Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ, "ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ"

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α' 1
Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:
«Το χάραμα επήρα Του Ήλιου το δρόμο, Κ ρεμώντας τη λύρα Τη δίκαιη στον ώμο Κι απ' όπου χαράζει Ως όπου βυθά, Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
2 Παράμερα στέκει Ο άντρας και κλαίει· Αργά το τουφέκι Σηκώνει και λέει: «Σε τούτο το χέρι Τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει Πως μου είσαι βαρύ.» Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου Φθαρμένα και μαύρα Σαν ίσκιους ονείρου· Λαλεί το πουλάκι Στου πόνου τη γη Και βρίσκει σπυράκι Και μάνα φθονεί.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β' 1
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει· Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·1 Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι; Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
2 Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ' όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της. Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν. Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε. Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει, Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη. Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα, Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο. Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη, Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι· Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει. Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
3 Ενώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήσει εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψει η αντρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβησμένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ' από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμει ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ' του τραγουδιού τα μάγια με βία, Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία». Χαμένη, αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει· Αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ' ηχώ ξυπνάει; Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται, Κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται· Και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο, Τ' αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο, Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα, Τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα· Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν' άστρο, Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ' όνομά τους μνέω. Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα, Για η δύναμη δεν είν' σ' αυτές ίσια με τ' άλλα δώρα. Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ' αυτές, η νεότερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε να 'μπει η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε· Μεγάλο πράμα η υπομονή! ....................... Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι εκείνη. Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές· Απ' όσα δίν' η θάλασσα, απ' όσ' η γη, ο αέρας». Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς πολεμάει». - Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της, Κι άφ'σε το χέρι του παιδιού κι εσώπασε λιγάκι, Και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι. Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' όνειρό της, Κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα. Κι ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους. Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους. Και μία είπε: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή, Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.» Και μία δεύτερη είπε: «Εγώ 'δα δάφνες. - Κι εγώ φως·....................... - Κι εγώ σ' φωτιά μιαν όμορφη π' αστράφταν τα μαλλιά της.» Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα». Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχήσει.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ' 1
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου Με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια, Τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος, Που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια (Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε! Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα, Ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει, Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα· Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου, Κι ευθύς εγώ τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω; Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη, Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα, Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος. Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη, Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους, Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους, Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια. Έξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα. Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο, Aκίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ως τον πάτο, Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα, Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο. Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες· Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε, Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι, Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη, Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι, Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...