Γενικά ο υστερορρωμαϊκός πολιτισμός ορίζεται με βάση τις πολιτισμικές ταυτότητες, και όχι τη γεωγραφία.
Η ρωμαϊκή ταυτότητα συνδεόταν άρρηκτα με την Αυτοκρατορία, ως θεσμό που διασφάλιζε τη βεβαιότητα πως οι θεοί των διαφόρων λαών ήταν παντού οι ίδιοι, απλώς οι
άνθρωποι τους γνώριζαν με διαφορετικά ονόματα.
Κατά συνέπεια, κάθε πανθεϊστική θρησκεία μπορούσε ως τότε να γίνει δεκτή στο ρωμαϊκό πλαίσιο της κοινής θρησκείας.
Η ενότητα της Μεσογείου, των λαών και των θεοτήτων κατακερματίστηκε όταν η Αυτοκρατορία ήρθε σε επαφή με μια θρησκεία που ισχυριζόταν ότι υπάρχει ένας και μοναδικός θεός.
Επιπλέον, διασπαστικό στοιχείο για την αυτοκρατορία ήσαν οι εισβολείς, που προέτασσαν καθένας τη δική του εθνοτική ταυτότητα έναντι της κοινής αυτοκρατορικής ταυτότητας.
Μολονότι η ρωμαϊκή διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και ανεπαρκής, φαίνεται ότι στις αρχές και τα μέσα του 4ου αιώνα η μείωση του πληθυσμού και της παραγωγικότητας είχε σε μεγάλο βαθμό σταθεροποιηθεί· γύρω όμως στο 375, με τις νέες μετακινήσεις των γερμανικών φύλων, οι πτωτικές τάσεις εμφανίζονται ξανά. Μόνον η Δυτική αυτοκρατορία κατέρρευσε ως πολιτική ενότητα τον 5ο αιώνα· το ανατολικό τμήμα εξακολούθησε να υπάρχει. Αν και από την εποχή του Διοκλητιανού η ρωμαϊκή κυβέρνηση έγινε πολύ πιο πολυμελής, πολλές λειτουργίες που σήμερα θεωρούνται αρμοδιότητα του κράτους εξακολουθούσαν να ανατίθενται σε ιδιώτες εργολήπτες. Η σύγχυση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, που από τη φύση της είναι πάντα προβληματική, στην ύστερη αυτοκρατορία εκφυλίστηκε σε χάος. Καθώς έφθινε η εξουσία του κράτους, οι Ρωμαίοι αριστοκράτες και οι Γερμανοί πολέμαρχοι εναλλάσσονταν στα κυβερνητικά αξιώματα με τρομακτική ταχύτητα. Έτσι, η εμφανής και συχνά συμβατική διαίρεση της κοινωνίας σε δύο ομάδες, των ισχυρών παραγόντων και των πελατών τους, συνδέεται με τη ρωμαϊκή πρακτική της απόκτησης κοινωνικού κύρους μέσω κάποιου δημόσιου αξιώματος.
Οι αξιωματούχοι εξαγοράζονταν ανοιχτά και χρησιμοποιούσαν τα προνόμια της θέσης τους για να ενισχύσουν την ατομική επιρροή τους και να αποκτούν προσωπική εξουσία και πελατεία από πολίτες που γύρευαν προστασία από τους βαρβάρους, τους στρατιώτες και τους εισπράκτορες: κοντολογίς, από την ίδια κατηγορία ανθρώπων που αντιπροσώπευε ο ίδιος ο τοπικός άρχοντας. Ορισμένοι τοπικοί άρχοντες απολάμβαναν προνόμια immunitas (απαλλαγή από φόρους, δικαστικές και άλλες υποχρεώσεις) από την αυτοκρατορική διοίκηση, κατακτώντας έτσι το δικαίωμα να συλλέγουν φόρους από τους
υποτελείς τους και να τους δικάζουν οι ίδιοι. Από τα τέλη του 2ου αιώνα αυξάνει συνεχώς η στρατιωτικοποίηση, καθώς και η γραφειοκρατία του ρωμαϊκού κράτους. Όπως η κυβέρνηση δυσκολευόταν να διατηρεί τους βουλευτές και τους ενοικιαστές αγρότες στα πόστα τους, αντίστοιχα δεν μπορούσε να στρατολογήσει αρκετούς στρατιώτες για να καλύψει τις ανάγκες της, ιδίως μετά το 375. Οι μόνες σημαντικές πηγές για τη στρατολόγηση πολιτών ήταν οι παγιωμένες ομάδες: οι ελεύθεροι χωρικοί, οι δεκουρίωνες και οι τεχνίτες. Έτσι, τον 4ο και τον 5ο αιώνα συντελείται μια θεμελιακή δομική αλλαγή στον ρωμαϊκό στρατό: το επάγγελμα του στρατιωτικού γίνεται κληρονομικό. Αν και η κεντρική κυβέρνηση προσπάθησε να εμποδίσει την είσοδο των βουλευτών στον στρατό, ήδη τον 5ο αιώνα γίνονταν δεκτοί και δούλοι στις λεγεώνες.
Αυτά τα μέτρα ήταν ανεπαρκή και ο στρατός των πολιτών έπρεπε να συμπληρωθεί με μισθοφόρους και κληρωτούς. Ακόμα και κατά τον 3ο αιώνα οι Ρωμαίοι παραχωρούσαν σε «ακρίτες» (laeti, δηλαδή μη ελεύθερους Γερμανούς, συνήθως αιχμαλώτους πολέμου), γαίες κοντά στα σύνορα με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα η αυτοκρατορία είχε ήδη αρχίσει να προσλαμβάνει limitanei —στρατιώτες που όφειλαν να καλλιεργούν τις γαίες που τους είχαν παραχωρηθεί και να υπερασπίζονται τα σύνορα. Συχνά οχύρωναν τα αγροκτήματά τους.
Πίσω από αυτή τη γραμμή άμυνας δρούσαν «μετακινούμενες» στρατιωτικές μονάδες. Οι φόροι σε είδος που οφείλονταν στο κράτος συχνά διανέμονταν στους στρατιώτες και τους δημόσιους υπαλλήλους αδιακρίτως με τη μορφή σιτηρεσίου ή μισθού, και μόνο το πλεόνασμα στελνόταν στη Ρώμη. Έτσι, πχ, στη Γαλατία δημιουργήθηκε ένας μεικτός ή ρωμαιοκελτογερμανικός στρατός πολιτών αγροτών που κατά καιρούς λειτουργούσε περίπου ως εφεδρικός.
Ο Θεοδόσιος Α', ο λεγόμενος Μέγας (379-395), ήταν ο τελευταίος ηγεμόνας μιας ενωμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ανέλαβε την εξουσία υπό δυσμενείς συνθήκες: ο προκάτοχός του στη Δύση, ο Ουάλης, είχε χάσει τη ζωή του πολεμώντας κατά των Βησιγότθων. Ο Θεοδόσιος στάθηκε ικανός και δραστήριος ηγεμόνας, αλλά ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που αντιμετώπισε την πίστη στον χριστιανισμό ως στοιχείο της κρατικής πολιτικής, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια πολλών υπηκόων του και δημιούργησε πολιτικές ταραχές. Οι περισσότεροι διάδοχοί του στην Ανατολική αυτοκρατορία δεν διέθεταν τις δικές του ικανότητες, αλλά τουλάχιστον μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τις συχνά ολέθριες δραστηριότητες των Γερμανών, μερικές φορές στέλνοντάς τους στη Δύση για να πολεμήσουν ως σύμμαχοι των Ρωμαίων.
Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τον 5ο αιώνα οι Δυτικοί αυτοκράτορες ήταν ακόμα πιο σοβαρά, και οι ίδιοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να τα επιλύσουν. Οι περισσότεροι ήταν υποχείρια της αυλής και των σωματοφυλακών τους. Το 406-407 οι Γερμανοί πέρασαν για τελευταία φορά τη μεθόριο του Ρήνου και προχώρησαν διαμέσου της Γαλατίας και της Ισπανίας. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, λ.χ. αποσύρθηκαν από τη Βρετανία για να ενισχύσουν την άμυνα των ηπειρωτικών περιοχών. Οι αυτοκράτορες του 5ου αιώνα δεν διέθεταν σαφή πολιτική για να διαλύσουν τη σύγχυση· περιορίστηκαν να δέχονται ομάδες Γερμανών ως συμμάχους (foederati, φοιδεράτοι) και μετά να τους στρέφουν ενάντια σε άλλους Γερμανούς.
Η εξουσία των κυβερνητών των επαρχιών είχε τόσο διαβρωθεί που χριστιανοί επίσκοποι είχαν αναλάβει την άμυνα, την εκπαίδευση και τη φροντίδα των απόρων στις πόλεις. Το 451 ο πάπας Λέων Α' «ο Μέγας» υπερασπίστηκε τη Ρώμη από τους Ούνους, ενώ η απόφαση του Αττίλα —ύστερα από την έκκληση του πάπα— να μην επιτεθεί στην πόλη θεωρήθηκε θαύμα. Η χρονολογία που δίνεται συνήθως για την πτώση της Δυτικής αυτοκρατορίας είναι το 476, όταν έχασε την εξουσία ο τελευταίος Δυτικός αυτοκράτορας πριν από τον Καρλομάγνο. Τα γεγονότα του 476 έχουν συμβολική σημασία, αλλά όχι επειδή η Ρώμη του Αυγούστου ή ακόμα και η Ρώμη του Διοκλητιανού δεν βρισκόταν πια στο προσκήνιο. Ο αυτοκράτορας Ρωμύλος Αυγουστύλος (Μικρός Ρωμύλος Αύγουστος, που πήρε τα ονόματα του θρυλικού ιδρυτή της Ρώμης και του πρώτου αυτοκράτορα) είχε ενδυθεί την αυτοκρατορική πορφύρα όταν ο πατέρας του Ορέστης —ένας Ρωμαίος που είχε διατελέσει γραμματέας του Αττίλα και αποστάτησε μετά το θάνατο του Ούνου αρχηγού— εκθρόνισε τον αυτοκράτορα Ιούλιο Νέπωτα. Το 476 ο Οδόακρος, ένας Ούνος που βρισκόταν στην υπηρεσία του Ανατολικού αυτοκράτορα Ζήνωνα, συμμάχησε με τον Ρωμύλο Αυγουστύλο και, αφού τον εκθρόνισε, δολοφόνησε τον Ορέστη και εξαγόρασε τον Ζήνωνα.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία σε Ευρώπη των γερμανικών διάδοχων βασιλείων. Μολονότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τον 5ο αιώνα ήταν ραγδαίες, πουθενά δεν σημειώνεται κάποιο απότομο ρήγμα. Ορισμένες όψεις του ρωμαϊκού πολιτισμού συνέχισαν υποσυνείδητα να επηρεάζουν όλους τους κατοίκους της αλλοτινής αυτοκρατορίας και να εμπνέουν συνειδητά τους ηγέτες τους. Οι περισσότεροι νέοι ηγεμόνες της Ευρώπης πίστευαν ότι είναι διάδοχοι των Ρωμαίων και αν εμείς τους θεωρούμε περισσότερο διαδόχους του Ρωμύλου Αυγουστύλου παρά του Κωνσταντίνου, τουλάχιστον πριν από τον 8ο αιώνα, αυτή η εντύπωση δεν ήταν προϊόν αυταπάτης. Οι άνθρωποι αυτοί εξιδανίκευαν, αλλά αναπόφευκτα τροποποιούσαν, αρκετά στοιχεία της κληρονομιάς της Ρώμης και άφηναν άλλες πτυχές των ρωμαϊκών επιτευγμάτων να παραμεριστούν είτε από αδιαφορία είτε από καθαρή ανικανότητα. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, το αποτύπωμα της Ρώμης στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν έντονο.
