Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

ΣΟΛΩΝΑΣ, ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ

Με την επικράτηση των Δωριέων η ζωή στην Ελλάδα ξαναγυρίζει στην απλότητα μιας παλαιότερης εποχή, ενώ παράλληλα δημιουργούνται ποικίλοι πολιτισμοί τοπικού χαρακτήρα. Επικεφαλής κάθε αυτόνομης ομάδας ήταν ο αρχηγός, ο «αρχηγέτης» ή «ταγός» ή «βασιλεύς» των ιστορικών χρόνων, η εξουσία του οποίου πήγαζε από τη συνέλευση των πολεμιστών, από την οποία και εκλεγόταν. Η γη ανήκε σε ολόκληρη την αυτόνομη ομάδα η οποία παραχωρούσε ένα κομμάτι στον ηγεμόνα, που εξασφάλιζε σ’ αυτόν και στην οικογένειά του ένα επίπεδο διαβίωσης υψηλότερο από εκείνο των υπηκόων του. Παράλληλα, ο ηγεμόνας είχε σημαντικά εισοδήματα από μεγάλα κοπάδια που συντηρούσε, ενώ με διάφορες ευκαιρίες λάμβανε δώρα που αποτελούσαν άτυπη μορφή φόρου. Από την πολεμική λεία διάλεγε αιχμαλώτους και λάφυρα, πριν αυτά διανεμηθούν με κλήρο στους υπολοίπους, ενώ έπαιρνε μέρος και στην κλήρωση. Τα εισοδήματα του ηγεμόνα ήταν υπεραρκετά για την οικογένεια και την υποτυπώδη αυλή του . Ο τρόπος ζωής των ηγεμόνων ήταν απλός και λιτός. Οι ίδιοι ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες, ήταν προσιτοί στο λαό και διακυβέρνησή τους, αντίθετα με τον Μυκηναίο «άνακτα», ήταν άμεση.Ο ηγεμόνας ήταν ανώτερος από την συνέλευση των πολεμιστών, την οποία συγκαλούσε όποτε ήθελε, για να ανακοινώσει τις αποφάσεις του. Ο λαός εξέφραζε τη γνώμη του δια βοής. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούσε η γνώμη του λαού, όταν υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των ευγενών.
Πέρα απ’ αυτό η εξουσία του ηγεμόνα περιοριζόταν από τους άγραφους νόμους της ομάδας, τους οποίους ήταν αδιανόητο να παραβεί….περιοριζόταν επίσης από το συμβούλιο των γερόντων, τη Βουλή/Γερουσία. Το να γίνει κάποιος σύμβουλος ήταν συνυφασμένο με την ηλικία, την καταγωγή, τις πολεμικές επιδόσεις. Οι σύμβουλοι βοηθούσαν και περιόριζαν ατομικά ή συλλογικά τον ηγεμόνα στα καθήκοντά του, στρατιωτικά, δικαστικά, θρησκευτικά. Αν και δεν είχαν νόμιμα μέσα για να πιέζουν τον ηγεμόνα, η συλλογική τους θέληση γενικά επικρατούσε (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, σελ. 70). Άλλωστε, με μια μικρή απόκλιση στην πολιτική ισορροπία, η μοναρχία μπορούσε να μετατραπεί σε αριστοκρατική ολιγαρχία. Ο αρχηγός καταλάμβανε και διατηρούσε τη θέση του διότι διέθετε μεγαλύτερες ικανότητες από τους υποτελείς του. Από την αξία του ηγεμόνα εξαρτιόταν και η δύναμη του κράτους. Συγκέντρωνε σωματική αλκή, ανδρεία και όλα τα προσόντα ενός μεγάλου πολεμιστή, αλλά και ηγετικές ικανότητες, ορθοκρισία, ευγλωττία, εμπειρία και την εύνοια των θεών. Τελούσε τις δημόσιες θυσίες και είχε την ευθύνη της αποτροπής της οργής των θεών και της εξασφάλισης της εύνοιας και της ευεργεσίας για το λαό. Τις επιδημίες, σιτοδείες ή άλλες καταστροφές ο λαός τις απέδιδε στον ηγεμόνα, που είχε χάσει τη μαγική δύναμη να τις αποτρέπει ή με κάποια πράξη του είχε προκαλέσει την οργή των θεών. Τότε η συνέλευση των πολεμιστών, ως κυρίαρχο σώμα, έθετε τέρμα στην εξουσία, αλλά και στη ζωή του ηγεμόνα. Οι κλήροι μοιράστηκαν στις οικογένειες, ενώ οποιοσδήποτε μπορούσε να οικειοποιηθεί αδέσμευτη γη που ξεχέρσωνε και καλλιεργούσε. Παρόλα αυτά δεν έλειπαν και οι ακτήμονες, οι θήτες, ξένοι ή ντόπιοι. Χαρακτηριστικό των κοινωνιών αυτών ήταν ότι κάθε οικογένεια επιδίωκε την αυτάρκειά της. Όλοι μετείχαν στην παραγωγή… Η βιοτεχνία ήταν περιορισμένη σε έκταση και είχε καθαρά οικογενειακή βάση, με εξαίρεση την κεραμεική και τη μεταλλουργία. Διακρίνονται δύο βασικές τάξεις: οι ευγενείς, οι «άριστοι», και ο λαός, η «πληθύς», οι «πολλοί», ο «δήμος», ενώ εκτός του πολιτικού σώματος ήταν οι δουλοπάροικοι, ντόπιοι ή ξένοι, και οι δούλοι. Οι ευγενείς ήταν κυρίως πολεμιστές. Ο λαός υστερούσε σε σωματική αλκή και σε οπλισμό και μαχόταν ως μάζα χωρίς τεχνική. Μόνο οι ευγενείς καταλάμβαναν αξιώματα, αναδεικνύονταν αρχηγοί των φρατριών και μετείχαν στο συμβουλευτικό σώμα του ηγεμόνα. Τα όρια που χώριζαν τις δύο τάξεις ήταν αδιαπέραστα. Η άνοδος μη ευγενούς στην τάξη των αρίστων ήταν αδύνατη. Αντίθετα, ο υποβιβασμός σε ταπεινότερη τάξη ήταν συνήθης.
Όσοι απέκτησαν χρήματα με το εμπόριο και τη βιοτεχνία επιδίωκαν να βρεθούν εντός της πολιτείας· οι άλλοι ζητούσαν «χρεών αποκοπή» και «γης αναδασμόν». Λύση στην κρίση πρόσφερε η σύνταξη νέων νόμων, έργο που αναλάμβαναν οι νομοθέτες ή διαλλάκτες οι αποφάσεις των οποίων είχαν υποχρεωτική ισχύ. Όταν η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα οξυμμένη το έργο αυτό το αναλάμβανε ο «αισυμνήτης», στον οποίο παρέχονταν δικαιώματα ανώτατου άρχοντα με απεριόριστες εξουσίες. Όταν κριτήριο για την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων έγινε το «τίμημα», δηλ. η αποτίμηση του πλούτου, το πολίτευμα μεταβλήθηκε σε «τιμοκρατία». Οι άρχοντες εκλέγονταν μάλλον από τη συνέλευση του λαού, ενώ η εξουσία των βουλευτικών σωμάτων περιορίστηκε με την εισαγωγή ενός νέου θεσμού, των «προβούλων», αρχόντων με αρμοδιότητες στη νομοθετική διαδικασία. Η ουσιαστική όμως διαφορά τους ήταν ότι διευρύνθηκε ο αριθμός των πολιτών και ότι το «τίμημα» ήταν επίκτητο και εξελίξιμο, σε αντίθεση με την ευγένεια που ήταν κληρονομική. Η κατοχή των ανώτερων αξιωμάτων ήταν προνόμιο ολίγων. Σταθμός προς τη δημοκρατική πορεία των πόλεων ήταν η συγκρότηση μιας δεύτερης Βουλής κοντά στην παραδοσιακή βουλή (Γερουσία) με περισσότερα αιρετά μέλη ετήσιας αρχής, που δεν ανήκαν στα ευγενή γένη. Στην Αθήνα, μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη στη Βουλή αυτή μπορούσαν να εκλεγούν οι πάντες. Μετά την κατάλυση της βασιλείας η εξουσία περιήλθε σε δεκαετείς κληρονομικούς άρχοντες, καθεστώς που έληξε το 683-682, οπότε η αρχή έγινε ενιαύσια. Σύγχρονη είναι και η καθιέρωση του θεσμού των τριών ανώτατων αρχόντων, επωνύμου, βασιλέως, πολεμάρχου. Ο «επώνυμος άρχων» ήταν ο ανώτατος άρχοντας του κράτους. Έδρευε στο Πρυτανείο, συγκαλούσε τη Βουλή και την Εκκλησία και διηύθυνε τις συνεδριάσεις τους. Ο «άρχων βασιλεύς» είχε κυρίως θρησκευτική δικαιοδοσία, τελούσε τις πατροπαράδοτες θυσίες, είχε την επιμέλεια των μυστηρίων, δίκαζε υποθέσεις ασέβειας, φόνου, τραυματισμού και εμπρησμού και επέλυε θρησκευτικές διαφορές. Ο «πολέμαρχος» ασκούσε την ανώτατη στρατιωτική εξουσία, δίκαζε υποθέσεις μετοίκων και μεριμνούσε για την απόδοση τιμών στους πεσόντες. Από τα μέσα του 7ου αι. στους άρχοντες προστίθενται οι έξι «θεσμοθέτες» με αποστολή τη διαφύλαξη των θεσμίων, τη μελέτη και εισήγηση νέων νόμων και την εκδίκαση πολλών υποθέσεων.
Την περίοδο της αριστοκρατικής διακυβέρνησης τον πυρήνα της κρατικής μηχανής αποτελούσε η «εξ Αρείου Πάγου Βουλή», η οποία μεταξύ άλλων έλεγχε τους άρχοντες. Αυτή η βουλή και οι άρχοντες συγκαλούσαν την Εκκλησία του Δήμου προκειμένου να κατοχυρώσουν σημαντικές αποφάσεις τους. Τα αξιώματα του άρχοντα και του βουλευτή ήταν προσιτά μόνο στους ευγενείς, ενώ στην Εκκλησία μετείχαν μόνο οι ιδιοκτήτες γης. Υπήρχαν τέσσερις κοινωνικές τάξεις, οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι τριακοσιομέδιμνοι ή ιππείς, με εισόδημα αρκετό για τη συντήρηση ίππου, οι διακοσιομέδιμνοι ή ζευγίτες, γεωργοί με δυνατότητα στράτευσης ως οπλίτες, και οι θήτες.
Η κοινωνική ανισότητα, η ένδεια των πολλών και η συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μη ευγενών προκάλεσαν έντονες δυσαρέσκειες εναντίον των αριστοκρατών. Την κατάσταση αυτή επιχείρησε να εκμεταλλευτεί ο Κύλων, ο οποίος το 632 με μερικούς οπαδούς του…προσπάθησε να εγκαθιδρύσει τυραννίδα….Η ρήξη ανάμεσα στους ευγενείς και τους πολλούς άρχισε μετά τα Κυλώνεια. Ο λαός απαιτούσε διεύρυνση του σώματος των ενεργών πολιτών και κωδικοποίηση των άγραφων νόμων. Το 621 οι Αθηναίοι παραχώρησαν υπερεξουσίες στον Δράκοντα προκειμένου να θεσπίσει νόμους. Πιθανότατα τότε παραχωρήθηκαν πολικά δικαιώματα στους ζευγίτες…Παρά τα «δρακόντεια» όμως μέτρα η πολιτική και η κοινωνική κρίση οξύνθηκαν.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ: ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΕΞΗΣ: Η πόλη-κράτος αποτελούσε το βασικό θεσμό πολιτικής οργάνωσης κατά την αρχαιότητα. Μέσα απ' αυτό το θεσμό λειτούργησαν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί και ασκήθηκε η εξουσία, από τις εκάστοτε ισχυρές κοινωνικές τάξεις. Είναι ευνόητο ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι πολιτειακές μεταβολές είχαν διαφορετική εξέλιξη σε κάθε πόλη-κράτος.Την πορεία μεταβολής των πολιτευμάτων παρουσιάζει το ακόλουθο θεωρητικό σχήμα: βασιλεία → αριστοκρατία→ολιγαρχία→τυραννίδα →δημοκρατία
Ο ιστορικός βίος του θεσμού της πόλης-κράτους ξεκίνησε με την επικράτηση των ευγενών και την εγκαθίδρυση αριστοκρατικών πολιτευμάτων. Στα αριστοκρατικά καθεστώτα η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των αρίστων, εκείνων δηλαδή που αντλούσαν τη δύναμη από την καταγωγή τους και την κατοχή γης. Οι οικονομικές εξελίξεις που προκάλεσε ο αποικισμός με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας έφεραν στην επιφάνεια νέες κοινωνικές ομάδες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους, τους ναυτικούς και τους τεχνίτες. Οι νέες κοινωνικές ομάδες όξυναν τον κοινωνικό ανταγωνισμό και διεκδίκησαν μέσα από συγκρούσεις μερίδιο στην εξουσία. Στην κρίση της αριστοκρατικής δομής της κοινωνίας συνέβαλε και ένας άλλος παράγοντας,η οπλιτική φάλαγγα.
Η οπλιτική φάλαγγα ήταν ένα καινούργιο στρατιωτικό σώμα, στο οποίο ανήκαν όσοι από τους πολίτες απέκτησαν την ιδιότητα του πολεμιστή και είχαν την οικονομική ευχέρεια να εξοπλίζονται με δικά τους έξοδα. Η φάλαγγα των οπλιτών οδήγησε στην ανάπτυξη της ιδέας της ισότητας ακόμη και ως προς την άσκηση της εξουσίας. Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οι διαφορές οξύνθηκαν και οι αγώνες μεταξύ των ευγενών από τη μία πλευρά και των πλουσίων και του πλήθους από την άλλη έγιναν ιδιαίτερα σκληροί.
Η κατάσταση εν μέρει αντιμετωπίστηκε σε πολλές πόλεις με την κωδικοποίηση του άγραφου, εθιμικού δικαίου. Η καταγραφή των νόμων ανατέθηκε σε πρόσωπα κοινής αποδοχής, προερχόμενα κυρίως από την τάξη των ευγενών. Πρόκειται για τους γνωστούς νομοθέτες ή αισυμνήτες, όπως ο Ζάλευκος και ο Χαρώνδας στις αποικίες της Δύσης, ο Πιττακός στη Μυτιλήνη, ο Λυκούργος στη Σπάρτη, ο Δράκων και ο Σόλων στην Αθήνα. Με την καταγραφή των νόμων στις περισσότερες πόλεις διευρύνθηκε η πολιτική βάση, εφόσον η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πολιτείας έγινε ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των πολιτών, όπως συνέβη στην Αθήνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα. Το πολίτευμα κατ' αυτόν τον τρόπο μεταβλήθηκε σε ολιγαρχικό ή, όπως ονομάστηκε διαφορετικά, τιμοκρατικό (ή έκ τιμημάτων πολιτεία), επειδή κριτήριο της διάκρισης των πολιτών ήταν τα «τιμήματα», δηλαδή το εισόδημα.
Ο Σόλων(περ. 639 - 559 π.Χ.) ήταν σημαντικός Αθηναίος νομοθέτης, φιλόσοφος, ποιητής και ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Ο Σόλωνας χώρισε τους κατοίκους σε 4 τάξεις με βάση όχι την καταγωγή όπως ίσχυε αλλά την κτηματική τους περιουσία. Στην 1η τάξη ανήκαν αυτοί που είχαν ιδιόκτητη γη και εισόδημα 500 μεδίμνων.Η 2η όσοι είχαν εισόδημα 300.Στην 3η όσους είχαν εισόδημα περισσότερο απο 200 και λιγότερο απο 300.Και στην 4η ανήκαν αυτοί που είχαν ελάχιστο ή και καθόλου. Στις πρώτες 3 τάξεις επέβαλε φορολογία αναλόγως των εσόδων τους. Αναδιοργάνωσε το στρατό στον οποίο πλέον υπηρετούσαν ως οπλίτες μόνο οι 3 πρώτες τάξεις ενω οι 2 πρώτες μπορούσαν να υπηρετούν στο ιππικό τρέφοντας οι ίδιοι το άλογο τους. Απο την 4η τάξη στρατεύονταν ως "ψιλοί" αλλά μπορούσαν να υπηρετήσουν και σαν οπλίτες μόνο όμως σε έκτακτη ανάγκη και μόνο αφού εξοπλίζονταν απο το δημόσιο ταμείο. Απο την πρώτη τάξη εκλέγονταν οι άρχοντες και απο τις τρείς πρώτες οι βουλευτές. Η βουλή δημιουργήθηκε απο τον Σόλωνα και αποτελούνταν απο 400 άτομα που εκλέγονταν για ένα χρόνο. Καθιέρωσε επίσης το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας που αποτελούσαν 6.000 άντρες. Εκει μπορούσαν να καταγγέλλουν οι πολίτες τους άρχοντες. Επέβαλε την υποχρεωτική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Ρύθμισε επίσης την οικονομία με την απαγόρευση της εξαγωγής λαδιού παρα μόνο όταν υπήρχε πλεόνασμα.
Η επικράτηση των «ολίγων» δεν έδωσε λύσεις στα προβλήματα του πλήθους. Οι αντιθέσεις διατηρήθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις υποδαυλίστηκαν από πρόσωπα που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις κοινωνικές αναταραχές για να επιβάλουν τη δική τους εξουσία. Τέτοια πρόσωπα συνήθως ήταν ευγενείς που είχαν αναδειχθεί ηγέτες των κατώτερων κοινωνικών ομάδων, με την υποστήριξη των οποίων κατόρθωναν να καταλάβουν την εξουσία. Η προσωπική εξουσία που επέβαλλαν ονομαζόταν τυραννίδα10. Η λέξη «τύραννος» ήταν μάλλον λυδικής προέλευσης. Ορισμένοι από τους τυράννους αναδείχθηκαν σε καλούς ηγέτες, που φρόντισαν για την ανάπτυξη της πόλης τους και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τυράννων ήταν ο Πολυκράτης στη Σάμο, ο Περίανδρος στην Κόρινθο, ο Θεαγένης στα Μέγαρα, ο Πεισίστρατος στην Αθήνα κ.ά. Όσο αύξανε η δύναμη της Ελλάδας αύξανε ταυτόχρονα ο πλούτος της, πολύ περισσότερο από πριν, εγκαταστάθηκαν τυραννίδες στις περισσότερες πολιτείες (ενώ πριν υπήρχαν κληρονομικές βασιλείες με καθορισμένα προνόμια) και η Ελλάδα άρχισε ν' αναπτύσσει το ναυτικό της και να στρέφεται περισσότερο προς τη θάλασσα.
Οι περισσότεροι τύραννοι είχαν βίαιο τέλος. Οι δολοφονικές απόπειρες εναντίον τους εκφράζουν με σαφήνεια και τις διαθέσεις των πολιτών.
Ο αθηναίος πολιτικός Πεισίστρατος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, καταγόταν από τη Βραυρώνα της Αττικής. Το όνομα του πατέρα του ήταν Ιπποκράτης και η μητέρα του, από το γένος των Νηλειδών της Πύλου, ήταν εξαδέλφη της μητέρας του Σόλωνα. Ο Πεισίστρατος έγινε πολύ δημοφιλής στην Αθήνα όταν το 570 π.X., κατά τον πόλεμο των Αθηναίων με τους Μεγαρείς, κατέλαβε τη Νισαία, το λιμάνι των Μεγάρων.
Δεινός ρήτορας ο Πεισίστρατος εκμεταλλεύθηκε την πολιτική και κοινωνική αστάθεια της Αθήνας μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα και συσπείρωσε γύρω του τα δυσαρεστημένα τμήματα του πληθυσμού, όπως τους μικροκτηματίες των άγονων ορεινών περιοχών και τους ακτήμονες, γι’ αυτό και η παράταξή του ονομάστηκε των Διακρίων (ή Υπερακρίων ή Επακρίων). Ως τότε στην Αττική κυριαρχούσαν δύο παρατάξεις, των Πεδιακών, που εκπροσωπούσε τους πλούσιους γαιοκτήμονες με αρχηγό τον Λυκούργο, και των Παραλίων, με οπαδούς τους πολίτες μεσαίων εισοδημάτων και με αρχηγό τον Μεγακλή, ο οποίος έκλινε περισσότερο προς τη συνέχιση της μετριοπαθούς πολιτικής του Σόλωνα. Επινοητικός και εξαιρετικά φιλόδοξος ο Πεισίστρατος επιχείρησε τρεις φορές να γίνει τύραννος της Αθήνας. Οι δύο πρώτες τυραννίδες του ήταν βραχύβιες αλλά με την τρίτη ο Πεισίστρατος παρέμεινε στην εξουσία ως τον θάνατό του. Στην πρώτη του απόπειρα να κατακτήσει την εξουσία ο Πεισίστρατος σκαρφίστηκε το εξής τέχνασμα: αφού τραυματίστηκε μόνος του, εμφανίστηκε στην Αγορά καταματωμένος και άρχισε να διηγείται το πώς, ενώ αυτός υπερασπιζόταν τα δίκαια των αδυνάτων, οι αντίπαλοί του τού επιτέθηκαν και λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν. Οι Αθηναίοι τον πίστεψαν και, για να τον προστατέψουν από τους εχθρούς του, του έδωσαν προσωπική φρουρά 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα). Με «μαγιά» την προσωπική του φρουρά ο Πεισίστρατος, το 560 π.X., συγκέντρωσε και άλλους μισθοφόρους και κατέλαβε την Ακρόπολη και την εξουσία. Οχι όμως για πολύ. Ο Μεγακλής και ο Λυκούργος ξέχασαν τις διαφορές τους, συμμάχησαν εναντίον του και ενωμένοι κατάφεραν να πάρουν την εξουσία από τα χέρια του Πεισίστρατου και να τον εξορίσουν. Μόλις ο Πεισίστρατος έφυγε από τη μέση, ο Μεγακλής και ο Λυκούργος άρχισαν πάλι τη διαμάχη. Ο πανέξυπνος Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος την περίσταση, πήρε με το μέρος του τον μετριόφρονα Μεγακλή ο οποίος μάλιστα του έδωσε για σύζυγο την κόρη του. Αυτή ήταν η τρίτη σύζυγος του Πεισίστρατου. H πρώτη ήταν Αθηναία, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Ιππία και τον Ιππαρχο. H δεύτερη ήταν Αργεία, μητέρα του Ηγησίστρατου. Για να μπορέσει ο Πεισίστρατος να εγκαταστήσει τη νέα τυραννίδα του επινόησε άλλο τέχνασμα. Εβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την έφερε από την Παιανία στην Ακρόπολη διαδίδοντας ότι ήρθε η ίδια η Αθηνά για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος ξανάγινε τύραννος το 558 π.X. Αλλά και πάλι για λίγο. Φαίνεται ότι ο κυριότερος λόγος που απέτυχε και σε αυτή του την προσπάθεια ήταν ότι μόλις εξασφάλισε την τυραννίδα, διατυμπάνισε ότι ο γάμος του με την κόρη του Μεγακλή ήταν τυπικός γιατί αυτός δεν σκόπευε να ενώσει το αίμα του με το αίμα των Αλκμεωνιδών, δηλαδή της οικογένειας του Μεγακλή. Βαθιά προσβεβλημένος ο Μεγακλής συμμάχησε εκ νέου με τον Λυκούργο και οι δυο τους ενωμένοι κατόρθωσαν, το 556 π.X., να διώξουν τον Πεισίστρατο από την Αθήνα, στερώντας του τα πολιτικά του δικαιώματα και δημεύοντας την περιουσία του.
Ο Πεισίστρατος τότε έφυγε και πήγε αρχικά στην Εύβοια και μετά στη Μακεδονία όπου στο Παγγαίο όρος απέκτησε τον έλεγχο ορυχείων χρυσού και αργύρου και πλούτισε. Ετσι μπορούσε πλέον να συντηρεί έναν αρκετά μεγάλο στρατό μισθοφόρων. Επιπλέον ζήτησε βοήθεια από τους αριστοκράτες φίλους του από τη Θήβα, τη Θεσσαλία, την Ερέτρια και κυρίως από τη Νάξο όπου ο Λύγδαμης, ο μετέπειτα τύραννος του νησιού, πρόσφερε στον Πεισίστρατο και στρατό και χρήμα. Επίσης ο γιος του Ηγησίστρατος στρατολόγησε από τη γενέτειρα της μητέρας του γύρω στους 1.000 αργείους εθελοντές. Τον στρατό του ο Πεισίστρατος τον συγκέντρωσε στην Ερέτρια και από εκεί έπλευσε στον Μαραθώνα απ’ όπου εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας. Ο στρατός του Λυκούργου και του Μεγακλή τον περίμενε στην Παλλήνη. Εκεί όμως ο Πεισίστρατος, πάλι με τέχνασμα, νίκησε τους αντιπάλους του κατά κράτος. Επιτέθηκε το καταμεσήμερο, την ώρα όπου οι Αθηναίοι λαγοκοιμούνταν αποκαμωμένοι από τη ζέστη. Ετσι ο Πεισίστρατος μπήκε θριαμβευτής στην Αθήνα το 546 π.X., ένδεκα χρόνια αφότου τον είχαν διώξει ως προδότη, και επέβαλε την τρίτη τυραννίδα του την οποία διατήρησε ισοβίως.
Μολονότι ο Πεισίστρατος κατέκτησε την Αθήνα με ξένο στρατό, δεν κατέλυσε τους ισχύοντες θεσμούς. Αντίθετα σεβάστηκε τους νόμους του Σόλωνα παρ’ ότι εκείνος στην πρώτη τυραννίδα του Πεισίστρατου είχε κάνει το παν για να μπορέσει να τον διώξει από την εξουσία. Φυσικά ο Πεισίστρατος είχε τον έλεγχο των πάντων. Διατήρησε τον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό της Αθήνας αλλά φρόντισε να τοποθετήσει σε όλες τις θέσεις-κλειδιά συγγενείς του ή ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Επίσης κατάφερε με ειρηνικά μέσα να αφοπλίσει τους Αθηναίους πείθοντάς τους ότι θα τους προστάτευε με στρατό που θα τον πλήρωνε από τα δημόσια έσοδα, και έστρεψε τα ενδιαφέροντά τους σε παραγωγικότερες ασχολίες αντί του πολέμου. Για να διασφαλίσει το καθεστώς του από τους αντιφρονούντες ο Πεισίστρατος πήρε ομήρους μερικούς νέους από αριστοκρατικές οικογένειες και τους έστειλε στη Νάξο, στον Λύγδαμη, τον οποίο βοήθησε να γίνει τύραννος του νησιού. Επίσης εξόρισε όλους εκείνους που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν, όπως τους Αλκμεωνίδες. Ως πρώην αρχηγός των Διακρίων ο Πεισίστρατος κράτησε τις υποσχέσεις που έδινε κάποτε στους οπαδούς του: τα κτήματα που δήμευσε από τους εξόριστους Παραλίους και Πεδιακούς τα μοίρασε στους ακτήμονες και έκανε αναδασμό της γης, κάτι που δεν είχε τολμήσει να κάνει ο Σόλων. Επιπλέον έδωσε στους αγρότες χαμηλότοκα δάνεια ώστε τους μήνες όπου περίμεναν να συλλέξουν τη σοδειά τους να μην αναγκάζονται να μπαίνουν στην πόλη αναζητώντας δουλειά. Θέσπισε επίσης κινητά δικαστήρια τα οποία περιόδευαν στην ύπαιθρο για την επίλυση των διαφορών. Με τον τρόπο αυτό ο Πεισίστρατος περιόρισε την αστυφιλία και αύξησε την αγροτική παραγωγή. Ο Πεισίστρατος ενθάρρυνε και τη βιοτεχνία και το εμπόριο και επέβαλε τη φορολογία της δεκάτης (10% επί του εισοδήματος). Με τα χρήματα που εισέπραττε από τους φόρους κατασκεύασε δρόμους και πολλά άλλα δημόσια έργα, μνημεία και ναούς που ομόρφυναν την Αττική αλλά ταυτόχρονα πρόσφεραν δουλειά στον αστικό πληθυσμό. Μερικά από τα διασημότερα έργα της εποχής του Πεισίστρατου ήταν το υδραγωγείο, η Εννεάκρουνος ή Καλλιρρόη, το Εκατόμπεδον στην Ακρόπολη προς τιμήν της Αθηνάς, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε ο Παρθενώνας, και ο ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος τελικά ολοκληρώθηκε αιώνες αργότερα από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.
Μεγάλος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών υπήρξε επίσης ο Πεισίστρατος. Στην εποχή του καταγράφηκαν για πρώτη φορά τα Ομηρικά Επη και στην πλουσιοτάτη βιβλιοθήκη του είχαν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. H αττική αγγειοπλαστική επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη άνθηση. Στο πλαίσιο της φιλολαϊκής πολιτικής του ο Πεισίστρατος αναδιοργάνωσε και αναβάθμισε τις κυριότερες εορτές της Αθήνας, όπως τα Διονύσια και τα Παναθήναια που τόνιζαν την ενότητα του λαού. Εκτός από τις πομπές και τις τελετουργίες εντάχθηκαν στις εορτές και αθλητικοί, μουσικοί και ποιητικοί αγώνες. Υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες ότι ο Θέσπις, ο προπάτορας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αναδείχτηκε νικητής στον ποιητικό αγώνα των Μεγάλων Διονυσίων επί Πεισιστράτου, το 535 ή το 533 π.X.
Στα 20 σχεδόν χρόνια της τρίτης τυραννίδας του Πεισίστρατου η Αττική δεν ενεπλάκη σε πόλεμο. Οι σχέσεις του Πεισίστρατου με τους επικίνδυνους γείτονες, κυρίως τη Μεγαρίδα την οποία είχε κατατροπώσει παλαιότερα με νικηφόρο πόλεμο, υπήρξαν άριστες. Το ίδιο και με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες η τυραννίδα του Πεισίστρατου ήταν μάλλον ήπια, σχεδόν «δημοκρατική». Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου τον διαδέχθηκαν οι γιοι του Ιππίας και Ιππαρχος, οι οποίοι και υπήρξαν οι τελευταίοι τύραννοι της Αθήνας. Το τυραννικό πολίτευμα της Αθήνας καταλύθηκε το 510 π.X.
Μετά την πτώση των τυραννικών καθεστώτων, περίπου στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., στις περισσότερες πόλεις επιβλήθηκαν εκ νέου ολιγαρχικά καθεστώτα, σε άλλες, όμως, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, έγιναν μεταρρυθμιστικές νομοθετικές προσπάθειες που άνοιξαν το δρόμο προς τη δημοκρατία (μεταρρύθμιση του Κλεισθένη). Στο δημοκρατικό πολίτευμα κυρίαρχο πολιτειακό όργανο αναδεικνύεται η εκκλησία του δήμου, δηλαδή η συνέλευση όλων των ενήλικων κατοίκων που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Σε κάθε πολίτη δινόταν η δυνατότητα να παίρνει το λόγο, να διατυπώνει ελεύθερα την άποψή του (ισηγορία), και να συμμετέχει στη διαμόρφωση και στην ψήφιση των νόμων (ισονομία). Οι Πεισιστρατίδες αρχικά προσέγγισαν τις αριστοκρατικές οικογένειες ευνοώντας την εκλογή μελών τους στα διάφορα αξιώματα, σύντομα όμως επανήλθαν στην τακτική του πατέρα τους. Το 514 ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε από δύο ευγενείς, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Η δολοφονία αυτή σκλήρυνε τη στάση του Ιππία, που επέβαλε θανατικές ποινές και εξορίες, γεγονός που, σε συνδυασμό με την απώλεια του Σιγείου και τη βαριά φορολογία, προκάλεσε τη δυσφορία του λαού. Την κατάσταση θέλησαν να εκμεταλλευτούν οι ευγενείς. Αρχικά κάποιος Κήδων και το 513 οι Αλκμεωνίδες επιχείρησαν, χωρίς αποτέλεσμα όμως, την κατάλυση της τυραννίδας. Μετά την αποκατάσταση της ελευθερίας, στην Αθήνα διαμορφώθηκαν δύο πολιτικά ρεύματα. Οι ευγενείς υπό τον Ισαγόρα επιδίωκαν την επιστροφή στο αριστοκρατικό καθεστώς, ενώ ο Αλκμεωνίδης Κλεισθένης επικεφαλής του αντίθετου κόμματος αντιδρούσε και πρότεινε στην Εκκλησία συνταγματικές ρυθμίσεις που απέσπασαν την επιδοκιμασία των πολλών.
Το 511 π.χ. διαβλέποντας το πρόβλημα, ο Κλεισθένης αποδυνάμωσε τα γένη, ορίζοντας (σύμφωνα με χρησμό της Πυθίας) 10 νέες φυλές, δίνοντάς τους ονόματα “επωνύμων” ηρώων. Διαίρεσε τις φυλές σε τριττύες, όπου κάθε φυλή είχε ένα τμήμα παράλιο, ένα αστικό και ένα μεσόγειο. Οι δήμοι ήταν υποδιαιρέσεις των τριττυών. Οι κάτοικοι ονοματίζονταν σύμφωνα με τον πατέρα τους, το όνομα του δήμου τους και της φυλής που ανήκαν. Παλιοί και νέοι κάτοικοι ισχυρού γένους ή μη, ορίσθηκαν ανεξαιρέτως όλοι Αθηναίοι. Με μια θαυμαστή καθαρότητα σκέψης ολοκλήρωσε το έργο που άφησε ο Σόλων, και έδωσε στο δημοκρατικό σύνταγμα της Αθήνας την τελειωτική του μορφή (508/7). Ήθελε να εμποδίσει την επιστροφή της τυραννίας, να διαλύσει την ισχυρή οργάνωση που είχε αποκτήσει η αριστοκρατία στις φρατρίες και στις τέσσερις ιωνικές φυλές, να αποτρέψει τις κοινωνικές τάξεις να ενωθούν κατά περιοχή.[…] Δημιουργήθηκαν περιφέρειες, όπου ταξινομήθηκαν όλοι οι πολίτες σύμφωνα με την κατοικία τους. Ολόκληρη η χώρα μοιράστηκε σε δήμους, μικρές κοινότητες, κάθε μια από τις οποίες είχε τη συνέλευσή της, τους άρχοντές της, τη διοίκησή της. Κάθε πολίτης γράφτηκε στον κατάλογο ενός δήμου, και το δημοτικό όνομα, προστιθέμενο στο ατομικό όνομά του, απόδειχνε την ιδιότητα του πολίτη. Όλοι οι δήμοι, των οποίων ο αριθμός ξεπερνούσε αισθητά την εκατοντάδα, έπρεπε να μοιραστούν σε δέκα φυλές, οι οποίες μ’αυτόν τον τρόπο, δεν ήταν πια συγγενικές, αλλά τοπικές. Ήταν λοιπόν αδύνατο στις παλαιές φυλές να ξαναβρεθούν μέσα στις καινούργιες. Αλλά υπήρχε κίνδυνος, με τη συμμαχία των γειτονικών φυλών, να συνεχιστούν οι αντιθέσεις των περιοχών. Για να αποφύγει αυτό τον κίνδυνο, ο Κλεισθένης βρήκε έναν πολύ έξυπνο τρόπο. Σκέφτηκε ότι ήταν χρήσιμο να συστήσει οργανισμούς ενδιάμεσους των δήμων και των φυλών. Χώρισε λοιπόν κάθε μια από τις τρεις περιοχές της Αττικής, το Άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία, σε δέκα τομείς και παραχώρησε με κλήρο σε κάθε φυλή έναν τομέα από κάθε περιοχή. Μ’αυτόν τον τρόπο, κάθε φυλή είχε τρεις ομάδες δήμων, τρείς τριττύες.
Ο Κλεισθένης απέβλεπε στη διάσπαση των τοπικιστικών παρατάξεων και τον περιορισμό της δυνατότητας επηρεασμού των ασθενέστερων πολιτών από έναν αριστοκράτη αρχηγό η οποία παλαιότερα είχε οδηγήσει σε τυραννικά καθεστώτα. Συγκεκριμένα αμέσως μετά το Σόλωνα εμφανίζονται στην Αττική τρεις παρατάξεις (παράλιοι: ασχολούνταν με το εμπόριο, την αλιεία τη ναυσιπλοία κλπ, οι πεδιακοί: πλούσιοι γαιοκτήμονες ευγενικής ή μη καταγωγής, διάκριοι: αγρότες υποβαθμισμένων περιοχών ή οπλίτες που ζητούσαν αναδασμό της γής), οι οποίες πιθανόν εξέφραζαν τους ανταγωνισμούς τριών αριστοκρατών (Μεγακλή, Λυκούργου, Πεισίστρατου αντίστοιχα) και των οπαδών τους που κατάγονταν απ'; τις περιοχές αυτές, οι οποίοι είχαν ως κύριο στόχο την κατάληψη της εξουσίας και τη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα ή την καταστρατήγησή τους. Γι' αυτό ο Κλεισθένης χώρισε τις τριττύες ανά δέκα: δέκα «περί το άστυ», δέκα «παράλιες» και δέκα «μεσόγειες», και ύστερα, με κλήρο, δόθηκαν σε κάθε φυλή πάλι τρεις τριττύες, αλλά μία από κάθε τομέα (άστυ, παραλία, μεσογαία). […] Το δεκαδικό σύστημα των φυλών εφαρμόστηκε σε όλη την πολιτική και διοικητική οργάνωση της πόλης. Η βουλή αποτελείται από 500 μέλη, 50 κατά φυλή, παρμένα από τους δήμους ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Κάθε μια φυλή της βουλής(οι βουλευτές κάθε φυλής) σχηματίζει, εκ περιτροπής, μια μόνιμη επιτροπή για το ένα δέκατο του έτους. Επειδή οι άρχοντες ήταν εννιά, τους προσθέτουν κι ένα γραμματέα, έτσι ώστε οι δέκα φυλές να αντιπροσωπεύονται στο συλλογικό όργανο. Ο στρατός υποδιαιρείται σε δέκα τμήματα που λέγονται επίσης φυλαί, και καθένα τους διοικείται από ένα φύλαρχο. Σε όλες τις περιστάσεις ο λαός εμφανίζεται χωρισμένος σε δέκα ομάδες. Απλή, καθαρά λογική κατασκευή, και γι’ αυτό αντίθετη σε κάθε παράδοση, το δεκαδικό σύστημα αποτελεί ουσιαστικό μέρος του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε πολλές Ελληνικές πόλεις που ελευθερώθηκαν από το ολιγαρχικό πολίτευμα Όμως ο Κλεισθένης όπως και οι προηγούμενοι μεταρρυθμιστές δεν κατάργησαν το τιμοκρατικό σύστημα δηλαδή την κατάταξη των κατοίκων και των πολιτικών δικαιωμάτων τους, ανάλογα με το ετήσιο εισόδημά τους. Η οικονομική τάξη του κάθε Αθηναίου πολίτη, καθόριζε τη φορολόγησή του και κατ’ επέκταση τα πολιτικά του δικαιώματα. Τα αξιώματα μετά την μεταρρύθμιση του Κλεισθένη ήταν: Οι 10 άρχοντες που εκλέγονταν αποκλειστικά εκ των 500μέδιμνων, ένας από κάθε φυλή Η βουλή του Άρειου Πάγου (συμβούλιο των ευγενών) με καθήκον την εποπτεία της πολιτείας Η βουλή των 500 (50/κάθε φυλή) όπου μετέχουν πλέον οι τρεις ανώτερες τάξεις Η συνέλευση των πολιτών όπου συμμετέχουν όλοι οι πολίτες της Αθήνας Επίσης η κατώτερη οικονομικά τάξη -αυτή των θητών- δεν είχε δικαίωμα του εκλέγεσθαι παρά μόνον του εκλέγειν. Επί Κλεισθένη λοιπόν δεν υπήρξε Δημοκρατία, ούτε τα αξιώματα ήταν προσβάσιμα σε όλους, ενώ υπήρχε και η μερική εκλογή, παρ' όλα αυτά οι βάσεις της Δημοκρατίας είχαν τεθεί. Εξέλιξη υπήρξε το γεγονός πως οι βουλευτές έπαψαν να εκλέγονται μόνο από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων και εκλέγονταν πλέον και από τους τριακοσιομέδιμνους και τους ζευγίτες . Από το 479 π.χ. αντιτιθέμενη στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, στην Αθήνα εγκαθίσταται μια ιδιόμορφη ολιγαρχία καθώς, την εξουσία αναλαμβάνει το συμβούλιο των ευγενών, ο Άρειος Πάγος, επικαλύπτοντας τα καθήκοντα της εποπτείας και τις θεσπισμένες αρχές. Η ιδιότυπη και αναχρονιστική αυτή χούντα δημιούργησε ισχυρές αντιπάθειες, χωρίζοντας τους Αθηναίους σε ολιγαρχικούς και λαϊκούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...