Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΤΟΥ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Λαϊκισμός είναι η στάση και η συμπεριφορά που συναντάται στην πολιτική και στην τέχνη και χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται με δύο διαφορετικές και αντιφατικές μεταξύ τους σημασίες. Κατά την κοινή γλωσσική χρήση έχει καταρχήν αρνητική σημασία. Κατά την ακραία αρνητική του εκδοχή, ο λαϊκισμός στηρίζεται στην εσκεμμένη ανειλικρίνεια (π.χ. στη διάδοση κάποιου θέματος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα). Επίσης, ο λαϊκιστής πολιτευτής θέτει σκοπίμως ψευτοδιλήμματα, όπως "εχθροί ή φίλοι", "ταραξίες ή φιλήσυχοι", "αλλογενείς ή γηγενείς", με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ανασφάλειας στο λαό, και την αυτοπροβολή του ως προστάτη και σωτήρα. Το παράδειγμα του Κεμάλ Ατατούρκ είναι πολύ χαρακτηριστικό.
Το επίθετο "λαϊκός" αναφέρεται σε αυτόν που προέρχεται από το λαό. Η "λαϊκότητα" στο χώρο της πολιτικής αναφέρεται στη συμμετοχή, την παρουσία του λαού στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και ανύψωση του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας. Λαϊκισμός είναι η κατ' επίφασιν λαϊκότητα, δηλαδή αυτό που δείχνει λαϊκό ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Κοντινές έννοιες είναι η δημαγωγία, η κολακεία των αδυναμιών και ελαττωμάτων του λαού, Η επίκληση στην αυθεντία της μάζας και η καταγγελία των ελίτ και η υιοθέτηση θέσεων και τάσεων που την ευχαριστούν και απευθύνονται στο συναίσθημά της, εξασφαλίζοντας την εύνοιά της. Λαϊκότητα και λαϊκισμός είναι δύο έννοιες που ως κέντρο αναφοράς τους έχουν τον λαό. Σε τι όμως διαφέρουν; Το επίθετο «λαϊκός» αναφέρεται σε αυτόν που ανήκει στον λαό ή που προέρχεται από τον λαό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λαϊκισμός κάποιων δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής ποτυπώνεται με την προβολή λαοπρόβλητων και λαοφιλών αθλημάτων, όπως το ποδόσφαιρο και η καλαθοσφαίρηση, καθώς αυτά τα αθλήματα πιο εύκολα προσεγγίζονται από την πλειοψηφία των πολιτών μιας κι η ενασχόληση με αυτά είναι πιο εύκολη, πιο προσιτή και πιο οικονομική. Ωστόσο, τα αθλήματα αυτά δεν είναι τυχαίο ότι συνδυάζονται ευκολότερα και με το φανατισμό, με τα τυχερά παιχνίδια, με τον αποπροσανατολισμό του λαού από πολιτικές εξελίξεις «μείζονος» σημασίας και τον επαναπροσανατολισμό του σε ένα θέαμα «ήσσονος» σημασίας.Οι αθλητές που σχετίζονται με αυτά τα αθλήματα ηρωοποιούνται χάρη στα τεράστια συμβόλαια που υπογράφουν και χάρη στην αίγλη με την οποία περιβάλλεται το όνομά τους.
Η «λαϊκότητα» αναφέρεται στον χώρο της πολιτικής, εκφράζει τη συμμετοχή, την παρουσία του λαού στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και την ανύψωσή του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας. Λαϊκισμός είναι η κατ’ επίφαση λαϊκότητα, δηλαδή αυτό που δείχνει να είναι λαϊκό, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.Οι πραγματικοί και γνήσιοι πολιτικοί ηγέτες είναι αυτοί που προέρχονται μέσα από τους κόλπους του λαού, που έχουν βιώσει τα κοινωνικά προβλήματα και τις ανησυχίες των απλών- λαϊκών ανθρώπων που αγωνίζονται καθημερινά για το βιοπορισμό τους. Αυτοί οι πολιτικοί ηγέτες είναι που μπορούν να οσφρανθούν τις ανάγκες του λαού και να αγωνιστούν χωρίς ιδιοτέλεια για να τις υπηρετήσουν. Ο λαϊκισμός, αντίθετα, στηρίζεται στην εσκεμμένη ανειλικρίνεια (π.χ. στη διάδοση κάποιου θέματος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα), στην παραπλάνηση και τον εφησυχασμό του λαού, με στόχο την καθοδήγηση και ποδηγέτησή του.
Ο λαϊκισμός στοχεύει στον πατερναλισμό. (Ο πατερναλισμός αφορά την τάση κάποιου να φέρεται προστατευτικά και κηδεμονευτικά σε κάποια πρόσωπα).
Ο λαϊκιστής ηγέτης θέτει σκοπίμως ψευτοδιλήμματα, όπως «εχθροί ή φίλοι», «ταραξίες ή φιλήσυχοι», «αλλογενείς ή γηγενείς», με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ανασφάλειας στον λαό, ώστε να αυτοπροβληθεί στη συνέχεια ο ίδιος σαν προστάτης και σωτήρας. Στο σημείο αυτό έγκειται και η πιο επικίνδυνη συνέπεια του λαϊκισμού που μπορεί να μετασχηματίσει την διαφορετικότητα σε εχθρότητα και να παρωθήσει έτσι στην ξενοφοβία και σε κάθε μορφής ρατσισμό.
Ο λαϊκισμός απαντάται τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Στο κοινωνικό επίπεδο φαινόμενα λαϊκισμού συναντούμε στη γλώσσα, την τέχνη, την επιστήμη κτλ. Ειδικότερα, ο λαϊκισμός στην τέχνη έχει να κάνει με τη μαζική κουλτούρα, τον εκχυδαϊσμό και την προβολή του εμπορικού και όχι του ποιοτικού (για παράδειγμα. μερικά περιοδικά ποικίλης ύλης ή «εύπεπτα» τηλεοπτικά προϊόντα και θεάματα). Στο πολιτικό επίπεδο, επινοεί μια "ενδοχώρα" (heartland) όπου υποτίθεται ότι μπορεί κανείς να ανιχνεύσει δείγματα "γνήσιας" λαϊκής ζωής, που φέρει αλώβητα τα εθνολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά του εθνικού παρελθόντος, χωρίς να έχει επιμολυνθεί από την τεχνολογία και την εισβολή του δυτικού τρόπου ζωής. Οι Αμερικανοί λαϊκιστές το αναζητούν αυτό στις πολιτείες του Midwest, που αντιστοιχούν σε ένα είδος "πνευματικής Αρκαδίας" για την αντίληψη του μέσου εθνικιστή.Οι πολιτικοί ηγέτες προεκλογικά συνηθίζουν να φορούν το προσωπείο του λαϊκού ηγέτη, να συνθηματολογούν, να δίνουν στο λαό ψεύτικες υποσχέσεις, μέχρι να πάρουν την εξουσία. Επιδίδονται στην τακτική του πατερναλισμού (κηδεμονίας) και του Μεσσιανισμού ( υποκρίνονται τους «Μεσσίες», δηλ. τους Σωτήρες του λαού) σε μια προσπάθεια να πείσουν τους πολίτες ότι νοιάζονται για το καλό τους. Ταυτόχρονα με την τακτική της κινδυνολογίας καταργούν κάθε άμυνα από την πλευρά των πολιτών στους οποίους αρέσουν πολύ περισσότερο τα αισιόδοξα ψέματα παρά οι απαισιόδοξες αλήθειες. Ωστόσο, αυτά ισχύουν έως ότου πάρουν την εξουσία, καθώς από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα η φενάκη αποκαλύπτεται και τα προσωπεία πέφτουν.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο όρος έχει συνδεθεί με την εξαπάτηση του λαού, τη δημαγωγία, τη χειραγώγηση, την καλλιέργεια προσωπολατρίας. Στοχεύει στην πολιτιστική υποβάθμιση του λαού και την καθήλωσή του στο περιθώριο των εξελίξεων. Στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο ο λαϊκιστής έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό (αν όχι απόλυτα) με τον «δημαγωγό» ή τον «δημοκόπο». Για να το θέσουμε με όσο το δυνατόν απλούστερους όρους, αποδίδεται σε εκείνους τους πολιτικούς (αν και όχι μόνον σε πολιτικούς) που κολακεύουν αφειδώς το λαό, υποσχόμενοι πράγματα τα οποία δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν. Σε εκείνους που καθορίζουν ακόμα και τις μεσοπρόθεσμες πολιτικές τους με βάση τη λογική της εξασφάλισης μερικών ψήφων παραπάνω σε κάποιες επερχόμενες εκλογές (σχετική εδώ και η περιβόητη «παροχολογία», σχεδόν συνώνυμη –όσον αφορά τα εγχώρια– του λαϊκισμού, όπως και η συζήτηση περί «πολιτικού κόστους»). Κανείς φυσικά δεν μπορεί να νομιμοποιεί αυτά τα φαινόμενα.
Ο λαϊκισμός ως μορφή πολιτικής ιδεολογίας αντιπαραβάλλει τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της μάζας του λαού στα συμφέροντα των ελίτ. Το λεξικό Cambridge ορίζει τον λαϊκισμό ως «πολιτική ιδέα και δράση που στοχεύει στην αντιπροσώπευση των επιθυμιών και των αναγκών του απλού λαού». Ο λαϊκισμός παρατηρείται όχι μόνο στην πολιτική και τα ΜΜΕ. Παραδείγματος χάριν, συναντάται συχνά στη λογοτεχνία και τις τέχνες γενικότερα. Παρότι δε είναι συνήθως kitsch, μελοδραματικός και αγράμματος, ο λαϊκισμός είναι "διαταξικός", υπό την έννοια ότι διατρέχει όλα τα μορφωτικά, κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.
Στους προβληματισμούς όλων των λαών κυριαρχεί η ανάγκη εξεύρεσης, διάσωσης, ανασύστασης και διαφύλαξης της πολιτιστικής τους ταυτότητας στα πλαίσια της ισοπέδωσης των πολιτιστικών χαρακτηριστικών που διενεργείται συστηματικά από τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης. Δυστυχώς, είναι συγκεχυμένα τα στοιχεία που καθορίζουν το γνήσια «λαϊκό» και το αντιδιαστέλλουν προς το «λαϊκίζον» και το νόθο. Στη δημόσια αντιπαράθεση λαϊκιστής είναι ο φορέας της δημαγωγίας, της αβαθούς ιδεολογίας και του λεξιλογίου που δήθεν υπηρετεί τη γενική θέληση μιας ασαφούς, απροσδιόριστης μάζας που αποκαλείται, συλλήβδην, «λαός». Κάθε λαϊκιστής υποδύεται πως δεν υπάρχουν ταξικοί φραγμοί και, λεκτικά τουλάχιστον, αντιμάχεται κάθε μορφή ελιτισμού, ενώ απεχθάνεται τον πλουραλισμό και τη διαφοροποίηση των απόψεων και των επιλογών ζωής. Κάθε λαϊκιστής ασπάζεται το ιδεολόγημα πως η εθνική γλώσσα είναι απολύτως συγκροτημένη, πως η εθνική ταυτότητα έχει δομηθεί στη βάση της ετεροκανονικότητας.
Στις νότιες και τις νοτιοδυτικές Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής, οι αντιδράσεις των μεγάλων καλλιεργητών (farmer) και των χωρικών εναντίον της εισβολής του σιδηροδρόμου και των τραπεζών οδήγησε στην εμφάνιση ενόςλαϊκιστικού κινήματος και στη συνέχεια στην ίδρυση του People’s Party, το οποίο διεκδίκησε ανεπιτυχώς την προεδρία των HΠA στις εκλογές του 1892 και του 1896. O λαϊκισμός στη Pωσία του τελευταίου τεράρτου του 19ου αιώνα συμπυκνώνεται σε ένα φαινόμενο μοναδικό στην ιστορία: στην πορεία των νέων διανοούμενων από τις πόλεις προς τον λαό της υπαίθρου, με την πεποίθηση ότι στα πλαίσια της αγροτικής κοινότητας θα διατηρούνταν αλώβητες οι βασικές αρχές της ισότητας, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης. Φυσικά, οι νέοι εκείνοι Narodnikoi πίστευαν ακράδαντα πως η ανισότητα και η αδικία προέρχονταν κυρίως από τις δυτικοευρωπαϊκές καπιταλιστικές δομές της αγροτικής παραγωγής. Τέλος, οι διάφοροι λαϊκισμοί της Λατινικής Aμερικής φέρουν τη σφραγίδα του τόπου, του χρόνου και της κουλτούρας εντός της οποίας αναδεικνύονται. Η χαρισματική, πχ, προσωπικότητα του Χουάν Περόν μπόρεσε να επιβληθεί όχι μόνο γιατί οι περιστάσεις τον ευνόησαν, αλλά και γιατί ο ίδιος κατόρθωσε να επιτύχει τις κατάλληλες συμμαχίες με άλλα κόμματα (που έφεραν το σπέρμα του λαϊκισμού). Στη σύγχρονη Ευρώπη ο λαϊκισμός είναι η μισαλλόδοξη απάντηση στα προβλήματα φτώχειας και απώλειας των κεκτημένων που παρήγαγε ο όψιμος φιλελευθερισμός. Ο ευρωπαίος λογοκριτής εξασφαλίζει πως οι υπηρεσίες της εξουσίας θα λειτουργούν χωρίς αμφισβητήσεις και εξάρσεις σε μία μονότονη κανονικότητα.
Στο μεταξύ, η νέα παγκόσμια τάξη εφαρμόζει την επιβεβλημένη μαζική κουλτούρα (με έμφαση στο επίθετο «μαζική» και με αποδυνάμωση της κουλτούρας), ιδίως στους κόλπους αυταρχικών καθεστώτων (όπως της γείτονος Τουρκίας) που δεν ανέχονται τη διαφορετικότητα. Δεν υπάρχει πιο ύπουλη λογοκρισία από εκείνην που αποποιείται τη σύγχρονη, πηγαία έκφραση και στη θέση της προτείνει την επιστροφή σε πεπαλαιωμένα σχήματα: είτε αυτά είναι αριστερής λαϊκιστικής κοπής (δια της βίας αθεία, δια της βίας ομογενοποίηση, δια της βίας αυθεντία, δήθεν “λαϊκής” προελεύσεως, είτε αυτά της συντηρητικής επιστροφής και της εμμονής σε Βυζάντια και αρχαιότητες, σε γλωσσικές και εθνολογικές “καθαρότητες”, σε κατασκευασμένες πολιτιστικές ρίζες, σε κιτάπια κληρικαλιστικά και σε εκθέματα μουσείων! Υπάρχουν χειρότερες μορφές λογοκρισίας του ζωντανού, σφύζοντος βίου, πιο ωμός βιασμός της ελευθερίας του ατόμου από αυτές; Kαμιά τους δεν συνδέεται με τον αυτοκαθορισμό ή την αυτοδιάθεση του πολίτη.
Ο εθνικισμός υπήρξε βασική αρχή της κεμαλιστικής ιδεολογίας, ήδη μετά το κίνημα των Νεοτούρκων. Μέσω του εθνικισμού ο κεμαλισμός προσπάθησε να διαμορφώσει μια νέα συλλογική ταυτότητα για τους κατοίκους της τουρκικής Δημοκρατίας. Η ιδιότητα του Τούρκου προσδιορίστηκε γλωσσικά, πολιτισμικά και εδαφικά αλλά –επίσης- και φυλετικά και θρησκευτικά. Η ίδια η Τουρκική Δημοκρατία υπήρξε αποτέλεσμα ενός εθνικιστικού κινήματος που άνθισε κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, ενάντια σε αλλόθρησκους και αλλοεθνείς. Βασικός στόχος του εθνικισμού στον κεμαλισμό είναι η διατήρηση της ενότητας της τουρκικής επικράτειας μέσω του εκτουρκισμού και της απάλειψης γλωσσικών, πολιτισμικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων των κατοίκων της Τουρκίας. Ο κεμαλισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία στην Τουρκία επηρέασε βαθύτατα τους θεσμούς, τις αντιλήψεις, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές των πολιτών και ιδίως των αρχών της χώρας. Ο κεμαλισμός διαμορφώθηκε στα πρώτα χρόνια της τουρκικής Δημοκρατίας και επιχείρησε να δώσει μια νέα συλλογική ταυτότητα στους κατοίκους της Σουρκίας, να νομιμοποιήσει τους φορείς της κρατικής εξουσίας και να οδηγήσει την τουρκία στο δρόμο του εκσυγχρονισμού και του εκδυτικισμού.
Η τυπολογία της λογοκρισίας είναι προϊόν ετεροκαθορισμού. Υποστασιοποιεί ένα φιλελεύθερο, ή ένα αυταρχικό, πολλώ δε μάλλον ένα ολοκληρωτικό πολίτευμα. Οι μηχανισμοί ενστάλαξης, ελέγχου και περιορισμού μιας λίστας prohibitorum έτσι κι αλλιώς επιτελούν εκείνη τη μορφή λογοκρισίας που διενεργείται υποσυνείδητα, ενδοθεσμικά. Πρόκειται για μια μορφή «σιωπηρής επιτελεστικότητας της εξουσίας», που στη Δύση ασκείται μόνο στα πλαίσια του κλήρου και της εκπαίδευσης. Πλέον έχει αποκτήσει μορφές άτυπες και μη εντοπίσιμες στον δημόσιο χώρο. Η αγορά με τον δικό της τρόπο κατευθύνει την ανθρώπινη δημιουργία. Υπό την έννοια αυτή, η λογοκρισία στις φιλελεύθερες κοινωνίες δεν συγκροτείται πάνω στο ωμό «απαγορεύεται» της καταστολής, αλλά στους πολλαπλούς κοινωνικούς και εμπορικούς καταναγκασμούς. Η (τ’ούνομα μόνον) φιλελευθεροποίηση έχει μιαν ουδό ανεκτικότητας πέραν της οποίας κάθε προσπάθεια ελεύθερης έκφρασης κατακεραυνώνεται.
Προπαγάνδα είναι η στοχευμένη διάδοση πεποιθήσεων, αντιλήψεων με σκοπό να επηρεαστεί η κοινή γνώμη, ώστε οι πολίτες να υιοθετήσουν ορισμένη στάση και κατ’ επέκταση να προβούν σε ορισμένες ενέργειες. Διαφέρει από την πειθώ που χρησιμοποιεί επιχειρήματα και τεκμήρια. Αντίθετα, η προπαγάνδα αποτελεί συνειδητή προσπάθεια να πεισθεί το άτομο να αποδεχθεί κάποια πεποίθηση άκριτα ή να κάνει κάποια επιλογή. Συνήθως, αυταρχικά καθεστώτα που δεν έχουν τη συναίνεση του λαού, καταφεύγουν σε αυτή την τεχνική για να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη προκειμένου να εξασφαλίσουν την παραμονή τους στην εξουσία.
Τα μέσα (τεχνικές διάδοσης) που χρησιμοποιεί η προπαγάνδα για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της είναι ο προφορικός λόγος (συζήτηση, διαλέξεις, ημερίδες, συνέδρια, ειδησεογραφικά πρακτορεία, κυβερνητικές δηλώσεις κτλ.), ο γραπτός λόγος (προκηρύξεις, επιστολές, εφημερίδες, βιβλία, κτλ.). Επίσης, η χρησιμοποίηση κάθε μορφής τέχνης, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της λογοτεχνίας κτλ. Μέσον διάδοσης προπαγάνδας στην σημερινή εποχή αποτελεί και το διαδίκτυο. Σήμερα η ραγδαία εξάπλωση του διαδικτύου παρέχει πλήθος δυνατοτήτων και δράσεων για τα κοινωνικά κινήματα. Ο διαδικτυακός ακτιβισμός (‘activism’) προτείνει την πολιτική δράση/ διαμαρτυρία μέσα στο διαδίκτυο (μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Τα γνήσια καλλιτεχνικά προϊόντα έχουν αρχίσει να εκλείπουν καθώς στο βωμό του κέρδους θυσιάζεται κάθε πρωτοτυπία, κάθε φαντασία και δημιουργικότητα. Οι καλλιτέχνες περιορίζονται από μια λογική παραγωγής που μετατρέπει τα καλλιτεχνήματα σε εμπορεύσιμα είδη και μάλιστα με ημερομηνία λήξης. Έτσι, στη λογική ότι το λαϊκό «πουλάει» παράγονται χιλιάδες κακέκτυπα λαϊκής τέχνης που όχι μόνο δεν εκφράζουν τη γνήσια λαϊκή ψυχή αλλά αντίθετα υπηρετούν οικονομικά συμφέροντα. Οι υπεύθυνοι των τηλεοπτικών προγραμμάτων υποστηρίζουν κυνικά ότι «αυτό θέλει ο λαός, αυτό του προβάλλουμε». Ωστόσο, αυτό είναι ένα ψευτοεπιχείρημα καθώς το τηλεοπτικό πρόγραμμα έτσι όπως έχει στηθεί εξυπηρετεί επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα που κρατά το λαό εφησυχασμένο, αποπροσανατολισμένο κι αφοπλισμένο πνευματικά κι ηθικά, ανίκανο να αντισταθεί στην προπαγάνδα και στα μηνύματα που του μεταφέρονται. Τόσο ο λαϊκισμός, όσο και η προπαγάνδα ευνοούνται από τους εξής παράγοντες: • Την έλλειψη παιδείας και κριτικής ικανότητας, που καθιστούν το άτομο έρμαιο στα χέρια των λαϊκιστών/προπαγανδιστών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διακρίνει τον γνήσιο πολιτικό από τον δημαγωγό. • Την πολιτική απάθεια. Η αδιαφορία του λαού για συμμετοχή του στη δημόσια ζωή αφενός, και η υπερβολική φιλοδοξία ορισμένων πολιτικών αφετέρου, καθιστούν τον λαό εύκολο θήραμα των λαϊκιστών/προπαγανδιστών.