ΤΑ ΦΥΛΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΠΟΥ ΕΙΣΕΒΑΛΑΝ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Μολονότι η ρωμαϊκή διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και ανεπαρκής, φαίνεται ότι στις αρχές και τα μέσα του 4ου αιώνα η μείωση του πληθυσμού και της παραγωγικότητας είχε σε μεγάλο βαθμό σταθεροποιηθεί ή και αντιστραφεί· γύρω όμως στο 375, με τις νέες μετακινήσεις των γερμανικών φυλών, οι πτωτικές τάσεις εμφανίζονται ξανά. Μόνον η Δυτική αυτοκρατορία κατέρρευσε ως
πολιτική ενότητα τον 5ο αιώνα· το ανατολικό τμήμα εξακολούθησε να υπάρχει και επομένως το πρόβλημα φαίνεται να ανάγεται σε συνθήκες που ήταν ιδιάζουσες στη Δύση ή πάντως πιο ακραίες
απ' ό,τι αλλού. Αν και από την εποχή του Διοκλητιανού η ρωμαϊκή κυβέρνηση έγινε πολύ πιο πολυμελής, πολλές λειτουργίες που σήμερα θεωρούνται αρμοδιότητα του κράτους εξακολουθούσαν να ανατίθενται σε ιδιώτες εργολήπτες. Η σύγχυση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, που από τη φύση της είναι πάντα προβληματική, στην ύστερη αυτοκρατορία εκφυλίστηκε σε χάος. Καθώς έφθινε η εξουσία του κράτους, οι Ρωμαίοι αριστοκράτες και οι Γερμανοί πολέμαρχοι εναλλάσσονταν στα κυβερνητικά αξιώματα με τρομακτική ταχύτητα. Έτσι, η εμφανής και συχνά συμβατική διαίρεση της κοινωνίας σε δύο ομάδες, των ισχυρών παραγόντων και των πελατών τους, συνδέεται με τη ρωμαϊκή πρακτική της απόκτησης κοινωνικού κύρους μέσω κάποιου δημόσιου αξιώματος.
Οι αξιωματούχοι εξαγοράζονταν ανοιχτά και χρησιμοποιούσαν τα προνόμια της θέσης τους για να ενισχύουν την ατομική επιρροή τους και να αποκτούν προσωπική εξουσία και πελατεία από πολίτες που γύρευαν προστασία από τους βαρβάρους, τους στρατιώτες και τους εισπράκτορες: κοντολογίς, από την ίδια κατηγορία ανθρώπων που αντιπροσώπευε ο ίδιος ο τοπικός άρχοντας. Ορισμένοι τοπικοί άρχοντες απολάμβαναν προνόμια immunitas (απαλλαγή από φόρους, δικαστικές και άλλες υποχρεώσεις) από την αυτοκρατορική διοίκηση, κατακτώντας έτσι το δικαίωμα να συλλέγουν φόρους από τους
υποτελείς τους και να τους δικάζουν οι ίδιοι. Από τα τέλη του 2ου αιώνα αυξάνει συνεχώς η στρατιωτικοποίηση, καθώς και η γραφειοκρατία του ρωμαϊκού κράτους. Όπως η κυβέρνηση δυσκολευόταν να διατηρεί τους βουλευτές και τους ενοικιαστές αγρότες στα πόστα τους, αντίστοιχα δεν μπορούσε να στρατολογήσει αρκετούς στρατιώτες για να καλύψει τις ανάγκες της, ιδίως μετά το 375. Οι μόνες σημαντικές πηγές για τη στρατολόγηση πολιτών ήταν οι παγιωμένες ομάδες: οι ελεύθεροι χωρικοί, οι δεκουρίωνες και οι τεχνίτες. Έτσι, τον 4ο και τον 5ο αιώνα συντελείται μια θεμελιακή δομική αλλαγή στον ρωμαϊκό στρατό: το επάγγελμα του στρατιωτικού γίνεται κληρονομικό. Αν και η κεντρική κυβέρνηση προσπάθησε να εμποδίσει την είσοδο των βουλευτών στον στρατό, ήδη τον 5ο αιώνα γίνονταν δεκτοί και δούλοι στις λεγεώνες.
Αυτά τα μέτρα ήταν ανεπαρκή και ο στρατός των πολιτών έπρεπε να συμπληρωθεί με μισθοφόρους και κληρωτούς. Ακόμα και κατά τον 3ο αιώνα οι Ρωμαίοι παραχωρούσαν σε «ακρίτες» (laeti,
δηλαδή μη ελεύθερους Γερμανούς, συνήθως αιχμαλώτους πολέμου), γαίες κοντά στα σύνορα με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα η αυτοκρατορία είχε ήδη αρχίσει να προσλαμβάνει limitanei —στρατιώτες που όφειλαν να καλλιεργούν τις γαίες που τους είχαν παραχωρηθεί και να υπερασπίζονται τα σύνορα. Συχνά οχύρωναν τα αγροκτήματά τους.
Πίσω από αυτή τη γραμμή άμυνας δρούσαν «μετακινούμενες» στρατιωτικές μονάδες. Οι φόροι σε είδος που οφείλονταν στο κράτος συχνά διανέμονταν στους στρατιώτες και τους δημόσιους υπαλλήλους αδιακρίτως με τη μορφή σιτηρεσίου ή μισθού, και μόνο το πλεόνασμα στελνόταν στη Ρώμη. Έτσι, στη Γαλατία δημιουργήθηκε ένας μεικτός ή ρωμαιοκελτογερμανικός στρατός πολιτών αγροτών που κατά καιρούς λειτουργούσε περίπου ως εφεδρικός.
Ο Θεοδόσιος Α', ο λεγόμενος Μέγας (379-395), ήταν ο τελευταίος ηγεμόνας μιας ενωμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ανέλαβε την εξουσία υπό δυσμενείς συνθήκες: ο προκάτοχός του στη Δύση, ο Ουάλης, είχε χάσει τη ζωή του πολεμώντας κατά των Βησιγότθων. Ο Θεοδόσιος στάθηκε ικανός και δραστήριος ηγεμόνας, αλλά ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που αντιμετώπισε την πίστη στον χριστιανισμό ως στοιχείο της κρατικής πολιτικής, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια πολλών υπηκόων του και δημιούργησε πολιτικές ταραχές. Οι περισσότεροι διάδοχοί του στην Ανατολική αυτοκρατορία δεν διέθεταν τις δικές του ικανότητες, αλλά τουλάχιστον μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τις συχνά ολέθριες δραστηριότητες των Γερμανών, μερικές φορές στέλνοντάς τους στη Δύση για να πολεμήσουν ως σύμμαχοι των Ρωμαίων.
Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τον 5ο αιώνα οι Δυτικοί αυτοκράτορες ήταν ακόμα πιο σοβαρά, και οι ίδιοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να τα επιλύσουν. Οι περισσότεροι ήταν υποχείρια της αυλής και
των σωματοφυλακών τους. Το 406-407 οι Γερμανοί πέρασαν για τελευταία φορά τη μεθόριο του Ρήνου και προχώρησαν διαμέσου της Γαλατίας και της Ισπανίας. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες αποσύρθηκαν από τη Βρετανία για να ενισχύσουν την άμυνα των ηπειρωτικών περιοχών. Οι αυτοκράτορες του 5ου αιώνα δεν διέθεταν σαφή πολιτική για να διαλύσουν τη σύγχυση· περιορίστηκαν να δέχονται ομάδες Γερμανών ως συμμάχους (foederati, φοιδεράτοι) και μετά να τους στρέφουν ενάντια σε άλλους Γερμανούς.
Η εξουσία των κυβερνητών των επαρχιών είχε τόσο διαβρωθεί που χριστιανοί επίσκοποι είχαν αναλάβει την άμυνα, την εκπαίδευση και τη φροντίδα των απόρων στις πόλεις. Το 451 ο πάπας Λέων Α' «ο Μέγας» υπερασπίστηκε τη Ρώμη από τους Ούνους, ενώ η απόφαση του Αττίλα —ύστερα από την έκκληση του πάπα— να μην επιτεθεί στην πόλη θεωρήθηκε θαύμα. Η χρονολογία που δίνεται συνήθως για την πτώση της Δυτικής αυτοκρατορίας είναι το 476, όταν έχασε την εξουσία ο τελευταίος Δυτικός αυτοκράτορας πριν από τον Καρλομάγνο. Τα γεγονότα του 476 έχουν συμβολική σημασία, αλλά όχι επειδή η Ρώμη του Αυγούστου ή ακόμα και η Ρώμη του Διοκλητιανού δεν βρισκόταν πια στο προσκήνιο. Ο αυτοκράτορας Ρωμύλος Αυγουστύλος (Μικρός Ρωμύλος Αύγουστος, που πήρε τα ονόματα του θρυλικού ιδρυτή της Ρώμης και του πρώτου αυτοκράτορα) είχε ενδυθεί την αυτοκρατορική πορφύρα όταν ο πατέρας του Ορέστης —ένας Ρωμαίος που είχε διατελέσει γραμματέας του Αττίλα και αποστάτησε μετά το θάνατο του Ούνου αρχηγού— εκθρόνισε τον αυτοκράτορα Ιούλιο Νέπωτα. Το 476 ο Οδόακρος, ένας Ούνος που βρισκόταν στην υπηρεσία του Ανατολικού αυτοκράτορα Ζήνωνα, συμμάχησε με τον Ρωμύλο Αυγουστύλο και, αφού τον εκθρόνισε, δολοφόνησε τον Ορέστη και εξαγόρασε τον Ζήνωνα.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία σε Ευρώπη των γερμανικών διάδοχων βασιλείων. Μολονότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τον 5ο αιώνα ήταν ραγδαίες, πουθενά δεν σημειώνεται κάποιο απότομο ρήγμα. Ορισμένες όψεις του ρωμαϊκού πολιτισμού συνέχισαν υποσυνείδητα να επηρεάζουν όλους τους κατοίκους της αλλοτινής αυτοκρατορίας και να εμπνέουν συνειδητά τους ηγέτες τους. Οι περισσότεροι νέοι ηγεμόνες της Ευρώπης πίστευαν ότι είναι διάδοχοι των Ρωμαίων και αν εμείς τους θεωρούμε περισσότερο διαδόχους του Ρωμύλου Αυγουστύλου παρά του Κωνσταντίνου, τουλάχιστον πριν από τον 8ο αιώνα, ωστόσο αυτή η εντύπωση δεν ήταν προϊόν αυταπάτης. Οι άνθρωποι αυτοί εξιδανίκευαν, αλλά αναπόφευκτα τροποποιούσαν, αρκετά στοιχεία της κληρονομιάς της Ρώμης και άφηναν άλλες πτυχές των ρωμαϊκών επιτευγμάτων να παραμεριστούν είτε από αδιαφορία είτε από καθαρή ανικανότητα. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, το αποτύπωμα της Ρώμης στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν έντονο.
Ήδη τον 6ο αιώνα το ανατολικό τμήμα είχε γίνει εν πολλοίς ελληνικό· με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, που χρησιμοποιούσε τη λατινική γλώσσα, σημειώνεται μια συντηρητική αταβιστική στροφή. H πνευματική παραγωγή της ελληνικής Αρχαιότητας έφτασε στη Δύση κυρίως μέσω των μουσουλμάνων και όχι μέσω των Βυζαντινών. Η ειρωνεία είναι ότι μολονότι τον 5ο αιώνα οι Βυζαντινοί επιτάχυναν το πολιτικό τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στέλνοντας τους Γότθους στα δυτικά, στη συνέχεια, και χωρίς να έχουν τέτοια πρόθεση, προστάτευσαν τη Δύση από τους Σλάβους, τους Τούρκους και τους Μογγόλους. Η φυλετική και η γλωσσική συνέχεια είναι δύο προφανείς όψεις της συνεχιζόμενης ρωμαϊκής παρουσίας στη Δύση. Προς τα νότια, οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν μαζικά μόνο μέχρι τον ποταμό Λίγηρα. Οι μικρότερες φυλές, όπως οι Βουργουνδοί και οι Βησιγότθοι, σεβάστηκαν το δικαίωμα των Ρωμαίων να χρησιμοποιούν το δικό τους δίκαιο. Οι Γερμανοί αριστοκράτες προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους μέσω επιγαμιών με τοπικές ρωμαϊκές συγκλητικές οικογένειες. Πολλές επιφανείς γαλατορωμαϊκές οικογένειες διατηρήθηκαν μέχρι τον 8ο αιώνα και λιγότερες μέχρι τον 9ο. Ως τον 7ο αιώνα τα ανώτερα στρώματα του χριστιανικού κλήρου αποτελούνταν κυρίως από Ρωμαίους αριστοκράτες· από τότε το ρωμαϊκό στοιχείο υποχωρεί και το αντικαθιστούν Γερμανοί, που προφανώς είχαν εκπαιδευτεί από Ρωμαίους. Οι τελευταίοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν δώσει εντολή στους γαιοκτήμονες να παρέχουν «φιλοξενία» [hospitalitas] σε όσους Γερμανούς συνέβαινε να είναι σύμμαχοί τους τη συγκεκριμένη στιγμή: κατά το νόμο, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παρέχουν κατάλυμα στα στρατεύματα και να τους παραδίδουν το ένα τρίτο της συγκομιδής του γαιοκτήματος. Αν και φαίνεται ότι ορισμένοι Γερμανοί ερμήνευσαν αυτή την εντολή ως παροχή του δικαιώματος να ιδιοποιηθούν αυτό το ποσοστό γης, τα περισσότερα ρωμαϊκά latifundia δεν καλλιεργούνταν αδιάλειπτα σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Στις γερμανικές ιδιοκτησίες (villae), που οργανώθηκαν κοντά στα εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά γαιοκτήματα, συνήθως τα οικήματα ήταν διαφορετικά και συχνά η διάταξη των αγροτεμαχίων είχε τροποποιηθεί, καθώς οι τετραγωνισμένοι αγροί των Ρωμαίων απέκτησαν πιο επίμηκες και συχνά ακανόνιστο σχήμα. Η νομική κοινωνική θέση των Γαλατορωμαίων κολωνών φαίνεται ότι διατηρήθηκε στη νότια Ευρώπη σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Αν και ο όρος κολωνός (colonus) απαντά σε αγροτικά έγγραφα της καρολίγγειας περιόδου για πρόσωπα που η θέση τους ήταν παρόμοια με τη θέση των Ρωμαίων κολωνών, οι κολωνοί του Μεσαίωνα δεν ήταν κατά το νόμο ελεύθεροι. Από τον 4ο αιώνα, ο Ρωμαίος αγρότης ενοικιαστής δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη γη του, αλλά δεν ήταν δεμένος με το πρόσωπο του γαιοκτήμονά του. Παρέμενε ελεύθερος, αλλά η ρωμαϊκή αντίληψη περί ελευθερίας ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας: τα ελεύθερα άτομα είχαν υποχρεώσεις, ιδίως την καταβολή φόρων και την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο ορισμός της ελευθερίας δεν παρέπεμπε όπως σήμερα στο αυτονόητο δικαίωμα της απαλλαγής από ορισμένες ενοχλήσεις. Επομένως, οι Ρωμαίοι κολωνοί ήταν τυπικά ελεύθεροι, και ας μην μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γη τους.
Οι πολυάριθμοι γαλατορωμαϊκοί πληθυσμοί της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης ακολουθούσαν τους κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου, παρά τις ενδεχόμενες παρερμηνείες τους από τους Γερμανούς
ηγεμόνες. Παραδόξως, το ρωμαϊκό δίκαιο ως συνεκτικό κρατικό νομικό σύστημα άσκησε περισσότερη επίδραση στο μεσαιωνικό και το σύγχρονο δίκαιο απ' ό,τι στους ίδιους τους Ρωμαίους.
Στα χρόνια της ύστερης αυτοκρατορίας η νομοθεσία ήταν χαώδης. Τα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν ισχύ μόνο στην επικράτεια του ηγεμόνα που τα εξέδιδε, ενώ πολλά αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες κοινότητες. Η κρίση των δικαστών επίσης θεωρούνταν ότι καθιέρωνε νομικό προηγούμενο. Εντούτοις, μολονότι οι δικαστές είχαν υψηλό κύρος, δεν ήταν απαραίτητο να είναι και γνώστες του νόμου, ενώ πολλοί κατείχαν και άλλα αξιώματα και η δικαστική τους δραστηριότητα δεν ήταν παρά πάρεργο. Κάθε αυλή έπρεπε να διαθέτει έναν εμπειρογνώμονα στο δίκαιο, που τον διάλεγαν ανάμεσα στους τοπικούς νομομαθείς, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι στην τέχνη της ρητορικής. Μόνο από τα τέλη του 4ου αιώνα, και παρά τη σθεναρή τους αντίδραση, υποχρεώθηκαν και οι δικηγόροι να σπουδάζουν το νόμο. Οι νοτάριοι, που ο ρόλος τους ήταν ανάλογος με των σύγχρονων συμβολαιογράφων, προετοίμαζαν τις υποθέσεις και συνέτασσαν διαθήκες και συμβόλαια. Καθώς οι αυτοκράτορες εξέδιδαν μυριάδες διατάγματα και οι νομομαθείς έκαναν αναρίθμητες γνωμοδοτήσεις, που συχνά έρχονταν σε αντίφαση με την κρίση των προγενεστέρων τους, το δίκαιο έγινε ένα συνονθύλευμα που συνέβαλε στη σύγχυση και τη φαυλότητα του ύστερου ρωμαϊκού κράτους.
Ό,τι και αν φαινόταν πως έλεγε ο νόμος, μια δωροδοκία προς τον δικαστή ή μια εύστοχη επιλογή συνηγόρου μπορούσε να τον τροποποιήσει. Η κωδικοποίηση των νόμων είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη. Το 438 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' εξέδωσε τον Θεοδοσιανό Κώδικα, όπως θα γινόταν αργότερα γνωστός, που περιλάμβανε όσα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν θεσπιστεί από το 312. Την οριστική όμως σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου την πραγματοποίησε ο ανατολικός αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565), ο οποίος το 528 ανέθεσε σε μια επιτροπή νομομαθών να εξετάσει τη νέα νομοθεσία, που αποτελούνταν από διατάγματα των τελευταίων αυτοκρατόρων, και να άρει τις αντινομίες. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κώδικας. Το 530 μια νέα επιτροπή συνέταξε τον Πανδέκτη (Digesta ή Pandectae) συνδυάζοντας την παλαιά νομοθεσία (τα νομοθετήματα της Δημοκρατίας και της πρώιμης Αυτοκρατορίας, διατάγματα της συγκλήτου και γνωμοδοτήσεις νομομαθών). Ο Πανδέκτης θα έπαιζε πιο καθοριστικό ρόλο απ' ό,τι ο Κώδικας, καθώς στηρίχτηκε σε διάφορες πηγές και ήταν μια πιο επιμελημένη σύνοψη νομικών αρχών. Οι πολύ συντομότερες Εισηγήσεις (Institutiones) ήταν εγχειρίδια για σπουδαστές, ενώ οι Νεαρές (νέα νομοθετήματα, Novellae) εκδίδονταν περιοδικά από τον Ιουστινιανό και άλλους αυτοκράτορες. Αυτή η λαμπρή σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου επονομάστηκε Κώδικας του αστικού δικαίου (Corpus juris civilis) ή, σύμφωνα με μια λιγότερο ακριβή απόδοση, Ιουστινιάνειος Κώδικας.
Οι Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει λιθόστρωτες οδούς σε όλη την Ευρώπη δυτικά των limes, συχνά με την απλή λιθόστρωση των παλαιότερων κελτικών δρόμων. Ακόμα και στη Βρετανία, τη λιγότερο
εκρωμαϊσμένη από τις δυτικές επαρχίες, κατασκευάστηκαν πάνω από 6.000 μίλια οδικού δικτύου για τη σύνδεση των οχυρών με τις civitates. Αν και στις αρχές του Μεσαίωνα η συντήρηση των
δρόμων ήταν ελλιπής, τελικά αυτοί αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του χερσαίου εμπορίου. Οι Ρωμαίοι έχτισαν πόλεις σε όλη τη Γαλατία ως διοικητικά κέντρα των civitates, συχνά σε τόπους
όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις φυλών. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν μια ρήξη στη συνέχεια των οικισμών στις περισσότερες ρωμαϊκές τοποθεσίες, που διήρκεσε τουλάχιστον μια γενιά στον 5ο αιώνα και στις αρχές του 6ου, ενώ ορισμένοι οικισμοί εξαφανίστηκαν εντελώς. Έκτοτε, ο επίσκοπος και οι κληρικοί του επέστρεψαν, επανίδρυσαν τη «διοίκηση», και συγκρότησαν τον πυρήνα ενός μικρού οικισμού, συχνά στη λιγότερο ευπρόσβλητη γωνιά του παλαιού ρωμαϊκού τείχους. Αγροτικά χωριά ιδρύθηκαν σε άλλες θέσεις μέσα στο ευρύτερο πρώην αστικό συγκρότημα. Ορισμένες ρωμαϊκές civitates, όπως η Κολονία και το Παρίσι, εξελίχτηκαν σε σημαντικές πόλεις στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Μερικές, όπως η Βόννη, επανοικήθηκαν αλλά παρέμειναν δευτερεύουσες, ενώ άλλες διατηρήθηκαν ως επισκοπικές έδρες αλλά δεν αναπτύχθηκαν επειδή η θέση τους δεν ήταν ευνοϊκή για το εμπόριο. Οι ρωμαϊκοί οικισμοί που εξελίχτηκαν σε σημαντικές μεσαιωνικές πόλεις δεν ήταν όλοι civitates. Ορισμένα μικρότερα κέντρα, που οι Ρωμαίοι τα είχαν οχυρώσει ως στρατόπεδα τον 3ο και τον 4ο αιώνα, επεκτάθηκαν πέρα από τα ρωμαϊκά τείχη τους και έγιναν σημαντικές πόλεις. Αν και αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούσαν τον κανόνα, το ρωμαϊκό αποτύπωμα στο χάρτη των πόλεων της μεσαιωνικής Ευρώπης είναι ευκρινέστατο: με μοναδική εξαίρεση τη Βενετία, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την ενδοχώρα που διέφυγαν από τους Οστρογότθους, καμία πόλη δεν αναπτύχθηκε από πυρήνα που πρωτοκατοικήθηκε στη διάρκεια των γερμανικών μεταναστεύσεων. Όλες οι άλλες μεσαιωνικές πόλεις είτε κατοικούνταν συνεχώς από τη ρωμαϊκή περίοδο είτε ήταν προσωρινώς εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά ερείπια που επανοικήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα.
«Γαλάτες», ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι κάτοικοι της περιοχής μεταξύ των Πυρηναίων και του Ρήνου. Η χώρα αυτή ήταν διηρημένη, πριν την Ρωμαϊκή εποχή, σε τρία μέρη, ανάλογα με τους κατοίκους της: Στο Νοτιοδυτικό μέρος κατοικούσαν οι «Ακουιτανοί», στο Βόρειο οι «Βέλγες» και στο Ανατολικό οι «Κέλτες ή Κελτοί».
1. Οι Ακουιτανοί στο Νοτιοδυτικό μέρος, διέφεραν από τους άλλους Γαλάτες όχι μόνο στην γλώσσα, αλλά και στον τρόπο ζωής (Στράβων Δ 1, 1 - 2, 1).
Κατά τον Πτολεμαίο (Β - 7) οι Ακουιτανοί ήταν πολλές φυλές ήτοι: Πίκτονες, Σάντονες, Βιτούρνιγες, Τάρβελοι, Καδούρκοι, Ουασάτιοι, Γάβαλοι, Δάτιοι, Αρουέρνοι, Αύσκιοι, Ρουτανοί και οι Κουμουενοί. Κατά τον Διόδωρο, είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή αυτή και προϊστορικοί Έλληνες (Βοιωτοί κ.ά) και ότι την σημερινή πόλη «Αλησία» (Alise Bourgone) την έκτισε ο Ηρακλής (Διόδ.Ε΄23,2). Η Ακουιτανία, η οποία στα Λατινικά σημαίνει «χώρα των Υδάτων», κατακτήθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 56 π.Χ.
3. Οι Κέλτες ή Κελτοί, κατά τον Στράβωνα (Δ, 1, 13, 14), κατοικούσαν Ανατολικά των Ακουιτανών και του Κεμμένου όρους (από την Μασσαλία έως τις Άλπεις). Από αυτούς αργότερα οι Έλληνες της Μασσαλίας, ονόμασαν το σύνολο των Γαλατών Κελτούς. Κατά τον Πλούταρχο (Καμ. 15), οι Γαλάτες ανήκαν στο γένος των Κελτών. Αυτοί λόγω υπερπληθυσμού, εγκατέλειψαν την χώρα τους και έφθασαν στην Ιβηρία, την Ιταλία και τα έσχατα μέρη της Ευρώπης. Ο Πολύβιος (Β. 17), αναφέρει ότι παλαιότερα οι Κελτοί οι οποίοι είχαν σχέσεις με τους Τυρρηνούς της Β. Ιταλίας τους φθόνησαν εξ’ αιτίας της εύφορης χώρας τους και εισέβαλαν στις πεδιάδες του Πάδου. Οι Κελτοί ήταν άνθρωποι απλοί, αγράμματοι και εκτός από την κτηνοτροφία και την γεωργία αγνοούσαν παντελώς κάθε επιστήμη και τέχνη. Κατοικούσαν σε ατείχιστες πόλεις (οικισμούς) αγνοούσαν την επίπλωση και κοιμούνταν στο έδαφος. Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", αναφέρει: «…Οι λεγόμεναι Κελτοί ή Γαλάται, είναι αρχαιότατοι γνωστοί κάτοικοι των δυτικωτέρων της Ευρώπης χωρών, ήτοι της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Ενώ δε, καθό αποτελούντες κλάδον της Ινδογερμανικής φυλής, επήλθον ποτέ εις τας εσχατιάς του ημετέρου της γής μέρους, έπειτα, από της 6ης π.Χ εκατονταετηρίδος επώκησαν είς την Ισπανίαν, την Ουγγαρίαν, από της οποίας, κατά την 4ην π.Χ εκατονταετηρίδα, επεφάνησαν και είς τα βορειότερα της ημετέρας χερσονήσου…».
Οι Κέλτες ή Κελτοί κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, που μελέτησαν τα διάφορα τοπωνύμια της Δυτικής Ευρώπης και την γλώσσα τους, είναι προφανώς προϊστορικός λαός. Αρχικά ήταν εγκαταστημένοι στη Νότια Γερμανία, μεταξύ των πηγών των ποταμών Ρήνου και Δουνάβεως. Την περίοδο 2000 -1700 π.Χ άρχισαν να εξαπλώνονται σε ολόκληρη την σημερινή Γαλλία και τις Βρετανικές Νήσους και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι κάποιος λαός εισβολέων της περιόδου αυτής έθαπτε τους νεκρούς σε τύμβους. Η εξάπλωση αυτή συνεχίσθηκε και για τα επόμενα χίλια και πλέον έτη. Οι Πρωτοκέλτες ήλθαν σε σχέσεις με τους Βαλτοσλάβους και άλλους λαούς της Βαλτικής, ορισμένοι εκ των οποίων ήταν ανθρωποφάγοι (καννίβαλοι).
Αυτό το «συνονθύλευμα» των φυλών, με κοινό όνομα «Γαλάτες» και με αρχηγό τους τον Βρέννο Β΄, τον 3ον αιώνα π.Χ αφού λεηλάτησαν την Ιλλυρία και την Σερβία, όπου ίδρυσαν εκεί και ένα μικρό Βασίλειο, εισέβαλαν στη Μακεδονία. Εκεί τους αντιμετώπισε ο Στρατηγός των Μακεδόνων Σωσθένης και δεν τους άφησε να εγκατασταθούν. Ο Βρέννος όμως, έχοντας ως στόχο το Μαντείο των Δελφών, όπου υπήρχαν πολλά χρήματα σε νομίσματα και αφιερώματα από άργυρο και χρυσό, στις κοινές συνεδριάσεις των διαφόρων φυλών προσπαθούσε μετά φορτικότητας να τους πείσει, πράγμα το οποίο πέτυχε το 279 π.Χ, να εκστρατεύσουν κατά της Ελλάδος. Ο πεζικός στρατός που συγκεντρώθηκε έφθανε τις 152.000, ο δε ιππικός στρατός μαζί με τους βοηθούς ιππείς ήταν περίπου 61.200, ήτοι συνολικός στρατός 213.200 περίπου. Στην εκστρατεία αυτή οι «Γαλάτες» συνάντησαν την οργανωμένη αντίσταση των Ελλήνων, που με κοινό αρχηγό τους τον Αθηναίο στρατηγό Κάλλιππο του Μοιροκλέους και περίπου 26.000 πεζικό στρατό και ικανό αριθμό πλοίων, είχαν λάβει θέση στο στενό των Θερμοπυλών. Η πρώτη ενέργεια των Ελλήνων ήταν η καταστροφή των γεφυρών του Σπερχειού ποταμού, ώστε να δυσκολευτεί το πέρασμα των Γαλατών. Όμως οι Γαλάτες, περνώντας νύχτα τον ποταμό Σπερχειό από ένα σημείο λιμνώδες (ρηχό και όχι ορμητικό) κολυμπώντας και χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους για σχεδίες, βρέθηκαν το πρωί στην απέναντι όχθη του Σπερχειού κοντά στην αρχαία πόλη Ηράκλεια. Στη συνέχεια, αφού λεηλάτησαν την Ηράκλεια και αφού διέταξαν τους ντόπιους κατοίκους να ξαναχτίσουν τις γέφυρες, επιτέθηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις που είχαν πάρει θέσεις στο στενό των Θερμοπυλών. Στη σύγκρουση, που έγινε μέσα στο έλος που υπήρχε εκεί, οι Έλληνες αν και πολύ λιγότεροι αντιστάθηκαν με γενναιότητα και ανάγκασαν τους Γαλάτες να υποχωρήσουν. Ο Βρέννος προκειμένου να παρακάμψει τις Ελληνικές δυνάμεις, αλλά και για να εξαναγκάσει τους Αιτωλούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ώστε ο πόλεμος να είναι ευκολότερος, σκέφθηκε να δημιουργήσει κυκλωτικό μέτωπο. Διέταξε τον Ορεστόριον και τον Κόμβουτιν, με ένα τμήμα με 40.000 πεζούς και 800 ιππείς, που ήδη είχαν περάσει το Σπερχειό ποταμό και είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στην πόλη Ηράκλεια, να γυρίσουν πίσω και να χρησιμοποιήσουν τον αρχαίο δρόμο που συνέδεε τις Ράχες Τυμφρηστού με τα όρη Οξυά και Βαρδούσια, ώστε να βρεθούν πίσω στους Δελφούς. Στο μέτωπο των Θερμοπυλών παρέμεινε ο Ακιχώριος με 100.000 στρατό, ο ίδιος ο Βρέννος με 40.000 στρατό, επεχείρησε να διαβεί την Ανοπαία ατραπό (από την οποία σύμφωνα με τον Ηρόδοτο πριν 200 περίπου έτη ο «Εφιάλτης» οδήγησε τους Πέρσες) και να κατευθυνθεί εν συνεχεία στους Δελφούς, με σκοπό να λεηλατήσει το πλούσιο Μαντείο. Απέτυχαν όμως οι «Γαλάτες» του σκοπού τους, διότι οι Ελληνικές δυνάμεις τους περίμεναν σε όλα τα πολεμικά μέτωπα, όπου μετά από σκληρές μάχες τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν. Οι Έλληνες στις μάχες αυτές είχαν και θεϊκή βοήθεια, διότι εκτός από την μεγάλη κακοκαιρία που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες, ξέσπασε και καταστρεπτικός σεισμός που δεν άφησε τίποτε όρθιο. Οι Γαλάτες κατατρομαγμένοι οπισθοχώρησαν και δεν υπέστησαν απλώς μία ήττα, αλλά υπέστησαν μία συντριβή και οριστική διάλυση. Σύμφωνα με τον Παυσανία (Χ 23), περίπου έξι χιλιάδες φονεύθηκαν στη μάχη που έγινε στον Παρνασσό κοντά στους Δελφούς και πάνω από δέκα χιλιάδες χάθηκαν από τις κακουχίες και την πείνα. Την εκστρατεία των Γαλατών στην Ελλάδα μας την διέσωσε με πολλή σαφήνεια μέσα σε λίγες σελίδες ο Παυσανίας (110 μ.Χ - 180 μ.Χ), ο οποίος συγκέντρωσε όλα εκείνα τα στοιχεία για την πορεία τους και έγραψε το μοναδικό και αθάνατο βιβλίο "Ελλάδος Περιήγησις" (ΦΩΚΙΚΑ).
Αυτός είναι ένας χάρτης της γαλατικής εξάπλωσης στην Ελλάδα
ΓΟΤΘΟΙ:ένας ανατολικός γερμανικός λαός, εκ του οποίου δύο κλάδοι, οι Βησιγότθοι και οι Οστρογότθοι, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στην ανάδυση της μεσαιωνικής Ευρώπης. Οι Γότθοι κυριάρχησαν σε μια τεράστια έκταση, που στο μέγιστό της υπό το Γερμανικό βασιλιά Ερμάναρικ και τον υποβασιλιά του Ατάναρικ εκτεινόταν πιθανότατα από το Δούναβη ως το Ντον και από τη Μαύρη ως τη Βαλτική Θάλασσα. Στη photo το μαυσωλείο του Θεωδόριχου, στη Ραβέννα της Ιταλίας:
Κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Σκυθία, τη Δακία και την Παννονία. Τους 3ο και 4ο αι. επέδραμαν στις περιοχές του Βυζαντίου και αργότερα ασπάστηκαν τον Αρειανισμό.
Κατά τον 5ο και 6ο αι. οι Γότθοι χωρίστηκαν σε Βησιγότθους (δυτικοί Γότθοι) και Οστρογότθους (ανατολικοί Γότθοι). Ίδρυσαν ισχυρά κράτη, διάδοχα του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, στην Ιβηρική χερσόνησο και στην Ιταλία. Οι Γότθοι μιλούσαν τη Γοτθική γλώσσα, μια από τις εξαφανισμένες Ανατολικές γερμανικές γλώσσες, που μιλιόταν στην Κριμαία τον 18ο αιώνα. Στο ξυλόγλυπτο της Βιβλιοθήκης της Βαυαρίας που ακολουθεί, εικονίζονται ο Θεοδώριχος και Οδόακρος (από το "Χρονικό της Νυρεμβέργης", 1493, που γράφηκε στα Λατινικά από τον Hartmann Schedel):
Πριν από την εισβολή των Ούνων, ο Γοτθικός πολιτισμός παρήγαγε κοσμήματα, αγγεία και διακοσμητικά αντικείμενα σε ύφος που επηρεάστηκε από Έλληνες και Ρωμαίους τεχνίτες. Ανέπτυξαν ένα πολύχρωμο στυλ χρυσοχοΐας, χρησιμοποιώντας σφυρηλατημένα στοιχεία ή συνθέσεις για την ένθεση πολύτιμων λίθων στα χρυσά αντικείμενά τους:
ΑΛΑΜΑΝΟΙ: ομάδα γερμανικών φυλών στον Άνω Ρήνο. Ο Δίων Κάσσιος τους αναφέρει για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Καρακάλλα το 213. Οι Αλαμανοί επεκτάθηκαν στη σημερινή Αλσατία και τη βόρεια Ελβετία.Το 496 κατακτήθηκαν από τον Φράγκο βασιλιά Κλόβι Α΄ και ενσωματώθηκαν στις κτήσεις του. Αναφερόμενοι ως ειδωλολάτρες σύμμαχοι των χριστιανών Φράγκων, οι Αλαμανοί σταδιακά εκχριστιανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα. Μέχρι τον 8ο αιώνα, η φραγκική κυριαρχία στην Αλεμανία ήταν ως επί το πλείστον τυπική, μόνον κατ' όνομα. Μετά από μία εξέγερση, ο Καρλομάγνος Α΄ εκτέλεσε τους Αλαμανούς ευγενείς και εγκατέστησε Φράγκους δούκες.
Οι Αλαμανοί αρχικά είχαν παρόμοιες θρησκευτικές πεποιθήσεις και δοξασίες με τα υπόλοιπα γερμανικά φύλα. Με την κατάκτησή τους από τους χριστιανούς Φράγκους, αρχίζει και ο δικός τους εκχριστιανισμός (6ος–8ος αι.). Ο πρώτος που επιχείρησε να τους προσηλυτίσει στη νέα πίστη ήταν ο Ιρλανδός Άγιος Κολουμβανός (Columbanus) και ο μαθητής του Γάλλος (Gall). Σήμερα ο όρος αλαμαννικά (Alemannisch) είναι γλωσσολογικός όρος και αναφέρεται στην Αλαμαννική γλώσσα, διάλεκτο της γερμανικής. Ομιλείται από περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους σε έξι διαφορετικές χώρες, στην Ελβετία, στην Αυστρία (Φόραρλμπεργκ), στο Λίχτενσταϊν, στη Γαλλία (Αλσατία), στην Ιταλία και στη νότια Γερμανία (Βάδη-Βυρτεμβέργη).
ΟΥΝΝΟΙ:
Ο Αττίλας (2 Σεπτεμβρίου 406 - 30 Απριλίου 453) ήταν βασιλιάς των Ούνων από το 434 έως το θάνατό του, το 453. Ήταν ηγέτης της αυτοκρατορίας των Ούννων, μίας φυλετικής συνομοσπονδίας αποτελούμενης, μεταξύ άλλων, από Ούννους, Οστρογότθους και Αλανούς, στο έδαφος της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ήταν ένας από τους φοβερότερους εχθρούς της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Διέσχισε τον Δούναβη δύο φορές και λεηλάτησε τα Βαλκάνια, αλλά δεν ήταν σε θέση να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη.
Η νομαδική φυλή των Ούνων, ένας λαός έφιππων πολεμιστών μογγολικής καταγωγής που κατοικούσε από τις στέπες της κεντρικής Ασίας στα όρια της Ευρώπης, τον 4ο μ.Χ. αιώνα ξεκίνησε από την Ασία και, προχωρώντας προς τα δυτικά, κατάκλυσε την Ευρώπη κι ερήμωσε πολλές χώρες. Οι πρώτοι Ούνοι είχαν εγκατασταθεί στη Μογγολία τον 2ο π.Χ. αιώνα κι από κει έφτασαν στην περιοχή ανάμεσα στα δύο ποτάμια Ουράλη και Βόλγα. Στα 375 μ.Χ. μια ουννική φυλή προχώρησε στην περιοχή ανάμεσα στο Ντον και Βόλγα και, αφού υπέταξε τους Οστρογότθους και Βησιγότθους, εγκαταστάθηκε τον 4ο αιώνα στην εύφορη κοιλάδα του Δούναβη, ωθώντας τους Βισηγότθους νότια προς το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος. Ο αρχηγός των Ούννων Ρουγίλιας οργάνωσε ένα ισχυρό κράτος και άρχισε τις επιδρομές και τις επιθέσεις εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είναι πιθανό οι Ούνοι να ξεκίνησαν τις Μεγάλες Μεταναστεύσεις, παράγοντα που συνέβαλε στην κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σχημάτισαν μια ενιαία αυτοκρατορία υπό τον Αττίλα, που πέθανε το 453 και τον επόμενο χρόνο η αυτοκρατορία τους διαλύθηκε. Οι απόγονοι ή διάδοχοί τους με παρόμοια ονόματα έχουν καταγραφεί από γειτονικούς πληθυσμούς προς νότο, ανατολή και δύση, ότι είχαν καταλάβει τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας περίπου από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα. Παραλλαγές του ονόματος των Ούννων έχουν καταγραφεί στον Καύκασο μέχρι τις αρχές του 8ου αιώνα.
Αφού υπέταξαν τους Αλαμανούς, οι Ούνοι και οι Αλαμανοί βοηθητικοί τους άρχισαν να λεηλατούν τους πλούσιους οικισμούς των Γκρεουτούγκων, των ανατολικών Γότθων, δυτικά του ποταμού Ντον. Ο βασιλιάς των Γκρεουτούγκων, Ερμανάριχος, αντιστάθηκε για λίγο αλλά τελικά "βρήκε τη λύτρωση από τους φόβους του αφαιρώντας την ίδια του τη ζωή", σύμφωνα με τον Αμμιανό Μαρκελλίνο. Η αναφορά του Μαρκελλίνου αναφέρεται είτε στην αυτοκτονία του Ερμανάριχου, είτε στην τελετουργική θανάτωσή του. Τον διαδέχθηκε ο μικρανηψιός του Βιρθίμιρης, που πλήρωσε τους Ούννους για να στραφούν και πολεμήσουν κατά των Αλανών, που είχαν εισβάλει στη χώρα των Γκρεουτούγκων, αλλά σκοτώθηκε σε μάχη.
Μετά το θάνατο του Βιρθίμιρη οι περισσότεροι Γκρεουτούγκοι υποτάχθηκαν στους Ούννους. Εκείνοι που αποφάσισαν ν΄ αντισταθούν προχώρησαν στον ποταμό Δνείστερο - που ήταν το σύνορο ανάμεσα στις χώρες των Γκρεουτούγκων και των Θερβιγγίων, των δυτικών Γότθων - υπό την ηγεσία του Αλάθεου και του Σάφρακος (ονομαστική: Σάφραξ), γιατί ο γιος του Βιρθίμιρη, Βιδέριχος, ήταν παιδί ακόμα. Ο Αθανάριχος, ηγέτης των Θερβιγγίων, συνάντησε τους πρόσφυγες κατά μήκος του Δνείστερου επικεφαλής των στρατευμάτων του. Όμως ένας στρατός των Ούννων παρέκαμψε τους Γότθους και τους επιτέθηκε από πίσω, αναγκάζοντας τον Αθανάριχο να υποχωρήσει στα Καρπάθια. Ο Αθανάριχος ήθελε να οχυρώσει τα σύνορα, αλλά οι επιδρομές των Ούννων στις χώρες δυτικά του Δνείστερου συνεχίζονταν. Οι περισσότεροι Θερβίγγιοι συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν ν΄ αντισταθούν στους Ούννους και κατέφυγαν στον Κάτω Δούναβη για να βρουν άσυλο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Γκρεουτούγκοι, υπό την ηγεσία του Αλάθεου και του Σάφρακος, βάδισαν επίσης προς τον ποταμό. Τα περισσότερα ρωμαϊκά στρατεύματα είχαν μεταφερθεί από τη Βαλκανική Χερσόνησο στην Αρμενία για να πολεμήσουν κατά της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Ο αυτοκράτορας Ουάλης επέτρεψε στους Θερβίγγιους να διασχίσουν τον Κάτω Δούναβη και να εγκατασταθούν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το φθινόπωρο του 376 μ.Χ. Τους Θερβίγγιους ακολούθησαν οι Γκρεουτούγκοι, και επίσης οι Ταϊφάλοι (γερμανική ή σαρματική φυλή) "και άλλες φυλές που παλιότερα ζούσαν με τους Γότθους" στα βόρεια του Κάτω Δούναβη, σύμφωνα με το Ζώσιμο. Η έλλειψη όμως τροφίμων και η κακοδιοίκηση έκαναν τους Γότθους να επαναστατήσουν στις αρχές του 377 και ο πόλεμος που ακολούθησε μεταξύ αυτών και των Ρωμαίων κράτησε πάνω από πέντε χρόνια.
Οι Βαρβαρικές εισβολές του 5ου αιώνα προκλήθηκαν από τη διάλυση των γοτθικών βασιλείων από τους Ούννους την περίοδο 372-375 μ.Χ. Η πόλη της Ρώμης καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε από τους Βησιγότθους το 410 και από τους Βανδάλους το 455.
Η υποστήριξη προς τους Γότθους οπλαρχηγούς μειώθηκε καθώς Γότθοι πρόσφυγες κατευθύνονταν στη Θράκη στην ασφάλεια των ρωμαϊκών φρουρών.
Μετά από αυτές τις εισβολές οι Ούνοι άρχισαν να αναφέρονται ως Φοιδεράτοι και μισθοφόροι. Ήδη το 380 σε μια ομάδα Ούννων παραχωρήθηκε το καθεστώς των Φοιδεράτων και τους επετράπη να εγκατασταθούν στην Παννονία. Ούννους μισθοφόρους βλέπουμε επίσης σε αρκετές περιπτώσεις αγώνων για τη διαδοχή της Ανατολικής και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 4ου αιώνα. Είναι πάντως πιθανότερο αυτές να αποτελούσαν μεμονωμένες μισθοφορικές ομάδες, παρά ένα ουνικό βασίλειο.
Ο αρχηγός των Ούνων Ρουγίλας οργάνωσε ισχυρό κράτος και άρχισε τις επιδρομές και τις επιθέσεις εναντίον του βυζαντινού κράτους. Από το 434 οι αδελφοί Αττίλας και Μπλέντα (ελληνικά: Βλήδας) κυβερνούσαν μαζί τους Ούννους και ήταν εξ ίσου φιλόδοξοι με το θείο τους Ρουγίλα. Το 435 υποχρέωσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να υπογράψει τη Συνθήκη της Μάργου (σημερινό Ποζάρεβατς), προσφέροντας στους Ούννους εμπορικά δικαιώματα και καταβάλλοντάς τους ετήσιο φόρο. Οι Βυζαντινοί συμφώνησαν επίσης να παραδώσουν Ούννους πρόσφυγες (άτομα που μπορεί να είχαν απειλήσει την άνοδο των αδελφών στην εξουσία) για εκτέλεση. Με τα νότια σύνορά τους προστατευμένα από τους όρους της συνθήκης οι Ούννοι μπόρεσαν να στραφούν αποκλειστικά στην περαιτέρω υποταγή φυλών στα δυτικά.
Οι Ούνοι παραβίασαν τη συνθήκη το 440, όταν οι Αττίλας και Μπλέντα επιτέθηκαν στην "Κάστρα Κωνστάντια", Ρωμαϊκό φρούριο και εμπορικό σταθμό στις όχθες του Δούναβη. Οι Βυζαντινοί διέκοψαν την πληρωμή του συμφωνημένου φόρου και παραβίασαν και άλλους όρους της Συνθήκης της Μάργου, έτσι οι Ούνοι βασιλιάδες έστρεψαν πάλι τη προσοχή τους προς την Ανατολή. Αναφορές ότι ο Επίσκοπος της Μάργου είχε περάσει σε εδάφη των Ούννων και βεβήλωσε βασιλικούς τάφους, τους εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο. Ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών και οι Ούνοι εξουδετέρωσαν έναν αδύναμο βυζαντινό στρατό και ισοπέδωσαν τη Μάργο (σημερινό Ποζάρεβατς), τη Σιγγιδώνα (Βελιγράδι) και το Βιμινάκιο. Αν και υπογράφτηκε ανακωχή το 441, δύο χρόνια αργότερα η Κωνσταντινούπολη δεν μπόρεσε να καταβάλει το φόρο και ο πόλεμος επαναλήφθηκε. Στην εκστρατεία που ακολούθησε οι στρατιές των Ούνων έφθασαν ανησυχητικά κοντά στην Κωνσταντινούπολη, λεηλατώντας στο δρόμο τους τη Σερδική, την Αρκαδιούπολη και τη Φιλιππούπολη. Αφού υπέστη συντριπτική ήττα στη Μάχη της Χερσονήσου, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β´ ενέδωσε στις απαιτήσεις των Ούννων και το φθινόπωρο του 443 υπέγραψε με τους δύο Ούννους βασιλιάδες τη Συνθήκη του Ανατόλιου. Οι Ούνοι επέστρεψαν στη χώρα τους με ένα τεράστιο καραβάνι γεμάτο λάφυρα.
Οι αρχαίες πηγές λένε ξεκάθαρα πως υπήρχε μια ουννική γλώσσα, αλλά δεν υπάρχει γενική συναίνεση σχετικά με την ακριβή προέλευση και τις συγγένειές της. Οι γραπτές πηγές Πρίσκος και Ιορδάνης διασώζουν λίγα μόνο ονόματα και τρεις λέξεις (μέδος, κάμος, στράβα) της γλώσσας των Ούννων, που έχουν μελετηθεί επί ενάμιση αιώνα.Οι Ούννοι διατηρούσαν κοπάδια βοοειδών, αλόγων και αιγοπροβάτων. Άλλες πηγές της διατροφής τους ήταν από το κυνήγι, καθώς και οι ρίζες αυτοφυών φυτών. Για ενδυμασία είχαν μυτερούς σκούφους, παντελόνια ή σκελέες από δέρμα αγριοκάτσικου και χιτώνες λινούς ή από δέρμα τρωκτικών.
ΦΡΑΓΚΟΙ:πρόκειται για ένα σύνολο γερμανικών φύλων, το όνομα του οποίου αναφέρεται για πρώτη φορά σε ρωμαϊκές πηγές του 3ου αιώνα, συνδεδεμένο με φυλές στο Ρήνο, στο χείλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
O βασιλιάς Κλόβις (Χλωδοβίκος) βαφτίζεται (496) από τον Άγιο Ρεμύ.
Ο Χλωδοβίκος θεωρείται ιδρυτής της δυναστείας των Μεροβιγγείων και διετέλεσε βασιλέας των Φράγκων από το 481 μέχρι το 511. Από το όνομά του προήλθε αργότερα το όνομα Λουδοβίκος. Το κυριότερο επίτευγμα του Χλωδοβίκου είναι η μετάβαση στον καθολικισμό, κατόπιν επιρροής της συζύγου του Κλοτίλδης, η οποία ήταν Καθολική πριγκίπισσα της Βουργουνδίας.
Όταν διαλύεται το βασίλειο των Βησιγότθων, ο Χλωδοβίκος εγκαταλείπει το Βέλγιο, όπου οι προκάτοχοί του είχαν αγωνιστεί και ζήσει επί έναν αιώνα,για να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι, τη νέα πρωτεύουσά του. Τελικά έγινε ο μοναδικός βασιλέας των Φράγκων, σκοτώνοντας κατά πάσα πιθανότητα τον παλαιό βασιλέα Sigebert και τον γιό του Chiodéric (περί το 509) ενώ οι υπόλοιποι Φραγκικοί πληθυσμοί αναγνωρίζουν οικειοθελώς ή μη την ηγεμονία του. Η τελευταία μεγάλη πράξη της βασιλείας του ήταν η συνεδρίαση στην Ορλεάνη το 511, ενός γενικού συμβουλίου, το οποίο αναδιοργάνωσε την Εκκλησία της Γαλατίας και παρά το γεγονός ότι παρέστησαν μόνο οι μισοί επίσκοποι από το Φραγκικό κράτος, εντούτοις ήταν το πρώτο γενικό συμβούλιο της Γαλλίας που σηματοδότησε τη συμμαχία θρόνου και Εκκλησίας.
Όταν το 511 πέθανε ο Χλωδοβίκος, οι Φράγκοι ήσαν κυρίαρχοι της Γαλατίας, εκτός της Βουργουνδίας και η δυναστεία των Σάλιων ηγετών κυβέρνησε το «Έθνος των Φράγκων» επί δύο αιώνες. Το βασίλειό του μοιράσθηκαν οι τέσσερις γιοί του ο Thierry, ο Clodomir, ο Childebert και ο Clotaire.
