Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

ΣΟΛΩΝΑΣ, ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ

Με την επικράτηση των Δωριέων η ζωή στην Ελλάδα ξαναγυρίζει στην απλότητα μιας παλαιότερης εποχή, ενώ παράλληλα δημιουργούνται ποικίλοι πολιτισμοί τοπικού χαρακτήρα. Επικεφαλής κάθε αυτόνομης ομάδας ήταν ο αρχηγός, ο «αρχηγέτης» ή «ταγός» ή «βασιλεύς» των ιστορικών χρόνων, η εξουσία του οποίου πήγαζε από τη συνέλευση των πολεμιστών, από την οποία και εκλεγόταν. Η γη ανήκε σε ολόκληρη την αυτόνομη ομάδα η οποία παραχωρούσε ένα κομμάτι στον ηγεμόνα, που εξασφάλιζε σ’ αυτόν και στην οικογένειά του ένα επίπεδο διαβίωσης υψηλότερο από εκείνο των υπηκόων του. Παράλληλα, ο ηγεμόνας είχε σημαντικά εισοδήματα από μεγάλα κοπάδια που συντηρούσε, ενώ με διάφορες ευκαιρίες λάμβανε δώρα που αποτελούσαν άτυπη μορφή φόρου. Από την πολεμική λεία διάλεγε αιχμαλώτους και λάφυρα, πριν αυτά διανεμηθούν με κλήρο στους υπολοίπους, ενώ έπαιρνε μέρος και στην κλήρωση. Τα εισοδήματα του ηγεμόνα ήταν υπεραρκετά για την οικογένεια και την υποτυπώδη αυλή του . Ο τρόπος ζωής των ηγεμόνων ήταν απλός και λιτός. Οι ίδιοι ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες, ήταν προσιτοί στο λαό και διακυβέρνησή τους, αντίθετα με τον Μυκηναίο «άνακτα», ήταν άμεση.Ο ηγεμόνας ήταν ανώτερος από την συνέλευση των πολεμιστών, την οποία συγκαλούσε όποτε ήθελε, για να ανακοινώσει τις αποφάσεις του. Ο λαός εξέφραζε τη γνώμη του δια βοής. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούσε η γνώμη του λαού, όταν υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των ευγενών.
Πέρα απ’ αυτό η εξουσία του ηγεμόνα περιοριζόταν από τους άγραφους νόμους της ομάδας, τους οποίους ήταν αδιανόητο να παραβεί….περιοριζόταν επίσης από το συμβούλιο των γερόντων, τη Βουλή/Γερουσία. Το να γίνει κάποιος σύμβουλος ήταν συνυφασμένο με την ηλικία, την καταγωγή, τις πολεμικές επιδόσεις. Οι σύμβουλοι βοηθούσαν και περιόριζαν ατομικά ή συλλογικά τον ηγεμόνα στα καθήκοντά του, στρατιωτικά, δικαστικά, θρησκευτικά. Αν και δεν είχαν νόμιμα μέσα για να πιέζουν τον ηγεμόνα, η συλλογική τους θέληση γενικά επικρατούσε (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, σελ. 70). Άλλωστε, με μια μικρή απόκλιση στην πολιτική ισορροπία, η μοναρχία μπορούσε να μετατραπεί σε αριστοκρατική ολιγαρχία. Ο αρχηγός καταλάμβανε και διατηρούσε τη θέση του διότι διέθετε μεγαλύτερες ικανότητες από τους υποτελείς του. Από την αξία του ηγεμόνα εξαρτιόταν και η δύναμη του κράτους. Συγκέντρωνε σωματική αλκή, ανδρεία και όλα τα προσόντα ενός μεγάλου πολεμιστή, αλλά και ηγετικές ικανότητες, ορθοκρισία, ευγλωττία, εμπειρία και την εύνοια των θεών. Τελούσε τις δημόσιες θυσίες και είχε την ευθύνη της αποτροπής της οργής των θεών και της εξασφάλισης της εύνοιας και της ευεργεσίας για το λαό. Τις επιδημίες, σιτοδείες ή άλλες καταστροφές ο λαός τις απέδιδε στον ηγεμόνα, που είχε χάσει τη μαγική δύναμη να τις αποτρέπει ή με κάποια πράξη του είχε προκαλέσει την οργή των θεών. Τότε η συνέλευση των πολεμιστών, ως κυρίαρχο σώμα, έθετε τέρμα στην εξουσία, αλλά και στη ζωή του ηγεμόνα. Οι κλήροι μοιράστηκαν στις οικογένειες, ενώ οποιοσδήποτε μπορούσε να οικειοποιηθεί αδέσμευτη γη που ξεχέρσωνε και καλλιεργούσε. Παρόλα αυτά δεν έλειπαν και οι ακτήμονες, οι θήτες, ξένοι ή ντόπιοι. Χαρακτηριστικό των κοινωνιών αυτών ήταν ότι κάθε οικογένεια επιδίωκε την αυτάρκειά της. Όλοι μετείχαν στην παραγωγή… Η βιοτεχνία ήταν περιορισμένη σε έκταση και είχε καθαρά οικογενειακή βάση, με εξαίρεση την κεραμεική και τη μεταλλουργία. Διακρίνονται δύο βασικές τάξεις: οι ευγενείς, οι «άριστοι», και ο λαός, η «πληθύς», οι «πολλοί», ο «δήμος», ενώ εκτός του πολιτικού σώματος ήταν οι δουλοπάροικοι, ντόπιοι ή ξένοι, και οι δούλοι. Οι ευγενείς ήταν κυρίως πολεμιστές. Ο λαός υστερούσε σε σωματική αλκή και σε οπλισμό και μαχόταν ως μάζα χωρίς τεχνική. Μόνο οι ευγενείς καταλάμβαναν αξιώματα, αναδεικνύονταν αρχηγοί των φρατριών και μετείχαν στο συμβουλευτικό σώμα του ηγεμόνα. Τα όρια που χώριζαν τις δύο τάξεις ήταν αδιαπέραστα. Η άνοδος μη ευγενούς στην τάξη των αρίστων ήταν αδύνατη. Αντίθετα, ο υποβιβασμός σε ταπεινότερη τάξη ήταν συνήθης.
Όσοι απέκτησαν χρήματα με το εμπόριο και τη βιοτεχνία επιδίωκαν να βρεθούν εντός της πολιτείας· οι άλλοι ζητούσαν «χρεών αποκοπή» και «γης αναδασμόν». Λύση στην κρίση πρόσφερε η σύνταξη νέων νόμων, έργο που αναλάμβαναν οι νομοθέτες ή διαλλάκτες οι αποφάσεις των οποίων είχαν υποχρεωτική ισχύ. Όταν η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα οξυμμένη το έργο αυτό το αναλάμβανε ο «αισυμνήτης», στον οποίο παρέχονταν δικαιώματα ανώτατου άρχοντα με απεριόριστες εξουσίες. Όταν κριτήριο για την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων έγινε το «τίμημα», δηλ. η αποτίμηση του πλούτου, το πολίτευμα μεταβλήθηκε σε «τιμοκρατία». Οι άρχοντες εκλέγονταν μάλλον από τη συνέλευση του λαού, ενώ η εξουσία των βουλευτικών σωμάτων περιορίστηκε με την εισαγωγή ενός νέου θεσμού, των «προβούλων», αρχόντων με αρμοδιότητες στη νομοθετική διαδικασία. Η ουσιαστική όμως διαφορά τους ήταν ότι διευρύνθηκε ο αριθμός των πολιτών και ότι το «τίμημα» ήταν επίκτητο και εξελίξιμο, σε αντίθεση με την ευγένεια που ήταν κληρονομική. Η κατοχή των ανώτερων αξιωμάτων ήταν προνόμιο ολίγων. Σταθμός προς τη δημοκρατική πορεία των πόλεων ήταν η συγκρότηση μιας δεύτερης Βουλής κοντά στην παραδοσιακή βουλή (Γερουσία) με περισσότερα αιρετά μέλη ετήσιας αρχής, που δεν ανήκαν στα ευγενή γένη. Στην Αθήνα, μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη στη Βουλή αυτή μπορούσαν να εκλεγούν οι πάντες. Μετά την κατάλυση της βασιλείας η εξουσία περιήλθε σε δεκαετείς κληρονομικούς άρχοντες, καθεστώς που έληξε το 683-682, οπότε η αρχή έγινε ενιαύσια. Σύγχρονη είναι και η καθιέρωση του θεσμού των τριών ανώτατων αρχόντων, επωνύμου, βασιλέως, πολεμάρχου. Ο «επώνυμος άρχων» ήταν ο ανώτατος άρχοντας του κράτους. Έδρευε στο Πρυτανείο, συγκαλούσε τη Βουλή και την Εκκλησία και διηύθυνε τις συνεδριάσεις τους. Ο «άρχων βασιλεύς» είχε κυρίως θρησκευτική δικαιοδοσία, τελούσε τις πατροπαράδοτες θυσίες, είχε την επιμέλεια των μυστηρίων, δίκαζε υποθέσεις ασέβειας, φόνου, τραυματισμού και εμπρησμού και επέλυε θρησκευτικές διαφορές. Ο «πολέμαρχος» ασκούσε την ανώτατη στρατιωτική εξουσία, δίκαζε υποθέσεις μετοίκων και μεριμνούσε για την απόδοση τιμών στους πεσόντες. Από τα μέσα του 7ου αι. στους άρχοντες προστίθενται οι έξι «θεσμοθέτες» με αποστολή τη διαφύλαξη των θεσμίων, τη μελέτη και εισήγηση νέων νόμων και την εκδίκαση πολλών υποθέσεων.
Την περίοδο της αριστοκρατικής διακυβέρνησης τον πυρήνα της κρατικής μηχανής αποτελούσε η «εξ Αρείου Πάγου Βουλή», η οποία μεταξύ άλλων έλεγχε τους άρχοντες. Αυτή η βουλή και οι άρχοντες συγκαλούσαν την Εκκλησία του Δήμου προκειμένου να κατοχυρώσουν σημαντικές αποφάσεις τους. Τα αξιώματα του άρχοντα και του βουλευτή ήταν προσιτά μόνο στους ευγενείς, ενώ στην Εκκλησία μετείχαν μόνο οι ιδιοκτήτες γης. Υπήρχαν τέσσερις κοινωνικές τάξεις, οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι τριακοσιομέδιμνοι ή ιππείς, με εισόδημα αρκετό για τη συντήρηση ίππου, οι διακοσιομέδιμνοι ή ζευγίτες, γεωργοί με δυνατότητα στράτευσης ως οπλίτες, και οι θήτες.
Η κοινωνική ανισότητα, η ένδεια των πολλών και η συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μη ευγενών προκάλεσαν έντονες δυσαρέσκειες εναντίον των αριστοκρατών. Την κατάσταση αυτή επιχείρησε να εκμεταλλευτεί ο Κύλων, ο οποίος το 632 με μερικούς οπαδούς του…προσπάθησε να εγκαθιδρύσει τυραννίδα….Η ρήξη ανάμεσα στους ευγενείς και τους πολλούς άρχισε μετά τα Κυλώνεια. Ο λαός απαιτούσε διεύρυνση του σώματος των ενεργών πολιτών και κωδικοποίηση των άγραφων νόμων. Το 621 οι Αθηναίοι παραχώρησαν υπερεξουσίες στον Δράκοντα προκειμένου να θεσπίσει νόμους. Πιθανότατα τότε παραχωρήθηκαν πολικά δικαιώματα στους ζευγίτες…Παρά τα «δρακόντεια» όμως μέτρα η πολιτική και η κοινωνική κρίση οξύνθηκαν.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ: ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΕΞΗΣ: Η πόλη-κράτος αποτελούσε το βασικό θεσμό πολιτικής οργάνωσης κατά την αρχαιότητα. Μέσα απ' αυτό το θεσμό λειτούργησαν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί και ασκήθηκε η εξουσία, από τις εκάστοτε ισχυρές κοινωνικές τάξεις. Είναι ευνόητο ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι πολιτειακές μεταβολές είχαν διαφορετική εξέλιξη σε κάθε πόλη-κράτος.Την πορεία μεταβολής των πολιτευμάτων παρουσιάζει το ακόλουθο θεωρητικό σχήμα: βασιλεία → αριστοκρατία→ολιγαρχία→τυραννίδα →δημοκρατία
Ο ιστορικός βίος του θεσμού της πόλης-κράτους ξεκίνησε με την επικράτηση των ευγενών και την εγκαθίδρυση αριστοκρατικών πολιτευμάτων. Στα αριστοκρατικά καθεστώτα η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των αρίστων, εκείνων δηλαδή που αντλούσαν τη δύναμη από την καταγωγή τους και την κατοχή γης. Οι οικονομικές εξελίξεις που προκάλεσε ο αποικισμός με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας έφεραν στην επιφάνεια νέες κοινωνικές ομάδες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους, τους ναυτικούς και τους τεχνίτες. Οι νέες κοινωνικές ομάδες όξυναν τον κοινωνικό ανταγωνισμό και διεκδίκησαν μέσα από συγκρούσεις μερίδιο στην εξουσία. Στην κρίση της αριστοκρατικής δομής της κοινωνίας συνέβαλε και ένας άλλος παράγοντας,η οπλιτική φάλαγγα.