Η εξύψωση του μορφωτικού επιπέδου του λαού καθιστά τον πολίτη ικανό να αντιταχθεί στην ευτέλεια του λαϊκισμού και σε κάθε μορφή προπαγάνδας. Η συμμετοχή του στα «κοινά» παραγκωνίζει τους λαϊκιστές και προπαγανδιστές ηγέτες και τις πολιτικές τους. Ένα είδος προπαγάνδας πάντως ασκείται και σε δημοκρατικά πολιτεύματα για θεμιτούς όμως σκοπούς. Για παράδειγμα, στη διάρκεια του Δευτέρου παγκόσμιου πολέμου τόσο τα βρετανικά, όσο και τα αμερικάνικα Μ.Μ.Ε. έκαναν προπαγάνδα (εκστρατεία) υπέρ της πολεμικής προσπάθειας για να ανυψώσουν το ηθικό του κοινού, αλλά και να το εκπαιδεύσουν σε τρόπους προστασίας. Σύγχρονο παράδειγμα αποτελούν οι εκστρατείες ενημέρωσης που γίνονται κατά καιρούς για την ευαισθητοποίηση των πολιτών, π.χ. από το Υπουργείο Μεταφορών για την ασφαλή οδήγηση ή από διάφορες οργανώσεις, όπως η Greenpeace για τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος κ.ά.
Κατ’ αρχάς ο λαϊκισμός δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Εμφανίζεται στην Αθήνα της αρχαϊκής περιόδου και αποκτά τότε χαρακτηριστικά που διατηρεί μέχρι σήμερα – προσαρμοζόμενος όμως πάντα στις συνθήκες της κάθε εποχής. Ο λαϊκισμός είναι ένα πολιτικό παράσιτο που ευδοκιμεί στις δημοκρατίες. Νομίζω ότι το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το εξής: ο λαϊκισμός δίνει φαινομενικά μεγάλη έμφαση στη λαϊκή κυριαρχία. Η κριτική που ασκεί στη φιλελεύθερη δημοκρατία τονίζει την υποτιθέμενη νόθευση αυτής της αρχής που οφείλεται στην υφαρπαγή της εξουσίας από τις ελίτ (πολιτικών, διανοουμένων, οικονομικά ισχυρών κ.ά.). Επειδή καμιά φιλελεύθερη δημοκρατία δεν λειτουργεί τέλεια και επειδή μέρος της παθογένειάς της είναι και η δημιουργία ισχυρών ελίτ, οι λαϊκιστές εμφανίζονται εύστοχοι στις καταγγελίες τους αν και σχεδόν πάντα διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και διογκώνουν τα προβλήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η λύση που προτείνουν είναι η επιστροφή της εξουσίας στα χέρια του λαού με διαμεσολαβητή τον Ηγέτη. Ο οποίος, κατά τεκμήριο, γνωρίζει την πραγματική βούληση του λαού, κατανοεί τις ανάγκες του, αφουγκράζεται την ψυχή του. Ο Ηγέτης είναι ο Μεσσίας που θα επαναφέρει την πραγματική δημοκρατία, που θα οδηγήσει τον λαό στη γη της Επαγγελίας, που θα συντρίψει τους σφετεριστές της λαϊκής εξουσίας.
Ο λαϊκισμός ήταν πάντοτε επικίνδυνος, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο επικίνδυνος όσο σήμερα. Διότι σήμερα υπάρχουν ευνοϊκότατες προϋποθέσεις για την εμφάνιση αλλά και τη διάδοσή του. Οι προϋποθέσεις έχουν να κάνουν με την παθογένεια της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Για να μην παρεξηγηθώ, να τονίσω ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η καλύτερη διαθέσιμη μορφή πολιτικής οργάνωσης και θεσμικής συγκρότησης και τα θετικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας εντυπωσιακά. Ομως τα πάντα έχουν ένα κόστος. Μπορεί να είναι πολύ μικρότερο από το όφελος, αλλά παραμένει κόστος. Οταν μάλιστα η κατανομή του κόστους και του οφέλους είναι ανισομερής, οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες.
η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που θέσπισε την καθολική ψηφοφορία των (αρρένων) πολιτών, ανεξαρτήτως περιουσίας, μετά το βραχύβιο γαλλικό πείραμα του 1792-1795. Ο εκλογικός νόμος της 18ης Μαρτίου 1844, που ψηφίστηκε μετά τη συνταγματική επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, παραχωρούσε δικαίωμα ψήφου σε κάθε Ελληνα πολίτη άνω των 25 ετών, «έχοντα ιδιοκτησίαν τινά ή ασκούντα οποιοδήποτε επάγγελμα ή ανεξάρτητον επιτήδευμα». Στην αναφερόμενη ιδιοκτησία περιλαμβανόταν και η κινητή, «όταν αύτη είναι προσοδοφόρος και φοροτελής, ως το ποίμνιον, αι αγέλαι, τα μελίσσια και λοιπά»· ανεξάρτητα θεωρούνταν επίσης τα επαγγέλματα του υπαλλήλου ή του εργάτη, αφήνοντας εκτός εκλογικού σώματος ελάχιστους μόνο «υπηρέτας ή μαθητεύοντας εις τέχνην τινά» («Η της Τρίτης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική Συνέλευσις - Πρακτικά», Εν Αθήναις 1844, σ. 620-2).
Ηταν μια ρηξικέλευθη ρύθμιση, απείρως δημοκρατικότερη από όσα ίσχυαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οπως εξηγεί σε πανεπιστημιακό σύγγραμμά του ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, «την ίδια εποχή, ένας μόνο στους 12 Βρετανούς πολίτες είχε δικαίωμα ψήφου, ενώ στη Γαλλία, χάρη στους περιορισμούς της τιμηματικής ψήφου, μόνο 170.000 πολίτες ψήφιζαν σε συνολικό πληθυσμό 32 εκατομμυρίων κατοίκων. Η καθολική ψηφοφορία –του άρρενος βεβαίως πληθυσμού– στην μεν Γαλλία καθιερώθηκε σε μόνιμη βάση μετά το 1875, στο Βέλγιο το 1893, στη Νορβηγία το 1898, στην Αυστρία το 1907, στη Σουηδία το 1909, στην Ιταλία το 1912 και στην Αγγλία, την κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού, μόνο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» («Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία», Αθήνα 1981, σ. 66). Ανάλογη καθυστέρηση συναντάμε και στις υπόλοιπες χώρες της γηραιάς Ηπείρου: Ισπανία (1869), Γερμανία (1871), Σερβία (1888), Αυστρία (1896), Ιταλία (1912), Ολλανδία (1917), Ρουμανία (1918) κ.ο.κ. Ακόμη και στην Ελβετία, η καθολική ψηφοφορία καθιερώθηκε λίγο μετά την Ελλάδα (1848).
Η επαναστατική προέλευση του ελληνικού κράτους καθιστούσε «εξαιρετικά δύσκολη την υποταγή της ένοπλης πλειοψηφίας»: αδύνατος δεν ήταν ο καθορισμός των «σωστών» περιουσιακών προϋποθέσεων του εκλογικού δικαιώματος, αλλά η επιβολή τους σε όσους θ’ αποκλείονταν (Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Η γηραιά σελήνη», Αθήνα 1993, σ. 374). Ακόμη μεγαλύτερη θεσμική τομή επισφράγισε την έξωση του Οθωνα. Η Εθνοσυνέλευση του 1862-1864 κατοχύρωσε οριστικά το εκλογικό δικαίωμα κάθε πολίτη, μέσω ειδικής συνταγματικής διάταξης (άρθρο 66) που επέβαλλε την εκλογή των βουλευτών «δι’ αμέσου, καθολικής και μυστικής διά σφαιριδίων ψηφοφορίας». Την απόκλιση από το ευρωπαϊκό πρότυπο συμπληρώνει ο ενδόμυχος τρόμος των αστών απέναντι στην πληβειακή συνιστώσα των δικών τους επαναστάσεων. Το πιο εύγλωττο ίσως τεκμήριο επ’ αυτού συνιστά η εικόνα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 που μας παραδίδει ο Νικόλαος Δραγούμης, ανώτερος τότε κρατικός υπάλληλος (και τελευταίος Υπ.Εξ. του Οθωνα το 1862): ένα «κτηνοπρόσωπον ον, Αιθίοπος όψιν έχον και γυμνόν μέχρις οσφύος» ζητωκραύγαζε στο Σύνταγμα γεμάτο ευγνωμοσύνη για το άνοιγμα των φυλακών από τους επαναστάτες: «Ζάτω σύνταμμα! Καλό πράμμα σύνταμμα, μ’ έβγαλ’ απ’ το χάψι». «Ακούσας έφριξα», σημειώνει ο Φαναριώτης αφηγητής, υπαινισσόμενος πως η επανάσταση «επήρε τους χριστιανούς εις τον λαιμόν» της («Ιστορικαί αναμνήσεις», τ. β΄, Εν Αθήναις 1879, σ. 93). Εξίσου σύγχρονοι φαντάζουν οι αφορισμοί του για την επανάσταση του 1862 − «την ανταρσίαν» που «διενοήθησαν να εξευγενίσωσι προσαγορεύσαντες εις μεταπολίτευσιν» (σ. 320). Λες και διαβάζουμε επιφυλλίδες του Γιανναρά ή του Θεοδωρόπουλου στην «Καθημερινή» των ημερών μας: «επέδραμεν η αναρχία»· «υπερεπλεόνασεν η ανομία»· «τα περιτρίμματα των σχολείων και των αγορών, προσωποποιούντα τον Μιραβώ και τον Ρεβεσπέρ διεσάλπιζον ότι, μη ποτιζόμενον δι’ αίματος, το δένδρον της ελευθερίας ούτε ριζούται ούτε ανθεί»· «οι πολίται γίνονται νέου είδους σοσιαλισταί, αξιούντες δικαίωμα ουχί προς εργασίαν αλλά προς δημοσίας θέσεις, προς μισθούς, προς αρπαγάς, προς μη απόδοσιν των οφειλομένων» (σ. 319-20 & 341). Δεν λείπει ούτε η δαιμονοποίηση του Αλλου, με τη μορφή των Αρβανιτών χωρικών της ορεινής Κυπαρισσίας· οι τελευταίοι περιγράφονται από τον Δραγούμη ως επαγγελματίες ληστές που «ουδέποτε εργάζονται», αλλά και σαν ψευδοχριστιανοί σατανιστές που οργανώνουν πασχαλινές τελετουργίες με σούπες από έμβρυα σκύλων (σ. 323-4)!
Από στελέχη της ελίτ, όπως ο Δραγούμης, σαν κατεξοχήν «νόσημα» της δημοκρατικής τομής σκιαγραφείται η ανάδυση μιας νέας γενιάς πολιτικών που εκτόπισαν τα παλιά τζάκια: «από των κοτζαμπάσηδων, των φαναριωτών και των Βαυαρών, η εξουσία σύμπασα περιήλθεν εις άνδρας εξερχομένους εκ των σπλάχνων του κυριάρχου λαού, ο δε τόπος κυβερνάται διά του τόπου»· «από της 10ης Οκτωβρίου» 1862, αποφαίνεται, «ο λαός ηθικώς μεν διεφθάρη, πολιτικώς δε ουδέν απέκτησεν» (όπ.π., σ. 319 & 342). Η απαξίωση αυτή, προσφιλής άλλωστε στους ηττημένους κάθε μεταπολίτευσης, δεν ανταποκρίνεται βέβαια και τόσο στα πράγματα. Αν στον λόγο των τιμητών της καθολικής ψηφοφορίας κεντρική θέση κατέχει η «συναλλαγή» των πολιτευτών με τους εκλογείς, που ανταλλάσσουν την ψήφο τους με «διορισμούς και άλλας υποσχέσεις», το πρόβλημα δεν ήταν ηθικής φύσης· όπως πιστοποιούν ο βίος και τα αρχεία τους, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες αποτελούσαν συνήθως πρότυπα διαπλοκής της δημόσιας δράσης με τον ατομικό ή οικογενειακό πλουτισμό. Αυτό που πραγματικά ενοχλεί είναι το συλλογικό κόστος αυτής της «συναλλαγής» για τους έχοντες και κατέχοντες: διορισμοί και συναφή ρουσφέτια παροχετεύουν προς όφελος των κατώτερων τάξεων δημόσιους πόρους που οι γράφοντες θα προτιμούσαν να καταλήγουν σε ευγενέστερες τσέπες − ή στη διασφάλιση του αξιόχρεου της χώρας, που με τη σειρά του εγγυόταν τις προσόδους των εσωτερικών δανειστών του δημοσίου (Χατζηισωσήφ 1993, σ. 376).
Αν στον λόγο του φιλελεύθερου αστισμού η καθολική ψηφοφορία εξομοιωνόταν τον 19ο αιώνα με την «ανομία» και τη «συναλλαγή», δεν έλειψαν και πιο προωθημένες ταυτίσεις της με την καθαρή, ανθρωποκτόνο εγκληματικότητα. Ιδίως σε μια δύσκολη στιγμή για τη διεθνή εικόνα του ελληνικού κράτους, όπως ήταν ο φόνος τεσσάρων Αγγλων και Ιταλών ευγενών στο Δήλεσι (9/4/1870) από τη συμμορία που τους είχε απαγάγει με κύριο αίτημα την αμνήστευσή της. Συντάκτης του ήταν ο Αναστάσιος Βυζάντιος (1839-1892), πρωτοκλασάτος λόγιος της εποχής και ηγετική μορφή της αντιαυταρχικής νεανικής εξέγερσης του 1859. Ταυτισμένος πια με το Στέμμα και δημοσιογραφικός εκφραστής των Ελλήνων αστών της διασποράς, ξεκαθαρίζει χωρίς περιστροφές ότι το πρόβλημα της Ελλάδας πήγαζε από τις υπερβολικές εξουσίες του λαού της: «Ουδείς έλαβε ποτέ την τόλμην να είπη, προς μεν τον λαόν, ότι η αληθής αιτία της γενικής καχεξίας είναι η λεγομένη αύτη ελευθερία, προς δε τον βασιλέα, ότι ρωμαντικαί θεωρίαι περί διακρίσεως εξουσιών και υπουργικής ευθύνης δεν σώζουσι τους θρόνους από της ιστορικής δυσφημίας, αλλ’ ούτε καν από των βιαίων ανατροπών. [...] Πρέπει να είπωμεν σκαιώς και αποτόμως εις τους Ελληνας: Δεν είσθε έτι ώριμοι δι’ ελευθερίαν. Εθνική κυριαρχία, κοινοβουλευτικαί διατυπώσεις, συμπολίτευσις και αντιπολίτευσις, ελευθεροτυπία, υπουργική ευθύνη, δημοτική αυτονομία, πάντα ταύτα παρ’ υμίν είναι λέξεις κεναί εννοίας ή το χείρον, εύσχημα προσωπεία παντοειδών ακολασιών και καταχρήσεων». «Πού είναι η ελευθερία;» αναρωτιέται ρητορικά ο αρθρογράφος, επικεντρώνοντας την κριτική του στην απουσία ασφάλειας των ιδιοκτητριών τάξεων: «Ελεύθερος είναι ο κτηματίας, όστις μένει έγκλειστος και περίφοβος εν τη οικία του ως εν φυλακή και αφίνει τους τυχόντας να νέμωνται τους καρπούς των ιδρώτων του; Ελεύθεραι είναι αι ξέναι Εταιρείαι, αι αναγκαζόμεναι να αποτίνωσι τακτικόν φόρον εις τους ληστάς, όπως εργάζωνται ανενόχλητοι παρά τα πρόθυρα της πρωτευούσης;» Η επίκληση της εγκληματικότητας δεν ήταν, ωστόσο, παρά το πρόσχημα για να τεθούν σαφώς ευρύτερα ζητήματα, με κεντρικό ιστό έναν απροκάλυπτο αντικοινοβουλευτισμό: «Οι μόνοι αληθώς ελεύθεροι και μακάριοι πολίται της Ελλάδος είναι οι βουλευταί. Είναι αυτό τούτο δικτάτορες· έχουσι το δεσμείν και λύειν και πρώτος αυτών υπήκοος είναι ο βασιλεύς Γεώργιος. [...] Τις παραλύει την ιεραρχίαν της υπηρεσίας, την πειθαρχίαν του στρατού, το αδέκαστον της δικαιοσύνης; Ο βουλευτής. Οπου υπάρχει σαπρότης τις, φαίνεται ο οδούς του ζωυφίου τούτου». Το κύριο πρόβλημα δεν αποτελούσαν, βέβαια, οι υπερβάσεις εξουσίας των αντιπροσώπων του λαού, αλλά η δυνατότητα αυτού του τελευταίου να στέλνει στη Βουλή όσους υπερασπίζονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «τα πάθη και τας βδελυράς ορέξεις των επαρχιών»: «Είναι λοιπόν κακούργοι οι βουλευταί; Οχι· αλλ’ είναι κακούργος η καθολική ψηφοφορία. Λαός απαίδευτος, εν πολλοίς βάρβαρος, ενιαχού άγλωσσος, εκλήθη διά μιας να νομοθετή περί των μεγίστων, εκπροσωπούμενος διά μιας μόνης Βουλής. Τοιούτοι ψηφοφόροι δεν δελεάζονται διά πειστηρίων τιμιότητος, επιστήμης, πλούτου ή αρετής, αλλά διά κακοήθων υποσχέσεων και προσφορών». Αντίθετα πρότυπα δεν είναι δύσκολο να βρεθούν. Στην Αγγλία και το Βέλγιο, κατ’ αρχάς, όπου «κεφάλαια κομματικής αρχηγίας θεωρούνται η καταγωγή, η δόξα, τα χαρίσματα της διανοίας και του λόγου». Αλλά και στους ένδοξους προγόνους: «Ο αρχαίοι Ελληνες δεν εισήγαγον τους Είλωτας εις την Βουλήν ουδ’ εσχημάτισαν Δήμον εξ απελευθέρων». Αυτή ήταν η αυγή του ελληνικού λαϊκισμού...
Σ Υ Ν Τ Ο Μ Η Σ Υ Ν Τ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Η Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Τ Η Σ Ε Λ Λ Α Δ Α Σ
Με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 στην Ελλάδα, ιδρύθηκαν τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα: η «Μεσσηνιακή Γερουσία», ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», «η Βουλή της Θετταλομαγνησίας», ο «Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος» και η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισμός του Αρείου Πάγου». Τα πολιτεύματα αυτά, ψηφισμένα κατά το πρώτο έτος της επανάστασης, το 1821, από τοπικές Συνελεύσεις προκρίτων των επαρχιών, είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση, προέβλεπαν δε τη μελλοντική σύσταση «Βουλής του Έθνους», στην οποία θα ανήκε η νομοθετική εξουσία και από την οποία θα εξαρτώνταν οι κατά τόπους ιδρυθείσες «Διοικήσεις», δηλαδή οι Γερουσίες της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας και ο Άρειος Πάγος της Ανατολικής Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου ψηφίσθηκαν από συνελεύσεις του επαναστατημένου λαού, το Μάιο του 1821, η «Έκθεσις του Τοπικού Συστήματος της Σάμου» και το Μάιο του 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης».
Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις». Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου».
Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθεί εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του. Μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε, η αυτοαποκληθείσα «Πέμπτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ψήφισε τελικώς, το 1832, στο Ναύπλιο νέο «Σύνταγμα», διορίζοντας ταυτοχρόνως Κυβερνήτη τον αδελφό του δολοφονηθέντος Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο. Στη συνέχεια το «Σύνταγμα» αυτό, που θύμιζε έντονα το αμερικανικό και δεν ίσχυσε ποτέ, χαρακτηρίστηκε «Ηγεμονικό», διότι προέβλεπε κληρονομικό αρχηγό του κράτους, τον Ηγεμόνα.
Η απόλυτη μοναρχία (1832-1843): στην περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα που ακολούθησε, η περιφρόνηση που επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ιδίως η άγνοιά του ότι η κοινωνική σύσταση της χώρας δεν παρείχε καν μόνιμα και σοβαρά ερείσματα απολυταρχικού πολιτεύματος, οδήγησαν, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, σε λαϊκή εξέγερση και σε στάση της φρουράς των Αθηνών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη. Μετά την επανάσταση συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, το επόμενο έτος, Σύνταγμα, που ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, ελληνικού κράτους.
Η συνταγματική μοναρχία (1843-1862): Το Σύνταγμα του 1844 δεν αποτέλεσε έργο μιας κυρίαρχης εθνικής συντακτικής συνέλευσης, αλλά η Συνέλευση απλώς συνέπραξε στην κατάρτισή του. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε «Σύνταγμα-συμβόλαιο», «Σύνταγμα-συνθήκη» ή τέλος, «Σύνταγμα-συνάλλαγμα». Καθιέρωνε δε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη, στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Η πρώτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1864-1909): τον Οκτώβριο του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του Όθωνα και της δυναστείας των Wittelsbach. Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας με μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig – Holstein –Sønderburg – Glücksburg, ο οποίος ορκίστηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων».
Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β΄ εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, ενώ κατάργησε τη Γερουσία. Με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε άτυπα η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα. Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Η δεύτερη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας και η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας (1911-1924): το «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και η άνοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι σημαντικότερες μεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 ήταν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών. Αναβαθμίσυηκε ο ρόλος της Βουλής, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας, επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και ανατέθηκε ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε ειδικό δικαστήριο, το Εκλογοδικείο, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και, τέλος, προβλέφθηκε απλούστερη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.
Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η μικρασιατική καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατάργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία. Με το Σύνταγμα του 1927 προβλεπόταν ο θεσμός του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλεγόταν από τα δύο πλέον νομοθετικά Σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, για πενταετή θητεία. Ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν πολιτικώς ανεύθυνος, δεν μετείχε στη νομοθετική λειτουργία, μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας και κατείχε το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων προσωρινής ισχύος. Ακόμη, καθιερώθηκε ο θεσμός του προαιρετικού συνταγματικού δημοψηφίσματος, θεσπίσθηκαν, για πρώτη φορά, κοινωνικά δικαιώματα όπως η προστασία της επιστήμης, της τέχνης κ.ά., εισήχθη η προστασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, η αναγνώριση των κομμάτων ως οργανικών στοιχείων του πολιτεύματος και η κατοχύρωση του δικαιώματός τους να συμμετέχουν, αναλόγως της δύναμής τους, στη σύνθεση των διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Για πρώτη φορά, τέλος, ελληνικό Σύνταγμα περιέλαβε διάταξη που όριζε ότι η κυβέρνηση όφειλε «να απολάβει της εμπιστοσύνης της Βουλής». Με τον τρόπο αυτό καθιέρωσε και θεσμικώς, πλέον, την αρχή της «δεδηλωμένης» του 1875.
Η σύντομη κυβερνητική σταθερότητα που ακολούθησε με τη δεύτερη κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932), δεν δημιούργησε, εξαιτίας της χρονικής της βραχύτητας, ισχυρό υπόβαθρο κοινοβουλευτικής λειτουργίας. Η δεύτερη δικτατορία Κονδύλη, η δικτατορία Μεταξά, τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος μετέβαλαν τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, με συνέπεια τη διακοπή της προσδοκώμενης «κοινοβουλευτικής ωρίμανσης». Με την αναθεώρηση του 1952 άρχισε η τρίτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1952-1967): βασική καινοτομία του αναθεωρημένου Συντάγματος ήταν η κατοχύρωση, για πρώτη φορά, στις Ελληνίδες του δικαιώματος ψήφου και υποβολής υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα.
Η επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου (1967-1974) ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικώς συντηρητικής νοοτροπίας και δεν εφαρμόσθηκαν.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή έθεσε ως πρώτο στόχο της την εδραίωση της Δημοκρατίας και καθιέρωσε την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία με το Σύνταγμα του 1975.
Τον Μάρτιο του 1986, συμφώνως με το άρθρο 110 του Συντάγματος, έντεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν με τις ψήφους ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ. Η απομάκρυνση του Καραμανλή από το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα βοήθησε πολύ στη νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του Ιουνίου 1985, με την έννοια της συσπείρωσης των αντιδεξιών ψηφοφόρων. Ψηφίστηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Την άνοιξη του 2001 ψηφίστηκε μια νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος και το 2008 αναθεωρήθηκε περιορισμένος αριθμός διατάξεών του. Το ισχύον Σύνταγμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Σύνταγμα με πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και παρέχον ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.
A N A K E Φ Α Λ Α Ι Ω Σ Η / Ε Π Α Ν Α Λ Η Ψ Η
Πριν από την επανάσταση του 1821, ένας σπουδαίος οραματιστής, ο Ρήγας Φερραίος (1757 – 1798), επηρεασμένος από το πνεύμα της γαλλικής επανάστασης, είναι ο πρώτος που οραματίζεται ένα εθνικό κίνημα των Βαλκανίων. Ονειρεύεται τη συνύπαρξη όχι μόνον των Ελλήνων, αλλά όλων των βαλκανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκροτορίας, ακόμη και των Τούρκων, στο πλαίσιο μιας βαλκανικής δημοκρατίας. Σχεδιάζει τον χάρτη και το Σύνταγμά της. Έχοντας επιλέξει ως τόπο δράσης του την πλούσια ελληνική παροικία της Βιέννης, εκδίδει βιβλία, ποιήματα, επαναστατικά φυλλάδια. Το 1798 όμως συλλαμβάνεται και εκτελείται στο Βελιγράδι. Το 1821, με την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, των κοντινών της νησιών και της νότιας Στερεάς Ελλάδας, συνέρχεται η Α΄ Εθνική Συνέλευση στην Πιάδα κοντά στην αρχαία Επίδαυρο. Συμμετέχουν 59 «παραστάτες», δηλαδή αντιπρόσωποι των απελευθερωμένων περιοχών. Την 1η Ιανουαρίου 1822 η Συνέλευση ψηφίζει το πρώτο Σύνταγμα του νέου ελληνικού κράτους υπό τον τίτλο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», με το οποίο η Ελλάδα συντάσσεται σε Δημοκρατία. Το 1823 συνέρχεται η Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας που ψηφίζει τον «Νόμο της Επιδαύρου». Το 1827 συνέρχεται η Γ΄ Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα. Η εκτελεστική εξουσία παραδίδεται σε ένα πρόσωπο, τον Ιωάννη Καποδίστρια, που εκλέγεται Κυβερνήτης της Ελλάδας για επτά έτη. Τον ίδιο χρόνο ψηφίζεται το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος». Πρόκειται για πρότυπο δημοκρατικού και φιλελεύθερου Συντάγματος που υπερβαίνει όλα τα ευρωπαϊκά Συντάγματα της εποχής ως προς την εφαρμογή δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεωδών. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, μια σπουδαία πολιτική προσωπικότητα, αναλαμβάνει να οργανώσει και να θέσει σε λειτουργία τον κρατικό μηχανισμό της νεοσύστατης Ελλάδας, σχεδόν εκ του μηδενός και μέσα σε τεράστιες δυσχέρειες, εσωτερικές κι εξωτερικές. Χάρη και στις δικές του άοκνες προσπάθειες, η Ελλάδα αναγνωρίζεται διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος με το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830. Το δημιουργικό έργο του Καποδίστρια ανακόπτεται απότομα με τη δολοφονία του το 1831. Η αναρχία που επακολουθεί επιτρέπει στις τρεις «προστάτιδες δυνάμεις» (Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία), να επιβάλουν την απόλυτη μοναρχία, με μονάρχη της επιλογής τους, τον Όθωνα Α΄πρίγκιπα της Βαυαρίας. «Οι πολιτικοί νόμοι των βυζαντινών αυτοκρατόρων οι περιλαμβανόμενοι ες την Εξάβιβλον του Αρμενοπούλου θέλουν ισχύσειμεχρισού δημοσιευθή ο πολιτικός κώδηξ του οποίου την σύνταξιν διετάξαμεν ήδη…». Ο ανήλικος βασιλιάς Όθων αποβιβάζεται το 1833 στο Ναύπλιο, προσωρινή πρωτεύουσα του νέου βασιλείου, συνοδευόμενος από ένα Συμβούλιο Αντιβασιλείας. Η γενική δυσαρέσκεια από την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Μοναρχίας, που οι Έλληνες τη θεωρούν ξένη κατοχή, «ξενοκρατία», σε συνδυασμό και με την άθλια οικονομική κατάσταση του κράτους, ευνοεί κάθε είδος στασιαστικού κινήματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, ο στρατός της φρουράς των Αθηνών και ένοπλος λαός υπό τον στρατηγό Ι. Μακρυγιάννη πολιορκούν τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος. Το 1844 παραχωρείται Σύνταγμα, με το οποίο η απόλυτη μέχρι τότε μοναρχία περιορίζεται και καθίσταται συνταγματική μοναρχία. Κυρίαρχος παραμένει ο μονάρχης ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας. Η μη τήρηση του Συντάγματος από τον Όθωνα προκαλεί μεγάλη λαϊκή δυσφορία, που οδηγεί τελικώς στην επανάσταση του 1862. Ο Όθων εκθρονίζεται και εγκαταλείπει την Ελλάδα. Η Αγγλία βρίσκει νέο βασιλιά για το ελληνικό κράτος, τον πρίγκιπα Γουλιέλμο – Γεώργιο Γλύξμπουργκ της Δανίας. Το 1864 ψηφίζεται νέο Σύνταγμα που καθιερώνει και πάλι τη δημοκρατική αρχή στην Ελλάδα ύστερα από 37 ολόκληρα χρόνια από την ανάλογη διάταξη του Συντάγματος της Τροιζήνας: «άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους». Το 1875 σχηματίζει κυβέρνηση ο Χαρίλαος Τρικούπης. Με δική του πρωτοβουλία σημειώνεται σταθμός στη συνταγματική ιστορία της Ελλάδας: Διακηρύσσεται η «αρχή της δεδηλωμένης», με την οποία αρχίζει η εφαρμογή του κοινοβουλευτικού συστήματος: «Οι Υπουργοί, τόσον ατομικώς, όσο και συλλογικώς ως Κυβέρνησις – που διορίζονται και παύονται υπό του Βασιλέως, εξαρτώνται από την εμπιστοσύνην της Βουλής». Ο πόθος της αλλαγής και της διόρθωσης των κακώς κειμένων και οι αποτυχίες της εθνικής πολιτικής οδηγούν το 1909 στην επανάσταση στου Γουδή. Ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», μια μυστική ένωση στρατιωτικών, απαιτεί μεταρρύθμιση και εξυγίανση της πολιτικής ζωής. Καλείται από την Κρήτη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, γνωστός από τους θαρραλέους εθνικούς και πολιτικούς αγώνες του, που αναλαμβάνει την πολιτική και κοινωνική μεταρρύθμιση του κράτους. Επιβάλλει αναθεωρητική συνέλευση το 1911, η οποία επεξεργάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος. Με το Σύνταγμα του 1911, την εφαρμογή του και τη νομοθεσία που επακολούθησε, ο Βενιζέλος κατορθώνει να δημιουργήσει πρώτος στην Ελλάδα κράτος δικαίου, ένα κράτος δηλαδή όπου η εξουσία ασκείται με βάση το Δίκαιο. Τονίζεται ο φιλελεύθερος και δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος, εκσυγχρονίζεται και εξασφαλίζεται η καλή λειτουργία της κρατικής μηχανής. Η Α΄ Εθνική Συνέλευση προβαίνει σε πανηγυρική διακήρυξη της εθνικής ανεξαρτησίας: «Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Ο ανταγωνισμός και οι έριδες μεταξύ προκρίτων και στρατιωτικών αρχηγών της επανάστασης οδηγούν σε εμφύλια διαμάχη τα έτη 1824–1826, που δεν κόπασε παρά μόνο μετά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου. Τότε ακριβώς, τον Απρίλιο του 1826, συνέρχεται στην Επίδαυρο η Γ΄ Εθνική Συνέλευση, η οποία όμως, λόγω του εμφυλίου πολέμου και της εισβολής του Ιμπραήμ, αναστέλλει τις εργασίες της. Οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 – 1913 οδηγούν στην απελεύθερωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Κρήτης και των νήσων του Αιγαίου. Η Ελλάδα διπλασιάζεται εδαφικά και πληθυσμικά. Το 1914 ξεσπά ο Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και θέτει επί τάπητος το θέμα του διεθνούς προσανατολισμού της Ελλάδας, που για άλλη μια φορά αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. Μετά τον πόλεμο, την επαύριο μιας εθνικής συμφοράς, της μικρασιατικής καταστροφής και ύστερα από δώδεκα χρόνια ταραχώδους εθνικού και πολιτικού βίου κηρύσσεται στις 25 Μαρτίου 1924, μέσα σε πολύ δυσμενείς συνθήκες, η Ελληνική αβασίλευτη Δημοκρατία από την κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Η απόφαση αυτή εγκρίνεται από τον λαό με το δημοψήφισμα του 1924. Το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κατοχυρώνεται συνταγματικά μόλις το 1927, μετά από μια περίοδο πολιτειακών ταραχών και διαδοχικών στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Το Σύνταγμα του 1927 καταργείται με την κατάλυση του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας, οκτώ μόλις χρόνια μετά την εγκαθίδρυσή της, με το πραξικόπημα του 1935. Στις 4 Αυγούστου 1936, ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς επιβάλλει με την ανοχή του βασιλιά Γεωργίου Β΄ το «καθεστώς της 4ης Αυγούστου», μια «βασιλευόμενη δικτατορία». Η περίοδος που ακολουθεί χαρακτηρίζεται από την αυταρχική άσκηση της εξουσίας από την κυβέρνηση Μεταξά. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου διαρκεί μέχρι τη γερμανική κατοχή (27 Απριλίου 1941). Κατά τη διάρκεια της τριπλής γερμανικής, ιταλικής, βουλγαρικής κατοχής της χώρας (Απρίλιος 1941 - Οκτώβριος 1944), οι Έλληνες ανθίστανται σθεναρά και υποβάλλονται σε μεγάλες θυσίες. Με την απελευθέρωση, εγκαθίσταται στην Ελλάδα η Κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως με συμμετοχή όλων των κομμάτων, υπό την προεδρία του Γεωργίου Παπανδρέου. Μεσολαβεί ο εμφύλιος πόλεμος (1946 – 1949) με διχασμό των Ελλήνων και τραγικές συνέπειες. Με το νέο Σύνταγμα του 1952 κατοχυρώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα υπό καθεστώς βασιλευόμενης δημοκρατίας. Οι θετικές συνέπειες της συνταγματικής και κυβερνητικής σταθερότητας δεν αργούν να έρθουν. Η επόμενη περίοδος όμως, 1963 – 1967, χαρακτηρίζεται από κυβερνητική αστάθεια, λόγω προβληματικής λειτουργίας των πολιτικών θεσμών. Την περίοδο αυτή ακολούθησε η κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας το 1967, η οποία κατέρρευσε το 1974 με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και τη διογκούμενη αντίσταση των Ελλήνων απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς. Το 1827 η Ρωσία, η Αγγλία και η Γαλλία συνάπτουν την Τριπλή Συμμαχία που αναλαμβάνουν ως «προστάτιδες δυνάμεις» τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στην επαναστατημένη Ελλάδα και την οθωμανική αυτοκρατορία. Την ίδια χρονιά, στις 20 Οκτωβρίου, στη ναυμαχία του Ναυαρίνου καταστρέφεται ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος από τον ενωμένο ευρωπαϊκό και σώζεται η επανάσταση. Η αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού μετά το τέλος της δικτατορίας πραγματοποιείται με την έλευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 24 Ιουλίου 1974 και τον σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974, ο ελληνικός λαός αποφαίνεται υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και ανοίγει ο δρόμος για την επανένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Το 1975 ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα που εγκαθιδρύει την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Καθιερώνει, επίσης, για πρώτη φορά τον κοινωνικό ρόλο του κράτους. Το 1986 η Βουλή ψηφίζει την αναθεώρηση 11 άρθρων του Συντάγματος. Καταργούνται ορισμένες εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ψηφίζεται η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Το 2001 αναθεωρούνται 79 άρθρα του Συντάγματος με τη συναίνεση των 4/5 των βουλευτών. Ακολουθεί νέα αναθεώρηση το 2008. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, από την επανάσταση του 1821 μέχρι τις μέρες μας, έχουν ψηφισθεί και αναθεωρηθεί πολλά Συντάγματα. Αυτό δείχνει τον ταραχώδη πολιτικό και συνταγματικό βίο της νεότερης ιστορίας μας. Δείχνει τον αγώνα των Ελλήνων για εθνική ενότητα και πολιτική ολοκλήρωση. Την αγωνία τους για τη διατήρηση της πλούσιας πολιτικής κληρονομιάς τους σε συνδυασμό με την ανάγκη προσαρμογής στη διαρκώς μεταβαλλόμενη πολιτική πραγματικότητα. Από το 1974 και μετά, εμπεδώνεται ο ομαλός πολιτικός βίος. Σε αυτό συμβάλλει η εναλλαγή πολιτικών κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...