Αργότερα, ο όρος συνδέθηκε με τις εκρωμαϊσμένες γερμανικές δυναστείες εντός της καταρρέουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίες τελικά διοίκησαν ολόκληρη την περιοχή μεταξύ των ποταμών Λίγηρα και Ρήνου και επέβαλαν την εξουσία τους σε πολλά άλλα μεταρωμαϊκά βασίλεια και γερμανικούς λαούς, αναγνωριζόμενες αργότερα από την Καθολική Εκκλησία ως διάδοχοι των παλαιών ηγεμόνων της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οι Φράγκοι ήταν υψηλόσωμοι, είχαν ανοιχτό χρώμα δέρματος και ξανθά μαλλιά. Φορούσαν βράκες από λινό ύφασμα ή δέρμα ζώου και άφηναν συχνά ακάλυπτο το πάνω μέρος του σώματός τους. Διέθεταν πολύ πρωτόγονα μέσα για την καλλιέργεια της γης, θεωρούσαν πολύ φυσιολογικό το να προβαίνουν σε λεηλασίες για να καλύπτουν τις ανάγκες τους.Οι Φράγκοι έδωσαν το όνομά τους στο κράτος της Γαλλίας, αν και η γλώσσα τους τελικά δεν επικράτησε. Επίσης έχουν δώσει το όνομά τους στην περιοχή της Φραγκονίας (Franken) στη Βαυαρία.
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΔΙΝΕΙ ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (έως τον Ιουστινιανό, δηλαδή).
Πριν από πολλούς πολλούς αιώνες, καθώς ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρεε κάτω από πολύμορφες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, η μεσογειακή αρχαιότητα είδε τις ακτές της να χωρίζονται σε αντίπαλους κόσμους.
Ήδη τον 6ο αιώνα το ανατολικό τμήμα είχε γίνει εν πολλοίς ελληνικό· με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, που χρησιμοποιούσε τη λατινική γλώσσα, σημειώνεται μια συντηρητική στροφή. H πνευματική παραγωγή της ελληνικής Αρχαιότητας έφτασε στη Δύση κυρίως μέσω των μουσουλμάνων και όχι μέσω των Βυζαντινών. Η ειρωνεία είναι ότι μολονότι τον 5ο αιώνα οι Βυζαντινοί επιτάχυναν το πολιτικό τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στέλνοντας τους Γότθους στα δυτικά, στη συνέχεια, και χωρίς να έχουν τέτοια πρόθεση, προστάτευσαν τη Δύση από τους Σλάβους, τους Τούρκους και τους Μογγόλους.
Η φυλετική και η γλωσσική συνέχεια είναι δύο προφανείς όψεις της συνεχιζόμενης ρωμαϊκής παρουσίας στη Δύση. Προς τα νότια, οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν μαζικά μόνο μέχρι τον ποταμό Λίγηρα.
Οι μικρότερες φυλές, όπως οι Βουργουνδοί και οι Βησιγότθοι, σεβάστηκαν το δικαίωμα των Ρωμαίων να χρησιμοποιούν το δικό τους δίκαιο.
Οι Γερμανοί αριστοκράτες προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους μέσω επιγαμιών με τοπικές ρωμαϊκές συγκλητικές οικογένειες. Πολλές επιφανείς γαλατορωμαϊκές οικογένειες διατηρήθηκαν μέχρι τον 8ο αιώνα και λιγότερες μέχρι τον 9ο. Ως τον 7ο αιώνα τα ανώτερα στρώματα του χριστιανικού κλήρου αποτελούνταν κυρίως από Ρωμαίους αριστοκράτες· από τότε το ρωμαϊκό στοιχείο υποχωρεί και το αντικαθιστούν Γερμανοί, που προφανώς είχαν εκπαιδευτεί από Ρωμαίους. Οι τελευταίοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν δώσει εντολή στους γαιοκτήμονες να παρέχουν «φιλοξενία» [hospitalitas] σε όσους Γερμανούς συνέβαινε να είναι σύμμαχοί τους τη συγκεκριμένη στιγμή: κατά το νόμο, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παρέχουν κατάλυμα στα στρατεύματα και να τους παραδίδουν το ένα τρίτο της συγκομιδής του γαιοκτήματος. Αν και φαίνεται ότι ορισμένοι Γερμανοί ερμήνευσαν αυτή την εντολή ως παροχή του δικαιώματος να ιδιοποιηθούν αυτό το ποσοστό γης, τα περισσότερα ρωμαϊκά latifundia δεν καλλιεργούνταν αδιαλείπτως σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων.
Στις γερμανικές ιδιοκτησίες (villae), που οργανώθηκαν κοντά στα εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά γαιοκτήματα, συνήθως τα οικήματα ήταν διαφορετικά και συχνά η διάταξη των αγροτεμαχίων είχε τροποποιηθεί, καθώς οι τετραγωνισμένοι αγροί των Ρωμαίων απέκτησαν πιο επίμηκες και συχνά ακανόνιστο σχήμα. Η νομική κοινωνική θέση των Γαλατορωμαίων κολωνών φαίνεται ότι διατηρήθηκε στη νότια Ευρώπη σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Αν και ο όρος κολωνός (colonus) απαντά σε αγροτικά έγγραφα της καρολίγγειας περιόδου για πρόσωπα που η θέση τους ήταν παρόμοια με τη θέση των Ρωμαίων κολωνών, οι κολωνοί του Μεσαίωνα δεν ήταν κατά το νόμο ελεύθεροι. Από τον 4ο αιώνα, ο Ρωμαίος αγρότης ενοικιαστής δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη γη του, αλλά δεν ήταν δεμένος με το πρόσωπο του γαιοκτήμονά του. Παρέμενε ελεύθερος, αλλά η ρωμαϊκή αντίληψη περί ελευθερίας ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας: τα ελεύθερα άτομα είχαν υποχρεώσεις, ιδίως την καταβολή φόρων και την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο ορισμός της ελευθερίας δεν παρέπεμπε όπως σήμερα στο αυτονόητο δικαίωμα της απαλλαγής από ορισμένες ενοχλήσεις. Επομένως, οι Ρωμαίοι κολωνοί ήταν τυπικά ελεύθεροι, και ας μην μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γη τους.
KEΛΤΕΣ-ΓΑΛΑΤΕΣ
Κατά τον 2ο αιώνα π.Χ., η περιοχή της σημερινής Γαλλίας αποκαλούνταν από τους Ρωμαίους Gallia Transalpina (εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία). Ο Ιούλιος Καίσαρας χωρίζει τους Γαλάτες σε τρεις εθνικές υποομάδες: τους Βέλγους στο βορρά, τους Κέλτες στο κέντρο, και τους Ακουιτανούς στα νοτιοδυτικά[2]. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως οι Βέλγοι έχουν και κελτικές και γερμανικές ρίζες, ωστόσο το ζήτημα αυτό δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Αυτό οφείλεται στις πολιτικές παραμέτρους που παρεισέφρυσαν στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων από τους Γάλλους ιστορικούς το 19ο αιώνα, οι οποίοι είχαν υιοθετήσει πλήρως την άποψη του Καίσαρα ότι η Γαλατία εκτεινόταν από τα Πυρηναία μέχρι το Ρήνο προς βορρά, καθώς ευνοούσε τις εθνικές επεκτατικές φιλοδοξίες της χώρας υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα Γ'.
Ωστόσο, ανάμεσα στις φυλές υπήρχε γλωσσικός διαχωρισμός: γαλατικές θεωρούνταν οι φυλές που μιλούσαν τη γαλατική γλώσσα. Έτσι, οι Ακουιτανοί θεωρούνταν μάλλον Βάσκωνες, ενώ οι Βέλγοι θεωρούνταν Γαλάτες, αλλά με γερμανικές επιρροές. Παράλληλα, ταυτόχρονα με τους Γαλάτες, στην περιοχή της Γαλατίας κατοικούσαν Λιγούριοι, οι οποίοι είχαν αναμειχθεί με τους Κέλτες, Έλληνες και Φοίνικες, οι οποίοι είχαν ιδρύσει εμπορικές αποικίες στις μεσογειακές ακτές, όπως η Μασσαλία.
Στον 2ο αιώνα πρό Χριστού η μεσογειακή Γαλατία είχε αναπτυχθεί κι ευημερούσε περισσότερο από τις βόρειες και έντονα δασώδεις γαλατικές περιοχές, στις οποίες υπήρχαν ελάχιστες πόλεις εκτός από φρούρια (λατ. oppidum/-a).
Η ευημερία των νότιων περιοχών ήταν ο λόγος που η Ρώμη προσέτρεξε για βοήθεια προς τους κατοίκους της Μασσαλίας, ενάντια στις επιθέσεις Λιγουρίων και Γαλατών. Μέχρι το 121 π.Χ., οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει την περιοχή της Προβηγκίας.
Έτσι, άρχισε να ανέρχεται σταδιακά και να αποκτά δύναμη η γαλατική φυλή των Αρβερνών, η οποία κατοικούσε κυρίως τη σημερινή περιοχή του Κλερμόν-Φεράν και της Ωβέρνης και από την οποία καταγόταν ο γνωστός Γαλάτης στρατηγός Βερκιγγεντόριξ.
Οι πολυάριθμοι γαλατορωμαϊκοί πληθυσμοί της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης ακολουθούσαν τους κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου, παρά τις ενδεχόμενες παρερμηνείες τους από τους Γερμανούς ηγεμόνες. Παραδόξως, το ρωμαϊκό δίκαιο ως συνεκτικό κρατικό νομικό σύστημα άσκησε περισσότερη επίδραση στο μεσαιωνικό και το σύγχρονο δίκαιο απ' ό,τι στους ίδιους τους Ρωμαίους. Στα χρόνια της ύστερης αυτοκρατορίας η νομοθεσία ήταν χαώδης. Τα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν ισχύ μόνο στην επικράτεια του ηγεμόνα που τα εξέδιδε, ενώ πολλά αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες κοινότητες. Η κρίση των δικαστών επίσης θεωρούνταν ότι καθιέρωνε νομικό προηγούμενο. Εντούτοις, μολονότι οι δικαστές είχαν υψηλό κύρος, δεν ήταν απαραίτητο να είναι και γνώστες του νόμου, ενώ πολλοί κατείχαν και άλλα αξιώματα και η δικαστική τους δραστηριότητα δεν ήταν παρά πάρεργο. Κάθε αυλή έπρεπε να διαθέτει έναν εμπειρογνώμονα στο δίκαιο, που τον διάλεγαν ανάμεσα στους τοπικούς νομομαθείς, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι στην τέχνη της ρητορικής. Μόνο από τα τέλη του 4ου αιώνα, και παρά τη σθεναρή τους αντίδραση, υποχρεώθηκαν και οι δικηγόροι να σπουδάζουν το νόμο. Οι νοτάριοι, που ο ρόλος τους ήταν ανάλογος με των σύγχρονων συμβολαιογράφων, προετοίμαζαν τις υποθέσεις και συνέτασσαν διαθήκες και συμβόλαια. Καθώς οι αυτοκράτορες εξέδιδαν μυριάδες διατάγματα και οι νομομαθείς έκαναν αναρίθμητες γνωμοδοτήσεις, που συχνά έρχονταν σε αντίφαση με την κρίση των προγενεστέρων τους, το Δίκαιο έγινε ένα συνονθύλευμα που συνέβαλε στη σύγχυση και τη φαυλότητα του ύστερου ρωμαϊκού κράτους.
Ό,τι και αν φαινόταν πως έλεγε ο νόμος, μια δωροδοκία προς τον δικαστή ή μια εύστοχη επιλογή συνηγόρου μπορούσε να τον τροποποιήσει. Η κωδικοποίηση των νόμων είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη. Το 438 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' εξέδωσε τον Θεοδοσιανό Κώδικα, όπως θα γινόταν αργότερα γνωστός, που περιλάμβανε όσα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν θεσπιστεί από το 312. Την οριστική όμως σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου την πραγματοποίησε ο ανατολικός αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565), ο οποίος το 528 ανέθεσε σε μια επιτροπή νομομαθών να εξετάσει τη νέα νομοθεσία, που αποτελούνταν από διατάγματα των τελευταίων αυτοκρατόρων, και να άρει τις αντινομίες. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κώδικας. Το 530 μια νέα επιτροπή συνέταξε τον Πανδέκτη (Digesta ή Pandectae) συνδυάζοντας την παλαιά νομοθεσία (τα νομοθετήματα της Δημοκρατίας και της πρώιμης Αυτοκρατορίας, διατάγματα της συγκλήτου και γνωμοδοτήσεις νομομαθών). Ο Πανδέκτης θα έπαιζε πιο καθοριστικό ρόλο απ' ό,τι ο Κώδικας, καθώς στηρίχτηκε σε διάφορες πηγές και ήταν μια πιο επιμελημένη σύνοψη νομικών αρχών. Οι πολύ συντομότερες Εισηγήσεις (Institutiones) ήταν εγχειρίδια για σπουδαστές, ενώ οι Νεαρές (νέα νομοθετήματα, Novellae) εκδίδονταν περιοδικά από τον Ιουστινιανό και άλλους αυτοκράτορες. Αυτή η λαμπρή σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου επονομάστηκε Κώδικας του αστικού δικαίου (Corpus juris civilis) ή, σύμφωνα με μια λιγότερο ακριβή απόδοση, Ιουστινιάνειος Κώδικας.
Οι Ρωμαίοι (και οι διάδοχοί τους, οι Βυζαντινοί Ρωμαίοι) είχαν κατασκευάσει λιθόστρωτες οδούς σε όλη την Ευρώπη δυτικά των limes, συχνά με την απλή λιθόστρωση των παλαιότερων κελτικών δρόμων. Ακόμα και στη Βρετανία, τη λιγότερο εκρωμαϊσμένη από τις δυτικές επαρχίες, κατασκευάστηκαν πάνω από 6.000 μίλια οδικού δικτύου για τη σύνδεση των οχυρών με τις civitates. Αν και στις αρχές του Μεσαίωνα η συντήρηση των δρόμων ήταν ελλιπής, τελικά αυτοί αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του χερσαίου εμπορίου. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι έχτισαν πόλεις σε όλη τη Γαλατία ως διοικητικά κέντρα των civitates, συχνά σε τόπους όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις φυλών. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν μια ρήξη στη συνέχεια των οικισμών στις περισσότερες ρωμαϊκές τοποθεσίες, που διήρκεσε τουλάχιστον μια γενιά στον 5ο αιώνα και στις αρχές του 6ου, ενώ ορισμένοι οικισμοί εξαφανίστηκαν εντελώς. Έκτοτε, ο επίσκοπος και οι κληρικοί του επέστρεψαν, επανίδρυσαν τη «διοίκηση», και συγκρότησαν τον πυρήνα ενός μικρού οικισμού, συχνά στη λιγότερο ευπρόσβλητη γωνιά του παλαιού ρωμαϊκού τείχους. Αγροτικά χωριά ιδρύθηκαν σε άλλες θέσεις μέσα στο ευρύτερο πρώην αστικό συγκρότημα. Ορισμένες ρωμαϊκές civitates, όπως η Κολονία και το Παρίσι, εξελίχτηκαν σε σημαντικές πόλεις στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Μερικές, όπως η Βόννη, επανοικήθηκαν αλλά παρέμειναν δευτερεύουσες, ενώ άλλες διατηρήθηκαν ως επισκοπικές έδρες αλλά δεν αναπτύχθηκαν επειδή η θέση τους δεν ήταν ευνοϊκή για το εμπόριο. Οι ρωμαϊκοί οικισμοί που εξελίχτηκαν σε σημαντικές μεσαιωνικές πόλεις δεν ήταν όλοι civitates. Ορισμένα μικρότερα κέντρα, που οι Ρωμαίοι τα είχαν οχυρώσει ως στρατόπεδα τον 3ο και τον 4ο αιώνα, επεκτάθηκαν πέρα από τα ρωμαϊκά τείχη τους και έγιναν σημαντικές πόλεις. Αν και αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούσαν τον κανόνα, το ρωμαϊκό αποτύπωμα στο χάρτη των πόλεων της μεσαιωνικής Ευρώπης είναι ευκρινέστατο: με μοναδική εξαίρεση τη Βενετία, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την ενδοχώρα που διέφυγαν από τους Οστρογότθους, καμία πόλη δεν αναπτύχθηκε από πυρήνα που πρωτοκατοικήθηκε στη διάρκεια των γερμανικών μεταναστεύσεων. Όλες οι άλλες μεσαιωνικές πόλεις είτε κατοικούνταν συνεχώς από τη ρωμαϊκή περίοδο είτε ήταν προσωρινώς εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά ερείπια που επανοικήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα.
Η μεγάλη κλειστή θάλασσα, η Μεσόγειος, ήταν για τον αρχαίο κόσμο ένας μεγάλος ποταμός, ένα είδος θαλάσσιου Νείλου θα λέγαμε, που επέτρεπε στον ρωμαϊκό κόσμο να εμπορεύεται, να μετακινείται, να ενοποιείται, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά.
Κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν. Στις βόρειες ακτές της Μεσογείου και στην ενδοχώρα τους, η ανερχόμενη φεουδαρχία περιόρισε στο ελάχιστο το εμπόριο και συνακόλουθα τις πόλεις και έκλεισε την οικονομία σε παραγωγικούς μικρόκοσμους, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από πολύπλοκες σχέσεις γεμάτες κανόνες εξάρτησης, υποχρέωσης, υποταγής.
Ηταν κάτι το ολότελα ξένο για έναν αρχαίο κόσμο που, στην κλασική, την ελληνιστική ή τη ρωμαϊκή του εκδοχή, είχε αρθρωθεί γύρω από τους δρόμους του εμπορίου, τους σταθμούς των καραβανιών και, προπαντός, τα λιμάνια της κλειστής θάλασσας.
Κατά μήκος των δρόμων αυτών, με τρόπο εκρηκτικά δυναμικό γεννήθηκε, αρθρώθηκε και μεγαλούργησε ο ισλαμικός κόσμος. Κράτησε από τη θνήσκουσα μεσογειακή αρχαιότητα τα βασικά της χαρακτηριστικά, μεταπλάθοντάς τα στις νέες συνθήκες: την «Ούμα» –την αδελφότητα–, κατάλοιπο της αρχαίας πόλης και του δήμου που την κυβερνούσε, το «Σουκ», την αγορά, το φόρουμ, στο κέντρο των πόλεων. Και, όπως ο αρχαίος κόσμος, ρίχτηκε στην οικοδόμηση λαμπρών πόλεων, εκεί όπου το εμπόριο θα στάθμευε και θα διαχεόταν. Στον απέναντι Βορρά αρκούσαν τα χωριά.
Οι δύο κόσμοι χωρίστηκαν αποφασιστικά και η Μεσόγειος, από θάλασσα που ένωνε έγινε τάφρος φρουρίου που χώριζε ορκισμένους εχθρούς. Οταν οι εικονομάχοι Αραβες επένδυαν χρυσό και ασήμι στις εμπορικές τους δραστηριότητες ανανεώνοντας τα νομισματικά συστήματα της αρχαιότητας –το dirham (δραχμή) και το dirhem (δηνάριο)– οι εικονολάτρες χριστιανοί του Βορρά αποθησαύριζαν τα δικά τους πολύτιμα μέταλλα στα μοναστήρια και τους ναούς, ενδιαφερόμενοι για τον κόσμο του Θεού περισσότερο απ’ ό,τι για τον δικό τους κόσμο.
Οι Σλάβοι ήταν αρχικά ένας λαός με ενιαία γλώσσα που κατοικούσαν από την αρχαιότητα στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Βιστούλα, των ελών του Πριπέτ και του μέσου Δνείπερου. Τον λαό αυτό αποτελούσαν επιμέρους φυλές με στοιχειώδη οργάνωση και πρωτόγονους πολιτειακούς θεσμούς. Κύριες οικονομικές τους δραστηριότητες ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ είχαν και ορισμένες γνώσεις ξυλουργικής και χειροποίητης κεραμικής. Γνώριζαν επίσης μερικά βασικά στοιχεία για τη ναυσιπλοΐα καθώς μετακινούνταν σε περιοχές με ποτάμια και έλη.
Η διάλυση του κράτους των Ούνων, μετά από τον θάνατο του Αττίλα (453), στους οποίους ήταν υποτελείς οι Σλάβοι, όπως και η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού τους, είχαν σαν αποτέλεσμα τη μετακίνηση του “κορμού” των Σλάβων σε τρεις βασικές κατευθύνσεις. Μια ομάδα κινήθηκε δυτικά προς την Κεντρική Ευρώπη, μια δεύτερη νότια και νοτιοδυτικά προς τον Δούναβη και μια τρίτη ανατολικά και νοτιοανατολικά, προς τις ρωσικές στέπες και τη σημερινή Ουκρανία. Από τις τρεις αυτές ομάδες προέκυψαν πολύ αργότερα οι διάφοροι σλαβικοί λαοί με τις γλώσσες τους, όπως τις ξέρουμε σήμερα.
Οι δυο πρώτες εμφανίσεις Σλάβων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, υπάρχουν στο α΄ μέρος της Συλλογής των Θαυμάτων, το οποίο φέρεται να έχει γραφτεί από τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ιωάννη.
Χρονολογούνται δε από την εποχή που οι Σλάβοι βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές των Αβάρων. Η πρώτη επιδρομή, έγινε στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και δεν δημιούργησε προβλήματα. Η δεύτερη ωστόσο, είναι πολύ σοβαρότερη καθώς επικεφαλής της ήταν ο ίδιος ο Άβαρος Χαγάνος, ενώ η Θεσσαλονίκη πολιορκήθηκε. Πάντως δεν υπάρχει καμία αναφορά για μόνιμη εγκατάσταση Σλάβων στην περιοχή της Μακεδονίας.
Πρόκειται για επιχείρηση ευρείας κλίμακας, που επιχείρησαν οι “Δρογουβίται, Σαγουδάτοι, Βελεγεζήται, Βαϊουνήται (οι οποίοι αναφέρονται εδώ για πρώτη και τελευταία φορά), Βερζήται και τα λοιπά έθνη”.
Η απόφαση για την πολιορκία της Θεσσαλονίκης, πάρθηκε μετά τη σύγκληση μιας συνάθροισης (πρόκειται για τον πολιτειακό θεσμό της πρώιμης σλαβικής περιόδου, vetje). Η ένωση αυτή αποδείχθηκε εφήμερη, καθώς μετά την αποτυχία της πολιορκίας, το κάθε φύλο επανέκαμψε στο παλιό πολιτειακό του καθεστώς.
Ως “έξαρχος” των επιτιθέμενων φυλών, επιλέχθηκε ο Χάτζων, ο οποίος μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατά της Θεσσαλονίκης, έγινε έρμαιο στα χέρια των γυναικών της και βρήκε τον θάνατο “από λιθοβολισμό στα στενορύμια της πόλης”, γράφει ο Φ. Μαλιγκούδης.
Έτσι, οι Σλάβοι (οι Σκλαβήνοι των βυζαντινών πηγών) υποτάχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην αυτοκρατορική εξουσία. Κάποιες μεμονωμένες εξεγέρσεις τους ως και το πρώτο μισό του 9ου αιώνα, δεν φαίνεται να δημιούργησαν ιδιαίτερα προβλήματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΗΓΗ (Ιωάννης Εφέσου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΙI, ΣΤ', 25, έκδ. E.W. Brooks, Λουβαίν 1952, 248-249) ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΗΝ:
Το τρίτο έτος από τον θάνατο του Ιουστίνου, επί της βασιλείας του νικηφόρου Τιβερίου, ο καταραμένος λαός των Σκλαβήνων διέδραμε όλη την Ελλάδα, τη χώρα των Θεσσαλονικέων και ολόκληρη τη Θράκη: κυρίευσαν πολλές πόλεις και κάστρα, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν την ύπαιθρο, απήγαγαν αιχμαλώτους και έγιναν κύριοι της χώρας, όπου κλείνουν, χωρίς φόβο, τέσσερα χρόνια διαμονής Και έγιναν πλούσιοι αρπάζοντας χρυσάφι, ασήμι, αγέλες αλόγων και πολλά όπλα. Έμαθαν ακόμη να πολεμούν καλύτερα από τους Ρωμαίους, ενώ προηγουμένως ήταν πρωτόγονοι άνθρωποι, δεν τολμούσαν να βγουν από τα δάση και τους πυκνοδασωμένους τόπους τους και (σχεδόν ) αγνοούσαν τα όπλα, αφού χρησιμοποιούσαν μόνο λογχάδια (κοντές λόγχες).
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΛΑΒΟΥΣ: στις αρχές του 6ου αιώνα, τα σλαβικά φύλα, μετακινούμενα από την αρχική τους κοιτίδα, η οποία τοποθετείται κατά πάσα πιθανότητα στη σημερινή Ουκρανία, έφτασαν στον Δούναβη, που αποτελούσε το βόρειο σύνορο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κι άρχισαν επιδρομές εναντίον των βυζαντινών εδαφών. Από εκείνη την εποχή οι Σλάβοι (ο τελευταίος κλάδος της μεγάλης ινδοευρωπαϊκής οικογένειας που μετακινήθηκε προς τη Δύση) αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και η πορεία τους καταγράφεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονικογράφους.
Στα επόμενα χρόνια, οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν σε πολλά σημεία της Βαλκανικής Χερσονήσου (μέχρι και το ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότατο δηλαδή άκρο της), είτε κατακτώντας πόλεις είτε -το συνηθέστερο- επιλέγοντας περιοχές αραιοκατοικημένες και σχετικά απομονωμένες, κατάλληλες για κτηνοτροφία και περιορισμένη γεωργική παραγωγή (κοιλάδες, κατά κανόνα).
Τα σχετικά λίγα δάνεια από τη σλαβική που επιβιώνουν σήμερα στην ελληνική γλώσσα, προέρχονται ως επί το πλείστον από τη σφαίρα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της ορολογίας φυτών και ζώων. Τα σλαβικά τοπωνύμια, διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο, αποτυπώνουν την κατανομή των νεοφερμένων πληθυσμών στην περιοχή αλλά επίσης παρέχουν στοιχεία -γλωσσολογικά και ιστορικά- για την εποχή της εγκατάστασης και τον ρυθμό αφομοίωσης από τον ιθαγενή, ελληνικό πληθυσμό. Παραδείγματος χάριν, η μορφή του τοπωνυμίου Πάργα (αντί Πράγα) καταδεικνύει ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δημιουργήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε πριν από τη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική γλώσσα (9ος αι.). το γεγονός ότι τόσο στο τοπωνύμιο αυτό όσο και σε όλα τα σλαβικά δάνεια της νεοελληνικής (π.χ. στη λέξη σβάρνα) τα υγρά σύμφωνα δεν έχουν μετατεθεί, δείχνει πως από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο, οι σλαβικοί πληθυσμοί άρχισαν να αφομοιώνονται από το ντόπιο στοιχείο και να εξελληνίζονται και η σλαβική γλώσσα έπαψε να εξελίσσεται με τη δυναμική που εξελίχθηκε στις καθαυτό σλαβικές χώρες. Ακόμα, το γεγονός ότι υπάρχουν ελάχιστα χριστιανικά σλαβικά τοπωνύμια, οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα: εκχριστιανισμός και εξελληνισμός ήταν διαδικασίες παράλληλες, αλληλένδετες και, σε αντίθεση με πολλές άλλες περιπτώσεις βίαιου εκχριστιανισμού και αφομοίωσης, αποτέλεσαν μια λίγο πολύ φυσική διαδικασία, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε η γειτνίαση και η οικονομική και πολιτισμική επαφή με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό.
Oι Σλάβοι ήταν εγκατεστημένοι στις αρχές του 6ου αιώνα στα βόρεια του Δούναβη και πραγματοποιούσαν επιδρομές στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Καθώς δεν είχαν ενιαία πολιτική οργάνωση, εντάχθηκαν στη σφαίρα επιρροής των Αβάρων.
ΟΙ ΑΒΑΡΟΙ, νομαδικό φύλο ασιατικής καταγωγής, με στρατιωτική και πολιτική οργάνωση, οικοδόμησαν ένα τεράστιο κράτος, που εκτεινόταν από τη Βοημία (σημερινή Τσεχία) μέχρι τις εκβολές του Δούναβη. Οι Άβαροι, συμπαρασύροντας τους Σλάβους, πραγματοποιούσαν πολυάριθμες επιδρομές εναντίον των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Στον ελλαδικό χώρο άρχισαν μάλιστα στις αρχές του 7ου αι. να δημιουργούνται μόνιμες εγκαταστάσεις Σλάβων, ενώ οι Άβαροι, μετά τις λεηλασίες, συνήθιζαν να επιστρέφουν στις βάσεις τους.
Η Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, πολιορκήθηκε από Σλάβους και Αβάρους μαζί.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ:
"Ο ελληνοπρεπής χώρος των λεγόμενων Βαλκανίων γνωρίζει από τον 4ο αιώνα το βυζαντινό μόρφωμα και αυτό παραλαμβάνουν οι νεήλυδες βαρβαρικοί πληθυσμοί που θα εγκατασταθούν προοδευτικά εκεί. Πρώτα ως σύμμαχοι (φοιδεράτοι) των Βυζαντινών και έπειτα ως ανεξάρτητοι και αντιμαχόμενοι την αυτοκρατορία. (...) Η ελληνογενής πολιτιστική εμπειρία, η εμπλουτισμένη με το ρωμαϊκό διοικητικό βίωμα που διατηρεί το Βυζάντιο στα εδάφη αυτά ως τη «βαρβαροποίησή» τους -χρησιμοποιώ τον όρο καταχρηστικά, για να δηλώσω τα χρόνια της Τουρκοκρατίας– αποτελεί την πρώτη πολιτιστική ομοιογένεια των πληθυσμών της χερσονήσου του Αίμου, που αφήνει βέβαια τα χνάρια της στις μετέπειτα εξελίξεις και ανακατατάξεις της περιοχής (...) Η στρατηγική θέση της Θεσσαλονίκης εξηγεί πολυπληθείς πτυχές της βυζαντινής ιστορίας της πόλης αυτής, όπως ήταν η αντίσταση που αποτελεσματικά αντέταξε στους από βορρά επιδρομείς Σλάβους που είχαν καταφέρει να εγκατασταθούν στην περιοχή, αποδιοργανώνοντας τη βυζαντινή διοίκηση και αγροτοποιώντας τα πρώην περίλαμπρα αστικά κέντρα, χωρίς να πετύχουν ωστόσο, παρά τις πολυάριθμες πολιορκίες τους να κυριεύσουν τη Θεσσαλονίκη.Η βυζαντινή κατά βαρβάρων αντίσταση στη χερσόνησο του Αίμου έχει για αφετηρία, αλλά και για κέντρο τη Θεσσαλονίκη".
ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ:
"Η ευανδρής (πυκνοκατοικημένη) Θεσσαλονίκη είχε το ανθρώπινο δυναμικό, το υλικό υπόβαθρο, κυρίως ύστερα από τον εκχριστιανισμό και τον εκβυζαντινισμό των γύρω σλαβικών φύλων, είχε τη δυνατότητα να παίξει όλο και πιο δυναμικά και σίγουρα τον ρόλο μιας δεύτερης πρωτεύουσας.
Η επιτυχία των σλαβικών επιδρομών κατά τον 7ο αιώνα [η Θεσσαλονίκη σώθηκε χάρη στις θαυματουργικές επεμβάσεις του Αγίου Δημητρίου, εξού και Μαρτυροφύλακτος] αποξενώνει κάπως το Βυζάντιο από τις δυτικές του κτήσεις και αποδυναμώνει για μια περίοδο τον ρόλο που η Μακεδονία, και ιδιαίτερα το ζωτικό της κέντρο, η Θεσσαλονίκη, είχε επωμισθεί στην αυτοκρατορική άμυνα. Αυτό, ώσπου η αναζωογόνηση των βυζαντινών δυνάμεων να προσδώσει στην αυτοκρατορία τη δυνατότητα να αναλάβει το βαθύτατο εκπολιτιστικό έργο του εκβυζαντινισμού των Σλάβων που είχαν εισδύσει στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο εκβυζαντινισμός αυτός οφείλεται κυρίως στον Μιχαήλ Γ, αλλά για λόγους οικογενειακής ματαιοδοξίας ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του θέλει το έργο αυτό να είναι του πατέρα του, του Βασιλείου Α’ Μακεδόνα. Οπωσδήποτε το εκπολιτιστικό αυτό έργο επιτεύχθηκε με την ένταξη των Σκλαβήνων στη Θεματική βυζαντινή διοίκηση, με τον εξελληνισμό τους [την υιοθέτηση δηλαδή της ελληνικής γλώσσας], και πάνω απ’ όλα με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και των εκτός Βυζαντίου, χάρη στο αποστολικό έργο των Μακεδόνων ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των μαθητών τους.
Στην ειρήνη που επικρατεί μετά τον εκβυζαντινισμό των εντός της αυτοκρατορίας Σκλαβήνων και χάρη στην επέκταση της βυζαντινής επιρροής προς τους εκτός της αυτοκρατορίας σλαβικούς πληθυσμούς [αποτέλεσμα του εκχριστιανισμού των Βουλγάρων κατά τα 863/4 και του ευαγγελισμού των Μοράβων και των Ρώσων αυτής της εποχής, μολονότι οι Ρώσοι τοποθετούν για λόγους εθνικοπολιτικούς έναν αιώνα αργότερα τον εκχριστιανισμό τους], αλλά και χάρη στην εδραίωση της βυζαντινής εξουσίας στην Κάτω Ιταλία, η Μακεδονία και ιδιαίτερα η πρωτεύουσα πόλη της γίνονται από τα τέλη κιόλας του 9ου αιώνα κεντρικός πυρήνας του Βυζαντίου. Η Εγνατία οδός, που οι σλαβικές επιδρομές είχαν οδηγήσει σε μερική εγκατάλειψη, ξαναβρίσκει τον ρυθμό διεθνούς αρτηρίας.
Η Θεσσαλονίκη αναδεικνύεται γρήγορα σε μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο, διεθνής εμπορική αγορά, πραγματικό σταυροδρόμι οδικού δικτύου που ενώνει την Κωνσταντινούπολη με την Ιταλία, χάρη στην Εγνατία οδό, αλλά και του δρόμου που από τα παράλια του βόρειου Αιγαίου οδηγεί στις χώρες του Δούναβη και στην Κεντρική Ευρώπη. Ο διαβαλκανικός αυτός δρόμος από το Αιγαίο προς τον Δούναβη και την κεντρική Ευρώπη είναι γνωστός από ένα σπανιότατο γεωγραφικό κείμενο που διέσωσε χάρη στην αρχαιομανία του ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος στο «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν». Το κεφάλαιο 42 του De Administrando Imperio μας παραδίδει ακριβώς το οκταήμερο δρομολόγιο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βελιγραδίου, αλλά και τους διά του Δούναβη σταθμούς του ταξιδιού, όχι μόνο προς τον βορρά και την Ευρώπη, αλλά προς τη Ρωσία και προς τις χώρες του Εύξεινου Πόντου [την Κριμαία] και τον Καυκάσου. Στον οριζόντιο δρόμο της Εγνατίας προστίθεται έτσι η κάθετη διαβαλκανική αρτηρία με προέκταση στις παρευξείνιες χώρες. Στη συνάντηση τους βρίσκεται η Θεσσαλονίκη· στο λιμάνι της συγκλίνουν επίσης οι ναυτικοί δρόμοι που από την αιγαιακή Μικρά Ασία και τα λιμάνια της Ανατολής, βυζαντινής είτε αραβικής, οδηγούν στα Βαλκάνια και στην Ιταλία. Συναπάντημα των δρόμων που συνδέουν το Βυζάντιο με την Ιταλία και την κεντρική και δυτική Ευρώπη με τις σλαβικές χώρες, μη εξαιρουμένης της Ρωσίας, αλλά και με τον ανατολικό αραβικό κόσμο, η Θεσσαλονίκη γίνεται γρήγορα κέντρο που συναγωνίζεται σε κίνηση την ίδια την Κωνσταντινούπολη".
Οι σλαβικές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης, έγιναν από τις αρχές του 6ου αιώνα έως περίπου το 676-677, οπότε υπολογίζεται ότι οι Σερμησιάνοι με επικεφαλής τον Κούβερ, πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη.
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου κατά τον 7ο αιώνα, ήταν απασχολημένοι με τους πολέμους στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας (Πέρσες, Άραβες). Φαίνεται ότι η πρώτη οργανωμένη από την Κωνσταντινούπολη εκστρατεία εναντίον των Σλάβων, έγινε από τον Κωνσταντίνο Δ΄, γύρω στο 678. Λίγο πριν, οι Σλάβοι επιτέθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Η εκστρατεία αυτή, έχει μεγάλη συμβολή στην καθυπόταξη των Σλάβων, όπως και εκείνη του Ιουστινιανού Β΄ του "ρινότμητου", που έγινε το 688.
Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (128)
- Αρχαία (47)
- Β΄ Λυκείου (182)
- Γ΄ Λυκείου (131)
- Γλώσσα (47)
- Ιστορία (289)
- Λογοτεχνία (66)
- Φιλοσοφία (29)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Γενικά ο υστερορρωμαϊκός πολιτισμός ορίζεται με βάση τις πολιτισμικές ταυτότητες, και όχι τη γεωγραφία. Η ρωμαϊκή ταυτότητα συνδεόταν άρρη...

-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Τρεις είναι οι κορυφαίοι αναγεννησιακοί επιστήμονες που άνοιξαν το δρόμο της νεότερης επιστήμης: Ο Κοπέρνικος, ο Παράκελσος και Ο Βεζά...