Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: ΛΗΜΝΟΣ

Η Λήμνος σύμφωνα με τη σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα εντάσσεται στον πολιτισμό του βορειοανατολικού Αιγαίου μαζί με την Τροία, τη Θερμή στη Λέσβο, το Εμποριό στη Χίο και το Ηραίο στη Σάμο. Με κομβική θέση ανάμεσα στη δυτική Μικρά Ασία και το Αιγαίο η Λήμνος εξυπηρετούσε τη διακίνηση των μεταλλευμάτων και γενικότερα του θαλάσσιου εμπορίου.
Η ανάπτυξη της μεταλλουργίας από τους παλαιότατους κατοίκους του νησιού αποδόθηκε στο θεό Ήφαιστο. Σύμφωνα με το μύθο ο Δίας, μετά από έναν καβγά με την Ήρα, εκσφενδόνισε από τον Όλυμπο τον Ήφαιστο, καθώς αυτός υπερασπίστηκε την μητέρα του, με αποτέλεσμα να πέσει στη Λήμνο και έκτοτε να μείνει ανάπηρος. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού, τους οποίους ο Όμηρος αποκαλεί Σίντιες, που σύμφωνα με το μύθο ήρθαν από την Ανατολή (Φρυγία) και ήταν αγριόφωνοι (=σκληροί, αφιλόξενοι), τον περιέθαλψαν κι εκείνος σε αντάλλαγμα τους δίδαξε την τέχνη της κατεργασίας των μετάλλων, στήνοντας το εργαστήριό του στο ηφαίστειο Μόσυχλος της Λήμνου. Οι Σίντιες ήταν εξαιρετικοί μεταλλουργοί και οι πρώτοι που κατασκεύασαν χάλκινα όπλα με μέταλλα από τη Μικρά Ασία. Οι ανασκαφές στην Πολιόχνη αποκάλυψαν μεγάλο προϊστορικό οικισμό που μπορεί να αποδοθεί σε αυτό το φύλο, ο πολιτισμός του οποίου παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνον της Τροίας. Τιμώντας το μεταλλουργό θεό, οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν Ηφαιστία την πόλη που ίδρυσαν στο νησί. Κατά τον μύθο, ο Ήφαιστος μεταβίβασε τη γνώση της τέχνης στους Καβείρους, παιδιά που απέκτησε από τη νύμφη Καβειρώ. Αυτοί, αργότερα, λατρεύονταν σε ένα ειδικό ιερό που χτίστηκε στη Λήμνο, το Καβείριο. Η λατρεία τους, που ήταν μυστηριακή, επεκτάθηκε στη Σαμοθράκη κι αλλού και μάλλον προέρχεται από κάποια αρχική κλειστή συντεχνία μεταλλουργών.
Η εισαγωγή της αμπελοκαλλιέργειας συνδέθηκε με το Διόνυσο. Σύμφωνα με το μύθο ο Μίνωας της Κρήτης έστειλε το βασιλιά της Φαιστού Ραδάμανθυ να καταλάβει τα νησιά του Αιγαίου. Αυτός δώρισε τη Λήμνο σε ένα στρατηγό του, το Θόαντα, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης, ο οποίος δίδαξε στους Λημνιούς την καλλιέργεια του αμπελιού. Τότε τη Λήμνο κατείχαν οι Θεσσαλοί Μινύες κι ο Κρηθέας, βασιλιάς της Ιωλκού, αποφάσισε να δώσει στο Θόαντα την κόρη του Μύρινα ως σύζυγο. Για να την τιμήσουν έδωσαν το όνομά της στη πρωτεύουσα του νησιού. Στον μύθο προβάλλεται κάποια διαμάχη ανάμεσα στους Μινύες και τους Μινωίτες για την επικράτηση στη Λήμνο, η οποία έληξε με συμβιβασμό. Επίσης, αποκαλύπτεται ότι η γνώση της αμπελοκαλλιέργειας ήρθε από την Κρήτη και ερμηνεύεται η ονομασία της πρωτεύουσας Μύρινας. Η συνέχεια του μύθου λέει, πως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θόαντα οι Λήμνιες παραμέλησαν τη λατρεία της Αφροδίτης. Γι' αυτό η θεά τις τιμώρησε με δυσοσμία, με αποτέλεσμα οι άνδρες να τις αποφεύγουν και να φέρουν γυναίκες από τη Θράκη. Τότε οι Λημνιές αποφάσισαν να εξοντώσουν όλους τους άντρες του νησιού και όλα τα μικρά αγόρια, πετώντας τους από το λόφο Πέτασσο στη θάλασσα.Οι παλαιότεροι λένε ότι αυτή η άγρια δολοφονία έγινε σε μια περιοχή που ονομάστηκε «Ανδροφώνιο» και είναι το σημερινό Ανδρώνι. Για όσους απορούν,πώς οι γυναίκες κατάφεραν να σκοτώσουν τους άντρες τους, οι παλαιότεροι υποστηρίζουν ότι εκμεταλλεύτηκαν μια γιορτή,κατά την οποία εκείνοι μέθυσαν από το πολύ κρασί και κοιμήθηκαν.Γλύτωσε μόνον ο Θόας, τον οποίο έκρυψε η θυγατέρα του, η Υψιπύλη σε ένα πιθάρι και τον έριξε στη θάλασσα ενώ η ίδια τον διαδέχθηκε στο θρόνο. Στον μύθο αποτυπώνεται η δυσκολία με την οποία ο ντόπιος πληθυσμός και ιδίως οι γυναίκες αποδέχτηκαν τους Κρητικούς στρατιώτες του Θόαντα ως μόνιμους κατοίκους, εραστές, συζύγους κλπ. Η δολοφονία των ανδρών και οι γάμοι των γυναικών της Λήμνου με τους Αργοναύτες συμβολίζουν την εναλλαγή των στοιχείων της φύσης.
Ως «ευκτίμενον πτολίεθρον» («καλοχτισμένη πολιτεία») τη μνημονεύει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, χάρη στην εξαίρετη γεωγραφική θέση της (απέναντι από την είσοδο του Ελλησπόντου, στη διαδρομή προς τις μεταλλοφόρες πλουτοπαραγωγικές πηγές), το εύφορο έδαφος, τα πλούσια αλιεύματα και τα ασφαλή αγκυροβόλιά της, καθώς και τις σπουδαίες μεταλλουργικές επιδόσεις των κατοίκων της. Η Λήμνος γνώρισε περίοδο ακμής κατά την Πρώιμη και τη Μέση Εποχή του Χαλκού, όταν αναπτύχθηκαν σημαντικά οικιστικά κέντρα, ενώ κατά τους Ιστορικούς Χρόνους υπήρξε επί μακρόν αθηναϊκό έδαφος (περί τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο αθηναίοι κληρούχοι, που συμβίωσαν ειρηνικά με τους γηγενείς). Στο βορειοανατολικό τμήμα της Λήμνου, βόρεια από το Κοντοπούλι, μεσόγειο κεφαλοχώρι με πετρόχτιστα σπίτια, βρίσκονται δύο σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι: η Ηφαιστία και το Καβείριο. Η Ηφαιστία υπήρξε η δεύτερη (μετά τη Μύρινα) σημαντικότερη πόλη της Λήμνου κατά τους Ιστορικούς Xρόνους. Τα ευρήματα των ανασκαφικών ερευνών τεκμηριώνουν τη συνεχή κατοίκηση στην περιοχή από τη Χαλκολιθική Εποχή έως και τους Βυζαντινούς Χρόνους.
Οι ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής και της Κ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκάλυψαν νεκροταφείο, που χρονολογείται από τα μέσα του 8ου έως τον 5ο αιώνα π.Χ., και σημαντικό ιερό της Μεγάλης Θεάς (ταυτίστηκε αρχικά με την Κυβέλη και αργότερα με τη Λήμνο), που ήταν σε χρήση από τα μέσα του 8ου έως το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά. Επίσης, δύο κεραμικούς κλιβάνους εργαστηρίου Ελληνιστικών Χρόνων (2ος-1ος αιώνας π.Χ.), λείψανα του θεάτρου Ελληνιστικών – Ρωμαϊκών Χρόνων (αναστηλωμένο, με πέντε οικοδομικές φάσεις), λουτρικές εγκαταστάσεις και κατάλοιπα κατοικιών Ελληνιστικών Χρόνων. Στον αρχαιολογικό χώρο του Καβειρίου, οι ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής έφεραν στο φως ιερό των Καβείρων, που χρονολογείται από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως την ύστερη αρχαιότητα. Τα κτίρια του ιερού βρίσκονται πάνω σε δύο μικρά άνδηρα, διαμορφωμένα στην πλαγιά του χαμηλού λόφου που κατεβαίνει στη θάλασσα, σχηματίζοντας το ακρωτήρι Χλόη. Στο νότιο πλάτωμα αποκαλύφθηκε τελεστήριο Αρχαϊκών Χρόνων (7ος αιώνας π.Χ.), στο βόρειο, τελεστήριο Ελληνιστικών Χρόνων. Πάνω στο αρχαϊκό τελεστήριο θεμελιώθηκε το υστερορωμαϊκό τελεστήριο («Βασιλική»), που συνδέεται με την τελευταία περίοδο ύπαρξης του ιερού και φανερώνει τη μακρά επιβίωση της λατρείας των Καβείρων στη Λήμνο. Οι Κάβειροι, παιδιά του Ηφαίστου και της Νύμφης Καβειρούς ή εγγόνια του θεού, ικανότατοι μεταλλουργοί, λατρεύονταν και ως θεοί της θάλασσας, της γονιμότητας και του αμπελιού. Τα Καβείρια μυστήρια, η γιορτή που γινόταν προς τιμήν τους κάθε χρόνο, σχετίζονταν με την αναγέννηση της φύσης.
Στο νοτιοανατολικό τμήμα της Λήμνου, σε μικρή απόσταση από το αγροτικό χωριό Καμίνια, βρίσκεται ο φημισμένος αρχαιολογικός χώρος της Πολιόχνης, που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους προϊστορικούς οικισμούς στον αιγαιακό χώρο. Ο παραθαλάσσιος τειχισμένος οικισμός, που ιδρύθηκε στα τέλη της 4ης/αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. πάνω σε ύψωμα, στον όρμο του Βρόσκοπου (Βοροσκόπου), θεωρείται η αρχαιότερη οργανωμένη πόλη της Eυρώπης. Ο οικισμός της Πολιόχνης βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Λήμνου, πάνω σε επίμηκες ύψωμα που προστατεύεται από τον όρμο του Βρόσκοπου και περιβάλλεται από τους ποταμούς Αυλάκι στα δυτικά και Στενουδιακό στα βόρεια. Η Πολιόχνη θεωρείται ως ένα από τα μεγάλα πρωτοαστικά κέντρα της πρώιμης εποχής του Χαλκού και οφείλει την ανάπτυξή της στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε στη διακίνηση του διαμετακομιστικού εμπορίου με τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και τα νησιά των Κυκλάδων. Στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, γνώρισε τόσο μεγάλη άνθηση, ώστε να θεωρείται σήμερα η αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης με πρώιμη μορφή κοινωνικής και αστικής οργάνωσης. 'Οσον αφορά την Πολιόχνη το ασφαλές αγκυροβόλιο, το άφθονο πόσιμο νερό και η κατάλληλη για καλλιέργεια περιοχή κατέστησαν το λόφο όπου οικοδομήθηκε ο οικισμός κατοικήσιμο από τα μέσα περίπου της 5ης έως το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Κάθε αρχιτεκτονική φάση του οικισμού συμβολίζεται με ένα ξεχωριστό χρώμα. Κατά τη ''μελανή περίοδο'' (3700-3200 π.Χ.), που αντιστοιχεί στη νεολιθική, το μικρό χωριό με τις ωοειδείς καλύβες καταλάμβανε το μέσον του λόφου. Στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, δηλαδή από την ''κυανή'' έως την ''κίτρινη περίοδο'' σημειώθηκε η μεγάλη ανάπτυξη του οικισμού. Ο οικισμός της ''κυανής περιόδου'' (3200-2700 π.Χ.) φαίνεται ότι ιδρύθηκε πριν την ''Τροία Ι'' και εκτεινόταν σε όλο το ακρωτήριο, έχοντας πληθυσμό περίπου 800-1000 άτομα. Στην ''πράσινη περίοδο'' (2700-2400 π.Χ.) είχε τη μεγαλύτερη εξάπλωση με 1500 κατοίκους κατά προσέγγιση. Όμως από τη ''ερυθρή'' (2400-2200 π.Χ.) έως την ''κίτρινη περίοδο'' (2200-2100 π.Χ.) σταδιακά συρρικνώθηκε και τελικά ο ισχυρός σεισμός στο τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ. προκάλεσε την καταστροφή και τη σχεδόν ολοκληρωτική εγκατάλειψή του. Στις περιόδους ακμής οικοδομήθηκαν ισχυροί αναλημματικοί τοίχοι, τείχος με προμαχώνες, δημόσια κτήρια, πλατείες, λιθόστρωτοι δρόμοι με αποχετευτικό σύστημα, πηγάδια, μέγαρα και άλλες μικρότερες λιθόκτιστες οικίες. Στην κεραμική παρουσιάζονται νέα πρωτότυπα σχήματα, που βαθμιαία εξελίσσονται: η καρποδόχη με ψηλό πόδι στη μελανή περίοδο, η τριποδική χύτρα στην κυανή και το δέπας αμφικύπελλον στην κίτρινη, τύπος κοινός και στα ύστερα στρώματα της ''Τροίας ΙΙ''. Οι κύριες ενασχολήσεις των κατοίκων ήταν η αγροκτηνοτροφία, η αλιεία, η υφαντουργία και η κατασκευή λίθινων εργαλείων και όπλων. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις για την κατεργασία του μετάλλου με την τεχνική της κηρόχυσης, πιθανόν ήδη από την ''πράσινη περίοδο'', ενώ από την ''ερυθρή'' φαίνεται ότι εντείνεται η εμπορική δραστηριότητα. Σύντομα, στη ''φαιά'' και ''ιώδη περίοδο'' (2η χιλιετία π.Χ.), η ζωή επανήλθε στο χώρο με περιορισμένες εγκαταστάσεις. Το ύψωμα ερημώθηκε προς το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού μέχρι τη μεσαιωνική εποχή. Ο προϊστορικός οικισμός της Πολιόχνης αποκαλύφτηκε στη δεκαετία του 1930 από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή. Από το 1931 έως το 1936 ο διευθυντής της Σχολής A. Della Seta, μαζί με τους μαθητές του, έφεραν στο φως τα δύο τρίτα περίπου του οικισμού. Οι έρευνες συνεχίστηκαν από τον L. Bernabο Brea από το 1951 έως το 1956, οπότε και δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα των ανασκαφών. Από το 1986 έως σήμερα πραγματοποιείται ένας νέος κύκλος εργασιών με επικεφαλής τον S. Tine, με στόχο την αναστήλωση των κτισμάτων και την επανεξέταση ορισμένων δεδομένων με τη διενέργεια διερευνητικών τομών. Στη Λήμνο αναπτύχθηκαν παράλληλα με την Πολιόχνη και άλλα οικιστικά κέντρα. Στη Μύρινα, στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού, έχουν αποκαλυφθεί από τις πρόσφατες σωστικές ανασκαφές της Κ΄ ΕΠΚΑ δύο θέσεις: η μία στο λόφο του Μετεωρολογικού Σταθμού και η άλλη στα Ρηχά Νερά, η οποία αναδεικνύεται σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο με το ευρωπαϊκό επιχειρησιακό πρόγραμμα ''Πολιτισμός''. Στο Κουκκονήσι, στον προφυλαγμένο όρμο του Μούδρου, όπου από το 1992 πραγματοποιείται ανασκαφή συνεργασίας με τον ερευνητή Χ. Μπουλώτη εκ μέρους της Ακαδημίας Αθηνών, έχουν εντοπιστεί σημαντικές κατασκευές που ανάγονται στην ''ερυθρή περίοδο''. Οι οικισμοί στο Βριόκαστρο, την Τροχαλιά, το Μικρό Καστέλλι και την Αξιά φαίνεται ότι ήταν μικρότερης σημασίας.
Μετά την επικράτηση των Χετταίων στη ΒΔ Μικρά Ασία, τα Στενά του Ελλησπόντου έκλεισαν και η σημασία της Πολιόχνης μειώθηκε. Οι Κρήτες, οι Κυκλαδίτες και αργότερα οι Μυκηναίοι στράφηκαν προς τα μεταλλεία της Κύπρου και πολύ αργότερα, τον 14ο-13ο αιώνα π.Χ., αναζήτησαν ξανά τους παλιούς δρόμους του χαλκού προς τη Μαύρη Θάλασσα και την μυθική Κολχίδα. Τότε η Λήμνος απέκτησε πάλι αξία ως ενδιάμεσος σταθμός, όπως είναι γνωστό από την Αργοναυτική εκστρατεία και από τον Τρωικό πόλεμο. Την εποχή της λειψανδρίας πέρασαν από τη Λήμνο οι Αργοναύτες στο ταξίδι τους για την Κολχίδα. Αρχικά, οι Λημνιές αρνήθηκαν να τους επιτρέψουν να αποβιβαστούν νομίζοντας ότι ήταν πειρατές και ετοιμάστηκαν να τους πολεμήσουν. Τελικά, μετά από διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε να αποβιβαστούν, υπό τον όρο ότι θα ικανοποιήσουν όλες τις στερημένες γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας και εμφάνισης. Σε αυτό συνέβαλε σύμφωνα με τον μύθο η παρέμβαση της θεάς Αφροδίτης. Οι Αργοναύτες έμειναν αρκετά χρόνια στο νησί και άφησαν πολλούς απογόνους δημιουργώντας μια νέα γενιά κατοίκων. Η βασίλισσα Υψιπύλη συνδέθηκε ερωτικά με τον Ιάσονα και απέκτησαν δυο γιους, τον Εύνηο και το Θόαντα. Κατά την παραμονή των Αργοναυτών η Υψιπύλη διοργάνωσε αθλητικούς αγώνες στη μνήμη του πατέρα της, στους οποίους διεξήχθη για πρώτη φορά το πένταθλο.
Γράφει ο Φλάβιος Φιλόστρατος στο έργο του «Γυμναστικός»: Τελαμών μεν κράτιστα εδίσκευε, Λυγκεύς δε ηκόντιζεν, έτρεχον δε και επήδων οι εκ Βορέου, Πηλεύς δε ταύτα μεν ην δεύτερος, εκράτη δε απάντων πάλη. Οποτ’ ουν ηγωνίζοντο εν Λήμνω, φασίν Ιάσονα Πηλεί χαριζόμενον συνάψαι τα πέντε και Πηλέα την νίκην ούτω συλλέξασθαι. Δηλαδή: «Ο Τελαμώνας επικρατούσε στη δισκοβολία, ο Λυγκέας στον ακοντισμό και οι γιοι του Βορέα (Ζήτης και Κάλαϊς) στο δρόμο και στο άλμα. Ο Πηλέας ήταν δεύτερος σε όλα αυτά, αλλά τους νικούσε όλους στην πάλη. Λένε λοιπόν, πως κατά την τέλεση των αγώνων στη Λήμνο, ο Ιάσονας, προς χάρη του Πηλέα, αθλοθέτησε ένα επιπλέον έπαθλο για το νικητή του συνδυασμού των πέντε [αγωνισμάτων]. Έτσι, ο Πηλέας κατέκτησε τη νίκη.» Τελικά, έπειτα από την επίμονη παρότρυνση του Ηρακλή συνέχισαν το ταξίδι τους προς την Κολχίδα. Στη Λήμνο στάθμευσαν και κατά την επιστροφή τους. Με το μύθο ερμηνεύεται η μόνιμη εγκατάσταση των Μινύων στη Λήμνο και η επικράτησή τους στη διαμάχη τους με τους Κρήτες. Επίσης, επιβεβαιώνεται πως η Λήμνος αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό στο δρόμο προς τις μεταλλοφόρες περιοχές του Εύξεινου Πόντου. Τρωικός πόλεμος Αργότερα, ο Εύνηος συνεργάστηκε με τους Αχαιούς πολιορκητές της Τροίας. Τους πουλούσε κρασί κι εκείνοι τον προμήθευαν χαλκό σύμφωνα με τον Όμηρο.
Επίσης, στη Λήμνο φιλοξενήθηκε ο Φιλοκτήτης, ο μυθικός βασιλιάς της Μελίβοιας όταν τον εγκατέλειψαν οι σύντροφοί του τραυματισμένο από δάγκωμα φιδιού στο νησάκι Χρύση που βρισκόταν ΒΑ της Λήμνου (σήμερα καταποντισμένοι ύφαλοι Μύθωνες), όπου είχε μεταβεί για να προσφέρει θυσίες στο βωμό της ομώνυμης θεάς. Ζούσε σε μια σπηλιά και θεραπεύτηκε με τη βοήθεια της λημνίας γης, ενός θεραπευτικού χώματος που υπάρχει στην περιοχή του Μόσυχλου. Τέλος, με διαδοχικές φρυκτωρίες μεταδόθηκε η είδηση της άλωσης της Τροίας από την Ίδη στο Ερμαίον της Λήμνου, από εκεί στον Άθω... ως τις Μυκήνες, όπως αναφέρει ο Αισχύλος στο έργο του «Αγαμέμνων»: «... Ίδη μεν προς Ερμαίον λέπας Λήμνου. Μέγαν δε φανόν εκ νήσου τρίτον Αθώιον αίπος Ζηνός εξεδέξατο...» Από τους μύθους αυτούς αποδεικνύεται ότι η Λήμνος είχε πλέον αποικιστεί από τα μυκηναϊκά φύλα κατά το 13ο αιώνα π.Χ., στον οποίο τοποθετείται ο τρωικός πόλεμος. Ο αποικισμός επιβεβαιώνεται κι από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Οι Μινύες εκδιώχθηκαν από τη Λήμνο από τους Πελασγούς της Αττικής και αναζήτησαν καταφύγιο στην Πύλο και στη Σπάρτη, όπου εγκατέλειψαν τις Λημνιές συζύγους τους και πήραν Σπαρτιάτισσες. Το μύθο επιβεβαιώνει μαρτυρία σε πινακίδα με γραφή Γραμμική Β΄ από το μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου. Σ’ αυτήν αναφέρονται μεταξύ των γυναικών που εργάζονταν εκεί και Λημνιές με το όνομα: ra-mi-ni-ja=Lamniai=Λήμνιαι. Στην πινακίδα αυτή έχουμε την παλαιότερη αναφορά του ονόματος του νησιού, το οποίο και στα ομηρικά έπη αναφέρεται πολλάκις. Συνεπώς, ήταν εν χρήσει τουλάχιστον από τη μυκηναϊκή εποχή. Τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο οι Πελασγοί, όπως επίσης στην Ίμβρο και στη Σαμοθράκη. Ήρθαν διωγμένοι από την Αττική και εκτόπισαν τους Μινύες, οι οποίοι διαφέντευαν ως τότε το νησί. Ο Ηρόδοτος τους αποκαλεί Τυρρηνούς και θεωρεί πως είχαν κοινή καταγωγή με τους Ετρούσκους από τη Λυδία της Μικρασίας. Είχαν όμως μεγάλη πολιτισμική συγγένεια με τους Έλληνες, από τους οποίους δέχτηκαν πολλές επιρροές στην τέχνη και στη θρησκεία. Είχαν πρωτεύουσα την Ηφαιστία, αλλά ζούσαν σε όλο το νησί. Στο κάστρο της Μύρινας σώζεται τμήμα του τείχους το οποίο έχτισαν. Για να εκδικηθούν τους Αθηναίους, οι οποίοι τους έδιωξαν από την Αττική, έκαναν επιδρομή στη Βραυρώνα κατά την εορτή της θεάς Άρτεμης και άρπαξαν μεγάλο αριθμό γυναικών και παρθένων, τις οποίες μετέφεραν στη Λήμνο ως ερωμένες. Όμως, οι Αθηναίες μεγάλωσαν τα παιδιά που έκαναν σύμφωνα με τις αθηναϊκές παραδόσεις. Φοβισμένοι οι Πελασγοί εξόντωσαν τα παιδιά και τις μητέρες τους. Από την ειδεχθή αυτή πράξη προήλθε η παροιμιώδης έκφραση «Λήμνια κακά». Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, από τον οποίο έχουμε την αφήγηση του μύθου, εξαιτίας της άγριας αυτής δολοφονίας επήλθαν μεγάλες συμφορές. Οι γυναίκες τους δεν γεννούσαν πλέον, η γη δεν κάρπιζε και τα ζώα έμεναν στέρφα. Προ του κινδύνου κατέφυγαν στο Μαντείο των Δελφών, το οποίο τους συμβούλεψε να υπακούσουν σε ότι τους προστάξουν οι Αθηναίοι. Εκείνοι τους ζήτησαν να παραδώσουν το νησί, αλλά οι Πελασγοί με πονηρία απάντησαν, ότι θα το πράξουν μόνο εφόσον οι Αθηναίοι πλεύσουν από αθηναϊκό έδαφος στη Λήμνο αυθημερόν, ταξιδεύοντας με βόρειο άνεμο. Το κατόρθωμα αυτό, που φάνταζε αδύνατο, πραγματοποίησε το 499 ο Μιλτιάδης του Κίμωνος εκκινώντας από την Ελαιούντα, αθηναϊκή αποικία που βρισκόταν στην θρακική ακτή. Φθάνοντας στη Λήμνο απαίτησε την παράδοση του νησιού σύμφωνα με τον παλαιό χρησμό. Ο τύραννος της Ηφαιστίας Ερμών παρέδωσε την πόλη, όμως οι Μυριναίοι αρνήθηκαν και παραδόθηκαν μόνον έπειτα από πολιορκία. Οι Πελασγοί ήταν εξαίρετοι ναυτικοί και σε αυτούς αποδίδεται ο εξοπλισμός των πολεμικών πλοίων με έμβολο. Επίσης, ήταν μεταλλουργοί και διακρίθηκαν στο εμπόριο και στις τέχνες. Από τον 8ο αιώνα εγκαθίστανται στην Ηφαιστία, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη έχει βρει το νεκροταφείο τους και δυο μεγάλα και πλούσια Ιερά αφιερωμένα στη Μεγάλη θεά Λήμνο και στους Κάβειρους, γιους του Ήφαιστου. Σε αυτά βρέθηκαν εξαιρετικής τεχνοτροπίας ειδώλια, όπως σφίγγες, σειρήνες κ.ά. Οι Πελασγοί τιμούσαν τις θεότητες των Καβείρων σε ένα ιερό που είχαν ανεγείρει στη θέση Χλόη, ΒΑ της Ηφαιστίας. Οι εκτεταμένες ανασκαφές που έγιναν εκεί τη δεκαετία του ’30 αποκάλυψαν ένα ναό μεγάλων διαστάσεων της ελληνιστικής περιόδου. Η είσοδός του είναι από τα ανατολικά και το άδυτο στα δυτικά. Σώζονται οι ογκώδεις πολυγωνικοί κίονες της εισόδου. Στα ΝΑ του ιερού αυτού βρέθηκε ένα μικρότερων διαστάσεων ρωμαϊκό ιερό, διαφορετικού προσανατολισμού, κάτω από το οποίο το 1988 ανακαλύφθηκε το αρχαϊκό ιερό των Πελασγών. Αντίθετα, στον τεράστιο αρχαιολογικό χώρο της Ηφαιστίας έχουν πραγματοποιηθεί περιορισμένες ανασκαφές, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία τόσο για τη δράση των Πελασγών στη Λήμνο, όσο και για την περίοδο που μεσολαβεί από την ύστερη χαλκοκρατία (12ος αιώνας π.Χ.) ως τα τέλη της γεωμετρικής εποχής (8ος αιώνας π.Χ.), η οποία είναι η κρίσιμη περίοδος που οι Πελασγοί διαδέχονται τους Μινύες. Οι Πελασγοί κυριάρχησαν στη Λήμνο για πολλούς αιώνες, ως το 511, οπότε ηττήθηκαν από τον στρατηγό των Περσών Οτάνη, έπειτα από γενναία αντίσταση. Οι Πέρσες λεηλάτησαν το νησί κι επέβαλαν ως ηγεμόνα τον Λυκάρητο. Το 499 κατέλαβαν τη Λήμνο οι Αθηναίοι με το Μιλτιάδη, όπως ήδη περιγράψαμε, αλλά το 494 την ανακατέλαβαν οι Πέρσες, που την κράτησαν ως το 479. Αυτοί έκαναν λιμενικά έργα στην Ηφαιστία και στο Καβείριο κι εγκαθιστούν Έλληνες φιλικά προσκείμενους σ’ αυτούς. Μάλιστα, στη Λήμνο απεβίωσε μετά τη μάχη του Μαραθώνα ο πρώην τύραννος της Αθήνας και συνεργάτης των Περσών, Ιππίας, άρρωστος και τυφλός. Στους περσικούς πολέμους οι Λημνιοί υποχρεώθηκαν να συνδράμουν το περσικό ναυτικό, αλλά κατά τη ναυμαχία του Αρτεμισίου ο Λήμνιος Αντίδωρος με το πλοίο του αυτομόλησε προς τους Έλληνες, με τους οποίους, προφανώς, αισθανόταν ομόφυλος και συμμετείχε με τον ελληνικό στόλο στη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας. Οι Πελασγοί της Λήμνου έγραφαν τη γλώσσα τους με ελληνικούς χαρακτήρες, αιολικού τύπου, όπως προκύπτει από τις επιγραφές της διάσημης Στήλης των Καμινίων, αλλά και από θραύσματα επιγραφών της Ηφαιστίας. Οι επιγραφές αυτές αποτελούν τα μοναδικά γραπτά μνημεία των Πελασγών, γεγονός που τις κάνει πολύ σημαντικές. Η χρήση του αιολικού αλφαβήτου, αποκαλύπτει τη συγγένεια που είχαν με τα ελληνικά φύλα. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές στις επιγραφές περιέχονται λέξεις με ρίζες που ανάγονται στην αρχέγονη ελληνική γλώσσα. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η γλώσσα τους είναι συγγενής με την ετρουσκική. Μετά από τους περσικούς πολέμους η Λήμνος πέρασε στην εξουσία των Αθηναίων, οι οποίοι έδιωξαν την περσική φρουρά κι εγκατέστησαν τους πρώτους εποίκους. Ορισμένοι ντόπιοι έφυγαν, κυρίως Μυριναίοι, ενώ οι Ηφαιστιείς στην πλειοψηφία τους αποδέχθηκαν την αθηναϊκή κυριαρχία. Το 477 το νησί έγινε μέλος της δηλιακής συμμαχίας και συμμετείχε στα έξοδα συντήρησης του συμμαχικού στόλου. Από τα μέσα του 5ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο πλήθος Αθηναίων κληρούχων καθώς και αθηναϊκή φρουρά. Οι κληρούχοι προέρχονταν κυρίως από τις πιο φτωχές τάξεις -ήταν θήτες ή ζευγίτες- και διατηρούσαν την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Τους δόθηκαν αγροτικές εκτάσεις στο νησί, τις οποίες εκμεταλλεύονταν και παράλληλα είχαν υπό τον έλεγχό τους τον ντόπιο πληθυσμό, που περιέπεσε σε καθεστώς υποτέλειας. Συγκρότησαν δύο δήμους, της Μύρινας και της Ηφαιστίας, γι’ αυτό η Λήμνος συχνά αποκαλούνταν Δίπολις. Οι δήμοι των κληρούχων είχαν διοικητική αυτονομία από την Αθήνα και κυκλοφόρησαν δικά τους νομίσματα από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. ως τον 1ο αιώνα μ.Χ. Όμως, ήταν στενά συνδεδεμένοι με τη μητρόπολη. Με χρήματα των κληρούχων φτιάχτηκε το άγαλμα της Αθηνάς Λημνίας, το οποίο στήθηκε στην Ακρόπολη γύρω στο 450. Επίσης, συμμετείχαν με τους Αθηναίους σε πολλές μάχες του Πελοποννησιακού πολέμου, με αποτέλεσμα το 405, έπειτα από την ήττα των τελευταίων στους Αιγός Ποταμούς, να εκδιωχθούν από τη Λήμνο καθώς περιήλθε στην κυριαρχία των Σπαρτιατών. Επέστρεψαν το 386, με την Ανταλκίδειο ειρήνη. Οι παλαιοί κάτοικοι της Λήμνου σταδιακά συγχωνεύθηκαν με τους Αθηναίους δείγμα της φυλετικής τους συγγένειας. Από τον 4ο αιώνα υπήρχαν στο νησί: Βουλή, Συνέλευση και γενικά πολιτικοί θεσμοί ανάλογοι με εκείνους της μητρόπολης Αθήνας. Αναφέρονται τα δημόσια αξιώματα του επιμελητή, του ιππάρχου και του στρατηγού, οι οποίοι στέλνονταν από την Αθήνα. Επιμελητές υπήρχαν και στους δύο δήμους με αρμοδιότητα την παρακολούθηση των εμπορικών συναλλαγών. Οι ίππαρχοι, επίσης ένας σε κάθε δήμο, ήταν υπεύθυνοι για τη συντήρηση σώματος ιππέων, για την άμυνα της νήσου και για την περιφρούρηση της τάξης και της αρμονικής συμβίωσης των δύο δήμων. Ο στρατηγός περιφρουρούσε την αθηναϊκή ηγεμονία στη Λήμνο και μάλλον δεν είχε τακτική θητεία, αλλά στελνόταν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Η αθηναϊκή επικυριαρχία στη Λήμνο, αν και με το πέρασμα των αιώνων μειωνόταν, εξακολούθησε να διατηρείται μέχρι το τέλος του κλασικού κόσμου. Ο Στράβων αναφέρει ότι η Λήμνος θεωρείτο προσκείμενη της χερσαίας Ελλάδας και όχι της Μικρασίας ως την ύστερη ρωμαϊκή εποχή. Αρκετοί λόγιοι και καλλιτέχνες αναδείχθηκαν από τη Λήμνο κατά την αθηναϊκή περίοδο του νησιού. Τον 5ο αιώνα εμφανίζεται ο σοφιστής Αντίλοχος, ο οποίος φιλονικούσε με το Σωκράτη. Ο Απολλόδωρος υπήρξε συγγραφέας γεωπονικού έργου, το οποίο συνιστούσε ο Αριστοτέλης. Ο Γλαύκος αναφέρεται από τον Πολύβιο ως μέγας ανδριαντοποιός και εφευρέτης της κόλλησης του σιδήρου. Ο σπουδαίος γλύπτης Αλκαμένης υπήρξε μαθητής του Φειδία και ήκμασε την περίοδο 440-430. Όπως μας παραδίδεται, κυρίως από τον περιηγητή Παυσανία, άφησε σπουδαία έργα, όπως: το δυτικό αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία, αγάλματα του Άρη, χρυσελεφάντινο του Διονύσου και τρία της Εκάτης στην Αθήνα, του Ασκληπιού στη Μαντινεία, του Ηφαίστου, σύμπλεγμα Πρόκνης και Ίτυος στην Ακρόπολη, σύμπλεγμα Ηρακλή και Αθηνάς, χάλκινο του Πεντάθλου και την περίφημη «Αφροδίτη εν Κήποις». Ο Αλκαμένης γνώρισε μέγιστες τιμές και αναγνωριζόταν ως ο δεύτερος σε αξία γλύπτης της αρχαιότητας έπειτα από το Φειδία. Κατά τους 4ο και 3ο αιώνες το νησί δέχτηκε δεκάδες επιδρομείς. Το 356 λεηλατείται από στόλο Ροδίων, Χίων και Βυζαντίων. Το 351 καταλαμβάνεται και από τους Μακεδόνες του Φιλίππου Β΄, οι οποίοι αιχμαλώτισαν και κληρούχους, αλλά το 346 επιστρέφεται στους Αθηναίους. Το 318 καταλαμβάνεται από τον Κάσσανδρο και το 315 από τον Αντίγονο Α΄ Μονόφθαλμο, ο οποίος έγινε αποδεκτός από τους Λημνίους. Ακολουθεί ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ο οποίος, στην αποτυχημένη προσπάθεια του να ανακτήσει τη Λήμνο για λογαριασμό των Αθηναίων, τη λεηλατεί. Στη συνέχεια, την καταλαμβάνουν διαδοχικά οι Αθηναίοι (301), οι Μακεδόνες (294), ο βασιλιάς της Θράκης Λυσίμαχος (285), ο οποίος κυβέρνησε τυραννικά και ο Σέλευκος Α' Νικάτωρ της Συρίας (281) τον οποίο, όπως και το διάδοχό του Αντίοχο Α΄, οι Λήμνιοι υποδέχθηκαν με ανακούφιση και ανήγειραν ναούς προς τιμήν τους. Από το 266 οι Μακεδόνες υπό τον Αντίγονο Γονατά κυριαρχούν το νησί και το διατηρούν ως την ήττα του Φιλίππου Ε΄ από τους Ρωμαίους στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλαί, το 197. Ενδιάμεσα, ίσως επενέβησαν οι Πτολεμαίοι Φιλάδελφος και Ευεργέτης της Αιγύπτου και άλλοι τινές σύμμαχοι των Αθηναίων, οι οποίοι ανακτούν προσωρινά το νησί γύρω στο 229. Επίσης, το 209 το λεηλάτησε ο στόλος του Ρωμαίου Πόπλιου Σουλπίκιου Γάλβα και του Αττάλου Α΄ της Περγάμου. Ρωμαϊκή περίοδος Το 196 οι Ρωμαίοι κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο και κηρύσσουν τη Λήμνο ελεύθερη να εφαρμόζει τους δικούς της νόμους, αλλά με την υποχρέωση να δεχτεί ρωμαϊκή φρουρά. Το 188 την παραχωρούν πάλι στους Μακεδόνες. Τελικά, το 166 παραχωρούν τη διοίκησή της στους Αθηναίους, η οποία διαρκεί ως τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Σεπτίμος Σεβήρος την κηρύσσει αυτοδιοίκητη. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση η Λήμνος γνώρισε μια περίοδο ηρεμίας και πολιτιστικής ανόδου, με αποκορύφωμα την εμφάνιση της οικογένειας των σοφιστών, ρητόρων και διδασκάλων Φιλοστράτων κατά τους 2ο και 3ο αιώνες μ.Χ. Πρώτος ήταν ο σοφιστής Φιλόστρατος του Βήρου, ο οποίος έδρασε στην Αθήνα κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. κι άφησε πλήθος συγγραμμάτων, εκ των οποίων διασώθηκε μόνο ο διάλογος Νέρων. Ο γιος του, Φλάβιος Φιλόστρατος, επίσης σοφιστής, δίδαξε στην Αθήνα και στη Ρώμη, όπου διετέλεσε παιδαγωγός των τέκνων του αυτοκράτορα Σεπτίμου Σεβήρου (193-211). Σπουδαιότερα έργα του ήταν: Βίοι σοφιστών, Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον και Γυμναστικός. Ανιψιός του προηγουμένου ήταν ο σοφιστής Φιλόστρατος του Νερβιανού, ο οποίος δίδαξε στην Αθήνα, υπήρξε ευνοούμενος του αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217) και πέθανε στη Λήμνο, όπου έζησε τα τελευταία έτη του βίου του. Σημαντικότερο έργο του οι Εικόνες, ενώ μια σειρά από πολλά άλλα αποδίδονται είτε σε αυτόν είτε στον πρόγονό του Φιλόστρατο του Βήρου. Τέτοια είναι τα έργα: Ηρωικός, Λιθογνωμικόν, Περί τραγωδίας, Ρητορικαί αφορμαί, Ζητούμενα παρά τοις ρήτορσι, Περί του ονόματος, Πρωτεύς, Θεατής καθώς και 43 τραγωδίες, 14 κωμωδίες, 4 Λόγοι Ελευσινιακοί, πλήθος πανηγυρικών λόγων κλπ. Τέλος, συγγραφέας υπήρξε κι ο εγγονός του, Φιλόστρατος, ο οποίος προσπάθησε να μιμηθεί τον πάππο του, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τη χαριστική βολή στην κλασσική Λήμνο φαίνεται πως έδωσαν οι βαρβαρικές ορδές των Γότθων και των Ερούλων, οι οποίοι λεηλάτησαν το νησί το 268 μ.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...