Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Ο Πλούταρχος (45 - 120) ήταν Έλληνας ιστορικός, βιογράφος και δοκιμιογράφος. Γεννημένος στη μικρή πόλη της Χαιρώνειας, στη Βοιωτία, πιθανώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου, ο Μέστριος Πλούταρχος ταξίδεψε πολύ στον μεσογειακό κόσμο της εποχής του και δύο φορές στη Ρώμη, (βλ. Plut. Demosth. 2.2, Plut. Otho 14.1-2, Plut. Otho 18.1). Είχε φίλους Ρωμαίους με ισχυρή επιρροή, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Soscius Senecio και ο Fundanus, και οι δύο σημαντικοί Συγκλητικοί, στους οποίους ήταν αφιερωμένα ορισμένα από τα ύστερα κείμενά του. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Χαιρώνεια, όπου λέγεται ότι μυήθηκε στα μυστήρια του Απόλλωνα. Ήταν πρεσβύτερος των ιερέων του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών, (βλ. Ηθικά 792F) όπου ήταν υπεύθυνος για την ερμηνεία των χρησμών της Πυθίας, αξίωμα που κράτησε για 29 έτη έως τον θάνατό του. Έζησε μια ιδιαίτερα δραστήρια κοινωνική και πολιτική ζωή, κατά τη διάρκεια της οποία παρήγαγε ένα απίστευτο σώμα κειμένων, που επιβίωσαν ως την εποχή μας. Εκτός από τα καθήκοντά του ως ιερέα του Δελφικού ναού, ο Πλούταρχος ήταν επίσης magistratus, δηλαδή άρχων (θέση παραπλήσια με αυτή του σημερινού δημάρχου), στη Χαιρώνεια και αντιπροσώπευσε την ιδιαίτερη πατρίδα του σε διάφορες αποστολές σε ξένες χώρες. Ο φίλος του Lucius Mestrius Florus, Ρωμαίος ύπατος, απέδωσε στον Πλούταρχο την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Αργότερα, όταν ήταν σε προχωρημένη ηλικία, ο αυτοκράτωρ Τραϊανός (κατ' άλλους ο Αδριανός) τον όρισε procurator, επίτροπο δηλαδή της Αχαΐας -μια θέση που του επέτρεπε να φέρει τα εμβλήματα και τα ενδύματα του Ρωμαίου ύπατου. Το πιο γνωστό του έργο είναι οι Βίοι Παράλληλοι, μια σειρά βιογραφιών διάσημων Ελλήνων και Ρωμαίων, διευθετημένων ανά ζεύγη, έτσι ώστε να δίνεται έμφαση στις κοινές ηθικές τους αξίες ή αποτυχίες. Οι διασωθέντες Βίοι περιλαμβάνουν 23 ζεύγη βιογραφιών, ενός Έλληνα και ενός Ρωμαίου , όπως επίσης και τέσσερις μεμονωμένους βίους. Στα περισσότερα από τα ζεύγη ακολουθεί σύγκριση των δύο προσωπικοτήτων. Όπως εξηγεί στην πρώτη παράγραφο του έργου του Βίος Αλεξάνδρου, ο Πλούταρχος δεν ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την ιστορία, αλλά διερευνούσε τους χαρακτήρες και το πεπρωμένο διάσημων ανδρών. Το έργο του Βίος Αλεξάνδρου είναι μία από τις πέντε δευτερογενείς πηγές για τον Μακεδόνα βασιλέα και περιλαμβάνει ανέκδοτα και περιγραφές περιστατικών που δεν περιλαμβάνονται σε καμία άλλη πηγή. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο βίος του Νουμά Πομπίλιου, ενός αρχαίου Ρωμαίου βασιλέα, περιέχει επίσης μοναδικές πληροφορίες για το πρώιμο ρωμαϊκό ημερολόγιο.
Το υπόλοιπο του έργου που επιβίωσε ενοποιήθηκε σε μία συλλογή με τον τίτλο Ηθικά. Πρόκειται για μια εκλεκτική συλλογή 183 πραγματειών και καταγραμμένων λόγων, (σώζονται 76)[1] στους οποίους περιλαμβάνεται: ως προεισαγωγή το , Περί παίδων αγωγής το Περί αρετής, Περί ειμαρμένης, Πως αν τις διακρίνειε τον κόλακα του φίλου το Περί τύχης και αρετής Αλεξάνδρου -σημαντικό συμπλήρωμα στον Βίο του μεγάλου στρατηγού- Περί Ίσιδος και Οσίριδος (σημαντική πηγή πληροφοριών για αιγυπτιακά τελετουργικά τυπικά και τον συγκερασμό τους με τις ελληνικές λατρείες), και το Περί της Ηροδότου κακοηθείας (το οποίο πιθανώς, όπως και οι λόγοι περί των κατορθωμάτων του Αλέξανδρου, ήταν ρητορική άσκηση), όπου ο Πλούταρχος ασκεί κριτική σ'αυτό που βλέπει ως συστηματική προκατάληψη στο έργο του πατέρα της ιστορίας, μαζί με άλλες φιλοσοφικές πραγματείες όπως το Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, Περί των υπό του θεού βραδέως τιμωρουμένων, Περί ευθυμίας, το Των επτά σοφών συμπόσιον, το Περί του ει εν τοις Δελφοίς, πυθαγόρεια συμβολική διατριβή, το Πολιτικά παραγγέλματα (το καθήκον του πολιτεύεσθαι) κ.α. Έγραψε επίσης και ελαφρότερα έργα, όπως το Οδυσσεύς και Γρύλλος, ένα χιουμοριστικό διάλογο ανάμεσα στον Οδυσσέα του Ομήρου και έναν από τους γητεμένους χοίρους της Κίρκης. Τα Ηθικά γράφτηκαν πρώτα, ενώ η συγγραφή των Βίων έγινε κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες της ζωής του Πλούταρχου. Κάποιες προσθέσεις στα Ηθικά περιλαμβάνουν αρκετά έργα γνωστά ως ψευδεπίγραφα: μεταξύ αυτών είναι το Βίοι Δέκα ρητόρων (βασισμένα στον Caecilius της Calacte), το Δοξασίες φιλοσόφων, το Περί μουσικής και το Περί μέτρων. Συγγραφέας των έργων αυτών θεωρείται ο ψευδο-Πλούταρχος, το αληθινό όνομα του οποίου δεν είναι γνωστό. Αν και οι σκέψεις που παρουσιάζονται δεν είναι του Πλούταρχου και αναφέρονται σε μία σχετικά υστερότερη εποχή, θεωρούνται κλασικές και έχουν ιστορική αξία.
Ο Φίλιππος Β΄ γεννήθηκε το 382 π.Χ. στην Πέλλα, ήταν τριτότοκος γιος του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄ και της Ευρυδίκης και ο ισχυρότερος και επιφανέστερος Έλληνας της εποχής του, ένας ηγέτης, σημαδεμένος από τις μάχες της νεότητας του. Mε μία σειρά θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων στο σύνολο της δομής του βασιλείου του κατάφερε να εισέλθει δυναμικά στο προσκήνιο των ελληνικών υποθέσεων στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Αφού αναδιοργάνωσε ριζικά το στρατό του, εισάγοντας μεταξύ άλλων τη σάρισα και επινοώντας καινούργιες τακτικές για τη φάλαγγα των οπλιτών, προχώρησε σε κεραυνοβόλες επιθετικές ενέργειες εναντίον των βόρειων, δυτικών και ανατολικών γειτόνων του. Ο αναγεννημένος στρατός πέτυχε τότε τις πρώτες του νίκες, εξουδετερώνοντας οριστικά τις ληστρικές επιδρομές των βαλκανικών λαών που περιέβαλλαν τη Μακεδονία. Δημιούργησε έτσι στη χερσόνησο του Αίμου ένα μεγάλο κράτος με σχέσεις συμμαχίας, υποτέλειας ή υποταγής με τους παρακάτω λαούς: Ιλλυριοί, Παίονες, Τριβαλλοί, Θράκες, Γέτες, Σκύθες. Όμως μόλις το 338 π.Χ., μετά την ιδιαίτερης σκληρότητας μάχη της Χαιρώνειας, κατάφερε ο Φίλιππος να ενώσει τους Έλληνες. Στη μάχη αυτή ο Φίλιππος μαζί με τον Αλέξανδρο, που διοικούσε ένα τμήμα του στρατού, αντιμετώπισε το συνασπισμό Αθηναίων, Θηβαίων και όλων σχεδόν των νότιων Ελλήνων και τους νίκησε. Ύστερα, με το συνέδριο της Κορίνθου, ένωσε τους Έλληνες και πολιτικά, εκτός από τη Σπάρτη, που επέλεξε την απομόνωση και τη συνεχή αντιπαράθεση με τους Μακεδόνες, και την ουδέτερη Κρήτη."
Στον νότο, ήδη από το 346 π.Χ, προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες με τη δύναμη της διπλωματίας για ένωση και κοινή εκστρατεία κατά των Περσών με κυριότερο σύμμαχο ως το 338 π.Χ. τη Θήβα, αλλά και με υπολογίσιμους αντιπάλους την Αθήνα και τη Σπάρτη. Κατά τη διάρκεια του Γ΄ Ιερού Πολέμου (355-352 π.Χ.) συγκρούστηκε με την ανερχόμενη δύναμη της Φωκίδας και τον τύραννο των Φερρών, και παρά τις αρχικές του αποτυχίες κατάφερε να τους νικήσει στη μάχη του Κρόκιου Πεδίου το 352 π.Χ. πετυχαίνοντας παράλληλα άλλες δύο νίκες στο στρατιωτικό και το διπλωματικό πεδίο: την υποταγή της Θεσσαλίας στη Μακεδονία (άρα και την ένταξη του περίφημου θεσσαλικού ιππικού στο στρατό του) και την αποδοχή της Μακεδονίας ως μέλους του Αμφικτυονικού Συνεδρίου των Δελφών, προβάλλοντας έτσι την Μακεδονία ως πρωταγωνιστική δύναμη σταθερότητας στα ελληνικά πράγματα. Όμως μόλις το 338 π.Χ., μετά την ιδιαίτερης σκληρότητας μάχη της Χαιρώνειας, κατάφερε ο Φίλιππος να ενώσει τους Έλληνες. Στη μάχη αυτή ο Φίλιππος μαζί με τον Αλέξανδρο, που διοικούσε ένα τμήμα του στρατού, αντιμετώπισε το συνασπισμό Αθηναίων, Θηβαίων και όλων σχεδόν των νότιων Ελλήνων και τους νίκησε. Ύστερα, με το συνέδριο της Κορίνθου, ένωσε τους Έλληνες και πολιτικά, εκτός από τη Σπάρτη, που επέλεξε την απομόνωση και τη συνεχή αντιπαράθεση με τους Μακεδόνες, και την ουδέτερη Κρήτη.
O Φίλιππος, έχοντας διώξει την Ολυμπιάδα, παντρεύτηκε μια Μακεδόνισσα πριγκίπισσα, την Κλεοπάτρα, ανιψιά του Αττάλου. Στο γαμήλιο γλέντι ο Άτταλος εύχεται στο ζευγάρι να αποκτήσει γρήγορα ένα νόμιμο διάδοχο (αποκαλώντας έμμεσα τον Αλέξανδρο νόθο). Ο Αλέξανδρος αδειάζει το ποτήρι του στο πρόσωπο του Αττάλου και ξεσπά ένας φοβερός καυγάς. Ο Φίλιππος, μεθυσμένος, τραβά το ξίφος του αλλά σκοντάφτει και πέφτει κάτω. Ο Αλέξανδρος σχολιάζει «δείτε τον άνθρωπο που θέλει να περάσει στην Ασία και δεν μπορεί να περάσει πάνω από ένα τραπέζι».Ο Αλέξανδρος και η Ολυμπιάδα καταφεύγουν στο σπίτι του πατέρα της στην Ήπειρο. Η φυγή του Αλέξανδρου χαλάει τα σχέδια του Φιλίππου, που δεν μπορεί να εκστρατεύσει χωρίς αντιβασιλέα. Ο Αλέξανδρος αργότερα γύρισε και ο Φίλιππος ξανάρχισε τα σχέδιά του στέλνοντας τον Ιούνιο του 336 π.Χ. στον Ελλήσποντο τον Άτταλο και τον Παρμενίωνα με 10.000 στρατό, για να προετοιμάσουν την εκστρατεία. Ακολούθως οργάνωσε τον εορτασμό για τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλιά των Μολοσσών, Αλέξανδρο Α΄, στο θέατρο των Αιγών. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, σε μια επίδειξη δύναμης ο Φίλιππος έκανε την είσοδό του στο θέατρο χωρίς την φρουρά του. Τότε όμως δολοφονήθηκε από έναν από τους πιο έμπιστους σωματοφύλακές του, τον Παυσανία. Ο Παυσανίας σκοτώθηκε λίγα λεπτά αργότερα από τους διώκτες του -Λεοννάτος μαζί με τον Περδίκκα-. Ο Αλέξανδρος και με την υποστήριξη του Αντίπατρου, που εκτελούσε χρέη "πρωθυπουργού" ανακηρύχθηκε από τον στρατό νέος βασιλιάς. Οι λόγοι και οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας δεν έγιναν γνωστοί. Φαίνεται όμως ότι είχε συνεργούς, πράγμα που στρέφει τις υποψίες είτε στους Πέρσες, που ήθελαν να αποτρέψουν την εισβολή στο κράτος τους, είτε στην Ολυμπιάδα, που αισθανόταν ταπεινωμένη επειδή ο Φίλιππος την είχε χωρίσει για μία νεότερη και ανιψιά του στρατηγού Αττάλου. Θα μπορούσαν όμως να είναι κάποιοι εσωτερικοί αντίπαλοι του Φιλίππου στην Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Στις 8 Νοεμβρίου 1977 ο αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος ανακοίνωσε την ανακάλυψη του ασύλητου τάφου του Φιλίππου Β΄ στην Βεργίνα της Ημαθίας, γεγονός που υπήρξε μείζων αρχαιολογική ανακάλυψη παγκοσμίως. Τα ευρήματα του τάφου αργότερα συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση «Αναζητώντας τον Αλέξανδρο» που έγινε σε τέσσερις πόλεις των Η.Π.Α. από το 1980 ως το 1982. Τον Μάρτιο του 2015, πιστοποιήθηκε ότι η σορός του τάφου Ι εμφανίζει οπή στο οστό του γονάτου. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, τρία χρόνια πρίν απο τη δολοφονία του Φιλίππου το 336 π.Χ., κατά τη διάρκεια μάχης, είχε τραυματιστεί από δόρυ που διαπέρασε το πόδι του. Το οστούν έχει επίσης υποστεί αγκύλωση μεταξύ της κνήμης και του μηρού, που δείχνει ότι το άτομο κούτσαινε, όπως και ο Φίλιππος μετά από τον τραυματισμό του.
Το φθινόπωρο του 332 π. Χ. ο στρατός των Μακεδόνων και λοιπών Ελλήνων - γύρω στις σαράντα χιλιάδες άνδρες - εισέβαλε στην Αίγυπτο, με αρχηγό τον νεαρό βασιλιά των Μακεδόνων, τον Αλέξανδρο. Δυο χρόνια νωρίτερα, ο μεγάλος στρατηλάτης των Ελλήνων είχε καταβάλει την κραταιή Περσική Αυτοκρατορία. Πριν φθάσει στην Αίγυπτο είχε κατατροπώσει τον στρατό που είχαν συγκεντρώσει οι Πέρσες σατράπες στον ποταμό Γρανικό, και τον στρατό των Περσών του οποίου ηγείτο ο ίδιος ο Μεγάλος Βασιλιάς των Περσών, στην Ιψό, στις ακτές της Συρίας. Μέχρι το Φθινόπωρο του 332 οι Πέρσες είχαν εξαφανιστεί από τις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, εκτός από την Αίγυπτο. Εκεί, ήταν αρχηγός ο σατράπης Μαζάκης, που αντικαθιστούσε τον σατράπη Σαβάκη που είχε φύγει για να πολεμήσει με τον Μεγάλο Βασιλιά στην Ιψό. Η κατάληψη της Αιγύπτου ήταν απαραίτητη για τον Μεγαλέξανδρο, όπως ήταν απαραίτητη και η Κυρήνη, δυτικότερα, για τα σχέδια που εκπονούσε, δηλαδή να εισβάλει στις χώρες της Δύσης. Οι εχθροί που θα αντιμετώπιζε εκεί ήταν πολύ ισχυροί στη θάλασσα και ο στόλος του – αυτός που είχε μέχρι τώρα – δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει. Ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει το πέρασμά του στη Δύση ήταν να ελέγχει όλα τα σημαντικά λιμάνια της ανατολικής και νότιας Μεσογείου, για να μην μπορεί ο εχθρός να ανασυγκροτηθεί και να ανεφοδιάσει τα πλοία του. Έτσι λοιπόν οι Έλληνες έβαλαν πόδι στην αρχαία χώρα των Φαραώ.
Οι Έλληνες στρατιώτες δεν ήταν εντελώς άγνωστοι στους Αιγύπτιους. Στις μέρες του Ηρόδοτου, ένα αιώνα πριν, οι Αιγύπτιοι έβλεπαν τους Έλληνες σαν ανεπιθύμητους ξένους. Στο μεταξύ όμως είχε μεσολαβήσει ο εθνικός τους αγώνας κατά των Περσών και οι Φαραώ είχαν ζητήσει την βοήθεια των Ελλήνων. Οι δυο λαοί, Αιγύπτιοι και Έλληνες είχαν πολεμήσει μαζί κατά του κοινού εχθρού. Μόλις δέκα χρόνια πριν την έλευση του Αλέξανδρου, ο τελευταίος Φαραώ – που οι Έλληνες ονόμασαν Νεκτανέβωνα32 – είχε εκθρονιστεί και οι Πέρσες είχαν εγκατασταθεί ξανά στην Αίγυπτο. Οι Έλληνες λοιπόν που έφθασαν στην Αίγυπτο με τον Μεγαλέξανδρο, ήταν για τους Αιγύπτιους γνωστοί και φίλοι: ήρθαν ελευθερωτές από τον Περσικό ζυγό. Ο αγώνας κατά των Περσών ήταν ακόμα σε εξέλιξη. Για τους Αιγύπτιους, οι Έλληνες ήταν φυσικοί σύμμαχοι. Η κατάρα της χώρας του Νείλου: ακραίες εξάρσεις ξενοφοβίας και ξενολατρίας, που ταλαιπωρούσαν πάντα – και ακόμα ταλαιπωρούν – την Αίγυπτο. Τώρα, οι Αιγύπτιοι δεν φαντάζονταν ότι οι Έλληνες δεν είχαν έλθει σαν φίλοι αλλά σαν κυρίαρχοι. Είχαν έρθει για να εγκαταστήσουν την κυριαρχία τους, πιο ισχυρή από εκείνη των Περσών. Από την ένδοξη χώρα του Νείλου είχαν περάσει πολλοί κατακτητές: οι Υξώς33, οι Αιθίοπες, οι Λίβυες, οι Πέρσες. Πάντα, στο τέλος, η Αίγυπτος τους έδιωχνε ή τους αφομοίωνε εντελώς. Ντόπιοι Φαραώ είχαν ξαναπάρει την εξουσία, η αρχαία παράδοση είχε αποκατασταθεί, η αρχαία γλώσσα είχε διατηρηθεί, η αρχαία θρησκεία είχε θριαμβεύσει. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά: από δω και πέρα -και φοβάμαι μέχρι το τέλος του χρόνου – δεν θα υπάρξει άλλος Αιγύπτιος Φαραώ στο θρόνο των Δυο Χωρών. Μετά τον Αλέξανδρο η Αίγυπτος και οι κάτοικοί της θα περνούσαν στη σφαίρα του Ελληνιστικού Κόσμου35. Θα ακολουθούσαν οι Ρωμαίοι, το Ισλάμ, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, και πάλι οι Άραβες... Η αρχαία γλώσσα, η παλιά θρησκεία, ο εκπληκτικός πολιτισμός, όλα αυτά που προσδιόριζαν την Αίγυπτο για τουλάχιστον πέντε χιλιάδες χρόνια, θα αντισταθούν μεν – χάρη στην επιμονή του ιερατείου – αλλά τελικά θα χαθούν36. Η Αίγυπτος των Φαραώ, οι θεοί της, ο πολιτισμός της, η τέχνη της θα παραμείνουν για πάντα θαμμένα στη άμμο της ερήμου και στη λάσπη του Νείλου. Στο μέλλον, θα αποκαλύπτονταν σε μας αργά και βασανιστικά. Τίποτα από όλα αυτά δεν γνώριζαν οι Αιγύπτιοι που καλωσόρισαν στη χώρα τους σαν απελευθερωτή τον Μεγαλέξανδρο το 332. Το καθεστώς των Περσών κατέρρευσε χωρίς να προβάλει καμιά αντίσταση. Όμως οι Αιγύπτιοι έπρεπε ίσως να είναι υποψιασμένοι: ένας τυχοδιώκτης Μακεδόνας, ο Αμύντας37 ο γιος του Ανδρομένη, που είχε πολεμήσει στο πλευρό των Περσών, είχε προσπαθήσει με οκτώ χιλιάδες άνδρες να εισβάλει στην Αίγυπτο. Οι Αιγύπτιοι, κατάλαβαν τότε από τις λεηλασίες του, ότι έπρεπε να τον εκδιώξουν, και το έκαναν. Τώρα όμως δεν μπορούσε ούτε καν να συζητηθεί αντίσταση κατά του Μεγαλέξανδρου. Ακόμα και ο Μαζάκης, ο τοποτηρητής Πέρσης σατράπης, διέταξε τις πόλεις, αρχίζοντας από το Πηλούσιο38, να ανοίξουν τις πύλες τους στο στρατό του Αλεξάνδρου. Αυτός, αφού τοποθέτησε φρουρά στην πόλη, ακολούθησε τον Νείλο και έφτασε πρώτα στην Ηλιούπολη39 και μετά στην Μέμφιδα40. Αν πιστέψουμε τον Κούρτιο41, ο Μαζάκης, στην Μέμφιδα, παρέδωσε στον Αλέξανδρο όλο το θησαυρό της πόλης, που ανερχόταν σε οκτακόσια τάλαντα και όλα τα καλά που βρίσκονταν στο παλάτι. Ο Μεγαλέξανδρος μπήκε στο παλάτι και κάθισε στο θρόνο των Φαραώ, κάτι που ούτε ο Μαζάκης είχε τολμήσει. Ο Κούρτιος (αν τον πιστέψουμε) λέει ότι ο Μεγαλέξανδρος ακολούθησε την τελετή ενθρόνισης των παλιών Φαραώ, στο ιερό του Φθα στη Μέμφιδα. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι η αφήγηση του Κούρτιου μπορεί να είναι ιστορική αλήθεια, αν λάβουμε υπόψη μας τόσο τον χαρακτήρα του Αλέξανδρου όσο και την κατάσταση στην Αίγυπτο, όπου οι μεν ντόπιοι τον έβλεπαν σαν ελευθερωτή οι δε Πέρσες, μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας τους, ζητούσαν τρόπο να αποσυρθούν. Το σίγουρο είναι ότι από δω και πέρα, ο Αλέξανδρος έδρασε σαν πραγματικός διάδοχος των Φαραώ. Ο Αλέξανδρος τίμησε εξαιρετικά τους αρχαίους θεούς της Αιγύπτου. Η συμπεριφορά του – σε αντίθεση με τους Πέρσες προκατόχους του, που σε μια έκρηξη θυμού είχαν προκαλέσει την τιμή των Αιγυπτίων σκοτώνοντας τον ιερό ταύρο Άπι – ήταν παραδειγματική: αμέσως μετά την άφιξή του στη Μέμφιδα (και αν πιστέψουμε την ιστορία του Κούρτιου), μετά την ενθρόνισή του προσέφερε θυσία προς τιμή των θεών της πόλης. Η θρησκεία των Περσών, ο Ζωροαστρισμός, τους επέβαλλε να περιφρονούν τις ειδωλολατρικές τελετές άλλων λαών. Οι Έλληνες όμως, που αισθάνονταν πραγματικά ανώτεροι από όλους τους βαρβάρους, τιμούσαν και σέβονταν τις παραδόσεις και τον πολιτισμό της αρχαίας Αιγύπτου. Η Αίγυπτος για τους Έλληνες ήταν η περίεργη χώρα των θαυμάτων. Τα Ομηρικά έπη, που όλοι ψιθύριζαν, μιλούσαν για την Αίγυπτο με θαυμασμό. Η τρομερή αρχαιότητα, τα πελώρια μνημεία, οι εντυπωσιακοί ναοί, η αρχαία τάξη που επιβίωνε για χιλιετηρίδες, η σοφία των ιερέων της, ασκούσαν στους Έλληνες μια ακαταμάχητη γοητεία. Όλοι σχεδόν οι σπουδαίοι Έλληνες είτε είχαν πράγματι επισκεφτεί την Αίγυπτο, είτε θα ήθελαν να την είχαν επισκεφτεί. Όλοι οι φυσικοί φιλόσοφοι είχαν ασχοληθεί με το θαύμα του Νείλου, που φουσκώνει κάθε χρόνο με ακρίβεια ρολογιού και γονιμοποιεί την απέραντη χώρα. Ο Ηρόδοτος, ο αγαπημένος των Ελλήνων της κλασσικής εποχής, τα είχε πει όλα. Ο Πλάτωνας την είχε θαυμάσει. Ο Πυθαγόρας είχε μελετήσει στην Αίγυπτο. Ακόμα και οι παλιοί Ίωνες φιλόσοφοι, ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Παρμενίδης, όλοι σχεδόν οι Προσωκρατικοί είχαν μαθητεύσει – κατά την παράδοση – στην Αίγυπτο, όπως και οι Ελεάτες και οι ατομικοί, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος. Όσο για τον ίδιο το Σωκράτη, φήμες τον ήθελαν Αιγύπτιο. Και τώρα οι Έλληνες βρίσκονταν κάτω από τους επιβλητικούς πυλώνες της απίστευτης αρχαίας Αιγυπτιακής παράδοσης, ανάμεσα στα φοινικόδεντρα και τις οάσεις, σε μια χώρα για την οποία οι πατεράδες και οι παππούδες τους είχαν μιλήσει με θαυμασμό. Και μάλιστα, οι Έλληνες βρίσκονταν εδώ όχι σαν απλοί επισκέπτες αλλά σαν κυρίαρχοι.
Ο Αλέξανδρος, μπορεί να προσέφερε θυσίες στους θεούς της Αιγύπτου, αλλά δεν λησμόνησε το ρόλο του: πρωταθλητής του Ελληνικού πνεύματος. Στην Μέμφιδα, μετά τις θυσίες στους ντόπιους θεούς, δεν παρέλειψε να οργανώσει γυμναστικούς και μουσικούς αγώνες, σύμφωνα με τα Ελληνικά έθιμα. Στους αγώνες πήραν μέρος οι πιο γνωστοί Έλληνες αθλητές, μουσικοί και ηθοποιοί από όλο τον κόσμο. Πώς έγινε να είναι παρόντες στην Μέμφιδα ακριβώς τη σωστή στιγμή; Μια μόνο εξήγηση υπάρχει: είχαν προσκληθεί εκ των προτέρων. Η ιστορία δίνει διάφορες εξηγήσεις. Ο Niese42 υποστηρίζει ότι ο Αλέξανδρος είχε συνεννοηθεί με τον Μαζάκη για την παράδοση της χώρας, πριν ακόμα ξεκινήσει την εισβολή του. Ο Mahaffy43 λέει ότι ο Αλέξανδρος τους είχε μαζί του γιατί ήξερε ότι θα έπαιρνε τη χώρα εύκολα και είχε προσχεδιάσει τις τελετές. Ίσως πάλι όλοι αυτοί οι αθλητές και οι αρτίστες να έτυχε να είναι στην Αίγυπτο γιατί στη Ναύκρατι γιόρταζαν οι Έλληνες τις ετήσιες γιορτές τους.
Από όσα έκανε ο Αλέξανδρος στην Αίγυπτο, το σημαντικότερο και πιο διαχρονικό ήταν η ίδρυση της Αλεξάνδρειας. Το καλοκαίρι του 332 ο Αλέξανδρος και ο στρατός του είχαν καταλάβει – και είχαν καταστρέψει - την Τύρο, το σημαντικότερο ίσως λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου. Ίσως ήθελε να φτιάξει ένα νέο μεγάλο λιμάνι στην περιοχή, μια νέα Τύρο. Επέλεξε να χτίσει τη νέα πόλη κοντά στην Ελληνική Ναύκρατι, εβδομήντα περίπου χλμ. από αυτήν, στο Κανωπικό στόμιο του Νείλου. Η επιλογή του σημείου της νέας πόλης ήταν στρατηγικά και εμπορικά σημαντική. Το Κανοπικό στόμιο ήταν μεγαλύτερο από το Πηλουσιακό, στο οποίο στριμώχνονταν οι Αιγυπτιακές παπυρένιες βάρκες για να μεταφέρουν τα προϊόντα της ανατολής. Εδώ έφταναν προϊόντα από τη Δύση, που ήταν σαφώς λιγότερα, και έφευγαν τα μεγάλα Ελληνικά καράβια για την Ελλάδα και την Ιωνία. Κοντά στη νέα πόλη ήταν το μικρό Αιγυπτιακό ψαροχώρι, η Ρακώτις, που ζούσαν οι ντόπιοι που χρειάζονταν για το χτίσιμο της πόλης. Και λίγο πιο πάνω ήταν οι πλούσιοι σε ασβεστόλιθο λόφοι όπου εύκολα με κανάλια θα μπορούσε να έρθει πόσιμο νερό από το Νείλο στην πόλη, χωρίς την πανταχού παρούσα λάσπη του Κανωπικού στομίου. Το σπουδαιότερο πλεονέκτημα της περιοχής ήταν η αμυντική διάταξη του φυσικού λιμανιού της: ένα μικρό νησί, που οι Έλληνες ονόμαζαν Φάρο, εμπόδιζε την ανεξέλεγκτη είσοδο μεγάλων πολεμικών πλοίων και μπορούσε να την φράξει εντελώς με αλυσίδες και σχοινιά. Λιμάνι ιδανικό για πολεμικό ναύσταθμο.
Ο Στράβων αφήνει να καταλάβουμε ότι η Αλεξάνδρεια, όταν την ίδρυσε ο Αλέξανδρος, ήταν ένα μικρό ψαροχώρι. Λέει λοιπόν ο Στράβων (17.5): “Οι παλιοί βασιλιάδες της Αιγύπτου, επειδή τους αρκούσαν όσα παρήγαγε η πατρίδα τους, και επειδή δεν επιθυμούσαν να εισάγουν προϊόντα από το εξωτερικό, δεν ήθελαν καθόλου τους ξένους, και ιδιαίτερα τους Έλληνες, γιατί λεηλατούσαν και καταλάμβαναν ξένες χώρες, αφού η δική τους ήταν άγονη. Είχαν λοιπόν [οι βασιλιάδες της Αιγύπτου] εγκαταστήσει εδώ [στο σημείο που τώρα βρίσκεται η Αλεξάνδρεια] μια στρατιωτική βάση για να διώχνει τους εισβολείς. Και είχαν παραχωρήσει στους στρατιώτες, για να μένουν, την περιοχή που ονόμαζαν Ρακώτιδα, που σήμερα είναι η Αλεξάνδρεια, πάνω από το λιμάνι, αλλά τότε ήταν χωριό. Την περιοχή γύρω από το χωριό την είχαν εμπιστευθεί σε βοσκούς, οι οποίοι επίσης βοηθούσαν στην απώθηση των ξένων”
Μπροστά από το σημείο που διάλεξε ο Αλέξανδρος, γύρω στο ένα ναυτικό μίλι από την ακτή, βρίσκεται το νησί που οι Έλληνες ονόμαζαν Φάρο. Έχει μήκος περίπου πέντε χιλιόμετρα και αποτελεί μέρος μιας σειράς μικρότερων νησιών. Ο Όμηρος λέει ότι στο νησί έρχονταν οι φώκιες για να ξεκουραστούν. Λέει επίσης ότι είχε ένα καλό λιμάνι. Αλλά, όταν ήρθε εδώ ο Αλέξανδρος, είχαν ήδη εγκατασταθεί μερικοί ψαράδες και πρώτος αυτός, ο Αλέξανδρος, και οι διάδοχοί του, οι Πτολεμαίοι, το μετέτρεψαν σε λιμάνι παγκόσμιου εμπορίου. Σχετικά πρόσφατα, ανακαλύφθηκαν κάτω από τη θάλασσα σημαντικές λιμενικές εγκαταστάσεις, οι οποίες μπορεί να ανήκουν και σε περιόδους πριν την έλευση του Αλέξανδρου. Μερικοί αρχαιολόγοι (με πρώτο τον Γάλλο Gaston Jondet) πιστεύουν ότι οι εγκαταστάσεις αυτές είναι από την εποχή του Ραμσή του Μεγάλου44. Το μεγαλύτερο μέρος της Αλεξάνδρειας της εποχής του Αλεξάνδρου και των Πτολεμαίων είναι τώρα βυθισμένο κάτω από τη θάλασσα, γεγονός που δυσκολεύει την αρχαιολογική σκαπάνη. Ο Μεγαλέξανδρος, από όσα μπορούμε να ξέρουμε, ίδρυσε την πόλη βάσει του πολεοδομικού σχεδίου σε σχήμα παραλληλογράμμου, που είχε εκπονήσει εκατό χρόνια πριν, για τις νέες πόλεις ο Μιλήσιος αρχιτέκτονας Ιππόδαμος45. Ο αρχιτέκτονας του Αλέξανδρου ήταν ο Δεινοκράτης ο Ρόδιος. Η πόλη είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να σχηματίζει μακρόστενο παραλληλόγραμμο κατά μήκος του ισθμού που υπάρχει ανάμεσα στη λίμνη Μαρεώτιδα και τη Μεσόγειο θάλασσα. Οι πρώτοι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας ήσαν Έλληνες και Μακεδόνες, χωρίς να γνωρίζουμε πώς ο Αλέξανδρος κατάφερε να πείσει ολόκληρες οικογένειες από τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα να μετοικήσουν στη νέα πόλη. Αργότερα, οι ντόπιοι αποτέλεσαν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της. Βρέθηκαν επιγραφές που αφήνουν να εννοηθεί ότι μεγάλος αριθμός ντόπιων από την γειτονική Κάνωβο48 υποχρεώθηκαν να μετακομίσουν εκεί. Λίγους αιώνες αργότερα, βρίσκουμε στην Αλεξάνδρεια σημαντικό αριθμό Εβραίων κατοίκων. Ο Ιώσηπος49 (2.17) λέει ότι ο Αλέξανδρος ενεθάρρυνε την εγκατάσταση Εβραίων στην Αλεξάνδρεια και ότι τους έδωσε πλήρη δικαιώματα πολιτών. Αλλά κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται πουθενά αλλού. Εξάλλου, δεν υπήρχε λόγος για τον Αλέξανδρο να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Εβραίους και να τους προσκαλέσει στην Αλεξάνδρεια, ούτε υπάρχει προηγούμενο για κάτι τέτοιο. Την εποχή εκείνη, οι Εβραίοι δεν ήταν αυτό που αργότερα έγιναν: έμποροι και τραπεζίτες. Ο Ιώσηπος, τον 1ο αιώνα μ. Χ., λέει (1.60): “δεν είμαστε λαός εμπόρων”.
Ένα άλλο γεγονός που σημάδεψε την παραμονή του Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο το χειμώνα 330/331 είναι η επίσκεψή του στο ιερό του Άμμωνα . Το πρώτο ερώτημα που γεννιέται είναι γιατί ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επισκεφθεί μια τόσο απομακρυσμένη περιοχή. Το ταξίδι από την Κοιλάδα του Νείλου μέχρι την όαση διαρκούσε τουλάχιστον είκοσι μέρες. Και στην κοιλάδα του Νείλου υπήρχαν πολύ πιο εντυπωσιακά και μεγαλοπρεπή μνημεία. Η πειστικότερη απάντηση στο ερώτημα αυτό φαίνεται να είναι ότι ήθελε να επισκεφτεί το μαντείο του Άμμωνος-Ρα, που για πολλούς αιώνες ήταν για τους Έλληνες ένα από τα σημαντικότερα στην γνωστή οικουμένη. Πριν από τον Αλέξανδρο, το είχε επισκεφτεί ο Κροίσος, ο οποίος είχε επισκεφτεί όλα τα σημαντικά μαντεία στην Ελλάδα του 6ου π. Χ. αιώνα. Ο Πίνδαρος είχε αφιερώσει έναν ύμνο προς τιμή του Άμμωνα. Μαθαίνουμε ότι οι Έλληνες – Ελεάτες, Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Ίωνες – είχαν στείλει πρεσβείες στο μαντείο, πριν από τον Αλέξανδρο, για να πάρουν χρησμούς σχετικά με σημαντικά ερωτήματα των πόλεών τους. Ο Ευριπίδης μιλάει για την “άνομβρη θέση του Άμμωνα”, ότι είναι μια οικεία στους Έλληνες περιοχή, όπου καταφεύγει όποιος θέλει να μάθει τη θέληση των θεών Στη μυθολογία, ο Ηρακλής και ο Περσέας είχαν επισκεφθεί το μαντείο, πριν τολμήσουν τις επικίνδυνες αποστολές τους. Ο Καλλισθένης52 (που ήταν τώρα ή είχε υπάρξει στο παρελθόν στενός φίλος του Αλέξανδρου, και ίσως να πήγε μαζί του στη Σίβα) επιβεβαιώνει ότι ο Αλέξανδρος αποφάσισε να ταξιδέψει στη Σίβα από θαυμασμό για τους δυο μεγάλους ήρωες της Ελλάδας, τον Ηρακλή και τον Περσέα53. Κι όποιος νομίζει ότι ένα τέτοιο κίνητρο για ένα τέτοιο ταξίδι δεν ταιριάζει στο πρακτικό μυαλό ενός αποφασιστικού στρατηλάτη σαν τον Αλέξανδρο, τότε δεν έχει μελετήσει αρκετά τον χαρακτήρα του. Γεννιέται βέβαια εδώ ένα ερώτημα, αλλά δεν είναι “γιατί ο Αλέξανδρος επισκέφτηκε την Σίβα;” αλλά “γιατί αυτό το τόσο απομακρυσμένο ιερό, με την τόσο δύσκολη πρόσβαση, ασκούσε τέτοια έλξη στους Έλληνες;”.
Αναμφίβολα, οι ιερείς στο μαντείο είχαν πράγματι θεοποιήσει τον Αλέξανδρο κατά την επίσκεψή του εκεί. Αυτό ήταν εξάλλου μια συνηθισμένη πρακτική: όλοι οι Φαραώ από την Τρίτη Δυναστεία και μετά είχαν ανακηρυχθεί γιοι του Άμμωνα-Ρα. Και σύμφωνα με τη γνωστή φόρμουλα, ο θεός έδινε στους Φαραώ-γιους του “όλες τις χώρες και όλους τους λαούς, μέχρι την περιφέρεια του ήλιου”. Φαίνεται ότι η διαδικασία ήταν η ίδια που ακολουθούσαν από παλιά. Ίσως ο Αλέξανδρος, που ήθελε να πάρει τη θέση των Φαραώ, να είχε εξαρχής την πρόθεση να επισκεφτεί το μαντείο για να πάρει και επίσημα το χρησμό-χρίσμα των ιερέων, όπως έκαναν και οι παλιοί Φαραώ. Ίσως πάλι, οι ιερείς του μαντείου να ήταν υποχρεωμένοι να ανακηρύξουν θεό αυτόν που είχε ήδη αναλάβει το θρόνο της Αιγύπτου, και ο οποίος, αν και ξένος, είχε έρθει να τους ζητήσει το χρησμό τους, σε αντίθεση με τους επί εκατόν πενήντα περίπου χρόνια ξένους καταχτητές της χώρας, δηλαδή τους Πέρσες, που είχαν απόλυτα περιφρονήσει τις παραδόσεις της χώρας. Και οι Αιγύπτιοι ιερείς ήταν οι κατεξοχήν τηρητές των παραδόσεων. Για πέντε χιλιάδες χρόνια. Το περίεργο δεν είναι ότι ο Αλέξανδρος πήγε στο μαντείο του Άμμωνα για να ανακηρυχθεί από τους ιερείς γιος του θεού, αλλά ότι την ανακήρυξη αυτή την δέχτηκαν οι Έλληνες και ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος συνέχισε να επικαλείται τον τίτλο του αυτόν και σε χώρες που ο Άμμων δεν είχε απολύτως καμιά αξία: στην Ασία, μέχρι τις Ινδίες, σε χώρες όπου δεν συνήθιζαν να συνδέουν τους βασιλιάδες τους με τις θεότητές τους, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Αιγύπτιοι. Δεν είναι καθόλου σίγουρο αν οι άνθρωποι που ήταν μαζί του στις εκστρατείες, Μακεδόνες και λοιποί Έλληνες, έπαιρναν τις αιτιάσεις αυτές στα σοβαρά, ή απλά τις ανέχονταν γιατί το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι τουλάχιστον οι Έλληνες κορόιδευαν τους ισχυρισμούς αυτούς του Αλέξανδρου. Πάντως όχι οι Έλληνες που ήταν κοντά του στις εκστρατείες61. Μετά τον θάνατό του, οι Διάδοχοι, στη Μικρά Ασία, στη Βαβυλώνα, στη Συρία, εξακολουθούσαν να τον αποκαλούν γιο του Δία, χωρίς όμως να πείθουν τους ντόπιους πληθυσμούς. Μόνο στην Αίγυπτο ο Αλέξανδρος θεοποιήθηκε και μετά το θάνατό του.
Ο Αλέξανδρος άφησε την Αίγυπτο οργανωμένη επαρχία της αυτοκρατορίας του. Ο Αρριανός (3.5) λέει ότι “Διόρισε δυο Αιγύπτιους, νομάρχες για [όλη] την Αίγυπτο, τον Δολόασπι και τον Πετέεσι64 και διαμοίρασε όλη τη χώρα σε αυτούς, αλλά όταν παραιτήθηκε ο Πετέεσις, ο Δολόασπις ανέλαβε όλη την εξουσία και έγινε αντιβασιλέας σε όλη την Αίγυπτο. Διοικητές της Μακεδονικής φρουράς (φρουράχους των πεζετέρων και αργυράσπιδων) διόρισε στην Μέμφιδα τον Πανταλέωντα από την Πύδνα και στο Πηλούσιο τον Πολέμωνα από την Πέλλα και σαν στρατηγό των μισθοφόρων τον Λουκίδα από την Αιτωλία. Και σαν γραμματέα των μισθοφόρων τον Εύγνωστο, το γιο του Ξενοφάντη, που ήταν ένας από τους εταίρους [στενούς συνεργάτες] του Αλέξανδρου και σαν επισκόπους [επιτηρητές] σε όλους αυτούς τον Αισχύλο και τον Έφιππο από τη Χαλκίδα. Κυβερνήτη της γειτονικής Λιβύης διόρισε τον Απολλώνιο, το γιο του Χαρίνου και της Αραβίας, από την Ηρώων Πόλη, τον Κλεομένη από την Ναυκράτιδα και έδωσε εντολές σε αυτούς να αφήσουν τους ντόπιους νομάρχες να διοικήσουν τις περιοχές τους σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα της χώρας, αλλά να εισπράττουν από αυτούς τους φόρους που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν. Διόρισε τον Πευκέστα και τον Βάλακρο (δυο από τους πιο διακεκριμένους Μακεδόνες) στρατηγούς του στρατού και έφυγε από την Αίγυπτο διορίζοντας ναύαρχο τον Πολέμωνα το γιο του Θεραμένη... Λένε ότι διαμοίρασε την εξουσία στην Αίγυπτο σε πολλούς γιατί τον είχε ξαφνιάσει η στρατιωτική δύναμη της χώρας και δεν πίστευε ότι ένας άνδρας μόνος του θα μπορούσε να κυβερνήσει” Η οργάνωση αυτή της Αιγύπτου, που είχε σχεδιάσει και υλοποιήσει ο Αλέξανδρος, δεν επρόκειτο να διαρκέσει για πολύ. Ενώ ακόμα ζούσε ο Αλέξανδρος, όλη η εξουσία στην Αίγυπτο είχε συγκεντρωθεί στα χέρια ενός ανθρώπου: του Έλληνα Κλεομένη από τη Ναυκράτιδα, ο οποίος είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αλεξάνδρεια. Το σύστημα διακυβέρνησης που είχε ορίσει ο Αλέξανδρος δεν φαίνεται να ευδοκίμησε, εξαρχής, και εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Το νέο σύστημα διακυβέρνησης που επέβαλαν οι διάδοχοι του Αλέξανδρου, οι Πτολεμαίοι, ήταν εντελώς διαφορετικό. Από ότι μπορούμε να συμπεράνουμε στα κείμενα του Αρριανού, ο Αλέξανδρος ήθελε να υπάρχει πολλαπλός έλεγχος της εξουσίας σε κάθε βαθμίδα: διαμοίρασε ακόμα και την ανώτατη στρατιωτική εξουσία σε δυο άνδρες, στον Πευκέστα και στον Βάλακρο. Ο Κλεομένης έπρεπε να συγκεντρώνει τους φόρους, αλλά η είσπραξή τους είχε αφεθεί στους νομάρχες. Το ανώτερο αξίωμα που έδωσε ο Αλέξανδρος σε δυο Αιγύπτιους, ήταν κάτι που οι Πτολεμαίοι κατάργησαν αμέσως. Αιγύπτιοι κατείχαν υψηλές θέσεις εξουσίας μόνο προς το τέλος της Δυναστείας των Πτολεμαίων.
Η Ελληνιστική περίοδος (323 - 30 π.Χ.) αφορά την ελληνική ιστορία και την ιστορία των άλλων εθνοτήτων της Ανατολής αλλά και τη ρωμαϊκή ιστορία μετά το Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο. Το όνομα της εποχής αυτής δημιουργήθηκε από τον Ντρόυζεν με βάση τον όρο 'ελληνιστής', που χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη (Πράξεις 6,1) για να δηλώσει τους ελληνομαθείς Ιουδαίους, και δηλώνει την ευρεία εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού.Ασυμφωνία υπάρχει τόσο ως προς την έναρξη όσο και προς τη λήξη της περιόδου. Άλλοι ιστορικοί θέτουν ως έναρξη τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. μετά την οποία οι Ελληνικές πόλεις απώλεσαν την ελευθερία και αυτονομία τους. Άλλοι θέτουν την αρχή της περιόδου λίγα έτη αργότερα με την έναρξη της εκστρατείας του Αλεξάνδρου. Οι πιο πολλοί θέτουν ως αρχή της περιόδου τον θάνατο του Μεγάλου στρατηλάτη το 323 π.Χ. μετά τον οποίο άρχισαν να ιδρύονται τα πολυπολιτισμικά ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής. Αν και παλαιότερα θεωρούνταν ότι αλλοιώθηκε ο προγενέστερος πολιτισμός της κλασικής περιόδου, αυτός αντικαταστάθηκε από τον ελληνιστικό πολιτισμό. Ως προς τη λήξη της περιόδου άλλοι την τοποθετούν στο 146 π.Χ. και άλλοι στο 30 π.Χ. οπότε συμβαίνει η κατάλυση και του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου, αυτού των Πτολεμαίων, από τους Ρωμαίους.
Η ελληνιστική εποχή αρχίζει με τους Πολέμους των Διαδόχων μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνει με την κατάκτηση της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου από τη Ρώμη (30 π.Χ.). Ανάμεσα στη βίαιη αρχή και το αιματηρό τέλος μεσολαβούν διαρκείς πόλεμοι, οφειλόμενοι σε εδαφικές διεκδικήσεις πόλεων, επεκτατικές βλέψεις βασιλέων, βαρβαρικές εισβολές, εμφύλιες διαμάχες και την επεκτατική πολιτική της Ρώμης. Αν αναζητούσαμε μια μόνο φράση για να εκφράσει τη σημασία του πολέμου για μια παραμελημένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, δεν θα είχαμε καλύτερη επιλογή από μια φράση του Ηρακλείτου: Πατήρ πάντων πόλεμος.
Ο χώρος εξάπλωσης του ελληνισμού την περίοδο αυτή είναι αυτός που δημιουργήθηκε ως συνέπεια του Β’ ελληνικού αποικισμού και όπως διευρύνθηκε με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου Ήταν μία περίοδος ανανέωσης, κατά την οποία οι Έλληνες συναντάν τους πολιτισμούς της Ανατολής (αιγυπτιακός, μεσοποταμιακός, περσικός, ινδικός, φοινικικός, συριακός, γηγενείς μικρασιατικοί πολιτισμοί, κ.α.) με τους οποίους βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, από την οποία προκύπτει ο ελληνιστικός. Η ελληνιστική κοινή, δηλαδή τα απλοποιημένα ελληνικά κυριαρχούν σε όλη την ανατολική Mεσόγειο και αναδεικνύονται στη διεθνή γλώσσα της εποχής αυτής. Είναι η εποχή των μεγάλων ελληνιστικών μοναρχιών και των συμπολιτειών, αλλά και της παρακμής και της πτώσης του πολιτικού συστήματος που είχε κυριαρχήσει και ακμάσει στην μητροπολιτική Ελλάδα και στις αποικίες της για περίπου 5 αιώνες, της πόλης-κράτους. Την περίοδο αυτή τα πολιτεύματα που κυριαρχούν είναι βασιλεία ή δυναστεία στα όρια των ελληνιστικών βασιλείων, ενώ η ανατολική Μεσόγειος γίνεται ο χώρος δράσης και κυριαρχίας της Ρώμης, με χρονική τομή το 200 π.Χ. έτος έναρξης του Β’ καρχηδονιακού πολέμου. Το μάθημα αυτό παρακολουθεί την ιστορική εξέλιξη του ελληνικού και εξελληνισμένου κόσμου από την εποχή που ο Αλέξανδρος ηγήθηκε μιας πανελλήνιας συμμαχίας για τον τελικό πόλεμο κατά των Περσών (334 π.Χ.) ως την εποχή που ένας ρωμαίος φιλέλληνας αυτοκράτορας ίδρυσε το Πανελλήνιον, ένα συνέδριο που φιλοδοξούσε να συνενώσει όλους τους Έλληνες (132 μ.Χ.). Παραδοσιακά, η ελληνιστική εποχή τελειώνει με την κατάλυση του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου, της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου, το 30 π.Χ. Στο μάθημα αυτό όμως θεωρούμε ότι και οι δύο πρώτοι αιώνες της αυτοκρατορικής εποχής αποτελούν άμεση συνέχεια των εξελίξεων που εγκαινιάζονται με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου. Για αυτή τη χρονική περίοδο εισάγουμε τον όρο «Μακρά Ελληνιστική Εποχή». Στο μάθημα εξετάζονται τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα που δημιούργησαν τον ελληνιστικό κόσμο και οδήγησαν στην οργάνωση των ελληνιστικών βασιλείων. Παρουσιάζονται οι ατέρμονες πόλεμοι των κρατών, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν μια εισβολή Γαλατών και το πώς βασίλεια και ομοσπονδίες προκαλούν ρωμαϊκές επεμβάσεις μέχρι την οριστική κατάκτηση της Ελλάδας. Παράλληλα με την περιληπτική αφήγηση των βασικών σταθμών της ιστορικής πορείας των ελληνιστικών κρατών ως την κατάλυση της ανεξαρτησίας τους και την ένταξή τους στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θα εξεταστούν βασικά στοιχεία των πολιτικών θεσμών, της κοινωνίας, του πολιτισμού και της θρησκείας, όπως η τεράστια διάδοση πόλεων και η παράλληλη υποχώρηση των δημοκρατικών πολιτευμάτων, η άνοδος μιας τάξης «πρώτων» και «αρίστων» ανδρών που εκμεταλλευόμενοι τον πλούτο και τις ευεργεσίες τους μονοπωλούν την εξουσία, οι βασικές κοινωνικές συγκρούσεις και οι αλλαγές στη θέση των δούλων και των γυναικών, η αναζήτηση προσωπικής επαφής με το θείο και η διάδοση νέων θρησκειών. Στην περίοδο που εξετάζει το μάθημα αυτό, η ελληνική γλώσσα γίνεται και παραμένει γλώσσα επικοινωνίας και ο ελληνικός πολιτισμός, σε σύζευξη με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μετασχηματίζεται σταδιακά σε έναν οικουμενικό πολιτισμό. Η περίοδος αυτή είναι όμως και μια περίοδος πρώιμης παγκοσμιοποίησης. Πολλά φαινόμενα, όπως η δημιουργία μεγάλων αστικών κέντρων, ο κοσμοπολιτισμός, η τεχνολογική ανάπτυξη, η πολυπολιτισμικότητα, η ηγεμονία μεγάλων δυνάμεων, η υπονόμευση δημοκρατικών θεσμών, η θεατρική συμπεριφορά πολιτικών προσώπων, η μετανάστευση και η θρησκευτική αναζήτηση, δίνουν πολλά ερεθίσματα για σύγχρονο προβληματισμό. Ο Πλούταρχος (45 - 120) ήταν Έλληνας ιστορικός, βιογράφος και δοκιμιογράφος. Γεννημένος στη μικρή πόλη της Χαιρώνειας, στη Βοιωτία, πιθανώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου, ο Μέστριος Πλούταρχος ταξίδεψε πολύ στον μεσογειακό κόσμο της εποχής του και δύο φορές στη Ρώμη, (βλ. Plut. Demosth. 2.2, Plut. Otho 14.1-2, Plut. Otho 18.1). Είχε φίλους Ρωμαίους με ισχυρή επιρροή, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Soscius Senecio και ο Fundanus, και οι δύο σημαντικοί Συγκλητικοί, στους οποίους ήταν αφιερωμένα ορισμένα από τα ύστερα κείμενά του. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Χαιρώνεια, όπου λέγεται ότι μυήθηκε στα μυστήρια του Απόλλωνα. Ήταν πρεσβύτερος των ιερέων του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών, (βλ. Ηθικά 792F) όπου ήταν υπεύθυνος για την ερμηνεία των χρησμών της Πυθίας, αξίωμα που κράτησε για 29 έτη έως τον θάνατό του. Έζησε μια ιδιαίτερα δραστήρια κοινωνική και πολιτική ζωή, κατά τη διάρκεια της οποία παρήγαγε ένα απίστευτο σώμα κειμένων, που επιβίωσαν ως την εποχή μας. Εκτός από τα καθήκοντά του ως ιερέα του Δελφικού ναού, ο Πλούταρχος ήταν επίσης magistratus, δηλαδή άρχων (θέση παραπλήσια με αυτή του σημερινού δημάρχου), στη Χαιρώνεια και αντιπροσώπευσε την ιδιαίτερη πατρίδα του σε διάφορες αποστολές σε ξένες χώρες. Ο φίλος του Lucius Mestrius Florus, Ρωμαίος ύπατος, απέδωσε στον Πλούταρχο την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Αργότερα, όταν ήταν σε προχωρημένη ηλικία, ο αυτοκράτωρ Τραϊανός (κατ' άλλους ο Αδριανός) τον όρισε procurator, επίτροπο δηλαδή της Αχαΐας -μια θέση που του επέτρεπε να φέρει τα εμβλήματα και τα ενδύματα του Ρωμαίου ύπατου. Το πιο γνωστό του έργο είναι οι Βίοι Παράλληλοι, μια σειρά βιογραφιών διάσημων Ελλήνων και Ρωμαίων, διευθετημένων ανά ζεύγη, έτσι ώστε να δίνεται έμφαση στις κοινές ηθικές τους αξίες ή αποτυχίες. Οι διασωθέντες Βίοι περιλαμβάνουν 23 ζεύγη βιογραφιών, ενός Έλληνα και ενός Ρωμαίου , όπως επίσης και τέσσερις μεμονωμένους βίους. Στα περισσότερα από τα ζεύγη ακολουθεί σύγκριση των δύο προσωπικοτήτων. Όπως εξηγεί στην πρώτη παράγραφο του έργου του Βίος Αλεξάνδρου, ο Πλούταρχος δεν ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την ιστορία, αλλά διερευνούσε τους χαρακτήρες και το πεπρωμένο διάσημων ανδρών. Το έργο του Βίος Αλεξάνδρου είναι μία από τις πέντε δευτερογενείς πηγές για τον Μακεδόνα βασιλέα και περιλαμβάνει ανέκδοτα και περιγραφές περιστατικών που δεν περιλαμβάνονται σε καμία άλλη πηγή. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο βίος του Νουμά Πομπίλιου, ενός αρχαίου Ρωμαίου βασιλέα, περιέχει επίσης μοναδικές πληροφορίες για το πρώιμο ρωμαϊκό ημερολόγιο. Οι βιογραφούμενοι είναι : Σόλων - Ποπλικόλας Θεμιστοκλής - Κάμιλλος Θησεύς - Ρωμύλος Λυκούργος - Νουμάς Πομπίλιος Περικλής - Φάβιος Μάξιμος Αριστείδης - Κάτων Πελοπίδας - Μαρκέλος Άγις, Κλεομένης - Τιβέριος, Γάιος Γράκχος Αιμίλος Παύλος - Τιμολέων Δίων - Βρούτος Κίμων - Λεύκιος Λούκουλος Πύρρος - Γάιος Μάριος Φιλοποίμην - Τίτος Φλαμίνιος Νικίας - Κράσσος Φωκίων - Κάτων ο νεότερος Αλέξανδρος - Ιούλιος Καίσαρ Δημοσθένης - Κικέρων Λύσανδρος - Σύλλας Αγησίλαος - Πομπήιος Ευμένης - Σερτώριος Δημήτριος - Μάρκος Αντώνιος Άρατος και Αρταξέρξης - Γάλβας και Όθων Το υπόλοιπο του έργου που επιβίωσε ενοποιήθηκε σε μία συλλογή με τον τίτλο Ηθικά. Πρόκειται για μια εκλεκτική συλλογή 183 πραγματειών και καταγραμμένων λόγων, (σώζονται 76)[1] στους οποίους περιλαμβάνεται: ως προεισαγωγή το , Περί παίδων αγωγής το Περί αρετής, Περί ειμαρμένης, Πως αν τις διακρίνειε τον κόλακα του φίλου το Περί τύχης και αρετής Αλεξάνδρου -σημαντικό συμπλήρωμα στον Βίο του μεγάλου στρατηγού- Περί Ίσιδος και Οσίριδος (σημαντική πηγή πληροφοριών για αιγυπτιακά τελετουργικά τυπικά και τον συγκερασμό τους με τις ελληνικές λατρείες), και το Περί της Ηροδότου κακοηθείας (το οποίο πιθανώς, όπως και οι λόγοι περί των κατορθωμάτων του Αλέξανδρου, ήταν ρητορική άσκηση), όπου ο Πλούταρχος ασκεί κριτική σ'αυτό που βλέπει ως συστηματική προκατάληψη στο έργο του πατέρα της ιστορίας, μαζί με άλλες φιλοσοφικές πραγματείες όπως το Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, Περί των υπό του θεού βραδέως τιμωρουμένων, Περί ευθυμίας, το Των επτά σοφών Συμπόσιον, το Περί του ει εν τοις Δελφοίς, Πυθαγόρεια Συμβολική Διατριβή, το Πολιτικά παραγγέλματα (το καθήκον του πολιτεύεσθαι) κ.α. Έγραψε επίσης και ελαφρότερα έργα, όπως το Οδυσσεύς και Γρύλλος, ένα χιουμοριστικό διάλογο ανάμεσα στον Οδυσσέα του Ομήρου και έναν από τους γητεμένους χοίρους της Κίρκης. Τα Ηθικά γράφτηκαν πρώτα, ενώ η συγγραφή των Βίων έγινε κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες της ζωής του Πλούταρχου. Κάποιες προσθέσεις στα Ηθικά περιλαμβάνουν αρκετά έργα γνωστά ως ψευδεπίγραφα: μεταξύ αυτών είναι το Βίοι Δέκα ρητόρων (βασισμένα στον Caecilius της Calacte), το Δοξασίες φιλοσόφων, το Περί μουσικής και το Περί μέτρων. Συγγραφέας των έργων αυτών θεωρείται ο ψευδο-Πλούταρχος, το αληθινό όνομα του οποίου δεν είναι γνωστό. Αν και οι σκέψεις που παρουσιάζονται δεν είναι του Πλούταρχου και αναφέρονται σε μία σχετικά υστερότερη εποχή, θεωρούνται κλασικές και έχουν ιστορική αξία. Ο Φίλιππος Β΄ γεννήθηκε το 382 π.Χ. στην Πέλλα, ήταν τριτότοκος γιος του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄ και της Ευρυδίκης και ο ισχυρότερος και επιφανέστερος Έλληνας της εποχής του, ένας ηγέτης, σημαδεμένος από τις μάχες της νεότητας του. Mε μία σειρά θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων στο σύνολο της δομής του βασιλείου του κατάφερε να εισέλθει δυναμικά στο προσκήνιο των ελληνικών υποθέσεων στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Αφού αναδιοργάνωσε ριζικά το στρατό του, εισάγοντας μεταξύ άλλων τη σάρισα και επινοώντας καινούργιες τακτικές για τη φάλαγγα των οπλιτών, προχώρησε σε κεραυνοβόλες επιθετικές ενέργειες εναντίον των βόρειων, δυτικών και ανατολικών γειτόνων του. Ο αναγεννημένος στρατός πέτυχε τότε τις πρώτες του νίκες, εξουδετερώνοντας οριστικά τις ληστρικές επιδρομές των βαλκανικών λαών που περιέβαλλαν τη Μακεδονία. Δημιούργησε έτσι στη χερσόνησο του Αίμου ένα μεγάλο κράτος με σχέσεις συμμαχίας, υποτέλειας ή υποταγής με τους παρακάτω λαούς: Ιλλυριοί, Παίονες, Τριβαλλοί, Θράκες, Γέτες, Σκύθες. Όμως μόλις το 338 π.Χ., μετά την ιδιαίτερης σκληρότητας μάχη της Χαιρώνειας, κατάφερε ο Φίλιππος να ενώσει τους Έλληνες. Στη μάχη αυτή ο Φίλιππος μαζί με τον Αλέξανδρο, που διοικούσε ένα τμήμα του στρατού, αντιμετώπισε το συνασπισμό Αθηναίων, Θηβαίων και όλων σχεδόν των νότιων Ελλήνων και τους νίκησε. Ύστερα, με το συνέδριο της Κορίνθου, ένωσε τους Έλληνες και πολιτικά, εκτός από τη Σπάρτη, που επέλεξε την απομόνωση και τη συνεχή αντιπαράθεση με τους Μακεδόνες, και την ουδέτερη Κρήτη." Στον νότο, ήδη από το 346 π.Χ, προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες με τη δύναμη της διπλωματίας για ένωση και κοινή εκστρατεία κατά των Περσών με κυριότερο σύμμαχο ως το 338 π.Χ. τη Θήβα, αλλά και με υπολογίσιμους αντιπάλους την Αθήνα και τη Σπάρτη. Κατά τη διάρκεια του Γ΄ Ιερού Πολέμου (355-352 π.Χ.) συγκρούστηκε με την ανερχόμενη δύναμη της Φωκίδας και τον τύραννο των Φερρών, και παρά τις αρχικές του αποτυχίες κατάφερε να τους νικήσει στη μάχη του Κρόκιου Πεδίου το 352 π.Χ. πετυχαίνοντας παράλληλα άλλες δύο νίκες στο στρατιωτικό και το διπλωματικό πεδίο: την υποταγή της Θεσσαλίας στη Μακεδονία (άρα και την ένταξη του περίφημου θεσσαλικού ιππικού στο στρατό του) και την αποδοχή της Μακεδονίας ως μέλους του Αμφικτυονικού Συνεδρίου των Δελφών, προβάλλοντας έτσι την Μακεδονία ως πρωταγωνιστική δύναμη σταθερότητας στα ελληνικά πράγματα. Όμως μόλις το 338 π.Χ., μετά την ιδιαίτερης σκληρότητας μάχη της Χαιρώνειας, κατάφερε ο Φίλιππος να ενώσει τους Έλληνες. Στη μάχη αυτή ο Φίλιππος μαζί με τον Αλέξανδρο, που διοικούσε ένα τμήμα του στρατού, αντιμετώπισε το συνασπισμό Αθηναίων, Θηβαίων και όλων σχεδόν των νότιων Ελλήνων και τους νίκησε. Ύστερα, με το συνέδριο της Κορίνθου, ένωσε τους Έλληνες και πολιτικά, εκτός από τη Σπάρτη, που επέλεξε την απομόνωση και τη συνεχή αντιπαράθεση με τους Μακεδόνες, και την ουδέτερη Κρήτη. O Φίλιππος, έχοντας διώξει την Ολυμπιάδα, παντρεύτηκε μια Μακεδόνισσα πριγκίπισσα, την Κλεοπάτρα, ανιψιά του Αττάλου. Στο γαμήλιο γλέντι ο Άτταλος εύχεται στο ζευγάρι να αποκτήσει γρήγορα ένα νόμιμο διάδοχο (αποκαλώντας έμμεσα τον Αλέξανδρο νόθο). Ο Αλέξανδρος αδειάζει το ποτήρι του στο πρόσωπο του Αττάλου και ξεσπά ένας φοβερός καυγάς. Ο Φίλιππος, μεθυσμένος, τραβά το ξίφος του αλλά σκοντάφτει και πέφτει κάτω. Ο Αλέξανδρος σχολιάζει «δείτε τον άνθρωπο που θέλει να περάσει στην Ασία και δεν μπορεί να περάσει πάνω από ένα τραπέζι».Ο Αλέξανδρος και η Ολυμπιάδα καταφεύγουν στο σπίτι του πατέρα της στην Ήπειρο. Η φυγή του Αλέξανδρου χαλάει τα σχέδια του Φιλίππου, που δεν μπορεί να εκστρατεύσει χωρίς αντιβασιλέα. Ο Αλέξανδρος αργότερα γύρισε και ο Φίλιππος ξανάρχισε τα σχέδιά του στέλνοντας τον Ιούνιο του 336 π.Χ. στον Ελλήσποντο τον Άτταλο και τον Παρμενίωνα με 10.000 στρατό, για να προετοιμάσουν την εκστρατεία. Ακολούθως οργάνωσε τον εορτασμό για τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλιά των Μολοσσών, Αλέξανδρο Α΄, στο θέατρο των Αιγών. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, σε μια επίδειξη δύναμης ο Φίλιππος έκανε την είσοδό του στο θέατρο χωρίς την φρουρά του. Τότε όμως δολοφονήθηκε από έναν από τους πιο έμπιστους σωματοφύλακές του, τον Παυσανία. Ο Παυσανίας σκοτώθηκε λίγα λεπτά αργότερα από τους διώκτες του -Λεοννάτος μαζί με τον Περδίκκα-. Ο Αλέξανδρος και με την υποστήριξη του Αντίπατρου, που εκτελούσε χρέη "πρωθυπουργού" ανακηρύχθηκε από τον στρατό νέος βασιλιάς. Οι λόγοι και οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας δεν έγιναν γνωστοί. Φαίνεται όμως ότι είχε συνεργούς, πράγμα που στρέφει τις υποψίες είτε στους Πέρσες, που ήθελαν να αποτρέψουν την εισβολή στο κράτος τους, είτε στην Ολυμπιάδα, που αισθανόταν ταπεινωμένη επειδή ο Φίλιππος την είχε χωρίσει για μία νεότερη και ανιψιά του στρατηγού Αττάλου. Θα μπορούσαν όμως να είναι κάποιοι εσωτερικοί αντίπαλοι του Φιλίππου στην Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα. Στις 8 Νοεμβρίου, 1977, ο αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος ανακοίνωσε την ανακάλυψη του ασύλητου τάφου του Φιλίππου Β΄ στην Βεργίνα της Ημαθίας, γεγονός που υπήρξε μείζων αρχαιολογική ανακάλυψη παγκοσμίως. Τα ευρήματα του τάφου αργότερα συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση «Αναζητώντας τον Αλέξανδρο» που έγινε σε τέσσερις πόλεις των Η.Π.Α. από το 1980 ως το 1982. Η ταυτοποίηση του τάφου αμφισβητήθηκε, συχνά στην Αμερική και την Ιταλία, από το 1978 και από Έλληνες αρχαιολόγους και συνεχίζει να αμφισβητείται ακόμη και σήμερα. Ο αναπληρωτής καθηγητής αρχαιολογίας Παναγιώτης Φάκλαρης υποστηρίζει ότι οι τάφοι στην Βεργίνα δεν είναι βασιλικοί, καθώς το βασιλικό νεκροταφείο βρίσκεται στις Αιγές. Από ορισμένους αρχαιολόγους υποστηρίχθηκε ότι ο νεκρός είναι ο Φίλιππος Γ΄ ο Αρριδαίος που δολοφονήθηκε το 317 πΧ. Ο Μ. Χατζόπουλος, συνοψίζει όλον τον σχετικό επιστημονικό διάλογο έως το 2008, κλίνοντας υπέρ της εκδοχής του Φιλίππου Β' και σημειώνοντας ότι η συζήτηση για τη χρονολόγηση του τάφου συσκοτίστηκε από την επιδίωξη δημοσιότητας, πολιτικές ατζέντες, προσωπικές διαφορές και έλλειψη κοινής λογικής, τα οποία οδήγησαν κάποιους σε «σειρά από αμφίβολες υπο-χρονολογήσεις».. Μετά από τις αμφισβητήσεις έγινε επανεξέταση από Βρετανούς ειδικούς των οστών που βρέθηκαν στον τάφο, η οποία απορρίπτει την εκδοχή του Φιλίππου Γ’ Αριδαίου. Μεταγενέστερη κριτική εξέταση των επιχειρημάτων έως το 2011 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σίγουρα ο τάφος δεν ανήκει στον Φίλιππο ΙΙΙ Αριδαίο και ότι αυτή η άποψη μπορεί να απορριφθεί από τη σύγχρονη επιστήμη. Τον Μάρτιο του 2015, πιστοποιήθηκε ότι η σορός του τάφου Ι εμφανίζει οπή στο οστό του γονάτου. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, τρία χρόνια πρίν απο τη δολοφονία του Φιλίππου το 336 π.Χ., κατά τη διάρκεια μάχης, είχε τραυματιστεί από δόρυ που διαπέρασε το πόδι του. Το οστούν έχει επίσης υποστεί αγκύλωση μεταξύ της κνήμης και του μηρού, που δείχνει ότι το άτομο κούτσαινε, όπως και ο Φίλιππος μετά τον τραυματισμό του. Το φθινόπωρο του 332 π. Χ. ο στρατός των Μακεδόνων και λοιπών Ελλήνων - γύρω στις σαράντα χιλιάδες άνδρες - εισέβαλε στην Αίγυπτο, με αρχηγό τον νεαρό βασιλιά των Μακεδόνων, τον Αλέξανδρο. Δυο χρόνια νωρίτερα, ο μεγάλος στρατηλάτης των Ελλήνων είχε καταβάλει την κραταιή Περσική Αυτοκρατορία. Πριν φθάσει στην Αίγυπτο είχε κατατροπώσει τον στρατό που είχαν συγκεντρώσει οι Πέρσες σατράπες στον ποταμό Γρανικό, και τον στρατό των Περσών του οποίου ηγείτο ο ίδιος ο Μεγάλος Βασιλιάς των Περσών, στην Ιψό, στις ακτές της Συρίας. Μέχρι το Φθινόπωρο του 332 οι Πέρσες είχαν εξαφανιστεί από τις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, εκτός από την Αίγυπτο. Εκεί, ήταν αρχηγός ο σατράπης Μαζάκης, που αντικαθιστούσε τον σατράπη Σαβάκη που είχε φύγει για να πολεμήσει με τον Μεγάλο Βασιλιά στην Ιψό. Η κατάληψη της Αιγύπτου ήταν απαραίτητη για τον Μεγαλέξανδρο, όπως ήταν απαραίτητη και η Κυρήνη, δυτικότερα, για τα σχέδια που εκπονούσε, δηλαδή να εισβάλει στις χώρες της Δύσης. Οι εχθροί που θα αντιμετώπιζε εκεί ήταν πολύ ισχυροί στη θάλασσα και ο στόλος του – αυτός που είχε μέχρι τώρα – δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει. Ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει το πέρασμά του στη Δύση ήταν να ελέγχει όλα τα σημαντικά λιμάνια της ανατολικής και νότιας Μεσογείου, για να μην μπορεί ο εχθρός να ανασυγκροτηθεί και να ανεφοδιάσει τα πλοία του. Έτσι λοιπόν οι Έλληνες έβαλαν πόδι στην αρχαία χώρα των Φαραώ. Οι Έλληνες στρατιώτες δεν ήταν εντελώς άγνωστοι στους Αιγύπτιους. Στις μέρες του Ηρόδοτου, ένα αιώνα πριν, οι Αιγύπτιοι έβλεπαν τους Έλληνες σαν ανεπιθύμητους ξένους. Στο μεταξύ όμως είχε μεσολαβήσει ο εθνικός τους αγώνας κατά των Περσών και οι Φαραώ είχαν ζητήσει την βοήθεια των Ελλήνων. Οι δυο λαοί, Αιγύπτιοι και Έλληνες είχαν πολεμήσει μαζί κατά του κοινού εχθρού. Μόλις δέκα χρόνια πριν την έλευση του Αλέξανδρου, ο τελευταίος Φαραώ – που οι Έλληνες ονόμασαν Νεκτανέβωνα32 – είχε εκθρονιστεί και οι Πέρσες είχαν εγκατασταθεί ξανά στην Αίγυπτο. Οι Έλληνες λοιπόν που έφθασαν στην Αίγυπτο με τον Μεγαλέξανδρο, ήταν για τους Αιγύπτιους γνωστοί και φίλοι: ήρθαν ελευθερωτές από τον Περσικό ζυγό. Ο αγώνας κατά των Περσών ήταν ακόμα σε εξέλιξη. Για τους Αιγύπτιους, οι Έλληνες ήταν φυσικοί σύμμαχοι. Η κατάρα της χώρας του Νείλου: ακραίες εξάρσεις ξενοφοβίας και ξενολατρείας, που ταλαιπωρούσαν πάντα – και ακόμα ταλαιπωρούν – την Αίγυπτο. Τώρα, οι Αιγύπτιοι δεν φαντάζονταν ότι οι Έλληνες δεν είχαν έλθει σαν φίλοι αλλά σαν κυρίαρχοι. Είχαν έρθει για να εγκαταστήσουν την κυριαρχία τους, πιο ισχυρή από εκείνη των Περσών. Από την ένδοξη χώρα του Νείλου είχαν περάσει πολλοί κατακτητές: οι Υξώς33, οι Αιθίοπες, οι Λίβυες, οι Πέρσες. Πάντα, στο τέλος, η Αίγυπτος τους έδιωχνε ή τους αφομοίωνε εντελώς. Ντόπιοι Φαραώ είχαν ξαναπάρει την εξουσία, η αρχαία παράδοση είχε αποκατασταθεί, η αρχαία γλώσσα είχε διατηρηθεί, η αρχαία θρησκεία είχε θριαμβεύσει. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά: από δω και πέρα -και φοβάμαι μέχρι το τέλος του χρόνου – δεν θα υπάρξει άλλος Αιγύπτιος Φαραώ στο θρόνο των Δυο Χωρών34. Μετά τον Αλέξανδρο η Αίγυπτος και οι κάτοικοί της θα περνούσαν στη σφαίρα του Ελληνιστικού Κόσμου35. Θα ακολουθούσαν οι Ρωμαίοι, το Ισλάμ, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, και πάλι οι Άραβες... Η αρχαία γλώσσα, η παλιά θρησκεία, ο εκπληκτικός πολιτισμός, όλα αυτά που προσδιόριζαν την Αίγυπτο για τουλάχιστον πέντε χιλιάδες χρόνια, θα αντισταθούν μεν – χάρη στην επιμονή του ιερατείου – αλλά τελικά θα χαθούν36. Η Αίγυπτος των Φαραώ, οι θεοί της, ο πολιτισμός της, η τέχνη της θα παραμείνουν για πάντα θαμμένα στη άμμο της ερήμου και στη λάσπη του Νείλου. Στο μέλλον, θα αποκαλύπτονταν σε μας αργά και βασανιστικά. Τίποτα από όλα αυτά δεν γνώριζαν οι Αιγύπτιοι που καλωσόρισαν στη χώρα τους σαν απελευθερωτή τον Μεγαλέξανδρο το 332. Το καθεστώς των Περσών κατέρρευσε χωρίς να προβάλει καμιά αντίσταση. Όμως οι Αιγύπτιοι έπρεπε ίσως να είναι υποψιασμένοι: ένας τυχοδιώκτης Μακεδόνας, ο Αμύντας, γιος του Ανδρομένη, που είχε πολεμήσει στο πλευρό των Περσών, είχε προσπαθήσει με οκτώ χιλιάδες άνδρες να εισβάλει στην Αίγυπτο. Οι Αιγύπτιοι, κατάλαβαν τότε από τις λεηλασίες του, ότι έπρεπε να τον εκδιώξουν, και το έκαναν. Τώρα όμως δεν μπορούσε ούτε καν να συζητηθεί αντίσταση κατά του Μεγαλέξανδρου. Ακόμα και ο Μαζάκης, ο τοποτηρητής Πέρσης σατράπης, διέταξε τις πόλεις, αρχίζοντας από το Πηλούσιο, να ανοίξουν τις πύλες τους στο στρατό του Αλεξάνδρου. Αυτός, αφού τοποθέτησε φρουρά στην πόλη, ακολούθησε τον Νείλο και έφτασε πρώτα στην Ηλιούπολη39 και μετά στην Μέμφιδα. Αν πιστέψουμε τον Κούρτιο41, ο Μαζάκης, στην Μέμφιδα, παρέδωσε στον Αλέξανδρο όλο το θησαυρό της πόλης, που ανερχόταν σε οκτακόσια τάλαντα και όλα τα καλά που βρίσκονταν στο παλάτι. Ο Μεγαλέξανδρος μπήκε στο παλάτι και κάθισε στο θρόνο των Φαραώ, κάτι που ούτε ο Μαζάκης είχε τολμήσει. Ο Κούρτιος (αν τον πιστέψουμε) λέει ότι ο Μεγαλέξανδρος ακολούθησε την τελετή ενθρόνισης των παλιών Φαραώ, στο ιερό του Φθα στη Μέμφιδα. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι η αφήγηση του Κούρτιου μπορεί να είναι ιστορική αλήθεια, αν λάβουμε υπόψη μας τόσο τον χαρακτήρα του Αλέξανδρου όσο και την κατάσταση στην Αίγυπτο, όπου οι μεν ντόπιοι τον έβλεπαν σαν ελευθερωτή οι δε Πέρσες, μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας τους, ζητούσαν τρόπο να αποσυρθούν. Το σίγουρο είναι ότι από δω και πέρα, ο Αλέξανδρος έδρασε σαν πραγματικός διάδοχος των Φαραώ. Ένας μύθος από τον τρίτο μ. Χ. αιώνα λέει ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν γιος του Φαραώ Νεκτανέβωνα, ο οποίος πήρε τη μορφή όφεως και γονιμοποίησε τη σύζυγο του Φίλιππου του Μακεδόνα. Δεν αποκλείεται ο μύθος να κρύβει κάποια αλήθεια! Ο Αλέξανδρος τίμησε εξαιρετικά τους αρχαίους θεούς της Αιγύπτου. Η συμπεριφορά του – σε αντίθεση με τους Πέρσες προκατόχους του, που σε μια έκρηξη θυμού είχαν προκαλέσει την τιμή των Αιγυπτίων σκοτώνοντας τον ιερό ταύρο Άπι – ήταν παραδειγματική: αμέσως μετά την άφιξή του στη Μέμφιδα (και αν πιστέψουμε την ιστορία του Κούρτιου), μετά την ενθρόνισή του προσέφερε θυσία προς τιμή των θεών της πόλης. Η θρησκεία των Περσών, ο Ζωροαστρισμός, τους επέβαλλε να περιφρονούν τις ειδωλολατρικές τελετές άλλων λαών. Οι Έλληνες όμως, που αισθάνονταν πραγματικά ανώτεροι από όλους τους βαρβάρους, τιμούσαν και σέβονταν τις παραδόσεις και τον πολιτισμό της αρχαίας Αιγύπτου. Η Αίγυπτος για τους Έλληνες ήταν η περίεργη χώρα των θαυμάτων. Τα Ομηρικά έπη, που όλοι ψιθύριζαν, μιλούσαν για την Αίγυπτο με θαυμασμό. Η τρομερή αρχαιότητα, τα πελώρια μνημεία, οι εντυπωσιακοί ναοί, η αρχαία τάξη που επιβίωνε για χιλιετηρίδες, η σοφία των ιερέων της, ασκούσαν στους Έλληνες μια ακαταμάχητη γοητεία. Όλοι σχεδόν οι σπουδαίοι Έλληνες είτε είχαν πράγματι επισκεφτεί την Αίγυπτο, είτε θα ήθελαν να την είχαν επισκεφτεί. Όλοι οι φυσικοί φιλόσοφοι είχαν ασχοληθεί με το θαύμα του Νείλου, που φουσκώνει κάθε χρόνο με ακρίβεια ρολογιού και γονιμοποιεί την απέραντη χώρα. Ο Ηρόδοτος, ο αγαπημένος των Ελλήνων της κλασσικής εποχής, τα είχε πει όλα. Ο Πλάτωνας την είχε θαυμάσει. Ο Πυθαγόρας είχε μελετήσει στην Αίγυπτο. Ακόμα και οι παλιοί Ίωνες φιλόσοφοι, ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Παρμενίδης, όλοι σχεδόν οι Προσωκρατικοί είχαν μαθητεύσει – κατά την παράδοση – στην Αίγυπτο, όπως και οι Ελεάτες και οι ατομικοί, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος. Όσο για τον ίδιο το Σωκράτη, φήμες τον ήθελαν Αιγύπτιο... Και τώρα οι Έλληνες βρίσκονταν κάτω από τους επιβλητικούς πυλώνες της απίστευτης αρχαίας Αιγυπτιακής παράδοσης, ανάμεσα στα φοινικόδεντρα και τις οάσεις, σε μια χώρα για την οποία οι πατεράδες και οι παππούδες τους είχαν μιλήσει με θαυμασμό. Και μάλιστα, οι Έλληνες βρίσκονταν εδώ όχι σαν απλοί επισκέπτες αλλά σαν κυρίαρχοι. Ο Αλέξανδρος, μπορεί να προσέφερε θυσίες στους θεούς της Αιγύπτου, αλλά δεν λησμόνησε το ρόλο του: πρωταθλητής του Ελληνικού πνεύματος. Στην Μέμφιδα, μετά τις θυσίες στους ντόπιους θεούς, δεν παρέλειψε να οργανώσει γυμναστικούς και μουσικούς αγώνες, σύμφωνα με τα Ελληνικά έθιμα. Στους αγώνες πήραν μέρος οι πιο γνωστοί Έλληνες αθλητές, μουσικοί και ηθοποιοί από όλο τον κόσμο. Πώς έγινε να είναι παρόντες στην Μέμφιδα ακριβώς τη σωστή στιγμή; Μια μόνο εξήγηση υπάρχει: είχαν προσκληθεί εκ των προτέρων. Η ιστορία δίνει διάφορες εξηγήσεις. Ο Niese υποστηρίζει ότι ο Αλέξανδρος είχε συνεννοηθεί με τον Μαζάκη για την παράδοση της χώρας, πριν ακόμα ξεκινήσει την εισβολή του. Ο Mahaffy λέει ότι ο Αλέξανδρος τους είχε μαζί του γιατί ήξερε ότι θα έπαιρνε τη χώρα εύκολα και είχε προσχεδιάσει τις τελετές. Ίσως πάλι όλοι αυτοί οι αθλητές και οι αρτίστες να έτυχε να είναι στην Αίγυπτο γιατί στη Ναύκρατι γιόρταζαν οι Έλληνες τις ετήσιες γιορτές τους. Από όσα έκανε ο Αλέξανδρος στην Αίγυπτο, το σημαντικότερο και πιο διαχρονικό ήταν η ίδρυση της Αλεξάνδρειας. Το καλοκαίρι του 332 ο Αλέξανδρος και ο στρατός του είχαν καταλάβει – και είχαν καταστρέψει - την Τύρο, το σημαντικότερο ίσως λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου. Ίσως ήθελε να φτιάξει ένα νέο μεγάλο λιμάνι στην περιοχή, μια νέα Τύρο. Επέλεξε να χτίσει τη νέα πόλη κοντά στην Ελληνική Ναύκρατι, εβδομήντα περίπου χλμ. από αυτήν, στο Κανωπικό στόμιο του Νείλου. Η επιλογή του σημείου της νέας πόλης ήταν στρατηγικά και εμπορικά σημαντική. Το Κανοπικό στόμιο ήταν μεγαλύτερο από το Πηλουσιακό, στο οποίο στριμώχνονταν οι Αιγυπτιακές παπυρένιες βάρκες για να μεταφέρουν τα προϊόντα της ανατολής. Εδώ έφταναν προϊόντα από τη Δύση, που ήταν σαφώς λιγότερα, και έφευγαν τα μεγάλα Ελληνικά καράβια για την Ελλάδα και την Ιωνία. Κοντά στη νέα πόλη ήταν το μικρό Αιγυπτιακό ψαροχώρι, η Ρακώτις, που ζούσαν οι ντόπιοι που χρειάζονταν για το χτίσιμο της πόλης. Και λίγο πιο πάνω ήταν οι πλούσιοι σε ασβεστόλιθο λόφοι όπου εύκολα με κανάλια θα μπορούσε να έρθει πόσιμο νερό από το Νείλο στην πόλη, χωρίς την πανταχού παρούσα λάσπη του Κανωπικού στομίου. Το σπουδαιότερο πλεονέκτημα της περιοχής ήταν η αμυντική διάταξη του φυσικού λιμανιού της: ένα μικρό νησί, που οι Έλληνες ονόμαζαν Φάρο, εμπόδιζε την ανεξέλεγκτη είσοδο μεγάλων πολεμικών πλοίων και μπορούσε να την φράξει εντελώς με αλυσίδες και σχοινιά. Λιμάνι ιδανικό για πολεμικό ναύσταθμο. Ο Στράβων αφήνει να καταλάβουμε ότι η Αλεξάνδρεια, όταν την ίδρυσε ο Αλέξανδρος, ήταν ένα μικρό ψαροχώρι. Λέει λοιπόν ο Στράβων (17.5): “Οι παλιοί βασιλιάδες της Αιγύπτου, επειδή τους αρκούσαν όσα παρήγαγε η πατρίδα τους, και επειδή δεν επιθυμούσαν να εισάγουν προϊόντα από το εξωτερικό, δεν ήθελαν καθόλου τους ξένους, και ιδιαίτερα τους Έλληνες, γιατί λεηλατούσαν και καταλάμβαναν ξένες χώρες, αφού η δική τους ήταν άγονη. Είχαν λοιπόν [οι βασιλιάδες της Αιγύπτου] εγκαταστήσει εδώ [στο σημείο που τώρα βρίσκεται η Αλεξάνδρεια] μια στρατιωτική βάση για να διώχνει τους εισβολείς. Και είχαν παραχωρήσει στους στρατιώτες, για να μένουν, την περιοχή που ονόμαζαν Ρακώτιδα, που σήμερα είναι η Αλεξάνδρεια, πάνω από το λιμάνι, αλλά τότε ήταν χωριό. Την περιοχή γύρω από το χωριό την είχαν εμπιστευθεί σε βοσκούς, οι οποίοι επίσης βοηθούσαν στην απώθηση των ξένων” Μπροστά από το σημείο που διάλεξε ο Αλέξανδρος, γύρω στο ένα ναυτικό μίλι από την ακτή, βρίσκεται το νησί που οι Έλληνες ονόμαζαν Φάρο. Έχει μήκος περίπου πέντε χιλιόμετρα και αποτελεί μέρος μιας σειράς μικρότερων νησιών. Ο Όμηρος λέει ότι στο νησί έρχονταν οι φώκιες για να ξεκουραστούν. Λέει επίσης ότι είχε ένα καλό λιμάνι. Αλλά, όταν ήρθε εδώ ο Αλέξανδρος, είχαν ήδη εγκατασταθεί μερικοί ψαράδες και πρώτος αυτός, ο Αλέξανδρος, και οι διάδοχοί του, οι Πτολεμαίοι, το μετέτρεψαν σε λιμάνι παγκόσμιου εμπορίου. Σχετικά πρόσφατα, ανακαλύφθηκαν κάτω από τη θάλασσα σημαντικές λιμενικές εγκαταστάσεις, οι οποίες μπορεί να ανήκουν και σε περιόδους πριν την έλευση του Αλέξανδρου. Μερικοί αρχαιολόγοι (με πρώτο τον Γάλλο Gaston Jondet) πιστεύουν ότι οι εγκαταστάσεις αυτές είναι από την εποχή του Ραμσή του Μεγάλου. Το μεγαλύτερο μέρος της Αλεξάνδρειας της εποχής του Αλεξάνδρου και των Πτολεμαίων είναι τώρα βυθισμένο κάτω από τη θάλασσα, γεγονός που δυσκολεύει την αρχαιολογική σκαπάνη. Ο Μεγαλέξανδρος, από όσα μπορούμε να ξέρουμε, ίδρυσε την πόλη βάσει του πολεοδομικού σχεδίου σε σχήμα παραλληλογράμμου, που είχε εκπονήσει εκατό χρόνια πριν, για τις νέες πόλεις ο Μιλήσιος αρχιτέκτονας Ιππόδαμος. Ο αρχιτέκτονας του Αλέξανδρου ήταν ο Δεινοκράτης ο Ρόδιος. Η πόλη είχε σχεδιαστεί να σχηματίζει μακρόστενο παραλληλόγραμμο κατά μήκος του ισθμού που υπάρχει ανάμεσα στη λίμνη Μαρεώτιδα και τη Μεσόγειο θάλασσα. Οι τελετές ίδρυσης της πόλης έγιναν την 25η μέρα του μήνα Τύβιου, που αντιστοιχεί περίπου στη δική μας 20η Ιανουαρίου του έτους 331 π. Χ. Οι πρώτοι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας ήταν Έλληνες και Μακεδόνες, χωρίς να γνωρίζουμε πώς ο Αλέξανδρος κατάφερε να πείσει ολόκληρες οικογένειες από τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα να μετοικήσουν στη νέα πόλη. Αργότερα, οι ντόπιοι αποτέλεσαν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της. Βρέθηκαν επιγραφές που αφήνουν να εννοηθεί ότι μεγάλος αριθμός ντόπιων από την γειτονική Κάνωβο48 υποχρεώθηκαν να μετακομίσουν εκεί. Λίγους αιώνες αργότερα, βρίσκουμε στην Αλεξάνδρεια σημαντικό αριθμό Εβραίων κατοίκων. Ο Ιώσηπος (2.17) λέει ότι ο Αλέξανδρος ενεθάρρυνε την εγκατάσταση Εβραίων στην Αλεξάνδρεια και ότι τους έδωσε πλήρη δικαιώματα πολιτών. Αλλά κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται πουθενά αλλού. Εξάλλου, δεν υπήρχε λόγος για τον Αλέξανδρο να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Εβραίους και να τους προσκαλέσει στην Αλεξάνδρεια, ούτε υπάρχει προηγούμενο για κάτι τέτοιο. Την εποχή εκείνη, οι Εβραίοι δεν ήταν αυτό που αργότερα έγιναν: έμποροι και τραπεζίτες. Ο Ιώσηπος, τον 1ο αιώνα μ. Χ., λέει (1.60): “δεν είμαστε λαός εμπόρων”. Ένα άλλο γεγονός που σημάδεψε την παραμονή του Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο τον χειμώνα 330/331 είναι η επίσκεψή του στο ιερό του Άμμωνα στην έρημο της Σίβα. Το πρώτο ερώτημα που γεννιέται είναι γιατί ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επισκεφθεί μια τόσο απομακρυσμένη περιοχή. Το ταξίδι από την Κοιλάδα του Νείλου μέχρι την όαση διαρκούσε τουλάχιστον είκοσι μέρες. Και στην κοιλάδα του Νείλου υπήρχαν πολύ πιο εντυπωσιακά και μεγαλοπρεπή μνημεία. Η πειστικότερη απάντηση στο ερώτημα αυτό φαίνεται να είναι ότι ήθελε να επισκεφτεί το μαντείο του Άμμωνος-Ρα, που για πολλούς αιώνες ήταν για τους Έλληνες ένα από τα σημαντικότερα στην γνωστή οικουμένη. Πριν από τον Αλέξανδρο, το είχε επισκεφτεί ο Κροίσος, ο οποίος είχε επισκεφτεί όλα τα σημαντικά μαντεία στην Ελλάδα του 6ου π. Χ. αιώνα. Ο Πίνδαρος είχε αφιερώσει έναν ύμνο προς τιμή του Άμμωνα. Μαθαίνουμε ότι οι Έλληνες – Ελεάτες, Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Ίωνες – είχαν στείλει πρεσβείες στο μαντείο, πριν από τον Αλέξανδρο, για να πάρουν χρησμούς σχετικά με σημαντικά ερωτήματα των πόλεών τους. Ο Ευριπίδης μιλάει για την “άνομβρη θέση του Άμμωνα”, ότι είναι μια οικεία στους Έλληνες περιοχή, όπου καταφεύγει όποιος θέλει να μάθει τη θέληση των θεών. Στη μυθολογία, ο Ηρακλής και ο Περσέας είχαν επισκεφθεί το μαντείο, πριν τολμήσουν τις επικίνδυνες αποστολές τους. Ο Καλλισθένης52 (που ήταν τώρα ή είχε υπάρξει στο παρελθόν στενός φίλος του Αλέξανδρου, και ίσως να πήγε μαζί του στη Σίβα) επιβεβαιώνει ότι ο Αλέξανδρος αποφάσισε να ταξιδέψει στη Σίβα από θαυμασμό για τους δυο μεγάλους ήρωες της Ελλάδας, τον Ηρακλή και τον Περσέα53. Κι όποιος νομίζει ότι ένα τέτοιο κίνητρο για ένα τέτοιο ταξίδι δεν ταιριάζει στο πρακτικό μυαλό ενός αποφασιστικού στρατηλάτη σαν τον Αλέξανδρο, τότε δεν έχει μελετήσει αρκετά τον χαρακτήρα του. Γεννιέται βέβαια εδώ ένα ερώτημα, αλλά δεν είναι “γιατί ο Αλέξανδρος επισκέφτηκε την Σίβα;” αλλά “γιατί αυτό το τόσο απομακρυσμένο ιερό, με την τόσο δύσκολη πρόσβαση, ασκούσε τέτοια έλξη στους Έλληνες;”. Φαίνεται ότι το κύρος του μαντείου του Άμμωνος-Ρα στην Σίβα είχε σχέσει με την Ελληνική αποικία της Κυρήνης, λίγο δυτικότερα, στις ακτές της Αφρικής. Η Κυρήνη διατηρούσε ακατάπαυστα εμπορικές σχέσεις με τις άλλες Ελληνικές πόλεις της Μεσογείου. Και από την Κυρήνη, μικρά πλοιάρια μπορούσαν να πλεύσουν παράκτια μέχρι το Παραιτόνιον, γύρω στα 550 χλμ. ανατολικά, και από εκεί καραβάνια πέρναγαν την έρημο μέχρι την όαση της Σίβα, ένα ταξίδι διάρκειας περίπου εφτά ημερών σε καμήλες. Οι Κυρηναίοι ήταν, κατά πως φαίνεται, οι μεσολαβητές των Ελλήνων και του ιερού στη Σίβα, και ο δρόμος από το Παραιτόνιο στις ακτές της Μεσογείου ήταν ο δρόμος που ακολουθούσαν οι επισκέπτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ηρόδοτος αντλεί τις πληροφορίες για το ιερό στη Σίβα από Κυρηναίους που το είχαν επισκεφτεί. Και έτσι εξηγείται και το ότι ο Αλέξανδρος επισκέφτηκε τη Σίβα μέσω Παραιτονίου και όχι διασχίζοντας την έρημο του Νίτρου, που ήταν ο πιο άμεσος δρόμος. Μια πιο πιθανή εκδοχή (που σήμερα πιστεύουν οι περισσότεροι ιστορικοί) είναι ότι ο Αλέξανδρος, όταν πήγε στο Παραιτόνιο, ήταν καθ' οδόν να καταλάβει την Κυρήνη, και εκεί τον συνάντησαν απεσταλμένοι από την Κυρήνη και του προσέφεραν μερικές εκατοντάδες όμορφα άλογα σαν ένδειξη της υποτέλειας της πόλης τους σε αυτόν. Ο Αλέξανδρος, θεώρησε περιττό να προχωρήσει προς την Κυρήνη, και αντ' αυτού θέλησε να επισκεφθεί το μαντείο του Άμμωνα-Ρα. Όμως, καμιά αρχαία πηγή δεν αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος ήθελε να καταλάβει την Κυρήνη. Ο Αρριανός δεν αναφέρει καν ότι ο Αλέξανδρος συνάντησε απεσταλμένους από την Κυρήνη, όπως αναφέρουν ο Διόδωρος και ο Κούρτιος. Οι τελευταίοι μάλλον αντλούν τις πληροφορίες τους από τον Κλείταρχο56, ο οποίος θεωρείται γενικά αναξιόπιστος. Είναι επίσης πιθανόν - όπως πιστεύει ο Mahaffy – στον Αλέξανδρο να μην προσφέρθηκαν άλογα, όπως λέει ο Διόδωρος, αλλά άνθρωποι που θα τον οδηγούσαν στη Σίβα. Η πορεία μέσα στην έρημο από το Παραιτόριο μέχρι τη Σίβα, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες πηγές, ενισχύθηκε από πολλά και θαυματουργά συμβάντα. Μια αναπάντεχη και εντελώς ασυνήθιστη βροχόπτωση βοήθησε τον Αλέξανδρο και την συνοδεία του να γλυτώσουν από τη δίψα. Δυο κοράκια πετούσαν χαμηλά δείχνοντας το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν, παρά τις αμμοθύελλες που μετατόπιζαν τα όρια του δρόμου. Δυο φίδια που προπορεύονταν και μιλούσαν κρατούσαν συντροφιά στον υψηλό ταξιδιώτη. Αυτές οι ιστορίες – αν κρίνουμε από τις λεπτομέρειες – πρέπει να δεχτούμε ότι προέρχονται από άτομα που ήταν με τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του. Η τελευταία, και πιο εντυπωσιακή, αυτή με τα δυο φίδια, ανήκει στον Πτολεμαίο Λάγου, η ιστορία του οποίου δεν στερείται αξιοπιστίας58. Ίσως ο Πτολεμαίος αυτός να συνόδευσε τον Αλέξανδρο στη Σίβα. Αν όχι, σίγουρα είχε καθημερινή επαφή με κάποιους που τον είχαν συνοδεύσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ιστορία του Πτολεμαίου είναι γραμμένη κατά τρόπο νηφάλιο και ουσιαστικό. Πάντως, υπάρχουν λογικές εξηγήσεις για όλα αυτά τα γεγονότα που συνοδεύουν το ταξίδι του Αλέξανδρου στο μαντείο του Άμμωνος-Ρα στη Σίβα: βροχοπτώσεις σημειώνονται, σπανιότατα βέβαια, στην Έρημο Σίβα, σήμερα, και προφανώς στην αρχαιότητα. Τα ζώα που συναντά κανείς συχνότερα στην Αίγυπτο είναι κοράκια και φίδια. Στην (φαινομενική) ερημιά της ερήμου, ο ταξιδιώτης προσέχει αμέσως κάθε ζώο που παρουσιάζεται μπροστά του. Και, βέβαια, όλα τα ζώα το βάζουν στα πόδια μόλις αντιληφθούν τα καραβάνια. Για να πάρουμε μια εικόνα της όασης Σίβα την εποχή που πήγε εκεί ο Αλέξανδρος, αρκεί να τη δούμε σήμερα και να συνδυάσουμε αυτά που θα δούμε με την εικόνα που μας δίνουν οι πηγές. Μερικά πράγματα δεν έχουν αλλάξει πάρα πολύ από τότε. Την πιο ολοκληρωμένη εικόνα μας δίνει ο Διόδωρος (17.50). Τώρα υπάρχουν εκεί δυο χωριά, το ένα ονομάζεται Σίβαχ και το άλλο Αγκούμι., σε απόσταση δυο χιλιομέτρων το ένα από το άλλο, πάνω σε δυο λόφους που υψώνονται ανάμεσα στους ελαιώνες και τα φοινικόδεντρα. Τα ερείπια του μαντείου του Άμμωνα-Ρα βρίσκονται στο Αγκούμι. Στους πρόποδες του λόφου, μερικές εκατοντάδες μέτρα από το πρώτο, υπάρχουν τα ερείπια ενός μικρότερου ιερού που, σύμφωνα με τους ειδικούς, ξαναχτίστηκε στη διάρκεια της Περσικής κυριαρχίας. Το κυρίως μαντείο αποτελείται από συνεχόμενες αυλές και κίονες. Σήμερα τίποτα δεν είναι όρθιο. Ο βωμός βρίσκεται στο κέντρο του συμπλέγματος. Συνδεόταν με δυο δωμάτια τα οποία δεν υπάρχουν πια, ενώ διακρίνονται τα σημεία στα οποία βρίσκονταν οι είσοδοι. Στο έδαφος βρίσκονται δέκα ως δεκατρείς ογκόλιθοι, προφανώς από την οροφή των δωματίων, που είναι γεμάτοι με επιγραφές και απεικονίσεις που καλύπτουν τρεις ή περισσότερες αράδες. Σύμφωνα με όσα μας λέει ο Διόδωρος, ο Άμμων κατοικούσε στο κεντρικό δωμάτιο, στα σκοτεινά, και κοιμόταν πάνω στο βωμό που ήταν πέτρινος ή ξύλινος. Ο Διόδωρος λέει επίσης ότι οι τοίχοι των δωματίων ήταν “από χρυσό”, που σημαίνει στην πραγματικότητα ότι ήταν ξύλινοι επενδυμένοι με ελάσματα χρυσού. Παρόμοιες κατασκευές – και άριστα διατηρημένες – υπάρχουν στα ιερά στο Καρνάκ και στο Αμπού Σιμπέλ, μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε πώς ήταν και αυτό το ιερό στη Σίβα. Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, πάνω στο βωμό, υπήρχε ένα σμαραγδένιο άγαλμα του θεού το οποίο ήταν κατασκευασμένο να κάνει κάποιες κινήσεις με το τράβηγμα ενός σπάγκου που τραβούσε ο αρχιερέας που βρισκόταν πίσω από το άγαλμα, ενώ ταυτόχρονα, ο ίδιος αρχιερέας, που βρισκόταν σε κατάσταση έκστασης, εκφωνούσε το χρησμό, ενώ το άγαλμα κουνούσε τα χείλη του και πιθανόν και τα χέρια του. Ο αποδέκτης ή οι αποδέκτες του χρησμού βρίσκονταν επίσης στο δωμάτιο και διάβαζαν τις λέξεις από τα χείλη του αρχιερέα, ο οποίος μετέφερε τη θέληση του θεού. Μέσα στο δωμάτιο του βωμού, η ατμόσφαιρα ήταν άκρως ιερή. Δεν είναι σίγουρο αν υπήρχε κάποιος λύχνος αναμμένος, και αυτό μόνο όταν ο αρχιερέας έδινε το χρησμό. Τον υπόλοιπο χρόνο έπρεπε να επικρατεί απόλυτο σκοτάδι. Όσο για το τί συνέβη όταν ήταν εκεί ο Αλέξανδρος, να τι μας λέει ο Καλλισθένης δια στόματος Στράβωνα (17.3-12): “Ο ιερέας επέτρεψε μόνο στο βασιλιά να μπει στα δωμάτια με τα ρούχα που φορούσε, ενώ η ακολουθία του υποχρεώθηκαν να αλλάξουν τα ρούχα τους. Μόνο στον Αλέξανδρο επιτράπηκε να μπει στο δωμάτιο του χρησμού, ενώ οι άλλοι έμειναν έξω από την πόρτα. Οι χρησμοί εδώ, δεν δίνονται γραμμένοι όπως συμβαίνει στους Δελφούς ή στις Βρανχίδες, αλλά με χειρονομίες και συμβολισμούς... Ο μάντης, που έπαιρνε τη μορφή του Δία [δηλαδή του Άμμωνα], αυτή τη φορά είπε με λόγια το χρησμό στον Αλέξανδρο, ότι δηλαδή ήταν γιος του Δία.” Στις μετέπειτα εκδόσεις της ιστορίας, που μας άφησε ο Κλείταρχος, προστίθενται και άλλες λεπτομέρειες: ο Αλέξανδρος ζητά να μάθει αν ο θεός, ο πατέρας του, θα του δώσει τη κυριαρχία όλης της γης, και παίρνει θετική απάντηση. Ρωτάει επίσης αν όλοι οι δολοφόνοι του πατέρα του Φιλίππου έχουν τιμωρηθεί, και ο ιερέας φωνάζει ότι ο θεός προσβλήθηκε γιατί αυτός είναι ο πατέρας του και σαν θεός δεν μπορεί να πάθει τίποτα. Η ιστορία αυτή μπορεί να κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, αλλά, με δεδομένη την έπαρση του βασιλιά, μπορεί να κυκλοφόρησε και πριν. Αργότερα πάντως, όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στην Ινδία και προσέφερε θυσίες σε μια μόνο ομάδα τοπικών θεών εκεί, εξήγησε ότι αυτό του είχε πει να κάνει ο πατέρας του ο Άμμων [δηλαδή ο Δίας]. Αν αυτό πράγματι συνέβη και αν συνέβη στην ιστορική εκείνη επίσκεψη του Αλέξανδρου στο μαντείο, ή πρόκειται για χρησμό που μετέφεραν στον Αλέξανδρο αργότερα οι πρέσβεις του, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως, σχετικά με την αποθέωση του Ηφαιστίωνα, ότι ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να συμβουλεύεται το μαντείο, μέσω τρίτων που έστελνε εκεί. Αναμφίβολα, οι ιερείς στο μαντείο είχαν πράγματι θεοποιήσει τον Αλέξανδρο κατά την επίσκεψή του εκεί. Αυτό ήταν εξάλλου μια συνηθισμένη πρακτική: όλοι οι Φαραώ από την Τρίτη Δυναστεία και μετά είχαν ανακηρυχθεί γιοι του Άμμωνα-Ρα. Και σύμφωνα με τη γνωστή φόρμουλα, ο θεός έδινε στους Φαραώ-γιους του “όλες τις χώρες και όλους τους λαούς, μέχρι την περιφέρεια του ήλιου”. Φαίνεται ότι η διαδικασία ήταν η ίδια που ακολουθούσαν από παλιά. Ίσως ο Αλέξανδρος, που ήθελε να πάρει τη θέση των Φαραώ, να είχε εξαρχής την πρόθεση να επισκεφτεί το μαντείο για να πάρει και επίσημα το χρησμό-χρίσμα των ιερέων, όπως έκαναν και οι παλιοί Φαραώ. Ίσως πάλι, οι ιερείς του μαντείου να ήταν υποχρεωμένοι να ανακηρύξουν θεό αυτόν που είχε ήδη αναλάβει το θρόνο της Αιγύπτου, και ο οποίος, αν και ξένος, είχε έρθει να τους ζητήσει το χρησμό τους, σε αντίθεση με τους επί εκατόν πενήντα περίπου χρόνια ξένους καταχτητές της χώρας, δηλαδή τους Πέρσες, που είχαν απόλυτα περιφρονήσει τις παραδόσεις της χώρας. Και οι Αιγύπτιοι ιερείς ήταν οι κατεξοχήν τηρητές των παραδόσεων. Για πέντε χιλιάδες χρόνια. Το περίεργο δεν είναι ότι ο Αλέξανδρος πήγε στο μαντείο του Άμμωνα για να ανακηρυχθεί από τους ιερείς γιος του θεού, αλλά ότι την ανακήρυξη αυτή την δέχτηκαν οι Έλληνες και ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος συνέχισε να επικαλείται τον τίτλο του αυτόν και σε χώρες που ο Άμμων δεν είχε απολύτως καμιά αξία: στην Ασία, μέχρι τις Ινδίες, σε χώρες όπου δεν συνήθιζαν να συνδέουν τους βασιλιάδες τους με τις θεότητές τους, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Αιγύπτιοι. Δεν είναι καθόλου σίγουρο αν οι άνθρωποι που ήταν μαζί του στις εκστρατείες, Μακεδόνες και λοιποί Έλληνες, έπαιρναν τις αιτιάσεις αυτές στα σοβαρά, ή απλά τις ανέχονταν γιατί το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι τουλάχιστον οι Έλληνες κορόιδευαν τους ισχυρισμούς αυτούς του Αλέξανδρου. Πάντως όχι οι Έλληνες που ήταν κοντά του στις εκστρατείες61. Μετά τον θάνατό του, οι Διάδοχοι, στη Μικρά Ασία, στη Βαβυλώνα, στη Συρία, εξακολουθούσαν να τον αποκαλούν γιο του Δία, χωρίς όμως να πείθουν τους ντόπιους πληθυσμούς. Μόνο στην Αίγυπτο ο Αλέξανδρος θεοποιήθηκε και μετά το θάνατό του. Από τη Σίβα, ο Αλέξανδρος και η συνοδεία του επέστρεψαν στην Αίγυπτο, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, από τον δρόμο της Αιγύπτου. Ο Αριστόβουλος λέει ότι επέστρεψε από τον ίδιο δρόμο, δηλαδή μέχρι το Παραιτώνιο δια ξηράς και από εκεί δια θαλάσσης. Φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος είναι πιο κοντά στην αλήθεια. Ο δρόμος από τη Σίβα μέχρι τη Μέμφιδα ήταν οπωσδήποτε συντομότερος, αλλά σίγουρα πολύ πιο δύσκολος62. Στην Μέμφιδα ο Αλέξανδρος είχε πολλά να κάνει: είχε να δεχτεί πολλές πρεσβείες από τις Ελληνικές πόλεις και να παραλάβει ενισχύσεις από τη Μακεδονία. Ξέρουμε επίσης ότι στην Μέμφιδα διοργάνωσε πάλι μεγάλους γυμναστικούς αγώνες και προσέφερε θυσίες στον πατέρα του Άμμωνα-Ρα, που οι Έλληνες ταύτιζαν με τον Δία, σίγουρα σύμφωνα με τα Ελληνικά έθιμα. Οι ντόπιοι κάτοικοι, που είχαν έλθει από όλη σχεδόν την Αίγυπτο, εντυπωσιάστηκαν και επευφήμησαν το νέο Φαραώ. Την άνοιξη του 331, περίπου ένα μήνα μετά τη επιστροφή του από τη Σίβα, ο Αλέξανδρος έφυγε από την Αίγυπτο για να αντιμετωπίσει μια νέα επίθεση του βασιλιά των Περσών στη Μεσοποταμία. Δεν επρόκειτο να επιστρέψει ζωντανός. Μόνο η σορός του ήλθε εδώ να ταφεί για πάντα. Δε φαίνεται να είχε δει πολλά από την κοιλάδα του Νείλου πάνω από τη Μέμφιδα, αν και η κυριαρχία των Μακεδόνων έφθανε μέχρι τον πρώτο καταρράκτη. Ο Αλέξανδρος άφησε την Αίγυπτο οργανωμένη επαρχία της αυτοκρατορίας του. Ο Αρριανός (3.5) λέει ότι“Διόρισε δυο Αιγύπτιους, νομάρχες για [όλη] την Αίγυπτο, τον Δολόασπι και τον Πετέεσι64 και διαμοίρασε όλη τη χώρα σε αυτούς, αλλά όταν παραιτήθηκε ο Πετέεσις, ο Δολόασπις ανέλαβε όλη την εξουσία και έγινε αντιβασιλέας σε όλη την Αίγυπτο. Διοικητές της Μακεδονικής φρουράς (φρουράχους των πεζετέρων και αργυράσπιδων) διόρισε στην Μέμφιδα τον Πανταλέωντα από την Πύδνα και στο Πηλούσιο τον Πολέμωνα από την Πέλλα και σαν στρατηγό των μισθοφόρων τον Λουκίδα από την Αιτωλία. Και σαν γραμματέα των μισθοφόρων τον Εύγνωστο, το γιο του Ξενοφάντη, που ήταν ένας από τους εταίρους [στενούς συνεργάτες] του Αλέξανδρου και σαν επισκόπους [επιτηρητές] σε όλους αυτούς τον Αισχύλο και τον Έφιππο από τη Χαλκίδα. Κυβερνήτη της γειτονικής Λιβύης διόρισε τον Απολλώνιο, το γιο του Χαρίνου και της Αραβίας, από την Ηρώων Πόλη, τον Κλεομένη από την Ναυκράτιδα και έδωσε εντολές σε αυτούς να αφήσουν τους ντόπιους νομάρχες να διοικήσουν τις περιοχές τους σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα της χώρας, αλλά να εισπράττουν από αυτούς τους φόρους που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν. Διόρισε τον Πευκέστα και τον Βάλακρο (δυο από τους πιο διακεκριμένους Μακεδόνες) στρατηγούς του στρατού και έφυγε από την Αίγυπτο διορίζοντας ναύαρχο τον Πολέμωνα το γιο του Θεραμένη... Λένε ότι διαμοίρασε την εξουσία στην Αίγυπτο σε πολλούς γιατί τον είχε ξαφνιάσει η στρατιωτική δύναμη της χώρας και δεν πίστευε ότι ένας άνδρας μόνος του θα μπορούσε να κυβερνήσει”. Η οργάνωση αυτή της Αιγύπτου, που είχε σχεδιάσει και υλοποιήσει ο Αλέξανδρος, δεν επρόκειτο να διαρκέσει για πολύ. Ενώ ακόμα ζούσε ο Αλέξανδρος, όλη η εξουσία στην Αίγυπτο είχε συγκεντρωθεί στα χέρια ενός ανθρώπου: του Έλληνα Κλεομένη από τη Ναυκράτιδα, ο οποίος είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αλεξάνδρεια. Το σύστημα διακυβέρνησης που είχε ορίσει ο Αλέξανδρος δεν φαίνεται να ευδοκίμησε, εξαρχής, και εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Το νέο σύστημα διακυβέρνησης που επέβαλαν οι διάδοχοι του Αλέξανδρου, οι Πτολεμαίοι, ήταν εντελώς διαφορετικό. Από ότι μπορούμε να συμπεράνουμε στα κείμενα του Αρριανού, ο Αλέξανδρος ήθελε να υπάρχει πολλαπλός έλεγχος της εξουσίας σε κάθε βαθμίδα: διαμοίρασε ακόμα και την ανώτατη στρατιωτική εξουσία σε δυο άνδρες, στον Πευκέστα και στον Βάλακρο. Ο Κλεομένης έπρεπε να συγκεντρώνει τους φόρους, αλλά η είσπραξή τους είχε αφεθεί στους νομάρχες. Το ανώτερο αξίωμα που έδωσε ο Αλέξανδρος σε δυο Αιγύπτιους, ήταν κάτι που οι Πτολεμαίοι κατάργησαν αμέσως. Αιγύπτιοι κατείχαν υψηλές θέσεις εξουσίας μόνο προς το τέλος της Δυναστείας των Πτολεμαίων. Ο Κλεομένης ήταν αρκετά έξυπνος, φαίνεται, και κατάφερε να μετατρέψει την οικονομική εξουσία του σε πολιτική. Πάντως, πολύ σύντομα, απέκτησε τη φήμη εκβιαστή και διεφθαρμένου – και μάλιστα σε όλο τον Ελληνικό κόσμο. Στην Αθήνα τον κατηγορούσαν για μαύρη αγορά, γιατί με τις πράξεις του είχε αυξηθεί η τιμή του καλαμποκιού. Στη Μακεδονία τον κατηγορούσαν για καταχραστή, στη Βαβυλώνα για εκβιαστή. Ο Πτολεμαίος ο Λάγος τον τακτοποίησε δεόντως, παρόλο που είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη του επιμελητή της επικράτειας, ή ίσως ακριβώς γι' αυτό.“Ο Κλεομένης ο Αλεξανδρινός, σατράπης της Αιγύπτου, όταν έπεσε φοβερός λιμός στις γειτονικές χώρες, αλλά στην Αίγυπτο τα πράγματα ήταν κάπως καλά, απαγόρευσε την εξαγωγή καλαμποκιού. Όταν όμως οι νομάρχες παραπονέθηκαν ότι εξαιτίας αυτής της απαγόρευσης, δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους φόρους που τους είχε επιβάλει, επέτρεψε τις εξαγωγές, αλλά σε τόσο υψηλή τιμή, που για μικρή ποσότητα καλαμποκιού εισέπραττε μεγάλα ποσά. Και έτσι παρέκαμψε τα παράπονα των νομαρχών. Όταν πάλι ταξίδευε με βάρκα στο νομό όπου οι κροκόδειλοι τιμώνται σαν θεοί, ένας κροκόδειλος άρπαξε ένα από τους υπηρέτες του. Και τότε βρήκε αφορμή και κάλεσε τους ιερείς και τους είπε ότι ήθελε να πάρει εκδίκηση και θα έστελνε τους ανθρώπους του να σκοτώσουν όλους τους κροκόδειλους. Οι ιερείς, για να γλυτώσουν από την οργή του θεού τους, μάζεψαν όλο το χρυσάφι της περιοχής και το έδωσαν στον Κλεομένη. Όταν πάλι είχε πάρει εντολή από τον Αλέξανδρο να ιδρύσει μια πόλη στο νησί του Φάρου στη Αλεξάνδρεια και να την απαλλάξει από την κυριαρχία της Κανώπου, αυτός πήγε στην Κάνωβο και είπε στους ιερείς και στους πλούσιους της πόλης ότι είχε εντολή να τους διώξει από την πόλη, εκείνοι μάζεψαν μεγάλο ποσό χρημάτων και του το έδωσαν για να γλυτώσουν την εξορία. Όταν όμως άρχισαν οι εργασίες για την ίδρυση της νέας πόλης, ο Κλεομένης παρουσιάστηκε πάλι στην Κάνωβο και ζήτησε – και πήρε – περισσότερα χρήματα. Όταν πάλι το καλαμπόκι πουλιόταν για δέκα δραχμές ο μέδιμνος, ο Κλεομένης κάλεσε τους αγρότες να του πουλήσουν όλο το καλαμπόκι τους σε χαμηλότερη τιμή και αυτοί το έκαναν. Κράτησε το καλαμπόκι στις αποθήκες του και όταν μετά από δυο χρόνια υπήρχε έλλειψη καλαμποκιού, αυτός καθόρισε την τιμή σε τριάντα-δυο δραχμές το μέδιμνο και πούλησε σε αυτή την τιμή.... Μετά κάλεσε τους ιερείς της χώρας και τους είπε ότι οι θρησκευτικές δαπάνες στη χώρα ήταν εξωφρενικές και έπρεπε να καταργηθούν μερικοί ναοί και να απολυθούν οι ιερείς τους. Οι ιερείς του έδωσαν πολλά χρήματα, από τα δικά τους αλλά και από τα ταμεία των ναών, γιατί δεν ήθελαν να χάσουν τις θέσεις τους” Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν ο Κλεομένης ήταν ένοχος για όλα όσα του καταλογίζουν. Είναι συνήθως εύκολο να κατηγορηθεί για καταπίεση και διαφθορά ένας κρατικός λειτουργός, ειδικά αυτός που είναι υπεύθυνος για την είσπραξη των φόρων και τη δημοσιονομική εξυγίανση μιας χώρας. Και ο Πτολεμαίος είχε κάθε συμφέρον να κατηγορήσει τον Κλεομένη. Ξέρουμε ότι ο Αλέξανδρος δεν ήθελε να τον καθαιρέσει. Σε μια επιστολή του προς τον Κλεομένη, την οποία σώζει ο Αρριανός, λέει ο Αλέξανδρος: “Εφόσον διαχειρίζεσαι καλά τους ναούς στην Αίγυπτο και το ηρώο του Ηφαιστίωνα, δεν πρόκειται να σε κουνήσει τίποτα από τη θέση σου και θα σου συγχωρήσω όλες τις ανομίες σου”. Όμως, στην ίδια επιστολή ο Αλέξανδρος δίνει εντολή να ιδρύσει την πόλη στο Φάρο, που ξέρουμε ότι έγινε μετά το θάνατο του Αλέξανδρου. Επομένως η επιστολή είναι πλαστή. Εκτός εάν ο Κλεομένης είχε πάρει εντολή να ιδρύσει την πόλη αλλά δεν το έκανε αμέσως, κάτι που μάλλον πρέπει να αποκλειστεί. Το πιθανότερο πάντως είναι ότι ο Κλεομένης έκανε τα πάντα για να διατηρήσει την εύνοια του Αλέξανδρου, ιδιαίτερα όσον αφορά στο ηρώο του Ηφαιστίωνα, στον οποίον ο Αλέξανδρος είχε ιδιαίτερη αδυναμία67. Είναι επίσης πιθανόν, η επιστολή που αναφέρει ο Αρριανός να είναι κατασκευασμένη για να εκφράσει την εύνοια αυτή. Αυτός λοιπόν, ο “εντιμότατος” Κλεομένης, έμελλε να είναι ο τελευταίος σατράπης της Αιγύπτου. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, τον Ιούνιο του 323, ο Κλεομένης έσπευσε να εκφράσει τα διαπιστευτήριά του στον διαφαινόμενο διάδοχό του στην αυτοκρατορία: στον γηραιότερο από τους επτά σωματοφύλακες του Αλέξανδρου, τον Περδίκκα. Στο κάτω-κάτω σε αυτόν είχε παραδώσει ο Αλέξανδρος, στο κρεββάτι του θανάτου, το δαχτυλίδι του. Και οι υπόλοιποι σωματοφύλακες, είχαν επιλέξει τον Περδίκκα για να του αναθέσουν το σημαντικό αξίωμα του επιμελητή της επικράτειας, για να φροντίζει την ενότητα της απέραντης αυτοκρατορίας, στο όνομα του ηλίθιου βασιλιά της Μακεδονίας, του ετεροθαλούς αδελφού του Αλέξανδρου, του Φίλιππου Αρριδαίου. Και ο Κλεομένης, όπως θα περίμενε κανείς, έσπευσε να ποντάρει στο άλογο του Περδίκκα. Όμως, αυτή τη φορά, έκανε λάθος: ο Αλέξανδρος δεν έδωσε το δαχτυλίδι του στον Περδίκκα για να τον χρήσει διάδοχό του, αλλά για να διεκπεραιώσει τις άμεσες διοικητικές ανάγκες της αυτοκρατορίας, που έπρεπε να έχουν τη σφραγίδα – δηλαδή το δαχτυλίδι – του Αλέξανδρου. Και οι εφτά Διάδοχοι στη σύνοδο της Βαβυλώνας δεν έχρησαν τον Περδίκκα διάδοχο του Αλέξανδρου. Απλά ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση. Ο ίδιος ο Περδίκκας, δέχτηκε μετά χαράς τη φιλία του Κλεομένη. Τουλάχιστον στην Αίγυπτο, νόμιζε ότι θα είχε το κεφάλι του ήσυχο. Έτσι όταν ο απόμακρος και μάλλον ξεκομμένος από όλους Πτολεμαίος Λάγος, που ήταν ένας από τους επτά σωματοφύλακες του Αλέξανδρου, ζήτησε τη σατραπεία της Αιγύπτου, ο Περδίκκας συμφώνησε να του τη δώσει, αφού είχε εκεί τον άνθρωπό του, τον Κλεομένη, που τον προήγαγε κιόλας σε αντιβασιλέα, για να τον προσέχει. Όπως αποδείχτηκε, και όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια, κεφαλαιώδες λάθος από όλους. Η Ελληνιστική περίοδος (323 - 30 π.Χ.) αφορά την ελληνική ιστορία και την ιστορία των άλλων εθνοτήτων της Ανατολής αλλά και τη ρωμαϊκή ιστορία μετά το Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο. Το όνομα της εποχής αυτής δημιουργήθηκε από τον Ντρόυζεν με βάση τον όρο 'ελληνιστής', που χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη (Πράξεις 6,1) για να δηλώσει τους ελληνομαθείς Ιουδαίους, και δηλώνει την ευρεία εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού.Ασυμφωνία υπάρχει τόσο ως προς την έναρξη όσο και προς τη λήξη της περιόδου. Άλλοι ιστορικοί θέτουν ως έναρξη τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. μετά την οποία οι Ελληνικές πόλεις απώλεσαν την ελευθερία και αυτονομία τους. Άλλοι θέτουν την αρχή της περιόδου λίγα έτη αργότερα με την έναρξη της εκστρατείας του Αλεξάνδρου. Οι πιο πολλοί θέτουν ως αρχή της περιόδου τον θάνατο του Μεγάλου στρατηλάτη το 323 π.Χ. μετά τον οποίο άρχισαν να ιδρύονται τα πολυπολιτισμικά ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής. Αν και παλαιότερα θεωρούνταν ότι αλλοιώθηκε ο προγενέστερος πολιτισμός της κλασικής περιόδου, αυτός αντικαταστάθηκε από τον ελληνιστικό πολιτισμό. Ως προς τη λήξη της περιόδου άλλοι την τοποθετούν στο 146 π.Χ. και άλλοι στο 30 π.Χ. οπότε συμβαίνει η κατάλυση και του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου, αυτού των Πτολεμαίων, από τους Ρωμαίους. Ο χώρος εξάπλωσης του ελληνισμού την περίοδο αυτή είναι αυτός που δημιουργήθηκε ως συνέπεια του Β’ ελληνικού αποικισμού και όπως διευρύνθηκε με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου Ήταν μία περίοδος ανανέωσης, κατά την οποία οι Έλληνες συναντάν τους πολιτισμούς της Ανατολής (αιγυπτιακός, μεσοποταμιακός, περσικός, ινδικός, φοινικικός, συριακός, γηγενείς μικρασιατικοί πολιτισμοί, κ.α.) με τους οποίους βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, από την οποία προκύπτει ο ελληνιστικός. Η ελληνιστική κοινή, δηλαδή τα απλοποιημένα ελληνικά κυριαρχούν σε όλη την ανατολική Mεσόγειο και αναδεικνύονται στη διεθνή γλώσσα της εποχής αυτής. Είναι η εποχή των μεγάλων ελληνιστικών μοναρχιών και των συμπολιτειών, αλλά και της παρακμής και της πτώσης του πολιτικού συστήματος που είχε κυριαρχήσει και ακμάσει στην μητροπολιτική Ελλάδα και στις αποικίες της για περίπου 5 αιώνες, της πόλης-κράτους. Την περίοδο αυτή τα πολιτεύματα που κυριαρχούν είναι βασιλεία ή δυναστεία στα όρια των ελληνιστικών βασιλείων, ενώ η ανατολική Μεσόγειος γίνεται ο χώρος δράσης και κυριαρχίας της Ρώμης, με χρονική τομή το 200 π.Χ. έτος έναρξης του Β’ καρχηδονιακού πολέμου. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής είναι τα εξής: Η επέκταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή. Είναι η τρίτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία που επεκτάθηκε ο χώρος όπου δρούσαν οι Έλληνες. Ο Στέφανος Βυζάντιος, ιστορικός του έκτου αιώνα μ.Χ., αναφέρει στα ‘Εθνικά’ του 18 Αλεξάνδρειες. Οι ιδρύσεις νέων πόλεων συνεχίστηκε και από τους διαδόχους και τους επιγόνους και οδήγησε στη δημιουργία δικτύου Ελληνίδων πόλεων, με κυρίαρχο πολιτισμικό στοιχείο το Ελληνικό. Στη συνέχεια, τα όρια της εξάπλωσης του ελληνισμού ταυτίστηκαν με τα όρια της εξάπλωσης της Ρώμης προς την Ανατολή. Στην πολιτική οργάνωση, κυριάρχησε το σχήμα των μεγάλων εδαφικών βασιλείων στο χώρο της Ανατολής. Ιδρύθηκαν νέα βασίλεια, σε αντίθεση με το παλαιό μακεδονικό, με καλά οργανωμένη διοίκηση , οικονομία και στρατιωτική ισχύ που τους επέτρεψε να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Σημαντικές πόλεις της εποχής ήταν η Αθήνα, η Ρόδος και οι συμπολιτείες, αλλά απείχαν πολύ απ’ το ονομαστούν ρυθμιστές της κατάστασης. Όλες οι παλαιές λατρείες εξακολούθησαν να υπάρχουν. Παράλληλα, όμως, και νέες, ανατολικές λατρείες διαδόθηκαν με πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο τη λατρεία της προσωπικής ευζωίας βασιλέων και άλλων επιφανών πολιτικών προσώπων. Μολονότι το φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε το 404 π.Χ. με το Σπαρτιάτη Λύσανδρο, αποτελεί γνώρισμα των ελληνιστικών χρόνων λόγω της συχνότητας της εμφάνισής του. Διεθνής γλώσσα της εποχής σε όλο το μεσογειακό χώρο και πέραν των ορίων των ελληνιστικών βασιλείων είναι η κοινή ελληνική. Με τον όρο αυτόν εννοούμε την ελληνική όπως εξελίχθηκε μετά από το συνδυασμό της αττικής διαλέκτου και του ιωνικού αλφαβήτου, πρώτα στοιχεία για τον οποία συναντούμε το τέλος του 5ου αιώνα π.χ., ενώ τομή στην εξέλιξη αυτή αποτελεί η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου από την Αθήνα το 403/2 π.Χ. Η διάταξη του γεωγραφικού και ιστορικού χώρου στην Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα ένα νέο, εκτενή ζωτικό χώρο, που ευνοούσε τη μετακίνηση στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου υπήρχαν μεγαλύτερες δυνατότητες απασχόλησης. Μισθοφόροι, διοικητές, επαγγελματίες σε διάφορα επιτηδεύματα από τον παλαιό ελληνικό χώρο εγκαθίστανται σε πόλεις σε νέες περιοχές. Την περίοδο αυτή λαμβάνουν χώρα πολλά ποικίλα παράλληλα φαινόμενα. Έχουμε μία πολύμορφη πολιτική θεωρία και πρακτική με δεσπόζουσα θέση, αλλά αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς η επιστήμη και η τεχνολογία. Η εμπορική δραστηριότητα αποκτά αυτοτελή αξία. Η διεύρυνση των ορίων του κατοικούμενου κόσμου δημιουργεί την εντύπωση της οικουμένης παράλληλα με την έννοια της πόλης-πατρίδα, αντίληψη η οποία θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι νέες ιστορικές συνθήκες αντανακλώνται στο χώρο της φιλοσοφίας, όπου κυριαρχούν οι στωικοί και οι επικούρειοι φιλόσοφοι, στη διδασκαλία των οποίων κεντρική θέση κατέχουν οι αντιλήψεις περί οικουμένης. Πηγές της ελληνιστικής εποχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Όλα τα είδη του γραπτού λόγου (γραμματειακές πηγές, επιγραφές σε παπύρους, όστρακα - κυρίως στο πτολεμαϊκό βασίλειο - και νομίσματα). Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι κανένα ιστοριογραφικό έργο της ελληνιστικής εποχής δεν έχει σωθεί ολόκληρο, αλλά ο μεγάλος αριθμός των σωζόμενων επιγραφών αναπληρώνει το κενό. Έχουμε αποσπάσματα ιστορικών έργων, που ασχολούνται με μία πληθώρα ειδών: παγκόσμια, θεματική, τοπική και ιστορία προσώπων. Στον 3ο π.Χ. αιώνα, σώζονται μόνο αποσπάσματα ιστορικών έργων συγγραφέων όπως ο Ιερώνυμος ο Καρδιανός, ο Δούρις ο Σάμιος, ο Φύλαρχος ο Αθηναίος, ο Τίμαιος, ο οποίος έγραψε την ιστορία της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας. Οι ιστοριογράφοι αυτοί επηρέασαν τους μεταγενέστερους και τα έργα τους έχουν μεγάλη σημασία. Τον 2ο π.Χ. αιώνα κυριαρχεί στην ιστοριογραφία ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (περίπου 200 π.Χ. - περίπου 118 π.Χ.), που έζησε τα έτη 168-150 π.Χ. στη Ρώμη ως όμηρος. Μετά τη μάχη της Πύδνας, τα ελληνικά κράτη που είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση τιμωρήθηκαν και η Αχαϊκή Συμπολιτεία υποχρεώθηκε να στείλει 1000 επιφανείς πολίτες ως ομήρους στη Ρώμη, ανάμεσα στους οποίους και ο Πολύβιος. Το έργο του «Ιστορίαι» καλύπτει το χρονικό διάστημα 264-146 π.Χ., από την έναρξη του Α΄ καρχηδονιακού πολέμου ως την καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους, και στην πλήρη μορφή του αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώθηκαν πλήρως μόνο τα πέντε και πολλά αποσπάσματα από τα υπόλοιπα. Κατά ένα μέρος τα απολεσθέντα τμήματα του έργου του αναπληρώνονται από τον Τίτο Λίβιο, που χρησιμοποίησε ως πηγή του τον Πολύβιο. Ο Πολύβιος αφηγείται τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, την «πραγματική ιστορία», η οποία απαιτεί την αυτοψία του ιστορικού και τη χρήση αρχείων για την τεκμηρίωση των γεγονότων. Μία πρωτότυπη εξέλιξη του Πολύβιου είναι ότι εξηγεί την ιστορική εξέλιξη με τα είδη των πολιτευμάτων. Πιστεύει ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του βαθμού ανάπτυξης και τον τρόπο διακυβέρνησης ενός κράτους. Έτσι, συσχέτισε την άνοδο μίας δύναμης με το πολίτευμα. Κεντρική ιδέα της πολιτικής του θεωρίας βρίσκεται στο έκτο βιβλίο όπου αναφέρεται στη Ρώμη, την Καρχηδόνα και τη Σπάρτη. Τους 1ους π.Χ. και μ.Χ. αιώνες, Έλληνες και Λατίνοι ιστορικοί συνεχίζουν το έργο του Πολύβιου. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ακμή περί τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα) έγραψε τη «Βιβλιοθήκη ιστορική», μία παγκόσμια ιστορία από τη μυθολογία ως το 60/59 π.Χ. Το πλήρες έργο αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώζονται τα πρώτα πέντε και τα βιβλία έντεκα έως είκοσι (τα οποία αναφέρονται στην ιστορία των ετών 480-302) Ο Διόδωρος προτάσσει ένα γενικότερο προοίμιο στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του για μία συγκροτημένη θεωρία της ιστορίας. Κάθε επιμέρους βιβλίο εισάγεται με ένα μικρό πρόλογο με γενικές απόψεις. Ο τρόπος γραφής του είναι συγχρονικός και διαχρονικός: αφηγείται τα γεγονότα κατ’ έτος, χρησιμοποιώντας για τη χρονολόγηση τους καταλόγους των Ρωμαίων υπάτων και των επωνύμων αρχόντων, και τα γεγονότα του ίδιου έτους κατά γεωγραφική περιοχή, π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, Αφρική, Σικελία). Επειδή θεωρεί την ιστορική γεωγραφία απαραίτητη για την κατανόηση των γεγονότων, κάνει συχνά γεωγραφικές παρεκβάσεις. Ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) έγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία από την ίδρυση της Ρώμης ως το έτος 9 π.Χ. στο έργο του «Ab urbe condita libri» (Βιβλία από ιδρύσεως της πόλης). Αναφέρεται στην ελληνική παράλληλα με τη ρωμαϊκή ιστορία. Για αυτά τα τμήματα της ιστορίας του χρησιμοποιεί ως πηγή το έργο του Πολύβιου. Το 1ο και 2ο μ.Χ. αιώνα, ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (περίπου 50 - περίπου 120 μ.Χ.) έγραψε ιστορικές βιογραφίες, του «Βίους» ιστορικών προσώπων. Δύο ιστορικοί των αυτοκρατορικών χρόνων ξεχωρίζουν: ο πρώτος είναι ο Φλάβιος Αρριανός (…-146 μ.Χ.) από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, που είχε ασκήσει και διοικητικά αξιώματα. Έγραψε την «Αλεξάνδρου Ανάβασις» και μια σύντομη ιστορία των διαδόχων του, της οποίας σώζεται μία περίληψη. Ο Αππιανός από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (τέλος 1ου- προ 165 μ.Χ.) που είναι γενικά σύγχρονος του Αρριανού. Έγραψε σε 24 βιβλία στα ελληνικά την ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την ιστορία των ρωμαϊκών επαρχιών έως την ένταξή τους στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με τη χρονική σειρά που είχαν καταληφθεί. Η «Συριακή», που αναφέρεται στο βασίλειο των Σελευκιδών ως το 63 π.Χ., είναι η μοναδική αφηγηματική πηγή που έχουμε για το βασίλειο αυτό. Ο τρίτος αιώνας είναι η εποχή της ακμής και της ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων και επικρατεί μία σχετική σταθερότητα, η οποία διαταράσσεται από 200 π.Χ. με την έναρξη του Β’ μακεδονικού πολέμου, ο οποίος εγκαινιάζει τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις των Ρωμαίων στην ελληνική Ανατολή που ολοκληρώνονται το 30 π.Χ. με την ένταξη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου σχεδόν προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο διαδοχής ανάμεσα στο ιππικό και το πεζικό του στρατού του. Ο Περδίκκας πρότεινε να περιμένουν να γεννηθεί το αγέννητο παιδί του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης και να χριστεί βασιλιάς, αν γεννιόταν αγόρι· ωστόσο, η φάλαγγα με ηγέτη τον Μελέαγρο έφερε στο προσκήνιο τον καθυστερημένο νόθο γιό του Φιλίππου Β', τον Αρριδαίο, και μόνο χάρη στον Ευμένη έφτασαν σε συμβιβασμό διορίζοντας και τους δυο συμβασιλείς. Αργότερα αναγνωρίσθηκαν ως Φίλιππος Γ' και Αλέξανδρος Δ', αλλά από την αρχή και οι δυο τους ήταν πιόνια στην πάλη για την εξουσία. Ο Περδίκκας τώρα συγκάλεσε συμβούλιο για να μοιράσει αξιώματα. Ο στρατός συμφώνησε ότι : "Ο Αντίπατρος θα ήταν στρατηγός της Ευρώπης, ο Κρατερός "προστάτης της βασιλείας" του Αρριδαίου, ο Περδίκκας χιλίαρχος της χιλιαρχίας που είχε ο Ηφαιστίων (δηλαδή επόπτης ολόκληρης της βασιλείας) και ο Μελέαγρος βοηθός του Περδίκκα." Ύστερα από αυτά ο Περδίκκας βρέθηκε αδιαμφισβήτητα στην κορυφή, μολονότι ο Αρριανός σημειώνει ότι "όλοι τον υποψιαζόταν και αυτός όλους". Από τους υπόλοιπους, ο Πτολεμαίος πήρε την Αίγυπτο και πολύ σύντομα εξωράισε την θέση του εκεί, καταφέρνοντας με πανουργία να μεταφέρει στην επαρχία αυτή το σκήνωμα με το ταριχευμένο λείψανο του Αλεξάνδρου. Στον Αντίγονο δόθηκε ολόκληρη η δυτική Μικρά Ασία (που περιλάμβανε την Μεγάλη Φρυγία, την Λυκία και την Παμφυλία), ο Λυσίμαχος πήρε τη Θράκη, ο Λεοννάτος την Ελλησποντιακή Φρυγία και ο Ευμένης πήρε εντολή να διώξει από την Καππαδοκία και την Παφλαγονία τον Αριαράθη, ένα τοπικό δυνάστη. Από τους άνδρες αυτούς, εκείνοι που αποδείχτηκαν ανθεκτικότεροι και διαδραμάτισαν τον σημαντικότερο ρόλο κατά τις επόμενες δεκαετίες ήταν ο Πτολεμαίος, ο Αντίγονος, ο Ευμένης, και ο Λυσίμαχος. Ο 2ος και ο 1ος π.Χ. αιώνας είναι η εποχή της κατάκτησης της Ανατολικής Μεσογείου από τους Ρωμαίους. Στην ακόλουθη παρουσίαση τα ελληνιστικά βασίλεια παρουσιάζονται κατά τη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων, το καθένα κατά την κατάκτησή του από τους Ρωμαίους. Πρώτο βασίλειο που καταλύθηκε ήταν το μακεδονικό βασίλειο ή βασίλειο των Αντιγονιδών. Η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο στο μακεδονικό βασίλειο κατά το Β’ μακεδονικό πόλεμο (200-197). Ο λόγος της επιλογής αυτής της χρονικής περίστασης για την έναρξη του πολέμου ήταν ότι τότε οι Ρωμαίοι αποφάσισαν την επέκταση της πολιτικής τους ηγεμονίας, λόγω του ότι το 202 π.Χ. μετά τη μάχη στη Ζάμα, που σηματοδότησε τη λήξη του Β’ καρχηδονιακού πολέμου, μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιήσουν το στρατό που απασχολούνταν έως τότε εκεί. Η αφορμή δόθηκε το 203-202 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Ε’, βασιλιάς της Μακεδονίας, και ο Αντίοχος Γ’, βασιλιάς του βασιλείου των Σελευκιδών, έκαναν μεταξύ τους συμφωνία για την κατάλυση και τη διαίρεση του πτολεμαϊκού βασιλείου, στο θρόνο του οποίου βρισκόταν ο, επιτροπευόμενος, λόγω του μικρού της ηλικίας του, Πτολεμαίος ΣΤ’. Η πολιτική της Ρώμης, όμως, αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων. Σε εφαρμογή του σχεδίου που είχε συμφωνήσει με τον Αντίοχο Γ’, την άνοιξη του 202 π.Χ. προχώρησε στην Προποντίδα και κατέλαβε τη Θάσο, το 201 π.Χ. το ανατολικό Αιγαίο, εισέβαλε στο βασίλειο της Περγάμου και έφτασε μέχρι την Καρία. Το φθινόπωρο του 201 π.Χ. απεσταλμένοι της Ρόδου και του Άταλλου του Α’ στη Ρώμη, διαμαρτυρήθηκαν για την πολιτική του Φιλίππου Ε’. Πριν οι Ρωμαίοι λάβουν επίσημα απόφαση, διεμήνυσαν δύο φορές στο Φίλιππο ότι δεν έπρεπε να επιτίθεται στο πτολεμαϊκό κράτος και να αφήσει τις Πτολεμαϊκές κτήσεις που είχε καταλάβει, την περιοχή ανατολικά του Νέστου με τις μεγάλες πόλεις, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος, κατά τον Γ’ Συριακό πόλεμο (241-202 π.Χ.) Ο Φίλιππος και τις δύο φορές απέρριψε το αίτημα των Ρωμαίων που του μετέφερε επιτροπή της Συγκλήτου. Τα μέσα του θέρους 200 π.Χ. ελήφθη απόφαση να μεταβεί στρατός στην Ιλλυρία για τη διεξαγωγή του πολέμου. Το 200 και το 199 π.Χ. δεν έγινε κάποια αποφασιστική επιχείρηση. Τα πράγματα πήραν νέα τροπή από το 198 π.Χ. όταν ο Φλαμινίνος ανέλαβε ως ύπατος την ευθύνη για τη διεξαγωγή του πολέμου. Ενώ προηγουμένως λάμβαναν χώρα μικρότερες επιχειρήσεις, τώρα έγινε μία μεγάλη μάχη, τον Ιούνιο του 197 π.Χ., στις Κυνός Κεφαλαί, η οποία και έκρινε την έκβαση του πολέμου. Τη σημασία του Β’ μακεδονικού πολέμου και της μάχης αυτής διαπιστώνουμε κυρίως αν λάβουμε υπόψη τους όρους της συνθήκης που ανακοίνωσε ο Φλαμινίνος στο Φίλιππο και που το 196 π.Χ. εστάλη για επικύρωση στη Ρώμη. Οι όροι της ειρήνης δείχνουν τη σημασία της έκβασης του μακεδονικού πολέμου και την επέκταση της ρωμαϊκής πολιτικής, αφού για πρώτη φορά έχουμε ενεργό ανάμιξη στα ελληνικά πράγματα, έχουμε την έναρξη της ηγεμονικής πολιτικής της Ρώμης [Ο όρος ηγεμονία υποδηλώνει ότι δεν έχουμε κατάκτηση, αλλά ρυθμιστική παρέμβαση]. Οι όροι της ειρήνης ήταν οι εξής: 1. ο Φίλιππος υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει όλες τις κτήσεις του στην Ασία και στην Ευρώπη εκτός από τη Μακεδονία, να αποσύρει τις φρουρές που διατηρούσε εκτός των ορίων της Μακεδονίας μέχρι τα Ίσθμια του 196 π.Χ. 2. υποχρεούνταν να παραδώσει όλους τους αυτόμολους και τους αιχμαλώτους στη Ρώμη 3. υποχρεωνόταν να παραδώσει στη Ρώμη όλο το στόλο του εκτός από πέντε ελαφρά πλοία και το βασιλικό πλοίο, μία τριήρη εκκαιδεκήρη. 4. έπρεπε να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση στη Ρώμη χίλια τάλαντα και να συνάψει συνθήκη συμμαχίας με τον όρο να εκστρατεύει μαζί με τους Ρωμαίους. Επίσης ο μικρότερος γιος του, ο στάλθηκε ως όμηρος στη Ρώμη. Κατά τα Ίσθμια του 196 π.Χ. ο Φλαμινίνος διακήρυξε στο στάδιο της Κορίνθου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθος την αυτονομία και την ελευθερία των ελληνικών πόλεων. Ο ίδιος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος στον οποίο αποδόθηκαν λατρευτικές τιμές από τους Έλληνες ως δείγμα ευγνωμοσύνης. Ο Φλαμινίνος παρέμεινε στην Ελλάδα ως το 194 π.Χ., οπότε ανακλήθηκε στη Ρώμη, όπου επέστρεψε παίρνοντας μαζί του πολλά έργα τέχνης με τα οποία κόσμησε το θρίαμβό του. Ο Β’ μακεδονικός πόλεμος, λοιπόν, αποτελεί σημαντική τομή, καθώς είναι η πρώτη φορά που οι Ρωμαίοι παρεμβαίνουν ρυθμιστικά στα ελληνικά πράγματα. Ο Φίλιππος Ε’ ήταν ο πιο διάσημος από τους Αντιγονίδες και είχε ως πρότυπο του το Φίλιππο Β’. Ήταν ο μόνος από τους Αντιγονίδες που επεκτάθηκε ανατολικά του Νέστου, το 202 π.Χ. και το 187 π.Χ. Αν και ηττήθηκε από τη Ρώμη, δεν ησύχασε και δεσμευόταν από ανασυγκρότησε το κράτος του και το 187 π.Χ. κατέλαβε τις ελληνικές πόλεις ανάμεσα στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος. Όμως, στην ίδια περιοχή ζητούσε να κυριαρχήσει και ο Ευμένης Β’, ανταγωνιστής του Φιλίππου Ε’ και, αργότερα, του Περσέα. Ο Φίλιππος Ε’ διεξήγαγε εκστρατείες εναντίον των θρακικών φύλων κατά τα έτη 184, 183 και 181 π.Χ. Το 179 π.Χ., ενώ βρισκόταν σε εκστρατεία στη Θράκη κατευθυνόμενος από την Αμφίπολη προς το βορρά πέθανε και τον διαδέχτηκε στο θρόνο του ο Περσέας, ο τελευταίος βασιλιάς του μακεδονικού βασιλείου (179-168). Με την άνοδό του στο θρόνο, ο Περσέας ζήτησε από τους Ρωμαίους ανανέωση της συμμαχίας μαζί τους και αναγνώρισή του από τη ρωμαϊκή σύγκλητο. Ο Ευμένης, όμως, τον διέβαλε ότι δήθεν προετοίμαζε πόλεμο, κάτι που δεν προέκυπτε από τη διπλωματική του δραστηριότητα, από την οποία φαίνεται ότι επιζητούσε καλές σχέσεις με όλα τα ελληνιστικά κράτη, βασίλεια και πόλεις. Ένα περιστατικό, ωστόσο, του 172 π.Χ. δημιούργησε στη Ρώμη την άποψη ότι ο Περσέας είναι επικίνδυνος. Καθώς ο Ευμένης επέστρεφε από ένα ταξείδι του στη Ρώμη, πέρασε από τους Δελφούς όπου και σημειώθηκε μία απόπειρα δολοφονίας του, ηθικός αυτουργός της οποίας θεωρήθηκε ο Περσέας. Σώζεται ένα μέρος της επιγραφής που αναφέρεται με αρνητικό για τον Περσέα περιεχόμενο στο περιστατικό. Η επίσημη ρωμαϊκή άποψη ήταν ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ο ηθικός αυτουργός ενίσχυσε το αρνητικό κλίμα εις βάρος του και οδήγησε στην απόφαση των αρχών του 171 π.Χ. για πόλεμο εναντίον του. Το 170 και 169 έλαβαν χώρα ελάσσονος σημασίας επιχειρήσεις στην Ιλλυρία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 22 Ιουνίου 168 π.Χ. στην Πύδνα της Μακεδονίας και έληξε με νίκη του ρωμαϊκού στρατού, που είχε ως αρχηγό τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Λόγω της διάλυσης του στρατού του, ο Περσέας πέρασε στην Πέλλα και, στη συνέχεια, στην Αμφίπολη και στη Σαμοθράκη, όπου και παραδόθηκε στους Ρωμαίους. Ο ίδιος και τα παιδιά του κόσμησαν το θρίαμβο του νικητή και ο Περσέας πέθανε στη Ρώμη το 165 π.Χ. Το 167 π.Χ. ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος συγκέντρωσε τους εκπροσώπους των μακεδονικών πόλεων στην Αμφίπολη και τους ανακοίνωσε τις νέες ρυθμίσεις. Η Μακεδονία ήταν ένα παλαιό βασίλειο με εθνικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τα νεοσύστατα των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Το βασίλειο των Ατταλιδών ή της Περγάμου ήταν ένα μικρό βασίλειο, που δημιουργήθηκε ως τμήμα του εδάφους του βασιλείου των Σελευκιδών και για πρώτη φορά απόκτησε σχετικά μεγάλη έκταση … στη Μαγνησία παρά τω Σιπύλω. Οι Ρωμαίοι προέβλεπαν το χωρισμό των εδαφών της Μακεδονίας σε τέσσερις διοικητικές περιοχές, που ονομάστηκαν μερίδες. Καθεμία από αυτές τις περιοχές ήταν αυτοδιοίκητη, ενώ δεν επιτρεπόταν επιγαμίες και ανταλλαγές ανάμεσα στους κατοίκους των περιοχών αυτών. Η πρώτη περιοχή ήταν μεταξύ του Νέστου και του Στρυμώνα με πρωτεύουσα την Αμφίπολη (σε αυτήν υπήχθησαν και οι κτήσεις του Περσέα μεταξύ Νέστου και Έβρου), η δεύτερη τα εδάφη μεταξύ Στρυμώνα και Αξιού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, η τρίτη, γνωστή ως κάτω ή παράλια Μακεδονία, περιλάμβανε την περιοχή μεταξύ Αξιού και Πηνειού με πρωτεύουσα την Πέλλα και η τέταρτη, άνω Μακεδονία, με πρωτεύουσα την Ηράκλεια Λυγκηστίδα (η σημερινή πόλη Μοναστήρι-Bitola) που περιλάμβανε ολόκληρη την ορεινή βορειοδυτική Μακεδονία, την ενδοχώρα της τρίτης μερίδας. Με βάση τις νέες ρυθμίσεις οι Ρωμαίοι επέτρεψαν τη διατήρηση στρατού για την άμυνα από επιθέσεις, εκτός από την τρίτη μερίδα. Η απαγόρευση της μεταξύ των μερίδων επικοινωνίας ίσως οφείλεται στην αποτροπή της επιβίωσης του βασιλείου. Οι μερίδες διατηρήθηκαν υπό αυτό το καθεστώς από το 167 π.Χ. έως ότου οργανώθηκαν ως επαρχία του ρωμαϊκού κράτους. Η Μακεδονία οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία διοικούμενη από έναν Ρωμαίο διοικητή με το αξίωμα του ανθύπατου (proconsul) με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, από τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα και εξής, κατά την αυτοκρατορική περίοδο, δηλαδή, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν και διατήρησαν το σύστημα αυτοδιοίκησης των πόλεων και το αντιπροσωπευτικό διοικητικό σύστημα, που αποδίδεται με τον όρο κοινό, που ήταν ομοσπονδιακά κράτη. Η επαρχιακή αυτοδιοίκηση στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο κύριος θεσμός που τους έδινε υπόσταση ήταν το λεγόμενο συνέδριο. Στη Μακεδονία, ενώ η έδρα της πολιτικής διοίκησης ήταν η Θεσσαλονίκη, έδρα του κοινού των Μακεδόνων και της επαρχιακής αυτοδιοίκησης ήταν η Βέροια. Σημασία έχει το ότι διατήρησαν θεσμούς που ενέταξαν στο σύστημα της αυτοκρατορίας. Το 148 π.Χ. οι μερίδες αντικαταστάθηκαν από την επαρχία. Στη Νότια Ελλάδα η μεταβολή συνέβη το 146 π.Χ. Εκείνο που προκάλεσε τη ρωμαϊκή παρέμβαση ήταν οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ αχαϊκής συμπολιτείας και Σπάρτης. Η ένταση προέκυπτε απ’ το ότι ενώ η η αχαϊκή συμπολιτεία έτεινε να εντάξει στις δομές της την Σπάρτη, η Σπάρτη έκλινε προς την ανεξαρτησία, κάτι που συχνά προκαλούσε προβλήματα, για την επίλυση των οποίων απευθυνόταν στη Ρώμη. Την άνοιξη του 146 π.Χ. η αχαϊκή συμπολιτεία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Σπάρτης, που ήταν σύμμαχος της Ρώμης, και γι’ αυτό η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε ότι στρεφόταν εναντίον της Ρώμης. Μετά την ήττα του στρατού της αχαϊκής συμπολιτείας σε μάχη που έγινε στη Λευκόπετρα της Κορίνθου, ο ρωμαϊκός στρατός με αρχηγό το Μόμμιο κατέστρεψε και λεηλάτησε την Κόρινθο. Η κατάσταση που προέκυψε διευθετήθηκε από μία δεκαμελή επιτροπή της Συγκλήτου, κατά την απόφαση της οποίας όσα κράτη τήρησαν φιλική ή ουδέτερη στάση απέναντι στη Ρώμη (η Σπάρτη, η Αθήνα και τα κοινά των Θεσσαλών, των Ακαρνάνων, των Αινιάνων, των Αιτωλών, και των Μαγνήτων), ενώ όσοι συντάχθηκαν με την αχαϊκή συμπολιτεία υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του ανθυπάτου της Μακεδονίας με αυτοδιοίκηση. Επομένως, όλη η Πελοπόννησος, πλην της Σπάρτης, οι δύο Λοκρίδες, η Βοιωτία, η Φωκίδα, η Χαλκίδα και τα Μέγαρα προσαρτήθηκαν στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ήδη η ρωμαϊκή κυριαρχία περιλάμβανε μέρος της νοτίου Ελλάδας όχι υπό χωριστή επαρχία. Προχωρώντας με χρονική σειρά, το επόμενο ελληνιστικό βασίλειο που προσάρτησε η Ρώμη στην επικράτειά της ήταν αυτό της Περγάμου ή των Ατταλιδών. Ο Άτταλος Γ (139/8-133 π.Χ.) πεθαίνοντας το 133 π.Χ. κληροδότησε με διαθήκη το κράτος του στο ρωμαϊκό δήμο, εκτός από την πόλη της Περγάμου και την χώρα της πόλης. Το 133 π.Χ. έφτασε στη Μικρά Ασία επιτροπή της Συγκλήτου για την εφαρμογή της διαθήκης, αλλά το επόμενο έτος ξέσπασε αναταραχή. Μετά το θάνατο του Αττάλου, ο νόθος γιος του Ευμένη του Β’, Αριστόνικος, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς με το όνομα Ευμένης Γ’ και προσπάθησε να καταλάβει το βασίλειο της Περγάμου. Ο Αριστόνικος έδωσε στο υπό ίδρυση βασίλειο το όνομα ‘Ηλιόπολις’, που παραπέμπει σε ουτοπίες. Η εξέγερση του Αριστόνικου δεν υποστηρίχθηκε από ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά από τους εγχώριους κατοίκους της Μικράς Ασίας και απελεύθερους. Οι οπαδοί του συμπεριφέρονταν σαν συμμορίες ληστών και δεν ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν το ρωμαϊκό στρατό, ο οποίος κατέφθασε το 130 π.Χ. στη Μικρά Ασία. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Ρώμη μαζί με το θησαυρό των Ατταλιδών. Η εξέγερση του Αριστόνικου καθυστέρησε την εφαρμογή της διαθήκης. Το 129 π.Χ. τα εδάφη του βασιλείου της Περγάμου οργανώθηκαν ως ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Asia. Το επόμενο ελληνιστικό βασίλειο που καταλύθηκε από τους Ρωμαίους ήταν αυτό των Σελευκιδών. Η σύγκρουση ξεκίνησε επί βασιλείας του Αντίοχου Γ’ εναντίον του οποίου στράφηκαν οι Ρωμαίοι μετά την ήττα του Φιλίππου Ε’. οι αφορμές ήταν οι εξής: α) την άνοιξη του 197 π.Χ., ο Αντίοχος εκστράτευσε εναντίον των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και τις έθεσε υπό την κυριαρχία του. Την άνοιξη του 196 π.Χ. αποβιβάστηκε στη Θρακική χερσόνησο και με κέντρο στα ευρωπαϊκά εδάφη τη Λυσιμάχεια διεξήγαγε επιχειρήσεις ως το 194 π.Χ. επεξέτεινε την κυριαρχία του στο βόρειο Αιγαίο ως τη Μαρώνεια. β) το τέλος του 195 π.Χ. ο Αννίβας ζήτησε καταφύγιο στην αυλή του, όπου και έγινε δεκτός ως σύμβουλος γ) επειδή οι Αιτωλοί είχαν δυσαρεστηθεί από τις ρυθμίσεις που επικράτησαν μετά το 197 π.Χ. αποφάσισαν να πολεμήσουν εναντίον της Ρώμης και κάλεσαν τον Αντίοχο στην Ελλάδα και τον εξέλεξαν στρατηγό αυτοκράτορα. Το 192 π.Χ. ξεκίνησε την εκστρατεία του στην Ελλάδα. Την άνοιξη του 191 π.Χ. ο ρωμαϊκός στρατός έφτασε στην Απολλωνία και εντός του έτους αυτού ο Αντίοχος ηττήθηκε στις Θερμοπύλες και αποχώρησε στη Μικρά Ασία. Μετά τις Θερμοπύλες, οι Αιτωλοί έστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη για να συνθηκολογήσουν. Το 191 π.Χ. συμφωνήθηκε προσωρινή ειρήνη και το 189 π.Χ. συνήφθη ειρήνη. Το 190 π.Χ. ανέλαβε ως ύπατος τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον του Αντιόχου ο Κορνήλιος Σκιπίων, που συνόδευε ο αδελφός του Παύλος Σκιπίων. Περνώντας την Ελλάδα, τη θρακική χερσόνησο και τον Ελλήσποντο, έφθασε στη Μικρά Ασία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις αρχές του 189 π.Χ. στη Μαγνησία κοντά στο όρος Σίπυλο, όπου αν και ο Αντίοχος παρέταξε 72 και οι Ρωμαίοι 30 χιλιάδες στρατού, νίκησαν οι Ρωμαίοι λόγω των εύστοχων συμβουλών του Ευμένη. Ο Σκιπίωνας υπαγόρευσε στον Αντίοχο τους όρους της ειρήνης, οι οποίο επικυρώθηκαν από τη Σύγκλητο το 189 π.Χ. δεύτερηφοράΑπάμεια188π.Χ.φρυγία Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, η οροσειρά του Ταύρου αποτελούσε το δυτικό όριο του βασιλείου των Σελευκιδών, που αποσύρθηκε από τη Μικρά Ασία, και απαγορεύθηκε να στρατολογεί από περιοχές δυτικά της οροσειράς. Τον υποχρέωσε ακόμη να περιορίσει τον αριθμό των ελεφάντων που κατείχε και να παραδώσει το στόλο, εκτός από δέκα πλοία, 20 ομήρους και πολεμική αποζημίωση ύψους δεκαπέντε χιλιάδων ταλάντων. Οι μεγάλες απώλειες ως συνέπεια της ήττας και πέθανε το 187 π.Χ. Τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Σέλευκος Δ’ , που δολοφονήθηκε και τον αντικατέστησε ο νεότερος αδελφός του, Αντίοχος Δ’, ο επονομαζόμενος Επιφανής (175-164/3 π.Χ.). Ενώ το βασίλειο δεν υπέστη εδαφικές απώλειες, ένα χαρακτηριστικό της βασιλείας του ήταν οι αναταραχές που ξέσπασαν στην Ιουδαία. Ήδη στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσα τους ελληνιστές, τους Ιουδαίους, δηλαδή, που είχαν ελληνική παιδεία, και τους ορθόδοξους Εβραίους. Το 175-170 επικράτησαν ταραχές στην Ιερουσαλήμ διότι στο Ναό … οι ελληνιστές, με τον Ιάσωνα, ο οποίος ίδρυσε Γυμνάσιο, κάτι που αποτελούσε πρόκληση για τους ορθόδοξους Ιουδαίους και οδήγησαν σε ταραχές τα έτη 169-167 π.Χ. που έληξαν με προσωρινή ήττα των ορθοδόξων Ιουδαίων. Την αρχή του 169 π.Χ., καθώς εκστράτευε εναντίον της Αιγύπτου, πέρασε από το Ναό και αφαίρεσε το θησαυρό ως αντιστάθμισμα φόρων τριών ετών που δεν είχαν καταβληθεί. Το 168 π.Χ. άρχισε εξέγερση των ορθοδόξων Ιουδαίων, ο Αντίοχος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και εγκατέστησε φρουρά ;στην ύπαιθρο. Ο Ναός μεταβλήθηκε σε ναό του Ολυμπίου Διός. Μία άλλη προκλητική ενέργεια ήταν η απαγόρευση του Ιουδαϊκού νόμου το Δεκέμβρη; Του 167 π.Χ. επιβάλλοντας τα ελληνικά ήθη. Η αφαίρεση από τους Ιουδαίους του εξ έθους δικαιώματός τους να ζουν κατά το μωσαϊκό νόμο συνιστούσε μία ήττα των ορθόδοξων Ιουδαίων. Το 166 π.Χ. ξέσπασε και άλλη εξέγερση στην Ιουδαία, όπου εκστράτευσε ο Αντίοχος το 164 π.Χ. και ηττήθηκε. Αναγκάστηκε να ανακαλέσει το διάταγμα του 167 π.Χ., να επαναφέρει τη λατρεία του Γιαχβέ στο Ναό και να παράσχει αμνηστία. Πέθανε το 164/3 π.Χ. Μετά το θάνατό του ξεκίνησε η παρακμή του βασιλείου των Σελευκιδών, λόγω των συνεχών δυναστικών ερίδων και της εδαφικής συρρίκνωσης, ως αποτέλεσμα των αποσχιστικών τάσεων που εκδηλώθηκαν και κυρίως της επέκτασης του παρθικού βασιλείου. Κατάληξη της κατάστασης που ξεκίνησε με γεγονότα μετά το θάνατο του Αντιόχου Δ’, ήταν η εξής: περί το τέλος του 2ου και τις αρχές του 1ου αιώνα ολόκληρη η Μεσοποταμία, η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη, ανήκε στους Πάρθους περιορίζοντας το βασίλειο των Σελευκιδών στην ανατολική Κιλικία και στη βόρεια Συρία. Το 82 π.Χ. ο βασιλιάς της Αρμενίας(?), Τιγράνης, κατέλαβε το βασίλειο. Τελευταίος Σελευκίδης βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος ΙΓ’ (69-64). Επί αυτού του βασιλιά καταλύθηκε το βασίλειο των Σελευκιδών. Ο Πομπήιος, μετά τη νίκη του το 66 π.Χ. επί του Μιθριδάτη ΣΤ’ και του υποτελή του Τιγράνη, κατευθύνθηκε προς τη Συρία και το θέρος του 64 π.Χ., όταν έφτασε το θέρος του 64 π.Χ. ο Αντίοχος ΙΓ’ ζήτησε να τον αναγνωρίσουν. Ο Πομπήιος αρνήθηκε και το 64/3 π.Χ. μετέτρεψε το βασίλειό του σε ρωμαϊκή επαρχία, με το όνομα Syria, θέτοντας τέλος στην ύπαρξη του βασιλείου των Σελευκιδών. Το βασίλειο των Πτολεμαίων γνώρισε το 2ο και τον 1ο π.Χ. αιώνα μία προϊούσα παρακμή, συμπτώματα της οποίας ήταν οι συνεχείς δυναστικές έριδες, η συνεχής πτώση της οικονομίας και η ενδυνάμωση του εγχώριου πληθυσμού, λόγω της ελάττωσης της ισχύος του βασιλείου. Συχνά η Ρώμη επενέβαινε στα εσωτερικά του, διότι πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια κατέφθαναν στη Ρώμη. Η ιστορία του βασιλείου χωρίζεται σε δύο ενότητες: την περίοδο διάσπασης του βασιλείου και την περίοδο της βασιλείας της Κλεοπάτρας Ζ’. Το 163 π.Χ. για πρώτη φορά το βασίλειο των Πτολεμαίων διανεμήθηκε. Ο Πτολεμαίος ο ΙΣΤ’ έλαβε το Αιγαίο και την Κύπρο και ο Πτολεμαίος Φίσκων την Κυρηναϊκή. Ένα άλλο σύμπτωμα της ασθενούς κατάστασης του βασιλείου ήταν η κληροδότησή του στους Ρωμαίους κατά τη διαθήκη του Πτολεμαίου Φίσκωνος το 155 π.Χ. Σε επιγραφή που έχει βρεθεί στο ναό του Απόλλωνα στην Κυρήνη αναφέρεται ότι σε περίπτωση θανάτου του η Κυρηναϊκή περιέρχεται στην ιδιοκτησία του ρωμαϊκού δήμου. Η σύγκλητος δεν εφάρμοσε τη διαθήκη. Το 96 π.Χ. ο Πτολεμαίος Απίων στην Κυρηναϊκή άφησε το βασίλειο στο ρωμαϊκό δήμο και η Σύγκλητος το 74 π.Χ. αποφάσισε να στείλει ένα Ρωμαίο διοικητή και να οργανώσει ως επαρχία την περιοχή. Ο Πτολεμαίος I' με διαθήκη του άφηνε την Αίγυπτο στο ρωμαϊκό δήμο. Αυτά είναι συμπτώματα και χαρακτηριστικά της κατάσταση που επικρατούσε. Κατά τη διάρκεια, όμως, της βασιλείας της Κλεοπάτρας Ζ’, σημειώνεται μία αναβίωση της ισχύος του βασιλείου. Η Κλεοπάτρα Ζ’ (51-30 π.Χ.) ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της Πτολεμαίου ΙB’, ο οποίος με διαθήκη άφηνε το βασίλειό του στην κόρη του και το γιο του, Πτολεμαίο ΙΓ’ με τον όρο ότι θα παντρευτούν. Αντίγραφο της διαθήκης στάλθηκε στη Ρώμη, με την παράκληση να επιβλεφθεί η χρονική εφαρμογή της διαθήκης. Η Κλεοπάτρα, που ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία 17 ετών, (ο αδερφός της Πτολεμαίος ήταν τότε ένδεκα ετών) κυβέρνησε ουσιαστικά μόνη της, αφού οι σύζυγοί της άλλαζαν (Πτολεμαίος ΙΓ’ [51-47], Πτολεμαίος ΙΔ’ [47-44], γιος της Πτολεμαίος ΙΕ’ Καισαρίων [44-30]). Τυπικά είχε τον τίτλο της συμβασιλείας, ουσιαστικά, όμως, κυβερνούσε μόνη της. Το γεγονός ότι η εξουσία της είχε πραγματικό αντίκρισμα φαίνεται απ’ το ότι εικονίζεται μόνη της σε νομίσματα και καθιέρωσε τη λατρεία της ως ‘νέας Ίσιδος’, διαχωρίζοντάς την από τη λατρεία του βασιλιά. Ήταν ευφυής, μορφωμένη και ασκούσε υψηλή πολιτική μέσω των διαπροσωπικών της σχέσεων. Πληροφορίες γι’ αυτήν έχουμε από πτολεμαϊκούς παπύρους και νομίσματα και από ρωμαϊκές πηγές. Από τις ελληνικές πηγές, τη συναντάμε στο βίο του Πλουτάρχου ‘Αντώνιος’. Η σύνδεση Κλεοπάτρας με τα ρωμαϊκά πράγματα έγινε μέσω της σύνδεσής της με τον Ιούλιο Καίσαρα. Οι ρωμαϊκοί εμφύλιο πόλεμοι διεξήχθησαν κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα. Μετά τη μάχη στα Φάρσαλα, ο ηττηθείς Πομπήιος κατέφυγε στην Αίγυπτο όπου δολοφονήθηκε. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας κατέφθασε στην Αλεξάνδρεια, ούτε ο Πτολεμαίος ΙΓ’ ούτε η Κλεοπάτρα Ζ’ βρισκόταν εκεί και τους κάλεσε εκεί ώστε να τους συμφιλιώσει. Το 48 π.Χ. ανακοίνωσε ότι θα συμβάλλει όπως όριζε η διαθήκη. Όταν το 47 π.Χ. υποκινήθηκε μία εξέγερση του πτολεμαϊκού στρατού για τον Πτολεμαίο ΙΓ’ και έγινε μάχη στην Αλεξάνδρεια, τότε, επειδή στο λιμάνι υπήρχαν πενήντα ρωμαϊκά πλοία, ο Ιούλιος Καίσαρας διέταξε να πυρποληθούν για να μη χρησιμοποιηθούν από τους εξεγερμένους, η φωτιά μεταδόθηκε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η οποία και καταστράφηκε. Όταν καταπνίγηκε η εξέγερση και ο Πτολεμαίος ΙΓ’, βασίλισσα ήταν η Κλεοπάτρα με τον αδερφό της, Πτολεμαίο ΙΔ’. Ο Καίσαρας άφησε εκεί τέσσερις λεγεώνες φεύγοντας. Η Κλεοπάτρα βρισκόταν στη Ρώμη στις Ειδούς του Μαρτίου 44 π.Χ. μαζί με τον τρίτο γιο της Καισαρίωνα. Η γνωριμία της με τον Μάρκο Αντώνιο αργότερα σε σχέση με τα γεγονότα μετά τη δολοφονία του Καίσαρα. Μετά τη μάχη στους Φιλίππους, το 42 π.Χ., ο Μάρκος Αντώνιος έδειξε ενδιαφέρον για τη διοίκηση της ανατολής & Αιγύπτου και έμεινε εκεί. Όπως ο Πλούταρχος περιγράφει, αποδέχτηκε τον ελληνικό τρόπο ζωής Στην Ταρσό της Κιλικίας … και το χειμώνα του 41-40 βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια. Αν εξαιρέσουμε τα έτη 40-38, ο Αντώνιος πέρασε όλη την υπόλοιπη περίοδο από το 42 ως το 31 π.Χ. στην ελληνική ανατολή μαζί με την Κλεοπάτρα. Οι πολιτικές βλέψεις του Αντωνίου ήταν άλλες από την επίσημη πολιτική της Ρώμης. Το 34 π.Χ. σε μία εκδήλωση στο κατάμεστο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα παρουσιάστηκαν καθισμένοι σε χρυσούς θρόνους με τα παιδιά τους στα πόδια τους. Τότε ο Μάρκος Αντώνιος διένειμε τα εδάφη της Ανατολής στην Κλεοπάτρα, που ονομάστηκε ‘βασίλισσα των βασιλέων’, και στα παιδιά της. Ειδικότερα, ο Καισαρίων, γιος του Καίσαρα και της Κλεοπάτρας, ονομάστηκε βασιλέας των βασιλέων, στον Αλέξανδρο Ήλιο αποδόθηκε η Αρμενία και τα εδάφη ανατολικά του Ευφράτη, στην Κλεοπάτρα Σελήνη η Λιβύη και η κυρηναϊκή και στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο τα εδάφη δυτικά του Ευφράτη. Η πράξη αυτή με έντονο πολιτικό συμβολισμό, επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να ιδρύσει μία αυτοκρατορία με κέντρο την Αλεξάνδρεια, κάτι που τον έφερνε αυτομάτως σε ρήξη με τη Ρώμη και τον Οκταβιανό. Η Σύγκλητος αφαίρεσε όλους του δημόσιους τίτλους από τον Αντώνιο, ώστε ο Οκταβιανός να έχει αντιμέτωπο ένα απλό ιδιώτη, και ο πόλεμος επίσημα διεξαγόταν εναντίον της Κλεοπάτρας. Η τελική μάχη δόθηκε στο Άκτιο, στη νότια είσοδο του Αμβρακικού κόλπου. Στη βόρεια πλευρά βρισκόταν ο Οκταβιανός με ένα στόλο ελαφρών και γρήγορων πλοίων και στη νότια ο στόλος της Κλεοπάτρας εντός του Αμβρακικού και ο στρατός του Αντωνίου. Τα πλοία του Οκταβιανού επιτηρούσαν τη θαλάσσια είσοδο του κόλπου, με αποτέλεσμα ελλείψεις σε τρόφιμα και αυτομολήσεις. Τότε αποφασίστηκε η έξοδος από τον κόλπο στις 2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ. Η Κλεοπάτρα με 60 πλοία που διασώθηκαν κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια και με ένα πλοίο την ακολούθησε ο Μάρκος Αντώνιος. Λόγω θαλασσοταραχής??. Ο Οκταβιανός πέρασε το χειμώνα του 31/30 π.Χ. στην Αθήνα και επέστρεψε στην Ιταλία. Την άνοιξη του 30 π.Χ. πραγματοποίησε ένα ταξείδι στη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο. Η Κλεοπάτρα ζήτησε να διαπραγματευτεί μαζί του. Ο Οκταβιανός αρνήθηκε, διότι ήθελε και θησαυρό και Αίγυπτο. Την 1 Αυγούστου 30 π.Χ. ο Αντώνιος αυτοκτόνησε. Η Κλεοπάτρα βρέθηκε νεκρή στον τάφο της, αν και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το θάνατό της, από τις οποίες μία κάνει λόγο για θάνατο από δηλητήριο φιδιού. Το 30 π.Χ. σημειώθηκε το τέλος του πτολεμαϊκού βασιλείου. Το 29 π.Χ. ο Οκταβιανός πραγματοποίησε θρίαμβο, ο Πτολεμαίος Καισαρίων εκτελέστηκε, τα υπόλοιπα παιδιά συνόδευσαν το θρίαμβο του Οκταβιανού και, πέρα από την Κλεοπάτρα Σελήνη Β’, που δόθηκε ως σύζυγος στο βασιλιά της Μαυριτανίας Ιούδα, δε γνωρίζουμε τι απέγινε Ο Αλέξανδρος Ήλιος και ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος. Στις 13 Ιανουαρίου 27 π.Χ. εγκαινιάζεται μία νέα μορφή διακυβέρνησης του ρωμαϊκού κράτους και η ρωμαϊκή κυριαρχία λαμβάνει νέα μορφή. Πρόκειται για το principatus, στα ελληνικά ηγεμονία ή αυτοκρατορικό καθεστώς του Αυγούστου. Το 27 π.Χ. δίδεται στον Οκταβιανό ο τίτλος Αύγουστος (=ανορθωτής). Το νέο πολίτευμα είναι ένας συνδυασμός αρμοδιοτήτων παλαιών θεσμών σε ένα μόνο πρόσωπο. Το πρώτο κοινό των αχαϊκών πόλεων διαμορφώθηκε αρχικά κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. ως μια συνομοσπονδία πόλεων-κρατών και αποτελούνταν από δώδεκα πόλεις. Τελούσαν περιοδικές πανηγύρεις και θυσίες στον ιερό του Διός Ομαγυρίου (ή Ομαρίου ή Αμαρίου), στο Αίγιο, όπου έλυναν τις έριδες και ρύθμιζαν τα κοινά συμφέροντά τους. Η ομοσπονδία υπήρξε μέχρι τον 3ο π.Χ. αδύναμη και μέχρι τότε σχεδόν αμέτοχος των κοινών ελληνικών πραγμάτων. Μετά την μάχη της Χαιρώνειας, οι περισσότερες πόλεις της άρχισαν να υποκύπτουν σε μακεδονικές φρουρές, ενώ με το τέλος του Λαμιακού πολέμου καταλύθηκε. Οι πρώτες πόλεις Από το έτος 280 π.Χ. άρχισε σταδιακά να δημιουργείται νέα ομοσπονδία αχαϊκών πόλεων κατά μίμηση της γειτονικής Αιτωλικής Συμπολιτείας. Πρώτες συνήλθαν η Δύμη και οι Πάτραι, ενώ ακολούθησαν απομακρύνοντας τις μακεδονικές φρουρές η Τριταία και οι Φαραί και διαδοχικά το Αίγιο, η Βούρα, η Κερύνεια, η Πελλήνη, η Αιγείρα και το Λεόντιο. Η ομοσπονδία εκτελούσε ετήσια σύνοδο στο Αίγιο όπου καθορίζονταν τα κοινά ζητήματα. Καταρχήν η εκτελεστική εξουσία είχε ανατεθεί σε δύο στρατηγούς και έναν γραμματέα, αλλά από το 253 π.Χ. κατέληξε σε έναν στρατηγό, σε ένα δεύτερο πολιτειακό άρχοντα, τον ίππαρχο καθώς και ένα ναύαρχο. Ο στρατηγός πλαισιωνόταν από ένα συμβούλιο δέκα ανδρών, των «δημιουργών», που αντιπροσώπευαν τις δέκα αρχικές ομόσπονδες πόλεις. Οι δημιουργοί αποκαλούνταν και «συνάρχοντες» ή «πρόβουλοι». Για κάποιους ιστορικούς το διοικητικό σύστημα της Συμπολιτείας ήταν ένα από τα πρώιμα αντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα, όπου οι αποφάσεις παίρνονταν δια αντιπροσώπων των πόλεων στην κεντρική συνέλευση. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος διαφωνεί με αυτό γιατί μαρτυρούνται οχλοκρατικές συνεδριάσεις με μεγάλα πλήθη συνέδρων. Επίσης, σημειώνει ένα σημαντικό μειονέκτημα του πολιτικού συστήματος της Αχαϊκή Συμπολιτεία, ότι δηλαδή το συμβούλιο των δέκα δημιουργών προέρχονταν σχεδόν πάντα για λόγους παράδοσης και πρωτοκαθεδρίας από πολίτες των δέκα πρώτων αχαϊκών πόλεων που πρωτοσχημάτισαν το Κοινό. Με συνέπεια μεγάλες πόλεις που εισήλθαν στην συμπολιτεία να μην εκπροσωπούνται στους δημιουργούς. Επίσης, φαίνεται ιδιαίτερα προς την τελική φάση η πόλη της Μεγαλόπολης να έπαιζε το σημαντικότερο ρόλο στην Συμπολιτεία. Η Αχαϊκή Συμπολιτεία γνώρισε την πρώτη μεγάλη της επέκταση, από τον Άρατο τον Σικυώνιο που εξεδίωξε τον τύραννο της πόλης του Νικοκλέα και την ενέταξε στην συμπολιτεία. Ο Άρατος εκμεταλλευόμενος την εξασθένιση των Μακεδόνων την επέκτεινε πέρα από την αχαϊκή ενδοχώρα ώστε να περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις βόρειες πολιτείες της Πελοποννήσου. Αρχικά το 243 π.Χ. κατέλαβε την Ακροκόρινθο, ενώ στην συνέχεια προστέθηκαν τα Μέγαρα, η Τροιζήνα, η Επίδαυρος, οι Κλεωνές και η αρκαδική Μεγαλόπολη (235 π.Χ.), όταν ο Άρατος έπεισε τον τύραννο Λυδιάδα να προσχωρήσει σε αυτήν. Στην συνέχεια εκμεταλλευόμενος ο Άρατος περί το 230 π.Χ. τις συγκρούσεις Μακεδόνων και Αιτωλών και την αποχώρηση των Μακεδόνων από την Πελοπόννησο, εξαναγκάζει τους τυράννους των ακόλουθων πόλεων να τις εντάξουν στην συμπολιτεία: ο Ξένων της Ερμιόνης, ο Κλειώνυμος του Φλιούντος, και ο Αριστόμαχος του Άργους (229 π.Χ.). Με τη σειρά τους προσχώρησαν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία η Αίγινα και το μεγαλύτερο μέρος των αρκαδικών πόλεων. Την ίδια περίοδο η Σπάρτη είχε αρχίσει να ανακάμπτει από την άθλια κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει μετά την ήττα της από τους Μακεδόνες το 331 π.Χ., χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη του Γ’. Σε λίγα χρόνια είχαν συσταθεί εκ νέου τα παραδοσιακά σπαρτιατικά έθιμα, ανακατανέμεται η γη, απαγορεύονται οι πολυτέλειες, και μεταρρυθμίζεται ο στρατός. Η Σπάρτη σημείωσε αρκετές νίκες εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας, κατάστρεψε την νέα έδρα της στην Μεγαλόπολη, και για άλλη μια φορά, κυριάρχησε στην Πελοπόννησο, καθώς αρκετά από τα μέλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας άρχισαν να την εγκαταλείπουν. Συγκεκριμένα κατελήφθησαν από τον Κλεομένη, ο οποίος εισέβαλε και στην Αχαΐα (μάχη της Δύμης), οι Καφυές, η Πελλήνη, το Άργος και πολλές αρκαδικές κώμες. Προσχώρησαν εκουσίως στη Σπάρτη, ο Φλιούς, οι Κλεωνές, η Επίδαυρος, η Ερμιόνη, η Τροιζήνα, ενώ οι Αχαιοί βλέποντας ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και αυτής της Κορίνθου ήταν φιλικά διακείμενο προς τη Σπάρτη, ανακήρυξαν τον Άρατο στρατηγό αυτοκράτορα. Ο Άρατος αναγκάστηκε να καλέσει σε βοήθεια τον Μακεδόνα βασιλιά, Αντίγονο Γ' Δώσων, υποσχόμενος την εκ νέου παραχώρηση της Ακροκορίνθου και την πληρωμή των εξόδων της εκστρατείας. Ο Αντίγονος κατήλθε με 21,400 άνδρες στον Ισθμό δια της Εύβοιας, αποφεύγοντας τις Θερμοπύλες που κατείχαν οι Αιτωλοί. Αρχικά ηττήθηκε από τον Κλεομένη στο Λέχαιο, αλλά λόγω της αποστασίας των Αργείων που υποκινήθηκαν από τον Αριστοτέλη φίλο του Αράτου, ο σπαρτιατικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει για να μην εγκλωβιστεί σε διπλό μέτωπο. Ο Αντίγονος, κατέλαβε την Ακροκόρινθο, εξεδίωξε την σπαρτιατική φρουρά από την Μεγαλόπολη, και κατευθύνθηκε στο Αίγιο. Στην συνέλευση που έλαβε χώρα εκεί ανακηρύχθηκε ηγεμόνας όλων των συμμάχων από τους Αχαιούς (223 π.Χ.). Τότε εισέβαλε μαζί με τους Αχαιούς στην Αρκαδία, κατέλαβε τον Ορχομενό και την Τεγέα, ενώ εξανδραπόδισε τους κατοίκους της Μαντινείας λόγω της αποστασίας της από την συμπολιτεία και την επανίδρυσε εκ νέου, με το όνομα Αντιγόνεια, δωρίζοντάς την στους Αργείους. Εντωμεταξύ ο Κλεομένης με την βοήθεια του Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη οργάνωσε το στρατό του, επανακατέλαβε και κατέσκαψε την Μεγαλόπολη την οποία εγκατέλειψαν οι κάτοικοί της για να αποφύγουν την τύχη των Μαντινέων, ενώ εισέβαλε και στην Αργολίδα. Ο Αντίγονος το 222 π.Χ. συγκέντρωσε μεγάλο στράτευμα 30,000 από Μακεδόνες, Ιλλυριούς, Ακαρνάνες, Ηπειρώτες και Αχαιούς, συμμάχους και μισθοφόρους. Η τελική σύγκρουση έλαβε χώρα στη μάχη της Σελλασίας με την οριστική ήττα του Κλεομένη. Ο Αντίγονος αποκατέστησε τον μακεδονικό έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Σύγκρουση με τους Αιτωλούς Από το 220 π.Χ. έως το 217 π.Χ., η Αχαϊκή Συμπολιτεία ενεπλάκη σε πόλεμο με την την Αιτωλική Συμπολιτεία, ο οποίος ονομάζεται Δεύτερος Συμμαχικός Πόλεμος. Ο νεαρός βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος Ε’ ενίσχυσε τους Αχαιούς και καταδίκασε την επιθετικότητα των Αιτωλών σε πανελλήνιο συνέδριο στην Κόρινθο. Αφορμή για την σύγκρουση στάθηκαν οι ληστείες που πραγματοποιούσαν οι Αιτωλοί εναντίον των Μεσσηνίων, οι οποίοι κάλεσαν σε βοήθεια τους συμμάχους τους Αχαιούς. Ο Φίλιππος Ε' τελικά κατατρόπωσε τους Αιτωλούς εισβάλλοντας στην περιοχή τους και δίνοντας τέλος σε αυτήν τη σύγκρουση. Ανάκαμψη Χάρτης με τις διαδοχικές επεκτάσεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας (280-146 π.Χ.) και τις θέσεις και χρονολογίες των σημαντικότερων μαχών που έδωσε απέναντι σε Μακεδόνες, Σπαρτιάτες, Ηλείους, Αιτωλούς και Ρωμαίους. Μετά τον θάνατο του Αράτου (213 π.Χ.), σημαντικότερος ηγέτης της συμπολιτείας αναδείχτηκε ο Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης, που είχε ήδη αναγνωρισθεί στη μάχη της Σελλασίας ως ίππαρχος. Το 208 π.Χ. αναγορεύτηκε στρατηγός. Καταρχάς νίκησε και φόνευσε ο ίδιος το 207 π.Χ. περί την Μαντίνεια, τον τύραννο της Σπάρτης Μαχανίδα που λεηλατούσε τις πόλεις της συμπολιτείας ως σύμμαχος των Αιτωλών. Αυτόν διαδέχθηκε ο Νάβις, που αποδείχθηκε χειρότερος εχθρός: σε συμμαχία με τους πειρατές της Κρήτης, οχύρωσε την Σπάρτη και την κατέστησε ορμητήριο ληστρικών επιδρομών για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Το 197 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατατροπώνουν τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ε', ενώ το Τίτος Φλαμινίνος το 196 π.Χ. κατήλθε στην Κόρινθο όταν τελούνταν τα Ίσθμια και ανακήρυξε ότι παραμένουν ελεύθεροι, αφρούρητοι, αφορολόγητοι, και διοικούμενοι κατά τους πατρίους τους νόμους οι Κορίνθιοι, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Ευβοείς, οι Αχαιοί της Φθιώτιδος, οι Μάγνητες, οι Θεσσαλοί και οι Περραιβοί. Οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν περιλήφθηκαν στην διακήρυξη γιατί δεν υπόκεινταν στην μακεδονική δυναστεία. Το 191 π.Χ. ο Νάβις επιχείρησε να καταλάβει παράλιες λακωνικές πόλεις, αλλά ηττήθηκε από το Φιλοποίμενα και θέλοντας να ζητήσει τη συνδρομή των Αιτωλών έχασε τη ζωή του, γιατί οι τελευταίοι επιδίωξαν να γίνουν κύριοι της Σπάρτης. Τελικά οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους Αιτωλούς και να συνταχθούν οικειοθελώς στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Ταυτόχρονα, οι Ρωμαίοι παρέδωσαν στην συμπολιτεία τους Μεσσήνιους και τους Ηλείους, γιατί διατέλεσαν σύμμαχοι των Αιτωλών και του Αντιόχου. Έτσι το 190 π.Χ. η Αχαϊκή Συμπολιτεία περιλάμβανε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Αλλά σύντομα με την εμπλοκή των Ρωμαίων, παρουσιάστηκαν διαλυτικές τάσεις. Αρχικά Μεσσήνιοι και Σπαρτιάτες, αποτάθηκαν στη Ρώμη για να χωριστούν από τη συμπολιτεία. Οι Αχαιοί το 183 π.Χ. απέστειλαν άμεσα τον Φιλοποίμενα για να επαναφέρει τη Μεσσήνη στην συμπολιτεία. Αυτός απέκρουσε τους αποστάτες, αλλά αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε. Ο επόμενος στρατηγός Λυκόρτας ο Μεγαλοπολίτης, πατέρας του ιστορικού Πολύβιου, νίκησε τους Μεσσήνιους, τιμώρησε τους αιτίους του φόνου και τους επανέφερε στη συμπολιτεία. Κατά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (171 - 168 π.Χ.), οι Ρωμαίοι παρέλαβαν ομήρους από την Αχαϊκή Συμπολιτεία όπως και από άλλες ελληνικές περιοχές (Αιτωλία, Ακαρνανία και Βοιωτία), κατά βάση τους άριστους των πόλεων με την ψευδή κατηγορία ότι ήταν οπαδοί του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα, στην ουσία για να διασφαλίσουν την καλή συμπεριφορά απέναντι στη Ρώμη. Από την Αχαϊκή Συμπολιτεία με την υπόδειξη του στρατηγού Καλλικράτη του Λεοντιέως, 1000 εκλεκτοί πολίτες κρατήθηκαν στη Ρώμη με την κατηγορία της συνεργασίας με τον Περσέα, ανάμεσα τους ο ιστορικός Πολύβιος και οι επίσης Μεγαλοπολίτες μετέπειτα στρατηγοί Κριτόλαος και Δίαιος. Μόλις μετά από 17 έτη, το 151 π.Χ. επέστρεψαν οι 300 περίπου εν ζωή τότε Αχαιοί όμηροι στην πατρίδα τους. Το 150 π.Χ. στρατηγός αναδείχθηκε ο Δίαιος, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε από τον προηγούμενο στρατηγό Μεναλκίδα με 3 τάλαντα, για να τον σώσει από την κατηγορία ότι θέλησε να αποσπάσει την Σπάρτη από την συμπολιτεία. Η υπόθεση υποβάλλεται στη ρωμαϊκή βουλή, αλλά ο στρατηγός Δαμόκριτος, ένας από τους 300, επιτίθεται αστραπιαία κατά της Σπάρτης και την επαναφέρει στη συμμαχία. Ταυτόχρονα, μεσολαβεί και η εξέγερση του Ανδρίσκου στη Μακεδονία (150-148 π.Χ.) με συνέπεια ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον Μέτελλο να βρίσκονται στην Ελλάδα. Το 147 π.Χ. διαδέχεται τον Δαμόκριτο ο Δίαιος και σε σύνοδο της συμπολιτείας στην Κόρινθο προσέρχεται ο πρέσβης Αυρήλιος Ορέστης που αξιώνει για λογαριασμό της Ρώμης, ότι είναι δίκαιο όχι μόνο η Σπάρτη, αλλά και η Κόρινθος, το Άργος, η Ηράκλεια προς Οίτη και ο αρκαδικός Ορχομενός να αποσπαστούν από την συμπολιτεία. Οι πρέσβεις περιυβρίστηκαν για αυτήν τους την απαίτηση από τους εξοργισμένους συνέδρους, ενώ άκαρπη απήλθε και μία επόμενη πρεσβεία από τη Ρώμη. Ταυτόχρονα, ο νέος στρατηγός Κριτόλαος, επίσης ένας των 300 ομήρων, παρασκευάστηκε εντός του 146 π.Χ. και κήρυξε πόλεμο κατά της Σπάρτης, με συμμάχους τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδαίους. Πολιορκώντας την Ηράκλεια, που είχε αμέσως αποστατήσει μετά την διακήρυξη του Ορέστη. Ο Μέτελλος που κατήλθε χωρίς να περιμένει ενιχύσεις συνέτριψε τον απροετοίμαστο στρατό του Κριτόλαου στη μάχη της Σκάρφειας, ενώ ακολούθησε και η ήττα από στην Λευκόπετρα της Κορίνθου του επόμενου στρατηγού Δίαιου από τον Λεύκιο Μόμμιο, η καταστροφή της Κορίνθου που έμεινε έρημη για εκατό περίπου χρόνια και η διάλυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Μετά την καταστροφή της Κορίνθου, ο Μόμμιος διέταξε την καταστροφή των τειχών των πόλεων που συμμετείχαν στον πόλεμο, τον αφοπλισμό των κατοίκων, τη διάλυση των συνεδρίων των Αχαιών, των Φωκέων και των Βοιωτών, την κατάλυση των δημοκρατικών πολιτευμάτων εισάγωντας την τιμοκρατία, απαγόρευσε την έγκτησιν και καταδίκασε τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδείς να πληρώσουν στην Ηράκλεια 100 τάλαντα και τους Αχαιούς στην Σπάρτη 200, επιβάλλοντας ταυτόχρονα στις πόλεις που μετείχαν στον πόλεμο και ετήσιο φόρο στη Ρώμη. Ο φόρος αυτός φαίνεται να καταργήθηκε με παρέμβαση του Πολυβίου. Η περιοχή της συμπολιτείας εξακολουθούσε να έχει μία τυπική αυτονομία υπό την επικυριαρχία της Ρώμης για κάποιο διάστημα, ενώ μετατράπηκε στην ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας επί Αυγούστου. Το αρχικό όνομα κοινόν των Αχαιών (Αχαϊκής Συμπολιτείας), συνεχίζει να υπάρχει και σε επιγραφές μεταγενέστερες της διάλυσης της συμπολιτείας. Περίπου το 120 π.Χ. Αχαιοί πόλεων της Πελοποννήσου, αφιερώνουν τιμητική επιγραφή[1] στον Δία της Ολυμπίας, μετά από την εκστρατεία τους υπό υπό τον Γναίο Δομέτιο (Gnaeus Domitius) κατά των Γαλατών, στην πέρα των Άλπεων Γαλατία. Ενώ σε άλλη επιγραφή[2] από την Αθήνα, το 221-222 μ.Χ. το κοινόν των Αχαιών, όταν στρατηγός ήταν ο Εγνάτιος Βράχυλλος, αποφάσισε να αποστείλει μια πρεσβεία στον αυτοκράτορα Καρακάλλα. Η Αιτωλική Συμπολιτεία αποτέλεσε ένα ομοσπονδιακό κράτος της αρχαίας Ελλάδας, το οποίο δημιουργήθηκε από τη σύναψη πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας των πόλεων-κρατών της Αιτωλίας στην κεντρική Ελλάδα. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η Ισοπολιτεία και η ταυτόχρονη Αυτονομία των μελών της. Η δημιουργία της ομοσπονδίας πιστεύεται πως έλαβε χώρα περί το 367 π.Χ. και εδραιώθηκε ως αντίπαλος πόλος κυρίως απέναντι στη Μακεδονία, καθώς επίσης την Αχαϊκή Συμπολιτεία και τις λοιπές πόλεις - κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το 290 π.Χ. προσάρτησε τους Δελφούς και συνέχισε να επεκτείνεται εδαφικά. Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. ήλεγχε το σύνολο, σχεδόν, της κεντρικής Ελλάδας εκτός της Αττικής. Στο απόγειο της ακμής της, περιελάμβανε εδαφικά το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Στερεάς Ελλάδας από την Αμφιλοχία έως τη Βοιωτία, έχοντας επεκταθεί στην Ακαρνανία, τη Λοκρίδα, τη Μαλίδα, τους Δόλοπες, τη Φωκίδα και σε μέρος της Θεσσαλίας. Αργότερα με τη Συμπολιτεία ενώθηκαν και άλλες απομακρυσμένες πόλεις, όπως για παράδειγμα οι πόλεις της Αρκαδίας: Τεγέα, Μαντίνεια, Ορχομενός, Ψωφίδα και Φιγαλεία αλλά και η Κυδωνία στο νησί της Κρήτης. Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στη Φιγαλεία Στους ιστορικούς χρόνους η Αιτωλία περιελάμβανε την πεδινή περιοχή ανατολικά του Αχελώου και νοτιοδυτικά της τη Λίμνης Τριχωνίδας (Αιτωλικό Πεδίο), και την ορεινή Αιτωλία, η οποία εκτεινόταν βόρεια της Τριχωνίδας, από τις όχθες του Αχελώου ως τη Δωρίδα, καθώς επίσης την Αγραία, την Απεραντία, την Ευρυτανία, την Οφιονία και την Αποδοτία. Οι Αιτωλοί κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, δεν ακολούθησαν την ανάπτυξη άλλων ελληνικών πόλεων - κρατών όπως η Αθήνα ή η Κόρινθος. Οι σημαντικότερες πόλεις τους, Καλυδώνα και Πλευρώνα, ήκμασαν κατά την πρώιμη αρχαιότητα. Ο Όμηρος μας πληροφορεί πως έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Αιτωλικός λαός υπήρξε μεν πολυάριθμος, αλλά κυρίως πολεμικός και οι κάτοικοι ζούσαν σε μικρούς οικισμούς, χωρίς τείχη. Οι πόλεις τους βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση η μία από την άλλη, χωρίς κάποια από αυτές να παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη. Κατα τον Πελοποννησιακό Πόλεμο οι Αιτωλοί τήρησαν αρχικά ουδέτερη στάση, βρέθηκαν όμως στη συνέχεια αντιμέτωποι με τους Αθηναίους, όταν εκείνοι παρακινούμενοι απο τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου, εκστράτευσαν εναντιον τους το 426 π.Χ. υπό την αρχηγία του στρατηγού Δημοσθένη. Ο Θουκυδίδης, στη διήγηση του για την αθηναϊκή εκστρατεία στην Αιτωλία, αναφέρεται στην κοινή δράση των Αιτωλών για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Επισημαίνει πως η βάση της ύπαρξης του κοινού των Αιτωλών είναι φυλετική και την αποτελούν τα φύλα των Αποδοτών, των Οφιονέων και των Ευρυτάνων και δεν στηρίζεται σε πόλεις, διότι οι Αιτωλοί «οικούν κατά κώμας ατείχιστους καί ταύτας διά πολλού» (Θουκυδίδης 3, 94). Οι Αιτωλοί τελικά απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση και ανάγκασαν τους Αθηναίους να υποχωρήσουν στη Ναύπακτο. Ως ενισχυμένη δύναμη εμφανίζονται στις ιστορικές πηγές κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της Αιτωλικής Συμπολιτείας (Κοινό των Αιτωλών) με πρωτεύουσα το Θέρμο είναι άγνωστη. Πάντως είχε ιδρυθεί πριν το 338 π.Χ., όταν με τη βοήθεια του Φιλίππου Β' του Μακεδόνα κατέλαβαν τη Ναύπακτο, η οποία έκτοτε αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς τους. Την πρώτη πληροφορία για το δίκαιο της ομόσπονδης Συμπολιτείας τη συναντάμε το 329 π.Χ. όπου σε Δελφικό ψήφισμα ένας Αιτωλός πολίτης χαρακτηρίζεται «Αιτωλός εκ Μαικυνέας». Το 323 π.Χ., μετά το θάνατο το Μεγάλου Αλεξάνδρου, εξεγείρονται εναντίον των Μακεδόνων και με 7.000 στρατιώτες παίρνουν μέρος στο «Λαμιακό» πόλεμο εναντίον του Αντιπάτρου[6]. Το 322 π.Χ. στην εισβολή των στρατηγών Αντιπάτρου και Κρατερού στην Αιτωλία, σύμφωνα με το Διόδωρο, οι κάτοικοί της εγκατέλειψαν τις ανοχύρωτες θέσεις τους και αμύνθηκαν γενναία στις οχυρωμένες πόλεις τους[7], αποκρούοντας την επίθεση. Το 300 π.Χ. βγήκαν νικητές στον Αμφικτιονικό πόλεμο, όταν οι υπόλοιποι Έλληνες τους κήρυξαν πόλεμο επειδή κατέλαβαν το πεδίο του Κιρραίου Απόλλωνα στους Δελφούς. Το 279 π.Χ., όμως, κέρδισαν το σεβασμό των υπολοίπων Ελλήνων, μετά τη νίκη τους και την επιτυχημένη υπεράσπιση του Μαντείου των Δελφών απέναντι στη Γαλατική εισβολή[8], που είχε λάβει χώρα το ίδιο έτος απειλώντας τον ελληνισμό. Ως αποτέλεσμα, απέκτησαν το δικαίωμα να μετέχουν στην Αμφικτιονία των Δελφών. Στο Β' Συμμαχικό πόλεμο (220 - 217 π.Χ.) οι Αιτωλοί επιτέθηκαν εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας, έχοντας την υποστήριξη της Σπάρτης και της Κυδωνίας. Ο Φίλιππος Ε' της Μακεδονίας, που είχε μόλις ανέβει στο θρόνο της Μακεδονίας, συμμάχησε με του Αχαιούς. Οι δύο παρατάξεις πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες επιδρομές στις χώρες των αντιπάλων τους, χτυπώντας ακόμη και τα θρησκευτικά κέντρα. Έτσι οι Αιτωλοί επιτέθηκαν στη Δωδώνη και στο Δίο, ενώ ο Φίλιππος Ε' εισέβαλε στο Θέρμο και το λεηλάτησε.[9] Το 217 π.Χ., με τη μεσολάβηση της Ρόδου, της Χίου και του Πτολεμαίου Δ' του Φιλοπάτορα, συγκλήθηκε στη Ναύπακτο συνέδριο των Ελλήνων για κατάπαυση των πολεμικών ενεργειών και ειρήνευση των δύο στρατοπέδων. Ιδιαίτερη εντύπωση στο συνέδριο είχαν κάνει τα λόγια του Αιτωλού Αγέλαου από τη Ναύπακτο, ο οποίος είχε παρατηρήσει τα "από εσπέρας νέφη", το ρωμαϊκό δηλαδή κίνδυνο, και είχε συμβουλεύσει τους Έλληνες να ομονοούν μεταξύ τους.[9] Στα χρόνια που ακολουθούν η Αιτωλία θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει εκ νέου τις εισβολές των Μακεδόνων στο έδαφός της σε Αμβρακία, Ναύπακτο και Στράτο και θα υπερασπίσει την Ηράκλεια, τη Λαμία, την Άμφισσα και τα Ύπατα. Στον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο (215 - 205 π.Χ.) οι Αιτωλοί συμμαχούν για πρώτη φορά με τους Ρωμαίους εναντίον των Μακεδόνων. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, ο Φίλιππος Ε' είχε συμμαχήσει με τον Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα. Φοβούμενη μια πιθανή ενίσχυση του Αννίβα από τη Μακεδονία, η Ρώμη εξαπέλυσε δυνάμεις κατά μήκος της Αδριατικής με τη βοήθεια της Αιτωλικής Συμπολιτείας και της Περγάμου για να αποτρέψει τη σύμπραξη των δύο αντιπάλων της. Οι Ρωμαίοι, όμως, όντας απασχολημένοι στο μέτωπο των Καρχηδονίων, αδρανούν και ο Φίλιππος ισχυροποιημένος και από την αποχώρηση του Αττάλου Α' της Περγάμου από την ελληνική χερσόνησο, εισβάλλει και καταστρέφει το Θέρμο για δεύτερη φορά το 206 π.Χ. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, ο στρατός των Μακεδόνων απέσπασε από την πρωτεύουσα των Αιτωλών πλήθος από λάφυρα μεταξύ των οποίων και τις γαλατικές ασπίδες που είχαν ως αναθήματα οι Αιτωλοί μετά τη νικηφόρα μάχη στους Δελφούς το 279 π.Χ. Κατά τον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (200 - 196 π.Χ.), η Αιτωλική Συμπολιτεία συντάσσεται και πάλι με τη Ρώμη εναντίον του Φιλίππου Ε'. Μετά την ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλαίς και την αποδοχή της συνθήκης ειρήνης, οι Αιτωλοί έμειναν δυσαρεστημένοι καθώς διεκδικούσαν περιοχές που είχαν καταλάβει οι Μακεδόνες, και στο παρελθόν ανήκαν στη δική τους επικράτεια. Έτσι απέστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη για να υπερασπιστούν τις θέσεις τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μετά την αποτυχία της αποστολής, η Συμπολιτεία αποφάσισε να αντιταχθεί στους Ρωμαίους. Ωστόσο, απέτυχε να κερδίσει την υποστήριξη των Μακεδόνων και των άλλων ελληνικών πόλεων κι έτσι στράφηκε στον τύραννο της Σπάρτης, Νάβι, και στον Αντίοχο Γ' το Μέγα, ηγεμόνα των Σελευκιδών. Ο τελευταίος είχε ήδη ξεκινήσει εκστρατείες σε ευρωπαϊκά εδάφη, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, διεκδικώντας εδάφη που κάποτε κυβερνούσαν οι πρόγονοί του. Το 192 π.Χ. ο Αντίοχος φτάνει στην ηπειρωτική Ελλάδα, συμπαρασύροντας στο στρατόπεδό του κι άλλες πόλεις και καταλαμβάνει το νησί της Εύβοιας. Την επόμενη χρονιά, οι Ρωμαίοι νικούν τον Αντίοχο στις Θερμοπύλες και εκείνος καταφεύγει στη Χαλκίδα, αποσύροντας ουσιαστικά την προστασία του. Οι Αιτωλοί φοβισμένοι αποστέλλουν πρέσβεις στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Οι Ρωμαίοι δεν έδειξαν επιείκεια: πρότειναν στους Αιτωλούς την επιλογή ανάμεσα στην ενσωμάτωσή της στο ρωμαϊκό κράτος και στην καταβολή υπέρογκων φόρων υποτελείας, συνοδευμένη από τον όρκο να συντάσσονται μονάχα με τους συμμάχους της Ρώμης. Οι Αιτωλοί δεν κατάφεραν να καταστήσουν τους όρους ευνοϊκότερους. Μετά την οριστική ήττα του Αντίοχου, το 189 π.Χ., η Αιτωλική Συμπολιτεία υπέγραψε Συνθήκη Ειρήνης με τη Ρώμη, αποτελώντας πλέον μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Η Συμπολιτεία υποτάχθηκε πλήρως στους Ρωμαίους, εφόσον πλέον απαιτείτο η πλήρης συγκατάθεση της Συγκλήτου για οποιαδήποτε άσκηση εξωτερικής πολιτικής, η καταβολή φόρων και η απελευθέρωση των ομήρων. Αν και συνέχισε να υφίσταται κατ’ όνομα ποτέ ξανά δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη στρατιωτικοπολιτική δύναμη. Η Καρχηδόνα χτίστηκε σε ένα ακρωτήριο περιτριγυρισμένο από βορά και νότο από θάλασσα. Η τοποθεσία της πόλης την κατέστησε κυρίαρχο εμπορικό σταθμό στην Μεσόγειο. Όσα πλοία ταξίδευαν υποχρεούνταν να περάσουν μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας, όπου η Καρχηδόνα ήταν χτισμένη, αποκομίζοντάς της, έτσι, μεγάλη δύναμη και επιρροή στην ευρύτερη περιοχή. EO-1 Δύο μεγάλα, τεχνητά λιμάνια κατασκευάστηκαν εντός της πόλης, το ένα για την φιλοξενία του πολυάριθμου ναυτικού στόλου των 220 πλοίων που διέθετε η πόλη και το άλλο για εμπορική χρήση. Ένας περιτειχισμένος πύργος επέβλεπε και τα δύο λιμάνια. Η πόλη διέθετε ισχυρά τείχη, μήκους 37 χιλιομέτρων, μεγαλύτερα των τειχών πόλεων ανάλογου μεγέθους. Το μεγαλύτερο τμήμα των τειχών βρισκόταν από την πλευρά της στεριάς, κάτι που αν και μπορεί, αρχικώς, να φανεί παράξενο, είναι απολύτως λογικό, καθώς η κυριαρχία της Καρχηδόνας στην θάλασσα καθιστούσε ιδιαιτέρως απίθανη οποιαδήποτε περίπτωση επίθεσης από εκείνη την κατεύθυνση. Τα 4 με 4,8 χιλιόμετρα μήκους του τείχους που εκτεινόταν κατά μήκος του ισθμού και προς τα δυτικά ήταν ιδιαιτέρως μεγάλα, κάτι που εξηγεί, ουσιαστικά, τον λόγο για τον οποίο παρέμειναν απαραβίαστα. Η πόλη είχε μια μεγάλη νεκρόπολη ή χώρο ταφής των νεκρών, περιοχή θρησκευτικών μνημείων και ναών, υπαίθριες αγορές, βουλευτήριο, πύργους, καθώς και έναν θέατρο, ενώ ήταν χωρισμένη σε τέσσερις ισοδύναμες περιοχές κατοικίας, παρόμοιας έκτασης. Στο κέντρο της πόλης έστεκε το υπερυψωμένο φρούριο, γνωστό και ως Μπιρσά. Η Καρχηδόνα ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους (σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, μονάχα η Αλεξάνδρεια ήταν μεγαλύτερη), ενώ παρέμεινε τέτοια μέχρι και λίγο πριν την προ της βιομηχανικής επανάστασης περίοδο. Σύμφωνα με τις ρωμαϊκές πηγές, Φοίνικες άποικοι προερχόμενοι από τον σημερινό Λίβανο, υπό την ηγεσία της Βασίλισσας Διδώς (Ελίσσα), ίδρυσαν την Καρχηδόνα. Η Βασίλισσα Ελίσσα (γνωστή, επίσης, και ως "Αλισσάρ") ήταν εξόριστη πριγκίπισσα της παλιάς φοινικικής πόλης της Τύρου. Στο απόγειο της δύναμής της, η μητρόπολη την οποία ίδρυσε, η Καρχηδόνα, έφτασε να αποκαλείται ως η "λαμπερή πόλη," έχοντας υπό τον έλεγχό της άλλες 300 πόλεις περιμετρικά της Δυτικής Μεσογείου και ηγούμενη του φοινικικού κόσμου. Ο αδερφός της Ελίσσα, Βασιλιάς Πυγμαλίων της Τύρου, είχε δολοφονήσει τον σύζυγό της, τον αρχιερέα. Η Ελίσσα κατόρθωσε να ξεφύγει από την τυραννία της ίδιας της της χώρας, ιδρύοντας τη "νέα πόλη" της Καρχηδόνας και, ως αποτέλεσμα, τις μετέπειτα κτήσεις της. Λεπτομέρειες για την ζωή της είναι αποσπασματικές και προκαλούν σύγχυση, όμως το παρακάτω μπορεί να βρεθεί σε αριθμό πηγών. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο, η Πριγκίπισσα Ελίσσα ήταν κόρη του Βασιλιά Μάτεν της Τύρου (επίσης γνωστός ως Μπέλος Β΄). Όταν πέθανε, ο θρόνος μεταβιβάστηκε στην ίδια και τον αδερφό της, Πυγμαλίωνα. Παντρεύτηκε τον θείο της Ακέρμπα (επίσης γνωστός ως Σύχος), Αρχιερέα του Μέλκαρτ, έναν άνδρα με ισχύ και πλούτο που θα μπορούσαν να συγκριθούν μονάχα με του βασιλιά. Αυτό οδήγησε στην αύξηση της αντιπαλότητας μεταξύ της θρησκείας και της μοναρχίας. Ο Πυγμαλίων κυβερνούσε ως τύραννος, με αγάπη τόσο για τα πλούτη όσο και τις δολοπλοκίες, ενώ εποφθαλμιούσε την εξουσία και τα πλούτη του Ακέρμπα.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο Πυγμαλίων δολοφόνησε τον Ακέρμπα εντός του ναού του και κράτησε κρυφή την εμπλοκή του για καιρό από την αδερφή του, λέγοντάς της σορία ψεμάτων σχετικά με τα αίτια θανάτου του συζύγου της. Τον ίδιο καιρό, οι κάτοικοι της Τύρου απαίτησαν να έχουν έναν μοναδικό άρχοντα. Στο ρωμαϊκό έπος του Βιργιλίου, την Αινειάδα, η Βασίλισσα Διδώ, η ελληνική ονομασία της Βασίλισσας Ελίσσα, παρουσιάζεται αρχικά ως μια ισχυρή προσωπικότητα που αποπνέει σεβασμό. Σε διάστημα μόλις επτά ετών, μετά την αποχώρησή τους από την Τύρο, οι Καρχηδόνιοι είχαν οικοδομήσει εκ νέου ένα ισχυρό βασίλειο υπό την διοίκησή της. Οι υπήκοοί της την λάτρευαν και τις επιφύλασσαν ιδιαιτέρως κολακευτικά σχόλια για το έργο της. Ο ευγενικός της χαρακτήρας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από τον Βιργίλιο, όταν αυτή θα προσφέρει άσυλο στον Αινεία και τους άνδρες του, οι οποίοι είχαν μόλις γλιτώσει από την άλωση της Τροίας. Ένα πνεύμα υπό την μορφή του αγγελιοφόρου των θεών, Μερκούριου, σταλμένο από τον Γιούπιτερ, υπενθυμίζει στον Αινεία ότι η αποστολή του δεν είναι να καταλύσει στην Καρχηδόνα με τον νέο του έρωτα, Διδώ, αλλά να ταξιδέψει στην Ιταλία για να ιδρύσει την Ρώμη. Ο Βιργίλιος ολοκληρώνει την διήγηση του μύθου για την Διδώ με την ιστορία ότι, όταν ο Αινείας εξηγεί στην Διδώ τους λόγους της αποχώρησής του, εκείνη, ούσα απογοητευμένη, διέταξε να υψωθεί μια πυρά στο σημείο όπου θα έπεφτε πάνω στο ξίφος του Αινεία. Καθώς κοιτώταν ετοιμοθάνατη, καταράστηκε ο λαός του Αινεία να βρίσκεται πάντα σε πόλεμο με τον δικό της: "γεννηθείτε από τα κόκαλά μου, πνεύματα της εκδίκησης" (4.625, trans. Fitzgerald) λέει, σε μια πιθανή προοικονομία για τον Αννίβα. Οι λεπτομέρειες, ωστόσο, της αφήγησης του Βιργιλίου, δεν αποτελούν κομμάτι του αρχικού μύθου και αποτελούν περισσότερο δείγμα των ρωμαϊκών αισθημάτων απέναντι στην πόλη που μόλις είχαν καταστρέψει, παράδειγμα των οποίων είναι και η διάσημη φράση του Κάτωνα του Πρεσβύτερου, Carthago delenda est, η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί. Ο Πύρρος Α΄ ή Πύρρος της Ηπείρου (318 π.Χ. - 272 π.Χ.) ήταν Έλληνας[1][2] βασιλιάς των Μολοσσών, ελληνικού φύλου που κατοικούσε στην Ήπειρο, καθώς κι ένας από τους σπουδαιότερους ηγεμόνες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη, ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 330 έως 313 π.Χ., και της Φθίας Β'.[3] Θεωρείται κορυφαίος στρατηγικός νους, ένας από τους λαμπρότερους της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Υπήρξε δε συγγενικό πρόσωπο του έτερου περίφημου στρατηλάτη της αρχαιότητας, Αλεξάνδρου του Μεγάλου, καθώς η γιαγιά του πρώτου, Τρωάδα Α', ήταν αδερφή της μητέρας του δεύτερου, Ολυμπιάδας. Τα νεανικά χρόνια του Πύρρου υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς μεγάλωσε μακριά από την πατρογονική του εστία και μέχρι την ηλικία των 17 ετών απώλεσε τα δικαιώματά του στο θρόνο δύο φορές. Ωστόσο αξιοποίησε αυτή την περίοδο συνάπτοντας σχέσεις με τους Διαδόχους του Αλεξάνδρου, εδραιώνοντας τελικά την εξουσία του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του Πτολεμαίου. Μέσα στα επόμενα χρόνια είχε συγκεντρώσει τόση δύναμη στα χέρια του ώστε να διεκδικήσει τα εδάφη της Μακεδονίας. Οι φιλοδοξίες του είχαν σε πρώτη φάση άδοξο τέλος. Ακολούθησαν οι περίφημες εκστρατείες του στην ιταλική χερσόνησο εναντίον του ανερχόμενου εκείνη την εποχή ρωμαϊκού κράτους. Το όνομά του έχει μείνει στην ιστορία κυρίως χάρη στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ο Πύρρος και ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατηλάτης, Αννίβας, συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους εχθρούς που κλήθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς απείλησε τις ρωμαϊκές βλέψεις για επέκταση και κυριαρχία στο χώρο της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας μέσα από μία σειρά νικηφόρων, αλλά αιματηρών συγκρούσεων. Οι πολύνεκρες μάχες της Ηράκλειας, του Άσκλου και του Βενεβέντου κατάφεραν ένα τρομακτικό πλήγμα στον στρατό του, στερώντας έτσι από τον αγέρωχο ηγεμόνα τις δυνατότητες για πραγμάτωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε μια δεύτερη κατάκτηση των μακεδονικών εδαφών, αλλά και σε μία εκστρατεία στη νότια Ελλάδα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Σπάρτης το 272 π.Χ. Η προσπάθειά του στέφθηκε με αποτυχία, εξαιτίας κυρίως των υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλλαν οι Λακεδαιμόνιοι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Η ζωή του Πύρρου έλαβε τέλος στην πόλη του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τα στρατεύματα του μεγαλύτερου εχθρού του κατά τα τελευταία εκείνα χρόνια, Αντίγονου Β' Γονατά. Ο Πύρρος, άνδρας μεγάλης μόρφωσης και ονομαστής γενναιότητας, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της εποχής του. Η στρατιωτική του κατάρτιση ήταν αξιολογότατη, όπως μαρτυρούν τα αποσπάσματα των «Υπομνημάτων» του, ενός έργου το οποίο αναφέρεται στην πολεμική τέχνη και μνημονεύτηκε από αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, ο Πύρρος επέκτεινε και εδραίωσε το κράτος του στην Ελλάδα, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη της περιοχής για 35 περίπου χρόνια. Μετά το θάνατό του, ο σύντομος ρόλος της Ηπείρου στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας τελείωσε. Ο Πύρρος ανήκε στην Δυναστεία των Αιακιδών, που βασίλευε στην Ήπειρο. Πρόγονος της δυναστείας εθεωρείτο κατά την μυθολογία ο γιος του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα, Νεοπτόλεμος, του οποίου το «Πύρρος» ήταν «παιδικόν επωνύμιον» και ο οποίος κατέλαβε την χώρα και ίδρυσε την δυναστεία. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πλούταρχο οι αρχαιότεροι από αυτούς τους βασιλείς περιέπεσαν στη βαρβαρότητα μέχρι την κλασική εποχή, οπότε εισήγαγαν τα ελληνικά ήθη και γράμματα και θέσπισαν φιλάνθρωπους νόμους. Πατέρας του Πύρρου ήταν ο βασιλιάς Αιακίδης της Ηπείρου, σύγχρονος του Αλεξάνδρου του Μεγάλου και συγγενής του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας, ο οποίος ενεπλάκη στις πρώτες διαμάχες των Διαδόχων για επικράτηση. Ο Αιακίδης παντρεύτηκε τη Φθία, κόρη του Θεσσαλού Μένωνα, εκ των πρωταγωνιστών του Λαμιακού Πολέμου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τη Δηιδάμεια, την Τρωάδα και τον Πύρρο ΙΙ. Οι συνεχείς πόλεμοι του Αιακίδη δυσαρέστησαν τους υπηκόους του, τους Μολοσσούς, οι οποίοι οργάνωσαν κίνημα εναντίον του γύρω στο 316 π.Χ. Ο βασιλιάς οδηγήθηκε στην εξορία, ενώ οι οπαδοί του βρήκαν το θάνατο. Ωστόσο μια ομάδα υποστηρικτών του πήραν νύχτα το μοναχογιό του, τον Πύρρο, και τον φυγάδευσαν από την πρωτεύουσα εν μέσω αντίξοοων συνθηκών.Τελικά κατέληξαν στην αυλή του ηγεμόνα των Ταλαυντινών Ιλλυριών, του Γλαυκία, όπου έβαλαν το νήπιο μπροστά του ζητώντας να το προστατέψει. Αρχικά ο Γλαυκίας, ήταν επιφυλακτικός καθώς διατηρούσε καλές σχέσεις με τον εχθρό του παιδιού, τον Κάσσανδρο. Ωστόσο θεώρησε πως έλαβε θεϊκούς χρησμούς να προστατεύσει τον Πύρρο κι έτσι επέτρεψε στη γυναίκα του, Βερόη, να το αναθρέψει μαζί με τα δικά τους παιδιά. Όταν μάλιστα ο Κάσσανδρος του προσέφερε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τον Πύρρο αρνήθηκε να προβεί στην ανταλλαγή και τελικά, όταν εκείνος έγινε έντεκα ή δώδεκα ετών, τον αποκατέστησε στο θρόνο των προγόνων του. Ωστόσο, αποδείχτηκε πως η παρουσία του στο θρόνο δεν είχε ακόμη διασφαλιστεί. Σε ηλικία 17 ετών κάποιος από τους παιδικούς του φίλους στην Ιλλυρία τον προσκάλεσε στο γάμο του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι πολιτικοί του αντίπαλοι οργάνωσαν κίνημα ενάντια στον Πύρρο, δέσμευσαν την περιουσία του και τοποθέτησαν στο θρόνο το θείο του, Νεοπτόλεμο Γ'. Αναγκασμένος να απομακρυνθεί από την Ήπειρο, ο Πύρρος το 302 π.Χ. κατέφυγε στον Δημήτριο, τον μετέπειτα αποκληθέντα Πολιορκητή, γιο του στρατηγού του Αλεξάνδρου, Αντίγονου του Μονόφθαλμου. Στο πλευρό του συμμετείχε την επόμενη χρονιά στη Μάχη της Ιψού, μια σφοδρή και καθοριστική σύγκρουση ανάμεσα στους Διαδόχους, όπου και έδειξε πρώιμα σημάδια των στρατιωτικών του ικανοτήτων. Παρά το γεγονός ότι ότι η παράταξη με την οποία πολέμησε ο Πύρρος ηττήθηκε και ο Αντίγονος σκοτώθηκε, εν τούτοις παρέμεινε πιστός στον Δημήτριο - ήταν δε συγγενείς καθώς ο Δημήτριος είχε παντρευτεί την αδερφή του, Δηιδάμεια.[12] Μάλιστα, όταν ο Δημήτριος συμμάχησε με τον Πτολεμαίο, που είχε αναγορευθεί βασιλιάς της Αιγύπτου, ο Πύρρος μετέβη για χάρη του στη χώρα αυτή με την ιδιότητα του ομήρου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο, κέρδισε την εκτίμηση του Πτολεμαίου, διακρινόμενος για το χαρακτήρα του και τις καλές του επιδόσεις στον αθλητισμό και το κυνήγι. Παρατηρώντας δε πως ο Πτολεμαίος ανάμεσα στις συζύγους του έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία προς τη Βερενίκη, φρόντισε να κερδίσει την εύνοια και την υποστήριξή της. Οι συμπάθειες που απέκτησε στην αυλή του Πτολεμαίου οδήγησαν το 299 π.Χ. σε γάμο του με την Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης από προηγούμενο γάμο, παρά το ότι υπήρχαν υποψήφιοι από πολλές λαμπρές οικογένειες. Κατόπιν, ο Πτολεμαίος τον ενίσχυσε με χρήματα και στρατιώτες ώστε να ανακαταλάβει το θρόνο της Ηπείρου. Προς τιμήν του βασιλικού ζεύγους της Αιγύπτου, έδωσε στο γιο του από την Αντιγόνη το όνομα Πτολεμαίος και ίδρυσε μια πόλη στην Ήπειρο, την οποία ονόμασε Βερονικίδα. Η επιστροφή του (296 π.Χ.) γέμισε με αισιοδοξία πολλούς από τους υπηκόους του, οι οποίοι είχαν βρει στο πρόσωπο του Νεοπτόλεμου έναν τυραννικό και ανάξιο βασιλιά. Τελικά οι δύο τους ήρθαν σε συμφωνία η οποία προέβλεπε τη συμβασιλεία τους στα εδάφη της Ηπείρου. Εντούτοις, διάφορες πολιτικές φατρίες έσπερναν ζιζάνια στην εύθραυστη αυτή σχέση υποκινώντας τις υποψίες πότε του ενός και πότε του άλλου. Η αρχή του τέλους της συμβασιλείας ήταν στην Πασσαρώνα, κατά τη διάρκεια των ετήσιων εορτασμών που λάμβαναν χώρα εκεί. Στις εκδηλώσεις έλαβαν μέρος και οι δύο βασιλείς με την ακολουθία τους, ανταλλάσσοντας δώρα και φιλοφρονήσεις. Κάποιος από τους συμμάχους του Νεοπτόλεμου, ο Γέλων, προσέφερε στον Πύρρο ένα ζευγάρι βόδια για όργωμα. Τα βόδια αυτά ζήτησε από το βασιλιά ο οινοχόος του, Μυρτίλος, αλλά η παράκλησή του δεν εισακούστηκε. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, ο Γέλων πήρε κατά μέρος το Μυρτίλο και του πρότεινε να δηλητηριάσει τον Πύρρο. Ωστόσο ο Μυρτίλος αποδείχτηκε πιστός στο βασιλιά του, στον οποίο αποκάλυψε το σχέδιο. Προκειμένου να αποκτήσει περισσότερους μάρτυρες του ειδεχθούς σχεδίου, ο Πύρρος φρόντισε ώστε να μυηθεί δήθεν στην συνωμοσία κι άλλος ένας από τους έμπιστους άνδρες του, ο Αλεξικράτης. Από την πλευρά του ο Νεοπτόλεμος, ήταν τόσο σίγουρος ότι όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, ώστε δεν μπορούσε να κρατηθεί και αφηγούνταν τα πάντα στους φίλους του. Το ίδιο έπραξε και κάποιο βράδυ αργά στο σπίτι της αδερφής του, Καδμείας. Πίστευε πως κανείς άλλος δεν άκουγε, ωστόσο μια υπηρέτρια, η Φαιναρέτη, προσποιούμενη ότι κοιμάται γυρισμένη προς τον τοίχο, άκουγε τα πάντα προσεκτικά. Την επομένη, χωρίς να την αντιληφθεί κανείς, μετέφερε ό,τι είχε μάθει στην Αντιγόνη, τη σύζυγο του Πύρρου. Ο τελευταίος, αρχικά δεν αντέδρασε στα νέα αυτά, ωστόσο λίγο αργότερα, κάποια ημέρα που γίνονταν θυσίες, προσκάλεσε το Νεοπτόλεμο σε δείπνο και τον θανάτωσε, γνωρίζοντας πως η πράξη του έβρισκε σύμφωνους και τους άλλους ευγενείς. Έχοντας πλέον εδραιωθεί στον θρόνο του, άρχισε να κάνει φιλόδοξα σχέδια, αρχίζοντας την πραγματοποίησή τους από τα γειτονικά του κράτη. Στη Μακεδονία, μετά το θάνατο του Κάσσανδρου, οι δύο γιοι του, Αλέξανδρος Ε' και Αντίπατρος Β' μάχονταν μεταξύ τους για την επικράτηση. Ο Αλέξανδρος στράφηκε για βοήθεια στο Δημήτριο τον Πολιορκητή και στον Πύρρο. Ο πρώτος ήταν αλλού απασχολημένος αλλά ο Πύρρος πήγε ζητώντας ως αντάλλαγμα τις περιοχές Τυμφαία και Παραυαία στη Μακεδονία, καθώς και τις γειτονικές του χώρες Αμβρακία, Ακαρνανία και Αμφιλοχία. Με τον τρόπο αυτό τις προσάρτησε στα εδάφη του, βάζοντας φρουρές να τις φυλάνε Σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα, ο Πύρρος ήταν εκείνος ο βασιλιάς που κατέστησε την Αμβρακία κέντρο του ηπειρωτικού κράτους, μεταφέροντας εκεί το βασιλικό παλάτι, εγκαταλείποντας τη μακρά παράδοση της διακυβέρνησης από την πόλη της Πασσαρώνας. Η πρωτεύουσά του γνώρισε αξιοσημείωτη ευημερία η οποία διατηρήθηκε μέχρι την εποχή της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Έπειτα κινήθηκε ενάντια στον Αντίπατρο, αποσπώντας του τα υπόλοιπα εδάφη που είχε στην κατοχή του και παραδίδοντάς τα στον Αλέξανδρο. Τότε ο Λυσίμαχος της Θράκης, θέλοντας να βοηθήσει τον Αντίπατρο και γνωρίζοντας τη στενή σχέση ανάμεσα στον Πύρρο και τον Πτολεμαίο, πλαστογράφησε ένα γράμμα, στο οποίο τάχα ο Πτολεμαίος ζητούσε από τον Πύρρο να παραιτηθεί από την εκστρατεία του με χρηματικό αντάλλαγμα. Ο βασιλιάς της Ηπείρου, κατάλαβε αμέσως την απάτη γιατί διάβασε στο γράμμα «ο βασιλιάς Πτολεμαίος χαιρετά τον βασιλιά Πύρρο» αντί του συνηθισμένου «ο πατέρας χαιρετά τον γιο του». Ωστόσο ήρθε σε επαφή με τους αντιπάλους του προκειμένου να δώσουν όρκους ειρήνης αλλά αφού κατά τις θυσίες οι οιωνοί φάνηκαν απαίσιοι, ο Πύρρος αποχώρησε. Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε η άφιξη του Δημητρίου στη Μακεδονία. Ο τελευταίος, μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα στην Ιψό, είχε αρχίσει να ανακτά την επιρροή του στον ελλαδικό χώρο, ελέγχοντας πλέον την Αθήνα, τη Θεσσαλία και μεγάλο τμήμα της νότιας Ελλάδας. Οι βλέψεις του στη Μακεδονία ήταν αυτονόητες και εφόσον οι υπηρεσίες του δεν ήταν πλέον απαραίτητες του ζητήθηκε έστω και με διπλωματικό τρόπο να φύγει. Στην πράξη όμως, ο Αλέξανδρος σκόπευε να τον δολοφονήσει. Ο Δημήτριος αντιλήφθηκε το σχέδιο και τελικά εξολόθρευσε πρώτος τον αντίπαλό του. Η Δηιδάμεια είχε πλέον φύγει από τη ζωή και ο Δημήτριος είχε νυμφευθεί τη Φίλα, κόρη του Αντιπάτρου, αντιβασιλιά του Αλεξάνδρου του Μεγάλου. Χάρη στο γεγονός αυτό και στην ισχύ του στρατού του κατάφερε έτσι να γίνει κύριος της Μακεδονίας. Ο ιστορικός Πλούταρχος, στον Βίο του για τον Πύρρο, αναφέρεται στην έμφυτη ροπή του ανθρώπου προς το φθόνο, την απληστία και την αδικία. Όπως ακριβώς και ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, έτσι κι ο Πύρρος είχε στην κατοχή του μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Μετά το θάνατο της Δηιδάμειας οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν υπήρξαν ιδιαίτερα φιλικές και η φιλοδοξία τους οδήγησε τελικά σε σύγκρουση. Ο Δημήτριος αρχικά υποχρέωσε σε ήττα τους Αιτωλούς και αφού άφησε τον Πάνταυχο, τον ικανότερο από τους στρατηγούς του, να τους προσέχει με μεγάλο τμήμα στρατού, εξεστράτευσε κατά του Πύρρου. Οι δύο άνδρες εξαιτίας κάποιου κακού υπολογισμού δεν συναντήθηκαν στο δρόμο και ο Δημήτριος εισέβαλε στην Ήπειρο λεηλατώντας και καταστρέφοντας, ενώ ο Πύρρος συγκρούστηκε νότια με τον Πάνταυχο. Οι δύο αρχηγοί μονομάχησαν και ο Πύρρος κατέβαλε και τραυμάτισε τον Πάνταυχο. Η νίκη του έδωσε τέτοιο θάρρος στους άνδρες του, που κατανίκησαν τους Μακεδόνες και αιχμαλώτισαν 5.000 άνδρες. Με το κατόρθωμά του αυτό, ο Πύρρος όχι μόνο δεν μισήθηκε από τους Μακεδόνες αλλά κέρδισε και τον θαυμασμό τους, καθώς έβλεπαν σε αυτόν τις αρετές του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[34] Μετά τη νίκη αυτή, οι Ηπειρώτες του έδωσαν το προσωνύμιο «Αετός». Λίγο αργότερα, μαθαίνοντας πως ο Δημήτριος είχε ασθενήσει σοβαρά, ο Πύρρος εισέβαλε στη Μακεδονία με στόχο κυρίως να προβεί σε λεηλασίες κι όχι να εμπλακεί σε μάχη. Ωστόσο παραλίγο να την κατακτήσει ολόκληρη καθώς έφτασε μέχρι την Έδεσσα χωρίς να συναντήσει καμία απολύτως αντίσταση. Μάλιστα πολλοί άνδρες ενώνονταν με το στρατό του προκειμένου να τον υπηρετήσουν. Τελικά, όταν πλέον οι Μακεδόνες είχαν οργανώσει την αντίστασή τους, ο Πύρρος άρχισε να οπισθοχωρεί. Αυτό του κόστισε όμως τη ζωή αρκετών ανδρών. Την ίδια περίπου εποχή, η σύζυγος του Πύρρου, Λάνασσα, κατηγορώντας τον πως την παραμελεί για χάρη βαρβάρων γυναικών, εγκατέλειψε την Ήπειρο με προορισμό την Κέρκυρα, νησί το οποίο είχε προσφέρει ο πατέρας της στον Πύρρο ως προίκα. Εκεί κάλεσε τον Δημήτριο. Αυτός, που δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί σε κάλεσμα γυναίκας, πόσω μάλλον τώρα που του προσφερόταν μία μ’ ένα νησί, ήρθε και πήρε την Λάνασσα και την Κέρκυρα. Παράλληλα ο Δημήτριος σχεδίαζε μια μεγαλεπήβολη εκστρατεία κατά των Διαδόχων, με στόχο την ανάκτηση των πάλαι ποτέ εδαφών του πατέρα του, Αντίγονου. Για το λόγο αυτό συγκέντρωσε εκατό χιλιάδων ανδρών και στόλο πεντακοσίων πλοίων. Έχοντας προετοιμάσει μια τέτοιου μεγέθους εκστρατεία για την Ασία, που κανένας στρατηγός πριν από αυτόν, εκτός από τον Αλέξανδρο, δεν είχε κάνει, είδε το Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και το Λυσίμαχο να συνασπίζονται εναντίον του. Ο Δημήτριος δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει ούτε να κάνει πόλεμο με την Ήπειρο αυτή την εποχή, ούτε να αφήσει τον Πύρρο να απειλεί τα εδάφη του όσο έλειπε. Για το λόγο αυτό επεδίωξε να έρθει σε συμφωνία μαζί του. Ωστόσο οι Διάδοχοι άρχισαν να στέλνουν στην Ήπειρο αγγελιοφόρους επιδιώκοντας να προσεταιριστούν τον Πύρρο. Ως επιχείρημα προέβαλαν την καταλληλότητα της στιγμής - μιας και ο Δημήτριος ήταν απασχολημένος -, την προοπτική μιας μελλοντικής επίθεσης στα εδάφη της Ηπείρου από έναν πανίσχυρο μετά το νέο πόλεμο Δημήτριο, καθώς και την ντροπή για την απώλεια της Κέρκυρας και της γυναίκας του. Οι συνασπισμένοι βασιλείς επιτέθηκαν στο Δημήτριο προτού εκείνος προλάβει να ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του. Ο Πτολεμαίος έπλευσε στα ελληνικά νερά με μεγάλο στόλο προκειμένου να υποκινήσει τις ελληνικές πόλεις σε επανάσταση, ενώ ο Λυσίμαχος εισέβαλε στην Άνω Μακεδονία. Τότε ο Πύρρος προήλασε με κατεύθυνση τη Βέροια προβλέποντας σωστά ότι ο Δημήτριος θα είχε σπεύσει να αντιμετωπίσει το Λυσίμαχο αφήνοντας την περιοχή αυτή ανυπεράσπιστη. Αφού κατέλαβε την πόλη, άρχισε να προσαρτά στην επικράτειά του ολοένα και περισσότερες περιοχές με τους στρατηγούς του. Ο Δημήτριος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Αποφάσισε τελικά πως οι στρατιώτες του θα προτιμούσαν να αντιμετωπίσουν τον Πύρρο, που ήταν ξένος, παρά το Λυσίμαχο, που ήταν διακεκριμένος Μακεδόνας στρατηγός. Όταν όμως έφτασε κοντά στο στρατόπεδο των Ηπειρωτών, μεγάλο μέρος του στρατού του, παρασυρμένο από τις φήμες για τις αρετές του Πύρρου, πέρασε με ενθουσιασμό στο πλευρό του εχθρού. Έτσι ο Δημήτριος έχασε το θρόνο του κι αναγκάστηκε να καταφύγει μεταμφιεσμένος στην Κασσάνδρεια. Εκεί αντιμετώπισε νέα συμφορά, καθώς η σύζυγός του Φίλα, συγκλονισμένη από την κατάσταση, αυτοκτόνησε. Σύντομα κατέφθασε στη Μακεδονία ο Λυσίμαχος, ο οποίος διεκδίκησε για τον εαυτό του το μισό βασίλειο. Αν και δεν υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη, ο Πύρρος και Λυσίμαχος πράγματι προχώρησαν σε κάποιο είδος συμφωνίας, ωστόσο γρήγορα φάνηκε πως τα συμφέροντά και η φιλοδοξία τους δεν θα επέτρεπαν την αρμονική συμβίωση. Παράλληλα ο Δημήτριος μετέβη στη Νότια Ελλάδα καταφέρνοντας για πολλοστή φορά στην πολυτάραχη ζωή του να ορθοποδήσει, προετοιμάζοντας εκστρατεία στην Ασία. Ο Πύρρος τότε μετέβη στην Αθήνα, όπου και προσέφερε θυσίες στην Ακρόπολη. Έκανε μεν ειρήνη με το Δημήτριο, όταν όμως εκείνος αναχώρησε για την εκστρατεία του, ο Πύρρος ακολούθησε τη συμβουλή του Λυσίμαχου να υποκινήσει τις πόλεις υπό την επιρροή του Δημητρίου στη Θεσσαλία σε επανάσταση. Όταν τελικά ο Δημήτριος ηττήθηκε οριστικά στην Ασία, ο Λυσίμαχος ήταν ελεύθερος πλέον να διεκδικήσει τη Μακεδονία στο σύνολό της. Αρχικά απέκοψε το στρατόπεδο του Πύρρου από προμήθειες φέρνοντας τους άνδρες του σε δύσκολη κατάσταση. Κατόπιν άρχισε με γράμματα να επιτιμά τους επιφανείς Μακεδόνες που είχαν συμμαχήσει με τον Πύρρο, τονίζοντας το γεγονός πως ο Πύρρος ήταν όχι απλά ξένος, αλλά καταγόταν κι από ένα έθνος που παραδοσιακά ζούσε στη σκιά της Μακεδονίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Πύρρος τελικά αναγκάστηκε να αποσυρθεί οριστικά στην Ήπειρο. Η αφήγηση του Πλουτάρχου αφήνει να εννοηθεί πως η συμβασιλεία των δύο ανδρών στη Μακεδονία κράτησε για περίπου τρία χρόνια (288 - 285 π.Χ.) Από την πλευρά του ο Ευσέβιος αναφέρει ρητά πως η βασιλεία του Πύρρου στη Μακεδονία είχε διάρκεια επτά μηνών κατά το δεύτερο χρόνο της 123ης Ολυμπιάδας (287 π.Χ.). Ο Παυσανίας, επιπλέον, υποστηρίζει πως ο Λυσίμαχος πραγματοποίησε κάποια στιγμή - που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια - μια εισβολή στην Ήπειρο, εκμεταλλευόμενος την απουσία του βασιλιά της. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης λεηλάτησε τη χώρα, φτάνοντας μέχρι τους βασιλικούς τάφους.= Εκείνη την εποχή, οι Ρωμαίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τους κατοίκους του Τάραντα στην Κάτω Ιταλία. Η ελληνική αυτή πόλη δεν είχε τα μέσα να συνεχίσει τις εχθροπραξίες αλλά ούτε και μπορούσε να τις σταματήσει λόγω της επιμονής των δημαγωγών. Κάλεσαν λοιπόν οι Ταραντίνοι τον Πύρρο να έρθει στην Ιταλία να τους βοηθήσει, αναγνωρίζοντας τις στρατιωτικές του ικανότητες, όχι απλά εκ μέρους του Τάραντα, αλλά και ολόκληρης της Κάτω Ιταλίας, συγκεντρώνοντας στρατιώτες από τη Λευκανία, τη Μεσσαπία, το Σάμνιο και τον Τάραντα, κάπου 20.000 ιππείς και 350.000 πεζούς στο σύνολο. Αυτό όχι μόνο κέντρισε το ενδιαφέρον του Πύρρου αλλά και την προθυμία των Ηπειρωτών να λάβουν μέρος στην εκστρατεία. Την ίδια περίοδο (281 π.Χ.), στρατιώτες από τον Τάραντα τον βοήθησαν στην ανάκτηση της Κέρκυρας. Στη μάχη αυτή αναφέρεται πως διακρίθηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Πτολεμαίος, ο οποίος αν και σε πολύ νεαρή ηλικία κατέλαβε την πόλη με μόλις 60 άνδρες. Ήταν το 280 π.Χ. όταν αρχικά ο Πύρρος έστειλε στον Τάραντα 3.000 άνδρες με επικεφαλής τον Κινέα, έναν ικανό και σοφό ρήτορα από τη Θεσσαλία, μαθητή του Δημοσθένη, τον οποίο χρησιμοποιούσε συχνά σε διπλωματικές αποστολές. Ανέθεσε την διακυβέρνηση της Ηπείρου στον γιο του Πτολεμαίο, ο οποίος ήταν μόλις 15 ετών και πήρε μαζί του τους δύο μικρότερους γιους του, τον Αλέξανδρο και τον Έλενο.[56] Επιπροσθέτως, ο Πύρρος ήρθε σε επαφή με τον τότε κύριο της Μακεδονίας, τον Πτολεμαίο Κεραυνό, για να τον ενισχύσει με Μακεδόνες στρατιώτες. Πράγματι ο Πτολεμαίος του έστειλε 5.000 πεζούς, 4.000 ιππείς και 50 ελέφαντες, με την προϋπόθεση να τους αφήσει να επιστρέψουν έπειτα από δύο χρόνια. Έχοντας κάνει αυτούς τους διακανονισμούς, επιβίβασε σε πολυάριθμα πλοία 20 ελέφαντες, 3.000 ιππείς, 20.000 πεζούς, 2.000 τοξότες και 500 σφενδονήτες και αναχώρησε. Όταν όμως ο στόλος έφτασε στα μέσα του Ιονίου πελάγους, σκόρπισε εξαιτίας ξαφνικής κακοκαιρίας. Όταν πλέον κατάφεραν να συγκεντρωθούν οι αρχικές του δυνάμεις στον Τάραντα, βλέποντας την απροθυμία των ντόπιων να πολεμήσουν πλάι του, τους στρατολόγησε διά της βίας, απαγορεύοντας στην πόλη τους εορτασμούς, τη χρήση των δημόσιων λουτρών και γενικά κάθε μορφή απολαύσεων, μια και βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Αυτό δυσαρέστησε αρκετούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πόλη. Τότε κατέφθασαν νέα ότι ο Πόπλιος Βαλέριος Λαιβίνος, Ρωμαίος με το αξίωμα του υπάτου για τη χρονιά εκείνη, κινούνταν εναντίον του, λεηλατώντας παράλληλα τη Λευκανία.[6 Προτού εμπλακεί σε μάχη, ο Πύρρος αποφάσισε να στείλει στους Ρωμαίους μήνυμα, με το οποίο τους προέτρεψε να τον αποδεχτούν ως διαμεσολαβητή στη διαφωνία τους με τους Σαμνίτες, Ταραντίνους και Λευκανούς. Σε αντάλλαγμα υποσχόταν τη φιλία του και την παροχή βοήθειας σε περιόδους πολέμου, διαφορετικά μετά το πέρασμα δέκα ημερών θα ξεκινούσαν εχθροπραξίες. Στην απάντησή τους οι Ρωμαίοι εξέφρασαν την περιφρόνησή τους προς την αλαζονεία του, δηλώνοντας ότι δεν φοβούνταν την προοπτική της μάχης μαζί του. Ο Πύρρος εγκατέστησε το στρατόπεδό του στην πεδιάδα ανάμεσα στις πόλεις Πανδοσία και Ηράκλεια, ενώ οι Ρωμαίοι στις όχθες του ποταμού Σίρι. Ο Πύρρος δεν αποφάσιζε να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων, επειδή είδε τον εχθρό του καλά οργανωμένο κι επειδή περίμενε ακόμα τους συμμάχους του. Ωστόσο οι Ρωμαίοι βιάζονταν να προλάβουν την άφιξή τους κι έτσι άρχισαν να περνούν ταυτόχρονα το ποτάμι σε πολλά σημεία, έτσι ώστε να πανικοβληθούν οι Έλληνες φρουροί και να υποχωρήσουν. Τότε ο Πύρρος διέταξε το πεζικό του να μπει σε σχηματισμό και οδήγησε προσωπικά τους 3.000 ιππείς που είχε στη διάθεσή του. Κι ενώ πολεμούσε ο ίδιος στην πρώτη γραμμή, διηύθυνε συγχρόνως τα τμήματά του σαν να βρισκόταν έξω από την μάχη. Όταν κατά τη διάρκεια της μάχης κινδύνεψε σοβαρά η σωματική του ακεραιότητα, έδωσε σε έναν από τους εταίρους του, το Μεγακλή, την πανοπλία και το μανδύα του, και όρμησε στη μάχη μαζί με τους άνδρες του. Η μάχη ήταν αμφίρροπη για πολλή ώρα και η ανταλλαγή των ενδυμάτων, λίγο έλειψε να του κοστίσει. Καθώς κάποιος από τους αντιπάλους έριξε το Μεγακλή, διαδόθηκε ανάμεσα στους στρατιώτες ότι ο Πύρρος έπεσε στη μάχη, με αποτέλεσμα να πάρουν θάρρος οι Ρωμαίοι και ν’ αποθαρρυνθούν οι Έλληνες. Ωστόσο όταν έμαθε τι είχε συμβεί, ο ίδιος ο Πύρρος κάλπασε μπροστά από τους άνδρες του ακάλυπτος προκειμένου να τους δείξει πως ήταν ακόμη ζωντανός. Τελικά, ήταν η θέα των ελεφάντων, εντελώς πρωτόγνωρη για τους Ρωμαίους, εκείνη που τους έτρεψε σε φυγή, με το ιππικό των Μολοσσών να τους καταδιώκει, χαρίζοντας στον Πύρρο την πρώτη του σημαντική νίκη επί ιταλικού εδάφους. Ο Διονύσιος υποστηρίζει πως περίπου 15.000 Ρωμαίοι και 13.000 σύμμαχοι του Πύρρου βρήκαν το θάνατο, ωστόσο ο Ιερώνυμος αναφέρει κάπου 7.000 και λιγότερους από 4.000 άνδρες αντίστοιχα. Όπως και να έχει ο Πύρρος έχασε εκείνη τη μέρα καλούς στρατιώτες και ακριβούς φίλους και κατά μία εκδοχή τραυματίστηκε κι ο ίδιος. Μολαταύτα είχε την τύχη όχι μόνο να καταλάβει το στρατόπεδο που εγκατέλειψαν οι Ρωμαίοι αλλά και την ικανοποίηση να νικήσει το ρωμαϊκό στρατό μοναχά με τους άνδρες του και μερικούς Ταραντίνους.]Ακολούθως πολλές ιταλικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες και οι Λοκροί, παρακινούμενες από το αποτέλεσμα της μάχης αυτής, παραδόθηκαν στους Ηπειρώτες. Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν την ήττα τους με αποφασιστικότητα. Δεν καθήρεσαν τον Λαιβίνο αν και ελέχθη στην Ρώμη ότι δεν νίκησαν οι Ηπειρώτες τους Ρωμαίους αλλά ο Πύρρος τον Λαιβίνο με την στρατηγικότητά του. Συγκέντρωσαν με ταχύτητα νέες λεγεώνες έχοντας την πρόθεση να συνεχίσουν τις εχθροπραξίες. Ο Πύρρος, κρίνοντας πως η κατάληψη της Ρώμης ήταν ανέφικτη με τις δυνάμεις που είχε, έστειλε το ρήτορα Κινέα στη Ρώμη για διαπραγματεύσεις. Η πρεσβεία μετέφερε δώρα και δελεαστικές προτάσεις στους Ρωμαίους: ο βασιλιάς υποσχόταν να επιστρέψει χωρίς λύτρα τους αιχμαλώτους και να βοηθήσει τη Ρώμη να υποτάξει την Ιταλία με αντάλλαγμα συμμαχία και ασυλία για τους Ταραντίνους. Ο λαός και η Σύγκλητος αρνήθηκαν όλα τα δώρα, ωστόσο επιθυμούσαν τη σύναψη ειρήνης, καθώς προέβλεπαν νέα ήττα τώρα που οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας είχαν συνασπιστεί με τους Ηπειρώτες. Έτσι είχαν τα πράγματα ώσπου επενέβη ο Άππιος Κλαύδιος, ένας διακεκριμένος πολιτικός, ο οποίος είχε εγκαταλείψει πια την ενεργό δράση εξαιτίας της μεγάλης του ηλικίας. Αν και τυφλός πια, μετέβη στη Σύγκλητο όπου εκφώνησε ένα διάσημο λόγο κατά του Κινέα μεταστρέφοντας τα βουλεύματα των Ρωμαίων. Πρόκειται για τον πρώτο καταγεγραμμένο λόγο στη λατινική γλώσσα, και αποτελεί την πηγή της έκφρασης «καθένας κατασκευάζει τη δική του τύχη» (quisque faber suae fortunae). Μετά την παρέμβαση του Άππιου Κλαύδιου οι Ρωμαίοι έστειλαν τον Κινέα στον Πύρρο με την παραγγελία να εγκαταλείψει την Ιταλία, διαφορετικά θα συνέχιζαν τον πόλεμο με κάθε δυνατό τρόπο. Παρά το άδοξο τέλος της αποστολής του, ο Κινέας βρήκε την ευκαιρία να περιηγηθεί στην πόλη, να συνομιλήσει με επιφανείς Ρωμαίους και να μεταφέρει τις εντυπώσεις του για τη διακυβέρνηση και τα έθιμα της πόλης στον Πύρρο. Λίγο αργότερα ο Πύρρος υποδέχτηκε μια ρωμαϊκή πρεσβεία η οποία έφθασε με στόχο τις διαπραγματεύσεις για την τύχη των αιχμαλώτων. Επικεφαλής ήταν ο Γάιος Φαβρίκιος, ένας άνδρας που έμεινε παροιμιώδης ανάμεσα στους συμπατριώτες του για την ακεραιότητα του χαρακτήρα και το ήθος του. Εντυπωσιασμένος από την γνωριμία του με τον Φαβρίκιο, ο Πύρρος συμφώνησε να στείλει πίσω στις οικογένειές τους διακόσιους αιχμαλώτους χωρίς την καταβολή λύτρων, για να γιορτάσουν με τους δικούς τους τα Κρόνια, με την προϋπόθεση να επιστρέψουν πίσω εάν αποτύγχαναν οι διαπραγματεύσεις. Η ειρήνη δεν ψηφίστηκε, ψηφίστηκε όμως ποινή θανάτου γι’ αυτούς που δεν θα επέστρεφαν στην αιχμαλωσία μετά τις γιορτές.= Το 278 π.Χ., όταν ο Γάιος Φαβρίκιος εκλέχτηκε ύπατος, αποκάλυψε ο ίδιος με επιστολή του στον Πύρρο ότι ο γιατρός του προσφέρθηκε να τον δηλητηριάσει. Τότε ο Πύρρος έστειλε πίσω τους αιχμαλώτους οριστικά και τον Κινέα ξανά για νέες διαπραγματεύσεις. Οι Ρωμαίοι επέμεναν στις αποφάσεις τους και, αρνούμενοι πάντοτε να δεχτούν δώρα, ελευθέρωσαν ισάριθμους αιχμαλώτους, Ταραντίνους και Σαυνίτες. Ακολούθως ο Πύρρος, αφού αναδιοργάνωσε το στρατό του, προήλασε με κατεύθυνση την πόλη του Άσκλου (λατινικά: Asculum, σημ. Ascoli Satriano), όπου συγκρούστηκε και πάλι με το ρωμαϊκό στρατό (279 π.Χ.). Ωστόσο το έδαφος ήταν ακατάλληλο τόσο για το ιππικό του όσο και για τη χρήση των ελεφάντων του. Η Μακεδονική Φάλαγγα του Πύρρου ανέτρεψε τις γραμμές της πρώτης λεγεώνας και την αριστερή πτέρυγα των συμμάχων τους, ωστόσο η τρίτη και τέταρτη λεγεώνα νίκησαν τους Ταραντίνους, τους Όσκους και τους Ηπειρώτες που μάχονταν στο κέντρο της παράταξης του Πύρρου. Ταυτόχρονα δέχτηκε επίθεση και το στρατόπεδό του, κάτι που αποφάσισε να αντιμετωπίσει στέλνοντας εφεδρικό ιππικό και κάποιους ελέφαντες. Κατόπιν εξαπέλυσε τους ελέφαντες ενάντια στην τρίτη και τέταρτη λεγεώνα. Οι Ρωμαίοι κρύφτηκαν σε δασώδη υψίπεδα, αλλά δέχτηκαν πλήγματα από τους τοξότες και τους σφενδονήτες και δεν κατόρθωσαν να απαντήσουν. Ο Πύρρος έστειλε Αθαμανούς, Αχαρνείς και Σαμνίτες πεζούς να διώξουν τους Ρωμαίους από το δάσος, τους οποίους αντιμετώπισε το ρωμαϊκό ιππικό. Και οι δύο πλευρές αποσύρθηκαν το σούρουπο χωρίς να έχουν σημειώσει πρόοδο. Την αυγή ο Πύρρος έστειλε το ελαφρύ ιππικό του να καταλάβει το δύσβατο έδαφος που του είχε προξενήσει προβλήματα την προηγούμενη ημέρα, αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να πολεμήσουν σε ανοικτό έδαφος. Όπως είχε συμβεί και στην Ηράκλεια, έλαβε χώρα σύγκρουση ανάμεσα στη φάλαγγα και τη λεγεώνα, μέχρι τη στιγμή που οι ελέφαντες, υποστηριζόμενοι από το ελαφρύ πεζικό, ανέτρεψαν τις ρωμαϊκές γραμμές. Οι Ρωμαίοι είχαν προνοήσει αυτή τη φορά, φέρνοντας μαζί εξοπλισμό κατάλληλο για μάχη ενάντια στα ζώα αυτά, σημειώνοντας αρχικά κάποια επιτυχία. Ωστόσο αναχαιτίστηκαν από τους ψιλούς που εξουδετέρωσαν τα ρωμαϊκά άρματα. Ταυτόχρονα ο Πύρρος διέταξε τη Βασιλική Φρουρά να εφορμήσει, σφραγίζοντας τη νίκη του. Οι Ρωμαίοι έχασαν στη μάχη αυτή 6.000 άνδρες, σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ενώ από την πλευρά του Πύρρου, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του βασιλιά στα «Υπομνήματά» του, χάθηκαν 3500 άνδρες.[80]Από την πλευρά του ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που παρέχει λεπτομερή περιγραφή της σύγκρουσης αυτής, δεν αναφέρει δύο μάχες στο Άσκλον, αλλά μοναχά μία ημέρα εχθροπραξιών. Σημειώνει επίσης ότι οι δυνάμεις του Πύρρου, έχοντας χάσει τις αποσκευές τους, τα ζώα, τις σκηνές και τους σκλάβους, στρατοπέδευσαν τη νύχτα στην ύπαιθρο, χωρίς αρκετό φαγητό και ιατρική φροντίδα, με αποτέλεσμα να ξεψυχήσουν πολλοί από τους τραυματίες. Όσο για εκείνους που διακρίθηκαν, ο Διονύσιος ξεχωρίζει τους Μακεδόνες από την πλευρά του Πύρρου, που απέκρουσαν την Πρώτη Λεγεώνα και τους λατίνους συμμάχους, και από την πλευρά των Ρωμαίων τους άνδρες της Δεύτερης Λεγεώνας που αντιμετώπισαν τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και Χάονες. Η μάχη αυτή μας έδωσε την έκφραση «Πύρρειος νίκη» που περιγράφει μια επιτυχία με αβάσταχτα μεγάλο κόστος. Ο Πύρρος είχε πλέον χάσει μεγάλο μέρος των δυνάμεών του, καθώς και όλους σχεδόν τους φίλους και στρατηγούς του. Επιπροσθέτως δεν είχε κάποιον άλλον να καλέσει από την πατρίδα, ενώ οι σύμμαχοί του στην Ιταλία άρχισαν να δείχνουν απροθυμία για μάχη, σε αντίθεση με τους Ρωμαίους που αναγεννιούνταν από τη στάχτη τους και ρίχνονταν στη μάχη με νέα αποφασιστικότητα. Ο Πλούταρχος μεταφέρει πως όταν ο βασιλιάς λάμβανε συγχαρητήρια για τη νίκη του απαντούσε: «Εάν νικήσουμε σε άλλη μια μάχη τους Ρωμαίους, θα καταστραφούμε εντελώς» (ἂν ἔτι μίαν μάχην Ῥωμαίους νικήσωμεν, ἀπολούμεθα παντελῶς.). Τέτοια ήταν η κατάσταση όταν έφτασαν στον Πύρρο δύο απροσδόκητα μηνύματα. Οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας Ακράγαντας, Συρακούσες και Λεοντίνοι τον προσκάλεσαν στα εδάφη τους προκειμένου να τους απαλλάξει από την απειλή της Καρχηδόνας, της έτερης μεγάλης δύναμης στη Δυτική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα κατέφθασαν νέα από την Ελλάδα, ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Πτολεμαίος Κεραυνός είχε χάσει τη ζωή του κατά τη διάρκεια μιας εισβολής Γαλατών (279 π.Χ.) και πως το πεδίο για την κατάληψη της Μακεδονίας ήταν ελεύθερο. Ο Πύρρος βρήκε δελεαστικότερη την πρώτη πρόταση. Προτού αναχωρήσει, έστειλε τον Κινέα στο νησί να προλειάνει το έδαφος και εγκατέστησε φρουρά στον Τάραντα - προς μεγάλη δυσαρέσκεια των κατοίκων - να προσέχει τα πράγματα κατά την απουσία του. Οι Καρχηδόνιοι πολιορκούσαν εκείνη την περίοδο τις Συρακούσες από στεριά και θάλασσα, λεηλατώντας παράλληλα τη γύρω περιοχή. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν εναποθέσει τις ελπίδες του στον Πύρρο εν μέρει εξαιτίας των συγγενικών του δεσμών με τον παλαιό ηγεμόνα τους, τον Αγαθοκλή. Αφού απέπλευσε από τον Τάραντα, έφτασε δέκα ημέρες μετά στους Λοκρούς,[84] όπου και εγκατέστησε το γιο του, Αλέξανδρο. Αφού έλαβε ενισχύσεις σε άνδρες κι από το Ταυρομένιο (σημ. Taormina), έπλευσε στην Κατάνη, όπου και αποβίβασε τους άνδρες του. Καθώς προήλαυνε προς τις Συρακούσες, ο στόλος του τον ακολουθούσε σε πολεμική ετοιμότητα. Φτάνοντας στην πόλη, αποκαλύφθηκε πως τριάντα καρχηδονιακά πλοία έλειπαν σε αποστολές και τα υπόλοιπα απέφυγαν τη μάχη. Έτσι έγινε αναίμακτα κύριος της πόλης. Εκεί συμφιλίωσε το Θοίνωνα και το Σωσίστρατο, δύο επιφανείς Έλληνες που έριζαν για κυριαρχία στο νησί, κερδίζοντας επιπλέον συμμάχους, στρατιώτες, εξοπλισμό αλλά και δημοφιλία ανάμεσα στον απλό λαό. Ακολούθως άρχισαν να καταφθάνουν πρεσβείες από πολλές πόλεις του νησιού, που παραδίδονταν στα χέρια του και προσέφεραν την υποστήριξή τους στον πόλεμο. Ο Πύρρος τους δέχτηκε όλους με ευγένεια, κάνοντας φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον. Αρχικά κυρίευσε την πόλη της Ηράκλειας, στην οποία στρατοπέδευσε φρουρά των Καρχηδονίων. Έπειτα τους Άζονες. Αργότερα απεσταλμένοι από τον Σελινούντα και άλλες πόλεις ήρθαν σε επαφή μαζί του. Ενισχυμένος με άνδρες των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, έτρεψε σε φυγή τους Φοίνικες της γύρω περιοχής. Τελικά στράφηκε εναντίον μιας πόλης στα δυτικά του νησιού, που ονομαζόταν Έρυξ (σημ. Erice). Εκεί υπήρχε μια σημαντική δύναμη Καρχηδονίων και εκ φύσεως η πόλη ήταν σχεδόν απόρθητη. Ο Πύρρος την πολιόρκησε με πείσμα, μια αιματηρή προσπάθεια με μεγάλη διάρκεια,] έχοντας υπό τας διαταγάς του 30.000 πεζούς, 2.500 ιππείς και 200 πλοία. Η πόλη έπεσε μετά από μάχη κατά τη διάρκεια της οποίας ο βασιλιάς ηγήθηκε προσωπικά της επίθεσης στα τείχη. Μετά τη νίκη του προσέφερε θυσίες κι οργάνωσε λαμπρούς αγώνες. Κατά τη διάρκεια των επόμενων εκστρατειών του σε διάφορες πόλεις (όπως η Πάνορμος, σημ. Palermo), ο Πύρρος στράφηκε εναντίον των Μαμερτίνων, μιας πολυπληθούς πολεμικής φυλής βαρβάρων που παρενοχλούσαν τους Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσήνης. Η προσπάθειά του ήταν επιτυχής καθώς τους νίκησε σε μάχη και κατάφερε να τους αποσπάσει πολλά από τα στρατηγικά σημεία στα οποία διατηρούσαν οχυρά. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Ιουστίνο, χάρις στις επιτυχίες του στο μεγάλο νησί, έλαβε τον τίτλο του «Βασιλέως της Σικελίας» (278 π.Χ.). Ενθουσιασμένος από το γεγονός, προόριζε το βασίλειο της Σικελίας για τον γιο του, Έλενο, ο οποίος ήταν εγγονός του πάλαι ποτέ τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή μέσω της κόρης του Λάνασσας (ο Πλούταρχος και ο Διόδωρος θεωρούν τον Αλέξανδρο γιο της Λάνασσας ενώ τον Έλενο γιο της Βιρκέννας). Όσο για τις ιταλικές κτήσεις του, αυτές επρόκειτο να αποδοθούν στον Αλέξανδρο. Αυτές οι περιστάσεις τον έφεραν σε θέση ισχύος και όταν η Καρχηδόνα επεδίωξε να διαπραγματευτεί μαζί του ειρήνη, αρνήθηκε κατηγορηματικά ζητώντας της να αποσύρει τα στρατεύματά της από ολόκληρο το νησί. Στην πραγματικότητα είχε βλέψεις στην ίδια την αφρικανική ήπειρο, σχεδιάζοντας μια εκστρατεία στη Λιβύη. Για το σκοπό αυτό άρχισε να στρατολογεί άνδρες και να συλλέγει προμήθειες, μάλιστα με τρόπο που δυσαρέστησε τους Έλληνες της περιοχής, που έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν τύραννο, μια εικόνα που δεν χαρακτήριζε μέχρι τότε το βίο του.[85][91] Η απλή δυσαρέσκεια μετατράπηκε σε αναβρασμό όταν ο Πύρρος στράφηκε ενάντια στο Θοίνωνα και το Σωσίστρατο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν σύμμαχοί του. Τελικά δημιουργήθηκε μια ισχυρή παράταξη αντιπολίτευσης εναντίον του, η οποία δεν δίστασε να απευθυνθεί στους Καρχηδόνιους και στους Μαμερτίνους για βοήθεια. Έτσι, όταν οι Ταραντίνοι και οι Σαμνίτες του έστειλαν απελπισμένο μήνυμα για βοήθεια επειδή η Ρώμη τους είχε φέρει σε δεινή θέση, ο Πύρρος χρησιμοποίησε το γεγονός ως αφορμή για να εγκαταλείψει το νησί, χωρίς παράλληλα να παραδεχθεί πως δεν μπορούσε πλέον να χειριστεί την κατάσταση. Στα παραπάνω συμφωνούν οι ιστορικοί Διονύσιος και Πλούταρχος. Ο Ιουστίνος διηγείται μια άλλη εκδοχή των πραγμάτων: όταν κατέφθασαν νέα από την Ιταλία για τις επικίνδυνες κινήσεις της Ρώμης, ο Πύρρος βρέθηκε σε μεγάλο δίλημμα: ήταν εξίσου επικίνδυνο να μην αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους με το να αποσύρει στρατεύματα από τη Σικελία. Τελικά αποφάσισε να παραμείνει στο νησί απομακρύνοντας οριστικά την απειλή των Καρχηδονίων και μετά να μεταβεί στην Ιταλία, αφού θα είχε ελευθερώσει τα χέρια του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, όταν τελικά αποχώρησε από τη Σικελία, στους συμμάχους του φάνηκε αυτό ως παραδοχή ήττας. Έτσι επαναστάτησαν εναντίον του, κάνοντας τους κόπους του να πάνε χαμένοι. Καθώς όμως αναχωρούσε από τη Σικελία, ο στόλος του δέχτηκε επίθεση από εκείνον των Καρχηδονίων υποφέροντας μεγάλες απώλειες. Κι όταν πλέον έφτασε στην Ιταλία με τους υπόλοιπους άνδρες του, αντιμετώπισε μια μεγάλη στρατιά Μαμερτίνων, που αν και δεν είχαν την αυτοπεποίθηση να τον παρασύρουν σε ανοιχτή μάχη, κατάφεραν να προκαλέσουν μεγάλη σύγχυση στο στράτευμά του. Μετά από αυτές τις περιπέτειες, ο Πύρρος αφίχθη στον Τάραντα με 20.000 πεζούς και 3.000 ιππείς. Σε αυτούς προσέθεσε μερικούς επίλεκτους άνδρες από την ίδια την πόλη και κατόπιν αναχώρησε προς τη χώρα των Σαμνιτών, όπου στρατοπέδευαν οι Ρωμαίοι. Στον Τάραντα παρέμειναν για να εποπτεύουν την κατάσταση ο γιος του, Έλενος, και ο φίλος του Μίλων. Προτού ο Πύρρος επιτεθεί (275 π.Χ.), είχε φροντίσει να αποστείλει πρέσβεις στην Ασία και στο βασιλιά της Μακεδονίας, Αντίγονο Β' Γονατά, ζητώντας χρήματα και στρατιώτες. Στην πραγματικότητα δεν έλαβε βοήθεια (τουλάχιστον όχι από τον Αντίγονο), ωστόσο όταν επέστρεψαν οι απεσταλμένοι του, χωρίς καν να διαβάσει τις απαντήσεις, φρόντισε να διαδοθεί η φήμη πως οι ενισχύσεις, Μακεδόνες και Ασιάτες, βρίσκονταν καθ' οδόν. Οι Ρωμαίοι, ωστόσο δεν έδειξαν καμία αντίδραση. Προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα, ο Πύρρος φέρεται πως επιτέθηκε στους Λοκρούς, λεηλατώντας ένα ναό αφιερωμένο στην Περσεφόνη ή Προσερπίνα, όπως είναι το ρωμαϊκό της όνομα. Κοντά στην πόλη του Μπενεβέντουμ (κατά Πλούταρχον Βενεουεντὸς, σημ. Μπενεβέντο) είχε στρατοπεδεύσει με τους άνδρες του ο ένας εκ των δύο Ρωμαίων υπάτων για τη χρονιά εκείνη, ο Μάνιος Κούριος. Ο έτερος ύπατος βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στη Λευκανία κι έτσι ο Πύρρος έστειλε εναντίον του μέρος του στρατού του, για να τον εμποδίσει να ενισχύσει τον Κούριο, τον οποίο έμεινε να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο Πύρρος. Αναχώρησε νύχτα προκειμένου να φτάσει κοντά στον εχθρό του κρυφά. Ωστόσο η πυκνή βλάστηση της περιοχής προξένησε προβλήματα στους άνδρες του, οι οποίοι τελικά έφτασαν με το φως της ημέρας, όταν ήταν πλέον κουρασμένοι και αδύνατο να περάσουν απαρατήρητοι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η επίθεση αποκρούστηκε και ο Πύρρος έχασε τους μισούς από τους ελέφαντές του. Την επόμενη ημέρα οι Ρωμαίοι πήραν την πρωτοβουλία των ενεργειών. Η αρχική τους επίθεση, χάρις στην ευστροφία του Πύρρου και τη σθεναρή αντίσταση των Ηπειρωτών, απέτυχε. Ωστόσο ένα δεύτερο κύμα φόβισε τους ελέφαντες - πιθανώς με φλεγόμενα βέλη - κάνοντάς τους να στραφούν ενάντια στους Ηπειρώτες. Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης άτακτα και ο Πύρρος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποσυρθεί από τη μάχη. Η ήττα αυτή, που έλαβε χώρα το 275 π.Χ., σε συνδυασμό με την έλλειψη συμμάχων και πόρων για να συνεχιστεί η εκστρατεία, οδήγησε το βασιλιά της Ηπείρου στη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει την Ιταλία και να επιστρέψει στην πατρίδα, έπειτα από έξι χρόνια σκληρών αγώνων. Η επιστροφή του στην Ήπειρο με 8.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, σήμαινε πως έπρεπε να βρει χρήματα για την μισθοδοσία τους και για να τους κρατήσει για μελλοντικές εκστρατείες. Έπρεπε να καταφύγει εκ νέου σε πόλεμο, οπότε τον επόμενο χρόνο, αφού προσέθεσε Γαλάτες μισθοφόρους στο στρατό του, εισέβαλε στη Μακεδονία, την οποία κυβερνούσε ο Αντίγονος Β' Γονατάς. Η εκστρατεία του πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο, πράγμα που ξύπνησε μέσα του το πάθος για κατακτήσεις, κάνοντάς τον να προχωρήσει παραπέρα από τους αρχικούς του σκοπούς. Έχοντας καταλάβει πολλές πόλεις και συμμαχώντας με δύο χιλιάδες πρώην άντρες του Αντίγονου, οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν.Αποφάσισε λοιπόν να κυνηγήσει τον ίδιο τον Αντίγονο. Επιτέθηκε στο στρατό του σε μια στενή περιοχή, προκαλώντας σύγχυση στον αντίπαλο. Οι πολυάριθμοι Γαλάτες της οπισθοφυλακής του Αντίγονου, αν και αντιστάθηκαν γενναία, έπεσαν οι περισσότεροι, οι δε οδηγοί των ελεφάντων παραδόθηκαν. Έχοντας λάβει τέτοιαν ενίσχυση, ο Πύρρος βάδισε προς την φάλαγγα των Μακεδόνων, που έχοντας χάσει το ηθικό της, ήταν απρόθυμη για μάχη. Καθώς οι δύο στρατοί στάθηκαν αντιμέτωποι, ο Πύρρος κάλεσε ονομαστικά τους διάφορους αξιωματικούς πείθοντάς τους να συνταχθούν μαζί του. Στον Αντίγονο δεν έμεινε παρά η επιλογή να διαφύγει με λίγους άντρες κρύβοντας την πραγματική του ταυτότητα. Ο Πύρρος είχε πλέον τον έλεγχο της Άνω Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, ενώ στον Αντίγονο έμεναν διάφορες παραθαλάσσιες πόλεις. Ο δεύτερος χρησιμοποίησε ως ορμητήριο τη Θεσσαλονίκη και συγκέντρωσε ένα στρατό μισθοφόρων Γαλατών σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την κατάσταση. Ωστόσο ηττήθηκε σε δεύτερη μάχη, αυτή τη φορά από τον γιο του Πύρρου, τον Πτολεμαίο και έκτοτε περιφερόταν από τόπο σε τόπο.=Μετά τις επιτυχίες του αυτές ο Πύρρος, καταλαμβάνοντας τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα της Μακεδονίας, εγκατέστησε φρουρά Γαλατών. Οι τελευταίοι, άπληστοι και ξένοι στον τόπο, έσκαψαν τους βασιλικούς τάφους, σκορπίζοντας τα λείψανα καθώς έψαχναν για χρυσό. Ο Πύρρος αδιαφόρησε ή φοβήθηκε να τους τιμωρήσει και κατηγορήθηκε γι’ αυτό από τους Μακεδόνες. Κάνοντας πάλι διάφορα σχέδια, αποκαλούσε αναίσχυντο τον Αντίγονο επειδή φορούσε ακόμη την πορφύρα. Το 272 π.Χ., ο Κλεώνυμος, ένας Σπαρτιάτης βασιλικής καταγωγής με προσωπικά προβλήματα στην πατρίδα του, έπεισε τον Πύρρο να επιτεθεί στη Λακωνία.[109] Ξεκίνησε αυτός με 25.000 πεζούς, 2.000 ιππείς και 24 ελέφαντες, δυνάμεις που φανέρωναν ότι σκοπός του ήταν η κατάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Αφού συγκέντρωσε έναν στρατό 25.000 πεζικάριων, 2.000 ιππικό, και 24 ελέφαντες, πέρασε τον Ισθμό.Τότε έφτασαν στο στρατόπεδό του πρέσβεις από την Αθήνα, την Αχαΐα, τη Μεσσηνία και άλλες περιοχές, οι οποίες εκφράζοντας το θαυμασμό τους για τα επιτεύγματά του στην Ιταλία, τον υποδέχτηκαν με ευχαρίστηση. Στη Μεγαλόπολη συνάντησε Σπαρτιάτες πρεσβευτές, τους οποίους και ξεγέλασε με ψεύτικες υποσχέσεις, ότι δήθεν ήρθε να ελευθερώσει τις πόλεις από τον Αντίγονο. Όταν εισήλθε στην επικράτεια της Σπάρτης άρχισε να λεηλατεί τη χώρα. Καθώς ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αρεύς Α' και οι στρατιώτες του απουσίαζαν στην Κρήτη εκείνες τις ημέρες, και συγκεκριμένα στη Γόρτυνα, ο Πύρρος θεώρησε ότι η πόλη θα έπεφτε εύκολα. Καθυστέρησε όμως περιμένοντας το ξημέρωμα, δίνοντας χρόνο στους λίγους υπερασπιστές της πόλης να οργανωθούν και να κάνουν δύσκολη την επέλαση του εχθρού σκάβοντας ένα μεγάλο χαντάκι, εφόσον η πόλη δεν είχε τείχη. Αξιοσημείωτο είναι ότι επρόκειτο κυρίως για ηλικιωμένους και γυναίκες, που ενώ είχαν την ευκαιρία, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη στην τύχη της. Στη μάχη συμμετείχε ο ίδιος ο Πύρρος, ο οποίος απεγνωσμένα προσπάθησε να βοηθήσει τους άνδρες του να περάσουν το χαντάκι και τις γραμμές των Σπαρτιατών. Ωστόσο ο Ακρότατος, νεαρός γιος του Αρέως, οδήγησε μια ομάδα Σπαρτιατών πίσω από τις γραμμές των επιτιθέμενων. Η ξαφνική αυτή επίθεση από τα νώτα τους, έφερε σε σύγχυση τους στρατιώτες του Πύρρου, που συνωστίζονταν κοντά στο χαντάκι και είχαν βαρειές απώλειες. Όταν ο Ακρότατος επέστρεψε στην πόλη, οι συμπατριώτες του τού επεφύλαξαν μεγάλες τιμές. Ο Πλούταρχος κάνει επίσης ειδική μνεία στη γενναιότητα που επέδειξε κι ένας άλλος Λακεδαιμόνιος, ο Φύλλιος. Την επόμενη ημέρα οι επιτιθέμενοι προσπάθησαν με κάθε μέσο να γεμίσουν το χαντάκι με διάφορα υλικά, ακόμη και με τα σώματα των νεκρών. Οι αμυνόμενοι προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση, μαχόμενοι κυρίως με τη θέληση παρά με τη δύναμη. Κατά τη διάρκεια της μάχης το άλογο του Πύρρου τραυματίστηκε θανάσιμα, ρίχνοντάς τον κάτω. Μες στη γενικότερη σύγχυση ο Πύρρος διέταξε παύση των εχθροπραξιών σε μερικά σημεία, αναμένοντας πως η πόλη θα παραδιδόταν υπό όρους. Ωστόσο είχε ήδη δοθεί η ευκαιρία σε έναν από τους διοικητές του Αντίγονου Γονατά, τον Αμεινία από τη Φωκίδα, να φτάσει στην πόλη από την Κόρινθο με τους άντρες του. Λίγο μετά ο Αρεύς επέστρεψε από την Κρήτη με 2.000 άνδρες, αντικαθιστώντας τους αμάχους που πολεμούσαν, με εκπαιδευμένους στρατιώτες. Ο Πύρρος εξαπέλυσε νέες επιθέσεις κατά της Σπάρτης, αλλά δεν γνώρισε παρά μόνο την αποτυχία. Έτσι άρχισε να λεηλατεί τη Λακωνία με την πρόθεση να περάσει εκεί το χειμώνα. Εντούτοις μια νέα πρόκληση φάνηκε στον ορίζοντα, όταν έλαβε ένα μήνυμα από το Άργος, τη δεύτερη ισχυρότερη πόλη της Πελοποννήσου μετά τη Σπάρτη. Δυο επιφανείς άνδρες της, ο Αρίστιππος και ο Αριστέας ήταν πολιτικοί αντίπαλοι και καθώς ο Αρίστιππος ήταν σύμμαχος του Αντίγονου, ο Αριστέας θεώρησε καλό να καλέσει τον Πύρρο στο Άργος, ώστε να τον βοηθήσει να καταλάβει την εξουσία (272 π.Χ.). Ο Αρεύς ωστόσο δεν έμεινε άπραγος. Εγκατέστησε άνδρες σε στρατηγικά σημεία της διαδρομής οι οποίοι προκάλεσαν φθορές στο στρατό των Μολοσσών. Σε μια από αυτές τις αψιμαχίες, κι ενώ μαχόταν κατά των Λακεδαιμονίων, ο γιος του Πύρρου από την Αντιγόνη, Πτολεμαίος, σκοτώθηκε από τον Όροισσο, ένα άνδρα από τα Άπτερα της Κρήτης. Μαθαίνοντας το φοβερό νέο, ο Πύρρος όρμησε ο ίδιος ενάντια στην ομάδα αυτή των Σπαρτιατών, επικεφαλής του ιππικού των Μολοσσών. Πάνω στην οργή του συνέτριψε τον αντίπαλο, θανατώνοντας έναν σπουδαίο αξιωματικό, τον Εύαλκο. Όταν η μάχη έλαβε τέλος, ο Πύρρος οργάνωσε μεγαλόπρεπη τελετή ταφής εις μνήμην του γιου του κι έχοντας ξεσπάσει το πένθος του πάνω στον εχθρό, συνέχισε την πορεία κατά του Άργους.= Φτάνοντας στην πόλη, έμαθε πως ο Αντίγονος βρισκόταν ήδη εκεί, σε υψηλό σημείο με θέα ολόκληρη την πεδιάδα. Ο Πύρρος επέλεξε να στρατοπεδεύσει κοντά στη Ναυπλία κι έστειλε κήρυκα στον Αντίγονο αποκαλώντας τον καταστροφέα και καλώντας τον να πολεμήσουν. Εκείνος απάντησε ότι βασίζεται στις περιστάσεις πιο πολύ παρά στη δύναμη των όπλων κι ότι, αν ο Πύρρος κουράστηκε αν ζει, πολλοί δρόμοι του ανοίγονταν για να πεθάνει. Ήρθαν τότε και στους δύο πρέσβεις από την πόλη και τους παρακάλεσαν να μεταφέρουν αλλού τη διαμάχη τους, επιτρέποντας στο Άργος να τηρήσει ουδέτερη στάση. Ο Αντίγονος δέχτηκε κι έστειλε το γιο του στην πόλη ως όμηρο. Ο Πύρρος επίσης δέχτηκε, αλλά δεν έδωσε εγγυήσεις, πράγμα που τον έκανε περισσότερο ύποπτο. Πράγματι κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αριστέας άφησε ανοιχτή μια από τις πύλες της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στους Γαλάτες του Πύρρου να ξεχυθούν στην Αγορά. Ωστόσο οι ελέφαντές του αντιμετώπισαν μεγάλη δυσκολία στη διέλευση από τις πύλες, κάτι που έδωσε χρόνο στους κατοίκους να οργανωθούν και να στείλουν μήνυμα στον Αντίγονο. Ο τελευταίος κατέφθασε έξω από τα τείχη κι έστειλε μέσα το γιο του να ελέγξει την κατάσταση. Την ίδια στιγμή συνέπεσε και η άφιξη του Αρέως με 1.000 Σπαρτιάτες και Κρήτες, οι οποίοι, αφού ενώθηκαν με τους άνδρες του Μακεδόνα βασιλιά, προκάλεσαν μεγάλη σύγχυση στους Γαλάτες. Στην πόλη βασίλευε απόλυτη αταξία, καθώς οι δρόμοι ήταν πολύ στενοί, το σκοτάδι πυκνό κι ο θόρυβος μέγας. Το μόνο που απέμενε και στις δύο πλευρές ήταν να περιμένουν το ξημέρωμα. Η εικόνα το πρωί ήταν αποκαρδιωτική για τον Πύρρο. Έτσι έκρινε καλύτερο να διατάξει υποχώρηση. Φοβούμενος ωστόσο τον συνωστισμό στις πύλες, έστειλε έναν αγγελιοφόρο στο γιο του, τον Έλενο, που περίμενε με μεγάλο τμήμα του στρατού έξω από την πόλη, με την διαταγή να γκρεμίσει μέρος των τειχών. Η διαταγή διαβιβάστηκε λανθασμένα. Ο Έλενος πήρε τους υπόλοιπους ελέφαντες και τους καλύτερους άνδρες του και μπήκε στην πόλη να βοηθήσει. Με τους μισούς στρατιώτες του να προσπαθούν να βγουν από την πόλη, και με τους άλλους μισούς να προσπαθούν να μπουν, ο στρατός του Πύρρου περιέπεσε σε απόλυτη αταξία. Την κατάσταση επιδείνωσε η παρουσία των ελεφάντων. Ο μεγαλύτερος έπεσε μπροστά στην πύλη και ένας άλλος, ο Νίκων, έψαχνε να βρει τον αναβάτη του που είχε γκρεμιστεί νεκρός. Έπεσε πάνω στο κύμα των στρατιωτών που προσπαθούσαν να διαφύγουν, συντρίβοντας φίλους και εχθρούς, μέχρι που βρήκε το νεκρό του αφέντη, τον έβαλε στους χαυλιόδοντές του με την προβοσκίδα του και συνέχισε την ξέφρενη πορεία του. Οι στριμωγμένοι στρατιώτες είτε ποδοπατήθηκαν, είτε πέθαναν από φιλικό σπαθί καθώς ο συνωστισμός ήταν πολύ μεγάλος και δεν μπόρεσαν να αποτραπούν ατυχήματα. Ο Πύρρος, βλέποντας την απελπιστική κατάσταση, αφαίρεσε τα διακριτικά του από το κράνος του και βασιζόμενος στο άλογό του όρμησε ανάμεσα στους εχθρούς που τον καταδίωκαν. Τότε δέχτηκε χτύπημα από ένα ακόντιο που τρύπησε την πανοπλία του στο θώρακα. Το τραύμα δεν ήταν σοβαρό και στράφηκε ενάντια στο στρατιώτη που του είχε επιτεθεί, κάποιον άνδρα από το Άργος, που ήταν γιος μιας φτωχής ηλικιωμένης γυναίκας. Εκείνη είχε καταφύγει στη στέγη ενός οικήματος από όπου είχε θέα της μάχης. Όταν είδε τον κίνδυνο που διέτρεχε ο γιος της, σήκωσε έντρομη ένα κεραμίδι και το εκσφενδόνισε κατά του βασιλιά με τα δύο της χέρια. Ο Πύρρος δέχτηκε το χτύπημα κάτω από το κράνος, με αποτέλεσμα να σπάσουν οι σπόνδυλοι στη βάση του τραχήλου του. Έχασε τις αισθήσεις του και τα χαλινάρια τού έφυγαν από τα χέρια. Έτσι έπεσε ανάμεσα στους μαχόμενους που δεν αντιλήφθηκαν ποιος είχε πέσει. Εντούτοις ένας άνδρας με το όνομα Ζώπυρος, ο οποίος υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Αντίγονου, μαζί με δύο τρεις άλλους, κατάλαβαν ποιος ήταν και τον έσυραν στο κατώφλι ενός σπιτιού, πάνω στη στιγμή που άρχιζε να ανακτά τις αισθήσεις του. Τα χέρια του Ζώπυρου δίστασαν ελάχιστα μπροστά στο βλέμμα του βασιλιά, παρόλα αυτά κατέβηκαν χτυπώντας τον αδέξια στο σαγόνι. Έτσι τον αποκεφάλισε αργά και με δυσκολία. Τότε ο γιος και διάδοχος του βασιλιά Αντίγονου, ο Αλκυονεύς, αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητα του νεκρού, άρπαξε ο ίδιος το κεφάλι και θριαμβευτικά το εναπόθεσε μπροστά στα πόδια του πατέρα του. Ωστόσο ο Αντίγονος, βλέποντας το αποτρόπαιο θέαμα, άρπαξε το ραβδί του κι άρχισε να χτυπά και να διώχνει το γιο του, αποκαλώντας τον άξεστο και βάρβαρο. Κατόπιν ξέσπασε σε λυγμούς ενθυμούμενος τις κακοτυχίες του πατέρα του, Δημητρίου, και του παππού του, Αντίγονου. Κατόπιν διέταξε να προετοιμαστούν τα λείψανα του εχθρού του για την τελετή της ταφής και για την καύση. Όταν λίγο αργότερα ο Αλκυονεύς βρήκε τον Έλενο καταπτοημένο και φτωχοντυμένο, του φέρθηκε φιλάνθρωπα και τον οδήγησε μπροστά στον πατέρα του. Ευχαριστημένος ο Αντίγονος αυτή τη φορά επαίνεσε το γιο του, επισημαίνοντας δε πως έπρεπε να του είχε δώσει καλύτερα ρούχα. Ύστερα, φρόντισε τον Έλενο, του έδωσε τα λείψανα του Πύρρου για να τα μεταφέρει στην πατρίδα τους και φέρθηκε με επιείκεια στους φίλους του Πύρρου, όντας πια κύριος του στρατοπέδου του και όλης της δύναμης. Μέρος των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν και η χώρα της Αιγύπτου. Όταν εισήλθε στη χώρα το 332 π.Χ., ο λαός της τον υποδέχτηκε ως απελευθερωτή, αναγνωρίζοντάς τον μάλιστα ως συνεχιστή των Φαραώ. Προορισμοί του ήταν αρχικά η Μέμφιδα και κατόπιν το περίφημο μαντείο του Άμμωνα στην όαση Σίβα. Πριν αναχωρήσει για τη συνέχιση της εκστρατείας του στα βάθη της Ανατολής, ίδρυσε μια πόλη στα παράλια της Μεσογείου, χαρίζοντάς της το όνομά του: “Αλεξάνδρεια”. Ο Πτολεμαίος, στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, διορίστηκε ανώτατος κυβερνήτης της Αιγύπτου μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα και το διαμελισμό του απέραντου κράτους του. Στα 305 π.Χ., ανακήρυξε τον εαυτό του Βασιλιά Πτολεμαίο Α’ και αργότερα έμεινε γνωστός ως “Σωτήρας”. Οι Αιγύπτιοι σύντομα αναγνώρισαν τους Πτολεμαίους ως διαδόχους των φαραώ της ανεξάρτητης Αιγύπτου. Οι απόγονοι του Πτολεμαίου κυβέρνησαν την Αρχαία Αίγυπτο μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 30 π.Χ. Πρωτεύουσα του κράτους τους ήταν πλέον η πόλη της Αλεξάνδρειας, που αντικατέστησε τη Μέμφιδα και τις Θήβες σε εθνική σπουδαιότητα. Το ίδιο το κράτος προσανατολίστηκε στην εξωτερική πολιτική, αποτελώντας πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του μεσογειακού κόσμου. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι διπλωματικές τους σχέσεις με τις γειτονικές χώρες της Ανατολής, αλλά και με τη νέα ανερχόμενη δύναμη, τη Ρώμη, η οποία διάνυε τότε τη Δημοκρατική της περίοδο. Η καταγωγή της δυναστείας ήταν ελληνική, γι’ αυτό και τα περισσότερα μέλη της δεν είχαν επαφή με την αιγυπτιακή γλώσσα. Ωστόσο αποφάσισαν να μην καταλύσουν την αιγυπτιακή παράδοση των φαραώ. Αντίθετα διατήρησαν τις παλιές θρησκευτικές και κοινωνικές δομές, τα έθιμα και το τυπικό, τους θεούς και τις δοξασίες, ακόμη και τη συνήθεια να κηδεύονται μουμιοποιημένοι σε σαρκοφάγους. Ακόμη υιοθέτησαν τις τοπικές τεχνοτροπίες στην τέχνη και την αρχιτεκτονική. Σε αυτούς οφείλουμε τη διατήρηση ως τις μέρες μας διάσημων αρχαίων μνημείων της Αιγύπτου, που είτε φτιάχτηκαν στις μέρες τους, είτε επισκευάστηκαν και συντηρήθηκαν. Δημιουργήθηκε νέο σύστημα δρόμων και καναλιών, που επέτρεψαν τη μεταφορά αγαθών σε όλο το Νείλο και το Δέλτα του με ευκολία που δεν είχε επιτευχθεί ποτέ στο παρελθόν. Καλύτερες συγκοινωνίες είχαν και ως αποτέλεσμα καλύτερη επικοινωνία με όλα τα μέρη της χώρας, πράγμα που με τη σειρά του έφερε ασφάλεια από εξωτερικούς εχθρούς και ταχύτητα στη διάδοση νέων πολιτιστικών και κοινωνικών προτύπων. Οι πρώτοι Πτολεμαίοι βελτίωσαν την ποιότητα της γεωργικής παραγωγής, διεκδικώντας καλλιεργήσιμη γη και εισάγοντας νέα είδη προϊόντων. Παράλληλα βελτίωσαν το βιοτικό επίπεδο του λαού τους αυξάνοντας το εμπόριο και κάνοντας προσιτά αγαθά πολυτελείας σε περισσότερους. Πολιτική αστάθεια Αν και η Αίγυπτος στα χρόνια των Πτολεμαίων γνώρισε μέρες ισχύος και πλούτου, τα μέλη της Δυναστείας είχαν φοβερές διαμάχες μεταξύ τους, στοιχίζοντας στην Αίγυπτο την εσωτερική σταθερότητα. Εμφύλιες συμπλοκές, ανεβοκατεβάσματα στο θρόνο, εξορίες και πολιτικές δολοφονίες, όλα οδήγησαν τη χώρα προς τον θλιβερό δρόμο της διαφθοράς και της αποδυνάμωσης. Προς το τέλος, οι Ρωμαίοι άρχισαν να εμπλέκονται όλο και πιο ενεργά στις υποθέσεις του κράτους, λαμβάνοντας ρόλο διαιτητή μέχρι να αποφασίσουν πραγματικά να προσαρτήσουν τη χώρα. Η Αίγυπτος είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτούς ως πηγή πλούτου και τροφίμων. Από την πλευρά τους οι Αιγύπτιοι τους χρησιμοποιούσαν για προσωπικές πολιτικές επιδιώξεις και για λόγους διπλωματίας μιας και η εξάπλωση της κυριαρχίας της Ρώμης στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου ήταν γεγονός. Όλοι οι άρρενες ηγεμόνες της δυναστείας έλαβαν το όνομα Πτολεμαίος. Οι πτολεμαϊκές βασίλισσες, μερικές από τις οποίες ήταν αδερφές των συζύγων τους, συνήθως ονομάζονταν Κλεοπάτρα, Αρσινόη ή Βερενίκη. Το πιο διάσημο μέλος της γραμμής αυτής ήταν η τελευταία βασίλισσα, Κλεοπάτρα Ζ', γνωστή για το ρόλο που έπαιξε στις ρωμαϊκές υποθέσεις, ως ερωμένη του Ιουλίου Καίσαρα και κατόπιν του Μάρκου Αντώνιου, πολιτικού αντιπάλου του Οκταβιανού. Η αυτοκτονία της την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης της Αιγύπτου σηματοδότησε το τέλος της πτολεμαϊκής κυριαρχίας στη χώρα. Στα 305 π.Χ., ανακήρυξε τον εαυτό του Βασιλιά Πτολεμαίο Α’ και αργότερα έμεινε γνωστός ως “Σωτήρας”. Οι Αιγύπτιοι σύντομα αναγνώρισαν τους Πτολεμαίους ως διαδόχους των φαραώ της ανεξάρτητης Αιγύπτου. Οι απόγονοι του Πτολεμαίου κυβέρνησαν την Αρχαία Αίγυπτο μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 30 π.Χ. Πρωτεύουσα του κράτους τους ήταν πλέον η πόλη της Αλεξάνδρειας, που αντικατέστησε τη Μέμφιδα και τις Θήβες σε εθνική σπουδαιότητα. Το ίδιο το κράτος προσανατολίστηκε στην εξωτερική πολιτική, αποτελώντας πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του μεσογειακού κόσμου. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι διπλωματικές τους σχέσεις με τις γειτονικές χώρες της Ανατολής, αλλά και με τη νέα ανερχόμενη δύναμη, τη Ρώμη, η οποία διάνυε τότε τη Δημοκρατική της περίοδο. Η καταγωγή της δυναστείας ήταν ελληνική, γι’ αυτό και τα περισσότερα μέλη της δεν είχαν επαφή με την αιγυπτιακή γλώσσα. Ωστόσο αποφάσισαν να μην καταλύσουν την αιγυπτιακή παράδοση των φαραώ. Αντίθετα διατήρησαν τις παλιές θρησκευτικές και κοινωνικές δομές, τα έθιμα και το τυπικό, τους θεούς και τις δοξασίες, ακόμη και τη συνήθεια να κηδεύονται μουμιοποιημένοι σε σαρκοφάγους. Ακόμη υιοθέτησαν τις τοπικές τεχνοτροπίες στην τέχνη και την αρχιτεκτονική. Σε αυτούς οφείλουμε τη διατήρηση ως τις μέρες μας διάσημων αρχαίων μνημείων της Αιγύπτου, που είτε φτιάχτηκαν στις μέρες τους, είτε επισκευάστηκαν και συντηρήθηκαν. Αναφερόμαστε σε μια γεωγραφική περιοχή που αποτελείται από το βορειοανατολικό τμήμα του σύγχρονου Ιράν, το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών που ανήκουν στις 4 από τις 5 πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας (εν προκειμένω: Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, νότιο Καζακστάν, Τατζικιστάν), το Αφγανιστάν και το βορειοδυτικό Πακιστάν (Μπαλουτσιστάν και κοιλάδα του Ινδού στο Παντζάμπ). Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στην έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή αυτή κατά την αρχαιότητα. Στη φωτογραφία που ακολουθεί διακρίνεται η λατρεία της Κυβέλης, στην περιοχή του Αλ Χανούμ. Μετά τις σημαντικές ανακαλύψεις των τελευταίων πενήντα χρόνων (η μεγάλη ελληνιστική πόλη στην τοποθεσία Άι Χανούμ του Αφγανιστάν, οι ελληνιστικές επιγραφές της Αλεξάνδρειας της Αραχωσίας-Κανταχάρ) και παρά τα προβλήματα που δημιουργεί η πολιτική αστάθεια στην περιοχή είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τον τρόπο ζωής και σκέψης αυτών των Ελλήνων που βρέθηκαν τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη μητρόπολη. Το Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής ιδρύθηκε το 250 π.Χ. από τον Έλληνα σατράπη της Βακτριανής Διόδοτο Α' τον Σωτήρα, ο οποίος αποσχίστηκε από τους Σελευκίδες, και αποτέλεσε, μαζί με το Ινδοελληνικό Βασίλειο που ακολούθησε, το ανατολικό άκρο του ελληνιστικού κόσμου, εκτεινόμενο σε περιοχές της κεντρικής Ασίας. Το νέο αυτό βασίλειο ήταν εξαιρετικά αστικοποιημένο και εθεωρείτο ως ένα από τα πλουσιότερα της Ανατολής (opulentissimum illud mille urbium Bactrianum imperium "Η εξαιρετικά ευδαιμονούσα αυτοκρατορία των Βακτρίων των χιλίων πόλεων" Ιουστίνος, XLI,1), και επρόκειτο να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο σε δύναμη και γεωγραφική επέκταση προς ανατολή και δύση. Το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής ήταν πλούσιο για ένα διάστημα καιδιαίτερα ισχυρό- ωστόσο οι θύελλες των συγκρούσεων της Ελληνιστικής Περιόδου είχαν ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωσή του και εν τέλει το βασίλειο κάποια στιγμή κατέρρευσε λόγω των επιδρομών νομαδικών φύλων. Ωστόσο, ο ελληνικός πολιτισμός εξακολούθησε να είναι παρών στην περιοχή, λόγω της ύπαρξης εξελληνισμένων πόλεων, αλλά και του Ινδοελληνικού ή Ελληνοϊνδικού Βασιλείου: Ιδρύθηκε όταν ο Δημήτριος Α´ ο Ανίκητος, βασιλιάς του ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής, εισέβαλε τον 3ο αιώνα π.Χ. στις περιοχές της βορειοανατολικής Ινδίας τις οποίες ινδικά βασίλεια είχαν ανακαταλάβει. Ο πλέον διάσημος Ελληνοϊνδός ηγεμόνας ήταν ο Μένανδρος ο Δίκαιος ο οποίος είχε την πρωτεύουσά του στην Σακάλα της Πενταποταμίας- τη σημερινή Σιαλκότ στο Παντζάμπ του Πακιστάν. Τα νομίσματα του Μενάνδρου φέρουν την αναφορά Μενάνδρου Δικαίου, υποδηλώνοντας ότι υιοθέτησε τη βουδιστική πίστη. Ο Μένανδρος Β΄ έκοψε μόνο ινδικά αργυρά νομίσματα. Αυτά απεικονίζουν στην εμπρόσθια όψη τον βασιλιά με διάδημα (ταινία νικητή αθλητή) ή κράνος. Οι βασιλείς που ακολούθησαν τον Μένανδρο Α΄ ασπάστηκαν και αυτοί τον Βουδισμό, ανάγοντάς τον σε κυρίαρχη θρησκεία του κράτους. Μάλιστα, η βασιλεία τους ορίστηκε σε μεγάλο βαθμό εντός των πλαισίων που όριζε η θρησκεία. Ωστόσο, με το πέρασμα των ετών το βασίλειο έχανε τη δύναμη που είχε. Οι πολυετείς συγκρούσεις με τα γειτονικά ινδικά φύλα συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη φθίνουσα πορεία του βασιλείου. Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας θα μπορούσε να θεωρηθεί η πτώση του βασιλείου της Βακτριανής. Οι σχέσεις των δύο κρατών θα μπορούσαν να θεωρηθούν σε γενικές γραμμές φιλικές. Όταν όμως η Βακτριανή έπαψε να βρίσκεται υπό ελληνική εξουσία, στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., το Ινδοελληνικό Βασίλειο βρέθηκε περικυκλωμένο από εχθρικά κράτη. Τα πρώτα εδάφη που του αφαιρέθηκαν βρίσκονται στην οροσειρά Hindu Kush. Η περιοχή καταλήφθηκε από τις νομαδικές φυλές που οδήγησαν στην πτώση του βασιλείου της Βακτριανής, γύρω στο 40 π.Χ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου