Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (128)
- Αρχαία (47)
- Β΄ Λυκείου (186)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (46)
- Ιστορία (289)
- Λογοτεχνία (66)
- Φιλοσοφία (29)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020
Ο ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ ΚΑΙ Η "ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ"
Ο Παυσανίας (110 - 180) ήταν Έλληνας περιηγητής και γεωγράφος, ο οποίος έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ. κατά τους χρόνους του Αδριανού και του Μάρκου Αυρήλιου. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το σύγγραμα του Ελλάδος περιήγησις, ένα εκτενές έργο που περιγράφει την αρχαία Ελλάδα με μαρτυρίες από πρώτο χέρι και αποτελεί σοβαρό σημείο σύνδεσης μεταξύ της κλασικής φιλολογίας και της σύγχρονης αρχαιολογίας. Το κύριο ενδιαφέρον του στην μάλλον εκλεκτική περιγραφή του ήταν τα μνημεία (ειδικά τα γλυπτά και η ζωγραφική) της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, μαζί με τα ιστορικά πλαίσιά τους και το ιερό τους υπόβαθρο, (λατρείες, τελετουργικά, πεποιθήσεις), για τα οποία είχε μια βαθιά αίσθηση. Το έργο του είναι οργανωμένο βάσει των περιηγήσεών του σε πόλεις και στα εκτός άστεως ιερά της Αχαΐας, με κάποιο ενδιαφέρον για την τοπογραφία. Το ενδιαφέρον του για αντικείμενα μετά από 150 π.Χ. είναι μικρό, αν και τα σύγχρονα μνημεία έλκυσαν την προσοχή του, ειδικά τα έργα του Αδριανού. Αν και η προσέγγισή του ήταν προσωπική, ο θαυμασμός του για την αρχαία Ελλάδα (Αθήνα, Σπάρτη, Δελφοί και Ολυμπία κυρίως) και τους μεγάλους πατριώτες της (βλ.8.52) υπήρξε μεγάλος.
Ήταν πιθανώς γηγενής της Λυδίας και γνώριζε τη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, αλλά τα ταξίδια του επεκτάθηκαν αρκετά πέρα από τα όρια της Ιωνίας. Πριν επισκεφθεί την Ελλάδα φαίνεται πως επισκέφθηκε την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ, καθώς και τις όχθες του ποταμού Ιορδάνη. Στην Αίγυπτο είδε τις πυραμίδες, ενώ στο ναό του Άμμωνα του επιδείχθηκε ο ύμνος που έστειλε κάποτε ο Πίνδαρος. Στη Μακεδονία είναι σχεδόν βέβαιο ότι είχε δει τον παραδοσιακό τάφο του Ορφέα. Διασχίζοντας την Ιταλία, είδε την Καμπανία και τα θαύματα της Ρώμης. Ήταν ένας από τους πρώτους που είδε ή έγραψε για τα ερείπια της Τροίας, των Μυκηνών και της Αλεξάνδρειας Τρωάδος.
Η Ελλάδος περιήγησις έχει τη μορφή περιήγησης στην Πελοπόννησο και σε ένα τμήμα της βόρειας Ελλάδας. Περιγράφει διαρκώς ιεροτελεστίες ή δεισιδαιμονικά έθιμα και εισάγει συχνά αφηγήσεις από την επικράτεια της ιστορίας, του θρύλου και της λαογραφίας. Όντας αρκετά παρατηρητικός, ο Παυσανίας παρατηρεί τα πεύκα στην αμμώδη ακτή της Ήλιδας και άλλες τοπογραφικές λεπτομέρειες, που αποκτούν σημασία σε μια συγκριτική παρουσίαση της τοπογραφίας του παρελθόντος και του παρόντος. Κυρίως στο τελευταίο τμήμα των αφηγήσεών του αγγίζει τα προϊόντα της φύσης, τις άγριες φράουλες του Ελικώνα, τους φοίνικες της Αυλίδας ή το ελαιόλαδο της Τιθορέας και τις χελώνες της Αρκαδίας ή τα λευκά μαυροπούλια της Κυλλήνης.
Το δυνατότερο σημείο του είναι η περιγραφή της θρησκευτικής τέχνης και της αρχιτεκτονικής της Ολυμπίας και των Δελφών. Αλλά, ακόμη και όταν περιηγείται τις πλέον απομονωμένες περιοχές της Ελλάδας, συναρπάζεται από όλα τα είδη περίεργων και πρωτόγονων εικόνων των θεών, από τα ιερά λείψανα και πολλά άλλα ιερά και μυστήρια πράγματα. Στις Θήβες βλέπει τις ασπίδες εκείνων που πέθαναν στη μάχη των Λεύκτρων και τα ερείπια του σπιτιού του Πίνδαρου. Βλέπει επίσης τα αγάλματα του Ησίοδου και του Αρίωνα και το πορτραίτο του Πολύβιου στις πόλεις της Αρκαδίας.
Στο τοπογραφικό μέρος του έργου του φαίνεται να ελκύεται από τις παρεκκλίσεις της φύσης, τα σημάδια που ανακοινώνουν την έλευση ενός σεισμού, τα φαινόμενα των παλιρροιών, τις παγωμένες θάλασσες του Βορρά και το μεσημβρινό ήλιο που στο θερινό ηλιοστάσιο δεν παράγει σκιά στη Συήνη. Ενώ δεν αμφιβάλλει ποτέ για την ύπαρξη των θεών και των ηρώων, επικρίνει μερικές φορές τους μύθους και τους θρύλους που σχετίζονται μαζί τους. Οι περιγραφές του των μνημείων της τέχνης είναι σαφείς και δίχως περιττά στολίδια. Η λεπτομέρειά τους είναι εντυπωσιακή και η ακρίβειά τους επιβεβαιώνεται από τα υπάρχοντα υπολείμματα. Επίσης, είναι αφοπλιστικά ειλικρινής, όταν ομολογεί την άγνοιά του. Όταν αναφέρει κάποια δευτερογενή μαρτυρία, μπαίνει στον κόπο να την εντοπίσει.
Ο Τζέιμς Φρέιζερ, ο οποίος παρήγαγε μια από τις διάφορες αγγλικές μεταφράσεις του έργου (6 τομ., 1898), παρατηρεί για τον Παυσανία ότι: ‘χωρίς αυτόν τα ερείπια της Ελλάδας θα ήταν ως επί το πλείστον ένας λαβύρινθος χωρίς ενδείξεις, ένα αίνιγμα χωρίς απάντηση.’
Το έργο του παραδοσιακά χωρίζεται σε 10 βιβλία:
Βιβλίο 1: Αττικά
Βιβλίο 2: Κορινθιακά
Βιβλίο 3: Λακωνικά
Βιβλίο 4: Μεσσηνιακά
Βιβλίο 5: Hλιακών Α
Βιβλίο 6: Ηλιακών Β
Βιβλίο 7: Αχαϊκά
Βιβλίο 8: Αρκαδικά
Βιβλίο 9: Βοιωτικά
Βιβλίο 10: Φωκικά, Λοκρών Οζόλων
Στα νέα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει, μεταξύ των άλλων, από την Εκδοτική Αθηνών, με σχόλια σε μορφή αρχαιολογικού οδηγού, από το Νίκο Παπαχατζή.
Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020
Ο ΑΠΟΙΚΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ
Οι Έλληνες άποικοι στη Δύση αναδείχθηκαν πρωτοπόροι σε πολλούς τομείς των γραμμάτων και των τεχνών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι νέες πόλεις στη Δύση λειτούργησαν σαν πειραματικά εργαστήρια διαμόρφωσης πολιτικών θεσμών, φιλοσοφικών ιδεών, επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων αλλά και καλλιτεχνικών έργων.
Νομοθεσία: σε ορισμένες περιπτώσεις ομάδες πολιτών αποχωρούσαν από τη μητρόπολη εξαιτίας κοινωνικών ή πολιτικών συγκρούσεων. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι η παράδοση συνδέει τα ονόματα των πρώτων νομοθετών με αποικίες στη Δύση. Ο Ζάλευκος στους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας και ο Χαρώνδας στην Κατάνη θέσπισαν νόμους που έγιναν υπόδειγμα για όλους τους Έλληνες.
Φιλοσοφία:η ελληνική φιλοσοφική σκέψη γεννήθηκε στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, αφενός στη Μ. Ασία και αφετέρου στη Μ.Ελλάδα και τη Σικελία. Οι πρώτοι φιλόσοφοι τον 6ο αι. π.Χ. τόσο στην Ιωνία όσο και στη Δύση, με γνώμονα τη λογική, αναζητούν τις πραγματικές αιτίες της δημιουργίας του κόσμου. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν σοφοί και διακρίθηκαν παράλληλα στις επιστήμες, τα μαθηματικά, την αστρονομία, την ιατρική κ.ά.
Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος μετά από περιηγήσεις κατέληξε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Δεν ήταν αποκλειστικά φιλόσοφος· διακρίθηκε και ως ελεγειακός ποιητής.
Έγινε περισσότερο γνωστός από την κριτική που άσκησε στις αντιλήψεις της εποχής του για τον ανθρωπομορφισμό και τις αδυναμίες των θεών. Στην Ελέα γεννήθηκε και ίδρυσε την ομώνυμη Ελεατική φιλοσοφική σχολή ο Παρμενίδης, που είναι πιθανό να είχε επαφές με τον Ξενοφάνη. Αυτός προέβαλε την άποψη ότι η αλήθεια είναι η μοναδική οδός προς το Ον, δηλαδή εκείνο το οποίο είναι δυνατό να λεχθεί και να νοηθεί πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει με βεβαιότητα.
Τον 6ο αι. π.Χ. ο Πυθαγόρας ο Σάμιος εγκαταστάθηκε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, όπου δημιούργησε ένα φιλοσοφικό, αριστοκρατικό σύνδεσμο με ηθικές και θρησκευτικές αρχές. Ο Πυθαγόρας έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μαθηματικά. Σύμφωνα με τη θεωρία του, η δημιουργία του κόσμου ανάγεται στους αριθμούς και στην αρμονία τους. Οι μαθητές του, ή οι μεταγενέστεροι οπαδοί του, αποτέλεσαν τον κύκλο των Πυθαγορείων. Εκτός από το φιλοσοφικό στοχασμό οι Πυθαγόρειοι στόχευαν σε θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.
Τελευταίος χρονικά από τους μεγάλους προσωκρατικούς φιλοσόφους της Δύσης ήταν ο Εμπεδοκλής. Έζησε τον 5ο αι. π.Χ. στον Ακράγαντα της Σικελίας και διακρίθηκε ως δάσκαλος της αλήθειας. Εξωτερικός
Τον 5ο αι. π.Χ., όπως είναι γνωστό, η Αθήνα έγινε ο πόλος έλξης των πνευματικών ανθρώπωνεκείνης της εποχής. Ανάμεσα σε αυτούς που ήρθαν και δίδαξαν στην Αθήνα ήταν ο σοφιστής Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας. Οι Αθηναίοι τον θαύμαζαν ιδιαίτερα για την ευγλωττία του. Δεν είναι τυχαίο ότι τον 5ο αι. π.Χ. γεννήθηκε η ρητορική στη Σικελία. Ο Γοργίας είναι περισσότερο γνωστός μέσα από τους πλατωνικούς διάλογους, όπου μπορούμε να διακρίνουμε τον έντονο σκεπτικισμό του. Αυτός ο «Σικελός», που έζησε ως μέτοικος* στην Αθήνα, ήταν ο πρώτος που πρότεινε την πανελλήνια ένωση. Εξωτερικός
Επιστήμες: η μεγάλη ανάπτυξη των επιστημών σημειώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Η συμβολή των Ελλήνων της Δύσης ήταν μεγάλη. Πρωταγωνιστικός ήταν ο ρόλος του Αρχιμήδη του Συρακούσιου στα μαθηματικά, τη φυσική και ιδιαίτερα στην ανάπτυξη των γνώσεων της μηχανικής, της υδροστατικής και της οπτικής.
Οι τέχνες. Η οικονομική ανάπτυξη των αποικιών της Δύσης αντανακλάται στην κατασκευή ναών, μεγάλων διαστάσεων. Τον 6ο αι. π.Χ. κτίζονται αρκετοί ναοί δωρικού ρυθμού στην Ποσειδώνια, το Μεταπόντιο, τις Συρακούσες, τον Σελινούντα και αλλού. Στους ναούς αυτούς διαπιστώνεται απομάκρυνση από τους παραδοσιακούς αυστηρούς μορφολογικούς κανόνες και προσπάθεια των αρχιτεκτόνων να πειραματιστούν με νέες μορφές μεγάλων διαστάσεων.
Οι άποικοι ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την κατασκευή έργων μεταλλοτεχνίας, όπως αγγείων, καθρεπτών κ.ά., αλλά και με τη ζωγραφική. Στη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία λειτούργησαν εργαστήρια παραγωγής εξαίρετης τέχνης κεραμικών, τα οποία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στους γηγενείς πληθυσμούς. Τις επιδόσεις των αποίκων στη ζωγραφική τέχνη αποδεικνύουν οι παραστάσεις που διακοσμούν τους τάφους των Ετρούσκων και των άλλων λαών της ιταλικής χερσονήσου. Ιδιαίτερα σε τάφους των Σαμνιτών, ενός ιταλικού λαού που κατοικούσε στην περιοχή της Καμπανίας, βρίσκουμε θαυμάσια δείγματα ζωγραφικής και αντικείμενα από χρυσό, άργυρο, ορείχαλκο, αλλά και αγγεία κατασκευασμένα από τους ίδιους, σύμφωνα με ελληνικά πρότυπα. Στην περιοχή της Καμπανίας φαίνεται ότι άνθησε ένας πολιτισμός έντονα επηρεασμένος από τον ελληνικό, τον οποίο μπορούμε να ονομάσουμε ελληνοσαμνιτικό ή καμπανικό πολιτισμό.
ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΩΣ ΜΗΧΑΝΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Το πρότυπο της πόλης – κράτους στηρίχτηκε στην έννοια της ελευθερίας και της ισότητας μεταξύ των πολιτών, προωθώντας ουσιαστικά τα δικαιώματα της ισονομίας, της ισηγορίας και της ισότητας. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα όμως, τόσο της δημοκρατικής Αθηνάς όσο και της ολιγαρχικής Σπάρτης, αφορούν ένα μικρό μέρος του πληθυσμού, τους ελεύθερους άρρενες πολίτες. Το καθεστώς για τις γυναίκες, τους μέτοικους ή τους περίοικους και τους πολυάριθμους δούλους και είλωτες είναι εντελώς διαφορετικό. Η διάκριση, ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους, γίνεται σαφέστερη κατά την κλασσική περίοδο, όπου ξεκαθαρίζεται πλέον το νόημα της ελευθερίας. Στη μελέτη που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια καταγραφή των ομάδων αυτών των μη πολιτών, όσον αφορά την προέλευση-καταγωγή τους, την αριθμητική τους δύναμη, το κοινωνικό καθεστώς μέσα στο οποίο ζούσαν, καθώς και τον σημαντικό ρόλο τους στην κοινωνική, οικονομική και στρατιωτική ζωή της πόλης. Θα επικεντρωθούμε κυρίως στις πληθυσμιακές ομάδες των μετοίκων και των δούλων, θεωρώντας ότι η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα αποτελεί από μόνη της αντικείμενο μιας ιδιαίτερης μελέτης. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τα δεδομένα αυτά με το σημερινό καθεστώς των μεταναστών, που ζουν και εργάζονται στη σύγχρονη Ελλάδα.
Το μεγαλείο των Αθηνών κατά τη διάρκεια των κλασικών χρόνων (5ος – 4ος αι. π.Χ.) σε καμία περίπτωση δεν θα είχε επιτευχθεί, αν η θαλασσοκράτειρα πόλη δεν απομυζούσε, ή μάλλον δεν λεηλατούσε τα ταμεία των “συμμαχικών πόλεων” και δε χρησιμοποιούσε στην κρατική της μηχανή, ή μάλλον δεν εκμεταλλευόταν στυγνά, δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, αυτούς που απλά και με αφέλεια αποκαλούμε δούλους, ξεχνώντας ότι επρόκειτο για ανθρώπους και όχι απλώς για ομιλούντα εργαλεία, όπως τους χαρακτήριζε ο Αριστοτέλης. Ωστόσο, η θέση των άτυχων αυτών ανθρώπων στην Αθήνα, όσο οξύμωρο και αν ηχεί, ήταν καλύτερη από άλλες πόλεις τους αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Στην κλασική εποχή το σύνολο των δούλων στην Αττική ανερχόταν σε 100.000. ενώ άλλοι ερευνητές κάνουν λόγο για πολλούς περισσότερους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς αγοράζονταν (ωνητοί δούλοι) από “βαρβαρικές” χώρες (Φρυγία, Λυδία, Παφλαγονία, Σκυθία κ.λπ.). Ελάχιστοι ήταν οι γεννημένοι από δούλους στις οικίες του δεσπότη.
Εκτός από τους δούλους που υπηρετούσαν στον οίκο, υπήρχαν και δούλοι που εργάζονταν στα μεταλλεία ή στα εργαστήρια. Επίσης εργάζονταν και στην πόλη, οι καλούμενοι δημόσιοι δούλοι, σε αυτούς υπάγονταν και αυτοί που εκτελούσαν αστυνομικά καθήκοντα και καλούνταν ανάλογα με το είδος του όπλου που κατείχαν (π.χ. τοξότες) και ανάλογα με την πατρίδα τους (π.χ. Σκύθες, Φρύγες κ.λπ.).
Επειδή γενικώς οι απλοί Αθηναίοι πολίτες ήταν φιλάνθρωποι, η ζωή των δούλων που ζούσαν στην πόλη ήταν σχετικά άνετη. Είχαν ελευθερία λόγου, πολλοί μάλιστα διακρίνονταν για ροπή στην ακολασία, μια που είχαν και πολλά παραδείγματα να πάρουν! Επιτρεπόταν να μπαίνουν στα ιερά και να συμμετέχουν σε γιορτές που τελούνταν σε σπίτια, απαγορευόταν όμως να μπαίνουν στην Εκκλησία του Δήμου και να φοιτούν στις παλαίστρες. Σε φονικές δίκες επιτρεπόταν η μαρτυρία τους, αλλά στις υπόλοιπες δίκες, για να έχει κύρος η μαρτυρία τους, έπρεπε να βασανίζονται!
Ο δεσπότης δεν είχε εξουσία στη ζωή του δούλου του. Αν ο κύριος ενός δούλου ήταν σκληρός και τον κακομεταχειριζόταν, ο δούλος κατέφευγε στο Θησείο ή το ιερό των Σεμνών, όπου είχε άσυλο και είχε δικαίωμα να απαιτήσει να υποχρεωθεί ο δεσπότης να τον πουλήσει σε άλλον. Ιδιαίτερη τάξη δούλων ήταν αυτή των «χωρίς οικούντων» (= αυτών που κατοικούσαν χωριστά), οι οποίοι εργάζονταν εκτός της οικίας του κυρίου τους και απαιτούσαν από αυτόν κάποιο μισθό που ονομαζόταν αποφορά. Ο δούλος αποκτούσε την ελευθερία του ή από την Πολιτεία με ψήφισμα ή από τον κύριό του ή εξαγοράζοντας τον εαυτό του. Ο απελεύθερος ή εξελεύθερος μεταπηδούσε στην τάξη των Μετοίκων και όφειλε να έχει προστάτη τον προηγούμενο κύριό του, ο οποίος και κληρονομούσε τον απελευθερωθέντα αν αυτός πέθαινε άτεκνος.
Όποιος προσπαθούσε να κάνει δούλο του έναν ελεύθερο άνθρωπο, συλλαμβανόταν για “απαγωγή” ως “ανδραποδιστής”. Επίσης, εκείνος ο οποίος παράνομα γινόταν δούλος μπορούσε να βάλει επίσημα κάποιον φίλο του να τον απελευθερώσει. Αν αυτός που ισχυριζόταν ότι του ανήκε σαν δούλος επιθυμούσε ακόμη να υποστηρίξει την αξίωσή του, μπορούσε στη συνέχεια να μηνύσει το φίλο, ο οποίος έπρεπε να παρουσιάσει εγγυητές ενώπιον του πολέμαρχου για να εγγυηθούν την εμφάνιση του φερόμενου ως δούλου στη δίκη. Η απόφαση των δικαστών έκρινε αν ο φερόμενος ως δούλος ήταν πράγματι δούλος αυτού που τον διεκδικούσε. Αν αυτό γινόταν αποδεκτό, ο φίλος ήταν υποχρεωμένος, όχι μόνο να παραδώσει τον δούλο ή την αξία του σε χρήματα, αλλά έπρεπε επίσης να πληρώσει και ένα ισόποσο πρόστιμο στην πολιτεία.
Όπως και άλλα περιουσιακά στοιχεία, ένας δούλος λοιπόν ήταν δυνατό να αγοραστεί να πουληθεί, να ενοικιαστεί, να κληροδοτηθεί ή να δωριστεί. Ο σχετικός νόμος όριζε ότι όποιος πουλούσε δούλο όφειλε να δηλώσει οποιοδήποτε σωματικό του ελάττωμα. Αν ο αγοραστής ανακάλυπτε ελάττωμα που δεν είχε δηλωθεί, μπορούσε να επιστρέψει τον δούλο και να ζητήσει πίσω τα χρήματά του.
Στην Αθήνα, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε άλλες ελληνικές πόλεις, δεν επιτρεπόταν να χτυπήσουν τον δούλο άλλα πρόσωπα εκτός από τον ιδιοκτήτη του, υπήρχε όμως μια εξαίρεση, σύμφωνα με την οποία, ένας αγρότης επιτρεπόταν να χτυπήσει έναν δούλο αν τον έπιανε να κλέβει τα προϊόντα του. Ο δούλος δεν μπορούσε να αναλάβει αυτοπροσώπως νομική δράση εναντίον ενός παραβάτη, οποιαδήποτε αγωγή έπρεπε να υποβληθεί από τον ιδιοκτήτη του και αν ο ιδιοκτήτης δεν προέβαινε σε καμιά ενέργεια, ο δούλος δε μπορούσε να κάνει τίποτα σχετικό.
Επίσης, αν ένας δούλος δολοφονούταν, ήταν έργο του ιδιοκτήτη του να αναλάβει δράση κατά του δολοφόνου. Αν κάποιος δούλος διέπραττε ένα οικονομικό αδίκημα κατ’ άλλου προσώπου, η διαδικασία εξαρτιόταν από το αν ενεργούσε με εντολή του κυρίου του ή όχι. Εάν ενεργούσε με την εντολή του, τότε η ορθή διαδικασία ήταν απλά να μηνυθεί ο ιδιοκτήτης. Αν ο δούλος ενεργούσε αυτοβούλως, η κατηγορία βάρυνε τον δούλο, αλλά κάθε αποζημίωση ή πρόστιμο που τυχόν επέβαλε το δικαστήριο έπρεπε να καταβληθεί από τον ιδιοκτήτη.
Η απελευθέρωση ενός δούλου μπορούσε να δηλωθεί στη διαθήκη του ιδιοκτήτη και να αποκτήσει ισχύ μόνο μετά τον θάνατό του. Σε ορισμένες περιπτώσεις η πολιτεία απελευθέρωνε έναν δούλο χωρίς τη συναίνεση του κυρίου του, έτσι ένας δούλος που κατέδιδε ότι ο κύριός του είχε διαπράξει ιεροσυλία, απελευθερωνόταν, αν η καταγγελία αποδεικνυόταν αληθινή.
Το 406 π.Χ., οι Αθηναίοι ζητούσαν τόσο απεγνωσμένα άνδρες για να τους χρησιμοποιήσουν σαν πληρώματα των πλοίων τους στον πόλεμο εναντίον της Σπάρτης, ώστε στους δούλους που έλαβαν μέρος στην περίφημη ναυμαχία των Αργινουσών δόθηκε όχι μόνο η ελευθερία τους αλλά και η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη!
Εντελώς διαφορετική ήταν η νομική κατάσταση των δημοσίων δούλων. Το υφιστάμενο νομικό καθεστώς για αυτήν την κατηγορία δούλων δημιουργούσε τις προϋποθέσεις πλήρους σχεδόν ελευθερίας τους. Ίσως μάλιστα να απολάμβαναν νομική προστασία παρόμοια με εκείνη των μετοίκων.
Εν κατακλείδι, η πρόοδος, το μεγαλείο και ο θρύλος της Αρχαίας Αθήνας δεν θα είχε φτάσει ποτέ στα ύψη δίχως τη συμβολή εκείνων των ανθρώπων που για διάφορους λόγους απώλεσαν την ελευθερία τους, οι οποίοι με τον αφανή ρόλο τους, από εργάτες, υπηρέτες ως και παιδαγωγοί των νεαρών Αθηναίων επιτέλεσαν και αυτοί έναν σημαντικό ρόλο στην αθηναϊκή εποποιία. Θα αναδείξουμε το στίγμα που άφησαν και δε θα ξεχαστεί ποτέ η σημαντικότατη συμβολή τους στην δημιουργία του θαυμαστού κλασικού πολιτισμού.
Α) Μέτοικοι
Οι μέτοικοι αποτελούσαν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Αττικής. Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά την κλασσική εποχή, ανέρχονταν στους 10.000 – 15.000 άνδρες (μαζί με τις οικογένειές τους περίπου 25.000 άνθρωποι). Μετανάστες από τη Θράκη, την Μ. Ασία, την Μ. Ελλάδα, τη Λυδία, τη Φρυγία και τη Συρία, ακόμη Φοίκικες και Αιγύπτιοι, προσελκύονταν από την λάμψη και την οικονομική ευμάρεια που επικρατούσε στην Αθήνα και ταξίδευαν μέχρι εκεί έχοντας σαν κύριο στόχο το κέρδος από τις εμπορικές επιχειρήσεις και προσδοκώντας να αποκτήσουν την κοινωνική αίγλη, που προσέδιδε η ιδιότητα του πολίτη.
Ο Πλάτωνας τους μεταχειρίζεται με σεβασμό, ως κοινωνικά ίσους, και είναι γεγονός ότι είχαν δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους και να ζουν όπως ήθελαν.Όμως παρότι πολλοί από αυτούς είχαν αποκτήσει μια σεβαστή περιουσία, τους απαγορευόταν το δικαίωμα έγκτησης, που μαζί με το προνόμιο της καταγωγής θεωρούταν ταυτόσημο με την ιδιότητα του πολίτη. Οι μικτοί γάμοι μεταξύ μετοίκων και πολιτών επιτρέπονταν, τα παιδιά τους όμως δεν αποκτούσαν ποτέ την ιδιότητα του πολίτη, ιδιαίτερα μετά από σχετικό νόμο, που είχε ψηφιστεί την εποχή του Περικλή. Επίσης, δεν γίνονταν δεκτοί στην εφηβεία, αλλά μπορούσαν να πηγαίνουν στα δημόσια γυμναστήρια.
Ο Σόλων είχε από πολύ νωρίς συνειδητοποιήσει τη σημασία, που είχε για την οικονομία της πόλης, η παρουσία των μετοίκων, για το λόγο αυτό τους έδωσε το δικαίωμα πολιτογράφησης και ειδικότερα σε εκείνους που είχαν εξοριστεί από την πατρίδα τους ή που έρχονταν με τις οικογένειές τους να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα.[6][6] Οι μέτοικοι λοιπόν γράφονταν στα μητρώα του δήμου – σε ξεχωριστούς βέβαια καταλόγους από αυτούς των πολιτών - ασκούσαν δημόσια λειτουργήματα[7][7], οι περισσότεροι όμως από αυτούς ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες[8][8] και είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν κινητή περιουσία και δούλους. Συμμετείχαν επίσης σε κάποιες από τις θρησκευτικές εορτές της πόλης, όπως τα Ηφαιστεία και τα Παναθήναια[9][9], αλλά κατά κανόνα προτιμούσαν να γιορτάζουν μεταξύ τους τις δικές τους θεότητες. Η κοινωνική τους θέση όμως οριοθετείται ουσιαστικά από την αδυναμία άμεσης προσφυγής τους στις αρχές, αφού κάθε μέτοικος ήταν υποχρεωμένος να απευθύνεται σε αυτές μέσω ενός εκπροσώπου – πολίτη, η έλλειψη του οποίου προκαλούσε την ποινική δίωξη του μετοίκου και την καταδίκη του σε δουλεία.
Λόγω της οικονομικής άνεσης, που αποκτούσαν πολλοί από αυτούς, φρόντιζαν να αποκτήσουν τα παιδιά τους εξαιρετική μόρφωση.
Η οικονομική συνεισφορά τους στην πόλη των Αθηνών ήταν σημαντική. Εκτός από την εισφορά, που πλήρωναν μαζί με τους πολίτες, ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν και έναν επιπλέον φόρο, το μετοίκιον . Όσοι δε δούλευαν στην αγορά, πλήρωναν ένα ειδικό τέλος το ξενικόν. Παράλληλα αναλάμβαναν τη χρηματοδότηση ορισμένων λειτουργιών (εκτός βέβαια από αυτήν της τριηραρχίας) και είχαν χρηματοδοτήσει μεγάλο μέρος των έργων για την κατασκευή του Ερεχθείου στην Ακρόπολη. Επιπλέον, αφού δεν κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη, αποκλείονταν από τους μισθούς και τα θεωρικά, γεγονός που απέβαινε προς όφελος της πολιτείας. Το γεγονός επίσης ότι μονοπωλούσαν τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα, όπως και το χονδρικό εμπόριο σίτου από τη Ν. Ρωσία και χρυσού από την Ανατολή, μας δίνει μια εικόνα του οικονομικού ρόλου που έπαιζαν στα πλαίσια της πόλης.
Οι μέτοικοι στρατεύονταν στον Αθηναϊκό στρατό ως οπλίτες και στο ναυτικό ως ερέτες. Αποκλείονταν όμως από το σώμα των ιππέων. Επάνδρωναν κυρίως τις συνοριακές φρουρές και τα οχυρά της Αττικής, αλλά το 424 π.χ. πολέμησαν μαζί με τους Αθηναίους στον πόλεμο κατά των Βοιωτών.
Παρόλη όμως την προσφορά τους, σπάνια τους δόθηκε σαν επιβράβευση η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Ακόμη όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούσαν να εκλεγούν άρχοντες ή να γίνουν μέλη του ιερατείου. Η αμοιβή τους συνδέονταν συχνότερα με την παροχή της ισοτέλειας, της απαλλαγής τους δηλαδή από τη φορολογία. Επίσης η πόλη, σε ένδειξη ευγνωμοσύνη, τους απένειμε δημόσιες τιμές και οργάνωνε για χάρη τους γεύματα με δημόσια δαπάνη, αποσκοπώντας παράλληλα στην αύξηση του πληθυσμού τους.
Στο καθεστώς των μετοίκων εντάσσονταν και οι απελεύθεροι, τέως δούλοι, που είχαν σαν προστάτη – εκπρόσωπο τον πρώην αφέντη τους. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι ενώ για τον μέτοικο η ελευθερία θεωρείται δεδομένη, στην περίπτωση των απελεύθερων μπορούσε να αρθεί αν ο τέως κύριός τους το ζητούσε δικαστικά.
Ιδιαίτερο καθεστώς ίσχυε επίσης και για τους ξένους παρεπιδημούντες, εμπόρους ή απεσταλμένους ξένων πόλεων, που έμεναν προσωρινά στην Αθήνα. Το καθεστώς αυτό διεπόταν αφενός μεν από εθιμικούς και θετούς κανόνες, αφετέρου δε από την ύπαρξη ποικίλων συμβόλων (συμφωνιών).
Β) Δούλοι
Η δουλεία, φαινόμενο καθολικό στην Αρχαία Ελλάδα, ήταν συνδεδεμένη άμεσα με τις κοινωνικοπολιτικές δομές της πόλης κράτους και ακολουθούσε την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής.
Εντύπωση προκαλεί η έκταση της δουλοκτησίας στη δημοκρατική Αθήνα. Κατά πληροφορίες οι δούλοι της Αττικής κατά τον 5ο αιώνα ανέρχονταν σε 80.000-100.000 και αντιστοιχούσε ένα δούλος για κάθε τέσσερις κατοίκους. Η αύξηση του αριθμού των δούλων οφείλεται στην παράλληλη αύξηση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, της συμμετοχής τους στα κοινά, της περιφρόνησης της χειρωνακτικής εργασίας αλλά και της προσιτής τιμής αγοράς τους. Πολλοί δούλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, επειδή όμως αυτοί δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες του Αθηναϊκού λαού, προμηθεύονταν δούλους από τα σκλαβοπάζαρα της περιοχής , που προέρχονταν κυρίως από τη Θράκη, την Καρία, την Φρυγία, την Καππαδοκία, την Κολχίδα, τη Σκυθία, τη Συρία, την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο.
Ο δούλος αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο του ελεύθερου πολίτη, μπορούσε να αγοραστεί, να πουληθεί, να κληρονομηθεί ή να κατασχεθεί. Τον χρησιμοποιούσαν σε διάφορες εργασίες ή τον ενοικίαζαν και εισέπρατταν την αμοιβή της εργασίας του. Παρότι βέβαια δεν είχε δυνατότητα αυτοδιάθεσης, του αναγνωριζόταν ότι ήταν ανθρώπινο όν. Παλαίστρες και γυμναστήρια ήταν χώροι απαγορευμένοι για τους δούλους, στα δικαστήρια μπορούσαν να καταθέσουν κατόπιν βασάνων και βέβαια δεν γίνεται λόγος για πολιτικά δικαιώματα. Στους δούλους της Αθήνα απαγορεύονταν, κατά κανόνα, η δημιουργία οικογένειας, εκτός εάν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης τους, και στερούνταν αρχικά δικαιοπρακτικής ικανότητας. Το ποσοστό ελευθερίας κινήσεων του κάθε δούλου εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη θέληση του κυρίου του. Οι οικιακοί δούλοι απολάμβαναν περισσότερη ελευθερία, οι δημόσιοι δούλοι ήταν απαλλαγμένοι από αρκετούς περιορισμούς, οι «χωρίς οικούντες» δούλοι κέρδιζαν χρήματα από την εργασία τους και μερικές φορές εξαγόραζαν την ελευθερία τους. Πολλοί χρησιμοποιούνταν σε εμπιστευτικές θέσεις ή τους αναθέτονταν σημαντικά καθήκοντα, όπως οικονομικές συναλλαγές. Άλλοι χρησιμοποιούνταν στα δημόσια έργα ή σαν κωπηλάτες στα πολεμικά πλοία σε περίπτωση ανάγκης. Η χειρότερη δυνατή θέση όμως ήταν αυτή των δούλων των λατομείων και των ορυχείων.
Παρά το γεγονός ότι πολλοί έπεφταν θύματα κακοποίησης, η εν γένει συμπεριφορά των Αθηναίων απέναντί τους ήταν ήπια και περισσότερο φιλάνθρωπη απ' ότι στις άλλες πόλεις και ίσως γι' αυτό το λόγο η Αττική δεν γνώρισε ποτέ επανάσταση δούλων. Μπορούσαν να τελούν τις λατρείες του τόπου καταγωγής τους, να μετέχουν στις οικιακές λατρείες, να μυούνται στα Ελευσίνια μυστήρια, να θάβονται μετά το θάνατό τους στον τόπο ταφής της οικογένειας του κυρίου τους, να συχνάζουν σε ορισμένα ιερά και να δουλεύουν πλάι-πλάι με τους πολίτες και τους μέτοικους στα δημόσια έργα.
Η Αθηναϊκή οικονομία στηρίχτηκε κατά κανόνα στην εργασία των δούλων, η οποία ήταν εξαιρετικά φτηνή, αφού κάθε δούλος δεν στοίχιζε περισσότερο από τη συντήρησή του για ένα χρόνο. Έχει υπολογιστεί επίσης ότι στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου, κάθε δούλος απέδιδε καθαρά 1 οβολό την ημέρα. Οι «χωρίς οικούντες» δούλοι απέδιδαν στον κύριό τους από έναν ή δύο οβολούς την ημέρα. Επίσης η βιοτεχνική παραγωγή στηριζόταν, σχεδόν αποκλειστικά, στην εργασία δούλων. Οι Αθηναίοι δεν εμπιστεύονταν τους δούλους τόσο, ώστε να τους επιτρέψουν να πολεμήσουν κοντά τους. Τους χρησιμοποιούσαν μόνο ως κωπηλάτες στα πλοία. Επίσης συνόδευαν τους κυρίους τους στη μάχη. Μόνο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.χ., και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ψηφίστηκε νόμος, σύμφωνα με τον οποίο όποιος δούλος κατατασσόταν στο στρατό αποκτούσε την ελευθερία του.
Σπάρτη
Α. Περίοικοι
Η αυτάρκης, κλειστή Σπαρτιατική κοινωνία δύσκολα θα δεχόταν στους κόλπους της ξένους πολίτες, που θα μπορούσαν να ζουν ελεύθεροι δίπλα στους ομοίους. Οι περίοικοι είναι Λακεδαιμόνιοι, που ζουν στις περιοικίδες πόλεις, οι οποίες βρίσκονται γύρω από τη Σπάρτη. Πιθανολογούμε ότι η τάξη τους προέρχεται από τους κατοίκους της Λακωνίας, που νικήθηκαν και υποτάχθηκαν από τους Σπαρτιάτες. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 40.000 – 60.000 και φαίνεται ότι ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομους δήμους, η οργάνωση των οποίων στηριζόταν σε ένα ανεξάρτητο οικονομικό και κοινωνικό δίκαιο. Κύριες ασχολίες τους ήταν η καλλιέργεια της γης, η βιοτεχνία και το εμπόριο, χωρίς όμως να αναπτύξουν ποτέ την οικονομική δραστηριότητα των μετοίκων. Άλλωστε, όλες οι παραγωγικές εργασίες εκτελούνταν από αυτούς και τους είλωτες, αφού το ιδιότυπο καθεστώς της Σπάρτης δεν επέτρεπε στους ομοίους να ασκούν καμία επαγγελματική δραστηριότητα. Εξασφαλίστηκε έτσι η αναγκαία οικονομική ασφάλεια και ο απαιτούμενος χρόνος στους πολίτες της Σπάρτης, προκειμένου να ασχοληθούν αποκλειστικά με τις πολεμικές τέχνες, πράγμα που αποτέλεσε το σημαντικότερο από «τα συνεκτικά στοιχεία του σπαρτιατικού οικοδομήματος της κλασικής περιόδου».
Σε αντίθεση με τους μετοίκους, οι περίοικοι όχι μόνο δεν στερήθηκαν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας της γης που καλλιεργούσαν, αλλά και μετά τους Μεσσηνιακούς πολέμους, συμμετείχαν στη διανομή των κλήρων της γης των Μεσσηνίων. Βέβαια δεν συμμετείχαν στην κοινωνική ζωή της Σπάρτης, στα συσσίτια και στην αγωγή των νέων καθότι, παρότι Λακεδαιμόνιοι, θεωρούνταν υποτελείς και φυσικά δεν είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Απέλλας, ούτε να εκλέγονται μέλη της Γερουσίας ή Έφοροι.
Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης όμως περιελάμβανε πολλούς περιοίκους, οι οποίοι έφταναν μέχρι το βαθμό του αξιωματικού. Όσο δε η αριστοκρατική Σπαρτιατική κοινωνία ελαττωνόταν αριθμητικά, τόσο αυξανόταν ο αριθμός των περιοίκων στο στράτευμα. Φαίνεται λοιπόν ότι, για κάποιο διάστημα απομακρύνονταν από τις εργασίες τους, προκειμένου να εκπαιδευτούν και να γυμναστούν υπό τις διαταγές των Σπαρτιατών. Χωρίς την ουσιαστική αυτή στρατιωτική συμμετοχή τους, ίσως η Σπάρτη να μην αναδεικνυόταν ποτέ ως το πρότυπο της πολεμικής δύναμης της αρχαιότητας. Σημαντική προσφορά στο στρατό της Σπάρτης προσέφεραν επίσης κάποιες νέες κοινωνικές τάξεις μη πολιτών, όπως οι Υπομείονες, οι Τρέσαντες, οι Τρόφιμοι, οι Μόθακες και οι Νεοδαμώδεις, κοινωνικές κατηγορίες ανάμεσα στους περιοίκους και τους είλωτες, που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ολιγανθρωπίας, που μάστιζε την τάξη των Σπαρτιατών.
Β. Είλωτες
Παρότι ο Πολυδεύκης τοποθετεί το καθεστώς των ειλώτων μεταξύ ελευθέρων και δούλων, η ζωή για τους είλωτες στη Σπάρτη ήταν αρκετά σκληρότερη από αυτή των δούλων της Αττικής. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο αριθμός τους έφτανε περίπου τους 200.000, πράγμα που σημαίνει ότι ξεπερνούσαν τον ελεύθερο πληθυσμό σε κλίμακα τέτοια, που δεν έχει αντίστοιχό της σε άλλη πόλη.
Απόγονοι των κατοίκων της προδωρικής εποχής, είχαν κατακτηθεί από ένα μικρό σχετικά σώμα Σπαρτιατών και αποτελούσαν ένα σημαντικό πρόβλημα ασφάλειας της Σπαρτιατικής κοινωνίας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εξεγέρσεως.
Οι περισσότεροι ήταν υποταγμένοι Μεσσήνιοι και ορισμένοι ήταν κάτοικοι της Λακωνίας.
Οι είλωτες στερούνταν πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων και αποτελούσαν ιδιοκτησία της πόλης, απελευθερώνονταν μόνο μετά από απόφαση των αρχών και οι υπόλοιποι Έλληνες τους αντιμετώπιζαν ως ελεύθερους. Οι αρχές της πόλης είχαν απόλυτη δικαιοδοσία επάνω τους. Σε αντίθεση με τους δούλους της Αττικής, δεν πωλούνταν σαν εμπορεύματα, δημιουργούσαν οικογένειες και ήταν εξαιρετικά δεμένοι μεταξύ τους λόγω του ότι είχαν την ίδια εθνική ταυτότητα.
Η βιαιότητα της καταπίεσής τους είναι περιβόητη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, μια φορά το χρόνο οι Σπαρτιάτες κήρυσσαν πόλεμο στους είλωτες, «ώστε να μην βαραίνουν τη συνείδησή τους οι φόνοι ειλώτων που γίνονταν στη διάρκεια του έτους». Η περίφημη «κρυπτεία», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αποτελούσε ένα θεσμό εκπαίδευσης των νέων πολιτών, που κρύβονταν την ημέρα και έβγαιναν τη νύχτα με σκοπό να σκοτώσουν είλωτες
. Κατοικούσαν σκορπισμένοι σε εκτεταμένες περιοχές της νότιας και δυτικής Πελοποννήσου, αλλά δεν γνωρίζουμε αν έμεναν απομονωμένοι στους κλήρους των πολιτών ή ζούσαν σε κοινότητες.
Ασχολούνταν αποκλειστικά με την καλλιέργεια της γης, αποδίδοντας ένα μέρος της παραγωγής στους ομοίους, κατόχους του γεωργικού κλήρου, και ένα μέρος κρατούσαν για τις ανάγκες της οικογένειάς τους, γεγονός που τους προσέφερε μερικές φορές τη δυνατότητα πλουτισμού. Κατά τον Ξενοφώντα, οι Σπαρτιάτες κρατούσαν τους δούλους μακριά από τα όπλα τους, υπάρχουν όμως μαρτυρίες ότι η Σπάρτη διέθετε πολεμικό σώμα που αποτελούνταν μόνο από αυτούς.
Είναι γεγονός ότι αρχικά οι είλωτες στρατεύονταν μόνο ως «ψιλοί», κωπηλάτες ή συνοδοί των πολιτών-οπλιτών. Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο κύριος όγκος του στρατεύματος, που αναλάμβανε τις μακρινές επιχειρήσεις, αποτελούνταν από είλωτες, που προσέφεραν με αυτόν τον τρόπο σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλήρως εκπαιδευμένοι και ποτέ δεν θίχτηκε η αφοσίωσή τους στην πόλη
. Η στρατολόγησή τους, βοήθησε ουσιαστικά τη Σπάρτη και στον ατυχή πόλεμο με τη Θήβα. Ενδεικτική, της βοήθειας αυτής, είναι η απόφαση της πολιτείας να προχωρήσει στην απελευθέρωσή τους, πριν ακόμη τους στείλει στη μάχη.
ΠΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ;
Καλωσήρθατε στην ιστοσελίδα για την Ιστορία του Μουσικού Σχολείου Αλίμου. Ας συνδεθούμε με τη διδασκαλία της Ιστορίας στην Α' Λυκείου, ώστε να προχωρήσουμε στη διδακτέα ύλη: κάποια ερωτήματα είναι λογικό να τεθούν. Για παράδειγμα, το ερώτημα: Πώς συνδέεται η χρονολόγηση των αρχαίων Ελλήνων με την ανάμνηση της πρώτης Ολυμπιάδας; Στην Αρχαία Αθήνα, αρχικά, χρονολογούσαν με ενιαίο τρόπο τα ιστορικά γεγονότα βάσει του Καταλόγου των Επωνύμων Αρχόντων. Έτσι, για παράδειγμα, αναφέρεται, ότι ο Πεισίστρατος έγινε Τύραννος των Αθηνών επί Άρχοντος Κωμέου. Τούτη η αναφορά, με τη βοήθεια και άλλων πληροφοριών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό το σημαντικό ιστορικό γεγονός έλαβε χώρα στην Αθήνα το έτος 560 π.Χ., κατά την χριστιανική χρονολόγηση. Στην Αρχαία Σπάρτη χρονολογούσαν με βάσει τον κατάλογο του πρώτου Εφόρου. Οι Ρωμαίοι χρονολογούσαν από το έτος κτίσεως της Ρώμης (έτος 753 π.Χ.).Γίνεται, λοιπόν, φανερό, ότι ο διαφορετικός τρόπος χρονολόγησης των ιστορικών γεγονότων στα διάφορα μέρη της Αρχαίας Ελλάδος δημιουργούσε και προβλήματα συνεννόησης μεταξύ των ανθρώπων. Αργότερα, ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, το οποίο απεδέχθησαν όλοι οι Έλληνες στην Αρχαία Ελλάδα ως χρονικό σημείο αναφοράς για την χρονολόγηση των ιστορικών γεγονότων, ήταν η πρώτη γραπτή χρονική αναφορά για την πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία με την ευθύνη του Κράτους της Ήλιδος. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που τελούνταν στην Ολυμπία προς τιμήν τού Θεού Διός, πατέρα των Θεών, άρχισαν, σύμφωνα με την Ελληνική Ιστορία, πολύ πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ., και ιδρυτής τους στην ιστορία αναφέρεται ο Ημίθεος Ηρακλής. Η πρώτη όμως γραπτή καταχώρηση των Ολυμπιακών Αγώνων έγινε για τους Αγώνες του έτους 776 π.Χ. Η καταγραφή έγινε τον 5ο αιώνα π.Χ., από τον Σοφιστή, Ιππία τον Ηλείο, ο οποίος πρώτος συνέταξε κατάλογο των νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκεί καταγράφεται ως πρώτος Ολυμπιονίκης ο Ηλείος δρομέας Κόροιβος. Οι Αγώνες τότε περιελάμβαναν ένα μόνον Αγώνισμα: το δρόμο ενός σταδίου που ήταν 192,28 μέτρα. Ο νικητής στο αγώνισμα αυτό έδινε και το όνομά του στους συγκεκριμένους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αργότερα, μετά από 52 χρόνια, προστέθηκαν και άλλα αγωνίσματα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, πραγματοποιούνταν κάθε 4 έτη. Οι Αγώνες τελούνταν το Καλοκαίρι προς το Φθινόπωρο (Αύγουστος–Σεπτέμβριος). Όταν έφθανε η εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων οι Ηλείοι κήρυσσαν την Ιερή Εκεχειρία, που ήταν η παύση των πολέμων και των εχθροπραξιών, στέλνοντας πρέσβεις με αυτό το μήνυμα σε όλες τις Πόλεις-Κράτη της Ελλάδας (Παυσανίας 5.20.1). Έτσι, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν αποκτήσει πλέον πανελλήνια απήχηση και αίγλη. Ως πανελλήνιο σημαντικό και περιοδικό, ανά τέσσαρα έτη ιστορικό γεγονός, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη χρονολόγηση Η τετραετία από τους Αγώνες τού 776 μέχρι την παραμονή της πραγματοποιήσεως των επομένων (δεύτερων στην σειρά) Ολυμπιακών Αγώνων ονομάσθηκε 1η Ολυμπιάς. Η 2η Ολυμπιάς αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από τους δεύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες του έτους 772 π.Χ. μέχρι την πραγματοποίηση των τρίτων στην σειρά Ολυμπιακών Αγώνων του 768 π.Χ κ.ο.κ. Έτσι, αριθμούσαν όλες τις Ολυμπιάδες: 1η Ολυμπιάς, 2η, 3η, 4η, 5η Ολυμπιάς και ούτω καθεξής. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 776 π.Χ. απoτέλεσαν την χρονική αφετηρία βάσει της οποίας οι Ηλείοι και αργότερα όλοι οι Έλληνες χρονολογούσαν τα ιστορικά γεγονότα. Για τον προσδιορισμό μάλιστα των ενδιαμέσων ετών μεταξύ δύο Ολυμπιάδων, χρησιμοποιείται η έκφραση, όπως: «Το 2ο έτος της πρώτης Ολυμπιάδας», που σημαίνει το έτος 775 π.Χ., καθ’ ότι το πρώτο έτος της πρώτης Ολυμπιάδας είναι το έτος πραγματοποίησης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 776 π.Χ. Επίσης: το 2ο έτος της 2ης Ολυμπιάδας σημαίνει: έχει περάσει μία πλήρης Ολυμπιάδα (η 1η=4 έτη) και δύο ακόμη έτη από τους 2ους Ολυμπιακούς Αγώνες, άρα 6 έτη από την έναρξη της 1ης Ολυμπιάδας. Οι δεύτεροι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το 772 π.Χ. (776-4=772). Πρώτο έτος της 2ης Ολυμπιάδας είναι το 772 π.Χ., άρα το 2ο έτος της 2ης Ολυμπιάδας είναι το 771 π.Χ. (772-1=771). Πολλά σημαντικά ιστορικά γεγονότα στην Αρχαία Ελλάδα μας παραδίδονται με χρονολόγηση, με βάση την αρίθμηση των Ολυμπιάδων. Έτσι, Αρχαίοι Έλληνες Ιστορικοί, όπως ο Ερατοσθένης, ο Απολλόδωρος, ο Διόδωρος και άλλοι, στηριζόμενοι στη χρονολόγηση των Ολυμπιάδων, μας παρέδωσαν πραγματικές και αξιόπιστες χρονολογικές μελέτες ιστορικών γεγονότων της Αρχαίας Ελλάδας. Εάν σήμερα συνεχίζαμε να χρονολογούμε με Ολυμπιάδες, με 1η την Ολυμπιάδα του Κοροίβου το 776 π.Χ., το έτος που διανύουμε το 2015 μ.Χ. κατά την χριστιανική χρονολόγηση θα το αριθμούσαμε ως το 1ο έτος της 698ης Ολυμπιάδος (Ολυμπιάς 698,1), ή 2.791 μ.Ο. (μετά την πρώτη Ολυμπιάδα) Βέβαια, οι Ολυμπιακοί Αγώνες στον Ιερό τόπο της Ολυμπίας διήρκεσαν, όπως γνωρίζουμε, επί 1.169 συνεχή έτη από το 776 π.Χ. μέχρι το 393 μ.Χ., σύνολο, δηλαδή, 293 Ολυμπιάδες. Τους κατήργησε το 393 μ.Χ. «με φωτιά και τσεκούρι» ο Θεοδόσιος Α΄, Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο επονομασθείς «Μέγας», ένα έτος ακριβώς πριν πεθάνει, δρομολογώντας την επικράτηση των ηθών της νέας χριστιανικής θρησκείας με απίστευτες καταστροφές στην Ελλάδα και με παράλληλη καταδίωξη χιλιάδων Ελλήνων που πίστευαν στην αρχαία Ελληνική θρησκεία και καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και πολλών έργων τέχνης της ελληνικής αρχαιότητας. Χρόνια μετά την κατάκτηση της Ελλάδος από τους Ρωμαίους, επιβλήθηκε στην Ελλάδα η χρονολόγηση «από κτίσεως Ρώμης» (753 π.Χ.), η οποία συνυπήρχε με τη χρονολόγηση με Ολυμπιάδες (776 π.Χ.) και με τη χρονολόγηση «από Διοκλητιανού»(284 μ.Χ.). Η χρονολόγηση από τη γέννηση του Χριστού) επεβλήθη τον 6ο αιώνα μ.Χ. Το ημερολόγιο που χρησιμοποιείται σήμερα ονομάζεται Γρηγοριανό, από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ’, που έδωσε το όνομά του. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο επιβλήθηκε στην Ελλάδα το 1923, ένα χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του Ελληνισμού στην Ιωνία το 1922. Πώς έγινε η αρχή της έναρξης των ημερών της εβδομάδας; Κάποιοι Έλληνες που γνώρισαν το αιγυπτιακό ημερολόγιο αποφάσισαν πως η πρώτη ημέρα ήταν αφιερωμένη στον Ήλιο (Κυριακή), η δεύτερη στην Σελήνη (Δευτέρα), η τρίτη στον Άρη (Τρίτη), η τέταρτη στον Ερμή (Τετάρτη), η Πέμπτη στον Δία (Πέμπτη), η έκτη στην Αφροδίτη (Παρασκευή) και η έβδομη στον Κρόνο (Σάββατο). Από τους Έλληνες οι ονομασίες των ημερών πέρασαν στους Ρωμαίους, χωρίς μεταβολές, αλλά μεταφρασμένες στην λατινική γλώσσα. Αργότερα τις συναντούμε και σε άλλες διαλέκτους. Για παράδειγμα, η Δευτέρα ονομάζεται στα ιταλικά Lunedi από το Dies Lunae (ημέρα της Σελήνης), ενώ στα αγγλικά λέγεται Monday από την Μόνα, αρχαία ονομασία της Σελήνης. Η Τρίτη ονομάζεται Martedi από Dies Martis (ημέρα του Άρη), ενώ στα αγγλικά λέγεται Tuesday προς τιμή του θεού του νόμου Tiw. Η Τετάρτη ονομάζεται Mercoledi από το Dies Mercury (ημέρα του Ερμή), ενώ στα αγγλικά λέγεται Wednesday από τον αντίστοιχο θεό των Τευτόνων, τον Βόταν ή Οντίν. Η Πέμπτη ονομάζεται Giovedi από το Dies Jovis (ημέρα του Δία), ενώ στα αγγλικά λέγεται Thursday από τον σκανδιναβό θεό Θορ. Η Παρασκευή ονομάζεται Venerdi από το Dies Veneris (ημέρα της Αφροδίτης), ενώ στα αγγλικά λέγεται Friday και στα γερμανικά Freitag από την θεά του έpωτα Φρυγία, ταυτόσημη της Αφροδίτης. Οι Άγγλοι ονομάζουν το Σάββατο Saturday από το Saturn day (ημέρα του Κρόνου), και λένε την Κυριακή Sunday από το Sun day (ημέρα του Ηλίου). ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ Δευτέρα ……………………………ΗΜΕΡΑ ΣΕΛΗΝΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ Τρίτη ……………………………….ΗΜΕΡΑ ΑΡΕΩΣ Τετάρτη …………………………….ΗΜΕΡΑ ΕΡΜΟΥ Πέμπτη …………………………….ΗΜΕΡΑ ΔΙΟΣ Παρασκευή ………………………..ΗΜΕΡΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ Σάββατο ……………………………ΗΜΕΡΑ ΚΡΟΝΟΥ Κυριακή ……………………………ΗΜΕΡΑ ΗΛΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ
Στις μέρες μας, το Γρηγοριανό ημερολόγιο έχει επικρατήσει σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται για ένα ηλιακό ημερολόγιο, που ορίζει ότι ένα έτος διαρκεί όσο μια πλήρης περιστροφή της Γης γύρω από τον ήλιο. Κάθε έτος του Γρηγοριανού ημερολογίου χωρίζεται σε 12 μήνες και διαρκεί συνολικά 365 ημέρες ή 366 ημέρες όταν το έτος είναι δίσεκτο. Ο υπολογισμός των δίσεκτων ετών είναι αυστηρά καθορισμένος, με την επιπλέον ημέρα σε κάθε δίσεκτο έτος να προστίθεται ως τελευταία τον 2ο μήνα του έτους - το Φεβρουάριο. Τα θρησκευτικά ημερολόγια των αρχαίων Ελλήνων βασίζονταν στους κύκλους των φάσεων της σελήνης για να καθορίσουν τους μήνες και στο χειμερινό ηλιοστάσιο για να καθορίσουν την έναρξη του νέου έτους. Ένα σεληνιακό έτος αντιστοιχεί σε 12 σεληνιακούς μήνες των 29 ή 30 ημερών ο καθένας και διαρκεί περίπου 354 ημέρες, ενώ το χειμερινό ηλιοστάσιο απέχει από το επόμενο περίπου 365 ημέρες (όσο δηλαδή ένα ηλιακό έτος). Σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα αξιοσημείωτα είναι και τα εξής: Η ημέρα για τους αρχαίους Έλληνες δεν ξεκινούσε τα μεσάνυχτα, αλλά με την δύση του ηλίου. Για τα αρχαία ελληνικά θρησκευτικά ημερολόγια ο μήνας ξεκινούσε με τη νέα σελήνη. Ο χωρισμός ενός έτους του Γρηγοριανού ημερολογίου σε 12 μήνες είναι μια παράδοση που πηγάζει από τα αρχαία σεληνιακά ημερολόγια. Όμως, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σήμερα, οι μήνες των αρχαίων ημερολογίων δεν είχαν σταθερό πλήθος ημερών (όπως πχ ο Σεπτέμβριος έχει σταθερά 30 ημέρες), αλλά η διάρκεια του κάθε μήνα κηρυσσόταν λίγο πριν το τέλος του, σε μια προσπάθεια να συμπέσει η έναρξη του επόμενου μήνα με τη νέα σελήνη. Η δυνατότητα που δινόταν στους αξιωματούχους του εκάστοτε κράτους να χειραγωγούν το ημερολόγιο, οδήγησε σε αδιανόητα, για τα σημερινά δεδομένα, συμβάντα. Αναφέρονται περιπτώσεις όπου κάποιος μήνας επιμηκυνόταν, με επανάληψη κάποιων από τις τελευταίες ημέρες του, με σκοπό την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Αυτό φυσικά προκαλούσε τον αποσυγχρονισμό του ημερολογίου με τις φάσεις της σελήνης. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν απαριθμούσαν τα έτη όπως γίνεται στο σύγχρονο ημερολόγιο. Για τα θρησκευτικά ζητήματα δεν υπήρχε λόγος να κρατήσουν ακριβείς καταγραφές. Για τα κρατικά ζητήματα οι ετήσιες καταγραφές γίνονταν με τη χρήση του ονόματος του «επωvύμου» αξιωματούχου του κράτους. Ο Τίμαιος ο Ταυρομενίτης, στα τέλη περίπου του 4ου αιώνα πΧ, καθιέρωσε το πανελλήνιο σύστημα χρονολόγησης με βάση τις Ολυμπιάδες, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην ιστοριογραφία, αλλά δεν φαίνεται να άλλαξε κάτι σε τοπικό επίπεδο. Το νέον έτος για τους αρχαίους Αθηναίους αρχίζει την 1η Εκατομβαιώνος, ημερομηνία που συμπίπτει με το θερινό ηλιοστάσιο. Κάθε μήνας είχε είτε 30 ημέρες (πλήρης μήνας) είτε 29 ή 28 ημέρες (κοίλος μήνας) και χωριζόταν σε τρία δεκαήμερα. Οι δώδεκα μήνες, καθώς και ο θεός στον οποίο είναι αφιερωμένοι, ήταν οι εξής:
Εκατομβαιών (29 ημέρες) 16 Ιουλίου - 14 Αυγούστου Απόλλων
Μεταγειτνιών (29 ημέρες) 15 Αυγούστου - 12 Σεπτεμβρίου Απόλλων
Βοηδρομιών (30 ημέρες) 13 Σεπτεμβρίου - 12 Οκτωβρίου Απόλλων
Πυανεψιών (28 ημέρες) 13 Οκτωβρίου - 11 Νοεμβρίου Απόλλων
Μαιμακτηριών (29 ημέρες) 12 Νοεμβρίου - 10 Δεκεμβρίου Δίας
Ποσειδεών (29 ημέρες) 11 Δεκεμβρίου - 09 Ιανουαρίου Ποσειδών
Γαμηλιών (28 ημέρες) 21 Ιανουαρίου - 18 Φεβρουαρίου Δίας και Ήρα
Ανθεστηριών (30 ημέρες) 19 Φεβρουαρίου - 19 Μαρτίου Διόνυσος
Ελαφηβολιών (29 ημέρες) 20 Μαρτίου - 18 Απριλίου Άρτεμις
Μουνιχιών (29 ημέρες) 19 Απριλίου - 17 Μαΐου Άρτεμις
Θαργηλιών (29 ημέρες) 18 Μαΐου - 16 Ιουνίου Άρτεμις και Απόλλων
Σκιροφοριών (30 ημέρες) 17 Ιουνίου - 15 Ιουλίου Αθηνά
Ο μήνας των αρχαίων Ελλήνων αρχίζει κατά την εκάστοτε εμφάνιση της σελήνης στον ουρανό, που αποκαλείται Νέα Σελήνη. Π.Χ ο μήνας Γαμηλιών αρχίζει την 21η Ιανουαρίου και λήγει την 19η Φεβρουαρίου. Ο Ανθεστηριών αρχίζει την 20η Φεβρουαρίου και τελειώνει την 19η Μαρτίου, κοκ.
Κάθε µέρα και κάθε µήνας είναι αφιερωµένα σε έναν ή περισσότερους θεούς.Η Νεοµηνία είναι αφιερωµένη στην Εκάτη, η 3η και η 13η στην Αθηνά, η 4η στον∆ιόνυσο και στην Αφροδίτη, η 6η στην Άρτεµι, η 7η στον Απόλλωνα, η 23η στονΕρµή και οι τρεις τελευταίες µέρες στους χθόνιους θεούς. ΓΑΜΗΛΙΩΝ (27 ∆εκ - 25 Ιαν, 30 µέρες)Γαµηλιών 27 (22 Ιαν). Γαµήλια . Εορτή προς τιµή του Τελείου ∆ία και της τελείας Ήρας καθώς και θυσίεςστον Ποσειδώνα και στην ∆ήµητρα Κουρότροφο. ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝ (26 Ιαν - 23 Φεβρ, 29 µέρες) Ανθεστηριών 5 (30 Ιαν) Σωτήρια . Εορτή προς τιµή του Σωτήρος ∆ιός Ανθεστηριών 11 (5Φεβρ) Ανθεστήρια . Τριήµερη εορτή προς τιµή του ∆ιονύσου και του χθονίου Ερµή.Η πρώτη µέρα καλείται Πυθιγοία ή Αγαθοδαίµων. Ανοίγονται τα δοχεία πουπεριέχουν το νέο κρασί και δοκιµάζεται η γεύση του. Στα παιδιά που γεννήθηκαν τηνπροηγούµενη χρονιά φορούν στέφανα λουλουδιών. Αυτό συµβολίζει την επιστροφήµιας ψυχής στην ζωή µέσω ενός παιδιού. Η δεύτερη ονοµάζεται Χοές και γίνεται οινοποσία, παιχνίδια, ανταλλαγή ψωµιών και αναπαράσταση του γάµου του∆ιονύσου και της συζύγου του βασιλιά των Αυτήν την µέρα επίσης στο ναό του∆ιονύσου γίνονται µυστήρια στα οποία συµµετέχουν µόνο γυναίκες. Οι µετέχοντεςαρχικά εξαγνίζονται µε αέρα, νερό και φωτιά και φορούν δέρµατα από πάνθηρα ήελάφι. Αυτά αρχίζουν µε την θυσία ενός χοίρου και συµβαίνουν την νύχτα. Ητελευταία µέρα καλείται Χυτροί επειδή χύτρες µε λουλούδια και µαγειρεµέναλαχανικά προσφέρονται στους νεκρούς. Επίσης όλες οι λειψανοθήκες σφραγίζονται µε κόκκινα σχοινιά και οι νεκροί καλούνται από τον Ερµή να επιστρέψουν. Ανθεστηριών 23 (17Φεβρ) ∆ιάσια . Εορτή προς τιµή του Μειλίκειου ∆ιός που γίνεται στην ύπαιθρο για τοκαλωσόρισµα της άνοιξης µε παιχνίδια και τιµές προς την χθόνια όψη του ∆ία (τοιερό του φρούτο είναι το σύκο). Γίνονται βραδινές ιεροτελεστίες µε προσφορέςψωµιών καλυµµένων µε δέρµατα αγελάδας, θυσίες, χορούς και ύµνους. Ανθεστηριών 29 (23Φεβρ) ∆ήλια Εορτές στον βωµό των ∆ηλίων στο Μαραθώνα από όπου σύµφωνα µε τηνπαράδοση ξεκίνησαν οι αθηναίοι το ταξίδι τους προς την ∆ήλο. ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝ (24 Φεβρ - 25 Μαρτ, 30 µέρες) Ελαφηβολιών 6 ( 1 Μαρτ)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Για ένα μάθημα συγκριτικής λογοτεχνίας και πρόσφατης ιστορικής μνήμης, του Νίκου Ξένιου
Ευριπίδης Γαραντούδης, Ομιλία στο Επιμορφωτικό Συνέδριο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης «Η Νέα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στ...

-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....