Η περίοδος από το 1600 π.Χ. έως το 1100 π.Χ., η Ύστερη εποχή του Χαλκού, ονομάζεται Μυκηναϊκή Περίοδος. Η περίοδος από περίπου το 1100 π.Χ. έως περίπου το 800 π.Χ. ονομάζεται Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή, για την οποία διαθέτουμε πλέον τις ανάλογες αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά και ενδιαφέρουσες θεωρίες σημαντικών ιστοριογράφων της εποχής μας, που ενίοτε αντικρούουν τις κλασικές γνώσεις μας για τη ροή της ελληνικής ανάπτυξης. Από τον 8ο έως και τον 6ο π.Χ. αιώνα έχουμε την Αρχαϊκή Εποχή. H Κλασική εποχή οριοθετείται με την έναρξη του 5ου π.Χ. αιώνα και το θάνατο του Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., οπότε ξεκινά και η Ελληνιστική εποχή.
Η τεκμηρίωση των ιστορικών γεγονότων που συνοδεύουν την ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, πέραν των φιλολογικών μαρτυριών ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, ή ρητόρων όπως ο Δημοσθένης και ο Ισοκράτης ή φιλοσόφων όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι εφικτή και μέσω της ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων. Επίσης,παρόλο που σε γενικές γραμμές η αρχαία ιστοριογραφία επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη της Αθήνας, σύγχρονοι ερευνητές έχουν δημοσιεύσει σωρεία μελετών για τις άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, παρέχοντάς μας πλέον μια σφαιρική εικόνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Από περίπου τη δεκαετία του 1980 για την έρευνα της ιστορίας και προέλευσης πληθυσμών πραγματοποιούνται γενετικές μελέτες που αξιοποιούν π.χ. το ανθρώπινο DNA. Πρόκειται για ένα πεδίο που, αν και παράγει αποτελέσματα φαινομενικά εντυπωσιακά, δεν είναι ακόμα μεθοδολογικά ώριμο, ούτε παράγει αποτελέσματα η ερμηνεία των οποίων μπορεί από μόνη της να δώσει απαντήσεις σε σύνθετα ιστορικά ερωτήματα, αν και ενδέχεται, σε συνδυασμό με τα πορίσματα της αρχαιολογίας ή της γλωσσολογίας, να ενισχύσει υπάρχουσες θεωρίες.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις από την έως τώρα έρευνα, ελληνόφωνοι πληθυσμοί μετανάστευσαν στην ελληνική χερσόνησο κατά το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας, αναμίχθηκαν με τους τοπικούς προελληνικούς πληθυσμούς και στη συνέχεια διαμόρφωσαν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στον ελλαδικό χώρο είχαν λοιπόν προηγηθεί οι φορείς της γεωργικής επανάστασης της ύστερης μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής και, στη συνέχεια, του Πρωτοελλαδικού, Κυκλαδικού και του λαμπρού Μινωικού πολιτισμού.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πιθανή εισβολή επήλυδων περί το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (2000 π.Χ.). Μια παλαιότερη εισβολή πιστοποιείται αρχαιολογικά κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙ περιόδου, διακοσια χρόνια νωρίτερα. Το ποια από τις δύο εισβολές είναι η κάθοδος των ελληνόφωνων (Πρωτοελλήνων) στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Έχει διατυπωθεί η (στηριγμένη σε φιλολογικά δεδομένα) θεωρία οτι η πρώτη εισβολή προήλθε από πρωτο-λουβιακά στοιχεία της Μ. Ασίας, τα οποία άφησαν στην ελληνική γλώσσα τα προελληνικά φθογγικά στοιχεία -σσ-, -νθ και -νδ- (βλ. λέξεις Παρνασσός, Κόρινθος, Λίνδος). Αυτή η θεωρία για την πρωτοκαθεδρία των Λουβίων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι δεκτή από όλους τους ερευνητές, ωστόσο δεν αμφισβητείται ο ινδοευρωπαϊκός χαρακτήρας του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη δυτική (Νυδρί Λευκάδας) και την ανατολική Ελλάδα (Εύτρηση, Ορχομενός Βοιωτίας) κάνουν ελκυστική την υπόθεση της διαδρομής των ελληνόφωνων από Βορρά προς Νότο δυτικά της Πίνδου, με πιθανή ταυτόχρονη κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέσω των νησιών του Αιγαίου. Η μετακίνηση δε φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από καταστροφές, παρ' όλο που τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν κάποια βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των εισβολών αυτών. Σίγουρα, όμως, παρατηρούνται αλλαγές στον πολιτισμικό εξοπλισμό ακόμα και εκεί που δεν παρατηρούνται καταστροφές. Τίποτα, πάντως, δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιο για τη σκοτεινή αυτή εποχή, όπως π.χ. οποιαδήποτε υπόθεση για την εθνολογική διαφοροποίηση ή μη αυτών των ομάδων εισβολέων. Οι προσπάθειες στο παρελθόν να αποδοθούν συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά - όπως τα γκρίζα «μινυακά» αγγεία και ο τύπος οικοδομήματος που είναι γνωστός ως «μέγαρον» - στους ελληνόφωνους εισβολείς δεν είναι πια αποδεκτές σήμερα. Δεν ευσταθεί, ακόμη, η παλιά αντίληψη ότι ο οι ελληνόφωνοι έφεραν τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Αντιθέτως, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως υπήρξε σαφής πολιτισμική οπισθοδρόμηση κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο και ότι οι νεοφερμένοι απέκτησαν ανώτερο πολιτισμό μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν των γειτόνων τους στο Αιγαίο.
Η πληθυσμιακή και πολιτισμική ανάμειξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων και των προελλήνων οδήγησε στη γένεση του ελληνικού πολιτισμού. Οι περιοχές νοτίως της Θεσσαλίας δέχτηκαν την ισχυρή επίδραση του ανεπτυγμένου Μινωικού πολιτισμού, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Αντίθετα, τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, τα οποία έμειναν άμοιρα της Μινωικής επίδρασης, παρέμειναν σε χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έδωσε τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Νότιας Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Ορχομενός κ.α.) και της Κρήτης καθώς και την πρώτη ελληνική γραφή, τη Γραμμική Β΄. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ ανιχνεύουμε και τα πρώτα στοιχεία της μετέπειτα αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Η παρακμή του Μυκηναϊκού κόσμου στο τέλος της Υστερο-Ελλαδικής περιόδου (στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ.) οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση των μυκηναϊκών κέντρων κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, η οποία τελειώνει το 1.100 π.Χ. περίπου, την ολοκληρωτική εξαφάνιση της γραφής και τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες.
Κάποτε οι μελετητές συνέδεαν τις καταστροφές του τέλους της μυκηναϊκής εποχής με την Επιστροφή των Ηρακλειδών και την Κάθοδο των Δωριέων οι οποίες πέρασαν στη μνήμη της αρχαίας ηρωικής παράδοσης. Σήμερα όμως, λίγοι θα δέχονταν την υπόθεση μιας τέτοιας εισβολής, όπως τη δέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Είναι πιο αποδεκτή η θεωρία της προσωρινής αναστάτωσης λόγω επιδρομών, ενώ η εισβολή νέων φύλων μετατίθεται στα γεγονότα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (Σκοτεινοί Αιώνες).
Με το τέλος της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, οι Έλληνες διακρίνονται ήδη στις φυλές που γνωρίζουμε από την Κλασική εποχή. Η παλαιότερη θεωρία κατά την οποία οι ομιλητές των αχαϊκών και ιωνικών διαλέκτων ήρθαν κατά κύματα στην εποχή της καθόδου των ελληνόφωνων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι πια αποδεκτή. Επομένως, πριν το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, δεν μπορούμε να μιλάμε για σαφή διαχωρισμό των μετέπειτα ελληνικών διαλέκτων αλλά για τρεις το πολύ γλωσσικές ομάδες. Τη βόρειο-ελληνική και τους δύο φορείς της Μυκηναϊκής, την Αρκαδική (ή Αρκαδοκυπριακή) και την Αιολική, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους. Κατά άλλους μελετητές, οι δυο σπουδαιότερες διάλεκτοι στο Μυκηναϊκό χώρο ήταν η Αρκαδοκυπριακή και η Ιωνική.
Κατά τους σκοτεινούς αιώνες που ακολούθησαν, έλαβε χώρα η τελευταία μεγάλη αναστάτωση στον ελλαδικό χώρο, δηλαδή η Κάθοδος των Δωριέων. Είναι γεγονός πως η αρχαία παράδοση γύρω από την έλευση των Δωριέων έχει διασώσει κάποιο ιστορικό πυρήνα, όπως την κατά προσέγγιση διαδρομή τους από βορρά προς νότο. Στην παράδοση αυτή, όμως, έχουν παρεισφρύσει πολλές φανταστικές λεπτομέρειες και στοιχεία της πολιτικής προπαγάνδας των μετέπειτα ελληνικών πόλεων-κρατών. Αρχαιολογικά, τα πιθανά αποδεικτικά στοιχεία της καθόδου των Δωριέων είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθούν. Επίσης, δεν είναι αποδεκτό οτι οι Δωριείς ήταν αυτοί που έφεραν από τη βόρεια Βαλκανική τη χρήση του σιδήρου, καθώς θεωρείται εισαγωγή από την Ανατολή. Γίνεται πάντως ελκυστική η υπόθεση ότι οι Δωριείς ήταν πολιτιστικά καθυστερημένοι νομάδες κτηνοτρόφοι στο περιθώριο του μυκηναϊκού κόσμου, οι οποίοι κάποια στιγμή ανέλαβαν έντονη επιθετική δραστηριότητα, πιεζόμενοι κι αυτοί από τα βόρεια.
Με το τέλος της δωρικής επέκτασης, από τις μη βορειοελληνικές διαλέκτους στην Πελοπόννησο απέμεινε μόνο η αρκαδική, στα ορεινά της Αρκαδίας. Εκείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει ο Α΄ Αποικισμός και οι Αιολείς αποίκησαν τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και την Αιολία της Μικράς Ασίας ενώ οι Ίωνες το κύριο μέρος των νησιών του Αιγαίου και την κλασική Ιωνία.
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. προβάλλοντας από τη Γεωμετρική Περίοδο η Ελλάδα μεταβάλλει τον πολιτισμό της από προφορικό σε γραπτό. Η χρήση ενός προσαρμοσμένου από τη φοινικική γραφή αλφάβητου μας παρέχει τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες μιας ουσιαστικής μεταβολής για τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ η ανάπτυξη της μνημειακής γλυπτικής και της κεραμικής τον θεμελιώνει σε μια τεχνολογική και καλλιτεχνική βάση. Βέβαια, η ενοποιημένη άποψη που έχουμε σήμερα για τον ελληνικό πολιτισμό δε συνεπάγεται και την ανάλογη ενότητα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο εκείνα τα χρόνια. Εξαιτίας της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας η Ελλάδα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου ακολουθεί λίγο-πολύ τον τοπικισμό της μυκηναϊκής εποχής, διαιρεμένη σε μικρές ανεξάρτητες κοινότητες που χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο πόλις-κράτος.
Τον 8ο αιώνα εμφανίστηκε ως ανώτατη μονάδα ανεξάρτητης πολιτικής οργάνωσης η πόλις. Οι ελληνικές πόλεις ήταν αστικοί οικισμοί που λειτουργούσαν ως πολιτικά κέντρα. Οι συνθήκες και η διαδικασία δημιουργίας των πόλεων μένουν αδιευκρίνιστες, αλλά την περίοδο της δημιουργίας τους παρατηρείται πληθυσμιακή αύξηση και η δημιουργία των πρώτων ναϊκών οικοδομημάτων.
Η οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου αλλά και οι ενδοκοινοτικές πολιτικές συγκρούσεις οδήγησαν ένα τμήμα του ηπειρωτικού και του νησιωτικού πληθυσμού σε ένα ρεύμα αποικισμών, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεταναστευτικού κύματος προς όλες τις περιοχές της Μεσογείου. Από το 750 π.Χ. έως το 550 π.Χ. οι Έλληνες δημιούργησαν αποικίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Προς την ανατολή αποκίστηκε αρχικά η Κύπρο, προς το βορρά η Χαλκιδική, οι Ερετριείς ίδρυσαν τη Μεθώνη, ενώ κυρίως η Μίλητος ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στις ακτές της Θράκης, τον Βόσπορο και τις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Προς τη δύση οι Έλληνες αποίκισαν τις ακτές του Ιονίου (η Κόρινθος αποίκισε την (Κέρκυρα, την Επίδαμνο, την Απολλωνία κ.λπ.), την Ιλλυρία, τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, την Κορσική και τις βόρειες μεσογειακές ακτές ως τις Ηράκλειες στήλες. Ελληνικές αποικίες απαντώνται, επίσης, στην Αίγυπτο και τη Λιβύη. Πόλεις όπως οι Συρακούσες, η Νάπολη, η Μασσαλία ή η Κωνσταντινούπολη προέκυψαν από τις ελληνικές αποικίες των Συρακουσών, Νεάπολης, ή του Βυζάντιου, αποικίας των Μεγαρέων.
Με την ολοκλήρωση του αποικισμού, η κατανομή του ελληνισμού στη Μεσόγειο έχει ολοκληρωθεί. Έως τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, η Ελλάδα έγινε το πολιτισμικό και γλωσσικό κέντρο μιας γεωγραφικής περιοχής πολύ μεγαλύτερης των φυσικών ορίων της. Αν και οι αποικίες δεν ελέγχονταν πολιτικά από τις μητροπόλεις τους, λόγω της απόστασης από αυτές, η διατήρηση των εμπορικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών δεσμών βοήθησε στη δημιουργία ενός ζωντανού ιστού αλληλεπίδρασης.
Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου