόσιο όρκο και παίρνοντας συνοδικά συγχωροχάρτια από το Βατικανό. Οι Σταυροφόροι προέρχονταν από διάφορα φεουδαλικά βασίλεια της Δυτικής Ευρώπης, των οποίων τα ιδιαίτερα έθιμα υπονόμευαν κάθε προσπάθεια δημιουργίας ενιαίας κεντρικής διοίκησης που θα μπορούσε να ηγηθεί των σταυροφόρων. Mε εκατοντάδες αριστοκράτες και ευγενείς μεταξύ των σταυροφόρων, με τον καθένα τους να αγωνίζεται για προσωπική φήμη, πλούτο και δόξα, ήταν αδιανόητη και προσβλητική ακόμη και η σκέψη ότι ένας φεουδάρχης θα παραιτείτο των προσωπικών του διαταγών επί των πιστών του ενόπλων σε έναν μόνο διοικητή, ευγενή και ανταγωνιστή του για τη θέση στην αυλή. Αυτή η έλλειψη κεντρικής διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα συχνές διενέξεις μεταξύ των φεουδαρχών ευγενών, των εκκλησιαστικών ηγετών και των αυλικών, καταλήγοντας σε πολιτικές φατρίες και μεταβαλλόμενες συμμαχίες, καθώς εκατοντάδες ιδιότροποι φεουδάρχες συνωθούνταν για πολιτικά οφέλη και επιρροή εντός της Σταυροφορίας, πράγμα που πολλές φορές οδηγούσε σε μάλλον περίεργες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα τότε που οι σταυροφόροι ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον στρατό του Ισλαμικού Σουλτανάτου του Ρουμ, στη διάρκεια της Ε΄ Σταυροφορίας.
Έντονες ήταν οι επιπτώσεις των Σταυροφοριών: οι απολογισμοί ποικίλλουν ευρέως από εγκωμιαστικοί μέχρι εξαιρετικά επικριτικοί. Ο Τζόναθαν Ρίλεϊ Σμιθ (Άγγλος ιστορικός) αναγνωρίζει τα ανεξάρτητα κράτη που ιδρύθηκαν, όπως το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και τα Σταυροφορικά Κράτη ως τα πρώτα πειράματα της "Υπερπόντιας Ευρώπης". Αυτές οι εκστρατείες ξαναάνοιξαν τη Μεσόγειο στο εμπόριο και τα ταξίδια, επιτρέποντας στη Γένοβα και στη Βενετία να ακμάσουν. Οι στρατιές των σταυροφόρων συμμετείχαν στο εμπόριο με τους τοπικούς πληθυσμούς, με τους Ορθόδοξους Βυζαντινούς αυτοκράτορες να οργανώνουν συχνά αγορές για δυνάμεις των Σταυροφόρων που κινούνταν μέσα στα εδάφη τους. Το κίνημα των σταυροφοριών εδραίωσε τη συλλογικλη ταυτότητα της Λατινικής Εκκλησίας υπό την ηγεσία του Πάπα και υπήρξε η πηγή της ιδέας του ηρωισμού, του ιπποτισμού και της μεσαιωνικής ευλάβειας. Αυτό με τη σειρά του γέννησε τον μεσαιωνικό ρομαντισμό, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Εντούτοις οι σταυροφορίες ενίσχυσαν τη σχέση μεταξύ Δυτικής Χριστιανοσύνης, φεουδαρχίας και μιλιταρισμού, πράγμα αντίθετο στην Ειρήνη και στην Εκεχειρία του Θεού, που είχε προωθήσει ο Ουρβανός.
Οι σταυροφόροι συχνά λεηλατούσαν τις χώρες, μέσω των οποίων ταξίδευαν με τον χαρακτηριστικό μεσαιωνικό τρόπο της τροφοδοσίας ενός μετακινούμενου στρατού. Οι ευγενείς κρατούσαν για λογαριασμό τους το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που καταλάμβαναν αντί να το επιστρέψουν στους Βυζαντινούς όπως είχαν ορκισθεί. Στη Ρηνανία η Σταυροφορία του Λαού οδήγησε σε σφαγή και δολοφονία χιλιάδων Εβραίων. Στα τέλη του 19ου αιώνα το επεισόδιο αυτό χρησιμοποιήθηκε από Εβραίους ιστορικούς για να υποστηρίξουν τον Σιωνισμό. Η Δ' Σταυροφορία κατέληξε σε λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρωμαιοκαθολικούς, τερματίζοντας ουσιαστικά την ευκαιρία επανένωσης της Χριστιανικής Εκκλησίας και οδηγώντας στην εξασθένηση και τελική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς. Ωστόσο, πολλοί σταυροφόροι ήταν απλώς φτωχοί, που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις δυσκολίες της μεσαιωνικής ζωής με ένα ένοπλο προσκύνημα που οδηγούσε στην Αποθέωση στην Ιερουσαλήμ.
Στην εικόνα, ο Μανουήλ Γ΄Κομνηνός
Τα στρατεύματα των σταυροφόρων αποκαλούνταν με τίτλους όπως ο στρατός «του σταυρού», «του Χριστού», «του Κυρίου» και «της πίστης». Το σύμβολο του σταυρού ήταν το αναγνωριστικό σημείο των Σταυροφόρων, από το οποίο λάμβαναν και το προσφιλές τους όνομα. Οι Σταυροφόροι ονομάζονταν «οι στρατιώτες του Χριστού», προσκυνητές, λατ. περεγκρίνι, και «οι έχοντες το σημείο του σταυρού», λατ. κρουσισιγκνάτι ή σιγκνατόρες. Η συμμετοχή σε σταυροφορία σήμαινε ότι σταυροφόρος «έπαιρνε τον σταυρό» ή «έπαιρνε το σημείο του σταυρού». Από τους συγχρόνους τους δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι οι Σταυροφορίες ήταν θεϊκή αποστολή και μάλιστα περιγράφονταν ως «τα Έργα του Θεού που επιτελούνταν μέσω των Φράγκων». Όσοι θανατώνονταν κατά τις σταυροφορικές εκστρατείες είχαν το προνόμιο ειδικού συγχωροχαρτιού για τις αμαρτίες που είχαν διαπράξει και θεωρούνταν στη συνείδηση του λαού μάρτυρες. Οι κληρικοί της εποχής προωθούσαν απόψεις όπως ότι οι δίκαιοι δεν έπρεπε να φοβούνται ότι θα τους καταλογιζόταν ως αμαρτία το να σκοτώσουν τον εχθρό του Ιησού Χριστού, ότι ο στρατιώτης του Χριστού μπορεί εκ του ασφαλούς να σκοτώσει και ακόμη περισσότερο να σκοτωθεί και ότι όταν ο στρατιώτης πεθάνει, ωφελεί τον εαυτό του ενώ όταν σφαγιάζει, ωφελεί τον Χριστό. Για τους κληρικούς ήταν αποδεκτό να συμμετέχουν στον πόλεμο εφόσον, όπως αναφέρει ο Θωμάς Ακινάτης, το τρόπαιο δεν θα ήταν εγκόσμια οφέλη αλλά η άμυνα της Εκκλησίας ή των φτωχών και των καταπιεσμένων.
Οι σταυροφορίες ξεκινούσαν με απόφαση του εκάστοτε πάπα της Ρώμης και —τουλάχιστον στην αρχή— ήταν πολύ σημαντικά γεγονότα. Συνήθως η κήρυξη μιας Σταυροφορίας συνοδευόταν και από εγκλήματα και διώξεις από απλούς πολίτες εναντίον των Εβραίων, αρκετές κοινότητες των οποίων βρίσκονταν στη Δυτική Ευρώπη. Ήταν η εύκολη λύση για όσους ήθελαν να εκτονώσουν το θρησκευτικό τους μένος, και για πολλούς άλλους που έβρισκαν ευκαιρία για κλοπές και καταστροφές. Έγιναν αρκετές σταυροφορίες από τον 11ο αιώνα μέχρι και τον 15ο, οπότε έγιναν οι τελευταίες σταυροφορίες κατά των Οθωμανών Τούρκων. Η τελευταία αναλαμπή των σταυροφοριών ήταν η Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Στην εικόνα, ο γάλλος ηγεμόνας Φίλιππος ο Ωραίος:
Όμως πίσω από τον ενθουσιασμό και τα ιδανικά που υπερασπίζονταν οι σταυροφόροι υπήρχαν βαθύτεροι και λιγότερο ευγενείς σκοποί. Οι σταυροφορίες ξεκίνησαν υποκινούμενες κυρίως από την Καθολική εκκλησία, με σκοπό να επεκτείνει την εξουσία της στην Ανατολή και να καταφέρει να υποτάξει την εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Παραλλήλως, πολλοί ηγεμόνες ονειρεύονταν πλούτη, δόξα και περιπέτειες. Ακόμη και οι απλοί άνθρωποι και στρατιώτες που ακολούθησαν είχαν τα δικά τους όνειρα για πλούτη, αναγνώριση και μια καλύτερη ζωή. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν τα δικά τους σχέδια και προσπάθησαν να στρέψουν τους Σταυροφόρους στην Μικρά Ασία χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όλοι όσοι πήραν μέρος άμεσα ή έμμεσα ήθελαν να κερδίσουν κάτι αλλά τα αποτελέσματα των σταυροφοριών άλλαξαν εντελώς διαφορετικά την Ευρώπη από αυτό που περίμεναν. Στις εικόνες, κατά σειράν, οι Πάπες Βονιφάτιος ο Όγδοος, Κλήμης ο Τρίτος, Ευγένιος ο Τρίτος, Γρηγόριος ο Έβδομος, Γρηγόριος ο Όγδοος, Ονώριος ο Τρίτος και Ιννοκέντιος ο Τρίτος, που ενεπλάκησαν στα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα αυτής της ταραχώδους περιόδου:
Η βυζαντινή αυτοκρατορία αποδυναμώθηκε περισσότερο, αναγκαζόμενη να έχει τον νου της στη Δύση αντί να συγκρατεί τους Τούρκους στην Ανατολία. Το αποκορύφωμα ήταν η προσωρινή διάλυσή της από την Δ' Σταυροφορία. Τελικά οι Βυζαντινοί υποχρεώθηκαν να πολεμούν στα Βαλκάνια, στην Αδριατική και στο Αιγαίο, έχασαν την Μικρά Ασία και κατακτήθηκαν από τους Τούρκους. Η Δ' Σταυροφορία δεν έπληξε μόνο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά και την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η βίαια υποταγή της στη Ρώμη και οι διωγμοί των ορθόδοξων ιερέων στην κυρίως Ελλάδα και την Κύπρο από τους σταυροφόρους έμειναν χαραγμένα στη μνήμη της. Από την άλλη, διωγμοί και σφαγές Λατίνων, απλών ανθρώπων ή ιερέων, από τους Βυζαντινούς, που είχαν συμβεί κάποιες φορές και πριν το 1204 που κυριεύθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους αλλά και αρκετές φορές μετά, συνέτειναν στο να μη βλέπουν με καλό μάτι οι Δυτικοί τους Βυζαντινούς. Μάλιστα, η ιδέα μίας σταυροφορίας εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξαν εποχές που συζητιόταν αρκετά έντονα στη Δύση.
Οι Άραβες βελτίωσαν τις τακτικές τους, έμαθαν καινούρια γι' αυτούς όπλα από τους σταυροφόρους, εφηύραν νέα δικά τους και κατάφεραν το 1187 να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ, το 1260 να νικήσουν τους Μογγόλους στο Αν Τζαϊλούτ και να καταλάβουν τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας από τους Σταυροφόρους το 1291 τερματίζοντας την κυριαρχία των σταυροφόρων στην Ανατολή. Ήδη όμως, το ενδιαφέρον στη Δύση για τις σταυροφορίες είχε εξαντληθεί, και η εποχή των σταυροφοριών τελείωσε και τυπικά.
Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ το 1099,και ίδρυσαν τις δικές τους ηγεμονίες στην Ανατολή. Η δύναμή τους, όμως, δεν ήταν ποτέ πολύ μεγάλη, καθώς αποτελούσαν την μειοψηφία του πληθυσμού, και σταδιακά βρέθηκαν σε θέση άμυνας. Τους δύο αιώνες που παρέμειναν στην περιοχή επωφελήθηκαν και αυτά που έμαθαν, τα διέδωσαν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, στις πατρίδες τους. Έμαθαν τον αραβικό πολιτισμό, εκτίμησαν την ιατρική και πολλοί από αυτούς στα κάστρα τους ζούσαν σαν μουσουλμάνοι, φορώντας ανατολίτικα ρούχα, κάνοντας λουτρά και γευόμενοι την ανατολίτικη κουζίνα. Καλλιεργήθηκαν πνευματικά και έγιναν πραγματικοί ευγενείς άρχοντες. Βελτίωσαν και αυτοί με τη σειρά τους τις πολεμικές τους μεθόδους αλλά τελικά εκδιώχθηκαν από την Ανατολή. Ακόμη, ιδρύθηκαν 3 θρησκευτικά-πολεμικά τάγματα που θα επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία των σταυροφοριών. Αυτά ήταν το τάγμα των Ναΐτών,το τάγμα των Ιωαννιτών και το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών.Υπήρχαν και άλλα τάγματα όμως αυτά ήταν τα πιο γνωστά διότι ήταν και τα πιο ισχυρά. Όλα τα τάγματα προέρχονταν από όλη την Ευρώπη. Οι Ναΐτες φορούσαν άσπρη φορεσιά με κόκκινο σταυρό, οι Ιωαννίτες μαύρη φορεσιά με άσπρο σταυρό και οι Τεύτονες άσπρη φορεσιά με μαύρο σταυρό. Οι περισσότεροι Ιωαννίτες υπήρχαν στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, οι Ναΐτες στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ενώ οι Τεύτονες κυρίως στην ανατολική Ευρώπη. Υπήρχαν όμως και άλλοι που πολέμησαν ενάντια των Σαρακηνών.
Ενας λαός και ένας πολιτισμός που καταγόταν από τους απομείναντες Ευρωπαίους κατοίκους των σταυροφορικών κρατών - ιδιαίτερα Γάλλους Λεβαντίνους στο Λίβανο, την Παλαιστίνη, το Ισραήλ και την Τουρκία - και εμπόρους από τις θαλάσσιες δημοκρατίες της Μεσογείου - Βενετία, Γένοβα και Ραγούζα, συνέχισαν να επιβιώνουν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και άλλα μέρη της Μικράς Ασίας και των ακτών της Ανατολικής Μεσογείου καθόλη τη μεσαιωνική Βυζαντινή και την Οθωμανική εποχή. Αυτοί οι λαοί είναι γνωστοί ως Λεβαντίνοι ή Φραγκολεβαντίνοι και είναι Ρωμαιοκαθολικοί. Αφότου οι Βρετανοί κατέλαβαν τμήματα της Οθωμανικής Συρίας στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο όρος "Λεβαντίνοι" έχει χρησιμοποιηθεί ως δηλωτικός των κατοίκων μεικτής Αραβικής και Ευρωπαϊκής καταγωγής και των Ευρωπαίων - συνήθως Γάλλων, Ιταλών ή Ελληνων - που υιοθέτησαν τοπικές ενδυμασίες και έθιμα.
Οι σταυροφορίες επηρέασαν τη στάση της Δυτικής Εκκλησίας και του λαού έναντι του πολέμου. Η συχνή κήρυξη σταυροφοριών εξοικίωσε τον κλήρο με τη χρήση της βίας. Οι σταυροφορίες πυροδότησαν επίσης τη συζήτηση για τη νομιμότητα της αφαίρεσης εδαφών και περιουσιών από τους ειδωλολάτρες για καθαρά θρησκευτικούς λόγους, που θα ανέκυπτε πάλι το 15ο και το 16ο αιώνα με την Εποχή των Ανακαλύψεων. Οι ανάγκες των σταυροφορικών πολέμων προκάλεσαν εξελίξεις στην κοσμική διακυβέρνηση, που όμως δεν ήταν κατ' ανάγκη θετικές. Οι πόροι που συγκεντρώθηκαν για τις σταυροφορίες θα μπορούσαν να είχαν χρησικοποιηθεί από τα συμμετέχοντα κράτη για τοπικές και περιφερειακές ανάγκες και όχι σε μακρινές χώρες. Με τη δύναμη και το κύρος που προήλθαν από τις σταυροφορίες η παπική κουρία απέκτησε μεγαλύτερο έλεγχο σε όλη τη Δυτική Εκκλησία και επεξέτεινε το σύστημα της παπικής φορολογίας σε όλη την εκκλησιαστική δομή της Δύσης. Το σύστημα των συγχωροχαρτιών αναπτύχθηκε σημαντικά στην ύστερη μεσαιωνική Ευρώπη, πυροδοτώντας αργότερα την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση στις αρχές του 16ου αιώνα.
Η στρατιωτική εμπειρία επηρέασε το σχεδιασμό των Ευρωπαϊκών κάστρων - το Κάστρο Κέρναρφον αντανακλά άμεσα το στυλ των φρουρίων που ο Εδουάρδος Α΄ είχε παρατηρήσει πολεμώντας στις Σταυροφορίες. Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών σχεδιάστηκε για να εξαλείψει την αίρεση των Καθαρών στο Λανγκντόκ. Ενα αποτέλεσμά της ήταν η απόκτηση από τη Γαλλία εδαφών με στενότερους πολιτιστικούς και γλωσσικούς δεσμούς με την Καταλονία. Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών έπαιξε επίσης ρόλο στη δημιουργία και θεσμοθέτηση τόσο του Τάγματος των Δομινικανών όσο και της Μεσαιωνικής Ιεράς Εξέτασης. Ο Διωγμός των Εβραίων στην Α΄ Σταυροφορία εγκαινίασε μια χιλιόχρονη παράδοση οργανωμένων επιθέσεων κατά των Εβραίων της Ευρώπης.
Μετά την πτώση της Ακρας το 1291 η Ευρωπαϊκή υπεράσπιση των Σταυροφοριών διατηρήθηκε, παρά τις επικρίσεις από σύγχρονους όπως ο Ρότζερ Μπέικον που αισθανόταν ότι οι Σταυροφορίες ήταν ανώφελες αφού "αυτοί που επέζησαν, μαζί με τα παιδιά τους, είναι όλο και πιο πικραμένοι έναντι της Χριστιανικής πίστης". Ο ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις (γ. 1939) συνόψισε την άποψη κατά των σταυροφοριών ως αντίθετων προς την "Ειρήνη και Εκεχειρία του Θεού", που ο Ουρβανός είχε προωθήσει. Αντιθέτως ενίσχυσαν τη σύνδεση της Δυτικής Χριστιανοσύνης με τη φεουδαρχία και το μιλιταρισμό. Η δημιουργία στρατιωτικών θρησκευτικών ταγμάτων σκανδάλισε τους Βυζαντινούς Ελληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς. Οι σταυροφόροι λεηλατούσαν τις χώρες που περνούσαν κατά την πορεία τους προς την Ανατολή. Αντί να κρατήσουν τον όρκο τους να αποδώσουν τα εδάφη στους Βυζαντινούς, συνήθως τα κρατούσαν για λογαριασμό τους. Η Σταυροφορία του Λαού υποκίνησε τη Γερμανική Σταυροφορία και τη σφαγή χιλιάδων Εβραίων. Η Δ΄ Σταυροφορία είχε ως αποτέλεσμα την άλωση της Κωνσταντινούπολης θέτοντας ουσιαστικά τέρμα στην ευκαιρία επανένωσης της Χριστιανικής εκκλησίας με την άρση του Σχίσματος Ανατολής-Δύσης, οδηγώντας στην εξασθένιση και τελική υποταγή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς.
Οι ιστορικοί του Διαφωτισμού επέκριναν τη λοξοδρόμηση των σταυροφοριών. Ειδικότερα επεσήμαναν την Δ΄ Σταυροφορία, που αντί να επιτεθεί στο Ισλάμ επιτέθηκε σε μια άλλη Χριστιανική δύναμη - την (Ανατολική) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Ντέιβιντ Νίκολ (γ.1944) αναφέρει ότι η Δ΄ Σταυροφορία υπήρξε πάντα αμφιλεγόμενη όσον αφορά την "προδοσία" του Βυζαντίου.
