Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

WILLIAM SHAKESPEARE, των αποφοίτων μας Αξαοπούλου και Κιρκινέζη

Άγγλος ποιητής κ θεατρικός συγγραφέας.Θεωρηθηκε ευρέως ως ο σημαντικότερος συγγραφέας που έγραψε στην αγγλική γλώσσα κ ένας από τους σημαντικότερους δραματουργούς παγκοσμιος.Αποκαλειτε κ εθνικός ποιητής της Αγγλίας,κ βάρδος του Ειβον .Γεννημένος το 1564 στο Στράτφορντ απόν Ειβον Ηνωμένο Βασίλειο.Απεβιωσε το 1616 . Σύζυγος Ανν χαθαγουει. Σημαντικά έργα του Ρωμαίος κ Ιουλιέτα ,10 πράγματα που μισω σε εσένα ,kiss me kate Άμλετ, Μάκβεθ , όνειρο θερινής νυκτός, η στρίγγλα που έγινε αρνάκι . Γνωστά ποιήματα 18 Σονέτο 116 σονέτο 130 σονέτο η βιασμός της Λουκρητίας. Δεν έχουν σωθεί πάρα πολλές καταγραφές για την ιδιωτική ζωή του Σαίξπηρ έχουν σημειωθεί σημαντικές εικασίες για ζητήματα όπως η εξωτερική του εμφάνιση η σεξουαλικότητά του ή θρησκευτικές του πεποιθήσεις και κατά πόσον τα έργα που του αποδίδονται είναι γραμμένα από άλλους . Η επίδραση του ειδικότερα στην αγγλική λογοτεχνία θεωρείται τεράστια η ρομαντικοί αναγνώρισαν την ιδιοφυΐα του και η βικτωριανοι τον λάτρεψαν κατά τον τρόπο που ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω αποκαλεσε βαρδολατρεια. Το έργο του Σαίξπηρ επηρέασε σημαντικά το θέατρο και λογοτεχνία συγκεκριμένα επέκτεινε τις δραματικές δυνατότητες των χαρακτήρων της πλοκής της γλώσσας και του ύφους για παράδειγμα μέχρι το Ρωμαίο και Ιουλιέτα τα ρομαντικά έργα δεν θεωρούνταν αξιόλογα θέματα για τραγωδίες οι μονόλογοι χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη μεταφορά πληροφοριών σχετικά με τους χαρακτήρες ή τα γεγονότα αλλά ο Σαίξπηρ τους χρησιμοποίησε για να εξερευνήσει τις σκέψεις των χαρακτήρων το έργο του επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και την ποίηση οι ρομαντικοί ποιητές προσπάθησαν να αναβιώσουν το δράμα στο ύφος του Σαίξπηρ αλλά με μικρή επιτυχία. Ο Σαίξπηρ επηρέασε συγγραφείς όπως ήταν ο Τόμας χαρτί Ο Κάρολος ντίκενς και ο γουίλιαμ φώκνερ. Ενέπνευσε επίσης ζωγράφους Συμπεριλαμβανομένων των ρομαντικών και τον προραφαηλίτων. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα η φήμη του εξαπλώθηκε και στο εξωτερικό ανάμεσα σε αυτούς που τον υπερασπίστηκαν ήταν ο Βολταίρος και ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε και ο Βίκτωρ Ουγκώ. Συμπερασματικά θεωρώ ότι μολονότι δεν υπήρξε αντικείμενο λατρείας εν ζωή παρόλο που ήταν πάντα σεβαστός , στην ποίηση την συγγραφή και τη ζωγραφική τα έργα του είχαν καταλυτικό ρόλο ως προς την εξέλιξη της τέχνης , έως και σήμερα συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης.

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

MAX WEBER, Η ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

ΘΕΜΑ: Διαβάστε τις παρακάτω απόψεις του Μαξ Βέμπερ (στο βιβλίο του "Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού"), και συζητήστε στην τάξη.
Ο προτεσταντισμός (protest=διαμαρτυρία) διαμόρφωσε συγκεκριμένη αντίληψη περί εργασίας, και προϊόν του υπήρξε ο καπιταλισμός, που έμελε να εξελιχθεί σε μία από τις βασικότερες ‘παραγωγικές δυνάμεις’ · τόσο σημαντική για την ανάπτυξη του βιομηχανικού συστήματος όσο ο ατμός και ο ηλεκτρισμός. Kατά τον Μεσαίωνα ο άνθρωπος εργαζόταν κάτω από μια συγκεκριμένη ανάγκη και ένα συγκεκριμένο σκοπό. Να κερδίσει το ψωμί του. Δεν υπήρχε ανάγκη, όπως τόνιζε ιδιαίτερα ο Max Weber, να δουλεύει κανείς περισσότερο από όσο ήταν απαραίτητο για την εξασφάλιση του πατροπαράδοτου βιοτικού επιπέδου. Η κατάρρευση του μεσαιωνικού συστήματος της φεουδαρχικής κοινωνίας είχε βασική σημασία για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Το άτομο αφέθηκε ελεύθερο μεν αλλά μόνο και αποδυναμωμένο. Η ελευθερία αυτή είχε διπλό αποτέλεσμα. Ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος να ενεργήσει και να σκεφτεί ανεξάρτητα, να γίνει αφεντικό του εαυτού του και να διαθέσει τη ζωή του όπως νόμιζε, όχι όπως του επέβαλαν. Ταυτόχρονα όμως στερήθηκε τη σιγουριά που απολάμβανε, το αδιαφιλονίκητο αίσθημα πως ανήκε κάπου, και λύθηκαν οι δεσμοί του με τον κόσμο που ικανοποιούσε την εκ μέρους του αναζήτηση σιγουριάς· τόσο οικονομικής όσο και πνευματικής. Αισθάνθηκε να τον πλημμυρίζει η μοναξιά και το άγχος. Αυτά τα δύο είδη ελευθερίας είχαν διαφορετική βαρύτητα, ανάλογα με το επίπεδο των διαφόρων κοινωνικών τάξεων της τότε κοινωνίας.
Η πιο πετυχημένη τάξη της κοινωνίας επωφελήθηκε σε βαθμό που να αποκτήσει αληθινό πλούτο και δύναμη. Στα μέλη της δόθηκε η δυνατότητα να επεκταθούν, να κατακτήσουν, να κυβερνήσουν και να συσσωρεύσουν πλούτη σαν αποτέλεσμα της δραστηριότητας και των λογικών υπολογισμών τους. Αυτή η νέα αριστοκρατία του πλούτου σε συνδυασμό με την αριστοκρατία καταγωγής βρέθηκε σε θέση που μπορούσε να απολαμβάνει τους καρπούς της νέας ελευθερίας και να αποκτήσει ένα νέο αίσθημα κυριαρχίας και ατομικής πρωτοβουλίας. Από την άλλη μεριά, οι κατώτερες τάξεις επιδόθηκαν σε μία νέα αναζήτηση ελευθερίας και παρωθούνταν από την έντονη ελπίδα πως θα θέσουν τέρμα στην ολοένα μεγαλύτερη οικονομική και προσωπική καταπίεση. Θα έχαναν πολύ λίγα και θα κέρδιζαν πολλά. Δεν ενδιαφέρονταν για τις δογματικές ταχυδακτυλουργίες αλλά μάλλον για τις θεμελιώδεις αρχές της βίβλου. Οι ελπίδες τους πήραν ενεργητική μορφή στις πολιτικές εξεγέρσεις και τα θρησκευτικά κινήματα που χαρακτηρίζονται από το ίδιο πνεύμα αδιαλλαξίας που χαρακτήριζε την αρχική περίοδο του χριστιανισμού.
Η έμφαση στη δύναμη της ατομικής δραστηριότητας και βούλησης συναντιέται και στις θεολογικές διδασκαλίες της καθολικής εκκλησίας του τέλους του μεσαίωνα. Οι Σχολαστικοί αυτής της περιόδου δεν εξεγέρθηκαν κατά της εξουσίας και αποδέχτηκαν την καθοδήγησή της. Τόνιζαν όμως το θετικό νόημα της ελευθερίας, τη συμμετοχή του ανθρώπου στον καθορισμό της μοίρας του, τη δύναμή του, την αξιοπρέπειά του και την ελευθερία της βούλησής του. Η δυτική θεολογία πορεύτηκε σε καινούργια μονοπάτια, βασιζόμενη στην ορθολογική επεξεργασία των αληθειών της πίστης. Σταδιακά, ο ορθολογισμός μονοπώλησε τον τρόπο προσέγγισης του Θεού στην Δύση. Η παπική Εκκλησία εγκλωβίστηκε σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφική Σχολή και ταυτίστηκε με αυτή. Έτσι, όταν οι επιστημονικές ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα επέφεραν την κατάρρευση της δυτικής μεσαιωνικής σκέψης, η παπική Εκκλησία αισθάνθηκε απειλημένη και αντέδρασε με βίαιο τρόπο. Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, ένας ολότελα καινούριος πολιτισμός έχει γεννηθεί στην Δύση.
Ο προτεσταντισμός συνθηκολόγησε μπροστά στην κοσμική εξουσία και διέγραψε την βασική του αρχή σύμφωνα με την οποία «η κοσμική εξουσία δεν δικαιολογείται να υπάρχει αν έρχεται σε αντίθεση με τις ηθικές αρχές». Και κάνοντας όλα αυτά, κατέστρεψε τα στοιχεία εκείνα που αποτέλεσαν τα βάθρα της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης.
Στον Καλβινισμό αρχικά η σημασία της ηθικής προσπάθειας αποτελούσε σημαντικό μέρος του θρησκευτικού δόγματος. Αργότερα όμως, οι συνθήκες οδήγησαν τον διαμαρτυρόμενο άνθρωπο στο να δώσει μεγαλύτερη σημασία στην επαγγελματική προσπάθεια και τα αποτελέσματά της. Δηλαδή στην επιχειρηματική επιτυχία ή αποτυχία. Η επιτυχία ήταν σημάδι θείας χάρης. Η αποτυχία σημάδι θείας καταδίκης. Το νέο στοιχείο στη σύγχρονη κοινωνία ήταν πως οι άνθρωποι έφτασαν να ωθούνται προς την εργασία όχι τόσο από εξωτερική πίεση όσο από εσωτερικό καταναγκασμό. Αναμφίβολα ο καπιταλισμός δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί χωρίς αυτή τη διοχέτευση του μεγαλύτερου μέρους της ενεργητικότητας του ανθρώπου προς την κατεύθυνση της εργασίας.
Ο ανερχόμενος καπιταλισμός μολονότι σήμαινε και για τη μεσαία τάξη μεγαλύτερη ανεξαρτησία και πρωτοβουλία, αποτελούσε περισσότερο απειλή. Στις αρχές το 16ου αιώνα το άτομο της μεσαίας τάξης δεν μπορούσε ακόμα να αξιοποιήσει την «νέα ελευθερία» εξασφαλίζοντας αρκετή δύναμη και σιγουριά. Η ελευθερία συνεπαγόταν περισσότερο απομόνωση και προσωπική ασημαντότητα παρά δύναμη και βεβαιότητα. Παράλληλα τον πλημμύριζε έντονη μνησικακία για την πολυτελή διαβίωση και τη δύναμη των εύπορων τάξεων περιλαμβανομένης και της ιεραρχίας της καθολικής εκκλησίας.
Η διαμόρφωση του νέου χαρακτήρα κοινωνικής ηθικής, που ήταν αποτέλεσμα των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών και ενισχυόταν από τα θρησκευτικά δόγματα, έγινε με τη σειρά του σημαντικός παράγοντας στη διάπλαση της παραπέρα κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης. Aυτό αποτυπώνεται στη φράση "Τον Θεό εμπιστευόμαστε" (In God we trust) που αναγράφεται πάνω στο αμερικανικό χαρτονόμισμα του δολλαρίου:
Οι ιδιότητες που πήγαζαν από αυτή τη διαμόρφωση χαρακτήρα, την υποχρέωση προς την εργασία, το πάθος της αποταμίευσης, η προθυμία να μετατρέψεις τον εαυτό σου σε όργανο για την επιτυχία σκοπών μιας εξω-προσωπικής εξουσίας, ο ασκητισμός και η επιβαλλόμενη αίσθηση του καθήκοντος, ήταν ακριβώς τα γνωρίσματα εκείνα που απαιτούσε ο Καλβινισμός από τον άνθρωπο, και που αναδείχθηκαν σε παραγωγικές δυνάμεις χωρίς τις οποίες θα ήταν αδιανόητη η σύγχρονη οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας έως σήμερα.
Από τα μέσα του 15ου αι. χάρη στην εντεινόμενη ανθρώπινη παρέμβαση αυξήθηκε σημαντικά η απόδοση της γεωργικής παραγωγής, με επακόλουθο την αύξηση του πληθυσμού της Ευρώπης. Ωστόσο, παράγοντες όπως: οι ανεπαρκείς καλλιεργητικές μέθοδοι και η στέρηση λιπάσματος για τη γη από τον περιορισμό της κτηνοτροφίας, κατέδειξαν την ανεπάρκεια της αγροτικής παραγωγής να ακολουθήσει την πληθυσμιακή αύξηση. Απόρροια ήταν η εκτίναξη των τιμών των αγροτικών προϊόντων, η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης της παραγωγής, και, τέλος, η στασιμότητα της δεκαετίας του 1650.
Την ίδια περίοδο, η αγροτική κοινωνία της Ευρώπης γνώρισε βαθιές αλλαγές. Η εμπορευματοποίηση της γης από αστικά κεφάλαια ή από τους πλουσιότερους αγρότες, η συγκέντρωση τεράστιων εκτάσεων στα χέρια των πλουσιότερων, η συρρίκνωση της ισχύος των αγροτικών κοινοτήτων σε συνδυασμό με την «επανάσταση των τιμών» επέφερε εντεινόμενη πόλωση στο εσωτερικό των αγροτικών κοινωνιών, ανάμεσα στα εύπορα στρώματα & την πλειοψηφία των προλεταρίων, ενώ τα μεσαία στρώματα εξαφανίστηκαν.
Τα άφθονα εργατικά χέρια αποτελούσαν φθηνό εργατικό δυναμικό. Έτσι, οι μεγαλογαιοκτήμονες –πλην εξαιρέσεων- προτιμούσαν τις επενδύσεις στην αγορά γης, παρά στις αμφιβόλου αποτελεσματικότητας νέες μεθόδους & τεχνικές αύξησης της παραγωγικότητας.
Οι πλουσιότεροι χωρικοί μιμούνταν τον τρόπο ζωής και την οικονομική συμπεριφορά των αριστοκρατών & των αστών, επενδύοντας σε τοκογλυφικές δραστηριότητες ή ξοδεύοντας ποσά στον πολυτελή τρόπο διαβίωσης. Εξάλλου, η μεγάλη μάζα προλεταρίων λειτουργούσε ανασχετικά για την βελτίωση των μεθόδων & της εξειδίκευσης της παραγωγής σε νέα προσοδοφόρα προϊόντα, λόγω του χαμηλού παραγωγικού κόστους που αντιπροσώπευαν.
Από τo Β’ μισό του 15ου αι. έως περίπου τo 1650, η παραγωγή του κατασκευαστικού τομέα σε πόλεις & ύπαιθρο, ακολούθησε επίσης ανοδική πορεία. Πιο χαρακτηριστικά φαίνονταν στο χώρο της υφαντουργίας, αλλά θετικές επιδόσεις παρουσίαζαν επίσης, η μεταλλουργία, τα ορυχεία & τα μεταλλεία και άλλοι κλάδοι.
Η ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα, ως απάντηση στις απαιτήσεις της αγοράς, άλλαξε το παραδοσιακό αγροτικό τοπίο & αναζωογόνησε τον αστικό αγροτικό τομέα, έπειτα από την καταστροφή που είχε σπείρει η πανώλη κατά τον 14ο αι. Άξιο επισήμανσης είναι πως η ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα ήταν άνιση & ασυνεχής, με την παρακμή μεγάλων κέντρων & την ανάπτυξη νέων.
Η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κατασκευαστικού τομέα καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις διακυμάνσεις της ζήτησης. Η επέκταση σε εξωευρωπαϊκές περιοχές υπήρξε παράγοντας καίριας σημασίας. Ωστόσο, η διεύρυνση της ευρωπαϊκής αγοράς προς νέους κόσμους εκτός από ενίσχυση, επέφερε και εξάρτηση του ευρωπαϊκού κατασκευαστικού τομέα από τις εξαγωγές προς τις κτήσεις, με αρνητικές επιπτώσεις λόγω δραματικών διακυμάνσεων στη ζήτηση. Γεγονός αποτελεί πως η αναδυόμενη παγκόσμια οικονομία επηρέασε καθοριστικά την ευρωπαϊκή κατασκευαστική παραγωγή μόνο προς τα τέλη του 17ου & αρχές 18ου αι.
Η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κατασκευαστικού τομέα καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από εγγενείς παραμέτρους στις ευρωπαϊκές κοινωνίες & οικονομίες. Η πληθυσμιακή αύξηση μεταξύ 1500-1600, η σημαντική διεύρυνση του κατεξοχήν καταναλωτικού αστικού χώρου, η αύξηση εισοδήματος των ευπορότερων στρωμάτων σε πόλη & ύπαιθρο αποτέλεσαν τις κινητήριες δυνάμεις για την ανάπτυξη. Καίριος υπήρξε και ο ρόλος του κράτους και ιδιαίτερα σε κλάδους σχετικούς με τον πόλεμο. Η διακίνηση αγαθών και η διάδοση της τεχνογνωσίας επηρεάστηκαν από τους θρησκευτικούς διωγμούς, λόγω μετακίνησης χιλιάδων ανειδίκευτων & ειδικευμένων τεχνιτών, καθώς και μετακίνησης μεγάλων κεφαλαίων. Κύριες ωφελημένες ήταν οι Προτεσταντικές χώρες. Παράλληλα εμφανίστηκαν νέοι κατασκευαστικοί κλάδοι με στόχο τη μαζική παραγωγή φθηνών προϊόντων, με σημαντικότερο κλάδο αυτόν της τυπογραφίας. Η τελευταία επεκτάθηκε πανευρωπαϊκά, παρά την αντίσταση της συντεχνίας των γραφέων και ως τον 16ο αι υπήρχαν τυπογραφεία σε τουλάχιστον 250 πόλεις.
Στον σχετικά νέο τομέα της μεταλλουργίας, το κόστος εξόρυξης μειώθηκε αρκετά, λόγω τεχνολογικών ανακαλύψεων (π.χ. υψικάμινος). Αντίθετα, στους πιο εδραιωμένους κλάδους, όπως η υφαντουργία, η έμφαση δόθηκε στην κατασκευή νέων προϊόντων, βασισμένων περισσότερο στην υπαρκτή τεχνολογία. Σημαντική ώθηση του ευρωπαϊκού κατασκευαστικού τομέα συντελέστηκε και λόγω της σημαντικής μείωσης του κόστους συναλλαγών, εξαιτίας της μεγαλύτερης ασφάλειας, των τεχνολογικών καινοτομιών στα μέσα μεταφοράς, της ανάπτυξης εξειδικευμένων εταιρειών για την πραγματοποίηση των συναλλαγών, και της πτώσης των επιτοκίων δανεισμού στα μέσα του 15ου αι.
Στο τέλος του 16ου αι., η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κατασκευαστικού τομέα ανασχέθηκε ή και ανατράπηκε, λόγω της «επανάστασης των τιμών» που μείωσε δραστικά τη ζήτηση. Η κρίση του 16ου αι. επιφέρει στροφή στην κατασκευή ειδών πολυτελείας. Ωστόσο, και πάλι, ο τομέας παραγωγής ειδών πολυτελείας υπήρξε αρκετά μικρός, ώστε να αντισταθμίσει τη γενικότερη κρίση του κατασκευαστικού χώρου.
Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης έπληξε σφοδρά συγκεκριμένους κλάδους όπως η υφαντουργία, και περιοχές όπως η Μεσόγειος. Παράμετροι που επηρέασαν την ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα: α) Δημογραφική ανάπτυξη, β) Κρατική πολιτική, γ) μετανάστευση λόγω Μεταρρύθμισης.
Εξαίρεση από την οικονομική κρίση αποτέλεσαν οι περιοχές: Κάτω Χώρες (που θα γίνονταν η μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης), η Βόρεια Γαλλία & η Αγγλία. Στον 16ο αι., άλλες περιοχές της Δύσης εκμηχανίστηκαν ραγδαία και άλλες ήδη εκμηχανισμένες παρήκμασαν. Κυρίως όμως η κρίση, μεταφέρει το ευρωπαϊκό κέντρο βάρους της Οικονομίας από τη Μεσόγειο στη Β.Δ. Ευρώπη, που θα αναδεικνύονταν σε επίκεντρο της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Oι κατά βάσιν αγροτικές ευρωπαϊκές οικονομίες & κοινωνίες επηρέαζαν αναπόφευκτα τη βιομηχανική ανάπτυξη, καταρχήν στον τομέα της κατανάλωσης. Οι διογκωμένες απαιτήσεις των μεγαλογαιοκτημόνων, περιόρισαν την καταναλωτική δύναμη των αγροτών. Η εξέλιξη εκτός από την στροφή στην παραγωγή ειδών πολυτελείας, επέφερε στον υπόλοιπο κατασκευαστικό τομέα στροφή στη μειωμένου κόστους παραγωγή φθηνών αγαθών για μαζική κατανάλωση από τα ασθενέστερα στρώματα.
Επίσης, οι αγροτικές δομές επηρεάζουν την αγορά εργασίας του κατασκευαστικού τομέα, είτε προμηθεύοντας με μεγάλες μάζες υποαπασχολούμενων και άνεργων μεροκαματιάρηδων, είτε αντίθετα, ανακόπτοντας την εισροή εργατικών χεριών, σε περιοχές που κυριαρχούσε το σύστημα της οικογενειακής καλλιέργειας ή η αναβιωμένη δουλεία (Ανατολική Ευρώπη) ενώ οι εμπορικές δομές επενεργούν καταλυτικά στην ανάπτυξή του. Άλλος παράγοντας εξάρτησης του κατασκευαστικού τομέα αποτέλεσαν οι περβάλλουσες εμπορικές δομές. Σε περιοχές όπου οι εμπορικές κοινότητες είχαν εμπλακεί με το παγκόσμιο εμπόριο, είχαν πρόσβαση στη διεθνή αγορά, σε συνάρτηση με τη μείωση του κόστους συναλλαγών και τις ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες, εξασφάλιζαν υψηλά ποσοστά βιωσιμότητας & ανάπτυξης του κατασκευαστικού τομέα.
Εξάλλου, η αποδυνάμωση των συντεχνιών έλυνε τα χέρια των εμπόρων στην ελεύθερη διαχείριση τόσο της εργατικής δύναμης όσο και προσφερόμενης τεχνολογίας. Ωστόσο, οι συντεχνίες της πρώιμης νεότερης περιόδου δεν ήταν «αντικαπιταλιστικές» ούτε «εχθροί της βιομηχανικής ανάπτυξης», δεδομένου του ότι, με την εκπαίδευση ειδικευμένου προσωπικού και με τους ποιοτικούς ελέγχους της παραγωγής, συνέβαλαν στην εδραίωση εξειδικευμένων τομέων κατασκευής προϊόντων υψηλής ποιότητας.
Στην Ανατολική Ευρώπη η κυριαρχία των αγροτικών δομών που περιόριζαν τις δυνατότητες κατανάλωσης κατασκευασμένων –κυρίως εισαγόμενων- αγαθών, ανέκοψε την εκμηχάνιση & την ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα.
Στη Μεσόγειο, οι συνθήκες είχαν αρχικά ευνοήσει την ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα, αλλά σταδιακά άλλαξαν εις βάρος του. Καίριας σημασίας ήταν οι περιορισμοί στην παροχή εργατικής δύναμης, οι υπέρογκες οικονομικές απαιτήσεις φεουδαρχών & κράτους, και η από- αστικοποίηση των τελών του 16ου αι.
Αντίθετα, στη Δυτική Γερμανική Αυτοκρατορία, στη Γαλλία και στις νότιες Κάτω Χώρες, η υψηλή παραγωγικότητα της γεωργίας, οι μετριοπαθείς απαιτήσεις των αρχόντων, η ενισχυτική για την εκμηχάνιση κρατική πολιτική και η δημογραφική ανάπτυξη συνέβαλαν στην επέκταση του κατασκευαστικού τομέα, μέχρι να ανακοπεί από την αντιστροφή του κλίματος, λόγω επιβράδυνσης ή στασιμότητας της αγροτικής παραγωγής.
Προϋποθέσεις για ανάπτυξη της εκμηχάνισης έχουν κυρίως οι Κάτω Χώρες και η Αγγλία, λόγω: α) Αποδοτική γεωργικής παραγωγής που δημιουργεί αγορά κατασκευασμένων προϊόντων και ευνοεί τη ροή εργατικού δυναμικού, β) Ύπαρξης αναπτυγμένων και επιθετικών εμπορικών τομέων με χαμηλή φορολογία.
Η ανάπτυξη της Αγγλίας βασίστηκε στο εργατικό δυναμικό, ενώ εκείνη της Ολλανδίας στην τεχνολογία. Και στις δύο χώρες, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές περιοχές, η προοπτική της εκμηχάνισης άλλαξε τις παραγωγικές σχέσεις, με αποτέλεσμα την εμφάνιση πλήθους διεκδικήσεων, κυρίως από τους εργαζόμενους. Στην πρώιμη νεότερη περίοδο, διάφοροι παράγοντες συντέλεσαν στην απώλεια της αυτονομίας των τεχνιτών ως ανεξάρτητων παραγωγών και στην υπαγωγή τους στο έλεγχο των εμπόρων. Οι βασικοί λόγοι υπήρξαν οι εξής: α) Έλλειψη διαθέσιμων πρώτων υλών, β) υπέρογκος δανεισμός, λόγω μικρότερης τιμής των κατασκευασμένων προϊόντων συγκριτικά με τρόφιμα και πρώτες ύλες, γ) Δυσκολία πρόσβασης στην αγορά, με αποτέλεσμα την χρησιμοποίηση μεσαζόντων εμπόρων, δ) Ανάπτυξη οικοτεχνίας ως ανταγωνιστικού κατασκευαστικού τομέα.
Ο «καπιταλισμός» του 16ου αι. αποτελούσε ακόμα εναλλακτική και όχι κύρια μορφή οικονομικής οργάνωσης, καθώς δεν είχαν ακόμα μετασχηματιστεί δραστικά οι υπάρχουσες οικονομικές δομές.
Φορείς καπιταλιστικών αντιλήψεων αποτελούσαν οι έμποροι, που συνέβαλαν στην συγκεντροποίηση, τον εξορθολογισμό της παραγωγής, την ανάδυση της μισθωτής εργασίας, επένδυση κεφαλαίου στην τεχνολογία, προσανατολισμό στη διεθνή αγορά κλπ. Ωστόσο, ο καινοφανής οικονομικός & κοινωνικός μετασχηματισμός που συνδέθηκε με την εδραίωση του καπιταλισμού, υπήρξε μια μακροχρόνια, επίπονη & ανομοιογενής διαδικασία.
Λουθηρανισμός-Καλβινισμός- Αγγλικανικός πουριτανισμός :το επάγγελμα ως θεϊκά δοσμένη αποστολή
Με τον Λούθηρο εδραιώνεται η ιδέα του επαγγέλματος ως έργου ζωής, ως αποστολής θεϊκά δοσμένης. Η επαγγελματική εργασία/θέση είναι το κατεξοχήν καθήκον που όρισε ο Θεός. Με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση έχουμε έναν ηθικό τονισμό και μια θρησκευτική κύρωση της οργανωμένης εγκόσμιας εργασίας σε ένα επάγγελμα. Η ολοκλήρωση αυτής της στροφής στον εγκόσμιο ασκητισμό επιτεύχθηκε με τον καλβινισμό και άλλες προτεσταντικές αιρέσεις. Η αλλαγή της σχέσης απέναντι στην εργασία είχε να αντιπαλέψει την κερδοσκοπική μορφή του καπιταλισμού και την «παραδοσιοκρατία». Η κυριαρχία της παραδοσιακής αντίληψης και πρακτικής της εργασίας δεν επέτρεπε την εντατική χρήση της.
Σύμφωνα με το δόγμα του προκαθορισμού, η μοίρα του ανθρώπου είναι προκαθορισμένη και άδηλη. Η απάντηση στο ερώτημα «εκλεκτός ή καταδικασμένος» ήταν η διατήρηση της πίστης και η εκπλήρωση της εγκόσμιας (επαγγελματικής) αποστολής, της δοσμένης από τον θεό. Η πίστη αποδεικνύεται με την εγκόσμια, επαγγελματική άοκνη προσπάθεια και μόνο μέσω της ακούραστης εργασίας και της επαγγελματικής επιτυχίας μπορεί ο πιστός να αντλήσει σημάδια της θείας χάριτος.
Η επαγγελματική επιτυχία δημιουργεί την παρώθηση για εργατικότητα και για συστηματική, μεθοδική, έλλογη οργάνωση της εργασίας. Η ασκητική συμπεριφορά συνίσταται σε ένα ορθολογικό σχέδιο ζωής του πιστού. Το κίνητρο για μεθοδικό, συστηματικό έλεγχο της κατάστασης του ατόμου και της θείας χάριτος στην καθημερινή συμπεριφορά διαποτίζει τηνεγκόσμια, καθημερινή ζωή με ευσέβεια και ασκητισμό.
Η επιταγή της διαρκούς και αδιάλειπτης εργασίας συνδυάζεται με την εγκράτεια και την αποχή από τις απολαύσεις και τις ηδονές της «φυσικής ζωής», και όχι με την επιδίωξη του κέρδους. Εντούτοις το παραγόμενο από την οικονομική/επαγγελματική δραστηριότητα κέρδος νομιμοποιείται ως "από θεού δώρο". Η εσωτερική ηθική εμπόδιζε την εμπορευματοποίηση της οικονομικής ζωής, καθώς αποκλείονταν το κυνήγι του κέρδους και προωθούνταν η αμοιβαιότητα, οι δεσμοί αλληλεγγύης και η εμπιστοσύνη (trust).

ΦΥΣΙΟΚΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ

Κατά τον 17ο και αρχές του 18ου αιώνα, αν και ο φεουδαλισμός είχε πάψει να υφίσταται προ πολλού η Γαλλία διατηρούσε τουλάχιστον τη δομή της φεουδαλικής οικονομίας. Οι γαιοπρόσοδοι μαζί με τους φόρους που εισπράττονταν αποτελούσαν την κύρια πηγή απ΄ όπου εξασφαλίζονταν οι πόροι για τη συντήρηση των κεντρικών κρατικών υπηρεσιών που απάρτιζαν την Αυλή, του στρατού και τη χρηματοδότηση δημοσίων έργων και διαφόρων άλλων έργων πολιτισμού. Η δε γαιοπρόσοδος εισπράττονταν από τους χωρικούς ως ποσοστό της παραγωγής τους. Αυτοί έπρεπε μόνοι τους να εξασφαλίσουν, αφενός, τα απαραίτητα μέσα για τη διαβίωσή τους, καθώς και τα ποσά που χρειάζονταν για να επενδύσουν σε σπόρους, αντλώντας απ΄ ότι τους απέμενε στο μερίδιό τους.
Σ΄ αυτό το οικονομικο-κοινωνικό σκηνικό οι φυσιοκράτες βάσισαν τις θεωρίες τους όπου κατά την άποψή τους "η γη που αποδίδει πρόσοδο αποτελεί την μοναδική πηγή καθαρής παραγωγής". Η ελληνική ονοµασία φυσιοκράτες δόθηκε στους οπαδούς της σχολής αυτής από έναν από τους πρώτους εκπροσώπους της, τον Πιέρ Ντι Πον ντε Νεµούρ, ο οποίος στηρίχτηκε στη σχέση αγροτικής παραγωγής, (της Φύσης), µε τη φιλοσοφική θεωρία της φυσιοκρατίας.
Ο Φρανσουά Κενέ (François Quesnay) το 1758 εκδίδει το σπουδαίο του έργο "Οικονομικός Πίνακας" ("Tableau economique") που ήταν η πρώτη σχηματική απεικόνιση ολόκληρης της οικονομίας, γεγονός που τον κατέστησε, για πολλούς, πρώτο σύγχρονο οικονομολόγο, καθώς και ιδρυτή της πολιτικής οικονομίας. Ο Κενέ στο έργο του αυτό χρησιμοποιώντας όρους ενός αφηρημένου προτύπου απεικονίζει τις ροές των αγαθών κατά τη διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσης αυτών, κατ΄ αναλογία προς την κυκλοφορία του αίματος, που όμως ελάχιστα διαφέρει από τους σύγχρονους πίνακες εισροών - εκροών της βιομηχανικής παραγωγής. Είναι αλήθεια ότι ο Κενέ εµπνεύστηκε και επηρεάστηκε από την οικονοµική θεώρηση του Κοµφουκιανισµού, η οποία µε τη σειρά της δηµιουργήθηκε στα πλαίσια της αµιγώς αγροτικής οικονοµίας της Κίνας όπου επίσης υπήρχαν φεουδάρχες.
Οι θιασώτες της θεωρίας αυτής, φυσιοκράτες, θεωρούσαν πλέον τη γη κύρια πηγή του εθνικού πλούτου αφού μόνο αυτή, κατά την άποψή τους, παράγει καθαρό πλεόνασμα, θεωρώντας τους άλλους παραγωγικούς τομείς ως στείρες τάξεις καθόσον το μόνο που έκαναν ήταν είτε να προσδίδουν στα αγροτικά προϊόντα καταναλωτική μορφή, είτε εκ της εργασίας τους (βιοτέχνες) να προσθέτουν την αξία της εργασίας τους στη δική τους παραγωγή. Άρα τα αγροτικά προϊόντα θα πρέπει να πωλούνται σε υψηλότερες τιμές, ενώ τα βιομηχανικά σε χαμηλότερες για να αυξηθεί το αγροτικό εισόδημα και εξ αυτού η αύξηση της εθνικής ευημερίας. Παράλληλα όμως οι φυσιοκράτες αναγνώριζαν εκτός την παραγωγική τάξη (αγροτικού τομέα) και την τάξη των γαιοκτημόνων ως νόμιμους δικαιούχους των εγγείων προσόδων, με δεδομένο ότι οι πρόγονοί τους ήταν εκείνοι που πρώτοι μετέβαλαν μια χέρσα γη σε καλλιεργήσιμη έκταση αναγνωρίζοντας την προβιομηχανική διάρθρωση της κοινωνίας.
Με τη φημισμένη φράση των φυσιοκρατών "laissez faire, laissez paser", που ανακλούσε το όλο πιστεύω των Φυσιοκρατών, ισχυροποιούνταν ή άποψη της επικράτησης των φυσικών οικονομικών νόμων και εισάγονταν για πρώτη φορά στην Ιστορία η έννοια της "ελεύθερης αγοράς". Με δεδομένα όλα τα παραπάνω οι φυσιοκράτες εισηγούνταν την άμεση αναδιάρθρωση της φορολογίας με τη θέσπιση ενός και μόνου φόρου επί του καθαρού προϊόντος των γαιοκτημόνων με ταυτόχρονη κατάργηση όλων όσα επιβάρυναν την γαλλική οικονομία.
Έτσι όταν ανέλαβε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Α. Τυργκό το 1774 άρχισε να εφαρμόζει μερικές μεταρρυθμίσεις που βασίζονταν στη φυσιοκρατική θεωρία. Προ αυτών όμως ξέσπασε έντονη αντίδραση των γαιοκτημόνων όπου παρασύροντας πολλούς αγρότες έλαβε διαστάσεις. Προ αυτών αναγκάσθηκε ο Βασιλιάς να παρέμβει και να αντικαταστήσει τον υπουργό Οικονομίας. Μετά από αυτή την εξέλιξη η επίδραση των φυσιοκρατών εξέλιπε μαζί με την θεωρία τους, όμως ορισμένα στοιχεία της θεωρίας αυτής επηρέασαν κάποιες νεότερες οικονομικές θεωρίες και σχολές.
Με τον όρο Εµποριοκρατία, ή Μερκαντιλισµός, εκ του αγγλικού διεθνούς σήµερα όρου "Mercantilism", χαρακτηρίζεται γενικά το οικονοµικό σύστηµα που πολλές φορές ταυτίζει τον πλούτο µε το χρήµα. Είναι κοινώς αποδεκτό πως το σύστηµα αυτό πρεσβεύει ότι µόνο µε κυβερνητικές ρυθµίσεις εθνικιστικού χαρακτήρα µπορεί να εξασφαλιστεί η οικονοµική ευηµερία του κράτους. Οι οπαδοί της εµποριοκρατίας καλούνται εµποριοκράτες ή µερκαντιλιστές. Η χρήση του όρου αυτού χρονολογείται από τον 18ο αιώνα.
Τον όρο "εμποριοκρατία" (Mercantilism) τον εκλαΐκευσε ο Άνταµ Σµιθ (Adam Smith) στο έργο του "Ο Πλούτος των Εθνών", συγκρίνοντας τo εμπόριο ως µέσον πλουτισµού µε το "αγροτικό σύστηµα".
Κατά τον Α. Σµιθ, οι εµποριοκρατικές ρυθµίσεις πέρασαν από δύο στάδια - φάσεις: την πρώτη, της συσσώρευσης πολύτιµων µετάλλων, και τη δεύτερη, όπου οι κανονισµοί επιβάλλονταν στο εµπορικό ισοζύγιο που όπως πιστευόταν, ρύθµιζε τη ροή του χρήµατος.
Σημαντικοί είναι και οι µεταγενέστεροι Βρετανοί οικονοµολόγοι Tόμας Μάλθους (Th. Malthus) και Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo).
Ο γάλλος μονάρχης Λουδοβίκος ΙΓ', ενσαρκώνοντας την ιδέα της απόλυτης μοναρχίας "ελέω θεού", κυβέρνησε ως επικεφαλής ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού που επεξέτεινε τις δικαιοδοσίες του σε όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής (διοίκηση, δίκαιο, οικονομία). Εκτός της πολιτικής η απολυταρχία ήταν και οικονομική (μερκαντιλισμός=ανάμειξη του μονάρχη στις συναλλαγές και την οικονομική δραστηριότητα των υπηκόων του).
Το πρώτο μέρος της βασιλείας του Λουδοβίκου XIV περιλαμβάνει διοικητικές μεταρρυθμίσεις και αναρρύθμιση της φορολογίας (δημοσιονομικής πολιτικής): με τη δημιουργία του "βασιλικού οικονομικού συμβουλίου" ( Conseil royal des finances: 12 Σεπτεμβρίου 1661) τα οικονομικά ρυθμίζονται από τον οικονομολόγο Κολμπέρ και από τον νομικό François-Michel Le Tellier, που τελικά χρηματοδοτεί όλους τους πολέμους του Λουδοβίκου.
Υπάρχουν, επίσης, το "Ύψιστο Συμβούλιο" (Conseil d'en haut) που περιλαμβάνει ελάχιστους υπουργούς, το conseil des dépêches, που συνέρχεται κάθε Δευτέρα για να ρυθμίσει τα οικονομικά ζητήματα των επαρχιών της αυτοκρατορίας, το conseil des finances για ελάσσονα (κατά την εκτίμηση του Κολμπέρ, βεβαίως) οικονομικά ζητήματα, το Συμβούλιο των "επιμέρους" (des parties) για δικαστικές υποθέσεις και το Συμβούλιο της Καθολικής Θρησκείας ("των συνειδήσεων", des consciences, όπως αποκαλείται) για θρησκευτικές υποθέσεις. Όλα αυτά τα επιμέρους συμβούλια απλώς υπερτονίζουν τον κρατικό παρεμβατισμό στις υποθέσεις της επικράτειας.
Μέχρι το 1671, η "παρέα" του Κολμπέρ κυβερνά παρασκηνιακά με απόλυτο παρεμβατισμό: όταν ξεκινούν οι πολεμικές συγκρούσεις με την Ολλανδία, τα έξοδα φτάνουν σε αστρονομικά ποσά. Η τεράστια διαφορά ηλικίας του οικονομολόγου πολιτικού Κολμπέρ με τον βασιλιά Λουδοβίκο (ο Κολμπέρ τότε ήταν 52 ετών ενώ ο Λουδοβίκος ήταν 33) είναι χαρακτηριστική του ελέγχου που ασκούσε η πολιτική του Κολμπέρ στις αποφάσεις του δεύτερου. Ο βασιλιάς δεν θα τον εμπιστευθεί για πολύ: θα στραφεί στον νεώτερο, πλησιέστερο στην ηλικία του οικονομολόγο Louvois, που έως το 1685 θα εγκρίνει όλα τα παράλογα, προκλητικά έξοδα εξοπλισμών και οργάνωσης πολέμων που θα διεξαγάγει ο Λουδοβίκος, προς μεγάλη οργή του λαού.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...