Η οπλιτική φάλαγγα ήταν ένα καινούργιο στρατιωτικό σώμα, στο οποίο ανήκαν όσοι από τους πολίτες απέκτησαν την ιδιότητα του πολεμιστή και είχαν την οικονομική ευχέρεια να εξοπλίζονται με δικά τους έξοδα. Η φάλαγγα των οπλιτών οδήγησε στην ανάπτυξη της ιδέας της ισότητας ακόμη και ως προς την άσκηση της εξουσίας. Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οι διαφορές οξύνθηκαν και οι αγώνες μεταξύ των ευγενών από τη μία πλευρά και των πλουσίων και του πλήθους από την άλλη έγιναν ιδιαίτερα σκληροί.
Η κατάσταση εν μέρει αντιμετωπίστηκε σε πολλές πόλεις με την κωδικοποίηση του άγραφου, εθιμικού δικαίου. Η καταγραφή των νόμων ανατέθηκε σε πρόσωπα κοινής αποδοχής, προερχόμενα κυρίως από την τάξη των ευγενών. Πρόκειται για τους γνωστούς νομοθέτες ή αισυμνήτες, όπως ο Ζάλευκος και ο Χαρώνδας στις αποικίες της Δύσης, ο Πιττακός στη Μυτιλήνη, ο Λυκούργος στη Σπάρτη, ο Δράκων και ο Σόλων στην Αθήνα. Με την καταγραφή των νόμων στις περισσότερες πόλεις διευρύνθηκε η πολιτική βάση, εφόσον η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πολιτείας έγινε ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των πολιτών, όπως συνέβη στην Αθήνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα. Το πολίτευμα κατ' αυτόν τον τρόπο μεταβλήθηκε σε ολιγαρχικό ή, όπως ονομάστηκε διαφορετικά, τιμοκρατικό (ή έκ τιμημάτων πολιτεία), επειδή κριτήριο της διάκρισης των πολιτών ήταν τα «τιμήματα», δηλαδή το εισόδημα.
Ο Σόλων(περ. 639 - 559 π.Χ.) ήταν σημαντικός Αθηναίος νομοθέτης, φιλόσοφος, ποιητής και ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Ο Σόλωνας χώρισε τους κατοίκους σε 4 τάξεις με βάση όχι την καταγωγή όπως ίσχυε αλλά την κτηματική τους περιουσία. Στην 1η τάξη ανήκαν αυτοί που είχαν ιδιόκτητη γη και εισόδημα 500 μεδίμνων.Η 2η όσοι είχαν εισόδημα 300.Στην 3η όσους είχαν εισόδημα περισσότερο απο 200 και λιγότερο απο 300.Και στην 4η ανήκαν αυτοί που είχαν ελάχιστο ή και καθόλου. Στις πρώτες 3 τάξεις επέβαλε φορολογία αναλόγως των εσόδων τους. Αναδιοργάνωσε το στρατό στον οποίο πλέον υπηρετούσαν ως οπλίτες μόνο οι 3 πρώτες τάξεις ενω οι 2 πρώτες μπορούσαν να υπηρετούν στο ιππικό τρέφοντας οι ίδιοι το άλογο τους. Απο την 4η τάξη στρατεύονταν ως "ψιλοί" αλλά μπορούσαν να υπηρετήσουν και σαν οπλίτες μόνο όμως σε έκτακτη ανάγκη και μόνο αφού εξοπλίζονταν απο το δημόσιο ταμείο. Απο την πρώτη τάξη εκλέγονταν οι άρχοντες και απο τις τρείς πρώτες οι βουλευτές. Η βουλή δημιουργήθηκε απο τον Σόλωνα και αποτελούνταν απο 400 άτομα που εκλέγονταν για ένα χρόνο. Καθιέρωσε επίσης το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας που αποτελούσαν 6.000 άντρες. Εκει μπορούσαν να καταγγέλλουν οι πολίτες τους άρχοντες. Επέβαλε την υποχρεωτική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Ρύθμισε επίσης την οικονομία με την απαγόρευση της εξαγωγής λαδιού παρα μόνο όταν υπήρχε πλεόνασμα.
Η επικράτηση των «ολίγων» δεν έδωσε λύσεις στα προβλήματα του πλήθους. Οι αντιθέσεις διατηρήθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις υποδαυλίστηκαν από πρόσωπα που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις κοινωνικές αναταραχές για να επιβάλουν τη δική τους εξουσία. Τέτοια πρόσωπα συνήθως ήταν ευγενείς που είχαν αναδειχθεί ηγέτες των κατώτερων κοινωνικών ομάδων, με την υποστήριξη των οποίων κατόρθωναν να καταλάβουν την εξουσία. Η προσωπική εξουσία που επέβαλλαν ονομαζόταν τυραννίδα10. Η λέξη «τύραννος» ήταν μάλλον λυδικής προέλευσης. Ορισμένοι από τους τυράννους αναδείχθηκαν σε καλούς ηγέτες, που φρόντισαν για την ανάπτυξη της πόλης τους και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τυράννων ήταν ο Πολυκράτης στη Σάμο, ο Περίανδρος στην Κόρινθο, ο Θεαγένης στα Μέγαρα, ο Πεισίστρατος στην Αθήνα κ.ά. Όσο αύξανε η δύναμη της Ελλάδας αύξανε ταυτόχρονα ο πλούτος της, πολύ περισσότερο από πριν, εγκαταστάθηκαν τυραννίδες στις περισσότερες πολιτείες (ενώ πριν υπήρχαν κληρονομικές βασιλείες με καθορισμένα προνόμια) και η Ελλάδα άρχισε ν' αναπτύσσει το ναυτικό της και να στρέφεται περισσότερο προς τη θάλασσα.
Οι περισσότεροι τύραννοι είχαν βίαιο τέλος. Οι δολοφονικές απόπειρες εναντίον τους εκφράζουν με σαφήνεια και τις διαθέσεις των πολιτών.
Ο αθηναίος πολιτικός Πεισίστρατος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, καταγόταν από τη Βραυρώνα της Αττικής. Το όνομα του πατέρα του ήταν Ιπποκράτης και η μητέρα του, από το γένος των Νηλειδών της Πύλου, ήταν εξαδέλφη της μητέρας του Σόλωνα. Ο Πεισίστρατος έγινε πολύ δημοφιλής στην Αθήνα όταν το 570 π.X., κατά τον πόλεμο των Αθηναίων με τους Μεγαρείς, κατέλαβε τη Νισαία, το λιμάνι των Μεγάρων.
Δεινός ρήτορας ο Πεισίστρατος εκμεταλλεύθηκε την πολιτική και κοινωνική αστάθεια της Αθήνας μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα και συσπείρωσε γύρω του τα δυσαρεστημένα τμήματα του πληθυσμού, όπως τους μικροκτηματίες των άγονων ορεινών περιοχών και τους ακτήμονες, γι’ αυτό και η παράταξή του ονομάστηκε των Διακρίων (ή Υπερακρίων ή Επακρίων). Ως τότε στην Αττική κυριαρχούσαν δύο παρατάξεις, των Πεδιακών, που εκπροσωπούσε τους πλούσιους γαιοκτήμονες με αρχηγό τον Λυκούργο, και των Παραλίων, με οπαδούς τους πολίτες μεσαίων εισοδημάτων και με αρχηγό τον Μεγακλή, ο οποίος έκλινε περισσότερο προς τη συνέχιση της μετριοπαθούς πολιτικής του Σόλωνα. Επινοητικός και εξαιρετικά φιλόδοξος ο Πεισίστρατος επιχείρησε τρεις φορές να γίνει τύραννος της Αθήνας. Οι δύο πρώτες τυραννίδες του ήταν βραχύβιες αλλά με την τρίτη ο Πεισίστρατος παρέμεινε στην εξουσία ως τον θάνατό του. Στην πρώτη του απόπειρα να κατακτήσει την εξουσία ο Πεισίστρατος σκαρφίστηκε το εξής τέχνασμα: αφού τραυματίστηκε μόνος του, εμφανίστηκε στην Αγορά καταματωμένος και άρχισε να διηγείται το πώς, ενώ αυτός υπερασπιζόταν τα δίκαια των αδυνάτων, οι αντίπαλοί του τού επιτέθηκαν και λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν. Οι Αθηναίοι τον πίστεψαν και, για να τον προστατέψουν από τους εχθρούς του, του έδωσαν προσωπική φρουρά 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα). Με «μαγιά» την προσωπική του φρουρά ο Πεισίστρατος, το 560 π.X., συγκέντρωσε και άλλους μισθοφόρους και κατέλαβε την Ακρόπολη και την εξουσία. Οχι όμως για πολύ. Ο Μεγακλής και ο Λυκούργος ξέχασαν τις διαφορές τους, συμμάχησαν εναντίον του και ενωμένοι κατάφεραν να πάρουν την εξουσία από τα χέρια του Πεισίστρατου και να τον εξορίσουν. Μόλις ο Πεισίστρατος έφυγε από τη μέση, ο Μεγακλής και ο Λυκούργος άρχισαν πάλι τη διαμάχη. Ο πανέξυπνος Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος την περίσταση, πήρε με το μέρος του τον μετριόφρονα Μεγακλή ο οποίος μάλιστα του έδωσε για σύζυγο την κόρη του. Αυτή ήταν η τρίτη σύζυγος του Πεισίστρατου. H πρώτη ήταν Αθηναία, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Ιππία και τον Ιππαρχο. H δεύτερη ήταν Αργεία, μητέρα του Ηγησίστρατου. Για να μπορέσει ο Πεισίστρατος να εγκαταστήσει τη νέα τυραννίδα του επινόησε άλλο τέχνασμα. Εβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την έφερε από την Παιανία στην Ακρόπολη διαδίδοντας ότι ήρθε η ίδια η Αθηνά για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος ξανάγινε τύραννος το 558 π.X. Αλλά και πάλι για λίγο. Φαίνεται ότι ο κυριότερος λόγος που απέτυχε και σε αυτή του την προσπάθεια ήταν ότι μόλις εξασφάλισε την τυραννίδα, διατυμπάνισε ότι ο γάμος του με την κόρη του Μεγακλή ήταν τυπικός γιατί αυτός δεν σκόπευε να ενώσει το αίμα του με το αίμα των Αλκμεωνιδών, δηλαδή της οικογένειας του Μεγακλή. Βαθιά προσβεβλημένος ο Μεγακλής συμμάχησε εκ νέου με τον Λυκούργο και οι δυο τους ενωμένοι κατόρθωσαν, το 556 π.X., να διώξουν τον Πεισίστρατο από την Αθήνα, στερώντας του τα πολιτικά του δικαιώματα και δημεύοντας την περιουσία του.