Οκτακόσια χρόνια μετά την Δ΄ Σταυροφορία ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ εξέφρασε δύο φορές τη λύπη του για τα γεγονότα γύρω από αυτή. Το 2001 έγραψε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο αναφέροντας "Είναι τραγικό που οι επιδρομείς, που ξεκίνησαν για να διασφαλίσουν την ελεύθερη πρόσβαση των Χριστιανών στους Αγίους Τόπους στράφηκαν κατά των εν πίστη αδελφών τους. Το γεγονός ότι αυτοί ήταν Λατίνοι Χριστιανοί γεμίζει τους Καθολικούς με βαθειά θλίψη." Το 2204, όταν ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέθηκε το Βατικανό ο Ιωάννης Παύλος Β΄ αναρωτήθηκε "Πώς να μη μοιραστούμε, μετά από οκτακόσια χρόνια, τον πόνο και την αποστροφή". Αυτό έχει θεωρηθεί ως απολογία προς την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία για τη φοβερή σφαγή που διέπραξαν οι πολεμιστές της Δ΄ Σταυροφορίας. Τον Απρίλιο του 2004, σε ομιλία για την 800ή επέτειο της άλωσης της πόλης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έκανε επίσημα δεκτή την απολογία. "Το πνεύμα της συμφιλίωσης είναι ισχυρότερο από το μίσος" είπε, κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας που παρακολουθούσε και ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Φιλίπ Μπαρμπαρέν της Λυών της Γαλλίας. "Αποδεχόμαστε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό την εγκάρδια χειρονομία σας για τα τραγικά γεγονότα της Δ΄ Σταυροφορίας. Είναι γεγονός ότι εδώ στην πόλη διαπράχθηκε ένα έγκλημα πριν από 800 χρόνια". Ο Βαρθολομαίος είπε ότι η αποδοχή του ήρθε με το πνεύμα του Πάσχα. "Το συμφιλιωτικό πνεύμα της ανάστασης ... μας παρακινεί προς τη συμφιλίωση των εκκλησιών μας".
Ένα πολύ σημαντικό μάθημα ήταν αυτό που πήραν οι βασιλείς. Πριν από τις σταυροφορίες, σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη, οι κόμητες και οι δούκες ήταν αυτοί που είχαν την ουσιαστική εξουσία, και η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο βασιλιάς στις περισσότερες χώρες ήταν ένα συμβολικό πρόσωπο με μικρή εξουσία και πολύ λίγα εδάφη. Ζητούσε από τους φεουδάρχες να τον βοηθήσουν σε περίπτωση πολέμου και δεν τους διέταζε. Οι φεουδάρχες ήταν ελεύθεροι να διεξάγουν τους δικούς τους πολέμους, και στην περίπτωση που πολεμούσαν με ένα φεουδάρχη από το ίδιο βασίλειο, ο βασιλιάς έπαιζε απλώς τον ρόλο του διαιτητή. Όμως, στην Ανατολή παρατήρησαν τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους μουσουλμάνους ηγεμόνες που είχαν απόλυτη και ουσιαστική δύναμη σε ότι αφορούσε τις επικράτειές τους, ακόμη και πάνω στον κλήρο, και θέλησαν να τους μιμηθούν. Αυτό το τελευταίο, οδήγησε στην αποδυνάμωση της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας, που με τον καιρό και με τους λανθασμένους χειρισμούς ορισμένων παπών έχανε όλο και πιο πολύ τη δύναμή της, αλλά και στη δημιουργία των σύγχρονων εθνών. Στην Α' Σταυροφορία όλοι ανεξαιρέτως, από όπου και αν κατάγονταν, έφεραν στο μπράτσο τους τον κόκκινο σταυρό. Στην Γ' Σταυροφορία, οι Γάλλοι έφεραν κόκκινο σταυρό, όσοι ήταν από τη Φλάνδρα και τη Λορραίνη έφεραν πράσινο σταυρό, και οι Άγγλοι άσπρο σταυρό σε κόκκινο φόντο, σημάδι ότι δε συμμετείχαν απλά ως στρατιώτες της Πίστης, αλλά και ότι ο κάθε λαός συμμετείχε υπό τη δική του σημαία.
Η Δ' Σταυροφορία (1201-1204) είχε στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ μέσω μιας εισβολής στην Αίγυπτο, αλλά παρέκκλινε από το στόχο της και οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ιδρύοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Ως ιστορικό γεγονός, η Δ' Σταυροφορία αποτέλεσε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ιστορικό φαινόμενο, το οποίο υπήρξε αποτέλεσμα διάφορων συμφερόντων και συναισθημάτων: θρησκευτικά αισθήματα, ελπίδες των Σταυροφόρων για ηθική ανταμοιβή και επιθυμία για κέρδη και περιπέτειες και υλικά κέρδη από την άλλη πλευρά. Όμως, η επικράτηση των υλικών συμφερόντων, η οποία ήταν αισθητή και στις προηγούμενες Σταυροφορίες, εκδηλώθηκε ξεκάθαρα κατά την Δ’ Σταυροφορία με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Την εποχή εκείνη η Παλαιστίνη ανήκε στην αιγυπτιακή δυναστεία των Αγιουβιδών. Μετά τον θάνατο όμως του Σαλαδίνου (Μάρτιος 1193), τα μέλη της δυναστείας ήλθαν σε εμφύλια σύγκρουση. Η εξέλιξη αυτή φαίνονταν ότι ήταν ευνοϊκή για την επιτυχή έκβαση μιας επικείμενης Σταυροφορίας.Μάλιστα την εποχή εκείνη στα χέρια των Σταυροφόρων είχαν μείνει μόνο, δύο αξιόλογες πόλεις: η Αντιόχεια (στη Συρία) και η Τρίπολη (στην Παλαιστίνη), καθώς και ένα παραλιακό κάστρο, η Άκρα. Ήταν επομένως επιτακτική η κήρυξη Σταυροφορίας για την επανάκτηση των υπόλοιπων Αγίων Τόπων (κυρίως των Ιεροσολύμων).
Kατά τo έτoς που προηγήθηκε της έναρξης της Δ' Σταυροφορίας, στο Βυζάντιο επικρατούσε γενικός αναβρασμός και ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου, η οποία οφειλόταν στις ανεπαρκείς ικανότητες τις αυτοκρατορικής δυναστείας των Αγγέλων.
Στην Πελοπόννησο, ο τοπικός άρχοντας Λέων Σγουρός είχε αποστατήσει, και με έδρα το Άργος επέκτεινε την κυριαρχία του βόρεια, μέχρι την κεντρική Εύβοια και τη Λάρισα. Στη Ρόδο αποστάτησε ο τοπικός άρχοντας, Λέων Γαβαλάς. Στην Μικρά Ασία σημαντικό υπήρξε το κίνημα του Θεόδωρου Λάσκαρη στη Βιθυνία. Στον Πόντο, τον Απρίλιο του 1204, η Τραπεζούντα καταλήφθηκε με γεωργιανό στρατό από τον εγγονό του Ανδρόνικου, Αλέξιο Α', ο οποίος ίδρυσε εκεί στη συνέχεια την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η περιοχή της Σμύρνης, είχε αποσπαστεί από το Βυζάντιο από το 1198. Η περιοχή της Φιλαδέλφειας το 1203 αποστάτησε με επικεφαλής τον τοπικό της άρχοντα. Η Αττάλεια είχε και αυτή ανεξάρτητο δικό της κυβερνήτη, κάποιον Ιταλό τυχοδιώκτη. Η άλλοτε ισχυρή κεντρική εξουσία της Αυτοκρατορίας ήταν πια σκιώδης.
Η Δύση μετά την Γ’ Σταυροφορία
Κατά τα τέλη του 12ου αιώνα και κυρίως την εποχή που αυτοκράτορας της (γερμανικής) Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ερρίκου Στ’, η επιρροή των Γερμανών ήταν αισθητή στην Ιταλία, ενώ τα σχέδια του απειλούνταν από το Βυζάντιο.
