Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

'ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΙ' ΚΑΙ 'ΑΠΟΛΙΤΙΣΤΟΙ': ΜΙΑ ΑΥΤΑΠΑΤΗ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΡΘΕΙ

“Όσο περισσότερο προσπαθούμε να επιβάλουμε διαχωριστικά όρια ανάμεσα στους πολιτισμούς και τα έθιμα, τόσο περισσότερο ταυτιζόμαστε με τα έθιμα που προσπαθούμε να αρνηθούμε. Όταν αποκλείουμε την ανθρωπότητα για όσους μας φαίνονται ότι είναι οι πιο “βάρβαροι”, οι πιο “άγριοι” μέσα σ’ αυτήν, το μόνο που κατορθώνουμε είναι να μιμούμαστε έναν χαρακτηριστικό τρόπο συμπεριφοράς αυτών των “αγρίων”. Βάρβαρος είναι πριν απ’ όλα αυτός που πιστεύει στη βαρβαρότητα”. (Κλoντ Λεβί-Στρoς, Φυλές και ιστορία, μτφρ. Β. Ψαριανός, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα 1987, σ. 21)
Από την αρχαιότητα, ήδη, υπήρχε η αντίληψη ότι "εμείς" είμαστε οι "πολιτισμένοι" ενώ όλοι οι άλλοι λαοί είναι οι "βάρβαροι".
Ο όρος Βάρβαροι είναι ονομασία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Αρχαίους Έλληνες και αργότερα από τους Μεσσαιωνικούς Έλληνες ως εθνογραφική ή γεωγραφική ένδειξη, με την οποία, μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα, χαρακτήριζαν όλους εκείνους που δεν ήταν Έλληνες, τους αλλοδαπούς. Καταδεικνύει ένα λαό με έντονο το αίσθημα της διαφορετικότητάς του από τους μη ανήκοντες σε αυτόν. Ανάλογη χρήση έχει η λέξη γκουγίμ (=εθνικοί) από τους Εβραίους. Η λέξη στην αρχή δεν είχε την σημασία του απολίτιστου και άξεστου ανθρώπου- τουναντίον, οι Πέρσες αλλά και οι Αιγύπτιοι ήταν πολύ πολιτισμένοι και μορφωμένοι-, αλλά επειδή οι Έλληνες άκουγαν από τους ξένους να μιλάνε μιαν άγνωστη γι' αυτούς γλώσσα, που ακουγόταν σαν μπαρ-μπαρ, σιγά-σιγά το μπαρ-μπαρ έγινε βαρ-βαρ και εν τέλει βάρβαροι.
Μια αναπαράσταση, εσφαλμένη ιστορικά, για το πώς ορδές από ολόγυμνους, ημιάγιους Βησιγότθους κατέστρεψαν τη Ρώμη. Έτσι οικοδομείται ένας μύθος ιστορικός.
Από τον 5ο αιώνα και μετά, η λέξη "βάρβαρος" άρχισε να χρησιμοποιείται και με χαρακτήρα μειωτικό έναντι όσων δεν ήταν Έλληνες, και μπορούσε να σημαίνει κατά περίπτωση, τον διανοητικά κατώτερο, τον κτηνώδη, τον άνθρωπο που ρέπει προς την υποταγή. Άλλωστε, ο Ισοκράτης προτρέπει τον Φίλιππο να κυριεύσει τους βαρβάρους του Βορρά, που εκ φύσεως είναι δουλικά γένη, ενώ ο Αριστοτέλης λέει πως οι Έλληνες είναι πλασμένοι για να άρχουν (να εξουσιάζουν), ενώ οι Ασιάτες για να άρχονται. Στη γνωστή έκφραση «πας μη Έλλην βάρβαρος», περικλείεται και η εθνική αλαζονεία των Ελλήνων για τα διανοητικά τους επιτεύγματα. Μια αλαζονεία που συνήθιζε να υπογραμμίζει και ο Μέγας Αλέξανδρος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Με την αναθηματική επιγραφή «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων», έστειλε στην Αθήνα 300 περσικές πανοπλίες παρουσιάζοντας τη νίκη του Γρανικού ως νίκη του πανελληνίου εναντίον των βαρβάρων.
Την έκφραση "βάρβαρος" τη συναντούμε πάλι στη μεσαιωνική ελληνική γραμματεία. Στο ιστορικό πόνημα της "Αλεξιάδος", η Άννα Κομνηνή χαρακτηρίζει τους μη ελληνόφωνους (Λατίνους, Άραβες, κ.τ.λ.) ως βαρβάρους. Η χρήση είναι περισσότερο από λόγιος αττικισμός, καθώς απαντάται και σε πολλά άλλα κείμενα της εποχής, καθώς και σε μεταγενέστερα.
Οι Έλληνες χαρακτήριζαν και τη ζωή έξω από την πόλη-κράτος ως ημιβάρβαρη, εννοώντας ότι στα χωριά έλειπε η συγκεντρωτική και συντονισμένη πολιτική ζωή που ήταν απαραίτητη για μια ευτυχισμένη και ορθολογική ύπαρξη.
Σε γνωστό χορικό της "Αντιγόνης" του Σοφοκλή, εκείνος που δεν ακολουθεί τους νόμους της πόλεως χαρακτηρίζεται ως "άπολις", ενώ ως "εύπολις" χαρακτηρίζεται ο νομοταγής πολίτης. Ο Χορός, εκπρόσωπος της άποψης του μέσου πολίτη, διατυπώνει τη σαφή του προτίμηση προς τον "ευπόλιδα" και την απόρριψή του του "απόλιδος".
Η σημερινή έννοια της λέξης βάρβαρος ως "απολίτιστος" και όχι ως "μη-Έλληνας/Ρωμιός" προέκυψε ως αντιδάνειο από την έννοια που είχε αποκτήσει η λέξη στη Δύση και σταδιακά καθιερώθηκε στον ελληνόφωνο κόσμο.
Οι ισπανοί άποικοι έφεραν μαζί τους άγνωστες ασθένειες, στις οποίες οι αυτόχθονες προφανώς δεν είχαν ανοσία. Αρρώστιες όπως η ιλαρά, η γρίπη και η ευλογιά θέρισαν το 90% με 95% του συνολικού πληθυσμού της Αμερικής. Από την άφιξη των Ισπανών ως το 1570 ο πληθυσμός του Μεξικού ενδεχομένως μειώθηκε από 25.000.000 σε 2.650.000, ενώ του Περού από 9.000.000 σε 3.000.000. Παράλληλα, και οι Ευρωπαίοι χτυπήθηκαν από ασθένειες: κατά τον 16ο αιώνα, η σύφιλη (η οποία πιθανώς προήλθε από πρόσμιξη δύο παρεμφερών ασθενειών του Νέου και του Παλαιού Κόσμου) σκότωσε 1.000.000 Ευρωπαίους.
Στη Νότια Αμερική οι άποικοι ήταν ιδιαίτερα σκληροί με τους γηγενείς. Οι Ισπανοί χρησιμοποίησαν καταναγκαστική εργασία ιθαγενών για την εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων. Επιπροσθέτως, διέπραξαν πολλές ωμότητες σε βάρος των Αζτέκων και των Ίνκας.
Ο επίσκοπος Μπαρτολομέ δε λας Κάσας κατήγγειλε τη βιαιότητα των συμπατριωτών του στους γηγενείς του Μεξικού, με αποτέλεσμα τη θέσπιση νόμων για την προστασία τους. Θεωρητικά, οι Ινδιάνοι απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα με αυτά των άλλων υπηκόων του βασιλιά της Ισπανίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν για τις βιαιότητες των νέων κυρίων τους. Οι Ισπανοί άποικοι ήταν πεπεισμένοι για τη φυλετική τους ανωτερότητα και δεν αισθάνονταν τύψεις για την κακομεταχείριση των αυτοχθόνων. Οι Πορτογάλοι υποδούλωσαν πολλές χιλιάδες ιθαγενών με σκοπό την απασχόλησή τους στις φυτείες ζαχαροκάλαμου στη Βραζιλία. Επιπλέον, στη Νότια Αμερική οι πληθυσμοί των Ινδιάνων μειώνονταν λόγω της καταστροφής των καλλιεργειών τους, από εκτρεφόμενα βοοειδή. Σε γενικές γραμμές, οι Άγγλοι άποικοι δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις με τους ιθαγενείς της Βορείου Αμερικής. Τις πολυάριθμες συγκρούσεις διαδέχονταν περίοδοι ειρήνης και συνεργασίας. Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί αυτό της αποικίας Βιρτζίνια. Αρχικά, η σύγκρουση αποφεύχθηκε χάρη στην παρέμβαση της Ποκαχόντας, κόρης του τοπικού αρχηγού Παουάταν, η οποία και παντρεύτηκε τον Τζων Ρολφ. Το 1622 ωστόσο, μετά το θάνατο της Ποκαχόντας και του πατέρα της, οι ιθαγενείς επιτέθηκαν στους ξένους, σκοτώνοντας το 1/3 του πληθυσμού της Βιρτζίνια. Ακολούθησε ένας δεκαετής πόλεμος, στο τέλος του οποίου, οι ιθαγενείς απομακρύνθηκαν από τα παράλια. Το 1675 ξέσπασε ο λεγόμενος πόλεμος του Βασιλιά Φιλίππου[v] ανάμεσα σε μια συμμαχία φυλών και την αποικία της Νέας Αγγλίας, ο οποίος υπήρξε μια από τις πιο αιματηρές συρράξεις στην ιστορία της Βορείου Αμερικής.
Στα νότια μέρη της Βόρειας Αμερικής, οι Ευρωπαίοι άποικοι έκαναν τους ιθαγενείς δούλους. Στην αποικία της Καρολίνας προμήθευαν τις τοπικές φυλές με όπλα και οινοπνευματώδη ποτά, ενθαρρύνοντας τους μεταξύ τους πολέμους. Όσοι αιχμαλωτίζονταν στη μάχη, είτε γίνονταν δούλοι στην Καρολίνα είτε στέλνονταν στις Δυτικές Ινδίες, τη Νέα Υόρκη ή τη Νέα Αγγλία. Το 1708 ζούσαν στο Τσάρλεστον -πρωτεύουσα της αποικίας - 1400 Ινδιάνοι δούλοι. Μολαταύτα, υπήρξαν και σημαντικά παραδείγματα συνεργασίας των παλαιών και νέων κατοίκων της ηπείρου. Έτσι, οι Γάλλοι άποικοι των βορείων περιοχών αποδείχτηκαν ικανότατοι στις συναλλαγές με τους ντόπιους. Κέρδισαν τη φιλία των περισσότερων φυλών, αν και απειλούνταν διαρκώς από τους Ιροκέζους. Ο Ουίλιαμ Πεν, ιδρυτής της Φιλαδέλφειας και πιστός Κουάκερος, έκλεισε δίκαιες συμφωνίες με τους Ινδιάνους, τις οποίες πότε δεν παραβίασε.
Στη Βόρεια Αμερική, τεράστιες "εκκαθαρίσεις' πληθυσμού έλαβαν χώρα το 1924, όταν εξουδετερώθηκαν οι τελευταίες ομάδες των ινδιάνων Σιού. Οι Ινδιάνοι είχαν ουσιαστικά χάσει τα πάντα και πρώτα απ’ όλα τη γη τους. Μόνο με το νόμο Dawes Act, του 1887, 380 εκατομμύρια στρέμματα ινδιάνικης γης μεταβιβάζονταν από τις φυλές σε λευκούς ατομικούς ιδιοκτήτες, άλλες έναντι τιμήματος και άλλες μοιράζονταν δωρεάν για να εγκατασταθούν με τίτλους ιδιοκτησίας οι Ευρωπαίοι έποικοι. Οι Ινδιάνοι, όσοι είχαν απομείνει, κυνηγημένοι, διασκορπισμένοι και αποδεκατισμένοι, υποχρεώνονταν να εγκλωβιστούν σε καταυλισμούς, σε νησίδες, σε οριοθετημένες περιοχές (reservation), στις περισσότερες περιπτώσεις πολύ μακριά από τη γη των προγόνων τους.
Οι νομαδικές φυλές , όπως αυτή των Μοϊκανών (Mohicans) υποχρεώθηκαν να γίνουν αγροτικές χάνοντας την κουλτούρα τους και την αυτάρκειά τους. Φυλές που ζούσαν από το κυνήγι εγκαταστάθηκαν μακριά από τα δάση και φυλές που ζούσαν από το ψάρεμα εγκαταστάθηκαν μακριά από τις λίμνες, τα ποτάμια και τη θάλασσα. Οι διατροφικές τους πηγές απαλλοτριώθηκαν από τους εποίκους. Απαγορεύτηκε ακόμα και η επικοινωνία τους με άλλες φυλές. Και εξίσου βασικό, λαοί των οποίων οι πολιτισμοί βρίσκονταν σε αξεχώριστη σχέση με τη φύση, απομακρύνθηκαν από τους ιερούς τόπους τους, από τα βουνά, τα δάση, τα ποτάμια, τις πεδιάδες και τα ζώα που τους έτρεφαν υλικά και πνευματικά. Όσοι γλύτωσαν από τη φυσική εξόντωση, δολοφονημένοι από τα εξελιγμένα όπλα των εποίκων, αλλά και από τις ασθένειες των λευκών τις οποίες το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει, όπως η ευλογιά, η φυματίωση, η γρίπη και πανούκλα, υπέστησαν μια εξαναγκαστική και οργανωμένη πολιτική αφομοίωσης και εξαμερικανισμού.
Ο George Washington και ο Henry Knox ήταν οι πρώτοι που εφάρμοσαν συνειδητά την πολιτική της πολιτισμικής μετάλλαξης των Ινδιάνων. Έκτοτε, με αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Καναδά, εφάρμοσαν μαζικά προγράμματα αποϊνδιανοποίησης. Τα παιδιά των Ινδιάνων απομακρύνονταν δια της βίας από τις οικογένειές τους και εγκλείονταν σε σχολεία ειδικά για το ξερίζωμα κάθε στοιχείου της ινδιάνικης ταυτότητας και του πολιτισμού τους.
Στα ιδρύματα αυτά, από τα οποία πέρασαν δεκάδες χιλιάδες παιδιά, οι μαθητές και οι μαθήτριες υποχρεούνταν να αποβάλουν κάθε τι που είχε σχέση με τον πολιτισμό της φυλής τους. Απαγορευόταν πολύ αυστηρά η χρήση της ινδιάνικης γλώσσας, ακόμα και κατ’ ιδίαν και επιβαλλόταν η αγγλική γλώσσα, ή και η γαλλική στον Καναδά. Οι μαθητές κουρεύονταν και ντύνονταν κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και γίνονταν χριστιανοί με το ζόρι. Και βάφτιζαν υποχρεωτικά τα παιδιά με ευρωπαϊκά ονόματα! Ο Όρθιος Βούβαλος γινόταν Τζον και το Κόκκινο Σύννεφο γινόταν Τομ.
Μακριά από τις οικογένειές τους, όσα παιδιά επιβίωναν από τις ασθένειες που μεταδίδονταν εύκολα στους ασφυκτικούς τόπους συγκέντρωσης, αναγκάζονταν να μεταμορφωθούν δια της βίας σε κάτι εντελώς ξένο. Εάν σκεφτεί κανείς ότι στην περιοχή του σημερινού Καναδά υπήρχαν 13 κύριες ινδιάνικες γλωσσικές ομάδες και 65 διάλεκτοι, από τις οποίες μόνο τρεις έχουν πιθανότητες διάσωσης σήμερα, καταλαβαίνει το μέγεθος της πολιτισμικής γενοκτονίας.
Ο πιο γνωστός συλλέκτης κεφαλών Μαορί, ήταν ο βρετανός αξιωματικός Οράτιος Γκόρντον Ρόμπλεϊ. Ο Ρόμπλεϊ ήταν αποφασισμένος να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερες mokomokai κεφαλές, με αποτέλεσμα να κοσμούν τον τοίχο του 35 από αυτές Ήταν λάτρης των τατουάζ και ταλαντούχος εικονογράφος. Αργότερα, έγραψε βιβλίο μέσα στο οποίο περιέγραφε την τέχνη των Μαορί αλλά και των τατουάζ επάνω στα αποξηραμένα κεφάλια τους. Το 1908, ο Ρόμπλεϊ προσπάθησε να πουλήσει το βιβλίο του στην κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας χωρίς αποτέλεσμα. Όταν η προσφορά απορρίφθηκε, το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του, πωλήθηκε στο αμερικανικό μουσείο φυσικής ιστορίας της Νέας Υόρκης, έναντι 1250 δολαρίων.
Η δεκαετία του '60 στην Αμερική, με κορυφαία αφορμή τον άδικο πόλεμο του Βιετνάμ, σφραγίστηκε από το φυλετικό, το γυναικείο, το αντιπολεμικό και το φοιτητικό κίνημα. Εδώ θα σταθούμε στο φυλετικό κίνημα, το οποίο ήταν βαθιά ριζοσπαστικό, γιατί είχε να αντιμετωπίσει και να ξεριζώσει μια άτυπη ρατσιστική νοοτροπία και συμπεριφορά ως καθημερινό φαινόμενο της λευκής τρομοκρατίας. Τρεις προσωπικότητες αφροαμερικανών διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διεκδίκηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων στην Αμερική στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Και που διόλου τυχαία και οι τρεις δολοφονήθηκαν στην έκρυθμη δεκαετία του 1960:
Ο δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1929 – 1968), ηγέτης του Αφροαμερικανικού Κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων.Του έχει απονεμηθεί το Νόμπελ Ειρήνης, ενώ η ομιλία του, το 1963 με την φράση «Έχω ένα όνειρο», είναι μια από τις εμβληματικότερες όλων των εποχών. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, υπήρξε ιερέας και ακτιβιστής αλλά και ηγέτης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα από το 1954 ως και την δολοφονία του, το 1968. Γεννημένος στην Ατλάντα, ο ίδιος υπήρξε οπαδών της μη βίας επηρεασμένος από τον Γκάντι και της πολιτικής ανυπακοής. Ηγήθηκε του μποϊκοτάζ των λεωφορείων του Μοντγκόμερι, το 1955 μετά το επεισόδιο με την Ρόζα Παρκς, ενώ το 1957 έγινε ο πρώτος πρόεδρος της οργάνωσης SCLC. Ηγήθηκε της συγκεκριμένης οργάνωσης, στον αγώνα κατά του διαχωρισμού στο Άλμπανι της Τζόρτζια ενώ βοήθησε στην οργάνωση των ειρηνικών διαμαρτυριών του 1963 στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα. Το 1963, πραγματοποιήθηκε η μεγάλη πορεία στην Ουάσινγκτον, απ΄όπου εκφώνησε τον εμβληματικό του λόγο. Το Νόμπελ Ειρήνης του 1964 του απονεμήθηκε για τη μάχη του κατά της ρατσιστικής ανισότητας μέσω της μη βίαιας αντίστασης. Όσο τα χρόνια περνούσαν, το αμιγώς φυλετικό του αγώνα του άρχιζε σιγά – σιγά να αποκτά και ταξικά χαρακτηριστικά, τραβώντας όλο και περισσότερο την προσοχή των μυστικών υπηρεσιών. Ο επικεφαλής του FBI εκείνη την εποχή, Έντγκαν Χούβερ, τον θεωρούσε ριζοσπάστη και τον ενέταξε στη λίστα των υπο παρακολούθησε από το 1963 και έπειτα. Πράκτορες του FBI τον ερευνούσαν για συνδέσεις με κομμουνιστές. Αυτό που κατάφεραν να διαπιστώσουν είναι ότι διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις. Η πληροφορία έφτασε στα χέρια κυβερνητικών αξιωματούχων της εποχής, οι οποίοι και προσπάθησαν να την αξιοποιήσουν. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, δέχτηκε μια ανώνυμη επιστολή που τον απειλούσε πως τα συγκεκριμένα στοιχεία θα βγουν στη φόρα, κίνηση που θεωρήθηκε πως στόχευε στο να πείσει τον Κινγκ, να αυτοκτονήσει. Ότι δεν κατάφερε η επιστολή, το έκανε ο Τζέιμς Ερλ Ρέι. Πρόκειται για τον άνθρωπο που σκότωσε το 1968, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, την εποχή που ο τελευταίος σχεδίαζε μια μεγάλη διαδήλωση στην Ουάσινγκτον που θα ονόμαζε «Η πορεία των φτωχών». Δολοφονήθηκε στις 4 Απριλίου, στο Μέμφις του Τένεσι, ενώ η είδηση του θανάτου του πυροδότησε επεισόδια σε μια σειρά πόλεις. Για πολλά χρόνια η δολοφονία του αποδίδονταν στις μυστικές υπηρεσίες της ίδιας του της χώρας. Ο δολοφόνος του, καταδικάστηκε σε 99 χρόνια φυλάκισης και πέθανε το 1998, από ηπατίτιδα στην φυλακή. Από το 1986, η ημέρα της δολοφονίας του, είναι και επισήμως αργία.
Ο Μάλκομ Χ (1925 – 1965), που πιο έντονα από οποιονδήποτε άλλον εξέφρασε την οργή, τον αγώνα και τις προσδοκίες των Αφροαμερικανών. Πρόκειται πιθανότατα για την πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων. Μεγάλωσε σε μαύρο γκέτο, σε ανάδοχες οικογένειες καθώς o πατέρας του σφαγιάστηκε από ρατσιστική οργάνωση, ενώ η μητέρα του ήταν τρόφιμη ψυχιατρείου. Πολύ νωρίς βρέθηκε στη φυλακή για διάρρηξη. Εντάχθηκε στο «Έθνος του Ισλάμ», που δεν ήταν ακριβώς… αντιρατσιστική οργάνωση. Αντίθετα κήρυττε την υπεροχή των μαύρων έναντι των λευκών, ενώ αποσκοπούσε στην απόσπαση πολιτειών από τις ΗΠΑ και την μετατροπή τους σε φυλετικά καθαρό κράτος των Αφροαμερικανών. Ο Μάλκολμ Λίτλ, άλλαξε και το όνομά του, όπως όλα τα μέλη του κινήματος, εγκατέλειπαν «τα επώνυμα που τους έδωσαν οι λευκοί αφεντάδες» βαφτιζόμενοι με μουσουλμανικά ονόματα, συνοδεύοντάς το με το γράμμα Χ. Ο Μάλκολμ Χ αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή του «Έθνους του Ισλάμ», εκφράζοντας το πιο αριστερό τμήμα της οργάνωσης, ενώ στρατολόγησε σε αυτήν και την πιο διάσημη προσωπικότητά της, τον πυγμάχο Κάσιους Κλέι, που άλλαξε το όνομά του, σε Μοχάμεντ Άλι. Αποχώρησε από την οργάνωση το 1964, λέγοντας πως «υπήρξα ένα ζόμπι» και αποκηρύσσοντας τον ρατσισμό που εκείνη κήρυττε. Δραστηριοποιήθηκε πλέον στις μαζικές κινητοποιήσεις, χωρίς όμως να απορρίπτει και τρομοκρατικές μεθόδους. Ο «μαύρος Σπάρτακος», όπως πολύ εύστοχα τον είχε αποκαλέσει η Le Monde, εκτελέστηκε μπροστά στους οπαδούς του, από τρια ένοπλα μέλη του «Έθνους του Ισλάμ».
Ο Μέντγκαρ Εβερς (1925 – 1963), ο αρχηγός του παραρτήματος του NAACP (Εθνική Ενωση για την Εξέλιξη των Εγχρωμων) του Μισισιπή. Στη δεκαετία του 1950 αναδεικνύονται οι κορυφαίες ηγετικές μορφές του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1929-1968), του Μάλκολμ Χ (1925-1965) και των ένοπλων «Μαύρων Πανθήρων» με επικεφαλής τον Χιου Νιούτον (1942-1989) και τον Μπόμπι Σιλ (γενν. 1936). Από τους τέσσερις προβεβλημένους, οι τρεις πρώτοι είναι νεκροί και καθόλου τυχαία, αφού έφεραν την ανατροπή στην αμερικανική κοινωνία σε μία εποχή που κάθε μορφή αντίστασης -στο τέλος- το σύστημα τη βαπτίζει "κομμουνιστική".
Τον Αύγουστο του 1955, ο Αφροαμερικανός έφηβος Εμετ Τιλ στον Μισισιπή τολμάει να σφυρίξει σε μια λευκή γυναίκα. Τρεις μέρες αργότερα, δύο λευκοί άνδρες τον ξυλοκοπούν άγρια και τον δολοφονούν. Η μητέρα του δολοφονηθέντος ζητά το φέρετρο να μείνει ανοιχτό για να διαπιστώσουν όσοι θα προσέρχονταν στην κηδεία ότι ο γιος της είχε λιντσαριστεί. Οι δύο δολοφόνοι, έπειτα από δύο δίκες αθωώνονται, χρόνια μετά, όταν αισθάνθηκαν ασφαλείς, ομολόγησαν ότι πράγματι είχαν κακοποιήσει, προτού στείλουν στον τάφο, τον άτυχο έφηβο.
Τον ίδιο χρόνο, τον μήνα Δεκέμβριο, έχουμε την προβεβλημένη ιστορία της 43χρονης μαύρης ακτιβίστριας Ρόζα Παρκς, η οποία αρνείται να αδειάσει τη θέση της σ' ένα λεωφορείο για έναν λευκό. Το Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα θα συνδεθεί με την απαρχή των νέων αγώνων του φυλετικού κινήματος, μέσα από τα σπλάχνα του οποίου θα αναδυθεί ο πάστορας Μάρτιν Λούθερ Κινκ. Ο 26χρονος άνδρας με τη ρητορική του θα εμπνεύσει τα πλήθη, αφού θα έχει εκστομίσει την ιστορική ατάκα: «Αν εμείς κάνουμε λάθος, τότε είναι λανθασμένο και το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών».
Την πενταετία (1957-1962) καταργείται ο φυλετικός διαχωρισμός στα σχολεία του Νότου. Τουλάχιστον στα χαρτιά... Στην αρχή συνάντησε την άρνηση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, η οποία δεν ήθελε με τίποτα να «μολυνθεί» η παράδοση του Λευκού Νότου από τον «ιό» του μαύρου Νότου. Αντιδρά η νομική ομάδα της οργάνωσης National Association for the Advancement of Colored People (γνωστή με τα αρχικά NAACP), η οποία με αγωγή της ζητά ν' ανοίξουν οι πόρτες των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στους Αφροαμερικανούς.
Ομως, ο Μισισιπής θα εκραγεί όταν ο κυβερνήτης Ρος Μπάρνετ θα απαγορεύσει στον Τζέιμς Μέρεντιθ να εγγραφεί στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Οι υπέρμαχοι των ξεχωριστών σχολείων συγκεντρώνονται στην Πανεπιστημιούπολη με όπλα και αυτοσχέδια εκρηκτικά. Ο πρόεδρος Τζον Κένεντι «αφυπνίζεται» και προσπαθεί να σώσει την κατάσταση. Η αποστολή αντιπροσώπων των ομοσπονδιακών δικαστηρίων θα σημάνει ταραχές και δύο νεκρούς. Δεν θ' αργήσει να μιλήσει ο στρατός με τα όπλα για να επαναφέρει την τάξη.
Στην είσοδο της δεκαετίας του '60 το φυλετικό κίνημα αλλάζει τρόπους διεκδίκησης εμπνεόμενο από την προσωπικότητα του Μαχάτμα Γκάντι.
Μια ειρηνική συγκέντρωση στον χώρο του Πανεπιστημίου του Νάσβιλ, η οποία ανοίγεται στους χώρους εστίασης της πόλης προσελκύει πυρήνες λευκών, οι οποίοι με τη βοήθεια της αστυνομίας επιτελούν το «θεάρεστο» έργο τους: συλλαμβάνουν τους ακτιβιστές. Αυτοί από την πλευρά τους δεν επιτίθενται, αλλά προσπαθούν να αυτοπροστατευτούν στηριζόμενος ο ένας πάνω στον άλλο. Ομως, οι καταλήψεις εξαπλώνονται σ' όλη την Αμερική: περίπου εξήντα εννέα πόλεις γίνονται το κέντρο πασιφιστικών εκδηλώσεων.
Ώσπου και πάλι από τα παρασκήνια του παρακράτους εμφανίζεται η κουκούλα. Η βομβιστική επίθεση στο σπίτι του δικηγόρου Alexander Looby, ο οποίος συνεργαζόταν με τους ακτιβιστές, θα βγάλει στους δρόμους χιλιάδες διαδηλωτές με αντίπαλο το δήμαρχο Μπεν Μπεστ. Ο ανώτατος άρχοντας του Νάσβιλ θα αποσύρει το διαχωρισμό μαύρων - λευκών στους χώρους εστίασης και οι επιχειρήσεις θα υιοθετήσουν τη δράση της ενοποίησης. Το νήμα για την προεδρία ο Τζον Κένεντι θα το κόψει όταν θα κερδίσει, με την υποστήριξη του μαύρου πληθυσμού, τις εκλογές για την προεδρία.
Τον Μάιο του 1961, το Συμβούλιο για τη Φυλετική Ισότητα (Congress of Racial Equality) στέλνει ομάδες μαύρων και λευκών -μη συγκρουσιακών- εθελοντών ως επιβατών της ελευθερίας (freedom riders) στα λεωφορεία της Ντίξι. Ομως, οι παρακρατικοί δρουν πάλι, τοποθετώντας βόμβα σ' ένα λεωφορείο στο Ανιστον της Αλαμπάμα. Μαζί τους, μέλη της ρατσιστικής Κου Κλουξ Κλαν επιτίθενται σε επιβάτες που αποβιβάζονται στο Μπέρμιγχαμ.
Δημιουργείται μια «αυθόρμητη» πορεία η οποία «κόβεται» από τους αστυνομικούς στην Τζάκσον. Οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις «αυτονόητες», στις οποίες οι ακτιβιστές απαντούν με τραγούδια για την ελευθερία στις φυλακές Parchman. Οι freedom riders κερδίζουν τη μάχη και ο Ρόμπερτ Κένεντι -μέσω της Διαπολιτειακής Επιτροπής Εμπορίου- απαγορεύει τον διαχωρισμό λόγω χρώματος στη διάρκεια ταξιδιού ή κατά τη μετακίνηση των πολιτών.
Το καλοκαίρι του 1964, ο Μισισιπής φλέγεται, αφού ακόμη η ψήφος στους μαύρους ήταν απαγορευμένη. Στην Τζάκσον, πρωτεύουσα της πολιτείας, ο Μέντγκαρ Εβερς οργανώνει μποϊκοτάζ εναντίον των καταστημάτων. Ενώ στο τηλεοπτικό μήνυμά του ο Τζον Κένεντι, αργά το βράδυ της 11ης Ιουνίου 1963, ζητούσε οι Αμερικανοί να στηρίξουν το νομοσχέδιο για τα πολιτικά δικαιώματα, δολοφονείται ο Εβερς, καθώς προσπαθεί να σταθμεύσει το αυτοκίνητό του.
Ιμπεριαλισμός και αποικιοκρατία
Ορισμένα από τα ευρωπαϊκά κράτη που πέτυχαν υψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης άρχισαν να αναζητούν, από ένα σημείο κι έπειτα, περιοχές και εκτός Ευρώπης για να τις εκμεταλλευτούν. Το φαινόμενο, σύμφυτο με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη συγκεκριμένη ιστορική φάση, ονομάστηκε ιμπεριαλισμός (από τη λατινική λέξη imperium: ισχύς, εξουσία), εκφράστηκε με την προσπάθεια απόκτησης αποικιών, την αποικιοκρατία, και εκδηλώθηκε με ένταση την περίοδο 1870-1914.
ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Αναντίρρητα τα υλικά συμφέροντα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο. Οι βιομηχανικές επαναστάσεις του 19ου αι. ενέτειναν τις ανάγκες της Ευρώπης σε πολύτιμα μέταλλα και σε πρώτες ύλες […]. Το ίδιο ισχύει για τα κεφάλαια των οποίων τα έσοδα είναι υψηλότερα στα υπερπόντια εδάφη απ’ ό,τι στη γηραιά ήπειρο […]. Σε μια εποχή που το εθνικό συμφέρον μετριέται με την ισχύ και το κύρος, η θέληση των κυβερνήσεων να οικοδομήσουν απέραντες αποικιακές αυτοκρατορίες είναι ένας τρόπος να αυξήσουν τις ζωτικές δυνάμεις του έθνους, παρέχοντάς του στρατιώτες, βάσεις για το στόλο και πρώτες ύλες για τη βιομηχανία του. S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 175-176.
Η κοινωνική βάση της αποικιοκρατίας
Σε όλες τις αποικιοκρατικές χώρες, οι πολιτικοί άνδρες και οι ομάδες πίεσης ιμπεριαλιστικού προσανατολισμού βρήκαν στήριξη σε ισχυρά ρεύματα της κοινής γνώμης, που απέρρεαν από το μεγάλο εθνικιστικό κύμα του τέλους του 19ου αιώνα. Πράγματι, για πολλούς Ευρωπαίους η αποικιοκρατία επιβεβαιώνει τη δύναμη και το πνεύμα του λαού τους και δίνει διέξοδο στην επιθυμία τους για ισχύ. S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 176.
Οι χριστιανοί ιεραπόστολοι […] έπαιξαν [...] κεφαλαιώδη ρόλο. Yποστηριζόμενα από ισχυρά ρεύματα της κοινής γνώμης, τα εγχειρήματά τους έχουν στην αρχή καθαρά θρησκευτικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ζητούν να κηρύξουν το ευαγγέλιο στους ιθαγενείς πληθυσμούς καθώς και να τους προστατεύσουν από την εκμετάλλευση [...]. Όμως, η εγκατάσταση των ιεραποστολών συνοδεύεται γρήγορα από εκείνη του ευρωπαϊκού πολιτισμού και η ανάγκη προστασίας τους οδηγεί συχνά τα αποικιακά κράτη να επέμβουν στρατιωτικά σε ορισμένες περιοχές και να εγκαταστήσουν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο από τη μητρόπολη. S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 177-178.
Τα κύρια αίτια του φαινομένου εντοπίζονται στην ανάγκη των εκβιομηχανισμένων κρατών της Ευρώπης να βρουν νέες αγορές για τα βιομηχανικά προϊόντα τους, νέες πηγές πρώτων υλών (μεταλλεύματα, μαλλί, βαμβάκι) και καυσίμων (πετρέλαιο), νέες περιοχές επένδυσης των κεφαλαίων τους. Ακόμη, η απόκτηση αποικιών, εμπορικών σταθμών και βάσεων εξασφάλιζε στα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη τον έλεγχο των θαλασσών και τον απρόσκοπτο εφοδιασμό των πολεμικών τους πλοίων, ενώ, επιπλέον, αποτελούσε και παράγοντα ενίσχυσης του εθνικού γοήτρου.
Η κοινωνική βάση της αποικιοκρατίας περιλάμβανε τόσο την αστική τάξη όσο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η αποικιακή πολιτική υπαγορευόταν, σε μεγάλο βαθμό, από τους αστούς, που ωφελούνταν περισσότερο από αυτήν. Yποστηριζόταν, όμως, και από άλλες κοινωνικές ομάδες, καθώς πολλοί έβλεπαν την οικονομική και κοινωνική τους θέση να ενισχύεται ως αποτέλεσμα της αποικιακής επέκτασης. Παράλληλα, η κατάκτηση αποικιών επιβεβαίωνε την «ανωτερότητα» των κατακτητών ενισχύοντας την εθνική τους αυταρέσκεια. Πρωτοπόροι της αποικιοκρατίας υπήρξαν οι εξερευνητές, οι χριστιανοί ιεραπόστολοι και οι έμποροι. Οι εξερευνητές, αναζητώντας νέες γνώσεις, ανακάλυπταν, συχνά, νέες περιοχές τις οποίες καταλάμβαναν στο όνομα της χώρας τους, επεκτείνοντας έτσι την κυριαρχία της. Οι ιεραπόστολοι, διαδίδοντας τον χριστιανισμό, προετοίμαζαν το έδαφος για μια μονιμότερη ευρωπαϊκή παρουσία. Επιπλέον, οι έμποροι, αναζητώντας νέες αγορές, λειτουργούσαν ως η εμπροσθοφυλακή των αποικιοκρατών.
Οι μέθοδοι αποικιοκρατικής πολιτικής ήταν δύο: η κατάκτηση εδαφών και η καθυπόταξη των κατοίκων τους, πρακτική που εφαρμόστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά και η οικονομική διείσδυση σε ανεξάρτητα κράτη και η μετατροπή τους σε ημιαποικίες, τακτική που εφαρμόστηκε όπου ήταν αδύνατη, για λόγους διεθνών ισορροπιών, η κατάκτηση (π.χ. η γερμανική διείσδυση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα). Η αποικιακή εξάπλωση Τα ευρωπαϊκά κράτη κατέλαβαν εδάφη στην Ασία και στην Αφρική. Η τελευταία μετατράπηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, σε μια μεγάλη αποικία.
Η Μ. Βρετανία ήταν, αναμφισβήτητα, η ισχυρότερη αποικιακή δύναμη, μια τεράστια αποικιακή αυτοκρατορία. Κατείχε αποικίες με πληθυσμούς κυρίως λευκών (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), αποικίες με πληθυσμούς κυρίως ντόπιων (Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Νότια Αφρική κ.ά.), ενώ έλεγχε και διάφορα στρατηγικά σημεία (Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κύπρος κ.ά.). Η στάση των Άγγλων Το εξώφυλλο Η Γαλλία διέθετε αποικίες στην Αφρική (Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Σενεγάλη, Μαυριτανία κ.ά.) και στην Άπω Ανατολή (Ινδοκίνα: Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη). Άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως το Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γερμανία, διέθεταν μικρό αριθμό αποικιών. Την ίδια εποχή, η Ρωσία, καταλαμβάνοντας και εποικίζοντας ολόκληρη τη βόρεια Ασία, επέκτεινε την κυριαρχία της μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού. Επίσης, αυτή την περίοδο, η Αγγλία και η Γαλλία άρχισαν να διεισδύουν στην Κίνα. Έτσι, στα 1900, το 90% των εδαφών της Αφρικής και μεγάλο μέρος των εδαφών της Ασίας βρίσκονταν υπό αποικιακό έλεγχο.
Η αποικιακή εξάπλωση επηρέασε καταλυτικά τόσο τις περιοχές που εντάχθηκαν στο αποικιακό σύστημα όσο και την Ευρώπη. Οι αποικίες σφραγίστηκαν από την αποικιοκρατία. Ο πλούτος τους λεηλατήθηκε. Οι λαοί τους αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν κατώτεροι και μετατράπηκαν, σχεδόν, σε δούλους. Οι πολιτισμοί τους υποτιμήθηκαν. Παράλληλα, οι αποικιοκράτες έφεραν στις αποικίες όλα τα στοιχεία των πολιτισμών τους: γλώσσες, τεχνολογικά επιτεύγματα (σιδηρόδρομος, ατμόπλοιο), θρησκείες, θεσμούς, ιδεολογίες (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός), τρόπο ζωής. Απέναντι σ’ αυτή την επέλαση, οι λαοί των αποικιών εκδήλωσαν όλες τις αντιδράσεις, από την απόλυτη υποταγή έως την επανάσταση.
Τα αποικιοκρατικά κράτη και οι λαοί τους είδαν τη θέση τους να ενισχύεται με την κατάκτηση αποικιών. Οι Ευρωπαίοι απομύζησαν τις αποικίες και πολλοί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες καρπώθηκαν μέρος αυτού του πλούτου. Παράλληλα, η Ευρώπη έγινε το κέντρο του κόσμου. Οι κατακτήσεις αποικιών θεωρήθηκαν, από τους Ευρωπαίους, επαρκείς αποδείξεις της πνευματικής τους ανωτερότητας, της οικονομικής και τεχνολογικής τους παντοδυναμίας. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε ανώτερος. Οι Ευρωπαίοι έφτασαν στην πολιτισμική αλαζονεία. Τέλος, σημειώθηκε όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους ίδιους τους αποικιοκράτες: η Γερμανία, έχοντας σημειώσει εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη, θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί και αμφισβητούσε την αποικιακή διανομή στρεφόμενη εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Στις ΗΠΑ, η συνύπαρξη πλούσιων φυσικών πόρων, άφθονων εργατικών χεριών, σχετικά υψηλού μορφωτικού επιπέδου, σταθερότητας και ριψοκίνδυνης επιχειρηματικής νοοτροπίας έφερε ραγδαία ανάπτυξη, ιδίως στις βόρειες πολιτείες. Έκφραση της οικονομικής ανάπτυξης υπήρξε και η επέκταση στα δυτικά. Άλλοτε με εξαγορά εδαφών κι άλλοτε με προσάρτησή τους ύστερα από συγκρούσεις με τους ντόπιους, οι ΗΠΑ κατάφεραν, στα μέσα του 19ου αιώνα, να εκτείνονται από τον Ατλαντικό έως τον Ειρηνικό ωκεανό. Οι τεράστιες αυτές εκτάσεις ήταν σχεδόν έρημες, προσφέρονταν, ωστόσο, για εκμετάλλευση. Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ βόρειων και νότιων πολιτειών οξύνθηκαν. Στο νότο, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες διατηρούσαν φυτείες στις οποίες εργάζονταν μαύροι δούλοι. Στο βορρά, οι αστοί θεωρούσαν ότι η δουλεία εμπόδιζε τη βιομηχανική ανάπτυξη (οι δούλοι δεν είχαν, στην πραγματικότητα, εισόδημα και έτσι δεν μπορούσαν να αγοράζουν βιομηχανικά προϊόντα), ήταν ηθικά απαράδεκτη και έπρεπε να καταργηθεί. Μετά την εκλογή του δεδηλωμένου πολέμιου της δουλείας Αβραάμ Λίνκολν ως προέδρου των ΗΠΑ (1860), οι νότιες πολιτείες αποσχίστηκαν και συγκρότησαν νέο κράτος. Η κρίση οδηγήθηκε σε σκληρό εμφύλιο πόλεμο (πόλεμος Βορείων-Νοτίων) που έληξε με νίκη των Βορείων (1865), αφήνοντας πίσω του πάνω από 600.000 νεκρούς. Η ενότητα των ΗΠΑ αποκαταστάθηκε και θεσμοθετήθηκε η κατάργηση της δουλείας, αν και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να γίνουν ουσιαστικά βήματα για την εφαρμογή αυτής της απόφασης. Μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο άρχισε και η συστηματική διείσδυση των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική με τη μορφή, αρχικά, επένδυσης κεφαλαίων. Παράλληλα, οι ΗΠΑ φρόντιζαν να ελέγχουν και τα πολιτικά καθεστώτα της περιοχής διασφαλίζοντας τις επενδύσεις τους. Έτσι, στις παραμονές του Α’ Παγκόσμιου πολέμου (1914) οι ΗΠΑ είχαν τον οικονομικό έλεγχο ολόκληρης της αμερικανικής ηπείρου. Στα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι ΗΠΑ σημείωσαν τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στον κόσμο. Κορμός της αμερικανικής οικονομίας υπήρξε η βιομηχανία, που επεκτάθηκε αυτή την εποχή και στον αγροτικό, έως τότε, νότο. Η άφιξη νέων μεταναστών και η ανάπτυξη του σιδηροδρόμου υπήρξαν, επίσης, γεγονότα καταλυτικά. Παράλληλα, την ίδια εποχή άρχισε και ο εποικισμός της αμερικανικής ενδοχώρας, η γνωστή «κατάκτηση της Δύσης», που συνοδεύτηκε από τον αφανισμό των ντόπιων Ινδιάνων. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι ΗΠΑ ανταγωνίζονταν τις οικονομικά αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισαν να συντελούνται στην Ιαπωνία σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Το παλαιό φεουδαλικού τύπου καθεστώς που στηριζόταν στους ισχυρούς ευγενείς κυβερνήτες γαιοκτήμονες ανατράπηκε, δόθηκε έμφαση στη βιομηχανία και υιοθετήθηκαν δυτικοί θεσμοί (σύνταγμα, κοινοβουλευτισμός, εκπαίδευση). Η Ιαπωνία άρχισε να ενσωματώνεται, βαθμιαία, στον δυτικό κόσμο. Ταυτόχρονα, η εκβιομηχάνιση γέννησε και τον ιμπεριαλισμό. Εκτός από τον πόλεμο εναντίον της Κίνας (1895), που προαναφέρθηκε, η Ιαπωνία εκτόπισε τη Ρωσία από τη Μαντζουρία (βόρεια Κίνα) και κατέλαβε την Κορέα.
Η Κίνα ήταν μια αχανής χώρα με πλούσιο πολιτισμό που δεν είχε καταφέρει, ωστόσο, να εξελιχθεί. Κατά τον 19ο αιώνα δέχτηκε τις επιθέσεις ισχυρών αποικιακών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ιαπωνία), δίχως να μπορέσει να αντιδράσει. Μια σειρά από στρατιωτικές ήττες (1839-1842: πόλεμος του οπίου) την υποχρέωσαν να ανοίξει τις αγορές της στους δυτικούς εμπόρους. Παράλληλα, οι Κινέζοι έχασαν, από τους Γάλλους, τον έλεγχο της Ινδοκίνας (1885) και, από τους Ιάπωνες, τον έλεγχο της Ταϊβάν (1895). Βαθμιαία, η Ρωσία, η Γερμανία, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία χώρισαν την Κίνα σε ζώνες επιρροής. Μορφές αντίδρασης σ’ αυτή την κατάσταση υπήρξαν το κίνημα των Τάιπινγκ (αγροτικό, εξισωτικό και αντιδυναστικό κίνημα που συγκλόνισε τη ΝΑ Κίνα κατά τη δεκαετία του 1850) και η επανάσταση του 1911, με την οποία καταργήθηκε η μοναρχία και καθιερώθηκε η προεδρική δημοκρατία. Η κατάσταση, ωστόσο, δεν άλλαξε ουσιαστικά. Η Κίνα, δείχνοντας μεγάλη δυσκολία στην αποδοχή και αφομοίωση του εκσυγχρονισμού, παρέμεινε εύκολο θήραμα των αποικιοκρατών.
Στην αρχή του 20ού αιώνα πολύ λίγες χώρες είχαν μπορέσει να δημιουργήσουν οικονομίες βασισμένες στη βιομηχανία και να επιλύσουν, σε κάποιο βαθμό, το πλήθος των προβλημάτων που καλείται να λύσει ηοικονομική ανάπτυξη. Οι χώρες αυτές ήταν οι χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και οι ΗΠΑ. Το σύνολο των υπόλοιπων χωρών διατηρούσε μια οικονομία στην οποία δέσποζε ο αγροτικός τομέας, οι παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής και ο περιορισμένος εκχρηματισμός. Πολλές χώρες ήταν απλώς αποικίες των ισχυρών δυνάμεων της εποχής, οι οποίες εκμεταλλεύονταν τους φυσικούς πόρους και το φτηνό εργατικό δυναμικό των αποικιών τους. Η κοινωνική βάση της αποικιοκρατίας περιλάμβανε τόσο την αστική τάξη όσο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η αποικιακή πολιτική υπαγορευόταν, σε μεγάλο βαθμό, από τους αστούς, που ωφελούνταν περισσότερο από αυτήν. Yποστηριζόταν, όμως, και από άλλες κοινωνικές ομάδες, καθώς πολλοί έβλεπαν την οικονομική και κοινωνική τους θέση να ενισχύεται ως αποτέλεσμα της αποικιακής επέκτασης. Παράλληλα, η κατάκτηση αποικιών επιβεβαίωνε την «ανωτερότητα» των κατακτητών ενισχύοντας την εθνική τους αυταρέσκεια. 3. Οι ιεραπόστολοι προπομποί της αποικιοκρατίας Οι χριστιανοί ιεραπόστολοι […] έπαιξαν [...] κεφαλαιώδη ρόλο. Yποστηριζόμενα από ισχυρά ρεύματα της κοινής γνώμης, τα εγχειρήματά τους έχουν στην αρχή καθαρά θρησκευτικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ζητούν να κηρύξουν το ευαγγέλιο στους ιθαγενείς πληθυσμούς καθώς και να τους προστατεύσουν από την εκμετάλλευση [...]. Όμως, η εγκατάσταση των ιεραποστολών συνοδεύεται γρήγορα από εκείνη του ευρωπαϊκού πολιτισμού και η ανάγκη προστασίας τους οδηγεί συχνά τα αποικιακά κράτη να επέμβουν στρατιωτικά σε ορισμένες περιοχές και να εγκαταστήσουν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο από τη μητρόπολη. S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 177-178. Πρωτοπόροι της αποικιοκρατίας υπήρξαν οι εξερευνητές, οι χριστιανοί ιεραπόστολοι και οι έμποροι. Οι εξερευνητές, αναζητώντας νέες γνώσεις, ανακάλυπταν, συχνά, νέες περιοχές τις οποίες καταλάμβαναν στο όνομα της χώρας τους, επεκτείνοντας έτσι την κυριαρχία της. Οι ιεραπόστολοι, διαδίδοντας τον χριστιανισμό, προετοίμαζαν το έδαφος για μια μονιμότερη ευρωπαϊκή παρουσία. Επιπλέον, οι έμποροι, αναζητώντας νέες αγορές, λειτουργούσαν ως η εμπροσθοφυλακή των αποικιοκρατών. 1. Οι αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών στην Αφρική στις αρχές του 20ού αιώνα. 1. Οι αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών στην Αφρική στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι μέθοδοι αποικιοκρατικής πολιτικής ήταν δύο: η κατάκτηση εδαφών και η καθυπόταξη των κατοίκων τους, πρακτική που εφαρμόστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά και η οικονομική διείσδυση σε ανεξάρτητα κράτη και η μετατροπή τους σε ημιαποικίες, τακτική που εφαρμόστηκε όπου ήταν αδύνατη, για λόγους διεθνών ισορροπιών, η κατάκτηση (π.χ. η γερμανική διείσδυση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα). Η αποικιακή εξάπλωση Τα ευρωπαϊκά κράτη κατέλαβαν εδάφη στην Ασία και στην Αφρική. Η τελευταία μετατράπηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, σε μια μεγάλη αποικία. Η Μ. Βρετανία ήταν, αναμφισβήτητα, η ισχυρότερη αποικιακή δύναμη, μια τεράστια αποικιακή αυτοκρατορία. Κατείχε αποικίες με πληθυσμούς κυρίως λευκών (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), αποικίες με πληθυσμούς κυρίως ντόπιων (Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Νότια Αφρική κ.ά.), ενώ έλεγχε και διάφορα στρατηγικά σημεία (Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κύπρος κ.ά.). Η Γαλλία διέθετε αποικίες στην Αφρική (Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Σενεγάλη, Μαυριτανία κ.ά.) και στην Άπω Ανατολή (Ινδοκίνα: Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη). Άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως το Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γερμανία, διέθεταν μικρό αριθμό αποικιών. Την ίδια εποχή, η Ρωσία, καταλαμβάνοντας και εποικίζοντας ολόκληρη τη βόρεια Ασία, επέκτεινε την κυριαρχία της μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού. Επίσης, αυτή την περίοδο, η Αγγλία και η Γαλλία άρχισαν να διεισδύουν στην Κίνα. Έτσι, στα 1900, το 90% των εδαφών της Αφρικής και μεγάλο μέρος των εδαφών της Ασίας βρίσκονταν υπό αποικιακό έλεγχο. Τα αποτελέσματα της αποικιοκρατίας Η αποικιακή εξάπλωση επηρέασε καταλυτικά τόσο τις περιοχές που εντάχθηκαν στο αποικιακό σύστημα όσο και την Ευρώπη. Οι αποικίες σφραγίστηκαν από την αποικιοκρατία. Ο πλούτος τους λεηλατήθηκε. Οι λαοί τους αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν κατώτεροι και μετατράπηκαν, σχεδόν, σε δούλους. Οι πολιτισμοί τους υποτιμήθηκαν. Παράλληλα, οι αποικιοκράτες έφεραν στις αποικίες όλα τα στοιχεία των πολιτισμών τους: γλώσσες, τεχνολογικά επιτεύγματα (σιδηρόδρομος, ατμόπλοιο), θρησκείες, θεσμούς, ιδεολογίες (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός), τρόπο ζωής. Απέναντι σ’ αυτή την επέλαση, οι λαοί των αποικιών εκδήλωσαν όλες τις αντιδράσεις, από την απόλυτη υποταγή έως την επανάσταση. Τα αποικιοκρατικά κράτη και οι λαοί τους είδαν τη θέση τους να ενισχύεται με την κατάκτηση αποικιών. Οι Ευρωπαίοι απομύζησαν τις αποικίες και πολλοί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες καρπώθηκαν μέρος αυτού του πλούτου. Παράλληλα, η Ευρώπη έγινε το κέντρο του κόσμου. Οι κατακτήσεις αποικιών θεωρήθηκαν, από τους Ευρωπαίους, επαρκείς αποδείξεις της πνευματικής τους ανωτερότητας, της οικονομικής και τεχνολογικής τους παντοδυναμίας. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε ανώτερος. Οι Ευρωπαίοι έφτασαν στην πολιτισμική αλαζονεία. Τέλος, σημειώθηκε όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους ίδιους τους αποικιοκράτες: η Γερμανία, έχοντας σημειώσει εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη, θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί και αμφισβητούσε την αποικιακή διανομή στρεφόμενη εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Θα δούμε πως, μετά από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, η κατάσταση αυτή θα αλλάξει, καθώς οι παλαιές αποικίες θα διεκδικήσουν την πολιτική ανεξαρτησία τους και θα προσπαθήσουν να αναπτυχθούν οικονομικά. Η οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών δε στόχευε μόνο στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού τους, στην αντιμετώπιση των ασθενειών, της πείνας και της απόλυτης φτώχειας, αλλά και στην εξασφάλιση της σχετικής οικονομικής ανεξαρτησίας τους από τις ισχυρές οικονομίες. Θα δούμε την προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την κατάσταση της υπανάπτυξης, δηλαδή του εγκλωβισμού τους σε μια κατάσταση χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και αυξημένης οικονομικής εξάρτησης από τις βιομηχανικές χώρες, και ενίσχυσης των παραγωγικών τους δυνατοτήτων.
Ορισμένες χώρες θα προσπαθήσουν να πετύχουν τον στόχο αυτόν με την ενίσχυση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων που ήδη είχαν με τις ισχυρές βιομηχανικές χώρες. Άλλες προσπάθησαν να μετατρέπουν την οικονομία τους σε βιομηχανική, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Έτσι διαμορφώθηκαν διαφορετικές στρατηγικές ανάπτυξης για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.
Πολλοί οικονομολόγοι, ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1960 και 1970, υποστήριξαν την άποψη ότι οι φτωχές χώρες είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουν από μια μόνιμη κατάσταση σχετικής υπανάπτυξης. Αυτή την άποψη τη θεμελίωσαν υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξη (των ήδη ανεπτυγμένων χωρών) προκαλεί την υπανάπτυξη (των λοιπών χωρών). Με άλλα λόγια, ότι η ανάπτυξη και η υπανάπτυξη είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος και ότι οι παράγοντες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης των ήδη αναπτυγμένων χωρών δημιουργούν τις προϋποθέσεις υπανάπτυξης των λιγότερο ανεπτυγμένων. Επειδή η ανάπτυξη δεν είναι μια ενιαία και συμμετρική διαδικασία, δεν εξελίσσεται, δηλαδή, με ομοιόμορφο τρόπο ούτε γεωγραφικά ούτε χρονικά, συχνά δημιουργεί φαινόμενα καθυστέρησης και οπισθοδρόμησης. Για παράδειγμα, η συγκέντρωση του πληθυσμού και η βιομηχανική ανάπτυξη της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων αστικών κέντρων στην Ελλάδα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, συνδυάστηκε με την ερήμωση χωριών ή μικρών πόλεων που άκμαζαν σε προηγούμενες εποχές. Τα τελευταία χρόνια δίνεται έμφαση στην περιφερειακή ανάπτυξη, που αφορά τη βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής κατάστασης των περιφερειών μιας χώρας με στόχο την αναβάθμιση του τοπικού επιπέδου και τη μείωση των διαπεριφερειακών ανισοτήτων με την εφαρμογή ενός περιφερειακού - τοπικού προγράμματος ανάπτυξης. Το ζήτημα της περιφερειακής ανάπτυξης βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής του σύγχρονου αναπτυσσόμενου κόσμου, ακριβώς επειδή συνδέεται με την επίλυση σημαντικών κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων, όπως: η πληθυσμιακή αστική συγκέντρωση, η αποσυμφόρηση των μεγαλουπόλεων, το υποβαθμισμένο επίπεδο ζωής στα αστικά κέντρα και στο ύπαιθρο κ.ά. Ουσιαστικά επίσης συμβάλλει στη λύση παγκόσμιων ζητημάτων, όπως τη μόλυνση του περιβάλλοντος καιτην κοινωνικοοικονομική ανισότητα μεταξύ ανεπτυγμένων και φτωχών χωρών.
ΜΙΑ ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Οι απαρχές της παγκόσμιας ανισότητας, που είδαν αρχικά τη Δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια τη Βόρεια Αμερική να ξεφεύγουν μπροστά σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, μπορούν να εντοπιστούν στην άνοδο των πόλεων-κρατών της Βόρειας Ιταλίας τον 14ο αιώνα και στην Αναγέννηση τον 15ο αιώνα. Μέχρι το 1500, ο μέσος Ευρωπαίους ήταν δύο φορές πλουσιότερος από τον μέσο Αφρικανό. Το πραγματικό όμως χάσμα στις συνθήκες διαβίωσης διευρύνθηκε κυρίως μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση που ξεκίνησε στην Αγγλία στο τέλος του 18ου αιώνα και διαδόθηκε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική κατά τον 19ο αιώνα. Το 1870, όταν οι Ευρωπαίοι ήλεγχαν μόλις το 10% της αφρικανικής ηπείρου (κυρίως τη Βόρεια και τη Νότια Αφρική), τα εισοδήματα των δυτικοευρωπαίων ήταν ήδη τέσσερις φορές μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα αφρικανικά. Η Ευρώπη με άλλα λόγια δεν χρειαζόταν την Αφρική για να ευημερήσει. Αποίκισε την Αφρική ακριβώς επειδή η ίδια ήταν πλουσιότερη και, κατά συνέπειαν, πιο ισχυρή.
Το δικαίωμα στη μετανάστευση διατυπώθηκε θεωρητικά από τη δυτική πολιτική φιλοσοφία στις απαρχές της νεότερης εποχής. Πολύ πριν από το δικαίωμα στη ζωή, που διατύπωσε στον 17ο αιώνα ο Τόμας Χομπς, το δικαίωμα στη μετανάστευση παρουσιάστηκε από τον Ισπανό θεολόγο Φρανσίσκο ντε Βιτόρια το 1539, με τις παραδόσεις του στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα (Relectiones de Indis), ως ένα οικουμενικό φυσικό δικαίωμα. Στο θεωρητικό πεδίο αυτή η θέση εντασσόταν σε μια εποικοδομητική κοσμοπολιτική αντίληψη των σχέσεων μεταξύ των λαών, εμπνεόμενη από ένα είδος οικουμενικής αδελφοσύνης. Στο πρακτικό πεδίο, αυτή απέβλεπε σαφώς στη νομιμοποίηση της ισπανικής κατάκτησης του Νέου Κόσμου ακόμη και με τον πόλεμο, εκεί όπου στην άσκηση του δικαιώματος στη μετανάστευση θα αντιτασσόταν αθέμιτη αντίσταση. Εξάλλου, όλη η κλασική φιλελεύθερη παράδοση θεωρούσε πάντα το jus migrandi θεμελιώδες δικαίωμα. Ο Τζον Λοκ βάσισε πάνω σε αυτό την εγγύηση του δικαιώματος στην επιβίωση και την ίδια τη νομιμοποίηση του καπιταλισμού: γιατί το δικαίωμα στη ζωή, έγραψε, είναι εγγυημένο από την εργασία και όλοι μπορούν να εργαστούν αν το θελήσουν, επιστρέφοντας στις γεωργικές καλλιέργειες ή μεταναστεύοντας στα «ακαλλιέργητα εδάφη της Αμερικής», επειδή «υπάρχει αρκετή γη στον κόσμο ώστε να επαρκεί για τους διπλάσιους από τους κατοίκους του». Ο Καντ με τη σειρά του διατύπωσε το δικαίωμα στη μετανάστευση ως τρίτο άρθρο για την «αιώνια ειρήνη», ταυτίζοντάς το με την αρχή μιας «οικουμενικής φιλοξενίας». Και το άρθρο 4 της συνταγματικής πράξης, της συνημμένης στο γαλλικό Σύνταγμα του 1793, ορίζει ότι «Κάθε ξένος μεγαλύτερος των 21 ετών, που κατοικεί στη Γαλλία εδώ και έναν χρόνο, ζει από την εργασία του ή κατέχει μια ιδιοκτησία ή παντρεύεται μια Γαλλίδα πολίτη ή υιοθετεί ένα παιδί ή συντηρεί έναν γέρο μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα του πολίτη». Το jus migrandi (δίκαιο του μετανάστη) παρέμεινε από τότε μια βασική αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου, μέχρι την καθιέρωσή του με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948. Παρέμεινε όσο η ασυμμετρία δεν ανατρεπόταν. Σήμερα είναι οι πληθυσμοί που μέχρι χθες ήταν αποικιοκρατούμενοι αυτοί που διαφεύγουν από τη δυστυχία που προκάλεσαν οι πολιτικές μας. Και επομένως η άσκηση του δικαιώματος στη μετανάστευση μετατράπηκε σε έγκλημα. Γι’ αυτό βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια σοβαρότατη αντίφαση, που μόνον η εγγύηση του δικαιώματος στη μετανάστευση θα μπορούσε να άρει. Η αναγνώριση αυτής της αντίφασης δεν θα έπρεπε να μας κάνει να λησμονούμε εκείνη την κλασική διατύπωση, την κυνικά εργαλειακή, του δικαιώματος στη μετανάστευση· επειδή η ανάμνησή της μπορεί τουλάχιστον να γεννήσει -στη δημόσια συζήτηση, στην πολιτική αντιπαράθεση, στη διδασκαλία στα σχολεία- μια συνειδητοποίηση του ότι οι πολιτικές μας είναι όχι μόνο νομικά, αλλά και ηθικά και πολιτικά απαράδεκτες, και να λειτουργήσει σαν φρένο στις τωρινές ξενοφοβικές και ρατσιστικές τάσεις. Αυτές οι σκληρές πολιτικές δηλητηριάζουν και εξαχρειώνουν την κοινωνία στην Ιταλία και στην Ευρώπη. Σπέρνουν τον φόβο και το μίσος για τους διαφορετικούς. Δυσφημώντας όσους σώζουν ανθρώπινες ζωές, διασύρουν τη στοιχειώδη πρακτική της παροχής βοήθειας σε εκείνους που κινδυνεύει η ζωή τους. Φασιστικοποιούν το κοινό αίσθημα. Με δυο λόγια, ανασυγκροτούν τις ιδεολογικές βάσεις του ρατσισμού· ο οποίος, όπως ορθά υποστήριζε ο Μισέλ Φουκό, δεν είναι η αιτία αλλά το αποτέλεσμα των καταπιέσεων και των θεσμικών παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η «προϋπόθεση» -έγραφε- που επιτρέπει να «γίνεται αποδεκτή η θανάτωση» ενός μέρους της ανθρωπότητας. Πρόκειται για το ίδιο ανακυκλούμενο ανακλαστικό που στο παρελθόν γέννησε τη σεξιστική εικόνα της γυναίκας και την ταξική εικόνα του προλετάριου ως κατώτερων όντων, επειδή μόνον έτσι μπορούσε να δικαιολογηθεί η καταπίεση, η εκμετάλλευση και η στέρηση δικαιωμάτων. Πλούτος, κυριαρχία και προνόμιο δεν αρκούνται στο να καταχρώνται την ισχύ τους. Θέλουν και μια κάποια ουσιαστική νομιμοποίηση. Μια δεύτερη επίπτωση δεν είναι λιγότερο σοβαρή και καταστροφική. Αυτή έγκειται σε μια μεταβολή των συλλογικών κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων. Δεν έχουμε πλέον τα παλιά ταξικά υποκείμενα, που βασίζονταν στην ισότητα και στους κοινούς αγώνες για κοινά δικαιώματα, αλλά νέα πολιτικά υποκείμενα ταυτοτικού τύπου, βασιζόμενα στον προσδιορισμό των διαφορετικών ταυτοτήτων ως εχθρικών και στην αντιστροφή των κοινωνικών αγώνων: όχι πλέον όποιος βρίσκεται από κάτω εναντίον εκείνου που βρίσκεται από πάνω, αλλά όποιος βρίσκεται από κάτω εναντίον εκείνου που βρίσκεται ακόμη χαμηλότερα. Είναι μια μεταβολή που απειλεί τις κοινωνικές βάσεις της δημοκρατίας. Μια ορθολογική πολιτική, εκτός του ότι θα εγγυάται τα δικαιώματα, θα πρέπει να υποκινείται ρεαλιστικά από την επίγνωση του ότι οι μεταναστευτικές ροές είναι δομικά και ανεπίστρεπτα φαινόμενα, καρπός της άγριας παγκοσμιοποίησης που προωθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός. Θα έπρεπε μάλιστα να διαθέτει το θάρρος να αποδέχεται το μεταναστευτικό φαινόμενο ως το αυθεντικό γεγονός που διαμορφώνει τη μελλοντική τάξη, που προορίζεται -ως διεκδίκηση και ως φορέας της ισότητας- να αλλάξει επαναστατικά τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και, μακροπρόθεσμα, να αναθεμελιώσει τη διεθνή διάταξη. Luigi Fegiafolli
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
Οι τύχες της Αφρικής την περίοδο της αποικιοκρατίας ποικίλλαν. Σημαντική πρόοδος για παράδειγμα σημειώθηκε στην υγεία και την παιδεία. Ο Maddison εκτιμά ότι το 1870 υπήρχαν 91 εκατομμύρια Αφρικανοί. Μέχρι το 1960, τη χρονιά της ανεξαρτησίας, ο αφρικανικός πληθυσμός αυξήθηκε παραπάνω από τρεις φορές για να φτάσει τα 285 εκατομμύρια. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι την ίδια περίοδο το ποσοστό των ανθρώπων στην Αφρική που παρακολούθησαν σχολείο αυξήθηκε από λιγότερο από 5% στο περισσότερο από 20%. Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν τους Αφρικανούς με περιφρόνηση και τους υπέβαλλαν σε αρνητικές διακρίσεις και συχνά σε βία. Η βία εντάθηκε κατά την περίοδο του αγώνα για την ανεξαρτησία της Αφρικής, καθώς οι αποικιακές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστείλουν τους Αφρικανούς εθνικιστές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Αφρικανοί ηγέτες να αναλάβουν την τύχη χωρών όπου η πρακτική της καταστολής της πολιτικής διαφωνίας ήταν ήδη σταθερά εδραιωμένη. Αντί οι ηγέτες αυτοί να καταργήσουν τους νόμους που επέτρεπαν τη λογοκρισία και τη φυλάκιση για τη διαφορετική άποψη, τους διατήρησαν και τους επεξέτειναν. Ακριβώς επειδή η αποικιοκρατία ήταν τόσο ψυχολογικά εξευτελιστική για τους Αφρικανούς γενικότερα και για τους εθνικιστές ηγέτες πιο συγκεκριμένα, οι μεταποικιακές αφρικανικές κυβερνήσεις επέδειξαν ιδιαίτερη αποφασιστικότητα στην κατάργηση των αποικιακών θεσμών. Καθώς η νομοκρατία, η λογοδοσία της διοίκησης, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και το ελεύθερο εμπόριο είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη, έπρεπε να καταργηθούν. Στη θέση τους, πολλοί Αφρικανοί ηγέτες επέλεξαν να αντιγράψουν τους πολιτικούς θεσμούς και τις οικονομικές πολιτικές μιας ανερχόμενης δύναμης που αντιπροσώπευε το ακριβώς αντίθετο από την ελεύθερη αγορά και τη φιλελεύθερη δημοκρατία της Δύσης - της Σοβιετικής Ένωσης.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Η αντιγραφή της ΕΣΣΔ την δεκαετία του 1960 δεν ήταν τελείως παράλογη. Κατά τη δεκαετία του 1930 η ΕΣΣΔ αυτή είχε υποστεί μια ραγδαία εκβιομηχάνιση που την μεταμόρφωσε από αγροτική χώρα σε μια μεγάλη δύναμη. Η εκβιομηχάνιση κόστισε περίπου 20 εκατομμύρια ζωές, αλλά της επέτρεψε να θριαμβεύσει έναντι της Γερμανίας του Χίτλερ (θυσιάζοντας στον πόλεμο άλλες 27 εκατομμύρια ζωές). Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η ΕΣΣΔ όχι μόνο παρήγε τεράστιες ποσότητες ατσαλιού και εξοπλισμών, αλλά και φάνηκε πως θα κέρδιζε τον επιστημονικό ανταγωνισμό με τη Δύση όταν ο Γιούρι Γκαγκάριν έγινε ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα στις 12 Απριλίου του 1961. Η τεράστια αναποτελεσματικότητα και οπισθοδρομικότητα της σοβιετικής οικονομίας δεν έγιναν εμφανείς παρά μόνο στη δεκαετία του 1970. Μέχρι τότε, δυστυχώς, το σοσιαλιστικό μικρόβιο είχε προσβάλει το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, με πολλές χώρες να υιοθετούν μονοκομματικά συστήματα που κατέστρεψαν τη λογοδοσία και τη νομοκρατία, υπονόμευσαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και κατ’ επέκταση την ανάπτυξη. Επιβλήθηκαν έλεγχοι στις τιμές και τις αμοιβές και το ελεύθερο εμπόριο έδωσε τη θέση του στην αντικατάσταση των εισαγωγών και την αυτάρκεια. Το ειδύλλιο της Αφρικής με τον σοσιαλισμό άντεξε μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν επιτέλους η Αφρική άρχισε να εντάσσεται εκ νέου στην παγκόσμια οικονομία. Οι εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο φιλελευθεροποιήθηκαν σε κάποιον βαθμό, και τα αφρικανικά κράτη άρχισαν να απελευθερώνουν τις οικονομίες τους, ανεβαίνοντας έτσι θέσεις στον κατάλογο της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Ευκολία στην Επιχειρηματικότητα (Ease of Doing Business - World Bank).
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1898, ο βρετανικός στρατός με 25000 στρατιώτες, αντιμετώπισε τον διπλάσιο σουδανικό στρατό στο Ομντουρμάν, δίπλα στο Χαρτούμ, στη καρδιά μιας από τις λίγες εναπομείνασες ανεξάρτητες χώρες στην Αφρική. Το Σουδάν ήταν μια χώρα «καταραμένη». Τα εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια του εναλλάσσονταν από την καυτή έρημο στο τροπικό δάσος, που μαστιζόταν από αρρώστιες. Αυτή ήταν και η εικόνα των ίδιων των Σουδανέζων: «Όταν ο Αλλάχ δημιούργησε το Σουδάν», έλεγαν, «γέλασε». Η ζωή ήταν δύσκολη σε μια τέτοια χώρα. Παρόλα αυτά, οι Άγγλοι είχαν έρθει για να την πάρουν από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Εκτεινόμενο σε χιλιάδες μίλια της Αφρικής, αποτελούμενο από περίπου 600 φυλές, που μιλούσαν εκατό γλώσσες και ίσως μια ντουζίνα διαφορετικών τρόπων ζωής, το Σουδάν είχε προσφάτως συμπτυχθεί σε μία ενιαία πολιτεία. Αυτό που, στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε προκαλέσει μια τέτοια εξέλιξη –και με εξαιρετικά βίαιο τρόπο- ήταν ο αντίκτυπος του ιμπεριαλισμού.
Η τουρκοαιγυπτιακή κατάκτηση του Σουδάν είχε αρχίσει το 1820 και ήταν ακόμα σε εξέλιξη 60 χρόνια αργότερα. Ήταν εκμεταλλευτική και καταπιεστική. Η είσπραξη φόρων στα σουδανικά χωριά ήταν μια παραστρατιωτική επιχείρηση, η οποία πραγματοποιούταν με τη βοήθεια του kourbash (μαστίγιο φτιαγμένο από τη ράχη ρινόκερου). Οι υπάλληλοι ήταν συνήθως διεφθαρμένοι και έτσι οι δωροδοκίες και τα ανταλλάγματα συσσωρεύονταν στον όγκο των φόρων. Στη σκληρότητα και τη φτώχεια του τοπίου, ως εκ τούτου, προστέθηκε η πικρή εμπειρία του εκφοβισμού από τα ξένα αφεντικά. Αυτό όμως, μεταξύ του 1881 και του 1884, είχε δημιουργήσει ένα ισχυρό κύμα αντίδρασης που έδιωξε τους ξένους από το Σουδάν και σφυρηλάτησε ένα ανεξάρτητο ισλαμικό κράτος. Η αντίσταση βασίστηκε στην ισλαμική θρησκεία επειδή αυτή προσέφερε ένα πλαίσιο ηγεσίας, στελεχών, οργάνωσης και ιδεολογίας ικανό να εξουδετερώσει την ποικιλία και την αποσπασματικότητα του Σουδάν. Ταυτόχρονα, επειδή το κράτος ήταν ταγμένο ενάντια στον ιμπεριαλισμό, δεν ήταν μόνο ισλαμικό, αλλά και αρκετά αυταρχικό και στρατιωτικοποιημένο.Η εντατικοποίηση της μάχης για την Αφρική μεταξύ 1885 και 1895 έφερε τους Βρετανούς πίσω στο Σουδάν. Το παράδειγμα ενός ανεξάρτητου αφρικανικού κράτους ήταν από μόνο του αρκετά λυπηρό. Όμως, αυτό που έκανε την κατάσταση τόσο επείγουσα ήταν η πιθανότητα μιας γαλλικής επέμβασης στα εδάφη της Βρετανίας. Ο γενικός διοικητής Herbert Kitchener προωθούσε επί δύο χρόνια τονστρατό του στον Νείλο, φτιάχνοντας μια σιδηροδρομική γραμμή για να εξοπλίζονται οι στρατιώτες. Οι άνδρες του χρησιμοποιούσαν σύγχρονα τουφέκια, πολυβόλα και πυροβολικά. Το μεγαλύτερο μέρος των Σουδανέζων είχε δόρατα και σπαθιά. Η Μάχη του Ομντουρμάν ήταν μια σφαγή. Ο Kitchener έχασε 429 άντρες, ενώ από το σουδανικό στρατό 10.000 σκοτώθηκαν, 13.000 τραυματίστηκαν και 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Βρετανοί εγκατέλειψαν τους Σουδανέζους τραυματίες στο πεδίο της μάχης, αφήνοντάς τους στην τύχη τους. Εντωμεταξύ, μια μικρή γαλλική στρατιωτική αποστολή έφτασε στη Fashoda, στην άνω πλευρά του Νείλου, στο Νότιο Σουδάν. Ο Kitchener μεταφέρθηκε στο ποτάμι για να την αντιμετωπίσει και η Βρετανία απείλησε τον πόλεμο, αν η αποστολή δεν αποσυρθεί. Οι Γάλλοι υποχώρησαν. Το «περιστατικό της Fashoda» ήταν μια έκφραση της αυξανόμενης έντασης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων - όχι μόνο στην Αφρική, αλλά και στην Άπω Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και τη Βόρεια Θάλασσα. Ο καπιταλισμός δεν είχε γεννήσει μόνο μια ληστρική αποικιοκρατία από ορυχεία, φυτείες, και πολυβόλα. Η ανθρωπότητα είχε ήδη περάσει στην περίοδο του πρώτου σύγχρονου βιομηχανοποιημένου παγκόσμιου πολέμου.
Συμπτωματικά το 1882, οι Αιγύπτιοι είχαν κάνει τη δική τους επανάσταση εναντίον ενός καθεστώτος-μαριονέτας των Βρετανών στο Κάιρο. Αλλά αυτό το κίνημα είχε συνθλιβεί, και οι Βρετανοί είχαν αντικαταστήσει αποτελεσματικά τους Τούρκους στην ηγεμονία της Αιγύπτου. Οι άμεσες, ωστόσο, προσπάθειες της Βρετανίας να επανακτήσει το Σουδάν είχαν αποτύχει, αφήνοντας στο ισλαμικό κράτος τον πλήρη έλεγχο του εδάφους μετά το 1885. Αυτές οι πρώτες προσπάθειες ήταν, στην πραγματικότητα, δεν συνοδευόντουσαν από κάποια ιδιαίτερη επιθυμία για την κατάκτησή του. Το Σουδάν ήταν μια φτωχή ερημιά, δύσκολο να ελεγχθεί, χωρίς ιδιαίτερη αξία και για την βρετανική κυβέρνηση δεν αποτελούσε σημαντικό στόχο.
Πολλά άλλαξαν κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Μέχρι το 1879, το μεγαλύτερο κομμάτι της Αφρικής ήταν η άγνωστη «μαύρη ήπειρος» για τους Ευρωπαίους. Η επιρροή τους περιοριζόταν κυρίως σε εμπορικούς σταθμούς, δίπλα ή πάνω στην ακτή, πολλοί από τους οποίους χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, αντανακλώντας κυρίως τον εμπορικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού της εποχής. Το υπόλοιπο της Αφρικής παρέμεινε ένα συνονθύλευμα πολιτευμάτων σε πολλά διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Η Αίγυπτος το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα κυβερνούταν από εκσυγχρονιστικά, εθνικιστικά καθεστώτα. Η υπόλοιπη Βόρεια Αφρική βρισκόταν κάτω από την ηγεσία παραδοσιακών Ισλαμιστών ηγεμόνων, εξαιτίας μιας μορφής υποταγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Αβησσυνία (Αιθιοπία) ήταν ένα βασίλειο στην ορεινή ενδοχώρα, με έναν αρχαίο χριστιανικό πολιτισμό. Οι Ασάντι της Δυτικής Αφρικής και οι Ζουλού της Νότιας ήταν φυλές με μιλιταριστική ηγεσία. Μεγάλο μέρος της υπόλοιπης υποσαχάριας Αφρικής ήταν παρόμοιο με το Σουδάν: ένα μωσαϊκό από μικρότερες φυλές. Μια σημαντική εξαίρεση ήταν η Νότια Αφρική, όπου οι Βρετανοί ήλεγχαν το Natal και το Ακρωτήρι Colony, ενώ οι Boers (αλλιώς Αφρικανοί) –που ήταν λευκοί έποικοι αγρότες, ολλανδικής καταγωγής- είχαν υπό την επίβλεψή τους το Transvaal και το Orange Free State στο εσωτερικό.
Η αφρικανική πολιτική γεωγραφία μεταβλήθηκε ολοκληρωτικά μετά το 1879 από τον βρετανικό, τον γαλλικό, τον πορτογαλικό, τον ισπανικό, το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, η εξάπλωση του βιομηχανικού καπιταλισμού στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει δημιουργήσει μια ταχύτατα αυξανόμενη ζήτηση για τα πρωτογενή προϊόντα, καθώς και νέες αγορές και καταστήματα για την επένδυση του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Η οικονομική κατάρρευση του 1873 και η εν συνεχεία παγκόσμια ύφεση είχε εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ευρωπαίων καπιταλιστών Κατά συνέπεια, μεταξύ 1879 και 1913, σχεδόν το σύνολο της Αφρικής ήταν σκαλισμένο σε αποικίες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η αρπαγή της γης έγινε γνωστή ως «η μάχη για την Αφρική». Η Αφρική παρείχε χρυσό, διαμάντια, χαλκό, κασσίτερο, καουτσούκ, βαμβάκι, φοινικέλαιο, κακάο, τσάι, και πάρα πολλά άλλα στις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες και πόλεις της Ευρώπης. Οι κάτοικοι της ηπείρου, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου αριθμού των λευκών εποίκων, παρείχαν αγορές για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Τα αποικιακά έργα υποδομής, όπως η κατασκευή σιδηρόδρομων, έκαναν πλούσιους τους Ευρωπαίους βιομηχάνους και τους ομολογιούχους. Εξαιτίας αυτού και επειδή οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αυξάνονταν, η κατάτμηση (ο κατακερματισμός) της Αφρικής ήταν μια διαδικασία ανταγωνιστική . Αυτό της έδωσε μια δυναμική ανεξάρτητη από την οικονομική αξία των ίδιων των εδαφών.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις άρπαζαν αποικίες για να προλάβουν η μία την άλλη. Τις χρησιμοποιούσαν ως τροχοπέδη για να εμποδίσουν η μία την επέκταση της άλλης και ως πλατφόρμες για την προβολή της στρατιωτικής τους ισχύος στις «σφαίρες επιρροής» των άλλων. Τις ήθελαν επίσης και ως διαπραγματευτικό ατού στο αυτοκρατορικό παζάρεμα. Οι Γάλλοι, που είχαν τον έλεγχο σχεδόν όλου του Maghreb και της Δυτικής Αφρικής, ονειρεύονταν μια αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν σε ολόκληρη την ήπειρο, από τον Ατλαντικό έως τον Ινδικό ωκεανό. Οι Βρετανοί, αντιθέτως, μιλούσαν για μία αυτοκρατορία απ’ το βορρά ως το νότο, «από το Κάιρο ως το Ακρωτήρι», που θα συνέδεε τις υπάρχουσες κτήσεις στην Αίγυπτο, την Ανατολική Αφρική και τη Νότια Αφρική. Αλλά οι Γερμανοί άρπαξαν την Τανζανία και έκοψαν το δρόμο και στους δύο.
Το κόστος για τους κατοίκους της Αφρικής ήταν τεράστιο. Η αντίσταση συντρίφθηκε από πυροβολικά, πυροβόλα όπλα και σφαγές. Υπό την απειλή των όπλων, η γη κατελήφθη για να δημιουργηθούν κτηματικές εκτάσεις, που θα παραδίδονταν σε λευκούς. Ως αποτέλεσμα στερήσεων, φορολογίας, ομάδων πίεσης και ληστειών, οι γηγενείς αγρότες και κτηνοτρόφοι αναγκάστηκαν να γίνουν μισθωτοί εργάτες. Όταν το 1906 αγρότες εξεγέρθηκαν, ο σερ Frederick Lugard, Βρετανός Ύπατος Αρμοστής για την Προστασία της Βόρειας Νιγηρίας, επέλεξε να τους αφανίσει. Οι στρατιώτες του με τουφέκια σκότωσαν περίπου 2000 αφρικανούς χωρικούς, οπλισμένους με τσεκούρια και τσάπες. Οι φυλακισμένοι εκτελέστηκαν, τα κεφάλια τους κόπηκαν και τοποθετήθηκαν σε πασσάλους. Το χωριό των ανταρτών καταστράφηκε ολοσχερώς. Δέκα χιλιάδες μέλη των φυλών Νάμα και Χένερο πέθαναν από πείνα και από δίψα, όταν οι Γερμανοί τους οδήγησαν στην έρημο της Ναμίμπια μεταξύ 1904 και 1907. Ο γενικός διοικητής Lothar von Trotha, όπως και ο Lugard, ήταν οπαδός της λογικής του αφανισμού. Μεταξύ του 1885 και του 1908, στο βελγοκρατούμενο Κονγκό, εκατομμύρια, ίσως και το ήμισυ του πληθυσμού, έχασαν την ζωή τους εξαιτίας του πολέμου, της πείνας και των ασθενειών, τη στιγμή που ολόκληρη η επικράτεια είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Οι ντόπιοι εργάτες που δεν συμπλήρωναν τα νούμερα στην συλλογή καουτσούκ βρέθηκαν με κομμένα χέρια.
Η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 συνοδεύτηκε από καταλυτικές αλλαγές στην παγκόσμια τάξη και στην ισορροπία δυνάμεων. Το κυρίαρχο αποικιακό σύστημα διαλύθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και οι μεγάλοι αποικιακοί σχηματισμοί έδωσαν τη θέση τους σε μια πλειάδα νέων ανεξάρτητων κρατών. Τα ιδρυτικά 51 κράτη-μέλη του νεοσύστατου ΟΗΕ το 1945 σχεδόν διπλασιάστηκαν (99) το 1960. Η διαδικασία της αποαποικιοποίησης ακολούθησε διάφορους δρόμους, ειρηνικούς και συντεταγμένους σε κάποιες περιπτώσεις, βίαιους και επαναστατικούς σε άλλες. Η ταυτόχρονη επικράτηση του Ψυχρού Πολέμου στις σχέσεις των νέων υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, πρόσθεσε ακόμα ένα πεδίο ανταγωνισμού και παρεμβάσεων στις διεθνείς σχέσεις του μεταπολεμικού κόσμου. Η μεγάλη οικονομική ύφεση μετά το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο 1929 είχε προ πολλού εκμηδενίσει τη σημασία των αποικιακών κτήσεων ως προμηθευτών πρώτων υλών, προκαλώντας την κατάρρευση των τιμών των τελευταίων στην παγκόσμια αγορά. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μετέβαλε περαιτέρω τις σχέσεις μητρόπολης – αποικιών λόγω της ουσιαστικής αδυναμίας των μητροπόλεων να ασκήσουν την αυτοκρατορική εξουσία τους όσο διαρκούσε ο πόλεμος αλλά και εξαιτίας της αθρόας συμμετοχής στα πεδία των μαχών στρατιωτών από τις αποικίες. Η βρετανική ινδική στρατιά αριθμούσε δύο εκατομμύρια άνδρες, ενώ περίπου πεντακόσιες χιλιάδες Αφρικανοί είχαν επιστρατευθεί από τη Γαλλία και τη Βρετανία. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργούσε ένα αναμφισβήτητο ηθικό χρέος προς τις αποικίες αλλά και μια ρεαλιστική απειλή για τις μητροπόλεις, καθώς αντιμετώπιζαν τώρα εκπαιδευμένους στρατιώτες με αμφίβολη νομιμοφροσύνη προς τις αποικιακές αρχές.
Το κύμα αναταραχής και εξεγέρσεων που συγκλόνισε τον αποικιακό κόσμο ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου και αμέσως μετά (σε Ινδία, Αλγερία, Βρετανική Γουιάνα, Μπαχάμες, Βιρμανία, Κένυα, Μαλαισία, Νιγηρία, Νησιά του Σολομώντα και Κονγκό-πρώην Ζαΐρ) έφερε στο προσκήνιο την προσδοκία αυτοδιάθεσης των αποικιακών λαών, που δεν ήταν δυνατόν πλέον να αγνοηθεί. Αμφότερες οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, αντιμετώπιζαν ιδιαίτερες δυσχέρειες στη διατήρηση των αποικιακών αυτοκρατοριών τους και γνώρισαν μια σειρά από ταπεινωτικές ήττες: στον πόλεμο της Ινδοκίνας μετά τη μάχη στο Ντιεν Μπιεν Φου το 1954, στη σύγκρουση με την Αίγυπτο για τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ το 1956, ενώ ο πόλεμος της Αλγερίας, που είχε ξεσπάσει το 1954, εξελισσόταν ανησυχητικά για το Παρίσι. Το δυσβάστακτο βάρος της αποικιακής διοίκησης είχε πλέον γίνει ασυμβίβαστο με τις επιτακτικές προτεραιότητες της οικονομικής ανασυγκρότησης στο κέντρο των μητροπόλεων. Εξάλλου, το διπολικό σύστημα του Ψυχρού Πολέμου είχε αλλάξει άρδην τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ενωση, για τους δικούς τους λόγους η καθεμία, δεν επιθυμούσαν την παράταση της εδαφικής αποικιοκρατίας και ασκούσαν πίεση για τον τερματισμό της.
Αν τα χρόνια 1945-1955 χαρακτηρίζονται η «ασιατική δεκαετία» στην ιστορία της αποαποικιοποίησης, η επόμενη, 1955-1965, ανήκει αναμφίβολα στην Αφρική. Το έτος 1960 ξεχωρίζει, καθώς τότε ανεξαρτητοποιήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα δεκατέσσερα κράτη της υποσαχάριας Αφρικής. Μετά την ανεξαρτησία της Γκάνας το 1957, της πρώτης χώρας της Μαύρης Ηπείρου που απαλλάχθηκε από τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία, το επόμενο βήμα έγινε από τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ τον Αύγουστο 1958, όταν, μεσούντος του πολέμου της Αλγερίας και μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, έθεσε σε δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο Ντε Γκωλ έδωσε στις αποικίες το δικαίωμα επιλογής μεταξύ της αποδοχής του νέου Συντάγματος και της συνεπαγόμενης παραμονής τους στη Γαλλική Κοινότητα (που αντικατέστησε τη βραχύβια Γαλλική Ενωση του 1946-1958 επιχειρώντας έναν άτολμο εκσυγχρονισμό της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, με περιορισμένες παραχωρήσεις εσωτερικής αυτονομίας αλλά όχι και εξίσωσης των αποικιακών υπηκόων με τους Γάλλους πολίτες) ή της απόρριψής του και της πλήρους διάρρηξης των δεσμών με τη Γαλλία. Στο πλαίσιο της νέας Γαλλικής Κοινότητας τα κράτη θα ήταν αυτόνομα, αυτοδιοικούμενα και θα διαχειρίζονταν ελεύθερα και δημοκρατικά τις εσωτερικές τους υποθέσεις.
Κατ’ αρχήν μόνο η Γουινέα του Σέκου Τουρέ επέλεξε την ανεξαρτησία, το 1958, όμως στα τέλη του 1959 ο Ντε Γκωλ αναγκάστηκε σε στρατηγική αναδίπλωση διαπιστώνοντας ότι οι αποικιοκρατούμενοι λαοί θα καταψήφιζαν τελικά την προτεινόμενη διέξοδο. Εδωσε έτσι τη διαβεβαίωση ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν στην Κοινότητα ακόμη και χώρες που θα είχαν επιλέξει την ανεξαρτησία, διατηρώντας ανοιχτή την οδό της οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας με την πρώην μητρόπολη. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη για τη Γαλλία καθώς η διατήρηση της αυτοκρατορίας ταυτιζόταν για την κοινή γνώμη με την αναγνώρισή της ως παγκόσμιας δύναμης. Το 1960 οι Ομοσπονδίες της Δυτικής και Ισημερινής Αφρικής διασπάστηκαν σε ένα πλήθος κρατών, κυρίαρχων μεν αλλά που διατήρησαν ειδικούς δεσμούς και διάφορες μορφές συνεργασίας με τη Γαλλία (στρατιωτικής, οικονομικής, νομισματικής και πολιτισμικής), που θα χαρακτηριστούν «νεο-αποικιακές» στη συνέχεια: πρώτο το γαλλικό Καμερούν, την 1η Ιανουαρίου, και ακολουθούν η βραχύβια Ομοσπονδία του Μάλι με τη Σενεγάλη και το γαλλικό Σουδάν (διήρκεσε μόλις τρεις μήνες), η Δαχομέη (Μπενίν μετά το 1975), η Ακτή Ελεφαντοστού, το Τσαντ, η Ανω Βόλτα (Μπουρκίνα Φάσο από το 1984), η Μαυριτανία, ο Νίγηρας, η Γκαμπόν και η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Την ίδια χρονιά ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Μεγάλη Βρετανία το Τόγκο, το βρετανικό Καμερούν, η Μαδαγασκάρη και η Νιγηρία, ενώ η βρετανική και η ιταλική Σομαλία ενώθηκαν στη Σομαλική Δημοκρατία. Το έναυσμα έδωσε μια από τις εμβληματικότερες ομιλίες στην ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, από τον πρωθυπουργό Χάρολντ Μακ Μίλαν. Σε μια μεγάλη περιοδεία στην Αφρική που διήρκεσε έξι εβδομάδες, ο Mακ Μίλαν απευθύνθηκε με σχεδόν τα ίδια λόγια στις αφρικανικές πρωτεύουσες, πρώτα στην Ακρα της Γκάνας και στη συνέχεια στο Λάγος, στη Ροδεσία, τη Νιάσαλαντ και τέλος στην πανηγυρική κοινή συνεδρίαση των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων της Νότιας Αφρικής στο Κέιπ Τάουν, στις 3 Φεβρουαρίου 1960. Πολιτικός του Συντηρητικού Κόμματος που είχε διαδεχθεί τον Αντονι Ιντεν στην πρωθυπουργία το 1957, όταν ο τελευταίος υποχρεώθηκε σε παραίτηση μετά την κρίση του Σουέζ, ο Mακ Μίλαν αναφέρθηκε στον «άνεμο της αλλαγής» στην αφρικανική ήπειρο ως ένα αδιαμφισβήτητο πολιτικό γεγονός: «Κατά τον 20ό αιώνα και ιδίως μετά το τέλος του πολέμου, οι διαδικασίες που γέννησαν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη επαναλαμβάνονται σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Είδαμε την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης σε λαούς που έζησαν εξαρτημένοι από κάποια άλλη δύναμη επί αιώνες. Δεκαπέντε χρόνια πριν, αυτό το κίνημα διαδόθηκε στην Ασία. Εκεί, πολλές χώρες από διαφορετικές φυλές και πολιτισμούς διεκδίκησαν το δικαίωμα στην ανεξαρτησία. Τώρα το ίδιο συμβαίνει στην Αφρική, και το εντυπωσιακότερο από την εντύπωση που σχημάτισα αφότου έφυγα από το Λονδίνο, εδώ και έναν μήνα, είναι η δύναμη αυτής της αφρικανικής εθνικής συνείδησης. Σε κάθε περιοχή εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές, αλλά συμβαίνει παντού. Ο “άνεμος της αλλαγής” πνέει σε αυτή την ήπειρο απ’ άκρη σ’ άκρη και, είτε μας αρέσει είτε όχι, η άνοδος της εθνικής συνείδησης είναι ένα πολιτικό γεγονός. Οφείλουμε να το αποδεχθούμε ως γεγονός και να το λάβουμε υπ’ όψιν μας στις εθνικές πολιτικές μας». Η ομιλία του Μακ Μίλαν καταδεικνύει την οξεία αντίληψη της ιστορικής συγκυρίας από τον Βρετανό πρωθυπουργό και την αποφασιστικότητά του να αναθεωρήσει δραστικά τις διεθνείς δεσμεύσεις της Μεγάλης Βρετανίας. Συνάντησε όμως περιορισμένη απήχηση στα αφρικανικά Κοινοβούλια και στο λευκό ακροατήριό τους. Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 21 Μαρτίου 1960, η σφαγή στη Σάρπβιλ της Νότιας Αφρικής άφησε δεκάδες νεκρούς και τραυματίες, όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των μαύρων διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν για το καθεστώς των εσωτερικών διαβατηρίων που οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί ήταν υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν σε όποιον λευκό το ζητούσε. Η ένταση του ρατσιστικού μίσους στις αποικίες εγκατάστασης όπως η Κένυα και η Ροδεσία, με σχετικά υψηλή συγκέντρωση λευκών αποίκων που απέρριπταν κάθε ιδέα για μεταβίβαση της εξουσίας στη μαύρη πλειοψηφία των χωρών τους, είχε ως συνέπεια την καθυστέρηση της ανεξαρτητοποίησής τους που επήλθε με καθυστέρηση και ύστερα από βίαιες συγκρούσεις (1963 και 1980 αντίστοιχα). Στις λοιπές χώρες όπου αυτή η μεταβίβαση εξουσίας έλαβε χώρα και κοινοβουλευτικά καθεστώτα αναδείχθηκαν έπειτα από δημοκρατικές εκλογές ως το πρώτο βήμα της ανεξαρτησίας, γρήγορα κατέστη σαφές ότι η τυπική πολιτική ανεξαρτητοποίηση δεν αποτελούσε εγγύηση για την ουσιαστική απελευθέρωση των νέων κρατών από τη δυτική κηδεμονία. Σε πολύ σύντομο διάστημα ξέσπασαν εμφύλιες συγκρούσεις και στρατιωτικά πραξικοπήματα για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, συχνά υποκινούμενα από τις ξένες δυνάμεις στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποαποικιοποίησης, που συμπυκνώνει δραματικά τις παθογένειες της αποικιοκρατίας και τις συνέπειες της νεο-ιμπεριαλιστικής παρέμβασης στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, είναι ίσως του βελγικού Κονγκό. Η εσπευσμένη απελευθέρωση της μοναδικής αποικίας του Βελγίου στις 30 Ιουνίου 1960 σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα, ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος του Κονγκό, και την καταβύθιση της χώρας σε μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο και μεγάλης έκτασης ανθρωπιστική καταστροφή.
Αποικία : έδαφος υπό τον πλήρη έλεγχο της μητρόπολης
Προτεκτοράτο: Κράτος υπό τον έλεγχο μιας «προστάτιδας» δύναμης έπειτα από μια συνθήκη ανάμεσα σε δύο κυβερνήσεις> Αυτό το σύστημα επέτρεψε τον έλεγχο περιοχών χωρίς να αλλάξουν οι δομές των προηγούμενων καθεστώτων (π.χ. Τυνησία, Καμπότζη)
Εντολή: Αυτό το εδαφικό status εμφανίστηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο< Αφορούσε τις πρώην γερμανικές αποικίες και εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που πέρασαν υπό τον προσωρινό έλεγχο άλλων δυνάμεων με σκοπό αργότερα την ανεξαρτητοποίησή τους (Συρία, Λίβανος, Παλαιστίνη, Καμερούν)
Κοινοπολιτεία: Οργανισμός που αφορούσε όλες τις πρώην βρετανικές αποικίες που διατήρησαν δεσμούς με το στέμμα αλλά είχαν πλέον ανεξαρτησία (Καναδάς, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία)
Κατά τους νεότερους χρόνους αποικίες είχαν ιδρύσει η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία, κυρίως στην Αμερική και στην Ασία. Βασικά στοιχεία όλων αυτών των αποικιών ήταν η εγκατάσταση εποίκων από τις μητροπόλεις και η λειτουργία των κοινοτήτων των εποίκων ως πυρήνων της εν γένει οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής των αποικιών. Η νέα αποικιοκρατία, ως ιστορικό φαινόμενο που έμεινε γνωστό ως ιμπεριαλισμός (από τον λατινικό όρο «imperium»: αυτοκρατορία), διέφερε από τις προγενέστερες φάσεις του φαινομένου από την εξής άποψη: οι νέες αποικίες δε δημιουργήθηκαν από το δημογραφικό πλεόνασμα ή από ανεπιθύμητες θρησκευτικές ή άλλες ομάδες του πληθυσμού της Ευρώπης, ούτε ανέπτυξαν τους θεσμούς των μητροπόλεων της γηραιάς ηπείρου. Οι νέες αποικίες εγκαθιδρύθηκαν από χώρες της Ευρώπης και από τις ΗΠΑ σε υπανάπτυκτες οικονομικά και ανίσχυρες στρατιωτικά περιοχές του κόσμου, ιδίως στην Αφρική, την Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό, με τον εξαναγκασμό ήτη χρήση βίας, για να εξυπηρετήσουν κυρίως οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα των μητροπολιτικών χωρών. Η εξυπηρέτηση οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων δεν ήταν ωστόσο το μοναδικό κίνητρο, όπως προαναφέρθηκε. Η απόκτηση αποικιών σε υπανάπτυκτες και εν πολλοίς άγνωστες περιοχές του κόσμου υπήρξε εθνική επιδίωξη, που απέκτησε λαϊκή υποστήριξη. Οι αποικίες στον υπανάπτυκτο και αναξιοπαθούντα κόσμο της Αφρικής και της Ασίας έφτασαν να θεωρούνται επιβράβευση των δυνατοτήτων και της ισχύος μιας χώρας της Ευρώπης και στόχος εθνικός.
Η αποικιοκρατία ήταν άρρηκτα και οργανικά συνδεδεμένη με τον εθνικισμό, ενώ στον πυρήνα της υπήρχε το στοιχείο του μεσσιανισμού* και της εθνικής αποστολής. Οι Βρετανοί αναφέρονταν στο «χρέος του λευκού ανθρώπου» (the white man's burden), οι Γάλλοι στην «εκπολιτιστική τους αποστολή»(mission civilisatrice). Ακολούθησαν οι Γερμανοί και οι Βέλγοι με ανάλογες αναφορές. Στοιχεία της ίδιας εθνικής έξαρσης διακρίνονται και στο όραμα των Ελλήνων αυτής της εποχής, το όραμα της Ελλάδας από την οποία ανέμεναν να «φωτίσει» ως φωτοβόλος «φάρος» και να απελευθερώσει την «καθ' ημάς Ανατολή».
Η Βρετανία έσπευσε να προσθέσει στις παλαιές της αποικίες νέες, ιδίως στην Αφρική: την Αίγυπτο και το Σουδάν, καθώς και τη Νότια Αφρική. Κατείχε ήδη την Ινδία και το Πακιστάν, καθώς και άλλα στρατηγικά σημεία στην ίδια περιοχή. Ο Καναδάς και η Αυστραλία απέκτησαν την ίδια εποχή καθεστώς αυτοδιοίκησης, αλλά παρέμειναν τμήματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και κατόπιν της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η Γαλλία, παλαιά αποικιοκρατική δύναμη και αυτή, κατέλαβε τη βορειοδυτική Αφρική, για να ακολουθήσουν η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ιταλία στην κεντρική Αφρική. Το παράδειγμα των ευρωπαϊκών χωρών ακολούθησαν και δύο εξωευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, οι οποίες ενεπλάκησαν στην ανατολική Ασία. Η Ρωσία εξαπλώθηκε στον Καύκασο, στην κεντρική Ασία και στη Σιβηρία.
Σε πολλές περιοχές του κόσμου οι δυτικοί αποικιοκράτες δημιούργησαν θεσμούς διακυβέρνησης και εθνικές ενότητες στη θέση των κατακερματισμένων γλωσσικά και θρησκευτικά ανθρώπινων συνόλων, όπως οι Βρετανοί στη βορειοανατολική και τη νότια Αφρική, καθώς και στην Ινδία. Λιγότερο ανθεκτικοί υπήρξαν οι θεσμοί που δημιούργησαν οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Βέλγοι και οι Ιταλοί στις δικές τους αποικίες. Σε πολλές περιοχές της Αφρικής σχηματίστηκαν αποικίες χωρίς άλλον συνεκτικό δεσμό εκτός από τις αρχές των αποικιοκρατών. Οι αποικίες αυτές αποτέλεσαν κατά τον 20ό αιώνα, όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, προβληματικά εθνικά κράτη χωρίς συνοχή, στα οποία εκδηλώθηκαν σκληροί εμφύλιοι πόλεμοι.
Η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία του 19ου αιώνα ολοκλήρωσε τη διείσδυση του δυτικού ανθρώπου στον εξωευρωπαϊκό κόσμο, η οποία είχε αρχίσει τον 16ο αιώνα, και τον προσέδεσε στον δυτικό κόσμο. Ο δυτικός άνθρωπος προσπάθησε να ενσωματώσει στον δυτικό πολιτισμό λαούς με κοινωνική οργάνωση και πολιτισμούς διαφορετικούς από τον δυτικό, να τους «προικοδοτήσει» με θεσμούς ανάλογους προς τους δικούς του. Ταυτοχρόνως οι πρώτες ύλες και οι παραγωγικές δυνατότητες των αποικιών προσαρμόστηκαν έτσι, ώστε να εξυπηρετούν όχι αποκλειστικά τις ανάγκες των γηγενών κατοίκων, αλλά και τις παραγωγικές ανάγκες των μητροπολιτικών χωρών. Σε πολλές αποικίες ο δυτικός άνθρωπος εξάρθρωσε παραδοσιακές κοινωνικές δομές χωρίς να δημιουργήσει στη θέση τους βιώσιμους δυτικούς θεσμούς, αλλά, παρ' όλα αυτά, κατόρθωσε να εξαλείψει θανατηφόρες επιδημίες, τη δουλεία και άλλες ενδημικές μάστιγες.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Το Συνέδριο της Βιέννης που διεξήχθη το 1814-1815 ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά συνέδρια στην Ιστορία της Ευρώπης που αποτέλεσε και σταθμό στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου. Στο συνέδριο αυτό που συνήλθε στη Βιέννη, συμμετείχαν όλες οι τότε ευρωπαϊκές Ηγεμονίες (Αγγλία Ρωσία και Πρωσία). Σκοπός του συνεδρίου αυτού ήταν αφενός μεν η αναζήτηση ενός πραγματικού συστήματος ισορροπίας μεταξύ των Δυνάμεων που είχαν εμπλακεί και από τις δύο πλευρές στους Ναπολεόντειους πολέμους, και αφετέρου η δικαία ρύθμιση των χωροταξικών προβλημάτων που είχαν αναδυθεί μεταξύ των Βασιλικών Οίκων της Ευρώπης, της περιόδου εκείνης. Την ίδια χρονιά συγκροτείται η ιερή συμμαχία από της χώρες που προαναφέραμε, που ήταν εκείνη την χρονική περίοδο τα προπύργια της απολυταρχίας και της αντεπανάστασης. Οι λαοί της Ευρώπης αντέδρασαν απέναντι στα εκάστοτε απολυταρχικά καθεστώτα και διατύπωσαν πολιτικές και εθνικές διεκδικήσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ισπανία το 1820, η Ιταλία το 1820-21 και η Ελλάδα το 1821. Σε πολιτικό επίπεδο ζήτησαν την δημιουργία συντάγματος, θέσπιση κοινοβουλευτικών θεσμών, αναγνώριση ατομικών ελευθεριών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η ιδέες του σοσιαλισμού μέσα στο γενικότερο κλίμα των διεκδικήσεων βρήκαν πρόσφορο έδαφος για ν αναπτυχθούν και από το 1850 επικρατεί η άποψη ότι η καταλληλότερη μορφή πολιτικής οργάνωσης θα ήταν ένα καθεστώς οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.
Σφοδρότερο κύμα επαναστάσεων συγκλόνισε την Ευρώπη το 1930 με απαρχή την επανάσταση στην Γαλλία εναντίων του Καρόλου Ι΄, η επανάσταση στο Βέλγιο και στην Πολωνία. Το 1848 το φαινόμενο κορυφώθηκε με την επανάσταση στην Γαλλία, Αυστρία, Πρωσία, Ουγγαρία και χαρακτηρίστηκε ως η άνοιξη των λαών. Ο πολιτικός αντίκτυπος αυτών των επαναστάσεων άλλαξε ριζικά το πολιτικό τοπίο της Ευρώπης. Η μεγαλοαστική τάξη επικράτησε αφού, αύξησε την συμμετοχή της στην διαχείριση των πολιτικών πεπραγμένων και κατά συνέπεια στην εξουσία. Στο εξής οι βασικοί αντίπαλοι στο πεδίο της κοινωνικής αντιπαράθεσης δεν ήταν πλέον οι ευγενείς και οι αστοί αλλά οι αστοί και οι εργάτες. Στα μέσα του 19ου αιώνα η βιομηχανική επανάσταση εξαπλώθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς σε καινούριες περιοχές της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα που βρήκαν εφαρμογή στην μαζική παραγωγή συντελούν στην βιομηχανική ανάπτυξη. Ως αποτέλεσμα δημιουργείται ένας νέος τρόπος οργάνωσης της ελεύθερης αγοράς ή αλλιώς καπιταλισμός(κεφαλαιοκρατικό σύστημα). Το σύστημα αυτό στηρίχτηκε στην ιδεολογική βάση του οικονομικού φιλελευθερισμού, δηλαδή στην θεωρία ότι οι επιχειρηματίες έχουν δικαίωμα να πράττουν ότι κρίνουν αναγκαίο προκειμένου να κερδίζουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το ατομικό συμφέρον κρίνεται σημαντικότερο του κοινωνικού συμφέροντος. Ο καπιταλισμός είναι το οικονομικό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ζωής και κυρίως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, όπως και οι επενδύσεις σε οικονομικά αγαθά, η παραγωγή, η κατανομή της, το εμπόριο και οι υπηρεσίες κατέχονται από ιδιώτες και στηρίζονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία η οποία διεξάγεται στο πλαίσιο οικονομικού ανταγωνισμού με κυρίαρχο κίνητρο το κέρδος.
Η απόλυτη κυριαρχία της αστικής τάξης ήταν παράλληλη με την εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Τα έντονα κοινωνικά προβλήματα οδήγησαν στην γέννηση νέων πολιτικών θεωριών που τόνιζαν την προτεραιότητα του κοινωνικού συμφέροντος έναντι του ατομικού και γι αυτό έγιναν γνωστές με τον όρο σοσιαλισμός. Εν αντίθεση με τον καπιταλισμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό, ο σοσιαλισμός είναι η θεωρία και το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης όπου τα μέσα παραγωγής και κατανομής των αγαθών κατέχονται και ελέγχονται από κοινωνικές ομάδες ή το κράτος και όχι από ιδιώτες οπότε η ατομική ιδιοκτησία και η κατανομή του εισοδήματος υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο.
Η σκέψη του Μαρξ, σε συνεργασία με τον Ένγκελς, αποσκοπεί στην επεξεργασία ενός ενιαίου συστήματος φιλοσοφικών, οικονομικών και κοινωνικών ιδεών του κομμουνισμού. Για να μπορέσουμε να εντρυφήσουμε στα ιδεώδη του Μαρξ πρέπει να αποσαφηνίσουμε τις έννοιες προλεταριάτο και κομμουνισμός. Το προλεταριάτο είναι εκείνη η τάξη της κοινωνίας που εξασφαλίζει τη διατήρηση της στη ζωή αποκλειστικά και μόνο με την πώληση της εργασίας της και όχι από το εισόδημα οποιουδήποτε κεφαλαίου. Η ευημερία ή η δυστυχία του προλεταριάτου, η ζωή και ο θάνατος του, ολόκληρη η ύπαρξη του εξαρτώνται από την ζήτηση της εργασίας, και συνέπεια από την διαδοχή καλών και κακών περιόδων στην οικονομία. Κομμουνισμός είναι η διδασκαλία για τους όρους της απελευθέρωσης του προλεταριάτου. Σύμφωνα με τον Μαρξ το προλεταριάτο γεννήθηκε μέσα στην βιομηχανική επανάσταση και επηρέασε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου. Η Βιομηχανική επανάσταση προήλθε από την ανακάλυψη σπουδαίων τεχνολογικών ευρημάτων όπως οι ατμομηχανές, των κλωστικών μηχανών κ.α. Πρόσβαση στην επένδυση των ακριβών αυτών μηχανημάτων είχαν μόνο οι μεγάλοι καπιταλιστές. Επειδή οι μηχανές αυτές μπορούσαν να παράγουν καλύτερα και φθηνότερα εμπορεύματα από εκείνα που έφτιαχναν οι εργάτες, έγιναν η αιτία να παραγκωνιστούν οι παλιοί εργάτες και να αλλάξει άρδην ο τρόπος παραγωγής. Κατ αυτόν τον τρόπο η βιομηχανία παραδόθηκε ολοκληρωτικά στα χέρια των μεγάλων καπιταλιστών, με αποτέλεσμα να χάσει την αξία της η μικρή ιδιοκτησία των εργατών(εργαλεία, αργαλειοί κ.τ.λ.)Έτσι λοιπόν εδραιώθηκε το εργοστασιακό σύστημα σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας.
Κατόπιν επιβλήθηκε ο καταμερισμός της εργασίας στο εργατικό δυναμικό και με την βοήθεια των μηχανών τα προϊόντα παράγονταν πιο γρήγορα και πιο φθηνά. Η εργατική τάξη εντάχθηκε στο εργοστασιακό σύστημα και πέρασε ολοκληρωτικά στην εξουσία των μεγάλων καπιταλιστών χάνοντας την ανεξαρτησία τους. Συμφώνα με τον Μαρξ αυτά τα γεγονότα συναίνεσαν στην καταστροφή της μεσαίας τάξης και στην δημιουργία της αστικής τάξης και του προλεταριάτου μόνο. Η αστική τάξη περιελάμβανε τους μεγάλους καπιταλιστές οι όποιοι έλεγχαν όλα τα κοινωνικά μέσα παραγωγής και όλες τις πρώτες ύλες και τα εργαλεία που ήταν απαραίτητα για την κατασκευή των μέσων αυτών. Οι αστοί παράλληλα ήταν εκείνοι οι όποιοι εκμεταλλεύονταν την μισθωτή εργασία. Από την άλλη πλευρά υπήρχε το προλεταριάτο που απαρτιζόταν από εργάτες που πωλούσε στην αστική τάξη την εργασία του έναντι αμοιβής συνήθως πενιχρής. Οι μισθωτοί εργάτες δεν μπορούσαν να έχουν κανένα έλεγχο στα μέσα παραγωγής.
Ο Καρλ Μαρξ αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες των τελευταίων αιώνων που κατάφερε να επηρεάσει την διανόηση του 19ου αιώνα στον τομέα της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας της οικονομίας αλλά και της ιστορίας. Η εργατική τάξη της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής χρωστάει πολλά στον ίδιο αλλά και στο πνευματικό έργο του. Με αρωγό το κριτικό του μάτι ο Καρλ Μαρξ διαπίστωσε ότι ολόκληρη η Ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε ιστορία ταξικών αγώνων. Η κοινωνίες ανέκαθεν χωρίζονταν σε τάξεις κυρίαρχες και κυριαρχούμενες. Κεντρικός άξονας που περιστρέφεται όλο το έργο του Καρλ Μαρξ είναι η βάση για την πολιτική και πνευματική ιστορία της κάθε εποχής είναι η οικονομική παραγωγή και κατά συνέπεια η διάρθρωση της κοινωνίας που απορρέει απ’ αυτήν. Στην παρούσα εργασία αναφερόμαστε στην πολιτική και ιδεολογική ατμόσφαιρα που υπήρχε στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση όπου διαμορφώθηκε και επικράτησε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην οικονομία και κατ’ επέκταση στις εργαζόμενες τάξεις όπου βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι σοσιαλιστικές θεωρίες. Επίσης θα αναφερθούμε στο βασικό περιεχόμενο της μαρξιστικής θεωρίας, την θεωρία της πάλης των τάξεων και την επαναστατική διαδικασία, μέσω της οποίας η κοινωνία θα γίνει αταξική. .
Στις βιομηχανικές χώρες οι αστοί διεκδίκησαν με επιτυχία την πολιτική εξουσία και πήραν τα σκήπτρα και τα προνόμια από τους από τους αριστοκράτες και τους ευγενείς. Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις είναι συνώνυμη με την διαρκή σύγκρουση των συμφερόντων τους, «Η πάλη των τάξεων».Κοινός στόχος όλων ήταν να κατακτήσουν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αργότερα επικράτησε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, δηλαδή το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται οποιοσδήποτε όποιον κλάδο της βιομηχανίας επιθυμούσε αρκεί να διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια. Πολλοί καπιταλιστές ασχολήθηκαν με την βιομηχανία με αποτέλεσμα την μαζική παραγωγή περισσότερων προϊόντων απ όσα μπορούσαν να πουληθούν Αυτή η εμπορική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την χρεοκοπία εργοστασίων και την ανεργία του εργατικού δυναμικού. Συμφώνα με τον Μαρξ αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται κάθε πέντε με επτά έτη και το ονομάζει καπιταλιστική κρίση.
Ο Μαρξ είχε προβλέψει τις καταστροφικές διαστάσεις του ανταγωνισμού της αστικής τάξης η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια την κοινωνία στην εκμετάλλευση αλλά και την ηθική κατάπτωση. Αυτή η κρίση έγινε αιτία να συρρικνωθούν αριθμητικά οι καπιταλιστές και να αυξηθεί το προλεταριάτο το όποιο θα συνειδητοποιούσε την καταπίεση που του ασκούσε η αστική τάξη αλλά και την δύναμη που είχε λόγω αριθμητικής υπεροχής. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε σύγκρουση από την οποία θα βγουν νικητές οι προλετάριοι σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία. Η τάξη που τελικά κατορθώνει να πάρει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής είναι εκείνη που κυριαρχεί και που διαμορφώνει την κοινωνική υπερδομή (την ιδεολογία, την ηθική αλλά και το θεσμικό πλαίσιο), με τέτοιο τρόπο ώστε να συντηρεί την κυριαρχία της.
Ο Μαρξ θεώρει ότι η ανώτερη μορφή ταξικής πάλης είναι ο πολιτικός αγώνας, δηλαδή η πάλη εναντίον της τάξης των εκμεταλλευτών. Το ανώτερο στάδιο του πολιτικού αγώνα είναι η κοινωνική προλεταριακή επανάσταση που έχει ως αποστολή να αντικαταστήσει τις παλιές παραγωγικές σχέσεις με καινούριες, να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και να την αντικαταστήσει από την κοινή χρήση των μέσων παραγωγής και την κοινοκτημοσύνη των αγαθών, δηλαδή διανομή όλων των παραγόμενων προσόντων με βάση κοινή συμφωνία. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι κατά τον Μαρξ ο πιο σύντομος και πιο αποτελεσματικός τρόπος για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός ολόκληρης της κοινωνίας. Το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελεί την βασική διεκδίκηση του κουμμουνιστικού κινήματος. Στην θέση της ατομικής ιδιοκτησίας θα υπάρχει συλλογική διαχείριση με μορφή εθελοντικά συνεταιριστική η κρατική τις λεγόμενες κολεκτίβες.
Αυτή η κοινωνία θα είναι μεταβατική και θα υπόκειται στον έλεγχο της εργατικής τάξης, η δικτατορία της αστικής τάξης θα αντικατασταθεί με την δικτατορία του προλεταριάτου. Με την βίαιη καταστολή της αστικής τάξης θα πάψουν και οι ταξικές αντιθέσεις και το προλεταριάτο δεν θα είναι κυρίαρχη τάξη αλλά θα υπόκειται σε μια κοινωνία αταξική στην οποία θα σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στην νέα τάξη πραγμάτων η ανάπτυξη του κάθε ατόμου θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Ιδανικά λοιπόν δεν θα υφίσταται η ταξική καταπίεση και η οικονομική παραγωγή θα μεγιστοποιηθεί, θα υπάρχει αφθονία αγαθών και θα επικρατήσει παγκόσμια αρμονία επειδή οι πόροι από τα παραγόμενα αγαθά θα κατανέμονται όπως πρέπει και η φτώχεια δεν θα υπάρχει πια. Στην κουμουνιστική κοινωνία η εργασία δεν θα είναι μια καταπιεστική ανάγκη αλλά μια ευκαιρία για ν αναπτύξει ο άνθρωπος τις δημιουργικές του ικανότητες και δεν θα διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΝΤΕΚΑΡΤ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΛΑΟΥ-ΕΞΟΥΣΙΑΣ: “Να βρεθεί μια μορφή συνένωσης που θα υπερασπίζεται και θα προστατεύει με όλη τη δύναμη από κοινού το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέλους, κατά τρόπο ώστε ο καθένας, αν και σχηματίζει ενιαίο σώμα με όλους, θα υπακούει ωστόσο μόνο στον εαυτό του και θα παραμένει το ίδιο ελεύθερος όσο και πριν. Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα στο οποίο το κοινωνικό συμβόλαιο δίνει τη λύση. [...] Οι όροι του συμβολαίου τούτου είναι έτσι προσδιορισμένοι από τη φύση της πράξης αυτής, ώστε η παραμικρή τροποποίηση θα τους έκανε μάταιους και αναποτελεσματικούς. Αν και δεν έχουν ίσως διατυπωθεί ποτέ ρητά, είναι παντού οι ίδιοι. Παντού έχουν γίνει δεκτοί και τους αναγνωρίζουν σιωπηρά. [...] Οι υποχρεώσεις που μας συνδέουν με το κοινωνικό σώμα είναι δεσμευτικές μόνον επειδή είναι αμοιβαίες· και η φύση τους είναι τέτοια, ώστε, εκπληρώνοντάς τες, δεν μπορούμε να εργαζόμαστε για τον άλλον χωρίς ταυτόχρονα να εργαζόμαστε και για τον εαυτό μας”. (Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας)
ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ ΕΔΩ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΣΥΝΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ (18ο αιώνα): ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Οι κυριότερες αξίες που διέπουν το δημοκρατικό πολίτευμα είναι η ελευθερία και η ισότητα. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών νοούνται ως απουσία παρεμβάσεων και καταναγκασμών και με θετικό τρόπο ως διασφάλιση και ανάδειξη δυνατοτήτων αυτόνομης έκφρασης και περαιτέρω ανάπτυξης. Παρά την ενδεχόμενη σύγκρουση των εννοιών “ελευθερία” και “ισότητα”, πολλοί πιστεύουν πως είναι εφικτή η παράλληλη επιδίωξή τους. Το φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα δεν αποκλείει την κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών των πολιτών. Συμφωνείτε με αυτήν την άποψη;
Η σοσιαλιστική ιδεολογία δίνει έμφαση στην πραγμάτωση του ιδεώδους της ισότητας και της δικαιότερης διανομής των παραγόμενων αγαθών. - Στις μέρες μας ο προβληματισμός των πολιτικών φιλοσόφων έχει παγκόσμιο και κοσμοπολιτικό ορίζοντα. Αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα ή και την υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας να παρεμβαίνει ακόμη και εντός των ορίων της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους με σκοπό την αποτροπή ανθρωπιστικών καταστροφών. Ορισμένοι φιλόσοφοι πιστεύουν ότι είναι ρεαλιστική -και επομένως μπορεί να επιτευχθεί- η ουτοπία της αέναης ειρήνης μεταξύ των κρατών-μελών της διεθνούς κοινότητας, εφόσον επικρατήσει παντού το δημοκρατικό πολίτευμα και τα κράτη συνειδητοποιήσουν το συμφέρον τους για την αποφυγή πολεμικών συγκρούσεων. - Παραμένει ανεκπλήρωτο ηθικό όραμα η εξάλειψη της αδικίας και της εκμετάλλευσης των ασθενέστερων κρατών από τα ισχυρότερα, καθώς και η έμπρακτη και ουσιαστική αλληλεγγύη της διεθνούς κοινότητας προς τους φτωχότερους λαούς. Να γράψετε την άποψή σας.
Ο Max Weber παρατηρεί διεξοδικά ότι κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση όλες οι επιστήμες και οι τέχνες, ολόκληρος ο τρόπος ζωής αντιμετωπίσθηκαν ορθολογικά, εκλογικεύθηκαν και οργανώθηκαν με βάση το λογικό σύστημα. Αυτό τον βοηθά πολύ στο να αποδώση όλη αυτήν την νοοτροπία στην μεταρρυθμιστική κίνηση που βασίστηκε στον ορθό λόγο και την ορθολογική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, τον πλησίον και την κοινωνία. Ο ορθός λόγος θεωρήθηκε ως το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την ύπαρξη του Καπιταλισμού. Πραγματικά, υπήρχε ένας "προκαπιταλιστικός" Καπιταλισμός. Αυτό σημαίνει ότι ο Καπιταλισμός δεν συνίσταται στην απεριόριστη επιθυμία για πραγματοποίηση του κέρδους. Το κυνήγι του χρήματος, η επιθυμία του πλουτισμού, η επιθυμία για απόκτηση υλικών αγαθών και κεφαλαίου συνδέεται με τον άνθρωπο και μπορούμε να τα βρούμε σε κάθε φάση της ζωής του. Όμως, στον δυτικό Μεσαίωνα ο Καπιταλισμός προσέλαβε μια ορθολογική οργάνωση. Είναι επιδίωξη του κέρδους «μέσα στο πλαίσιο μια μόνιμης ορθολογικά οργανωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης και με κριτήριο την αποδοτικότητα». Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις εποχές υπήρχαν έμποροι και μεγαλέμποροι, αλλά μόνο στην Δύση αναπτύχθηκε ένας Καπιταλισμός «σε τύπους, μορφές και κατευθύνσεις, που δεν προϋπήρξαν πουθενά αλλού». Πραγματικά, στην Δύση αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη μορφή Καπιταλισμού, που συνίσταται «στην ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της (τυπικά) ελεύθερης εργασίας».
¨Οταν ο Βέμπερ κάνει λόγο για το "Πνεύμα του Καπιταλισμού" εννοεί αυτήν την ορθολογική οργάνωση της επιχείρησης, της εργασίας. Αλλά για να επιτευχθή αυτό χρειάζονται απαραίτητα δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι «ο χωρισμός της επιχείρησης από τον οίκο» και ο δεύτερος η «ρατσιοναλιστική λογιστική». Μπορεί να βρη κανείς και στο παρελθόν, σε πολλές χώρες, τον χωρισμό της επιχείρησης από τον οίκο, αλλά όμως δεν υπήρχε προηγουμένως η ορθολογική λογιστική της επιχείρησης «και ο νομικός χωρισμός της επιχειρησιακής από την ατομική ιδιοκτησία». Αλλά αυτή η νέα τροπή και νέα θεώρηση της ζωής δεν εξαντλείται μόνον στις επιστήμες, τις τέχνες και την οικονομική οργάνωση (Καπιταλισμό). Την συναντούμε σε όλες τις μορφές της ζωής των ανθρώπων. Αυτή, δηλαδή, η ρατσιοναλιστική αντίληψη της ζωής επηρέασε πολύ τον σοσιαλισμό, κατά τον Max Weber. Ο κόσμος σε όλες τις φάσεις της ιστορίας, όπως γνώρισε καπιταλισμούς, έτσι γνώρισε και διαφόρους τύπους και μορφές σοσιαλισμού. Μολονότι πάντοτε υπήρχαν οργανώσεις, συντεχνίες, όμως δεν παρατηρούμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στην Δύση, την έννοια του πολίτη και του αστού, το προλεταριάτο σαν τάξη. Αυτό το συναντούμε κυρίως στην Δύση, γιατί υπήρχε η «έλλογη οργάνωση της ελεύθερης εργασίας σαν επιχειρησιακή μονάδα». Και σε παλαιότερους χρόνους υπήρχαν ταξικοί αγώνες μεταξύ δανειστών και οφειλετών, μεταξύ κυρίων και δούλων κλπ., αλλά όμως αυτοί οι αγώνες διέφεραν από τους αγώνες που συνέβησαν κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση. Όπως, δηλαδή, η εκλογίκευση της ζωής και η ορθολογική οργάνωση του βίου στις δυτικές κοινωνίες του Μεσαίωνα επηρέασαν τις επιστήμες, τις τέχνες, τον Καπιταλισμό, έτσι ακριβώς επηρέασαν και τον σοσιαλισμό. Ο Καπιταλισμός, όπως δημιουργήθηκε στην Δύση, ο λεγόμενος «σύγχρονος έλλογος καπιταλισμός», εκτός από τα μέσα της παραγωγής είχε ανάγκη και από ένα νομικό σύστημα και από μια διοίκηση με σταθερούς κανόνες λειτουργίας. Αυτό ακριβώς επιτεύχθηκε στην Δύση, όπου αναπτύχθηκε αυτός ο έλλογος Καπιταλισμός.
Να εξηγήσετε με δικά σας λόγια την τοποθέτηση του Μαξ Βέμπερ, σαν να επρόκειτο να την διδάξετε στην τάξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...