Ο Πεισίστρατος τότε έφυγε και πήγε αρχικά στην Εύβοια και μετά στη Μακεδονία όπου στο Παγγαίο όρος απέκτησε τον έλεγχο ορυχείων χρυσού και αργύρου και πλούτισε. Ετσι μπορούσε πλέον να συντηρεί έναν αρκετά μεγάλο στρατό μισθοφόρων. Επιπλέον ζήτησε βοήθεια από τους αριστοκράτες φίλους του από τη Θήβα, τη Θεσσαλία, την Ερέτρια και κυρίως από τη Νάξο όπου ο Λύγδαμης, ο μετέπειτα τύραννος του νησιού, πρόσφερε στον Πεισίστρατο και στρατό και χρήμα. Επίσης ο γιος του Ηγησίστρατος στρατολόγησε από τη γενέτειρα της μητέρας του γύρω στους 1.000 αργείους εθελοντές. Τον στρατό του ο Πεισίστρατος τον συγκέντρωσε στην Ερέτρια και από εκεί έπλευσε στον Μαραθώνα απ’ όπου εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας. Ο στρατός του Λυκούργου και του Μεγακλή τον περίμενε στην Παλλήνη. Εκεί όμως ο Πεισίστρατος, πάλι με τέχνασμα, νίκησε τους αντιπάλους του κατά κράτος. Επιτέθηκε το καταμεσήμερο, την ώρα όπου οι Αθηναίοι λαγοκοιμούνταν αποκαμωμένοι από τη ζέστη. Ετσι ο Πεισίστρατος μπήκε θριαμβευτής στην Αθήνα το 546 π.X., ένδεκα χρόνια αφότου τον είχαν διώξει ως προδότη, και επέβαλε την τρίτη τυραννίδα του την οποία διατήρησε ισοβίως.
Μολονότι ο Πεισίστρατος κατέκτησε την Αθήνα με ξένο στρατό, δεν κατέλυσε τους ισχύοντες θεσμούς. Αντίθετα σεβάστηκε τους νόμους του Σόλωνα παρ’ ότι εκείνος στην πρώτη τυραννίδα του Πεισίστρατου είχε κάνει το παν για να μπορέσει να τον διώξει από την εξουσία. Φυσικά ο Πεισίστρατος είχε τον έλεγχο των πάντων. Διατήρησε τον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό της Αθήνας αλλά φρόντισε να τοποθετήσει σε όλες τις θέσεις-κλειδιά συγγενείς του ή ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Επίσης κατάφερε με ειρηνικά μέσα να αφοπλίσει τους Αθηναίους πείθοντάς τους ότι θα τους προστάτευε με στρατό που θα τον πλήρωνε από τα δημόσια έσοδα, και έστρεψε τα ενδιαφέροντά τους σε παραγωγικότερες ασχολίες αντί του πολέμου. Για να διασφαλίσει το καθεστώς του από τους αντιφρονούντες ο Πεισίστρατος πήρε ομήρους μερικούς νέους από αριστοκρατικές οικογένειες και τους έστειλε στη Νάξο, στον Λύγδαμη, τον οποίο βοήθησε να γίνει τύραννος του νησιού. Επίσης εξόρισε όλους εκείνους που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν, όπως τους Αλκμεωνίδες. Ως πρώην αρχηγός των Διακρίων ο Πεισίστρατος κράτησε τις υποσχέσεις που έδινε κάποτε στους οπαδούς του: τα κτήματα που δήμευσε από τους εξόριστους Παραλίους και Πεδιακούς τα μοίρασε στους ακτήμονες και έκανε αναδασμό της γης, κάτι που δεν είχε τολμήσει να κάνει ο Σόλων. Επιπλέον έδωσε στους αγρότες χαμηλότοκα δάνεια ώστε τους μήνες όπου περίμεναν να συλλέξουν τη σοδειά τους να μην αναγκάζονται να μπαίνουν στην πόλη αναζητώντας δουλειά. Θέσπισε επίσης κινητά δικαστήρια τα οποία περιόδευαν στην ύπαιθρο για την επίλυση των διαφορών. Με τον τρόπο αυτό ο Πεισίστρατος περιόρισε την αστυφιλία και αύξησε την αγροτική παραγωγή. Ο Πεισίστρατος ενθάρρυνε και τη βιοτεχνία και το εμπόριο και επέβαλε τη φορολογία της δεκάτης (10% επί του εισοδήματος). Με τα χρήματα που εισέπραττε από τους φόρους κατασκεύασε δρόμους και πολλά άλλα δημόσια έργα, μνημεία και ναούς που ομόρφυναν την Αττική αλλά ταυτόχρονα πρόσφεραν δουλειά στον αστικό πληθυσμό. Μερικά από τα διασημότερα έργα της εποχής του Πεισίστρατου ήταν το υδραγωγείο, η Εννεάκρουνος ή Καλλιρρόη, το Εκατόμπεδον στην Ακρόπολη προς τιμήν της Αθηνάς, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε ο Παρθενώνας, και ο ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος τελικά ολοκληρώθηκε αιώνες αργότερα από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.
Μεγάλος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών υπήρξε επίσης ο Πεισίστρατος. Στην εποχή του καταγράφηκαν για πρώτη φορά τα Ομηρικά Επη και στην πλουσιοτάτη βιβλιοθήκη του είχαν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. H αττική αγγειοπλαστική επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη άνθηση. Στο πλαίσιο της φιλολαϊκής πολιτικής του ο Πεισίστρατος αναδιοργάνωσε και αναβάθμισε τις κυριότερες εορτές της Αθήνας, όπως τα Διονύσια και τα Παναθήναια που τόνιζαν την ενότητα του λαού. Εκτός από τις πομπές και τις τελετουργίες εντάχθηκαν στις εορτές και αθλητικοί, μουσικοί και ποιητικοί αγώνες. Υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες ότι ο Θέσπις, ο προπάτορας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αναδείχτηκε νικητής στον ποιητικό αγώνα των Μεγάλων Διονυσίων επί Πεισιστράτου, το 535 ή το 533 π.X.
Στα 20 σχεδόν χρόνια της τρίτης τυραννίδας του Πεισίστρατου η Αττική δεν ενεπλάκη σε πόλεμο. Οι σχέσεις του Πεισίστρατου με τους επικίνδυνους γείτονες, κυρίως τη Μεγαρίδα την οποία είχε κατατροπώσει παλαιότερα με νικηφόρο πόλεμο, υπήρξαν άριστες. Το ίδιο και με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες η τυραννίδα του Πεισίστρατου ήταν μάλλον ήπια, σχεδόν «δημοκρατική». Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου τον διαδέχθηκαν οι γιοι του Ιππίας και Ιππαρχος, οι οποίοι και υπήρξαν οι τελευταίοι τύραννοι της Αθήνας. Το τυραννικό πολίτευμα της Αθήνας καταλύθηκε το 510 π.X.
Μετά την πτώση των τυραννικών καθεστώτων, περίπου στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., στις περισσότερες πόλεις επιβλήθηκαν εκ νέου ολιγαρχικά καθεστώτα, σε άλλες, όμως, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, έγιναν μεταρρυθμιστικές νομοθετικές προσπάθειες που άνοιξαν το δρόμο προς τη δημοκρατία (μεταρρύθμιση του Κλεισθένη). Στο δημοκρατικό πολίτευμα κυρίαρχο πολιτειακό όργανο αναδεικνύεται η εκκλησία του δήμου, δηλαδή η συνέλευση όλων των ενήλικων κατοίκων που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Σε κάθε πολίτη δινόταν η δυνατότητα να παίρνει το λόγο, να διατυπώνει ελεύθερα την άποψή του (ισηγορία), και να συμμετέχει στη διαμόρφωση και στην ψήφιση των νόμων (ισονομία). Οι Πεισιστρατίδες αρχικά προσέγγισαν τις αριστοκρατικές οικογένειες ευνοώντας την εκλογή μελών τους στα διάφορα αξιώματα, σύντομα όμως επανήλθαν στην τακτική του πατέρα τους. Το 514 ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε από δύο ευγενείς, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Η δολοφονία αυτή σκλήρυνε τη στάση του Ιππία, που επέβαλε θανατικές ποινές και εξορίες, γεγονός που, σε συνδυασμό με την απώλεια του Σιγείου και τη βαριά φορολογία, προκάλεσε τη δυσφορία του λαού. Την κατάσταση θέλησαν να εκμεταλλευτούν οι ευγενείς. Αρχικά κάποιος Κήδων και το 513 οι Αλκμεωνίδες επιχείρησαν, χωρίς αποτέλεσμα όμως, την κατάλυση της τυραννίδας. Μετά την αποκατάσταση της ελευθερίας, στην Αθήνα διαμορφώθηκαν δύο πολιτικά ρεύματα. Οι ευγενείς υπό τον Ισαγόρα επιδίωκαν την επιστροφή στο αριστοκρατικό καθεστώς, ενώ ο Αλκμεωνίδης Κλεισθένης επικεφαλής του αντίθετου κόμματος αντιδρούσε και πρότεινε στην Εκκλησία συνταγματικές ρυθμίσεις που απέσπασαν την επιδοκιμασία των πολλών.
Το 511 π.χ. διαβλέποντας το πρόβλημα, ο Κλεισθένης αποδυνάμωσε τα γένη, ορίζοντας (σύμφωνα με χρησμό της Πυθίας) 10 νέες φυλές, δίνοντάς τους ονόματα “επωνύμων” ηρώων. Διαίρεσε τις φυλές σε τριττύες, όπου κάθε φυλή είχε ένα τμήμα παράλιο, ένα αστικό και ένα μεσόγειο. Οι δήμοι ήταν υποδιαιρέσεις των τριττυών. Οι κάτοικοι ονοματίζονταν σύμφωνα με τον πατέρα τους, το όνομα του δήμου τους και της φυλής που ανήκαν. Παλιοί και νέοι κάτοικοι ισχυρού γένους ή μη, ορίσθηκαν ανεξαιρέτως όλοι Αθηναίοι. Με μια θαυμαστή καθαρότητα σκέψης ολοκλήρωσε το έργο που άφησε ο Σόλων, και έδωσε στο δημοκρατικό σύνταγμα της Αθήνας την τελειωτική του μορφή (508/7). Ήθελε να εμποδίσει την επιστροφή της τυραννίας, να διαλύσει την ισχυρή οργάνωση που είχε αποκτήσει η αριστοκρατία στις φρατρίες και στις τέσσερις ιωνικές φυλές, να αποτρέψει τις κοινωνικές τάξεις να ενωθούν κατά περιοχή.[…] Δημιουργήθηκαν περιφέρειες, όπου ταξινομήθηκαν όλοι οι πολίτες σύμφωνα με την κατοικία τους. Ολόκληρη η χώρα μοιράστηκε σε δήμους, μικρές κοινότητες, κάθε μια από τις οποίες είχε τη συνέλευσή της, τους άρχοντές της, τη διοίκησή της. Κάθε πολίτης γράφτηκε στον κατάλογο ενός δήμου, και το δημοτικό όνομα, προστιθέμενο στο ατομικό όνομά του, απόδειχνε την ιδιότητα του πολίτη. Όλοι οι δήμοι, των οποίων ο αριθμός ξεπερνούσε αισθητά την εκατοντάδα, έπρεπε να μοιραστούν σε δέκα φυλές, οι οποίες μ’αυτόν τον τρόπο, δεν ήταν πια συγγενικές, αλλά τοπικές. Ήταν λοιπόν αδύνατο στις παλαιές φυλές να ξαναβρεθούν μέσα στις καινούργιες. Αλλά υπήρχε κίνδυνος, με τη συμμαχία των γειτονικών φυλών, να συνεχιστούν οι αντιθέσεις των περιοχών. Για να αποφύγει αυτό τον κίνδυνο, ο Κλεισθένης βρήκε έναν πολύ έξυπνο τρόπο. Σκέφτηκε ότι ήταν χρήσιμο να συστήσει οργανισμούς ενδιάμεσους των δήμων και των φυλών. Χώρισε λοιπόν κάθε μια από τις τρεις περιοχές της Αττικής, το Άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία, σε δέκα τομείς και παραχώρησε με κλήρο σε κάθε φυλή έναν τομέα από κάθε περιοχή. Μ’αυτόν τον τρόπο, κάθε φυλή είχε τρεις ομάδες δήμων, τρείς τριττύες.
Ο Κλεισθένης απέβλεπε στη διάσπαση των τοπικιστικών παρατάξεων και τον περιορισμό της δυνατότητας επηρεασμού των ασθενέστερων πολιτών από έναν αριστοκράτη αρχηγό η οποία παλαιότερα είχε οδηγήσει σε τυραννικά καθεστώτα. Συγκεκριμένα αμέσως μετά το Σόλωνα εμφανίζονται στην Αττική τρεις παρατάξεις (παράλιοι: ασχολούνταν με το εμπόριο, την αλιεία τη ναυσιπλοία κλπ, οι πεδιακοί: πλούσιοι γαιοκτήμονες ευγενικής ή μη καταγωγής, διάκριοι: αγρότες υποβαθμισμένων περιοχών ή οπλίτες που ζητούσαν αναδασμό της γής), οι οποίες πιθανόν εξέφραζαν τους ανταγωνισμούς τριών αριστοκρατών (Μεγακλή, Λυκούργου, Πεισίστρατου αντίστοιχα) και των οπαδών τους που κατάγονταν απ'; τις περιοχές αυτές, οι οποίοι είχαν ως κύριο στόχο την κατάληψη της εξουσίας και τη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα ή την καταστρατήγησή τους. Γι' αυτό ο Κλεισθένης χώρισε τις τριττύες ανά δέκα: δέκα «περί το άστυ», δέκα «παράλιες» και δέκα «μεσόγειες», και ύστερα, με κλήρο, δόθηκαν σε κάθε φυλή πάλι τρεις τριττύες, αλλά μία από κάθε τομέα (άστυ, παραλία, μεσογαία). […] Το δεκαδικό σύστημα των φυλών εφαρμόστηκε σε όλη την πολιτική και διοικητική οργάνωση της πόλης. Η βουλή αποτελείται από 500 μέλη, 50 κατά φυλή, παρμένα από τους δήμους ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Κάθε μια φυλή της βουλής(οι βουλευτές κάθε φυλής) σχηματίζει, εκ περιτροπής, μια μόνιμη επιτροπή για το ένα δέκατο του έτους. Επειδή οι άρχοντες ήταν εννιά, τους προσθέτουν κι ένα γραμματέα, έτσι ώστε οι δέκα φυλές να αντιπροσωπεύονται στο συλλογικό όργανο. Ο στρατός υποδιαιρείται σε δέκα τμήματα που λέγονται επίσης φυλαί, και καθένα τους διοικείται από ένα φύλαρχο. Σε όλες τις περιστάσεις ο λαός εμφανίζεται χωρισμένος σε δέκα ομάδες. Απλή, καθαρά λογική κατασκευή, και γι’ αυτό αντίθετη σε κάθε παράδοση, το δεκαδικό σύστημα αποτελεί ουσιαστικό μέρος του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε πολλές Ελληνικές πόλεις που ελευθερώθηκαν από το ολιγαρχικό πολίτευμα Όμως ο Κλεισθένης όπως και οι προηγούμενοι μεταρρυθμιστές δεν κατάργησαν το τιμοκρατικό σύστημα δηλαδή την κατάταξη των κατοίκων και των πολιτικών δικαιωμάτων τους, ανάλογα με το ετήσιο εισόδημά τους. Η οικονομική τάξη του κάθε Αθηναίου πολίτη, καθόριζε τη φορολόγησή του και κατ’ επέκταση τα πολιτικά του δικαιώματα. Τα αξιώματα μετά την μεταρρύθμιση του Κλεισθένη ήταν: Οι 10 άρχοντες που εκλέγονταν αποκλειστικά εκ των 500μέδιμνων, ένας από κάθε φυλή Η βουλή του Άρειου Πάγου (συμβούλιο των ευγενών) με καθήκον την εποπτεία της πολιτείας Η βουλή των 500 (50/κάθε φυλή) όπου μετέχουν πλέον οι τρεις ανώτερες τάξεις Η συνέλευση των πολιτών όπου συμμετέχουν όλοι οι πολίτες της Αθήνας Επίσης η κατώτερη οικονομικά τάξη -αυτή των θητών- δεν είχε δικαίωμα του εκλέγεσθαι παρά μόνον του εκλέγειν. Επί Κλεισθένη λοιπόν δεν υπήρξε Δημοκρατία, ούτε τα αξιώματα ήταν προσβάσιμα σε όλους, ενώ υπήρχε και η μερική εκλογή, παρ' όλα αυτά οι βάσεις της Δημοκρατίας είχαν τεθεί. Εξέλιξη υπήρξε το γεγονός πως οι βουλευτές έπαψαν να εκλέγονται μόνο από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων και εκλέγονταν πλέον και από τους τριακοσιομέδιμνους και τους ζευγίτες . Από το 479 π.χ. αντιτιθέμενη στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, στην Αθήνα εγκαθίσταται μια ιδιόμορφη ολιγαρχία καθώς, την εξουσία αναλαμβάνει το συμβούλιο των ευγενών, ο Άρειος Πάγος, επικαλύπτοντας τα καθήκοντα της εποπτείας και τις θεσπισμένες αρχές. Η ιδιότυπη και αναχρονιστική αυτή χούντα δημιούργησε ισχυρές αντιπάθειες, χωρίζοντας τους Αθηναίους σε ολιγαρχικούς και λαϊκούς.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙ ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Οι Περσικοί Πόλεμοι αποτελούν σύνολο πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ της Περσικής Αυτοκρατορίας και των πόλεων της κλασσικής Ελλάδας που άρχισαν το 502 π.Χ. και διήρκεσαν μέχρι το 449 π.Χ. Η σύγκρουση μεταξύ του άτακτου πολιτικού κόσμου των Ελλήνων και της τεράστιας αυτοκρατορίας των Περσών άρχισε όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέλαβε την Ιωνία το 547 π.Χ. Πασχίζοντας να απομακρύνουν την ιδέα της ανεξαρτησίας από τις πόλεις της Ιωνίας, οι Πέρσες διόρισαν για διοικητές των πόλεων τυράννους. Αυτό θα αποδειχθεί πηγή πολλών προβλημάτων για τους Έλληνες και τους Πέρσες. Το 499 π.Χ, ο τότε-τύραννος της Μιλήτου, Αρισταγόρας, οργάνωσε μια επιχείρηση για να καταλάβει τη Νάξο, με την υποστήριξη των Περσών. Ωστόσο, η επιχείρηση έληξε με αποτυχία, και καταλαβαίνοντας ότι θα έχανε τη θέση του, ο Αρισταγόρας οδήγησε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο της Μικράς Ασίας σε εξέγερση κατά των Περσών. Αυτή ήταν η αρχή της Ιωνικής Επανάστασης, η οποία διήρκεσε έως το 493 π.Χ, καθώς συμμετείχαν και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Ο Αρισταγόρας εξασφάλισε τη στρατιωτική υποστήριξη της Αθήνας και της Ερέτριας, και το 498 π.Χ, αυτή η δύναμη κατέλαβε και έκαψε την περσική τοπική πρωτεύουσα των Σάρδεων. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α' ορκίστηκε να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια για αυτή την κίνηση. Η επανάσταση συνεχίστηκε, με τις δύο πλευρές να βρίσκονται σε αδιέξοδο από το 497-495 π.Χ. Το 494 π.Χ, ο περσικός στρατός ανασυντάχθηκε, και επιτέθηκε στο επίκεντρο της εξέγερσης, τη Μίλητο. Στη ναυμαχία της Λάδης, οι Ίωνες δέχθηκαν αποφασιστική ήττα, και η εξέγερση κατέρρευσε, με τις τελευταίες μάχες να διεξάγονται τον επόμενο χρόνο. Προσπαθώντας να εξασφαλίσει την προστασία της αυτοκρατορίας του από άλλες εξεγέρσεις, και από την παρέμβαση της ηπειρωτικής Ελλάδας, ο Δαρείος άρχισε να σχεδιάζει την κατάληψη της Ελλάδας, καθώς και την τιμωρία της Αθήνας και της Ερέτριας για την καταστροφή των Σάρδεων. Η πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα άρχισε το 492 π.Χ, με τον Πέρση στρατηγό Μαρδόνιο να κατακτά τη Θράκη και τη Μακεδονία πριν πολλές ατυχίες βάλουν ένα πρόωρο τέλος στην εκστρατεία. Το 490 π.Χ, μια δεύτερη δύναμη στάλθηκε στην Ελλάδα, αυτή τη φορά δια μέσου του Αιγαίου, υπό τη διοίκηση του Δάτη και του Αρταφέρνη. Οι Πέρσες κατέλαβαν τις Κυκλάδες, πριν πολιορκήσουν, κατακτήσουν και καταστρέψουν την Ερέτρια. Ωστόσο, καθ' οδόν στην Αθήνα, οι Πέρσες δέχθηκε αποφασιστική ήττα από τους Αθηναίους στη μάχη του Μαραθώνα, ολοκληρώνοντας τις περσικές προσπάθειες για αυτή την περίοδο.
Το 490 π.Χ. έγινε η δεύτερη περσική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, με σκοπό να τιμωρηθούν οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς, επειδή είχαν βοηθήσει τους Ίωνες να ξεσηκωθούν κατά των Περσών. Παράλληλα, όμως, ήταν και η αρχή για την πραγματοποίηση του σχεδίου υποταγής ολόκληρης της Ελλάδας από τον Δαρείο. Μαζί τους, οι Πέρσες είχαν ως οδηγό και σύμβουλο τον πρώην τύραννο της Αθήνας Ιππία, γιο του Πεισίστρατου. Ο Περσικός στόλος με το στρατό ακολούθησε αυτή τη φορά διαφορετικό δρόμο σε σχέση με την πρώτη εκστρατεία του Μαρδόνιου (492 π.Χ). Από την Κιλικία, όπου συγκεντρώθηκε, έπλευσε στη Σάμο, πέρασε από τις Κυκλάδες κι έφθασε στην Ερέτρια. Μετά την κατάληψη της Ερέτριας, οι Πέρσες είχαν στόχο να υποτάξουν την Αθήνα και να επαναφέρουν στην αρχή τον πιστό σ’ αυτούς Ιππία. Με την καθοδήγηση του ηλικιωμένου άνδρα πέρασαν από την Ερέτρια απέναντι στον Μαραθώνα και στην αμμώδη παραλία του σημερινού Σχοινιά. Την εκλογή του τόπου επέβαλαν από κοινού πολιτικά κριτήρια (οι φτωχοί κάτοικοι της περιοχής, οι Διάκριοι, υποστήριζαν τους Πεισιστρατίδες) και στρατηγικοί λόγοι (η πεδιάδα ήταν κατάλληλη για τη δράση του περσικού ιππικού). Από την πλευρά των Αθηναίων η αποστολή του στρατού τους στον Μαραθώνα αποτελούσε στρατηγική επιλογή, καθώς η Αθήνα δεν περιστοιχιζόταν από ισχυρά τείχη και δεν διέθετε στόλο για να αντιμετωπίσει τον ανεφοδιασμό σε περίπτωση πολιορκίας. Εξάλλου, η πεδιάδα προσφερόταν για τη δράση της αθηναϊκής φάλαγγας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι έχασαν στη μάχη 192 άνδρες και οι Πλαταιείς 11, ενώ οι απώλειες των Περσών ανήλθαν σε 6.400 νεκρούς και 7 βυθισμένα πλοία. Νεώτερες εκτιμήσεις, που αναφέρει η Wikipedia στο σχετικό αγγλικό λήμμα, ανεβάζουν τους νεκρούς των ελληνικών δυνάμεων σε 1.000 - 3.000 και υποβιβάζουν αυτές των Περσών στις 4.000 - 5.000. Οι Αθηναίοι, αφού έθαψαν τους νεκρούς τους στον Μαραθώνα, ανήγειραν μνημείο από λευκή πέτρα, πάνω στο οποίο χαράχτηκε το επίγραμμα του λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου: Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν. Μετά την ήττα τους στο Μαραθώνα, οι Πέρσες έπλευσαν με το στόλο τους προς την Αθήνα, ελπίζοντας να τη βρουν αφρούρητη και να την καταλάβουν. Ο Μιλτιάδης, όμως, πρόλαβε να οδηγήσει έγκαιρα το στρατό στην πόλη κι έτσι οι Πέρσες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία. Ο Δαρείος πέθανε το 486 π.Χ, και η ευθύνη για την κατάληψη της Ελλάδας πέρασε στον γιό του, Ξέρξη Α'. Το 480 π.Χ, ο Ξέρξης προσωπικά οδήγησε τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα, με τον μεγαλύτερο αρχαίο στρατό που είδε ο κόσμος. Η νίκη των Περσών στη μάχη των Θερμοπυλών κατά των Συμμάχων (με αρχηγούς την Αθήνα και τη Σπάρτη) επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας. Ωστόσο, καθώς προσπαθούσαν να καταστρέψουν τον συμμαχικό στόχο, οι Πέρσες ηττήθηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας είναι ίσως η πιο καθοριστική μάχη των περσικών πολέμων γιατί οι Έλληνες απέτρεψαν την κατάληψη του ελλαδικού χώρου από τις στρατιές του Ξέρξη, που είχαν περάσει από τις Θερμοπύλες και είχαν κάνει στάχτη την Αθήνα. Oι ιστορικοί εκτιμούν ότι σε περίπτωση ήττας, οι ορδές της ανατολής θα ξεχύνονταν στην Πελοπόννησο και θα έσβηναν την Ελλάδα από τον χάρτη, πιθανότατα και από την ιστορία. Οι Πέρσες έχασαν 200 πλοία και οι Έλληνες 40, αλλά ο αριθμός των νεκρών Περσών είναι πολύ μεγάλος, καθώς όσοι έπεφταν στη θάλασσα δεν ήξεραν να κολυμπούν και πνίγονταν. Ο Πέρσης από το θρόνο που είχε στήσει σε μια πλαγιά στο Αιγάλεω, έβλεπε από την καλύτερη δυνατή θέση τη δυσάρεστη εξέλιξη της μάχης.
Η ήττα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας προκάλεσε πανικό στο περσικό στρατόπεδο και παρά το γεγονός ότι στόλος τους παρέμενε μεγαλύτερος από τον ελληνικό, ο Ξέρξης έδωσε αμέσως διαταγή να αποπλεύσουν φοβούμενος μήπως οι Έλληνες πλεύσουν στον Ελλήσποντο και καταστρέψουν τις γέφυρες που είχε κατασκευάσει για να έχει πρόσβαση στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη, που δεν θα υπήρχε με τη σημερινή μορφή και ίσως και με αυτό όνομα, αν οι Έλληνες δεν κέρδιζαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας....
ΠΗΓΕΣ: Boardman, J., Griffin, J., & Murray, O. (2001) The Oxford Illustrated History of Greece and the Hellenistic World. Oxford University Press, New York Fehling, D. (1989). Herodotus and His "Sources": Citation, Invention, and Narrative Art. Francis Cairns. Green, P. (1996). The Greco-Persian Wars. University of California Press. Lazenby, J.F. (1993). The Defence of Greece 490-479 BC. Aris & Phillips Ltd.
Ο Περσικός στρατός υπό τον Μαρδόνιο, αφού ξεχειμώνιασε στη Θεσσαλία, ετοιμάσθηκε την άνοιξη του 479 π.X. να επιτεθεί εκ νέου κατά της Αθήνας. Προτού όμως ξεκινήσει, ο Μαρδόνιος έστειλε στην Αθήνα το σύμμαχό του και υποτελή βασιλέα της Μακεδονίας, Αλέξανδρο Α', με συγκεκριμένες προτάσεις ειρήνης. Πρότεινε στους Αθηναίους να γίνουν σύμμαχοί του κι αυτός θα αναλάμβανε όχι μόνο να ανοικοδομήσει την κατεστραμμένη πόλη και τους ναούς της, αλλά θα τους καθιστούσε ηγεμόνες της Ελλάδας. Η θέση των Αθηναίων, που επιστρέφοντας από τη Σαλαμίνα μετά την περίφημη ναυμαχία (480 π.Χ.) βρήκαν την πόλη και τους ναούς τους ερείπια, ήταν απελπιστική. Εξ άλλου, οι Σπαρτιάτες, φοβούμενοι μήπως οι Αθηναίοι δελεασθούν από τις προτάσεις του Μαρδονίου και υποκύψουν, έστειλαν κι αυτοί πρέσβεις στην Αθήνα, με εντολή ν’ αποτρέψουν την παραδοχή των προτάσεων του Μαρδονίου από τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι τότε αναδείχθηκαν άξιοι των περιστάσεων. Ανέθεσαν στον Αριστείδη να δώσει την πρέπουσα απάντηση και στις δυο αντιπροσωπείες. Στον μεν Αλέξανδρο είπε: «Όσο ο ήλιος εξακολουθεί τον δρόμο του, οι Αθηναίοι δεν πρόκειται να γίνουν σύμμαχοι των Περσών. Κι επειδή έχουν τις ελπίδες στους θεούς, που τα ιερά και τα αγάλματά τους εμόλυναν και κατέστρεψαν οι Πέρσες, θα εξακολουθήσουν να πολεμούν για την ελευθερία τους». Στους δε Σπαρτιάτες απάντησε: «Ούτε τόσο χρυσάφι υπάρχει στη γη, ούτε χώρες τόσο πλούσιες, για να δεχθούμε να προδώσουμε την πατρίδα μας και να γίνουμε φίλοι των Περσών. Βιαστείτε μόνο να στείλετε βοήθεια, γιατί ο Μαρδόνιος γρήγορα θα έλθει εναντίον μας.» Όταν ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε την απόρριψη των προτάσεών του, ξεκίνησε αμέσως από τη Θεσσαλία, εισέβαλε στην Αττική, που την κατέλαβε και τη λεηλάτησε. Έπειτα, αφού προχώρησε ως την Αθήνα, που τη βρήκε πάλι έρημη από κόσμο, κατάστρεψε ό,τι είχε απομείνει από την πρώτη καταστροφή κι επέστρεψε και στρατοπέδευσε στη Βοιωτία. Οι Έλληνες με αρχηγό το βασιλιά της Σπάρτης Παυσανία και με την καθοριστική συμμετοχή των Αθηναίων υπό τον Αριστείδη, στην αρχή φοβήθηκαν και παρατάχθηκαν στις υπώρειες του Κιθαιρώνα. Ο Μαρδόνιος έστειλε εναντίον τους το Ιππικό του, αλλά οι Έλληνες απέκρουσαν την επίθεσή του και σκότωσαν τον αρχηγό του Μασίστιο. Το γεγονός αυτό τους έδωσε θάρρος, κατέβηκαν στην πεδιάδα κοντά στις Πλαταιές και στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Πέρσες. Πολύτιμες πληροφορίες για τις πολεμικές προετοιμασίες των Περσών έδωσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Αλέξανδρος Α’, σε μυστική του συνάντηση με τους Αθηναίους στρατηγούς τις παραμονές της μεγάλης μάχης. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αφού διακήρυξε ότι είναι Έλληνας από παλιά γενιά, τους είπε ότι δεν θέλει να δει την πατρίδα του να πέφτει από τη λευτεριά της στη δουλεία. Στην πεδιάδα των Πλαταιών έγινε μάχη φοβερή (στις 27 Αυγούστου 479 π.Χ. κατά μία εκδοχή), στην οποία οι Πέρσες έπαθαν μεγάλη καταστροφή. Όλος ο στρατός του Μαρδονίου κατανικήθηκε και διαλύθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε από πέτρα, που του πέταξε ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος και τον χτύπησε στο κεφάλι. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, από τις 300.000 των Περσών και των Ελλήνων συμμάχων τους μόνο 40.000 γλίτωσαν και εγκατέλειψαν τον ελλαδικό χώρο με επικεφαλής τον Αρτάβαζο. Από τους 110.000 Έλληνες, έπεσαν στο πεδίο της μάχης 1360 στρατιώτες, που τάφηκαν επί τόπου με μεγάλες τιμές.

ΜΗΔΟΙ, ΠΕΡΣΕΣ, ΣΚΥΘΕΣ, ΠΑΡΘΟΙ

Οι Μήδοι ήταν ιστορικός αρχαίος λαός με ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και είχαν υπό τον έλεγχό τους την Περσική Αυτοκρατορία και την Μικρά Ασία κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ.. Πρωτεύουσά τους ήταν τα Εκβάτανα, η σημερινή Χαμαντάν του Ιράν (Περσίας). Το 550 π.Χ. ο Κύρος της Περσίας ενσωμάτωσε τη χώρα τους Μηδία στη αυτοκρατορία του. Από το σημείο αυτό και μετά οι Μήδοι κατείχαν εξέχουσα θέση στη περσική ζωή. Αναφέρεται επίσης ότι Μήδοι βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ ως προσκυνητές στην Πεντηκοστή, όπως και Ελαμίτες.
Οι Μήδοι ήταν ο πρώτος λαός που απελευθερώθηκε από τον Ασσυριακό ζυγό που κυριαρχούσε στην Ασία για μια διάρκεια πεντακοσίων είκοσι χρόνων. Μετά την απελευθέρωση τους έγιναν αυτοί κυρίαρχοι της Ασίας για τέσσερις γενιές, ώσπου υποτάχτηκαν στους Πέρσες. Κατά τη βασιλεία του Κυαξάρη, γιου του Φραόρτη, οι Μήδοι έχασαν για ένα διάστημα την υπεροχή τους στην Ασία από τους Σκύθες οι οποίοι κυριάρχησαν για μια διάρκεια είκοσι οχτώ χρόνων. Οι Σκύθες κέρδισαν την υπεροχή τους στην Ασία όταν νίκησαν σε μάχη τους Μήδους όταν αυτοί πολιορκούσαν την Νινευή, πρωτεύουσα των Ασσύριων. Οι Σκύθες μπήκαν στην Ασία καταδιώκοντας του Κιμμέριους γεγονός που εξηγεί την παρουσία τους σε Μηδικό έδαφος. Σ ’αυτή τη μάχη αρχηγός του Σκυθικού στρατεύματος ήταν ο βασιλιάς Μαδύας, γιος του Προτοθύη. Ύστερα οι Σκύθες άρχισαν να έχουν βλέψεις και στην Αίγυπτο, αλλά μετά από ικεσίες και δωροδοκίες του Αιγύπτιου βασιλιά, Ψαμμήτιχου, υποχώρησαν. Οι Σκύθες όταν ήταν κύριοι στην Ασία φέρονταν σαν κοινοί ληστές και η βία και η παρανομία κυριαρχούσαν. Έτσι ο Κυαξάρης και οι Μήδοι κάλεσαν και σκότωσαν τους περισσότερους από αυτούς σ ’ένα συμπόσιο ξανακερδίζοντας την υπεροχή τους στην Ασία.
Οι Πέρσες είναι λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, που έφτασαν από την κεντρική Aσία στο σημερινό Ιράν περίπου το 1.500 π.Χ. Ξεκινώντας γύρω στο 550 π.Χ. από την επαρχία της Φαρς, οι Πέρσες διέδωσαν τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους από τη Μικρά Ασία έως τα Ιμαλάια, ενσωματώνοντας και άλλες τοπικές εθνοτικές ομάδες. Η Περσική αυτοκρατορία γνώρισε μετά το 330 π.Χ. διαδοχικές κατακτήσεις και συνέχισε να υπάρχει με διαφορετικές μορφές περίπου έως το 650 οπότε κατακτήθηκε από τους μουσουλμάνους. Σήμερα οι Πέρσες κατοικούν στο Ιράν και τις γύρω χώρες.
Η πρώτη αναφορά στους Πέρσες προέρχεται από Ασσυριακή επιγραφή του 800 π.Χ. η οποία τους αναφέρει ως "Παρσού", γείτονες ενός άλλου Αρείου έθνους, των Μήδων. Για τους δύο επόμενους αιώνες οι Πέρσες και οι Μήδοι ήταν υποτελείς των Ασσυρίων, Βαβυλωνίων και Σκυθών (επίσης Άριοι). Το δε όνομα της Χώρας των Περσών ως Περσία είναι η ιστορική ονομασία του σύγχρονου Ιράν. Η ονομασία αυτή επικράτησε στη Δύση λόγω των Ελλήνων, οι οποίοι γενίκευσαν την ονομασία της περιοχής Παρς (Παρσίς), Φαρς σήμερα, στο νότιο Ιράν, η οποία ήταν και το κέντρο της Περσικής Αυτοκρατορίας. Σημειωτέον ότι η Περσική γλώσσα λέγεται Φαρσί. Η Περσία ονομάστηκε επισήμως Ιράν από τις 21 Μαρτίου 1935, όταν ο Σάχης Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί ζήτησε επίσημα από τη διεθνή κοινότητα να αποκαλεί τη χώρα του με την εθνική της ονομασία "Ιράν" που σημαίνει "η χώρα των Αρείων". Ο Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί καυχάτο ότι ανήκε στη δυναστεία των Αχαιμενιδών και ότι οι Πέρσες είναι Ελληνικής καταγωγής. Η θεωρία στηρίζεται στην Ελληνική μυθολογία και στον μύθο του Πέρση (γιου του Περσέα και της Ανδρομέδας) γιος του οποίου ήταν ο Αχαιμένης ιδρυτής της δυναστείας των Αχαιμενιδών.
Η δυναστεία των Αχαιμενιδών ήταν η πρώτη σειρά Περσών ηγεμόνων. Ιδρύθηκε από τον Αχαιμένα, έναν Πέρση ηγέτη του 700 π.Χ. Ο γιος του ο Θιέσπης οδήγησε τους νομάδες Πέρσες να εγκατασταθούν στο νότιο Ιράν γύρω στο 650 π.Χ. και συγκρότησε το πρώτο οργανωμένο Περσικό κράτος. Σταδιακά το Περσικό κράτος κατέκτησε την περιοχή των αυτοχθόνων Ελαμιτών συμπεριλαμβανομένης της σημαντικής περιοχής Ανσάν. Οι απόγονοι του Θιέσπη χωρίστηκαν σε δύο κλάδους: ο μεν βασίλευε στο Ανσάν, ο δε στην υπόλοιπη Περσία.
Ο Κύρος ο Μέγας ένωσε τα δυο βασίλεια περί το 559 π.Χ. Εκείνη την περίοδο οι Πέρσες ήταν υποτελείς στους Μήδους υπό τον παππού του Κύρου, τον Αστυάγη. Ο Κύρος επαναστάτησε με τη βοήθεια των Περσών, ανατρέποντας τον Αστυάγη, και δημιούργησε τη μεγάλη Περσική αυτοκρατορία προσθέτοντας τη Μηδεία στο Περσικό κράτος στα 550 π.Χ. Ο Κύρος οδήγησε τους Μήδους και τους Πέρσες σε νέες κατακτήσεις. Αρχικά κατακτήθηκε η Λυδία, και το 539 π.Χ. μπήκε θριαμβευτής στη Βαβυλώνα. Ο Κύλινδρος του Κύρου θεωρείται από ορισμένους ερευνητές η πρώτη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο Κύρος σκοτώθηκε σε μάχη με τους Μασσαγέτες στην προσπάθειά του να τους τιμωρήσει επειδή αρνήθηκαν να υποταχθούν.
Ο γιος του Κύρου, Καμβύσης Β', πρόσθεσε την Αίγυπτο στην Περσική Αυτοκρατορία. Η Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της με τον Δαρείο Α', ο οποίος κατέλαβε την κοιλάδα του Ινδού ποταμού και τη Θράκη και πέρασε το Δούναβη καταδιώκοντας για αρκετό καιρό τους Σκύθες, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα. Η εισβολή του στην Ελλάδα ανακόπηκε στη Μάχη του Μαραθώνα. Ο γιος του Ξέρξης Α' επανέλαβε την προσπάθεια και κέρδισε την μάχη στις Θερμοπύλες το 480 πχ, αλλά ηττήθηκε στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας που ακολουθησε την ίδια χρονια και αποκρούστηκε οριστικά στη Μάχη των Πλαταιών το επόμενο έτος.
Η Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών ήταν η μεγαλύτερη και ισχυρότερη ως εκείνη την εποχή, καλά διοικούμενη και οργανωμένη. Ο Δαρείος διαίρεσε το βασίλειό του σε περίπου είκοσι Σατραπείες, με πολλούς από τους Σατράπες να έχουν προσωπικές σχέσεις με το Μεγάλο Βασιλέα (Σάχη). Εγκαθίδρυσε σύστημα υποχρεωτικής εισφοράς από τις Σατραπείες, υιοθέτησε το ανεπτυγμένο ταχυδρομικό σύστημα των Ασσυρίων και το επέκτεινε. Μετέφερε την πρωτεύουσα στα Σούσα, στο κέντρο της αυτοκρατορίας. Οι Πέρσες επέτρεψαν τους διάφορους υποτελείς πολιτισμούς να διατηρηθούν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κύρου, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος εξεγέρσεων. Ελληνιστική Περσία (330-150 π.Χ.)
Η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών καταλύθηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά, Αλέξανδρο, ο οποίος σάρωσε κυριολεκτικά την Περσική αυτοκρατορία. Το ελληνικό στοιχείο που έφερε μαζί του ο νέος αυτοκράτορας και οι διάδοχοί του αναμείχθηκε με τα τοπικά στοιχεία, δημιουργώντας τον Ελληνιστικό πολιτισμό. Ο πυρήνας της παλαιάς περσικής αυτοκρατορίας αποτέλεσε, μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, την αυτοκρατορία των Σελευκιδών.
Παρθική κυριαρχία (150 π.Χ.-226 μ.Χ.) Οι Πάρθοι ήταν αρχαίος Ιρανικός λαός που ήταν εγκατεστημένος από αρχαιοτάτους χρόνους στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας, που ονομάστηκε από αυτούς Παρθία και η οποία συνόρευε με την Υρκανία (στην σημερινή επαρχία Μαζατεράν), τη Μηδία, την Καρμανία(την σημερινή Κερμάν), και την Αριανή. Ο πρώτος βασιλιάς της Παρθίας ήταν ο Αρσάκης (του οποίου η πραγματική ημερομηνία γεννήσεως και το όνομα του μας είναι άγνωστα ) ο οποίος προερχόταν από ένα ινδό-ευρωπαϊκό φύλο που λεγότανε Πάρνι και κατέλαβε την Παρθία όπου ίδρυσε δικιά του δυναστεία. Το βασίλειο των Πάρθων επηρεάστηκε από την Ελληνιστική τέχνη και την Ελληνική κουλτούρα και έτσι αυτό το βασίλειο αποτέλεσε ένα ετερογενές κράτος στο οποίο συν-υπήρχαν η Ελληνική και η Ιρανική κουλτούρα. Η Παρθία ήταν μια ισχυρή αυτοκρατορία που άντεξε τις επιθέσεις των Σελευκιδών και (αργότερα) των Ρωμαίων και αρκετές φορές επεκτάθηκε νικώντας τους στους διαφόρους πολέμους που πραγματοποίησαν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το σημερινό Ιράν και το Ιράκ να βρεθούν υπό την κυριαρχία των Πάρθων. Μετά τον θάνατο του τελευταίου Αρσακίδη (από την δυναστεία του Αρσάκη) βασιλιά, τον Αρτάβανο Δ', που σκοτώθηκε το 226 μ.Χ οι Πάρθοι συγχωνεύτηκαν στην νέα Περσική Αυτοκρατορία.
Η δυναστεία των Σασσανιδών (226-650 μ.Χ.) Η ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Η ΠΟΛΗ-ΚΡΑΤΟΣ

Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο. Είναι δυνατό να ονομαστεί (η πόλη) με άλλο όνομα ακόμη και όταν παραμένουν οι ίδιοι κάτοικοι ή και να έχει το ίδιο το όνομα, όταν κατοικηθεί από άλλους ανθρώπους. Άλλο όμως είναι το θέμα, εάν είναι σωστό η πόλη να τηρεί ή να μην τηρεί τις υποχρεώσεις της, όταν μεταβάλει το πολίτευμά της. Πολίτευμα της πόλης είναι η οργάνωση όλων εν γένει των αρχών και προ παντός της κυρίαρχης εξουσίας. Γιατί παντού κυριαρχεί το πολίτευμα της πόλης και πολίτευμα είναι η πολιτική οργάνωση. Αριστοτέλης, Πολιτικά 1276b 10-16· 1278b 9-12.
Αρχαϊκή εποχή (750-480 π.Χ.) Οι ερευνητές της ελληνικής αρχαιότητας ονομάζουν συμβατικά αρχαϊκή την περίοδο από τα μέσα περίπου του 8ου αι. π.Χ. μέχρι και την πρώτη εικοσαετία του 5ου αι. π.Χ., γιατί αυτή ήταν η εποχή της προετοιμασίας και των απαρχών της οικονομικής, της πολιτικής και πολιτιστικής εξέλιξης του ελληνικού κόσμου. Η οικονομικοκοινωνική κρίση που προέκυψε στα τέλη της ομηρικής εποχής αντιμετωπίστηκε από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. στο πλαίσιο των οργανωμένων πόλεων-κρατών και με την ίδρυση αποικιών (δεύτερος ελληνικός αποικισμός). Ο 7ος και 6ος αι. π.Χ. υπήρξε η εποχή των πνευματικών αναζητήσεων και της διαμόρφωσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η αρχαϊκή εποχή τελείωσε με τους αγώνες των Ελλήνων εναντίον των «βαρβάρων». Από τους αγώνες αυτούς οι Έλληνες εξήλθαν νικητές, ενίσχυσαν την εθνική τους συνείδηση και επικύρωσαν την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης, που τους παρείχε ο θεσμός της πόλης-κράτους.
Οι ιστορικοί χρησιμοποίησαν τον όρο πόλη-κράτος για να δηλώσουν την έννοια του χώρου και συγχρόνως της οργανωμένης κοινότητας ανθρώπων κάτω από μια εξουσία. Η οργάνωση προϋποθέτει την κυριαρχία σε συγκεκριμένο χώρο, που αντιστοιχεί σε όρια μιας πύλης ή μιας ευρύτερης περιοχής μαζί με την πόλη, και τη συγκρότηση εξουσίας για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων.
Έτσι η πόλη-κράτος παρουσιάζει τα ακόλουθα συστατικά στοιχεία: ♦ Από άποψη γεωγραφική, διαμορφωνόταν συνήθως σε ένα χώρο, κέντρο άσκησης της εξουσίας, τειχισμένο τις περισσότερες φορές, που ονομαζόταν πόλις ή άστυ, και σε μια ευρύτερη περιοχή γύρω απ' αυτόν, καλλιεργήσιμη με διάσπαρτους μικρότερους οικισμούς, τις κώμες, που ήταν η ύπαιθρος χώρα. ♦ Από άποψη οργανωτική, οι κάτοικοι της πόλης-κράτους, δηλαδή οι πολίτες, συμμετείχαν στη διαχείριση των κοινών και έπαιρναν μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος στη λήψη των αποφάσεων. Έτσι, ο τρόπος άσκησης της εξουσίας και η συμμετοχή ή μη των πολιτών σ' αυτήν όριζε το άλλο συστατικό της στοιχείο, το πολίτευμα6. Ανεξάρτητα από τον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος, γίνεται κατανοητό ότι οι πολίτες είχαν τρεις βασικές επιδιώξεις που παράλληλα αποτελούσαν και προϋποθέσεις ύπαρξης της πόλης-κράτους: την ελευθερία, την αυτονομία και την αυτάρκεια. Οι πολίτες δηλαδή αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους υπερασπίζοντας την ελευθερία της πόλης, συνέβαλλαν στη διακυβέρνηση με νόμους που οι ίδιοι είχαν θεσπίσει για να επιτύχουν την αυτονονομία της και συμμετείχαν στην παραγωγή για να καλύψουν τις ανάγκες τους και να ενισχύσουν την αυτάρκεια της πόλης τους.
Η επιβίωση και η εξέλιξη κάθε πόλης-κράτους ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις τρεις βασικές επιδιώξεις των πολιτών της. Οι επιδιώξεις αυτές, αν και ήταν τροχοπέδη για την οργάνωση των Ελλήνων σε ενιαίο κράτος, εντούτοις αποτέλεσαν τη γενεσιουργό δύναμη των επιτευγμάτων και της πολιτισμικής τους πορείας. Είναι φανερό ότι ο συνεχής αγώνας των πολιτών των ελληνικών πόλεων- κρατών, που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της ελευθερίας, της αυτονομίας και της αυτάρκειας της πόλης τους, ήταν ένα κίνητρο που οδηγούσε σε μια μορφή πατριωτισμού με έντονο τοπικιστικό πνεύμα. Η μορφή αυτή του πατριωτισμού τόνιζε τις διαφορές μεταξύ των Ελλήνων, προκαλούσε συχνά εμφύλιες συγκρούσεις και, κυρίως, δε διευκόλυνε την ένωσή τους. Η οργάνωση των ανθρώπων σε πόλεις δεν ήταν ένα καινούργιο ιστορικό φαινόμενο. Από την 4η χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία οι Σουμέριοι, όπως μας έγινε γνωστό, ήταν οργανωμένοι σε πόλεις με αναπτυγμένη οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα. Σε καμιά όμως απ' αυτές τις πόλεις οι κάτοικοι δεν ανέπτυξαν «πολιτική» δραστηριότητα, δηλαδή δεν είδαν τη ζωή τους συνδεδεμένη με τις ιδέες της ελευθερίας, της αυτόβουλης δράσης για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων και της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων τους. Μόνο μέσα στις ελληνικές πόλεις-κράτη οι έννοιες «τον πολίτη» και «της πολιτικής» απέκτησαν υπόσταση και έγιναν πραγματικότητα. Έτσι κατανοούμε γιατί ο θεσμός της πόλης-κράτους ήταν σημαντική καινοτομία με συνέπειες μεγάλες για την εξέλιξη του πολιτισμού. Δε θα ήταν υπερβολική η επισήμανση πως ό,τι αποτελεί επίτευγμα του ελληνικού πολιτισμού γεννήθηκε μέσα από τη λειτουργία του θεσμού της πόλης-κράτους. Η δημοκρατία, η ποίηση και ιδιαίτερα το θέατρο, η φιλοσοφία, η ρητορεία, η πολεοδομία και η επιστήμη ήταν επιτεύγματα της δραστηριότητας του ανθρώπου στο πλαίσιο της πόλης-κράτους.
Η συγκρότηση των πόλεων-κρατών συνδέεται άμεσα με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στις ομηρικές κοινωνίες. Οι συνθήκες αυτές, που ήταν διαφορετικές από περιοχή σε περιοχή, οδήγησαν προοδευτικά στη μετεξέλιξη των ομηρικών κοινοτήτων σε πόλεις- κράτη. Την περίοδο των μετακινήσεων τμήματα των ελληνικών φύλων πιθανότατα αυτονομήθηκαν, απέκτησαν στη συνέχεια μόνιμη εγκατάσταση και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως η χωροταξική οργάνωση, οι τοπικές λατρείες κ.ά., δημιούργησαν τις πόλεις-κράτη. Στην προσπάθειά τους αυτή ίσως να αναμείχθηκαν και με τμήματα άλλων φύλων. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή οι πρώτες πόλεις-κράτη πρέπει να σχηματίστηκαν στα παράλια της Μ. Ασίας στη διάρκεια του πρώτου αποικισμού. Στον ελλαδικό χώρο ο σχηματισμός πιθανώς να ακολούθησε διαφορετική πορεία: ή ανεξαρτητοποιήθηκαν τμήματα διαφορετικών φύλων και οργανώθηκαν μεταξύ τους ή γειτονικές κοινότητες ενώθηκαν σε ενιαίο χώρο ή, ακόμα, από κώμες (χωριά) αποσπάστηκαν ομάδες και συγκρότησαν δική τους ενιαία διοίκηση. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις κάνουμε λόγο για συνοικισμό7. Επομένως, γίνεται φανερό ότι όλες οι πόλεις-κράτη δεν οργανώθηκαν συγχρόνως και με τον ίδιο τρόπο.
Προς τα τέλη του 9ου αι. π.Χ. οι ομηρικές κοινότητες παρουσίαζαν σταδιακή πληθυσμιακή αύξηση, πράγμα το οποίο προκάλεσε στη συνέχεια οικονομική κρίση λόγω των περιορισμένων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης, των περιορισμένων μέσων εκμετάλλευσης, λόγω της συγκέντρωσης της γης σε λίγους, της απουσίας εργασιακής ειδίκευσης αλλά και της έλλειψης άλλων πόρων πέρα από την εκμετάλλευση της γης. Η οικονομική αυτή κατάσταση συνδυάζεται με τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας και την αύξηση της δύναμης των ευγενών. Η έλλειψη ίσως οργανωμένου στρατού έδωσε τη δυνατότητα στους ευγενείς να αμφισβητήσουν την εξουσία του βασιλιά. Η δύναμή τους στηριζόταν στην κατοχή της γης. Ήταν γνωστοί με τα ονόματα αγαθοί, άριστοι, ευπατρίδες, εσθλοί, κ.ά., ονόματα που υποδήλωναν την προέλευση και την κοινωνική τους υπόσταση. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους το αφιέρωναν στη σωματική άσκηση και στην καλλιέργεια του πνεύματος. Έτρεφαν άλογα και βρίσκονταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα- γι' αυτό ονομάστηκαν και ιππείς. Στις πόλεις-κράτη πολίτες δεν ήταν μόνο οι ευγενείς αλλά και μεγάλος αριθμός μικρών ή μεσαίων καλλιεργητών ή και ακτημόνων. Αυτοί ήταν γνωστοί με τα ονόματα πλήθος, όχλος, κακοί κ.ά.8 Πολλοί απ' αυτούς στη συνέχεια ασχολήθηκαν με τη βιοτεχνία, το εμπόριο, τη ναυτιλία και πλούτισαν. Δεν εξισώθηκαν όμως εξαρχής πολιτικά με τους ευγενείς. Τα πρώτα στάδια της ιστορικής πορείας των πόλεων-κρατών ήταν συνδεδεμένα με την ανάπτυξη της δουλείας. Η ανάπτυξη του θεσμού της δουλείας συνδέεται άμεσα με την αντίληψη ότι ο πολίτης πρέπει να είναι απαλλαγμένος από τις εργασίες για να ασχολείται μόνο με τις υποθέσεις της πόλης, με τα κοινά. Βέβαια, ο αριθμός των δούλων σε άλλες πόλεις αυξήθηκε εξαιτίας των χρεών προς τους ευγενείς, όπως συνέβαινε στην Αθήνα μέχρι τις αρχές του 6ου αι. π.Χ., και σε άλλες εξαιτίας των κατακτητικών πολέμων, όπως συνέβη στη Σπάρτη.
Η οικονομική κρίση των ομηρικών χρόνων συνεχίστηκε και στα πρώτα στάδια της οργάνωσης των πόλεων, καθώς δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί από το υπάρχον σύστημα της κλειστής αγροτικής οικονομίας. Οι λύσεις που δόθηκαν ήταν οι ακόλουθες: ♦ ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου, ♦ κατακτητικοί πόλεμοι και εδαφική επέκταση, ♦ ίδρυση αποικιών.
Κάποιες πόλεις-κράτη εφάρμοσαν μια από τις προαναφερθείσες λύσεις, κάποιες άλλες τις συνδύασαν για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους. Έτσι, η Αθήνα ξεπέρασε την κρίση με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου: Η Σπάρτη, το Αργός, η Ήλιδα κ.ά. με την κατάκτηση γειτονικών τους περιοχών, ενώ η Κόρινθος, τα Μέγαρα, η Χαλκίδα, η Μίλητος κ.ά. συνδύασαν αυτές τις λύσεις με την ίδρυση αποικιών. Όσα τμήματα του ελληνικού κόσμου παρέμειναν απομονωμένα και δεν είχαν συνεχείς επαφές με τους άλλους Έλληνες, όπως οι Αρκάδες, οι Αιτωλοί, οι Ακαρνάνες, οι Ηπειρώτες, οι Μακεδόνες και άλλοι, δεν ακολούθησαν την ίδια οικονομική πορεία και διατήρησαν τη φυλετική* οργάνωση. Η οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε έξω από τα όρια των πόλεων-κρατών, σε ευρύτερο οικονομικό χώρο με την ανάπτυξη του του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα της οικονομίας. Το εμπόριο δεν περιορίστηκε στην ανταλλαγή αγαθών, απέκτησε χαρακτήρα εμπορευματοχρηματικό με την κοπή και τη χρήση του νομίσματος. Η εφεύρεση του νομίσματος δεν ήταν μια απλή καινοτομία που διευκόλυνε τις οικονομικές σχέσεις εκείνης της εποχής. Το νόμισμα γίνεται τώρα το κύριο μέσο συναλλαγής. Οι οικονομικές μεταβολές είχαν συνέπειες και στην κοινωνία των πόλεων-κρατών. Νέα κατηγορία πολιτών, αυτοί που πλούτισαν, διεκδίκησε μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η αριστοκρατικά οργανωμένη κοινωνία πέρασε κρίση. Η δουλεία, τέλος, αναπτύχθηκε λόγω της ανάγκης για περισσότερα και φθηνότερα χέρια. Για πρώτη φορά αυτή την εποχή χρησιμοποιήθηκαν δούλοι αργυρώνητοι, δηλαδή αγορασμένοι, ως παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης. Η πόλη-κράτος αποτελούσε τον βασικό θεσμό πολιτικής οργάνωσης κατά την αρχαιότητα. Μέσα απ' αυτό το θεσμό λειτούργησαν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί και ασκήθηκε η εξουσία, από τις εκάστοτε ισχυρές κοινωνικές τάξεις. Είναι ευνόητο ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι πολιτειακές μεταβολές είχαν διαφορετική εξέλιξη σε κάθε πόλη-κράτος.
Με τον όρο ‘ Ελληνικός μέγας αποικισμός’ εννοούμε μία μεγάλης κλίμακας μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών από τα νησιά του Αιγαίου, τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και την κυρίως Ελλάδα ανάμεσα στο 750 και το 550 π.Χ. Στον παραπάνω αμφορέα του 6ου π.Χ. αιώνα απεικονίζονται συγκρούσεις φαλάγγων με οπλίτες. Ο "οπλίτης" είναι ο πρώτος τύπος έλληνα στρατιώτη της αρχαιότητας.
Την ίδια εποχή μαρτυρείται και η παρουσία Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και τη Ρόδο ως μισθοφόρων του Φαραώ Ψαμμήτιχου του Α’ (764-710 π.Χ.), οι οποίοι παρέμειναν στην Αίγυπτο μέχρι την εκδίωξή τους από τον Καμβύση το 525 π.Χ. Οι Έλληνες αυτοί δεν έχουν σχέση με την ελληνική κοινότητα της Ναυκράτιδος, η οποία είχε διαμεσολαβητικές σχέσεις μεταξύ της Αιγύπτου και του ελληνικού κόσμου.
Στην τάση για φυγή συντέλεσαν τόσο ο υπερπληθυσμός όσο και οι συχνές, όπως θα δούμε, και έντονες πολιτειακές και πολιτικές αλλαγές και αναστατώσεις. Πολλές φορές η πρωτοβουλία ανήκε σε ευγενείς που είτε είχαν λόγους να εγκαταλείψουν τον τόπο τους είτε φιλοδοξούσαν να τιμηθούν στην καινούργια πατρίδα, όπως όλοι οι οἰκισταί και οι οικογένειές τους. Πέρα από αυτά, οι ελπίδες για δόξα και πλουτισμό συνοδεύονταν από μια δίψα για γνώση και περιπέτεια, από ένα πνεύμα ανήσυχο και φιλόμαθο, σαν του Οδυσσέα. Στις ιωνικές αποικίες πρωτοεμφανίστηκε και γρήγορα διαδόθηκε στον ελληνικό χώρο ένας καινούργιος, πιο περιορισμένος σε έκταση, τύπος κρατικής οντότητας, η πόλη-κράτος. Σε αντίθεση με τις παλαιότερες επικράτειες, η πόλη-κράτος δε βασιζόταν στη φυλετική συγγένεια αλλά στον τοπικό πατριωτισμό και στη μεγαλύτερη ή μικρότερη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Συνήθως την πόλη-κράτος την αποτελούσαν ένας κύριος οχυρωμένος οικισμός και ένας αριθμός από μικρότερες γειτονικές κώμες. Παράδειγμα η Αθήνα και η Σπάρτη, που θα μπορούσαν, ήδη από τα μέσα του 8ου π.Χ. αι., να χαρακτηριστούν πόλεις-κράτη. Δίπλα στην κατά παράδοση αγροτική οικονομία των ελληνικών εγκαταστάσεων, το πλήθος και η διασπορά των αποικιών πέρα από τις θάλασσες δημιούργησε ζωηρή εμπορική κίνηση: οι αποικίες τροφοδοτούσαν τις μητροπόλεις με πρώτες ύλες, συχνά και με δούλους, και οι μητροπόλεις προμήθευαν στις αποικίες βιοτεχνικά και άλλα προϊόντα. Οι εμπορικές συναλλαγές έγιναν ευκολότερες και πολλαπλασιάστηκαν, όταν οι πόλεις, από τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα και μετά, άρχισαν να σφραγίζουν και να κυκλοφορούν επίσημα νομίσματα. Εμπόριο, νόμισμα, πλούτος - φαινόμενα μεγάλης ανάπτυξης, που όμως είχε και τις αρνητικές της πλευρές. Οι ευγενείς, που πρώτοι εκμεταλλεύτηκαν τις νέες δυνατότητες, άρχισαν να δανείζουν στους αγρότες, με τόκο και με εγγύηση πρώτα τα λιγοστά τους κτήματα, ύστερα και την ελευθερία των ίδιων και της οικογένειάς τους. Αυτός ο δανεισμός ἐπὶ τoῖς σώμασιν, όπως ονομάστηκε, μετάτρεψε πλήθος ελεύθερους αγρότες σε δουλοπάροικους, δημιούργησε έντονα κοινωνικά προβλήματα και αποτέλεσε έναν ακόμα ισχυρό λόγο για πολιτικές ταραχές και μεταρρυθμίσεις.
Το πατροπαράδοτο πολίτευμα της κληρονομικής βασιλείας είχε αρχίσει κιόλας από τον 8ο π.Χ. αιώνα, αν όχι και νωρίτερα, να κλονίζεται, καθώς από τη μια οι βασιλιάδες είχαν την τάση να κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, ή να μην είναι άξιοι να την ασκήσουν, από την άλλη οι διάφοροι εὐγενεῖς, εὐπατρίδαι ή ἄριστοι, συνασπίζονταν να τους ανατρέψουν.Συχνά, χρησιμοποιώντας τον πλούτο τους και τη λαϊκή δυσφορία, το πετύχαιναν, όμως η μοιρασιά της εξουσίας δημιουργούσε τριβές και τα περισσότερα αριστοκρατικά πολιτεύματα που καθιδρύθηκαν αποδείχτηκαν βραχύβια.
Πολιτικές επιπτώσεις είχε στα αρχαϊκά χρόνια και η αλλαγή στην πολεμική τακτική. Ο παλιός ηρωικός τρόπος, όπως μας είναι γνωστός από τον Όμηρο, όπου οι μάχες επιμερίζονταν σε μια σειρά από μονομαχίες, καταργήθηκε. Οι συγκρούσεις έγιναν τώρα ομαδικές, καθώς πολλοί μαζί ὁπλῖται συγκροτούσαν μαχητική μονάδα, τη βαριά οπλισμένη φάλαγγα. Συμμετοχή στη φάλαγγα είχαν μόνο όσοι πολίτες μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι τον οπλισμό τους, κάτι που τους έδινε το δικαίωμα να διεκδικήσουν αυξημένα πολιτικά δικαιώματα. Η ικανοποίηση των αξιώσεών τους οδηγούσε σε τιμοκρατικά πολιτεύματα, όπου η εξουσία ήταν μοιρασμένη ανάλογα με τον πλούτο. Βασιλεία, αριστοκρατία, τιμοκρατία - όλα τα πολιτεύματα κινδύνευαν στα αρχαϊκά χρόνια να ανατραπούν από ισχυρούς και φιλόδοξους άντρες που εκμεταλλεύονταν κάποιο τους αξίωμα για να συγκεντρώσουν δι᾽ ἀπάτης ἢ βίας (Αριστοτέλης) την εξουσία στα χέρια τους και να εγκαθιδρύσουν τυραννίδα,[29] έναν τρόπο διακυβέρνησης που επέτρεπε σε κάποιον «ανεύθυνο να κάνει ό,τι θέλει» (Ηρόδοτος). Πολλά τα μαρτυρημένα κακουργήματα των τυράννων, λίγες οι θετικές τους ενέργειες, αλλά γενικά, ως πολιτικό φαινόμενο, η τυραννίδα, όπου επιβλήθηκε, εξάρθρωσε τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς και τελικά διευκόλυνε την πορεία προς τη δημοκρατία.
Η ποικιλία των πολιτευμάτων και οι μεγάλες ταραχές και μεταπτώσεις που προκάλεσαν ας μην επισκιάσουν το γεγονός ότι σταδιακά, μέσα στους δύο αρχαϊκούς αιώνες, οι απλοί πολίτες, το πλήθος, ο δήμος, απόχτησαν φωνή, αντιστάθηκαν στην αυθαιρεσία των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, συνειδητοποίησαν και διεκδίκησαν, συχνά με επιτυχία, τα δικαιώματα τους. Έτσι, οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την κατάργηση της κληρονομικής βασιλείας οδήγησαν πρώτα σε μια σειρά από ολιγαρχικά, αριστοκρατικά ή τιμοκρατικά, πολιτεύματα και στη συνέχεια, με καταλύτη τις τυραννίδες, στη δημοκρατία. Σημαντική νίκη των πολιτών αποτέλεσε η σύνταξη και η καταγραφή των νόμων. Μπορεί η γραπτή νομοθεσία να ευνοούσε τους ευγενείς και τους πλούσιους, μπορεί και οι παραβάσεις της από τους ισχυρούς να μην ήταν σπάνιες· πάλι όμως, και μόνο η ύπαρξη γραπτών νόμων αποτελούσε σημείο αναφοράς και εγγύηση δικαιοσύνης - και το κέρδος για τις λαϊκές τάξεις ήταν ακόμα μεγαλύτερο, όταν σε δύσκολες στιγμές, με την ολιγαρχική διοίκηση να έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο, το ίδιο το πλήθος διάλεγε και στήριζε στην εξουσία μια προσωπικότητα, δίνοντάς της λευκή εντολή να νομοθετήσει. Τέτοιοι αιρετοί νομοθέται, διαλλακταί ή αἰσυμνῆται, υπήρξαν στα αρχαϊκά χρόνια αρκετοί, ανάμεσά τους, στην Αθήνα, ο Σόλων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Το πρώτο σημαντικό πολιτειακό φαινόμενο της εποχής είναι η κατάργηση της βασιλείας και η εγκαθίδρυση του αριστοκρατικού πολιτεύματος, που σημαίνει την άσκηση της διακυβέρνησης από τους ευγενείς. Την εποχή αυτή αρχίζουν και αντιπαραθέσεις εντός του σώματος των ευγενών για τη νομή της εξουσίας, αντιπαραθέσεις οι οποίες de facto συμπεριέλαβαν και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Επίσης έχουμε μία μεταβολή, έναν νεωτερισμό στον στρατιωτικό τομέα, τη φάλαγγα των οπλιτών. Την περίοδο αυτή, επίσης, συμβαίνουν εξειδικεύσεις, όπως ο διαχωρισμός του εμπορικού πλοίου από το πολεμικό (τριήρης) και το διαχωρισμό του ίππου από το πολεμικό άρμα. Η μεταβολή αυτή στον στρατό μάχης υιοθετήθηκε από όλες τις πόλεις του ελληνικού κόσμου.
Πρώτο αίτιο μετανάστευσης (και αποικισμού) ήταν η έλλειψη γης και τα συναφή κοινωνικά προβλήματα. Λόγου χάρη, η Σπάρτη το β’ μισό του 8ου π.Χ. αιώνα ίδρυσε μόνο μία αποικία, τον Τάραντα, περί το 706 π.Χ., δεν υπήρχαν, επομένως, προβλήματα σχετικά με την έλλειψη γης. Άλλο αίτιο ήταν η δημογραφική ανάπτυξη. Παρατηρώντας την εξάπλωση του φαινομένου παρατηρούμε ότι τόσοι έφυγαν, επομένως πλεόναζαν, άρα υπήρχε δημογραφική ανάπτυξη, η οποία οδήγησε στον αποικισμό. Τρίτον, η επιθυμία της διεξαγωγής εμπορίου ώθησε τους Έλληνες στον αποικισμό. Η θεωρία αυτή βασίζεται στην παρατήρηση των χαρακτηριστικών του φαινομένου και συγκεκριμένα του ότι όλες οι νέες πόλεις που ιδρύθηκαν βρίσκονταν στις ακτές και ονομάζονταν ‘εμπόρια’. Συνήθης πρακτική αποικισμού ήταν η βίαιη κατάκτηση του νέου εδάφους. Ευρισκόμενοι σε άμεση γειτνίαση με άλλους πληθυσμούς έρχονταν σε επικοινωνία μαζί τους, αφού ένας μικρός πληθυσμός Ελλήνων βρισκόταν σε επαφή με τα ντόπια φύλα. Δεν αποκλείεται και να τα εξολόθρευαν. Οι θεσμοί της πόλης αποφάσιζαν την ίδρυση μιας αποικίας, ορίζονταν ο οικιστής και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του στην αποστολή. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι για τον αποικισμό της Κυρήνης από τους Θηραίους ορίστηκε ότι ο ένας από τους δύο γιους μιας οικογένειας μπορούσε να συμμετάσχει στην αποστολή. Καθώς ζητούσε χρησμό η πόλη, ετοιμαζόταν η αναχώρηση με ένα πλοίο. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι ήταν πεντηκόντορος. Η μυθική Αργώ ήταν μια πεντηκόντορος.
Γινόταν θυσία και δινόταν η φωτιά, που σε συμβολικό επίπεδο τον άμεσο δεσμό αποικίας και μητρόπολης. Σε λίγες περιπτώσεις έχουμε αναφορές για συμμετοχή γυναικών και εξίσου λίγες όπου οι άποικοι παντρεύονταν. Ο οικιστής οδηγούσε την αποστολή στον κατάλληλο τόπο και πριν να κατανείμουν τη γη, όριζαν το χώρο για τα ιερά, τη δημόσια γη και τεμάχιζαν σε γεωτεμάχια. Η οικοδόμηση της πόλης γινόταν υπό την ευθύνη του οικιστή, από τον οποίο ονομαζόταν και η αποικία, συνήθως από ένα μυθικό ιδρυτή. Η συντριπτική πλειοψηφία των πόλεων είχε ένα μυθικό ιδρυτή, αυτόν που κατά τον ιδρυτικό μύθο της πόλης την ίδρυσε. Π.χ. τα Άβδηρα κατά το μύθο είχαν ιδρυθεί από τον Άβδηρο, φίλο του Ηρακλή.
ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΤΕ ΝΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΤΕ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΥ: Διεύρυνση των ορίων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού Διάδοση του μοντέλου πολιτικής οργάνωσης που έχει ως βάση την πόλιν, αφού όλες οι αποικίες που ιδρύθηκαν ήταν πόλεις Διεύρυνση του οικονομικού χώρου δράσης του ελληνισμού, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας, που ήταν προσανατολισμένη στις ανταλλαγές πρώτων υλών και προϊόντων από την ενδοχώρα. Η επικοινωνία με πολλές και ποικίλες εθνότητες, που συντέλεσε στη διαμόρφωση κοινής συνείδησης της εθνικής ταυτότητας. Ο όρος "Πανέλληνες" χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τον Ησίοδο κατά τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα και από τον Αρχίλοχο τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα. Στην ανάπτυξη της κοινής αυτής συνείδησης συνέβαλαν και οι πανελλήνιες γιορτές που άρχισαν να διοργανώνονται. Αρκετά εκτεταμένα εκφράζει αυτό η αμφικτιονία των Πυλών και των Δελφών. Δε γνωρίζουμε πολλά για την οργάνωση των αμφικτιονιών, αλλά έχουμε πολλές πληροφορίες για την αμφικτιονία των Πυλών και Δελφών, η οποία είχε δύο θρησκευτικά κέντρα: το ένα ήταν το ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στις Πύλες και το άλλο ήταν το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αρχικά, η αμφικτιονία απλωνόταν γύρω από τις Πύλες και ήταν γνωστή ως αμφικτιονία των Πυλών. Αργότερα, εντάχθηκαν και οι Δελφοί στην αμφικτιονία, η οποία πλέον περιλάμβανε εντός των ορίων της το ιερό του Απόλλωνα και μετονομάστηκες σε αμφικτιονία των Πυλών και των Δελφών. Το γεγονός ότι η αμφικτιονία των Δελφών και των Πυλών είχε δώδεκα έθνη μέλη και όχι πόλεις δείχνει ότι ήταν μία παλαιά αμφικτιονία χρονολογούμενη ίσως και από τη μυκηναϊκή εποχή. Το κάθε μέλος έστελνε δύο αντιπροσώπους στο αμφικτιονικό συνέδριο, αποτελούμενο από 24 αντιπροσώπους, οι οποίοι ονομάζονταν ιερομνήμονες και διαχειρίζονταν τα οικονομικά της συμμαχίας. Τον 6ο π.Χ. αιώνα εμφανίζεται στις πηγές για την Κάτω Ιταλία ο όρος "Μεγάλη Ελλάδα", ο οποίος στη συνέχεια εξαφανίζεται, κάτι που αποτελεί ένα πρόβλημα της ιστορικής έρευνας.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...