Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΡΩΜΗΣ (έως την εποχή του Ιουστινιανού)

Ας δούμε επί τροχάδην τις εξελίξεις από το τέλος της κυριαρχίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου έως την εποχή του Ιουστινιανού. Στον αυτοκρατορικό θρόνο μεσολαβούν τρεις δυναστείες: η δυναστεία του Βαλεντινιανού, η δυναστεία του Θεοδοσίου και η δυναστεία του Λέοντος.
Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Ο Πτολεμαίος, στρατηγός του Μεγάλου Αλέξανδρου, διορίστηκε ανώτατος κυβερνήτης της Αιγύπτου μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου το 323 π. Χ . Ο ίδιος ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά με το όνομα Πτολεμαίος ο Α . Οι Αιγύπτιοι αναγνώρισαν τον Πτολεμαίο ως διάδοχο των Φαραώ της ανεξάρτητης Αιγύπτου. Στη συνέχεια ο Πτολεμαίος έκανε την Αλεξάνδρεια πρωτεύουσα της Αιγύπτου στη θέση της Μέμφιδος. Αυτή ήταν η αρχή της ακμής της. Η δυναστεία των Πτολεμαίων συνέχισε το όραμα του Μεγάλου Αλέξανδρου, που ήθελε να κάνει την Αλεξάνδρεια το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου και παγκόσμιο πολιτιστικό κέντρο. Ο Πτολεμαίος ο Α´ίδρυσε την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εκπληρώνοντας το όνειρο του Μ. Αλέξανδρου, που και αυτός με τη σειρά του το είχε εμπνευστεί από τον Αριστοτέλη. Έτσι άρχισε η συγκέντρωση όλου του επιστημονικού και πολιτιστικού πλούτου που ήταν σκορπισμένος σε διάφορες συλλογές και βιβλιοθήκες.
Λέγεται ότι τοποθέτησε αρχικά 200.000 τόμους. Ο διάδοχος του, Πτολεμαίος Β´, διπλασίασε τα βιβλία. Στο πέρασμα των αιώνων η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του αρχαίου κόσμου. Ο πλούτος της ανερχόταν στις 700.000 χειρόγραφες περγαμηνές. Διανοούμενοι της εποχής, επιστήμονες, μαθηματικοί, ποιητές, πήγαιναν εκεί για να μελετήσουν και να ανταλλάξουν ιδέες. Ήταν δηλαδή σαν το πρώτο αρχαίο πανεπιστήμιο. Όμως η βιβλιοθήκη καταστράφηκε και όλα τα χειρόγραφα χάθηκαν. Τι προκάλεσε λοιπόν την καταστροφή της ; Διάφορες θεωρίες για την εξαφάνιση κυκλοφορούν εδώ και αιώνες. Η ιστορική έρευνα έχει καταλήξει σε τρεις βασικούς υπόπτους: Ένα Ρωμαίο, ένα χριστιανό και ένα μουσουλμάνο.
Το πρώτο πλήγμα που δέχτηκε η βιβλιοθήκη ήταν το 48 π.Χ κατά τη διαμάχη μεταξύ Ιουλίου Καίσαρα και Πτολεμαίου του 13ου. Σύμφωνα με πηγές, ο Καίσαρας διέταξε να βάλουν φωτιά στα ίδια του τα πλοία, για να μην τον περικυκλώσει ο εχθρός . Η φωτιά επεκτάθηκε γρήγορα και κατά λάθος κατέστρεψε τη βιβλιοθήκη. Κάποιες άλλες πηγές όμως θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτή την εκδοχή, αφού το Μουσείο που ήταν δίπλα από την βιβλιοθήκη παρέμεινε άθικτο. Γι ´αυτό κάποιοι μελετητές λένε ότι δεν καταστράφηκε η γνωστή βιβλιοθήκη, αλλά μια αποθήκη που περιείχε αντίγραφα.
Μια άλλη πιθανολόγηση της καταστροφής της βιβλιοθήκης τοποθετείται στο 391 μ.Χ, όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος αποφάσισε με διάταγμα να καταστραφούν όλοι οι παγανιστικοί ναοί. Ο πατριάρχης Αλεξάνδρειας Θεόφιλος ξεκίνησε με την καταστροφή του ναού του Σεράπιδος, στον οποίο υπήρχε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Όμως και αυτή η εκδοχή είναι αβάσιμη, αφού πρόκειται για έναν ναό και όχι για την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Επίσης, δεν υπάρχουν αρχαίες πηγές που να αναφέρουν καταστροφή οποιασδήποτε βιβλιοθήκης. Οι ναοί γκρεμίστηκαν, οι «μάγοι», «μάντεις», ιερείς και «φιλόσοφοι» κάηκαν ζωντανοί μαζί με βιβλία τους. Οι παραβάτες τιμωρούνται με αποκεφαλισμό. Οσοι δεν δέχονται την υποχρεωτική χριστιανική θρησκεία εξορίζονται, στραγγαλίζονται ή -ο φιλόσοφος Σιμωνίδης- καίγονται ζωντανοί.
Το 380 ο Θεοδόσιος απαγόρευσε -επί ποινή θανάτου- όλες τις άλλες θρησκείες πλην της χριστιανικής. Μοναχοί καίνε και γκρεμίζουν ναούς, πυρπολούν αρχαία ιερά και βιβλία, λιντσάρουν υπόπτους. Τα Ελευσίνια Μυστήρια απαγορεύτηκαν όπως και οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ποτάμια αίμα κυλάνε σε όλη τη μεγάλη αυτοκρατορία. Η Σφαγή του Ιππόδρομου που ακολούθησε τέλειωσε με δεκαπέντε χιλιάδες κατακρεουργημένα σώματα. Μάλιστα, με διάταγμα το 392 διέταξε το κλείσιμο όλων των αρχαίων ιερών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των οπαδών της παλαιάς θρησκείας στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική θρησκεία. Τα τελευταία απομεινάρια των Ελευσινίων Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396, όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος, συνοδευόμενος από Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσε όλο το ιερατείο.
Η επιθετική πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου οξύνθηκε μετά το 392, όταν στη Δύση ο Φλάβιος Ευγένιος και πολλοί αριστοκράτες εθνικοί, με προεξάρχοντα τον στρατηγό Αρβογάστη, στήριξαν υποψηφιότητα για τον Αυτοκρατορικό θρόνο, τον πρώην έμπιστο του Θεοδοσίου και εθνικό Νικόμαχο Φλαβιανό. Ο ίδιος μάλιστα αγωνίστηκε με πάθος για την αναβίωση της παλαιάς θρησκείας, φτάνοντας σε σημείο να υποσχεθεί, πως σε περίπτωση εκλογής του, θα μετατρέψει σε στάβλους το χριστιανικό ναό του Αμβροσίου. Η
Η αντιπαράθεση αυτή έφτασε σε πολεμική σύρραξη στον ποταμό Φρίγδο της Ακηλυίας, με αποτέλσμα τη συντριβή των δυνάμεων του Αρβογάστη και του Νικόμαχου, οι οποίοι και αυτοκτόνησαν. Ο Θεοδόσιος συνέδεσε άρρηκτα τη νίκη αυτή με τον έναν Θεό των χριστιανών. Παρόλα αυτά με το πέρας της νίκης δεν έδειξε εκδικητικές διαθέσεις, αλλά με νέα διατάγματα ενίσχυσε και άλλο τη θέση του χριστιανισμού στην αυτοκρατορία, όντας πανίσχυρος, μεταξύ 392 και 394. Πιστεύεται ότι εξέδωσε διάταγμα επί των ημερών του, για παύση των Ολυμπιακών αγώνων, όπως πολλοί του αποδίδουν. Εν τέλει ο Μέγας Θεοδόσιος με τη θρησκευτική πολιτική του, καθόρισε την εξαιρετική θέση της εκκλησίας στις δομές της λειτουργίας της αυτοκρατορίας, επιβάλλοντας τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία.
Μια τρίτη πιθανότητα καταστροφής της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας τοποθετείται στον 7ο αιώνα, όταν ο χαλίφης Ομάρ της Δαμασκού κατέλαβε την πόλη της Αλεξάνδρειας και διέταξε την καταστροφή των έργων της βιβλιοθήκης που έρχονταν σε αντίθεση με το Κοράνι. Οι στρατιώτες του έκαψαν όλα τα βιβλία εκτός από εκείνα του Αριστοτέλη. Τους πήρε 6 μήνες για να τα καταστρέψουν και μάλιστα χρησιμοποιούσαν τη φωτιά για να ζεστάνουν τα δημόσια λουτρά όπου διασκέδαζαν. Και σ’ αυτήν την εκδοχή όμως, υπάρχουν ενστάσεις από τους μελετητές. Αφενός υπάρχει αναφορά για καταστροφή μόνο βιβλίων και όχι βιβλιοθήκης και αφετέρου, είναι πολύ πιθανό ο χριστιανός συγγραφέας που μετέφερε την πληροφορία να παραποίησε εσκεμμένα την αλήθεια. Λένε δηλαδή οι μελετητές ότι οι Ευρωπαίοι συγγραφείς του Μεσαίωνα είχαν κάθε λόγο να κατηγορήσουν τους Μωαμεθανούς εχθρούς τους....
Ο Θεοδόσιος αντιμετώπισε επιτυχώς τις βαρβαρικές εισβολές, την διείσδυση Γότθων κ.ά., οι οποίοι απειλούσαν ήδη την αυτοκρατορία με διάλυση (κάτι που για το δυτικό τμήμα του κράτους έγινε πραγματικότητα εκατό περίπου χρόνια μετά), και στερέωσε την αυτοκρατορία παραδίδοντας στους απογόνους κράτος στα όρια αυτού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, με στρατιωτική και οικονομική ισχύ και, ακόμη περισσότερο, ενιαία και ισχυρή πολιτειακή ιδεολογία. Κατά την απουσία του Θεοδόσιου στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ιταλία και κατά την παραμονή του εκεί για επιβολή της ειρήνης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης στασίασε και σκότωσε τους στρατηγούς και τους μισθοφόρους Γότθους του αυτοκράτορα με τους οποίους ο Θεοδόσιος είχε κάνει συμφωνία για να σταματήσει τις επιθέσεις του, ο λαός έδεσε τα κορμιά τους στα άλογα και τους έσυρε στην πόλη για να τους εξευτελίσει τότε ο Θεοδόσιος αγανάκτησε και ενώ μέγα πλήθος παρακολουθούσε τις Ιπποδρομίες διέταξε τους μισθοφόρους να σφάξουν τον άμαχο πληθυσμό. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα τραγικότερα σημεία της Βυζαντινής ιστορίας. Η επίθεση του Θεοδόσιου χαρακτηρίζεται πολιτική καθότι είχε έρθει σε συμφωνία με τους Γότθους για να σταματήσουν οι καταστροφικές επιδρομές τους στην Ελλάδα και όχι θρησκευτική, καθότι η Θεσσαλονίκη ήταν ήδη το κέντρο του Χριστιανισμού στην βόρεια Ελλάδα έπειτα από την πρώτη αποστολή του Παύλου εκεί το 54 μ.Χ.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 ο Θεοδόσιος αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας δηλώνοντας «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη [...] να ακολουθούν την Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο» και στις 8 Νοεμβρίου του 392 έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες. Στις 2 Μαΐου του 381 εξέδωσε το λεγόμενο «έδικτο κατά των αποστατών»[4] με το οποίο τιμωρούσε με πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας όλους τους πρώην χριστιανούς που επέστρεφαν στην Εθνική Θρησκεία. Στις 21 Δεκεμβρίου του 382 απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των ενόχων Εθνικών (που χαρακτηρίζονται «παράφρονες» και «ιερόσυλοι»), κάθε μορφή θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των Θεών ή τις απλές επισκέψεις σε αρχαίους ναούς. Ήταν η εποχή όπου δολοφονήθηκε με ακραία βίαιο τρόπο η αλεξανδρινή μαθηματικός και αστρολόγος Υπατία.
Το 384 διέταξε την κατεδάφιση ή το σφράγισμα ειδωλολατρικών ιερών και υπέγραψε νέα απαγόρευση των θυσιών, ενώ στις 24 Φεβρουαρίου του 391 ανανέωσε την πλήρη απαγόρευση των θυσιών, των επισκέψεων σε ειδωλολατρικούς ναούς: «Κανείς δεν θα μολυνθεί με θυσίες και σφάγια, κανείς δεν θα πλησιάσει ή θα εισέλθει σε Ναούς, ούτε θα σηκώσει τα μάτια σε εικόνες φτιαγμένες από ανθρώπινο χέρι, διαφορετικά θα είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπινους και τους θεϊκούς νόμους». Ως συνέπεια της διογκούμενης έλλειψης ανεκτικότητας, το 392 καταστράφηκε ο μεγάλος ναός του Σέραπι στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σταμάτησαν να δίνονται επιχορηγήσεις προς τα παγανιστικά ιερατεία, ενώ αυξήθηκε η οχλοκρατική βία εναντίον των παγανιστικών ναών και ομοιωμάτων με την υποκίνηση των μοναχών.
Μολονότι η ρωμαϊκή/βυζαντινή διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και ανεπαρκής, φαίνεται ότι στις αρχές και τα μέσα του 4ου αιώνα η μείωση του πληθυσμού και της παραγωγικότητας είχε σε μεγάλο βαθμό σταθεροποιηθεί ή και αντιστραφεί· γύρω όμως στο 375, με τις νέες μετακινήσεις των γερμανικών φυλών, οι πτωτικές τάσεις εμφανίζονται ξανά. Μόνον η Δυτική αυτοκρατορία κατέρρευσε ως πολιτική ενότητα τον 5ο αιώνα· το ανατολικό τμήμα εξακολούθησε να υπάρχει και επομένως το πρόβλημα φαίνεται να ανάγεται σε συνθήκες που ήταν ιδιάζουσες στη Δύση ή πάντως πιο ακραίες απ' ό,τι αλλού. Αν και από την εποχή του Διοκλητιανού η ρωμαϊκή κυβέρνηση είχε γίνει ιδιαίτερα πολυμελής, πολλές λειτουργίες που σήμερα θεωρούνται αρμοδιότητα του κράτους εξακολουθούσαν να ανατίθενται σε ιδιώτες εργολήπτες. Η σύγχυση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, που από τη φύση της είναι πάντα προβληματική, στην ύστερη αυτοκρατορία εκφυλίστηκε σε χάος. Καθώς έφθινε η εξουσία του κράτους, οι Ρωμαίοι αριστοκράτες και οι Γερμανοί πολέμαρχοι εναλλάσσονταν στα κυβερνητικά αξιώματα με τρομακτική ταχύτητα. Έτσι, η εμφανής και συχνά συμβατική διαίρεση της κοινωνίας σε δύο ομάδες, των ισχυρών παραγόντων και των πελατών τους, συνδέεται με τη ρωμαϊκή πρακτική της απόκτησης κοινωνικού κύρους μέσω κάποιου δημόσιου αξιώματος.
Οι αξιωματούχοι εξαγοράζονταν ανοιχτά και χρησιμοποιούσαν τα προνόμια της θέσης τους για να ενισχύουν την ατομική επιρροή τους και να αποκτούν προσωπική εξουσία και πελατεία από πολίτες που γύρευαν προστασία από τους βαρβάρους, τους στρατιώτες και τους εισπράκτορες: κοντολογίς, από την ίδια κατηγορία ανθρώπων που αντιπροσώπευε ο ίδιος ο τοπικός άρχοντας. Ορισμένοι τοπικοί άρχοντες απολάμβαναν προνόμια immunitas (απαλλαγή από φόρους, δικαστικές και άλλες υποχρεώσεις) από την αυτοκρατορική διοίκηση, κατακτώντας έτσι το δικαίωμα να συλλέγουν φόρους από τους υποτελείς τους και να τους δικάζουν οι ίδιοι. Από τα τέλη του 2ου αιώνα αυξάνει συνεχώς η στρατιωτικοποίηση, καθώς και η γραφειοκρατία του ρωμαϊκού κράτους. Όπως η κυβέρνηση δυσκολευόταν να διατηρεί τους βουλευτές και τους ενοικιαστές αγρότες στα πόστα τους, αντίστοιχα δεν μπορούσε να στρατολογήσει αρκετούς στρατιώτες για να καλύψει τις ανάγκες της, ιδίως μετά το 375. Οι μόνες σημαντικές πηγές για τη στρατολόγηση πολιτών ήταν οι παγιωμένες ομάδες: οι ελεύθεροι χωρικοί, οι δεκουρίωνες και οι τεχνίτες. Έτσι, τον 4ο και τον 5ο αιώνα συντελείται μια θεμελιακή δομική αλλαγή στον ρωμαϊκό στρατό: το επάγγελμα του στρατιωτικού γίνεται κληρονομικό. Αν και η κεντρική κυβέρνηση προσπάθησε να εμποδίσει την είσοδο των βουλευτών στον στρατό, ήδη τον 5ο αιώνα γίνονταν δεκτοί και δούλοι στις λεγεώνες.
Αυτά τα μέτρα ήσαν ανεπαρκή και ο στρατός των πολιτών έπρεπε να συμπληρωθεί με μισθοφόρους και κληρωτούς. Ακόμα και κατά τον 3ο αιώνα οι Ρωμαίοι παραχωρούσαν σε «ακρίτες» (laeti,δηλαδή μη ελεύθερους Γερμανούς, συνήθως αιχμαλώτους πολέμου), γαίες κοντά στα σύνορα με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα η αυτοκρατορία είχε ήδη αρχίσει να προσλαμβάνει limitanei —στρατιώτες που όφειλαν να καλλιεργούν τις γαίες που τους είχαν παραχωρηθεί και να υπερασπίζονται τα σύνορα. Συχνά οχύρωναν τα αγροκτήματά τους. Πίσω από αυτή τη γραμμή άμυνας δρούσαν «μετακινούμενες» στρατιωτικές μονάδες. Οι φόροι σε είδος που οφείλονταν στο κράτος συχνά διανέμονταν στους στρατιώτες και τους δημόσιους υπαλλήλους αδιακρίτως με τη μορφή σιτηρεσίου ή μισθού, και μόνο το πλεόνασμα στελνόταν στη Ρώμη. Έτσι, στη Γαλατία δημιουργήθηκε ένας μεικτός ή ρωμαιοκελτογερμανικός στρατός πολιτών αγροτών που κατά καιρούς λειτουργούσε περίπου ως εφεδρικός.
Ο Θεοδόσιος πήρε την επονομασία Μέγας και ήταν ο τελευταίος ηγεμόνας μιας ενωμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ανέλαβε την εξουσία υπό δυσμενείς συνθήκες: ο προκάτοχός του στη Δύση, ο Ουάλης, είχε χάσει τη ζωή του πολεμώντας κατά των Βησιγότθων. Ας μην ξεχνάμε πως ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που αντιμετώπισε την πίστη στον χριστιανισμό ως στοιχείο της κρατικής πολιτικής, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια πολλών υπηκόων του και δημιούργησε πολιτικές ταραχές. Οι περισσότεροι διάδοχοί του στην Ανατολική αυτοκρατορία δεν διέθεταν τις δικές του ικανότητες, αλλά τουλάχιστον μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τις συχνά ολέθριες δραστηριότητες των Γερμανών, μερικές φορές στέλνοντάς τους στη Δύση για να πολεμήσουν ως σύμμαχοι των Ρωμαίων.
Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τον 5ο αιώνα οι Δυτικοί αυτοκράτορες ήταν ακόμα πιο σοβαρά, και οι ίδιοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να τα επιλύσουν. Οι περισσότεροι ήταν υποχείρια της αυλής και των σωματοφυλακών τους. Το 406-407 οι Γερμανοί πέρασαν για τελευταία φορά τη μεθόριο του Ρήνου και προχώρησαν διαμέσου της Γαλατίας και της Ισπανίας. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες αποσύρθηκαν από τη Βρετανία για να ενισχύσουν την άμυνα των ηπειρωτικών περιοχών. Οι αυτοκράτορες του 5ου αιώνα δεν διέθεταν σαφή πολιτική για να διαλύσουν τη σύγχυση· περιορίστηκαν να δέχονται ομάδες Γερμανών ως συμμάχους (foederati, φοιδεράτοι) και μετά να τους στρέφουν ενάντια σε άλλους Γερμανούς.
Η εξουσία των κυβερνητών των επαρχιών είχε τόσο διαβρωθεί που χριστιανοί επίσκοποι είχαν αναλάβει την άμυνα, την εκπαίδευση και τη φροντίδα των απόρων στις πόλεις. Το 451 ο πάπας Λέων Α' «ο Μέγας» υπερασπίστηκε τη Ρώμη από τους Ούνους, ενώ η απόφαση του Αττίλα —ύστερα από την έκκληση του πάπα— να μην επιτεθεί στην πόλη θεωρήθηκε θαύμα. Η χρονολογία που δίνεται συνήθως για την πτώση της Δυτικής αυτοκρατορίας είναι το 476, όταν έχασε την εξουσία ο τελευταίος Δυτικός αυτοκράτορας πριν από τον Καρλομάγνο. Τα γεγονότα του 476 έχουν συμβολική σημασία, αλλά όχι επειδή η Ρώμη του Αυγούστου ή ακόμα και η Ρώμη του Διοκλητιανού δεν βρισκόταν πια στο προσκήνιο. Ο αυτοκράτορας Ρωμύλος Αυγουστύλος (Μικρός Ρωμύλος Αύγουστος, που πήρε τα ονόματα του θρυλικού ιδρυτή της Ρώμης και του πρώτου αυτοκράτορα) είχε ενδυθεί την αυτοκρατορική πορφύρα όταν ο πατέρας του Ορέστης —ένας Ρωμαίος που είχε διατελέσει γραμματέας του Αττίλα και αποστάτησε μετά το θάνατο του Ούνου αρχηγού— εκθρόνισε τον αυτοκράτορα Ιούλιο Νέπωτα. Το 476 ο Οδόακρος, ένας Ούνος που βρισκόταν στην υπηρεσία του Ανατολικού αυτοκράτορα Ζήνωνα, συμμάχησε με τον Ρωμύλο Αυγουστύλο και, αφού τον εκθρόνισε, δολοφόνησε τον Ορέστη και εξαγόρασε τον Ζήνωνα.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία σε Ευρώπη των γερμανικών διάδοχων βασιλείων. Μολονότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τον 5ο αιώνα ήταν ραγδαίες, πουθενά δεν σημειώνεται κάποιο απότομο ρήγμα. Ορισμένες όψεις του ρωμαϊκού πολιτισμού συνέχισαν υποσυνείδητα να επηρεάζουν όλους τους κατοίκους της αλλοτινής αυτοκρατορίας και να εμπνέουν συνειδητά τους ηγέτες τους. Οι περισσότεροι νέοι ηγεμόνες της Ευρώπης πίστευαν ότι είναι διάδοχοι των Ρωμαίων και αν εμείς τους θεωρούμε περισσότερο διαδόχους του Ρωμύλου Αυγουστύλου παρά του Κωνσταντίνου, τουλάχιστον πριν από τον 8ο αιώνα, ωστόσο αυτή η εντύπωση δεν ήταν προϊόν αυταπάτης. Οι άνθρωποι αυτοί εξιδανίκευαν, αλλά αναπόφευκτα τροποποιούσαν, αρκετά στοιχεία της κληρονομιάς της Ρώμης και άφηναν άλλες πτυχές των ρωμαϊκών επιτευγμάτων να παραμεριστούν είτε από αδιαφορία είτε από καθαρή ανικανότητα. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, το αποτύπωμα της Ρώμης στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν έντονο.
Ήδη τον 6ο αιώνα το ανατολικό τμήμα είχε γίνει εν πολλοίς ελληνικό· με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, που χρησιμοποιούσε τη λατινική γλώσσα, σημειώνεται μια συντηρητική αταβιστική στροφή. H πνευματική παραγωγή της ελληνικής Αρχαιότητας έφτασε στη Δύση κυρίως μέσω των μουσουλμάνων και όχι μέσω των Βυζαντινών. Η ειρωνεία είναι ότι μολονότι τον 5ο αιώνα οι Βυζαντινοί επιτάχυναν το πολιτικό τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στέλνοντας τους Γότθους στα δυτικά, στη συνέχεια, και χωρίς να έχουν τέτοια πρόθεση, προστάτευσαν τη Δύση από τους Σλάβους, τους Τούρκους και τους Μογγόλους. Η φυλετική και η γλωσσική συνέχεια είναι δύο προφανείς όψεις της συνεχιζόμενης ρωμαϊκής παρουσίας στη Δύση. Προς τα νότια, οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν μαζικά μόνο μέχρι τον ποταμό Λίγηρα. Οι μικρότερες φυλές, όπως οι Βουργουνδοί και οι Βησιγότθοι, σεβάστηκαν το δικαίωμα των Ρωμαίων να χρησιμοποιούν το δικό τους δίκαιο.
Οι Γερμανοί αριστοκράτες προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους μέσω επιγαμιών με τοπικές ρωμαϊκές συγκλητικές οικογένειες. Πολλές επιφανείς γαλατορωμαϊκές οικογένειες διατηρήθηκαν μέχρι τον 8ο αιώνα και λιγότερες μέχρι τον 9ο. Ως τον 7ο αιώνα τα ανώτερα στρώματα του χριστιανικού κλήρου αποτελούνταν κυρίως από Ρωμαίους αριστοκράτες· από τότε το ρωμαϊκό στοιχείο υποχωρεί και το αντικαθιστούν Γερμανοί, που προφανώς είχαν εκπαιδευτεί από Ρωμαίους. Οι τελευταίοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν δώσει εντολή στους γαιοκτήμονες να παρέχουν «φιλοξενία» [hospitalitas] σε όσους Γερμανούς συνέβαινε να είναι σύμμαχοί τους τη συγκεκριμένη στιγμή: κατά το νόμο, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παρέχουν κατάλυμα στα στρατεύματα και να τους παραδίδουν το ένα τρίτο της συγκομιδής του γαιοκτήματος. Αν και φαίνεται ότι ορισμένοι Γερμανοί ερμήνευσαν αυτή την εντολή ως παροχή του δικαιώματος να ιδιοποιηθούν αυτό το ποσοστό γης, τα περισσότερα ρωμαϊκά latifundia δεν καλλιεργούνταν αδιάλειπτα σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων.
Στις γερμανικές ιδιοκτησίες (villae), που οργανώθηκαν κοντά στα εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά γαιοκτήματα, συνήθως τα οικήματα ήταν διαφορετικά και συχνά η διάταξη των αγροτεμαχίων είχε τροποποιηθεί, καθώς οι τετραγωνισμένοι αγροί των Ρωμαίων απέκτησαν πιο επίμηκες και συχνά ακανόνιστο σχήμα. Η νομική κοινωνική θέση των Γαλατορωμαίων κολωνών φαίνεται ότι διατηρήθηκε στη νότια Ευρώπη σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Αν και ο όρος κολωνός (colonus) απαντά σε αγροτικά έγγραφα της καρολίγγειας περιόδου για πρόσωπα που η θέση τους ήταν παρόμοια με τη θέση των Ρωμαίων κολωνών, οι κολωνοί του Μεσαίωνα δεν ήταν κατά το νόμο ελεύθεροι. Από τον 4ο αιώνα, ο Ρωμαίος αγρότης ενοικιαστής δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη γη του, αλλά δεν ήταν δεμένος με το πρόσωπο του γαιοκτήμονά του. Παρέμενε ελεύθερος, αλλά η ρωμαϊκή αντίληψη περί ελευθερίας ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας: τα ελεύθερα άτομα είχαν υποχρεώσεις, ιδίως την καταβολή φόρων και την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο ορισμός της ελευθερίας δεν παρέπεμπε όπως σήμερα στο αυτονόητο δικαίωμα της απαλλαγής από ορισμένες ενοχλήσεις. Επομένως, οι Ρωμαίοι κολωνοί ήταν τυπικά ελεύθεροι, και ας μην μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γη τους.
Οι πολυάριθμοι γαλατορωμαϊκοί πληθυσμοί της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης ακολουθούσαν τους κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου, παρά τις ενδεχόμενες παρερμηνείες τους από τους Γερμανούς ηγεμόνες. Παραδόξως, το ρωμαϊκό δίκαιο ως συνεκτικό κρατικό νομικό σύστημα άσκησε περισσότερη επίδραση στο μεσαιωνικό και το σύγχρονο δίκαιο απ' ό,τι στους ίδιους τους Ρωμαίους. Η νομοθεσία ήταν χαώδης. Τα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν ισχύ μόνο στην επικράτεια του ηγεμόνα που τα εξέδιδε, ενώ πολλά αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες κοινότητες. Η κρίση των δικαστών επίσης θεωρούνταν ότι καθιέρωνε νομικό προηγούμενο. Εντούτοις, μολονότι οι δικαστές είχαν υψηλό κύρος, δεν ήταν απαραίτητο να είναι και γνώστες του νόμου, ενώ πολλοί κατείχαν και άλλα αξιώματα και η δικαστική τους δραστηριότητα δεν ήταν παρά πάρεργο. Κάθε αυλή έπρεπε να διαθέτει έναν εμπειρογνώμονα στο δίκαιο, που τον διάλεγαν ανάμεσα στους τοπικούς νομομαθείς, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι στην τέχνη της ρητορικής. Μόνο από τα τέλη του 4ου αιώνα, και παρά τη σθεναρή τους αντίδραση, υποχρεώθηκαν και οι δικηγόροι να σπουδάζουν το νόμο. Οι νοτάριοι, που ο ρόλος τους ήταν ανάλογος με των σύγχρονων συμβολαιογράφων, προετοίμαζαν τις υποθέσεις και συνέτασσαν διαθήκες και συμβόλαια. Καθώς οι αυτοκράτορες εξέδιδαν μυριάδες διατάγματα και οι νομομαθείς έκαναν αναρίθμητες γνωμοδοτήσεις, που συχνά έρχονταν σε αντίφαση με την κρίση των προγενεστέρων τους, το δίκαιο έγινε ένα συνονθύλευμα που συνέβαλε στη σύγχυση και τη φαυλότητα του ύστερου ρωμαϊκού κράτους.
Ό,τι και αν φαινόταν πως έλεγε ο νόμος, μια δωροδοκία προς τον δικαστή ή μια εύστοχη επιλογή συνηγόρου μπορούσε να τον τροποποιήσει. Η κωδικοποίηση των νόμων είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη. Το 438 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' εξέδωσε τον Θεοδοσιανό Κώδικα, όπως θα γινόταν αργότερα γνωστός, που περιλάμβανε όσα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν θεσπιστεί από το 312. Την οριστική όμως σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου την πραγματοποίησε ο ανατολικός αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565), ο οποίος το 528 ανέθεσε σε μια επιτροπή νομομαθών να εξετάσει τη νέα νομοθεσία, που αποτελούνταν από διατάγματα των τελευταίων αυτοκρατόρων, και να άρει τις αντινομίες. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κώδικας. Το 530 μια νέα επιτροπή συνέταξε τον Πανδέκτη (Digesta ή Pandectae) συνδυάζοντας την παλαιά νομοθεσία (τα νομοθετήματα της Δημοκρατίας και της πρώιμης Αυτοκρατορίας, διατάγματα της συγκλήτου και γνωμοδοτήσεις νομομαθών). Ο Πανδέκτης θα έπαιζε πιο καθοριστικό ρόλο απ' ό,τι ο Κώδικας, καθώς στηρίχτηκε σε διάφορες πηγές και ήταν μια πιο επιμελημένη σύνοψη νομικών αρχών. Οι πολύ συντομότερες Εισηγήσεις (Institutiones) ήταν εγχειρίδια για σπουδαστές, ενώ οι Νεαρές (νέα νομοθετήματα, Novellae) εκδίδονταν περιοδικά από τον Ιουστινιανό και άλλους αυτοκράτορες. Αυτή η λαμπρή σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου επονομάστηκε Κώδικας του αστικού δικαίου (Corpus juris civilis) ή, σύμφωνα με μια λιγότερο ακριβή απόδοση, Ιουστινιάνειος Κώδικας.
Οι Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει λιθόστρωτες οδούς σε όλη την Ευρώπη δυτικά των limes, συχνά με την απλή λιθόστρωση των παλαιότερων κελτικών δρόμων.
Ακόμα και στη Βρετανία, τη λιγότερο εκρωμαϊσμένη από τις δυτικές επαρχίες, κατασκευάστηκαν πάνω από 6.000 μίλια οδικού δικτύου για τη σύνδεση των οχυρών με τις civitates. Αν και στις αρχές του Μεσαίωνα η συντήρηση των δρόμων ήταν ελλιπής, τελικά αυτοί αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του χερσαίου εμπορίου. Οι Ρωμαίοι έχτισαν πόλεις σε όλη τη Γαλατία ως διοικητικά κέντρα των civitates, συχνά σε τόπους όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις φυλών. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν μια ρήξη στη συνέχεια των οικισμών στις περισσότερες ρωμαϊκές τοποθεσίες, που διήρκεσε τουλάχιστον μια γενιά στον 5ο αιώνα και στις αρχές του 6ου, ενώ ορισμένοι οικισμοί εξαφανίστηκαν εντελώς. Έκτοτε, ο επίσκοπος και οι κληρικοί του επέστρεψαν, επανίδρυσαν τη «διοίκηση», και συγκρότησαν τον πυρήνα ενός μικρού οικισμού, συχνά στη λιγότερο ευπρόσβλητη γωνιά του παλαιού ρωμαϊκού τείχους. Αγροτικά χωριά ιδρύθηκαν σε άλλες θέσεις μέσα στο ευρύτερο πρώην αστικό συγκρότημα.
Ορισμένες ρωμαϊκές civitates, όπως η Κολονία και το Παρίσι, εξελίχτηκαν σε σημαντικές πόλεις στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Μερικές, όπως η Βόννη, επανοικήθηκαν αλλά παρέμειναν δευτερεύουσες, ενώ άλλες διατηρήθηκαν ως επισκοπικές έδρες αλλά δεν αναπτύχθηκαν επειδή η θέση τους δεν ήταν ευνοϊκή για το εμπόριο.
Οι ρωμαϊκοί οικισμοί που εξελίχθηκαν σε σημαντικές μεσαιωνικές πόλεις δεν ήταν όλοι civitates. Ορισμένα μικρότερα κέντρα, που οι Ρωμαίοι τα είχαν οχυρώσει ως στρατόπεδα τον 3ο και τον 4ο αιώνα, επεκτάθηκαν πέρα από τα ρωμαϊκά τείχη τους και έγιναν σημαντικές πόλεις. Αν και αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούσαν τον κανόνα, το ρωμαϊκό αποτύπωμα στο χάρτη των πόλεων της μεσαιωνικής Ευρώπης είναι ευκρινέστατο: με μοναδική εξαίρεση τη Βενετία, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την ενδοχώρα που διέφυγαν από τους Οστρογότθους, καμία πόλη δεν αναπτύχθηκε από πυρήνα που πρωτοκατοικήθηκε στη διάρκεια των γερμανικών μεταναστεύσεων. Όλες οι άλλες μεσαιωνικές πόλεις είτε κατοικούνταν συνεχώς από τη ρωμαϊκή περίοδο είτε ήταν προσωρινώς εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά ερείπια που επανοικήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα.
Η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Ρωμαϊκού Κράτους και η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, το αρχαίο Βυζάντιο, προετοίμασαν το πέρασμα από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα. Αργότερα, στα τέλη του 4ου αιώνα, η Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Το Δυτικό τμήμα καταλύθηκε από γερμανικά φύλα στα τέλη του 5ου αι., αλλά το Ανατολικό τμήμα μεταμορφώθηκε βαθμιαία στη χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία που στηριζόταν στους ρωμαϊκούς πολιτικούς θεσμούς και στην ελληνική πνευματική παράδοση. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος Βυζαντινή Αυτοκρατορία επινοήθηκε από νεότερους ιστορικούς. Οι ίδιοι οι Βυζαντινοί ονόμαζαν το κράτος τους πολιτεία Ρωμαίων.
Η μεταβατική περίοδος που αρχίζει στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 4ου αι. χαρακτηρίζεται γενικά από ανασφάλεια και παρακμή. Αυτό φαίνεται κυρίως κατά την εξέλιξη των πόλεων που είχαν αποτελέσει το επίκεντρο του αρχαίου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Οι περισσότερες από τις πόλεις αυτές ως τα τέλη του 6ου και τις αρχές του 7ου αι. παρήκμασαν ως οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα και συρρικνώθηκαν από άποψη χώρου και πληθυσμού: Τα διοικητικά κτίρια της αγοράς εγκαταλείφθηκαν, οι ναοί και τα ιερά της αρχαίας θρησκείας μετασχηματίστηκαν σε εκκλησίες, τα λουτρά και οι χώροι των δημοσίων θεαμάτων (θέατρα) ερειπώθηκαν, οι κεντρικές λεωφόροι έγιναν στενά δρομάκια και ο οικισμένος χώρος περιορίστηκε σημαντικά.
Αρκετές πόλεις εγκαταλείφθηκαν για μακρό χρονικό διάστημα, όπως η Σπάρτη και η Πάτρα στην Πελοπόννησο, ενώ οι πληθυσμοί άλλων πόλεων μετακινήθηκαν σε κοντινές περιοχές, ιδρύοντας καινούργιες πόλεις. Οι εξελίξεις αυτές αποδίδονται σε φυσικές καταστροφές (σεισμοί και επιδημίες) και στις εισβολές ξένων λαών, όπως οι Σλάβοι και οι Άβαροι. Πολλοί από τους κατοίκους, φεύγοντας υπό την απειλή των εισβολέων, ίδρυσαν νέους οικισμούς σε δυσπρόσιτες και ασφαλείς περιοχές, όπως οι κάτοικοι της Λακωνίας το κάστρο της Μονεμβασιάς σε μια απόκρημνη απόληξη του Πάρνωνα (τέλη του 6ου αι.). Οι νέοι οικισμοί ήταν οχυροί και ασφαλείς, διέφεραν όμως πολεοδομικά και υστερούσαν οικονομικά και πολιτιστικά από τις πόλεις της Αρχαιότητας. Οι αλλαγές που χαρακτηρίζουν το πέρασμα από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα δεν έγιναν μονομιάς, αλλά απαίτησαν μακρό χρονικό διάστημα. Το διάστημα αυτό εκτείνεται, σε γενικές γραμμές, από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330) ως το τέλος της βασιλείας του Ηρακλείου (641). Η περίοδος αυτή (330-641) είναι μεταβατική, καθώς συνδυάζει το παλαιό με το νέο. Ο χαρακτήρας της αντανακλάται στη διπλή ονομασία της: Ύστερη Ρωμαϊκή ή Πρωτοβυζαντινή Περίοδος. Αυτό σημαίνει ότι η Πρώιμη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελεί, συγχρόνως, συνέχεια και μετεξέλιξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την εξέλιξη αυτή υποδηλώνει και ο χαρακτηρισμός της Κωνσταντινούπολης ως Νέας Ρώμης.
Ο Ιουστινιανός σφράγισε με το έργο του τον 6ο αιώνα. Διαδέχθηκε στο θρόνο το θείο του Ιουστίνο, τον οποίο είχε βοηθήσει στη διακυβέρνηση του κράτους ως σύμβουλος, όταν εκείνος σε μεγάλη ηλικία και χωρίς γνώσεις ανέλαβε αυτοκρατορικά καθήκοντα.
Ο Ioυστινιανός είχε αποκτήσει σπουδαία μόρφωση και είχε επηρεαστεί από την παιδεία και το παλαιό μεγαλείο του ρωμαϊκού κόσμου. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε τις φιλοδοξίες του, όταν κυβέρνησε την αυτοκρατορία από το 527 ως το 565 μ.Χ. Την εποχή αυτή ο αρχαίος ρωμαϊκός κόσμος βρισκόταν ήδη υπό διάλυση. Η αποκατάσταση της ρωμαϊκής οικουμένης, που την περιόρισαν στο ανατολικό της τμήμα οι «βαρβαρικές» επιδρομές, ήταν μια ελπίδα που ενέπνεε τη δημόσια ζωή των Ρωμαίων. Αυτή η ελπίδα έγινε στόχος της πολιτικής του Ιουστινιανού. Συγκεκριμένα, στόχος της εξωτερικής του πολιτικής ήταν η ανακατάληψη των χαμένων εδαφών στη Δύση και η συνοριακή άμυνα στην Ανατολή ώστε να επιτευχθεί η αποκατάσταση της ρωμαϊκής οικουμένης. Ενώ στην εξωτερική πολιτική ο Ιουστινιανός φαίνεται δέσμιος του οράματος του παλαιού μεγαλείου, στην εσωτερική γίνεται καινοτόμος. Έλαβε μέτρα που οδήγησαν την αυτοκρατορία προς τα εμπρός και την απομάκρυναν από τη ρωμαϊκή παράδοση.
Κύριο στόχο των επιδιώξεων και της πολιτικής του Ιουστινιανού αποτελεί η αποκατάσταση της παλαιάς συνοριακής γραμμής της αυτοκρατορίας, όπως ήταν πριν εγκατασταθούν στο δυτικό τμήμα της οι γερμανικοί λαοί. Η πολιτική αυτή που είναι γνωστή με το λατινικό όρο reconquista (= ανασύσταση) περιλαμβάνει σειρά από μακροχρόνιους επιθετικούς πολέμους σ' ό,τι αφορά το δυτικό τμήμα της παλαιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Για τη διατήρηση των συνόρων στην Ανατολή και στο χώρο των Βαλκανίων ο Ιουστινιανός υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς με αμυντικούς πολέμους και παραχωρήσεις. Το έργο της ανασύστασης της αυτοκρατορίας έθεσε σε εφαρμογή, αφού προηγουμένως στο εσωτερικό συνέτριψε μια επαναστατική κίνηση (Στάση του Νίκα)* που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τον θρόνο.
Η "στάση του Νίκα" ήταν μια από τις μεγαλύτερες λαϊκές εξεγέρσεις του Βυζαντίου. Πραγματοποιήθηκε επί Ιουστινιανού και πνίγηκε στο αίμα. Τριάντα χιλιάδες ανθρώπους έσφαξε ο Ιουστινιανός εκείνες τις μέρες.
Όλα ξεκίνησαν όταν το 531 ένας "βενετός" και ένας "πράσινος" συνελήθησαν με την κατηγορία της δολοφονίας. Σημειώνεται ότι οι "βενετοί" και οι "πράσινοι" ήταν οργανώσεις φιλάθλων των αρματοδρομιών οι οποίοι παρακολουθούσαν τους αγώνες με το ίδιο πάθος των σημερινών οπαδών του ποδοσφαίρου. Αρχικά, οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο διά απαγχονισμού, όμως ο Ιουστινιανός,ο οποίος ήταν οπαδός των Βένετων, μετέτρεψε τη θανατική ποινή σε φυλάκιση. Ωστόσο, οι οργανώσεις απαίτησαν την ελευθερία τους και την απαλλαγή τους από κάθε κατηγορία. Η άρνηση του Ιουστινιανού να τους δώσει χάρη εξαγρίωσε το πλήθος.
Στις 11 Ιανουαρίου του 532 πυρπόλησαν κτίρια, πολιόρκησαν το παλάτι και προξένησαν ζημιές στην Αγία Σοφία. Φωνάζοντας το σύνθημα «Νίκα» , που φώναζαν στον Ιππόδρομο, οι διαμαρτυρίες μετατράπηκαν σε λαϊκή εξέγερση, καθώς υπήρχε μεγάλη δυσφορία στον λαό για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα, τη βαριά φορολογία και την κρατική αυθαιρεσία. Ο λαός απαιτούσε την παραίτηση του Ιωάννη Καππαδόκη (Υπουργού Οικονομικών της εποχής) και του διάσημου νομομαθούς Τριβωνιανού. Στο πλευρό τους τάχθηκαν οι Συγκλητικοί, οι οποίοι ανέβασαν στον θρόνο τον Υπάτιο, ανιψιό του πρώην αυτοκράτορα Αναστάσιου. Τότε λέγεται πως η αυτοκράτειρα Θεοδώρα εμψύχωσε τον Ιουστινιανό και τον παρώτρυνε να κρατήσει πεισματικά τη θέση του και να τιμωρήσει χωρίς έλεος τους στασιαστές.
Τότε, ανέλαβαν δράση οι στρατηγοί Βελισάριος και Μούνδος, οι οποίοι οδήγησαν τους επαναστάτες στον Ιππόδρομο, όπου υπολογίζεται πως έσφαξαν 30.000 ανθρώπους. Την επόμενη ημέρα ο Ιουστινιανός διέταξε την εκτέλεση του σφετεριστή του θρόνου, Υπάτιου και του αδελφού του.
♦ Στη Β. Αφρική καταλύθηκε το γερμανικό κράτος των Βανδάλων (533-534 μ.Χ.). Όλη η Β. Αφρική μέχρι τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ), καθώς και τα νησιά Κορσική, Σαρδηνία και Βαλεαρίδες, πέρασαν στην κυριαρχία της Κωνσταντινούπολης.
♦ Στην Ιταλία μετά από σκληρούς αγώνες που κράτησαν μια εικοσαετία (535-554 μ.Χ.), διαλύθηκε το βασίλειο των Οστρογότθων. Η Ιταλία επανήλθε στην αυτοκρατορική εξουσία και με νομοθετική πράξη του Ιουστινιανού οργανώθηκε κατά τον ίδιο τρόπο που ίσχυε πριν από την ίδρυση του Οστρογοτθικού κράτους.
♦ Στην Ισπανία επιχειρήθηκε εκστρατεία εναντίον των Βησιγότθων τη χρονιά που τελείωνε ο εξαντλητικός οστρογοτθικός πόλεμος (554 μ.Χ.). Αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης ήταν η κατάληψη της νοτιοανατολικής περιοχής της Ιβηρικής χερσονήσου και η ένταξή της στις αυτοκρατορικές κτήσεις.
♦ Στα ασιατικά σύνορα κύριος αντίπαλος της αυτοκρατορίας ήταν οι Πέρσες. Οι αγώνες εναντίον τους, με ενδιάμεσες ανάπαυλες ειρηνικών ελιγμών, διήρκεσαν περίπου τριάντα χρόνια και χωρίζονται σε τρεις φάσεις (527-532, 540-545 και 549-562 μ.Χ.). Ο Ιουστινιανός αντιμετώπισε τον περσικό κίνδυνο με ιδιαίτερα προσεγμένο σχεδιασμό, που αποσκοπούσε στην αποφυγή μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων και στην οργάνωση συστήματος συνοριακής άμυνας. Τελικά, το συνοριακό καθεστώς μεταξύ των δύο κρατών επανήλθε σ' αυτό που ίσχυε τον 3ο αι. μ.Χ.
♦ Στα βόρεια σύνορα δεν εφαρμόστηκε από τον αυτοκράτορα κάποια ιδιαίτερη πολιτική, γι' αυτό και η κατάσταση στη συνοριακή γραμμή του Δούναβη έμεινε ανεξέλεγκτη. Ο Ιουστινιανός, λόγω των στρατιωτικών αναγκών που είχε στη Δύση και στην Ανατολή, υποχρεώθηκε να αποσύρει στρατεύματα από τα βόρεια σύνορα. Η κατάσταση αυτή ενθάρρυνε τις διεισδύσεις νέων λαών, κυρίως Σλάβων ενωμένων με κατάλοιπα των ουνικών φυλών του Αττίλα. Πολλές φορές παραβίασαν τη συνοριακή γραμμή του Δούναβη και εισχώρησαν νοτιότερα.
Σε μια απ' αυτές τις επιδρομές (558 μ.Χ.) απείλησαν την ίδια την πρωτεύουσα και έφτασαν λεηλατώντας μέχρι τις ακτές του Ιονίου και τον Ισθμό της Κορίνθου. Η διείσδυσή τους, ωστόσο, σε εδάφη της νότιας Βαλκανικής ήταν περιορισμένη και σε κανένα μέρος της Ελλάδας δεν έγιναν σλαβικές εγκαταστάσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αι. Ο Ιουστινιανός, κρινόμενος από την εξωτερική του πολιτική, φαίνεται ότι λειτούργησε ως Ρωμαίος αυτοκράτορας, που ήταν δέσμιος της ιδέας της αποκατάστασης της ρωμαϊκής οικουμένης. Προς στιγμή δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι με την εφαρμογή αυτής της ιδέας επιτεύχθηκε και η ρωμαϊκή ειρήνη. Η οικονομική εξάντληση όμως της αυτοκρατορίας και η εμφάνιση νέων εχθρών στα βόρεια σύνορα υπήρξαν οι αιτίες για την αναγκαστική αναθεώρηση αυτής της πολιτικής από τους διαδόχους του. Έτσι, η αυτοκρατορία μετά από λίγο περιορίστηκε στο ανατολικό της τμήμα.
Ενώ στην εξωτερική του πολιτική ο Ιουστινιανός εμπνεύστηκε από το όραμα της παλαιάς ρωμαϊκής οικουμένης, στην εσωτερική οργάνωση εφάρμοσε καινοτόμες ιδέες, που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της βυζαντινής φυσιογνωμίας του κράτους. Η εσωτερική πολιτική του Ιουστινιανού στόχευε στη συνοχή μιας κοινότητας λαών, των οποίων συνδετικά στοιχεία αποτέλεσαν η ελληνική πολιτιστική παράδοση και η χριστιανική πίστη. Η ρωμαϊκή οικουμένη με την πολιτική αυτή μετεξελίχθηκε σε ελληνοχριστιανική. Τα κύρια σημεία της εσωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού ήταν τα ακόλουθα: ♦ Ισχυροποιήθηκε η απόλυτη μοναρχία. Αφορμή για το σχηματισμό ισχυρής κεντρικής εξουσίας, έδωσε η Στάση του Νίκα* (532 μ.Χ.). Η καταστολή της εξέγερσης αυτής συνδέθηκε με τη θεωρητική θεμελίωση της μοναρχίας από τον Ιουστινιανό. Σύμφωνα με αυτήν, ο αυτοκράτορας ήταν ο εκλεκτός του Θεού, στον οποίο είχε δοθεί σε ένδειξη εμπιστοσύνης το προνόμιο να κυβερνά για το καλό των υπηκόων του.
♦ Επιβλήθηκε μια θρησκεία και ένα δόγμα*. Ο Ιουστινιανός αντιμετώπισε με σκληρότητα τα κατάλοιπα των αρχαίων θρησκειών. Για το λόγο αυτό έκλεισε τη νεοπλατωνική σχολή των Αθηνών (529 μ.Χ.) και δήμευσε την περιουσία της. Εξόντωσε, παράλληλα, τις θρησκευτικές μειονότητες. Με επιείκεια συμπεριφέρθηκε μόνο προς τους Εβραίους, γι' αυτό και διατηρήθηκε η θρησκεία τους. Πραγματοποιήθηκε ιεραποστολικό έργο για τον εκχριστιανισμό ειδωλολατρικών γειτονικών λαών, στον Καύκασο, στη Νουβία (σημ. Σουδάν), στη Σαχάρα και στο Δούναβη. Οικοδόμησε, τέλος, την Αγία Σοφία, το καύχημα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής.
♦ Επί Ιουστινιανού έγινε συστηματική κωδικοποίηση του Δίκαιου: Το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού είναι η σπουδαιότερη σε σημασία πλευρά της εσωτερικής του πολιτικής. Το κύριο μέρος του νομοθετικού έργου ήταν γραμμένο στη λατινική· οι καινούργιοι, ωστόσο, νόμοι εκδόθηκαν στην ελληνική γλώσσα για να είναι κατανοητοί από το λαό. Η κωδικοποίηση των νόμων της εποχής του Ιουστινιανού έγινε γνωστή το 16ο αιώνα ως Corpus juris civilis (αστικό δίκαιο) και αποτέλεσε τη βάση της νεότερης νομοθεσίας των ευρωπαϊκών κρατών.
♦ Θεμελιώθηκε νέο διοικητικό σύστημα που απέτρεψε τον εκφεουδαρχισμό της αυτοκρατορίας. Με μια σειρά από καινούργια νομοθετικά διατάγματα (Νεαρές) παραχώρησε την πολιτική εξουσία στους στρατιωτικούς διοικητές των περιοχών που ήταν περισσότερο εκτεθειμένες σε εχθρικές επιθέσεις. Αυτή η διοικητική καινοτομία ήταν η βάση ενός νέου διοικητικού συστήματος, που θα επεκτεινόταν και θα εφαρμοζόταν αργότερα σ' όλη την αυτοκρατορία. Το μέτρο αυτό στόχευε, εκτός των άλλων, στην αντιμετώπιση της ανάπτυξης των μεγάλων γαιοκτησιών. Με επιμέρους διατάγματα προσπάθησε να πλήξει τους «δυνατούς», δηλαδή τους μεγαλοκτηματίες της εποχής3. Έτσι περιορίστηκε η ανάπτυξη της μεγάλης γαιοκτησίας και αποτράπηκε η διαμόρφωση κατάστασης ανάλογης με αυτή που παρατηρήθηκε στο δυτικό μεσαιωνικό κόσμο.
Η αξία της κλασικής παιδείας και η επίδραση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας είναι έκδηλη τόσο στους λόγιους τους εμπνευσμένους από το ελληνικό-εθνικό πνεύμα όσο και στους Πατέρες της Εκκλησίας. Στα πνευματικά κέντρα της Ανατολής, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Αθήνα, προστέθηκε η νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Στα κέντρα αυτά καλλιεργήθηκε η φιλοσοφία και η ρητορική και εξελίχθηκε η χριστιανική σκέψη. Από τα πρώτα βήματά του το Ανατολικό κράτος κατανόησε την ανάγκη αποδοχής και υποστήριξης της ελληνικής παιδείας. Αυτό γίνεται φανερό από την απόφαση του αυτοκράτορα Κωνστάντιου να ιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη βασιλική βιβλιοθήκη, η οποία περιελάμβανε και εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων βιβλίων. Εκεί εργάστηκαν καλλιγράφοι για την αντιγραφή παλαιών χειρογράφων, που συνέβαλαν με το έργο τους στη διατήρηση της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας.
Η ελληνική παιδεία ενισχύθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' με την ίδρυση στην Κωνσταντινούπολη του Πανδιδακτηρίου (425 μ.Χ.), του πρώτου κρατικού πανεπιστημίου. Στην ίδρυση του συνέβαλαν δύο γυναίκες, η Αθηναΐδα-Ευδοκία και η Πουλχερία, σύζυγος και αδελφή αντίστοιχα του Θεοδοσίου Β', που διέθεταν ελληνική παιδεία. Ο Ιουστινιανός, αν και έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών, επειδή ήταν κέντρα της εθνικής-ειδωλολατρικής παιδείας, εντούτοις διατήρησε τη φιλοσοφική σχολή της Αλεξάνδρειας και παράλληλα ενίσχυσε τις νομικές σπουδές στο Πανδιδακτήριο. Πρέπει να επισημάνουμε ότι, ανεξάρτητα από το Πανδιδακτήριο, στο οποίο δε διδασκόταν η θεολογία, ιδρύθηκε τον 5ο αι. μ.Χ. και λειτούργησε υπό την αιγίδα του πατριαρχείου θεολογική σχολή.
Είναι φανερό ότι υπήρχε διάκριση εξαρχής μεταξύ των λογίων της «θύραθεν» (= από τη θύρα, από έξω) παιδείας, δηλαδή της ειδωλολατρικής, και της εκκλησιαστικής. Στην πρώτη ομάδα ανήκαν οι σπουδαίοι ρήτορες και φιλόσοφοι Λιβάνιος και Θεμίστιος καθώς και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός1. Στη δεύτερη οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι αποδέχθηκαν την αξία της ελληνικής παιδείας και παράλληλα με τις εκκλησιαστικές τους υποχρεώσεις φρόντισαν για την πνευματική ανάπτυξη του λαού. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε σ' αυτή την ομάδα το Μ. Βασίλειο, το Γρηγόριο Ναζιανζηνό, το Γρηγόριο Νύσσης, τον Ιω. Χρυσόστομο και το Συνέσιο τον Κυρηναίο.
Οι ιστοριογράφοι της ύστερης αρχαιότητας αναζήτησαν τα πρότυπά τους στους ιστορικούς της κλασικής εποχής. Χρησιμοποίησαν την αττική διάλεκτο και έγραψαν σύγχρονη με την εποχή τους ιστορία. Ο σπουδαιότερος είναι ο Προκόπιος, ο οποίος έζησε τους χρόνους του Ιουστινιανού και παρέδωσε σε τρία έργα την ιστορία της δράσης και της προσωπικής ζωής του μεγάλου αυτού αυτοκράτορα. Εκτός από τους ιστορικούς, ιστορικού περιεχομένου πονήματα έγραψαν και άλλοι, οι οποίοι εξιστορούν γεγονότα όχι μόνο σύγχρονα με την εποχή τους αλλά ξεκινώντας από την κτίση του κόσμου. Αυτοί ονομάζονται χρονογράφοι. Ο πιο γνωστός χρονογράφος του 6ου αιώνα είναι ο Ιωάννης Μαλάλας, ο οποίος εξιστορεί στη χρονογραφία του γεγονότα από τη μυθική ιστορία των Αιγυπτίων έως και τη βασιλεία του Ιουστινιανού.
Ένα είδος ιστοριογραφίας που άρχισε να διαμορφώνεται αυτή την εποχή και έκτοτε αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ήταν οι «Βίοι Αγίων». Οι συγγραφείς αυτών των έργων ήταν μοναχοί ή Πατέρες της Εκκλησίας, που σκοπό είχαν να προβάλουν το έργο και τη ζωή ενάρετων χριστιανών που αγίασαν. Έγραψαν σε λαϊκή κυρίως γλώσσα και θέλησαν με το συγγραφικό τους έργο να τονώσουν το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού. Ο πιο γνωστός εκπρόσωπος αυτού του είδους, τον 6ο αιώνα, ήταν ο Ιωάννης Μόσχος.
Οι πρώτοι χριστιανοί αποστρέφονταν ό,τι είχε σχέση με την ειδωλολατρία και ιδιαίτερα την ελληνική τέχνη, που εξυπηρετούσε πολύ περισσότερο απ' οποιαδήποτε άλλη πνευματική εκδήλωση τις ιδεολογικές και πρακτικές ανάγκες της λατρείας του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου. Ήταν φυσικό, λοιπόν, οι πρώτοι χριστιανοί να έρθουν αντιμέτωποι με τους καλλιτεχνικούς τρόπους έκφρασης των Εθνικών. Ωστόσο, η συνεχής επαφή με την ελληνική παιδεία θα τους εξοικειώσει και με την ελληνική τέχνη από την οποία δανείστηκαν αρκετά εξωτερικά στοιχεία.
Ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης είναι το μνημείο που πιο πολύ κι από την Αγιασοφιά, διατηρεί στις λίγες εναπομείνασες πέτρες του χαραγμένη την ουσία της χιλιόχρονης ιστορίας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και πιο ειδικά, συμπυκνώνει τη βαριά κληρονομιά του πιο γνωστού των πρώτων αυτοκρατόρων, του Ιουστινιανού, θεμελιωτή της Αγίας Σοφίας (με τη σημερινή μορφή), περσοφάγου και γοτθοφάγου, αλλά και αναμορφωτή γενικά του κράτους και των νόμων, ορισμένοι από τους οποίους ίσχυαν μέχρι πρόσφατα και γενικά έχουν καθορίσει τα συστήματα νόμων της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Στο πλακόστρωτο της πλατείας γύρω από τον οβελίσκο, όπου κάποτε ήταν η αρένα του Ιπποδρόμου, τρώγοντας κουλούρι (simit) και πίνοντας χυμό ρόδι (nar), έρχεται στο μυαλό μια απ’ τις πιο ένδοξες ιστορίες του καιρού εκείνου, που σ’ αυτή συμπυκνώνεται όλο του το νόημα και συνδέεται με την Αγιασοφιά. Η Στάση του Νίκα. Ο Ιουστινιανός, νεαρός αυτοκράτορας το 531, έχει βάλει στο μάτι να ξανακατακτήσει την πλούσια Ιταλία, που ήδη έχει διαιρεθεί μεταξύ γότθων και άλλων βόρειων «βάρβαρων» εισβολέων. Πρέπει πρώτα όμως να κλείσει το μόνιμο ανατολικό του μέτωπο, με τους Πέρσες, έτσι συνάπτει συνθήκη ειρήνης με το βασιλιά τους. Το σχέδιο για την Ιταλία είναι διπλή εισβολή, σε βόρεια Ιταλία και βόρεια Αφρική (και μετά Σικελία), εναντίον Οστρογότθων στη Ραβέννα και Βανδάλων στην Καρχηδόνα. Αλλά τόσο μακρινές εκστρατείες απαιτούν στρατιώτες και χρήμα. Στρατιώτες υπάρχουν με το τσουβάλι από τις απειράριθμές αγροτικές περιοχές της αυτοκρατορίας και την Πόλη, υπάρχουν δε και μισθοφόροι. Χρήμα όμως μπορεί να βρεθεί μόνο από τη μεγαλούπολη, σταυροδρόμι τριών ηπείρων με 500.000 κατοίκους και τεράστιο συσσωρευμένο πλούτο.
Από τα πρώτα του χρόνια στο θρόνο ο Ιουστινιανός επιβάλλει βαρύτατη φορολογία, ιδίως στα κοινωνικά στρώματα που αποτελούν τη μάζα του λαού της Πόλης, αλλά και σε τμήματα της παλιάς γαλαζοαίματης ελίτ και ταυτόχρονα προχωρά και σε αυτό που θα λέγαμε σήμερα περικοπές στην κοινωνική πρόνοια και ιδιωτικοποιήσεις. Η δυσαρέσκεια μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού είναι σημαντική και προσωποποιείται στον «υπουργό οικονομικών» Ιωάννη Καππαδόκη, ο οποίος γιουχάρεται συχνά στις ιπποδρομίες, που είναι το κοινωνικό γεγονός της εποχής. Ταυτόχρονα, και επειδή ο Ιουστινιανός δεν προέρχεται από την ελίτ της Πόλης, αλλά είναι επαρχιώτης, συγκεντρώνει και πυρά πολλών γαλαζοαίματων που πλήττονται από την πολιτική του. Στις αρχές Γενάρη του 532 ξεσπούν ταραχές στην Πόλη, με αιτία τα παραπάνω και αφορμή τη σύλληψη και (αποτυχημένο) απαγχονισμό διάφορων ηγετών δύο εκ των «συνδέσμων οπαδών», Βένετων και Πράσινων, οι οποίοι συσπείρωναν κατεξοχήν λαϊκά στρώματα. Οι «σύνδεσμοι» αυτοί δεν περιορίζονταν απλώς στην υποστήριξη της μιας ή της άλλης ιπποδρομιακής ομάδας, αλλά αποτελούσαν σημαντικές λαϊκές ομαδοποιήσεις, πεδία πολιτικού ελέγχου, αντιθέσεων μέσα στην αυτοκρατορία, εξέφραζαν λαϊκές διεκδικήσεις, λειτουργούσαν ως ομάδες πίεσης προς τον αυτοκράτορα, αλλά ήταν και αντικείμενα χειρισμού και ενσωμάτωσης. Κάτι μεταξύ πολιτικών κομμάτων και συνδέσμων οπαδών του σήμερα.
Μπροστά στο φάσμα της βαριάς φορολογίας, της απομύζησης του λαϊκού πληθυσμού, και με την παράλληλη επιδίωξη μέρους των ελίτ να εκδιωχθεί ο Ιουστινιανός, οι δύο αυτοί «σύνδεσμοι», που θεωρητικά μισιούνταν και μεταξύ τους, οδηγούν το λαό της Πόλης σε εξέγερση ενάντια στον αυτοκράτορα. Όταν συζητάμε για ταραχές στο Βυζάντιο πρέπει να είμαστε πολύ ανοιχτόμυαλοι, ο λαός δεν αστειευόταν ούτε το 532 ούτε και στις δεκάδες άλλες μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις που ακολούθησαν τους επόμενους αιώνες. Μιλάμε για πυρπόληση μεγάλου μέρους της Πόλης, πολλών δημόσιων κτιρίων και παλατιών των πλούσιων, και πυρπόληση και της αυτοκρατορικής εκκλησίας, της Αγίας Σοφίας (όχι της σημερινής, της προηγούμενης απ αυτή). «Νίκα νίκα!» φώναζαν οι εξεγερμένοι, αυτή τη φορά όχι για να τονώσουν το ηθικό του αρματηλάτη τους, αλλά για να πάρουν θάρρος να σπάσουν την εξουσία του αυτοκράτορα. Σήμερα ίσως θα λέγαμε «εμπρός λαέ!». Ο θρόνος του Ιουστινιανού τρίζει. Προς στιγμήν τον εγκαταλείπει, αλλά ο στρατός τον στηρίζει (φυσικά, αφού προετοίμαζε εκστρατείες). Οι κακιές γλώσσες λένε ότι στην πραγματικότητα η γυναίκα του η σατανική Θεοδώρα, μια φιλόδοξη λαϊκιά, τον έπεισε να μην εγκαταλείψει το θρόνο και την Πόλη. Επειδή λοιπόν ο στρατός είναι μαζί του, και ο εξεγερμένος λαός άοπλος, ο Ιουστινιανός αποφασίζει μια κατεξοχήν βυζαντινή λύση στο πρόβλημα του: οι στρατιώτες οδηγούν μεγάλο τμήμα του εξεγερμένου πλήθους μέσα στην αρένα του Ιπποδρόμου, παρατάσσονται σε φάλαγγα και ξεκινούν την σφαγή. Οι επίσημοι ιστορικοί μιλούν για 35.000 νεκρούς και τόνους αίματος να ποτίζουν την αρένα. Το πιο πιθανό είναι ότι ο αριθμός των σφαγιασθέντων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος. Ο αυτοκράτορας νίκησε. Η εξουσία διατηρήθηκε. Η κανονικότητα αποκαταστάθηκε δια της βίας.
Στις στάχτες του παλιού ναού, ο Ιουστινιανός θα χτίσει το αιώνιο σύμβολο της εξουσίας του ελέω θεού αυτοκράτορα, απόλυτου μονάρχη και οδηγού των ψυχών και των σωμάτων του λαού του. Λίγους μήνες μετά τη Στάση του Νίκα, θεμελιώνεται η νέα Αγία Σοφία, με τούβλα δεμένα με το αίμα των δεκάδων χιλιάδων που οι ένδοξοι στρατηγοί Βελισσάριος και Μούνδος κατέσφαξαν στην αρένα του Ιππόδρομου. Χιλιάδες σκλάβοι κουβάλησαν για έξι χρόνια πέτρες στις σκαλωσιές των 70 μέτρων και πλούτη απ’ όλη την αυτοκρατορία σπαταλήθηκαν για τη δόξα του αυτοκράτορα, την τεκμηρίωση της θεϊκής του προέλευσης και τη μοναδικότητα του λόγου του στην αυτοκρατορία. Η κατοχύρωση της θέσης του Ιουστινιανού και η «ενότητα της αυτοκρατορίας» συνεχίστηκε κι αργότερα με σφαγές πολλών αποκλινόντων, «εθνικών», μονοφυσιτών, εβραίων και άλλων. Ο Ιουστινιανός έκλεισε την Ακαδημία των Αθηνών. Η νομοθεσία του προβλέπει να κατασπαράσσονται από θηρία, να καίγονται στην πυρά, να σταυρώνονται ή να ξεσκίζονται με σιδερόνυχα οι καταγινόμενοι την «μαντικήν» και την «ειδωλολατρίαν». Η Ιατρική απαγορεύεται ως «γνώση διαβόλου». Τα συγγράμματα καίγονται υπέρ της αφαίμαξης και των εξορκισμών. Οσοι μελετούν Μαθηματικά καταδικάζονται σε θάνατο. Και η βάπτιση είναι υποχρεωτική. Οι ποινές είναι αποκεφαλισμός, πυρά, λιθοβολισμός, εκτύφλωση, ακρωτηριασμός και το μεταλλισθήναι - ισόβια καταναγκαστικά έργα στα μεταλλεία.
Με την ιστορία του Ιουστινιανού και της Στάσης του Νίκα στο νου, πρέπει να μπορούμε σήμερα να είμαστε προσεκτικοί. Ας υπερασπιζόμαστε τα μνημεία και την κληρονομιά τους κι ας κριτικάρουμε όταν αυτά γίνονται αντικείμενα πολιτικών τακτικών και στρατηγικών φιλοδοξιών, όπως συμβαίνει σήμερα με τον Ερντογάν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...