Ο νέος Πάπας, που εξελέγη το 1198, Ιννοκέντιος Γ', έστρεψε την προσοχή του στην πλήρη αποκατάσταση της παπικής εξουσίας, στην οποία αποτελούσαν εμπόδιο οι εκάστοτε Γερμανοί Αυτοκράτορες και στην τοποθέτησή του ως αρχηγού κατά του Ισλάμ σε επικείμενη Σταυροφορία. Οι πόλεις της Ιταλίας, αντιδρώντας στην γερμανική επιρροή, βρίσκονταν στο πλευρό του Πάπα. Θεωρώντας ως εχθρό του παπισμού και της Ιταλίας την γερμανική αυτοκρατορική δυναστεία των Χοενστάουφεν, ο Πάπας άρχιζε να υποστηρίζει την αντίπαλη φατριά του Όθωνα του Μπράουνσβαϊχ.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, Αλέξιος Γ’ πιστεύοντας πως θα μπορούσε να αποτελέσει το Βυζάντιο ένα κοσμικό κράτος, απέστειλε επιστολή στον Πάπα λέγοντας ότι μονό αυτός, ως απόγονος της γνήσιας οικουμενικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα ήταν δυνατό να επιβληθεί πολιτικά σε όλο τον δυτικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, η πολύπλοκη εσωτερική και εξωτερική κατάσταση του Βυζαντίου δεν άφηνε καμία ελπίδα για την επιτυχία τόσο φιλόδοξων σχεδίων.
Πάπας Ιννοκέντιος Γ’
Ο Ιννοκέντιος, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, δεν ήθελε να βλέπει το Βυζάντιο ως σχισματικό κράτος και άρχισε συνεννοήσεις για την ένωση των Εκκλησιών, απειλούσε μάλιστα ότι σε περίπτωση που ο Αλέξιος Γ’ φέρει αντιρρήσεις θα υποστηρίξει τον εκθρονισθέντα αυτοκράτορα Ισαάκιο, που η κόρη του είχε παντρευτεί τον Γερμανό Φίλιππο της Σουαβίας. Ο Αλέξιος Γ’ όχι μόνο δεν συμφώνησε με την πιθανή ένωση των εκκλησιών, αλλά σε επιστολή του υποστήριξε ότι η αυτοκρατορική εξουσία είναι ανώτερη από την πνευματική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι μεταξύ τους σχέσεις.
Ταυτόχρονα με τις διπλωματικές προσεγγίσεις ο Ιννοκέντιος οργάνωνε την επικείμενη Σταυροφορία, κατά την οποία οι Χριστιανοί της Ανατολής και της Δύσης θα ενώνονταν για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τα χέρια των ‘απίστων’. Απεσταλμένοι του Πάπα εστάλησαν σε όλους τους άρχοντες της Ευρώπης που ταυτόχρονα υπόσχονταν άφεση αμαρτιών σε περίπτωση συμμετοχής. Στο κάλεσμα όμως δεν ανταποκρίθηκε ικανοποιητικός αριθμός: ο βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος Β' της Γαλλίας είχε ήδη αφορισθεί λόγω του διαζυγίου του, ο Ιωάννης ο Ακτήμων της Αγγλίας ήταν απασχολημένος σε συγκρούσεις με τους βαρόνους του και στη Γερμανία, είχε ξεσπάσει αγώνας μεταξύ του Όθωνα του Μπράουνσβαϊχ και του Φιλίππου του Σουαβίας. Από τους σημαντικούς βασιλιάδες μόνο αυτός της Ουγγαρίας έλαβε μέρος στην Σταυροφορία. Πάντως οι πιο εκλεκτοί ιππότες της Δύσης, κυρίως από τη βόρεια Γαλλία, ακολούθησαν τους Σταυροφόρους.
Δόγης Δάνδολος
Σημαντικό ρόλο στην Δ’ Σταυροφορία έπαιξε ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος. Αν και ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία ογδόντα ετών, ήταν αρκετά δυναμικός ως χαρακτήρας και είχε πλήρη επίγνωση των επιδιώξεων της Βενετίας, κυρίως των οικονομικών. Επίσης υπήρξε, κατά τις πηγές, μεγαλοφυής διπλωμάτης, πολιτικός και πολύπειρος οικονομολόγος.
Την εποχή εκείνη οι σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου δεν ήταν φιλικές. Ένας θρύλος αναφέρει ότι ο Δάνδολος, όταν ήταν νεώτερος και έμενε για ένα διάστημα φιλοξενούμενος στην Κωνσταντινούπολη, τυφλώθηκε ύπουλα από κάποιους Βυζαντινούς με ένα κοίλο κάτοπτρο που αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου και το γεγονός αυτό ήταν η αιτία του μίσους που έτρεφε ο δόγης προς το Βυζάντιο. Βέβαια η αμοιβαία δυσπιστία και ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κρατών είχαν βαθύτερα αίτια. Ο Δάνδολος είχε αντιληφθεί καλά ότι η Ανατολή (χριστιανική και μωαμεθανική) ήταν πηγή πλούτου και έστρεψε την προσοχή του πρώτα στον πλησιέστερο αντίπαλο, το Βυζάντιο. Ως πρώτο βήμα ζήτησε την πλήρη αποκατάσταση όλων των εμπορικών προνομίων που είχε αποκτήσει η Βενετία παλαιότερα στο Βυζάντιο και είχαν περιοριστεί την εποχή των Κομνηνών. Επίσης, όπως και ο Πάπας, έτσι και ο Δάνδολος απειλούσε ότι θα υποστηρίξει τις αξιώσεις επί του βυζαντινού θρόνου της οικογένειας του εκθρονισθέντος Ισαάκιου Αγγέλου.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της Δ’ Σταυροφορίας δύο χαρακτήρες έπαιξαν σημαντικό ρόλο: ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ ως αντιπρόσωπος του πνευματικού παράγοντα και ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, ως εκπρόσωπος του κοσμικού παράγοντα, που έδινε προτεραιότητα στους υλιστικούς εμπορικούς σκοπούς. Ο κόμης Θεοβάλδος Γ' της Καμπανίας εξελέγη αρχηγός του στρατού των Σταυροφόρων, αλλά πέθανε ξαφνικά πριν αρχίσει η Σταυροφορία. Ως νέος ηγέτης εκλέχθηκε ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, έτσι η αρχηγία περιήλθε σε Ιταλό πρίγκιπα.
Οι Σταυροφόροι έπρεπε να συγκεντρωθούν αρχικά στη Βενετία, που αντί ορισμένου χρηματικού ποσού ανέλαβε να τους μεταφέρει με τα πλοία της στην Ανατολή. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας όμως δεν ήθελε να τους μεταφέρει πριν εισπράξει ολόκληρο το χρηματικό ποσό που της είχαν υποσχεθεί. Μη έχοντας όλο το ποσό, οι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν να δεχτούν την πρόταση του Δάνδολου: να τον βοηθήσουν να καταλάβει τη δαλματική πόλη Ζάρα (σημερινή Ζαντάρ) που είχε αποσπαστεί από τη Βενετία για να προσαρτηθεί στην Ουγγαρία. Αν και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας μετείχε στην Σταυροφορία, οι Σταυροφόροι δέχτηκαν την πρόταση του δόγη και κατευθύνθηκαν εναντίον της Ζάρα, μιας πόλης που επρόκειτο να συμμετάσχει στη Σταυροφορία. Έτσι η Σταυροφορία που προορίζονταν να στραφεί κατά των μουσουλμάνων "απίστων" άρχισε την πολιορκία μιας χριστιανικής πόλης στην οποία ζούσαν Σταυροφόροι. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Πάπα και τις απειλές για μαζικούς αφορισμούς, οι σταυροφόροι κατέλαβαν τη Ζάρα και την κατέστρεψαν. Δεν πτοήθηκαν ούτε όταν οι κάτοικοι της πόλης τοποθέτησαν στα τείχη Εσταυρωμένους.
Όταν ο Πάπας πληροφορήθηκε την κατάληψη της Ζάρα και άκουσε τα εναντίον των Σταυροφόρων και των Ενετών παράπονα του Βασιλιά της Ουγγαρίας, προέβη στον αφορισμό τους. Αυτό, όμως, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αν και ανακάλεσε μετέπειτα τον αφορισμό κατά των Σταυροφόρων άφησε 'τιμωρημένους' τους Βενετούς. Πάντως, ο Ιννοκέντιος δεν απαγόρευσε στους Σταυροφόρους να έρχονται σε επαφή με τους αφορεσμένους Βενετούς και έτσι η συνεργασία τους συνεχίστηκε.
Παρέκκλιση προς Κωνσταντινούπολη
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ζάρα, αναδείχτηκε μια νέα προσωπικότητα στο προσκήνιο: ο γιος του εκθρονισμένου βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου, Αλέξιος, που είχε καταφύγει στη Δύση με σκοπό να ζητήσει βοήθεια για την αποκατάσταση του θρόνου του. Ενώ αρχικά κατέφυγε στην Γερμανία, ο Όθωνας του Μπράουνσβαϊχ ήταν ανίκανος να τον υποστηρίξει, λόγω εσωτερικών προβλημάτων στην χώρα του, έστειλε όμως αντιπροσωπεία στη Ζάρα, ζητώντας από τη Βενετία και τους Σταυροφόρους να τον βοηθήσουν. Για τη βοήθεια αυτή ο Αλέξιος υποσχέθηκε, σε ό,τι αφορούσε τον θρησκευτικό τομέα, να υποτάξει το Βυζάντιο στη Ρώμη, αλλά και να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό μετά την αποκατάστασή του και τέλος να συμμετάσχει και ο ίδιος προσωπικά στην μετέπειτα Σταυροφορία.
Ο Δάνδολος αντιλήφθηκε αμέσως όλα τα πλεονεκτήματα αυτής της πρότασης και ήθελε να παίξει κύριο ρόλο στην εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης. Έβλεπε ότι ανοίγονταν μεγάλες ευκαιρίες από αυτή την τροπή των γεγονότων. Αρχικά, οι Σταυροφόροι δεν ενέκριναν αυτή την αλλαγή στα σχέδια, όμως τελικά συμφώνησαν με τον Δάνδολο. Οι περισσότεροι από τους Σταυροφόρους αποφάσισαν να συμμετάσχουν κατά της Κωνσταντινούπολης, υπό τον όρο μετά να κατευθυνθούν προς την Αίγυπτο. Έτσι, τον Μάιο του 1203 ο Ενετικός στόλος με τον Δάνδολο, τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και τον πρίγκιπα Αλέξιο, απέπλευσε από τη Ζάρα και ύστερα από ένα μήνα έκανε την εμφάνισή του στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Πολλοί ερευνητές πάντως έχουν δώσει μεγάλη σημασία στο ζήτημα αυτής της παρέκκλισης της Σταυροφορίας προς Κωνσταντινούπολη. Αυτή η εκδοχή των τυχαίων συμπτώσεων που οδήγησαν τελικά την Σταυροφορία κατά του Βυζαντίου, υποστηρίζεται από τον ιστορικό Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, που είχε συμμετάσχει στην Σταυροφορία και ήταν κύρια πρωτογενής πηγή της Δ' Σταυροφορίας. Υπάρχουν όμως και άλλες πηγές που υποστηρίζουν ότι η πορεία κατά της Κωνσταντινούπολη είχε μυστικά αποφασιστεί εξαρχής από τον Πάπα και τον Γερμανό βασιλιά Φίλιππο της Σουαβίας[1][2]. Γενικά, από διαφορετικές πηγές έχουν διατυπωθεί τα δύο αυτά διαφορετικά σενάρια, δηλαδή των «τυχαίων γεγονότων» και της «προμελέτης»[3][4].
Μια άλλη ιστορική πηγή, ο Γάλλος μελετητής, Μα-Λατρί, υποστήριξε ότι η Βενετία, είχε μυστική συνθήκη με τον Σουλτάνο της Αιγύπτου και, ως εκ τούτου, με δεξιοτεχνία ανάγκασε τους Σταυροφόρους να εγκαταλείψουν τον βασικό τους στόχο, την Αίγυπτο, και να κατευθυνθούν εναντίον του Βυζαντίου[5].
Πέρα από τις διάφορες θεωρίες, οι πηγές συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: ότι επικράτησε η ισχυρή θέληση του Δάνδολου, ο οποίος είχε ανησυχήσει από την οικονομική ανάπτυξη των άλλων ιταλικών κρατών, της Γένουας και της Πίζας και προσδοκούσε στον απεριόριστο πλούτο και λαμπρό μέλλον από την κατάκτηση των αγορών της Ανατολής.
Τελικά, κατά τα τέλη του Ιουνίου του 1203, ο στόλος των Σταυροφόρων έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία την εποχή εκείνη κατά τον Νικήτα Χωνιάτη, θύμιζε στους Δυτικοευρωπαίους «την Σύβαρι, που ήταν γνωστή για την μαλθακότητά της»[6]. Από σύγχρονες δυτικές πηγές, αναφέρεται ο απεριόριστος θαυμασμός που έτρεφαν οι Σταυροφόροι για το πλούτο που κατείχε η Πόλη.
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204).
Φαινόταν πιθανό ότι η οχυρωμένη βυζαντινή πρωτεύουσα θα μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία στους Σταυροφόρους, των οποίων ο αριθμός δεν ήταν τόσο μεγάλος. Οι τελευταίοι, όμως, αποβιβάστηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο και εισχώρησαν σε αυτόν πυρπολώντας τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Ταυτόχρονα οι ιππότες επιτέθηκαν κατά της πόλης, που παρά την απεγνωσμένη αντίσταση, ιδιαίτερα από τους μισθοφόρους Βαράγγους, καταλήφθηκε τον Ιούλιο του 1203 από τους Σταυροφόρους.
Ο Αλέξιος Γ΄ που δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να αντισταθεί, εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Ο Ισαάκιος Β΄ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο, ενώ ο γιος του Αλέξιος που είχε φτάσει μαζί με τους Σταυροφόρους ανακηρύχθηκε συν-αυτοκράτορας (Αλέξιος Δ΄). Η πρώτη αυτή πολιορκία και κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους έγινε με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαακίου Β΄ στον θρόνο.
Η συνέχεια της Σταυροφορίας δεν ήταν αυτή που είχε σχεδιαστεί στη Ζάρα. Το αυτοκρατορικό ταμείο πλέον ήταν άδειο. Απελπισμένος ο νέος συν-αυτοκράτορας προσπαθεί να συλλέξει το χρηματικό ποσό που έχει υποσχεθεί στους Σταυροφόρους με διάφορους τρόπους: πρόσθετοι φόροι, δασμοί, συλλέγεται ακόμη και το ασήμι και το χρυσάφι από το στολισμό της εκκλησιαστικής περιουσίας. Όμως ο λαός της Κωνσταντινούπολης τρέφει εχθρικά αισθήματα για την νέα του εξουσία, που την θεωρούσε προδοτική καθώς συναίνεσε στην Άλωση της πόλης. Η επανάσταση δεν αργεί να ξεσπάσει. Ο λαός της Πόλης ανατρέπει την εξουσία του και ανακηρύσσει αυτοκράτορα τον Αλέξιο Ε΄ Μούρτζουφλο. Ο Μούρτζουφλος, γνωστός και ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄, υποστηριζόταν από την παράταξη που διατίθεντο εχθρικά προς τους Σταυροφόρους και δεν δέχεται σε καμία περίπτωση να τηρήσει τους όρους των προκατόχων του με τους Σταυροφόρους και αρνείται οποιονδήποτε συμβιβασμό. Αντίθετα προσπαθεί να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση που δεν αργεί να πραγματοποιηθεί.
Οι Σταυροφόροι μετά το θάνατο του Ισαακίου και του Αλεξίου, ύστερα από διαταγή του ίδιου του Μούρτζουφλου, θεώρησαν τους εαυτούς τους απαλλαγμένους από κάθε υποχρέωση που είχαν αναλάβει έναντι του Βυζαντίου. Η ευθεία σύγκρουση Ελλήνων και Σταυροφόρων ήταν πια αναπόφευκτη και οι δεύτεροι άρχισαν να σχεδιάζουν την, για λογαριασμό τους, κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους (1204) πραγματοποιήθηκε μεταξύ Βενετίας και Σταυροφόρων συνθήκη, σχετικά με τη διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη πρόταση της συνθήκης είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή: «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε, δια των όπλων, την πόλη» . Τα κύρια σημεία της συνθήκης είχαν ως εξής:
Η κυβέρνηση των Λατίνων θα εγκαθίστατο στην πόλη και οι σύμμαχοι τους θα συμμετείχαν στην κατανομή των λαφύρων.
Επιτροπή αποτελούμενη από έξι Βενετούς και έξι Γάλλους, θα εξέλεγε εκείνον που, κατά τη γνώμη τους, θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα «προς δόξαν του Θεού, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας».
Ο Αυτοκράτορας θα είχε στη διάθεσή του το ένα τέταρτο της πόλης, την έξω από την πόλη περιοχή, καθώς και δύο ανάκτορα εντός της πόλης.
Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα θα δίνονταν κατά το ήμισυ στους Βενετούς και το υπόλοιπο στους άλλους Σταυροφόρους.
Όλοι οι Σταυροφόροι που θα λάμβαναν μικρές ή μεγάλες κτήσεις, εκτός από τον Ερρίκο Δάνδολο, όφειλαν να ορκιστούν πίστη στον Αυτοκράτορα.
Αφού οι Σταυροφόροι δέχθηκαν τους όρους αυτούς, άρχισαν την προσπάθειά τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη με συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα. Μια πρώτη επίθεση των Σταυροφόρων το πρωί της 9ης Απριλίου 1204 εναντίον του θαλάσσιου τείχους αποκρούστηκε. Στις 12 Απριλίου, όμως η επίθεση επαναλήφθηκε στο τείχος του Κεράτιου. Οι Βενετοί, που είχαν δέσει τις γαλέρες τους ανά δύο και τις είχαν υπερυψώσει με ξύλινες κατασκευές, τις οδήγησαν γεμάτες στρατό κατά των πύργων. Μετά από σκληρή μάχη, το απόγευμα κατόρθωσαν να καταλάβουν δύο πύργους και να δημιουργήσουν πρώτα ένα άνοιγμα στα τείχη και να ανοίξουν τρεις πύλες από όπου άρχιζαν να εισχωρούν στην πόλη. Όταν νύχτωσε, οι Σταυροφόροι είχαν καταλάβει ένα μικρό μέρος της περιοχής κοντά στον Κεράτιο κόλπο. Η βυζαντινή ηγεσία απέδειξε τότε πως δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις. Ο Αλέξιος Ε' Μουρτζούφλος και πολλοί ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη από τις χερσαίες πύλες προς τη Θράκη. Έτσι την επόμενη μέρα οι επιτιθέμενοι άρχισαν να προελαύνουν χωρίς να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση. Η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας που λέγεται Δ' Σταυροφορία».
Μετά την κατάληψη της πόλης, επί τρεις μέρες, οι Λατίνοι μεταχειρίστηκαν με φοβερή σκληρότητα, λεηλατώντας κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, δια μέσου των αιώνων, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα δεν έμεινε σεβαστό: οι εκκλησίες, τα λείψανα, τα μνημεία τέχνης. Οι ιππότες της Δύσης και οι στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία. Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της πόλης, δίνει μια τρομακτική εικόνα της λεηλασίας, της βίας και της ερήμωσης που έφεραν οι Σταυροφόροι.
Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών λεηλασίας, χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα. Ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα». Μετά από αυτή την Σταυροφορία, όλη η δυτική Ευρώπη κοσμήθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι περισσότερες από τις εκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης απέκτησαν μέρος από τα «ιερά λείψανα» της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων, που βρίσκονταν σε μοναστήρια της Γαλλίας, καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (1789). Τα τέσσερα ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν από τον Δάνδολο στην Βενετία, όπου και διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου.
Εν τω μεταξύ προέκυψε το πρόβλημα της οργάνωσης της κατακτηθείσας περιοχής από τους Σταυροφόρους. Τελικά αποφασίστηκε η ίδρυση μια Αυτοκρατορίας, όμοιας με αυτής που προϋπήρχε και τέθηκε ζήτημα εκλογής Αυτοκράτορα. Ο επικρατέστερος φαίνονταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Ο Δάνδολος όμως φαίνεται ότι αντιτάχθηκε στην υποψηφιότητα αυτή, θεωρώντας τον πολύ ισχυρό και φοβούμενος το γεγονός ότι οι κτήσεις του βρίσκονταν πολύ κοντά στην Βενετία. Έτσι και παραμερίστηκε και επιλέχτηκε ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας, που απείχε περισσότερο από τη Βενετία, ενώ συγχρόνως ήταν λιγότερο δυναμικός.
Σχετικά με τη διανομή των εδαφών, η Κωνσταντινούπολη, βάσει της συμφωνίας διανομής (Partitio Terrarum Imperii Romaniae), ο Βαλδουίνος έλαβε τα πέντε όγδοα και ο Δάνδολος τα τρία όγδοα μαζί με την Αγία Σοφία. Ο Βαλδουίνος έλαβε και την περιοχή της νότιας Θράκης, ένα μικρό τμήμα της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας στον Ελλήσποντο και μερικά νησιά του Αιγαίου. Ο Βονιφάτιος πήρε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη καθώς και τη βόρεια Θεσσαλία και γινόταν υποτελής του Βαλδουίνου.
