Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ: ΑΠΟ ΤΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, του Αριστοτέλη Σαίνη

Ενα πανόραμα της πρώιμης και της μεσοβυζαντινής λογοτεχνικής θεωρίας και πρακτικής με επίκεντρο τις ημέρες και, κυρίως, τα έργα ενός πληθωρικού επαγγελματία διανοούμενου και παθιασμένου παιγνιώδη δημιουργού του 11ου αιώνα, του πρωτεϊκού Κωνσταντινουπολίτη Μιχαήλ Ψελλού (1018-1078). Ζώντας σε μια «ώριμη εποχή», με έντονη την παρουσία της «αγάπης του ωραίου», ο «ύπατος των φιλοσόφων» και «πολύς την γλώτταν» Ψελλός καλλιέργησε σχεδόν κάθε είδος λόγου και χρησιμοποίησε τη ρητορική ως εργαλείο κοινωνικής ανέλιξης και επιβίωσης. Βασισμένος στην παράδοση (Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Λουκιανός, Συνέσιος, Πλάτων και νεοπλατωνικοί κ.α.), καινοτόμησε, τόσο στην πράξη όσο και στη θεωρία, και άνοιξε δρόμους προς τη λογοτεχνία, αν σε αυτήν πιστώνουμε, όπως και σήμερα, την πρωτοτυπία, τη μορφική αυτοτέλεια και την αισθητική απόλαυση.
Ο Στρατής Παπαϊωάννου, καθηγητής Bυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, αναθεωρεί σε βάθος παλαιότερη μονογραφία του (Michael Psellos: Rhetoric and Authorship in Byzantium, CUP, 2013), που αποτελούσε με τη σειρά της επεξεργασία διδακτορικής διατριβής (Βιέννη 2000), και μας παραδίδει ένα νέο βιβλίο για την κατασκευή της ψελλικής συγγραφικής αυτοεικόνας, ακριβώς στην τομή μεταξύ του επιτρεπόμενου από την παράδοση ορίζοντα αυτοέκφρασης και του αναγνωστικού ορίζοντα προσδοκιών. Την εισαγωγή και το κατατοπιστικό εργοβιογραφικό σημείωμα για τον έντονα αυτοαναφορικό βυζαντινό συγγραφέα, ακολουθούν έξι κεφάλαια, τα οποία σχολιάζουν ερμηνευτικά μεγάλο μέρος του ψελλικού corpus. Ο μελετητής παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις προσπάθειες του Ψελλού να ρητορικοποιήσει τη φιλοσοφία (Κεφ. 1: «Η ρητορική του φιλοσόφου»), να αναβιβάσει, προβάλλοντας την αυτονομία της ελεύθερης δημιουργίας, τον ιδανικό ρήτορα στο επίπεδο ενός θεού («ως θεόν») (Κεφ. 2: «Ο ρήτωρ ως λογοτέχνης δημιουργός»), είτε μετατρέποντας, στα θεωρητικά κείμενά του, τα πρότυπά του σε αντικατοπτρισμούς του εαυτού του (Κεφ. 3: «Η επιστροφή του ποιητή») είτε μεταμορφώνοντας τους επιτάφιους ή εγκωμιαστικούς λόγους του σε αφορμές αυτοβιογραφικής παρουσίασης (Κεφ. 4: «Υποκριτής αλλότριας μορφής»), είτε, τέλος, ωθώντας στα άκρα την προγενέστερη «ελληνικότητα», ταυτίζοντας δηλαδή το ρητορικό εγώ με το πεδίο των αισθήσεων, της ύλης, του σώματος (Κεφ. 5: «Το άγαλμα που χαμογελά»), αλλά και με την ευαίσθητη και ερωτική θηλυκότητα σε μια «ρητορική παρενδυσία, μοναδική στην ιστορία του αυτοαναφορικού λόγου» (Κεφ. 6: «Μια γυναικεία φωνή»).
Οι αποκλίσεις του ψελλικού λόγου από το «μυθοπλαστικό συμβόλαιο» της εποχής του (αποτροπή σύγχυσης μυθοπλαστικού χαρακτήρα και ομιλούντος υποκειμένου), οι ευθείες ή πλάγιες βολές στο αντίστοιχο «αυτοβιογραφικό» (αλήθεια, ενσάρκωση ηθικών τύπων), οι παρεκκλίσεις, τέλος, από τις νόρμες της βυζαντινής ρητορικής και τον κώδικα των βυζαντινών συμβάσεων (αυθεντικότητα και ταυτόχρονη μίμηση αυθεντιών) δεν ήταν αποτέλεσμα, όσο μπορούν να ανιχνευτούν οι προθέσεις του κειμενικά, κάποιου φιλοσοφικού ή πολιτικού προγράμματος. Αντίθετα, ήταν, συμβατές και εγγεγραμμένες ως δυνατότητες στην εποχή του. Στην αφετηρία του ψελλικού λόγου, πώς αλλιώς, η ρητορική, η φιλοσοφική και η θεολογική παράδοση, και στόχος όχι η υπονόμευση, αλλά η αξιοποίησή της! Αυτό κάνει ο Ψελλός με ανυπέρβλητο ταλέντο και αξεπέραστη δεξιοτεχνία: αναδεικνύει τις αντιφάσεις, εκμεταλλεύεται τις εντάσεις, τρυπώνει στις ρωγμές, οικειοποιείται λανθάνουσες πτυχές, διαστέλλει, διευρύνει και δοκιμάζει κάθε όριο. Δουλεύοντας στο μεταίχμιο, ωθεί στα άκρα τις δυνατότητες της λόγιας παράδοσης, στρέφει τον λόγο του «προς την ετεροτοπία της λογοτεχνίζουσας γραφής», ώσπου, διαβαίνοντας τελικά το κατώφλι, εισέρχεται στον χώρο εκείνο που και οι βυζαντινοί θα τον αναγνώριζαν ως μυθοπλασία. Ποια η απήχηση των ψελλικών τεχνικών αυτοπαρουσίασης; Τι δείχνει η χειρόγραφη παράδοση; Πώς διακυμάνθηκε η ψελλική υποδοχή; Πού οφείλεται η εμφανής αμηχανία των μεταγενεστέρων; Να τα ερωτήματα που απασχολούν τον μελετητή στα συμπεράσματα του βιβλίου! Φαινόμενα όπως η προοδευτική αναβάθμιση της ρητορικής ώς τις αρχές του 14ου αιώνα, ο συνεχής εμπλουτισμός της λογοτεχνικής θεωρίας (και) με ψελλικά επιχειρήματα και η κατασκευή της υποκειμενικότητας σε μετέπειτα αυτοβιογραφικά και μυθοπλαστικά συμφραζόμενα (κομνήνεια ερωτικά μυθιστορήματα, λουκιάνειοι διάλογοι, σχολικά αρχαιόθεμα κείμενα κ.λπ.) μπορούν να συνδεθούν με το δικό του μοναδικό παράδειγμα; Το ερώτημα ο συγγραφέας το αφήνει προσώρας μετέωρο, σημειώνοντας, ωστόσο ότι «ο Ψελλός, με το δημιουργικό του βλέμμα στον κειμενικό καθρέφτη του εαυτού, είχε αρθρώσει μια γλώσσα που μπορούσε να μεταμορφώσει τη ρητορική σε λογοτεχνία».
Οπως και να ’χει, η κανονικοποίηση του Ψελλού και η γρήγορη μετατροπή του σε συγγραφική αυθεντία άνοιξε τον ασκό του Αιόλου! Ο Ψελλός διασκευάστηκε, μεταμορφώθηκε, χάθηκε στην ανωνυμία της χειρόγραφης παράδοσης ή πολλαπλασιάστηκε με πλήθος ψευδεπίγραφα! Οπως ακριβώς συμβαίνει με όλα τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας. Από τους πιο πολυδιαβασμένους Ελληνες συγγραφείς του Μεσαίωνα, το έργο του άφησε τα ίχνη του ακόμα και στη λογοτεχνία: από τον Κόουλριτζ ώς τον Οντεν και τον Σεφέρη μάς θυμίζει ο Παπαϊωάννου στην εισαγωγή του, αλλά και στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία θα μπορούσε να προσθέσει κανείς: από τα σύντομα περάσματά του στο Ρωμανός Δ΄ Διογένης (1974) του Κώστα Δ. Κυριαζή ή στο Ενας σκούφος από πορφύρα (1995) της Μάρως Δούκα, στον «πρωταγωνιστικό» ρόλο του στο Η Ιστορία των μεταμορφώσεων (1998) του Γιάννη Πάνου, ένα «μυθιστόρημα» που, μεταξύ άλλων, αλληγορεί και την ίδια τη λειτουργία της λογοτεχνίας. Καθόλου τυχαία, εκεί, ο «πανυπέρτιμος» φιλόσοφος προβάλλεται ως «υποδειγματικός συγγραφέας» (...). Ο αυτοβιογραφούμενος του τέταρτου κεφαλαίου, που μιλάει με τη φωνή του Ψελλού, απεγκλωβίζεται προοδευτικά από τα δεδομένα του ιστορικού χρόνου και, λάμνοντας στους αιώνες, μεταμορφώνεται σε βυζαντινό μαθηματικό ή χριστιανό καβαλιστή, Kινέζο φιλόσοφο ή Aραβα αλχημιστή, παίρνει τη μορφή του Πυθαγόρα ή του Απολλώνιου του Τυανέα, σπαζοκεφαλιάζει με τα παράδοξα του Ζήνωνα, αναζητά τον παγκόσμιο τύπο του Λαπλάς ή το όραμα της παγκόσμιας αρμονίας του Κέπλερ. Παρ’ όλες τις μεταμορφώσεις του, όμως, το κελί του μοναχού ή το σπουδαστήριο του φιλοσόφου παραμένει ένα συγγραφικό –και μάλιστα, ποιητικό– εργαστήριο. Εξού και η ύστατη επιστολή που ο μονολογιστής απευθύνει στον αγαπημένο του δάσκαλο, Ιωάννη Μαυρόποδα, τελειώνει ως εξής: «Πέρασε ποτέ από τον νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ένας ποιητής;».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...