Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΩΣ ΜΗΧΑΝΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Το πρότυπο της πόλης – κράτους στηρίχτηκε στην έννοια της ελευθερίας και της ισότητας μεταξύ των πολιτών, προωθώντας ουσιαστικά τα δικαιώματα της ισονομίας, της ισηγορίας και της ισότητας. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα όμως, τόσο της δημοκρατικής Αθηνάς όσο και της ολιγαρχικής Σπάρτης, αφορούν ένα μικρό μέρος του πληθυσμού, τους ελεύθερους άρρενες πολίτες. Το καθεστώς για τις γυναίκες, τους μέτοικους ή τους περίοικους και τους πολυάριθμους δούλους και είλωτες είναι εντελώς διαφορετικό. Η διάκριση, ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους, γίνεται σαφέστερη κατά την κλασσική περίοδο, όπου ξεκαθαρίζεται πλέον το νόημα της ελευθερίας. Στη μελέτη που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια καταγραφή των ομάδων αυτών των μη πολιτών, όσον αφορά την προέλευση-καταγωγή τους, την αριθμητική τους δύναμη, το κοινωνικό καθεστώς μέσα στο οποίο ζούσαν, καθώς και τον σημαντικό ρόλο τους στην κοινωνική, οικονομική και στρατιωτική ζωή της πόλης. Θα επικεντρωθούμε κυρίως στις πληθυσμιακές ομάδες των μετοίκων και των δούλων, θεωρώντας ότι η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα αποτελεί από μόνη της αντικείμενο μιας ιδιαίτερης μελέτης. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τα δεδομένα αυτά με το σημερινό καθεστώς των μεταναστών, που ζουν και εργάζονται στη σύγχρονη Ελλάδα. Το μεγαλείο των Αθηνών κατά τη διάρκεια των κλασικών χρόνων (5ος – 4ος αι. π.Χ.) σε καμία περίπτωση δεν θα είχε επιτευχθεί, αν η θαλασσοκράτειρα πόλη δεν απομυζούσε, ή μάλλον δεν λεηλατούσε τα ταμεία των “συμμαχικών πόλεων” και δε χρησιμοποιούσε στην κρατική της μηχανή, ή μάλλον δεν εκμεταλλευόταν στυγνά, δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, αυτούς που απλά και με αφέλεια αποκαλούμε δούλους, ξεχνώντας ότι επρόκειτο για ανθρώπους και όχι απλώς για ομιλούντα εργαλεία, όπως τους χαρακτήριζε ο Αριστοτέλης. Ωστόσο, η θέση των άτυχων αυτών ανθρώπων στην Αθήνα, όσο οξύμωρο και αν ηχεί, ήταν καλύτερη από άλλες πόλεις τους αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στην κλασική εποχή το σύνολο των δούλων στην Αττική ανερχόταν σε 100.000. ενώ άλλοι ερευνητές κάνουν λόγο για πολλούς περισσότερους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς αγοράζονταν (ωνητοί δούλοι) από “βαρβαρικές” χώρες (Φρυγία, Λυδία, Παφλαγονία, Σκυθία κ.λπ.). Ελάχιστοι ήταν οι γεννημένοι από δούλους στις οικίες του δεσπότη.
Εκτός από τους δούλους που υπηρετούσαν στον οίκο, υπήρχαν και δούλοι που εργάζονταν στα μεταλλεία ή στα εργαστήρια. Επίσης εργάζονταν και στην πόλη, οι καλούμενοι δημόσιοι δούλοι, σε αυτούς υπάγονταν και αυτοί που εκτελούσαν αστυνομικά καθήκοντα και καλούνταν ανάλογα με το είδος του όπλου που κατείχαν (π.χ. τοξότες) και ανάλογα με την πατρίδα τους (π.χ. Σκύθες, Φρύγες κ.λπ.). Επειδή γενικώς οι απλοί Αθηναίοι πολίτες ήταν φιλάνθρωποι, η ζωή των δούλων που ζούσαν στην πόλη ήταν σχετικά άνετη. Είχαν ελευθερία λόγου, πολλοί μάλιστα διακρίνονταν για ροπή στην ακολασία, μια που είχαν και πολλά παραδείγματα να πάρουν! Επιτρεπόταν να μπαίνουν στα ιερά και να συμμετέχουν σε γιορτές που τελούνταν σε σπίτια, απαγορευόταν όμως να μπαίνουν στην Εκκλησία του Δήμου και να φοιτούν στις παλαίστρες. Σε φονικές δίκες επιτρεπόταν η μαρτυρία τους, αλλά στις υπόλοιπες δίκες, για να έχει κύρος η μαρτυρία τους, έπρεπε να βασανίζονται! Ο δεσπότης δεν είχε εξουσία στη ζωή του δούλου του. Αν ο κύριος ενός δούλου ήταν σκληρός και τον κακομεταχειριζόταν, ο δούλος κατέφευγε στο Θησείο ή το ιερό των Σεμνών, όπου είχε άσυλο και είχε δικαίωμα να απαιτήσει να υποχρεωθεί ο δεσπότης να τον πουλήσει σε άλλον. Ιδιαίτερη τάξη δούλων ήταν αυτή των «χωρίς οικούντων» (= αυτών που κατοικούσαν χωριστά), οι οποίοι εργάζονταν εκτός της οικίας του κυρίου τους και απαιτούσαν από αυτόν κάποιο μισθό που ονομαζόταν αποφορά. Ο δούλος αποκτούσε την ελευθερία του ή από την Πολιτεία με ψήφισμα ή από τον κύριό του ή εξαγοράζοντας τον εαυτό του. Ο απελεύθερος ή εξελεύθερος μεταπηδούσε στην τάξη των Μετοίκων και όφειλε να έχει προστάτη τον προηγούμενο κύριό του, ο οποίος και κληρονομούσε τον απελευθερωθέντα αν αυτός πέθαινε άτεκνος. Όποιος προσπαθούσε να κάνει δούλο του έναν ελεύθερο άνθρωπο, συλλαμβανόταν για “απαγωγή” ως “ανδραποδιστής”. Επίσης, εκείνος ο οποίος παράνομα γινόταν δούλος μπορούσε να βάλει επίσημα κάποιον φίλο του να τον απελευθερώσει. Αν αυτός που ισχυριζόταν ότι του ανήκε σαν δούλος επιθυμούσε ακόμη να υποστηρίξει την αξίωσή του, μπορούσε στη συνέχεια να μηνύσει το φίλο, ο οποίος έπρεπε να παρουσιάσει εγγυητές ενώπιον του πολέμαρχου για να εγγυηθούν την εμφάνιση του φερόμενου ως δούλου στη δίκη. Η απόφαση των δικαστών έκρινε αν ο φερόμενος ως δούλος ήταν πράγματι δούλος αυτού που τον διεκδικούσε. Αν αυτό γινόταν αποδεκτό, ο φίλος ήταν υποχρεωμένος, όχι μόνο να παραδώσει τον δούλο ή την αξία του σε χρήματα, αλλά έπρεπε επίσης να πληρώσει και ένα ισόποσο πρόστιμο στην πολιτεία.
Όπως και άλλα περιουσιακά στοιχεία, ένας δούλος λοιπόν ήταν δυνατό να αγοραστεί να πουληθεί, να ενοικιαστεί, να κληροδοτηθεί ή να δωριστεί. Ο σχετικός νόμος όριζε ότι όποιος πουλούσε δούλο όφειλε να δηλώσει οποιοδήποτε σωματικό του ελάττωμα. Αν ο αγοραστής ανακάλυπτε ελάττωμα που δεν είχε δηλωθεί, μπορούσε να επιστρέψει τον δούλο και να ζητήσει πίσω τα χρήματά του. Στην Αθήνα, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε άλλες ελληνικές πόλεις, δεν επιτρεπόταν να χτυπήσουν τον δούλο άλλα πρόσωπα εκτός από τον ιδιοκτήτη του, υπήρχε όμως μια εξαίρεση, σύμφωνα με την οποία, ένας αγρότης επιτρεπόταν να χτυπήσει έναν δούλο αν τον έπιανε να κλέβει τα προϊόντα του. Ο δούλος δεν μπορούσε να αναλάβει αυτοπροσώπως νομική δράση εναντίον ενός παραβάτη, οποιαδήποτε αγωγή έπρεπε να υποβληθεί από τον ιδιοκτήτη του και αν ο ιδιοκτήτης δεν προέβαινε σε καμιά ενέργεια, ο δούλος δε μπορούσε να κάνει τίποτα σχετικό. Επίσης, αν ένας δούλος δολοφονούταν, ήταν έργο του ιδιοκτήτη του να αναλάβει δράση κατά του δολοφόνου. Αν κάποιος δούλος διέπραττε ένα οικονομικό αδίκημα κατ’ άλλου προσώπου, η διαδικασία εξαρτιόταν από το αν ενεργούσε με εντολή του κυρίου του ή όχι. Εάν ενεργούσε με την εντολή του, τότε η ορθή διαδικασία ήταν απλά να μηνυθεί ο ιδιοκτήτης. Αν ο δούλος ενεργούσε αυτοβούλως, η κατηγορία βάρυνε τον δούλο, αλλά κάθε αποζημίωση ή πρόστιμο που τυχόν επέβαλε το δικαστήριο έπρεπε να καταβληθεί από τον ιδιοκτήτη. Η απελευθέρωση ενός δούλου μπορούσε να δηλωθεί στη διαθήκη του ιδιοκτήτη και να αποκτήσει ισχύ μόνο μετά τον θάνατό του. Σε ορισμένες περιπτώσεις η πολιτεία απελευθέρωνε έναν δούλο χωρίς τη συναίνεση του κυρίου του, έτσι ένας δούλος που κατέδιδε ότι ο κύριός του είχε διαπράξει ιεροσυλία, απελευθερωνόταν, αν η καταγγελία αποδεικνυόταν αληθινή. Το 406 π.Χ., οι Αθηναίοι ζητούσαν τόσο απεγνωσμένα άνδρες για να τους χρησιμοποιήσουν σαν πληρώματα των πλοίων τους στον πόλεμο εναντίον της Σπάρτης, ώστε στους δούλους που έλαβαν μέρος στην περίφημη ναυμαχία των Αργινουσών δόθηκε όχι μόνο η ελευθερία τους αλλά και η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη!
Εντελώς διαφορετική ήταν η νομική κατάσταση των δημοσίων δούλων. Το υφιστάμενο νομικό καθεστώς για αυτήν την κατηγορία δούλων δημιουργούσε τις προϋποθέσεις πλήρους σχεδόν ελευθερίας τους. Ίσως μάλιστα να απολάμβαναν νομική προστασία παρόμοια με εκείνη των μετοίκων. Εν κατακλείδι, η πρόοδος, το μεγαλείο και ο θρύλος της Αρχαίας Αθήνας δεν θα είχε φτάσει ποτέ στα ύψη δίχως τη συμβολή εκείνων των ανθρώπων που για διάφορους λόγους απώλεσαν την ελευθερία τους, οι οποίοι με τον αφανή ρόλο τους, από εργάτες, υπηρέτες ως και παιδαγωγοί των νεαρών Αθηναίων επιτέλεσαν και αυτοί έναν σημαντικό ρόλο στην αθηναϊκή εποποιία. Θα αναδείξουμε το στίγμα που άφησαν και δε θα ξεχαστεί ποτέ η σημαντικότατη συμβολή τους στην δημιουργία του θαυμαστού κλασικού πολιτισμού.
Α) Μέτοικοι Οι μέτοικοι αποτελούσαν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Αττικής. Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά την κλασσική εποχή, ανέρχονταν στους 10.000 – 15.000 άνδρες (μαζί με τις οικογένειές τους περίπου 25.000 άνθρωποι). Μετανάστες από τη Θράκη, την Μ. Ασία, την Μ. Ελλάδα, τη Λυδία, τη Φρυγία και τη Συρία, ακόμη Φοίκικες και Αιγύπτιοι, προσελκύονταν από την λάμψη και την οικονομική ευμάρεια που επικρατούσε στην Αθήνα και ταξίδευαν μέχρι εκεί έχοντας σαν κύριο στόχο το κέρδος από τις εμπορικές επιχειρήσεις και προσδοκώντας να αποκτήσουν την κοινωνική αίγλη, που προσέδιδε η ιδιότητα του πολίτη. Ο Πλάτωνας τους μεταχειρίζεται με σεβασμό, ως κοινωνικά ίσους, και είναι γεγονός ότι είχαν δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους και να ζουν όπως ήθελαν.Όμως παρότι πολλοί από αυτούς είχαν αποκτήσει μια σεβαστή περιουσία, τους απαγορευόταν το δικαίωμα έγκτησης, που μαζί με το προνόμιο της καταγωγής θεωρούταν ταυτόσημο με την ιδιότητα του πολίτη. Οι μικτοί γάμοι μεταξύ μετοίκων και πολιτών επιτρέπονταν, τα παιδιά τους όμως δεν αποκτούσαν ποτέ την ιδιότητα του πολίτη, ιδιαίτερα μετά από σχετικό νόμο, που είχε ψηφιστεί την εποχή του Περικλή. Επίσης, δεν γίνονταν δεκτοί στην εφηβεία, αλλά μπορούσαν να πηγαίνουν στα δημόσια γυμναστήρια. Ο Σόλων είχε από πολύ νωρίς συνειδητοποιήσει τη σημασία, που είχε για την οικονομία της πόλης, η παρουσία των μετοίκων, για το λόγο αυτό τους έδωσε το δικαίωμα πολιτογράφησης και ειδικότερα σε εκείνους που είχαν εξοριστεί από την πατρίδα τους ή που έρχονταν με τις οικογένειές τους να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα.[6][6] Οι μέτοικοι λοιπόν γράφονταν στα μητρώα του δήμου – σε ξεχωριστούς βέβαια καταλόγους από αυτούς των πολιτών - ασκούσαν δημόσια λειτουργήματα[7][7], οι περισσότεροι όμως από αυτούς ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες[8][8] και είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν κινητή περιουσία και δούλους. Συμμετείχαν επίσης σε κάποιες από τις θρησκευτικές εορτές της πόλης, όπως τα Ηφαιστεία και τα Παναθήναια[9][9], αλλά κατά κανόνα προτιμούσαν να γιορτάζουν μεταξύ τους τις δικές τους θεότητες. Η κοινωνική τους θέση όμως οριοθετείται ουσιαστικά από την αδυναμία άμεσης προσφυγής τους στις αρχές, αφού κάθε μέτοικος ήταν υποχρεωμένος να απευθύνεται σε αυτές μέσω ενός εκπροσώπου – πολίτη, η έλλειψη του οποίου προκαλούσε την ποινική δίωξη του μετοίκου και την καταδίκη του σε δουλεία. Λόγω της οικονομικής άνεσης, που αποκτούσαν πολλοί από αυτούς, φρόντιζαν να αποκτήσουν τα παιδιά τους εξαιρετική μόρφωση. Η οικονομική συνεισφορά τους στην πόλη των Αθηνών ήταν σημαντική. Εκτός από την εισφορά, που πλήρωναν μαζί με τους πολίτες, ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν και έναν επιπλέον φόρο, το μετοίκιον . Όσοι δε δούλευαν στην αγορά, πλήρωναν ένα ειδικό τέλος το ξενικόν. Παράλληλα αναλάμβαναν τη χρηματοδότηση ορισμένων λειτουργιών (εκτός βέβαια από αυτήν της τριηραρχίας) και είχαν χρηματοδοτήσει μεγάλο μέρος των έργων για την κατασκευή του Ερεχθείου στην Ακρόπολη. Επιπλέον, αφού δεν κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη, αποκλείονταν από τους μισθούς και τα θεωρικά, γεγονός που απέβαινε προς όφελος της πολιτείας. Το γεγονός επίσης ότι μονοπωλούσαν τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα, όπως και το χονδρικό εμπόριο σίτου από τη Ν. Ρωσία και χρυσού από την Ανατολή, μας δίνει μια εικόνα του οικονομικού ρόλου που έπαιζαν στα πλαίσια της πόλης. Οι μέτοικοι στρατεύονταν στον Αθηναϊκό στρατό ως οπλίτες και στο ναυτικό ως ερέτες. Αποκλείονταν όμως από το σώμα των ιππέων. Επάνδρωναν κυρίως τις συνοριακές φρουρές και τα οχυρά της Αττικής, αλλά το 424 π.χ. πολέμησαν μαζί με τους Αθηναίους στον πόλεμο κατά των Βοιωτών. Παρόλη όμως την προσφορά τους, σπάνια τους δόθηκε σαν επιβράβευση η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Ακόμη όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούσαν να εκλεγούν άρχοντες ή να γίνουν μέλη του ιερατείου. Η αμοιβή τους συνδέονταν συχνότερα με την παροχή της ισοτέλειας, της απαλλαγής τους δηλαδή από τη φορολογία. Επίσης η πόλη, σε ένδειξη ευγνωμοσύνη, τους απένειμε δημόσιες τιμές και οργάνωνε για χάρη τους γεύματα με δημόσια δαπάνη, αποσκοπώντας παράλληλα στην αύξηση του πληθυσμού τους.
Στο καθεστώς των μετοίκων εντάσσονταν και οι απελεύθεροι, τέως δούλοι, που είχαν σαν προστάτη – εκπρόσωπο τον πρώην αφέντη τους. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι ενώ για τον μέτοικο η ελευθερία θεωρείται δεδομένη, στην περίπτωση των απελεύθερων μπορούσε να αρθεί αν ο τέως κύριός τους το ζητούσε δικαστικά. Ιδιαίτερο καθεστώς ίσχυε επίσης και για τους ξένους παρεπιδημούντες, εμπόρους ή απεσταλμένους ξένων πόλεων, που έμεναν προσωρινά στην Αθήνα. Το καθεστώς αυτό διεπόταν αφενός μεν από εθιμικούς και θετούς κανόνες, αφετέρου δε από την ύπαρξη ποικίλων συμβόλων (συμφωνιών).
Β) Δούλοι Η δουλεία, φαινόμενο καθολικό στην Αρχαία Ελλάδα, ήταν συνδεδεμένη άμεσα με τις κοινωνικοπολιτικές δομές της πόλης κράτους και ακολουθούσε την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής. Εντύπωση προκαλεί η έκταση της δουλοκτησίας στη δημοκρατική Αθήνα. Κατά πληροφορίες οι δούλοι της Αττικής κατά τον 5ο αιώνα ανέρχονταν σε 80.000-100.000 και αντιστοιχούσε ένα δούλος για κάθε τέσσερις κατοίκους. Η αύξηση του αριθμού των δούλων οφείλεται στην παράλληλη αύξηση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, της συμμετοχής τους στα κοινά, της περιφρόνησης της χειρωνακτικής εργασίας αλλά και της προσιτής τιμής αγοράς τους. Πολλοί δούλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, επειδή όμως αυτοί δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες του Αθηναϊκού λαού, προμηθεύονταν δούλους από τα σκλαβοπάζαρα της περιοχής , που προέρχονταν κυρίως από τη Θράκη, την Καρία, την Φρυγία, την Καππαδοκία, την Κολχίδα, τη Σκυθία, τη Συρία, την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο. Ο δούλος αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο του ελεύθερου πολίτη, μπορούσε να αγοραστεί, να πουληθεί, να κληρονομηθεί ή να κατασχεθεί. Τον χρησιμοποιούσαν σε διάφορες εργασίες ή τον ενοικίαζαν και εισέπρατταν την αμοιβή της εργασίας του. Παρότι βέβαια δεν είχε δυνατότητα αυτοδιάθεσης, του αναγνωριζόταν ότι ήταν ανθρώπινο όν. Παλαίστρες και γυμναστήρια ήταν χώροι απαγορευμένοι για τους δούλους, στα δικαστήρια μπορούσαν να καταθέσουν κατόπιν βασάνων και βέβαια δεν γίνεται λόγος για πολιτικά δικαιώματα. Στους δούλους της Αθήνα απαγορεύονταν, κατά κανόνα, η δημιουργία οικογένειας, εκτός εάν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης τους, και στερούνταν αρχικά δικαιοπρακτικής ικανότητας. Το ποσοστό ελευθερίας κινήσεων του κάθε δούλου εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη θέληση του κυρίου του. Οι οικιακοί δούλοι απολάμβαναν περισσότερη ελευθερία, οι δημόσιοι δούλοι ήταν απαλλαγμένοι από αρκετούς περιορισμούς, οι «χωρίς οικούντες» δούλοι κέρδιζαν χρήματα από την εργασία τους και μερικές φορές εξαγόραζαν την ελευθερία τους. Πολλοί χρησιμοποιούνταν σε εμπιστευτικές θέσεις ή τους αναθέτονταν σημαντικά καθήκοντα, όπως οικονομικές συναλλαγές. Άλλοι χρησιμοποιούνταν στα δημόσια έργα ή σαν κωπηλάτες στα πολεμικά πλοία σε περίπτωση ανάγκης. Η χειρότερη δυνατή θέση όμως ήταν αυτή των δούλων των λατομείων και των ορυχείων. Παρά το γεγονός ότι πολλοί έπεφταν θύματα κακοποίησης, η εν γένει συμπεριφορά των Αθηναίων απέναντί τους ήταν ήπια και περισσότερο φιλάνθρωπη απ' ότι στις άλλες πόλεις και ίσως γι' αυτό το λόγο η Αττική δεν γνώρισε ποτέ επανάσταση δούλων. Μπορούσαν να τελούν τις λατρείες του τόπου καταγωγής τους, να μετέχουν στις οικιακές λατρείες, να μυούνται στα Ελευσίνια μυστήρια, να θάβονται μετά το θάνατό τους στον τόπο ταφής της οικογένειας του κυρίου τους, να συχνάζουν σε ορισμένα ιερά και να δουλεύουν πλάι-πλάι με τους πολίτες και τους μέτοικους στα δημόσια έργα. Η Αθηναϊκή οικονομία στηρίχτηκε κατά κανόνα στην εργασία των δούλων, η οποία ήταν εξαιρετικά φτηνή, αφού κάθε δούλος δεν στοίχιζε περισσότερο από τη συντήρησή του για ένα χρόνο. Έχει υπολογιστεί επίσης ότι στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου, κάθε δούλος απέδιδε καθαρά 1 οβολό την ημέρα. Οι «χωρίς οικούντες» δούλοι απέδιδαν στον κύριό τους από έναν ή δύο οβολούς την ημέρα. Επίσης η βιοτεχνική παραγωγή στηριζόταν, σχεδόν αποκλειστικά, στην εργασία δούλων. Οι Αθηναίοι δεν εμπιστεύονταν τους δούλους τόσο, ώστε να τους επιτρέψουν να πολεμήσουν κοντά τους. Τους χρησιμοποιούσαν μόνο ως κωπηλάτες στα πλοία. Επίσης συνόδευαν τους κυρίους τους στη μάχη. Μόνο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.χ., και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ψηφίστηκε νόμος, σύμφωνα με τον οποίο όποιος δούλος κατατασσόταν στο στρατό αποκτούσε την ελευθερία του.
Σπάρτη Α. Περίοικοι Η αυτάρκης, κλειστή Σπαρτιατική κοινωνία δύσκολα θα δεχόταν στους κόλπους της ξένους πολίτες, που θα μπορούσαν να ζουν ελεύθεροι δίπλα στους ομοίους. Οι περίοικοι είναι Λακεδαιμόνιοι, που ζουν στις περιοικίδες πόλεις, οι οποίες βρίσκονται γύρω από τη Σπάρτη. Πιθανολογούμε ότι η τάξη τους προέρχεται από τους κατοίκους της Λακωνίας, που νικήθηκαν και υποτάχθηκαν από τους Σπαρτιάτες. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 40.000 – 60.000 και φαίνεται ότι ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομους δήμους, η οργάνωση των οποίων στηριζόταν σε ένα ανεξάρτητο οικονομικό και κοινωνικό δίκαιο. Κύριες ασχολίες τους ήταν η καλλιέργεια της γης, η βιοτεχνία και το εμπόριο, χωρίς όμως να αναπτύξουν ποτέ την οικονομική δραστηριότητα των μετοίκων. Άλλωστε, όλες οι παραγωγικές εργασίες εκτελούνταν από αυτούς και τους είλωτες, αφού το ιδιότυπο καθεστώς της Σπάρτης δεν επέτρεπε στους ομοίους να ασκούν καμία επαγγελματική δραστηριότητα. Εξασφαλίστηκε έτσι η αναγκαία οικονομική ασφάλεια και ο απαιτούμενος χρόνος στους πολίτες της Σπάρτης, προκειμένου να ασχοληθούν αποκλειστικά με τις πολεμικές τέχνες, πράγμα που αποτέλεσε το σημαντικότερο από «τα συνεκτικά στοιχεία του σπαρτιατικού οικοδομήματος της κλασικής περιόδου».
Σε αντίθεση με τους μετοίκους, οι περίοικοι όχι μόνο δεν στερήθηκαν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας της γης που καλλιεργούσαν, αλλά και μετά τους Μεσσηνιακούς πολέμους, συμμετείχαν στη διανομή των κλήρων της γης των Μεσσηνίων. Βέβαια δεν συμμετείχαν στην κοινωνική ζωή της Σπάρτης, στα συσσίτια και στην αγωγή των νέων καθότι, παρότι Λακεδαιμόνιοι, θεωρούνταν υποτελείς και φυσικά δεν είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Απέλλας, ούτε να εκλέγονται μέλη της Γερουσίας ή Έφοροι. Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης όμως περιελάμβανε πολλούς περιοίκους, οι οποίοι έφταναν μέχρι το βαθμό του αξιωματικού. Όσο δε η αριστοκρατική Σπαρτιατική κοινωνία ελαττωνόταν αριθμητικά, τόσο αυξανόταν ο αριθμός των περιοίκων στο στράτευμα. Φαίνεται λοιπόν ότι, για κάποιο διάστημα απομακρύνονταν από τις εργασίες τους, προκειμένου να εκπαιδευτούν και να γυμναστούν υπό τις διαταγές των Σπαρτιατών. Χωρίς την ουσιαστική αυτή στρατιωτική συμμετοχή τους, ίσως η Σπάρτη να μην αναδεικνυόταν ποτέ ως το πρότυπο της πολεμικής δύναμης της αρχαιότητας. Σημαντική προσφορά στο στρατό της Σπάρτης προσέφεραν επίσης κάποιες νέες κοινωνικές τάξεις μη πολιτών, όπως οι Υπομείονες, οι Τρέσαντες, οι Τρόφιμοι, οι Μόθακες και οι Νεοδαμώδεις, κοινωνικές κατηγορίες ανάμεσα στους περιοίκους και τους είλωτες, που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ολιγανθρωπίας, που μάστιζε την τάξη των Σπαρτιατών.
Β. Είλωτες Παρότι ο Πολυδεύκης τοποθετεί το καθεστώς των ειλώτων μεταξύ ελευθέρων και δούλων, η ζωή για τους είλωτες στη Σπάρτη ήταν αρκετά σκληρότερη από αυτή των δούλων της Αττικής. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο αριθμός τους έφτανε περίπου τους 200.000, πράγμα που σημαίνει ότι ξεπερνούσαν τον ελεύθερο πληθυσμό σε κλίμακα τέτοια, που δεν έχει αντίστοιχό της σε άλλη πόλη. Απόγονοι των κατοίκων της προδωρικής εποχής, είχαν κατακτηθεί από ένα μικρό σχετικά σώμα Σπαρτιατών και αποτελούσαν ένα σημαντικό πρόβλημα ασφάλειας της Σπαρτιατικής κοινωνίας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εξεγέρσεως. Οι περισσότεροι ήταν υποταγμένοι Μεσσήνιοι και ορισμένοι ήταν κάτοικοι της Λακωνίας. Οι είλωτες στερούνταν πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων και αποτελούσαν ιδιοκτησία της πόλης, απελευθερώνονταν μόνο μετά από απόφαση των αρχών και οι υπόλοιποι Έλληνες τους αντιμετώπιζαν ως ελεύθερους. Οι αρχές της πόλης είχαν απόλυτη δικαιοδοσία επάνω τους. Σε αντίθεση με τους δούλους της Αττικής, δεν πωλούνταν σαν εμπορεύματα, δημιουργούσαν οικογένειες και ήταν εξαιρετικά δεμένοι μεταξύ τους λόγω του ότι είχαν την ίδια εθνική ταυτότητα. Η βιαιότητα της καταπίεσής τους είναι περιβόητη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, μια φορά το χρόνο οι Σπαρτιάτες κήρυσσαν πόλεμο στους είλωτες, «ώστε να μην βαραίνουν τη συνείδησή τους οι φόνοι ειλώτων που γίνονταν στη διάρκεια του έτους». Η περίφημη «κρυπτεία», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αποτελούσε ένα θεσμό εκπαίδευσης των νέων πολιτών, που κρύβονταν την ημέρα και έβγαιναν τη νύχτα με σκοπό να σκοτώσουν είλωτες . Κατοικούσαν σκορπισμένοι σε εκτεταμένες περιοχές της νότιας και δυτικής Πελοποννήσου, αλλά δεν γνωρίζουμε αν έμεναν απομονωμένοι στους κλήρους των πολιτών ή ζούσαν σε κοινότητες. Ασχολούνταν αποκλειστικά με την καλλιέργεια της γης, αποδίδοντας ένα μέρος της παραγωγής στους ομοίους, κατόχους του γεωργικού κλήρου, και ένα μέρος κρατούσαν για τις ανάγκες της οικογένειάς τους, γεγονός που τους προσέφερε μερικές φορές τη δυνατότητα πλουτισμού. Κατά τον Ξενοφώντα, οι Σπαρτιάτες κρατούσαν τους δούλους μακριά από τα όπλα τους, υπάρχουν όμως μαρτυρίες ότι η Σπάρτη διέθετε πολεμικό σώμα που αποτελούνταν μόνο από αυτούς. Είναι γεγονός ότι αρχικά οι είλωτες στρατεύονταν μόνο ως «ψιλοί», κωπηλάτες ή συνοδοί των πολιτών-οπλιτών. Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο κύριος όγκος του στρατεύματος, που αναλάμβανε τις μακρινές επιχειρήσεις, αποτελούνταν από είλωτες, που προσέφεραν με αυτόν τον τρόπο σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλήρως εκπαιδευμένοι και ποτέ δεν θίχτηκε η αφοσίωσή τους στην πόλη . Η στρατολόγησή τους, βοήθησε ουσιαστικά τη Σπάρτη και στον ατυχή πόλεμο με τη Θήβα. Ενδεικτική, της βοήθειας αυτής, είναι η απόφαση της πολιτείας να προχωρήσει στην απελευθέρωσή τους, πριν ακόμη τους στείλει στη μάχη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...