Η Βενετία κατά τον διαμοιρασμό, εξασφάλισε τη μερίδα του λέοντος. Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου έλαβε μερικές περιοχές στις ακτές της Αδριατικής, όπως π.χ. το Δυρράχιο, τα νησιά του Ιονίου, το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, περιοχές στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, μερικούς λιμένες στην Θράκη. Βάσει της συμφωνίας, η Αγία Σοφία περιήλθε στα χέρια του κλήρου της Βενετίας και ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι έγινε Πατριάρχης και κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας της Νέας Αυτοκρατορίας.
Σε αυτή την κατάσταση, δημιουργήθηκαν εστίες ελληνικής αντίστασης. Ήδη είχαν δημιουργηθεί η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Αμέσως, μετά ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας ιδρύει το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα.
Ο Σταυροφόρος Βάλτερ, από το Οριγιόν της Καμπανίας, περίπου 200 χλμ. από το Παρίσι, γιος σιδερά, φτάνει ψηλά χάρη στη γενναιότητα που επέδειξε ως Σταυροφόρος και στη φιλοδοξία του. Αποκτά τον τίτλο του ιππότη του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, και του κόμη του Νέου Οριγιόν, όπως ονόμασε περιοχή της σημερινής Κυλλήνης. Νέος και φρεσκοπαντρεμένος έφυγε από την πατρίδα του για τον πόλεμο και χρόνια ολόκληρα περίμενε να ανταμώσει πάλι με την αγαπημένη του Ματθίλδη και τους δίδυμους γιους του Ρωμανό και Ιούλιο. Έρχεται επιτέλους η ώρα που ενώνεται πάλι η οικογένεια. Η Ματθίλδη και οι γιοι της έρχονται στην Αχαΐα. Η απλή γυναίκα γίνεται αρχόντισσα. Ο Βάλτερ και η Ματθίλδη Ντε Οριγιόν διαφεντεύουν τώρα τις τύχες της κομητείας του Νέου Οριγιόν. Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας ανθεί υπό τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο. Το ίδιο και η οικογένεια Ντε Οριγιόν. Ώσπου ξεσπά το κακό. Τα δίδυμα αδέρφια σκοτώνονται. Ο ένας κατά λάθος, από το χέρι του αδερφού του, κι ο άλλος από το μαράζι του. Ο δεύτερος όμως πρόλαβε να αφήσει έναν απόγονο. Ένα κοριτσάκι «υβριδικό είδος», γόνος Φράγκου και Ελληνίδας, που γεννιέται στο δάσος,. Το έκθετο το παίρνει και το μεγαλώνει με πολλή αγάπη ένα ζευγάρι απλών ανθρώπων. Η Πολυζώη μεγαλώνει και διψάει για γράμματα. Τα μαθαίνει στο μοναστήρι, στη Μονή Φιλοσόφου, στο φαράγγι του Λούσιου. Η Πολυζώη μορφώνεται, μεγαλώνει, ερωτεύεται, ζει τη ζωή της χωρικής αγνοώντας την καταγωγή της. Με τον Δήμο, τον νεαρό Έλληνα, θα κάνει οικογένεια και θα ζήσει στο Λούσιο ευτυχισμένη. Ώσπου ο τροχός της τύχης θα γυρίσει για όλους. Οι Ρωμαίοι ανακτούν την Πόλη, οι ισορροπίες αλλάζουν, οι δυο πλευρές συγκρούονται για τον έλεγχο των δεσποτάτων, των πριγκιπάτων, των κομητειών και των κάστρων. Η Πολυζώη θα καταλάβει ποια είναι, θα σμίξει με τους παππούδες της και θα κληθεί να αναλάβει τα ηνία του κομιτάτου μαζί με τον Δήμο. Οι δυο του θα στήσουν μια πολύτιμη γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο των Φράγκων και των Ρωμαίων. Αυτό είναι άλλωστε το πνεύμα της διοίκησης των Βιλεαρδουίνων: το γεφύρωμα του χάσματος ανάμεσα σε κατακτητή και κατακτημένο. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Οι ήρωες θα φτάσουν στο χείλος της καταστροφής για να επανακάμψουν ισορροπώντας πάλι στη νέα πολιτική πραγματικότητα. Το κάστρο της Ωριάς, το βασίλειο τους εκεί, στα σύνορα ανάμεσα στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας και το Δεσποτάτο του Μορέως, θα γίνει τελικά μια εστία ανταμώματος της Δύσης με την Ανατολή.
Οι Πάπες συστηματικά υποστήριξαν τη θέση ότι οι πόλεμοι που διεξάγονταν ή υποστηρίζονταν από τους ίδιους ήταν ιεροί αγώνες, ευλογημένοι από τον Θεό. Η ιδέα ενός πολέμου εμπνεόμενου από τα Χριστιανικά ιδεώδη πήρε έντονες διαστάσεις στη διάρκεια της Χριστιανικής «Ανακατάκτησης» της Ισπανίας, όπου ήδη στα μέσα του 10ου αιώνα οι Χριστιανοί λόγιοι σύχναζαν στις Μουσουλμανικές σχολές του Τολέδου. Μολονότι σημειώθηκαν κάποιες συρράξεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη χριστιανοκρατούμενη χώρα των Βάσκων στα βορειοδυτικά, μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα οι Χριστιανοί ηγεμονίσκοι πολεμούσαν συχνότερα μεταξύ τους παρά κατά των Μουσουλμάνων. Ο θρύλος ότι στην Κομποστέλλα, στη βορειοδυτική Ισπανία, είχαν βρεθεί τα λείψανα του απόστολου Ιακώβου, τον ανέδειξε σε προστάτη άγιο της Ανακατάκτησης, και η Κομποστέλλα έγινε ο πιο σημαντικός, ίσως, τόπος προσκυνήματος στη Δύση.
Η ιδέα των Σταυροφοριών που γεννήθηκε στη Δυτική Ευρώπη στη διάρκεια του 11ου αι., προήλθε από το συνδυασμό δύο παραγόντων: της αναβίωσης της αρχαίας παράδοσης των προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους στη διάρκεια του 10ου αι. και της έντονης φημολογίας, που αναπτύχθηκε στη Δύση από το τέλος της χιλιετίας, για ωμότητες σε βάρος των προσκυνητών από την πλευρά των Αράβων και των Τούρκων. Οι τελευταίοι, κύριοι της Βαγδάτης και προστάτες των Χαλιφών ήδη από το 1055, κατέκτησαν τη Συρία και κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα. Οι δυτικοί χρονογράφοι του 12ου αι. αναφέρουν το φανατισμό των Τούρκων ως κύρια αιτία των Σταυροφοριών. Όμως η άποψη αυτή δεν επιβεβαιώνεται από την ιστορική έρευνα. Η πρωτοβουλία προήλθε από τους πάπες, οι οποίοι είχαν ήδη προσδώσει χαρακτήρα ιερού πολέμου στην επιχείρηση ανάκτησης (Reconquista) των χριστιανικών εδαφών της Ισπανίας από τους Άραβες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου