Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας έλαβε χώρα περίπου το 509 π.Χ. όταν ο τελευταίος των επτά βασιλέων της Ρώμης, Ταρκήνιος Σουπέρβος, ανατράπηκε και στη θέση του εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα βάσει του οποίου κυβερνούσαν αιρετοί άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων. Η ψήφιση συντάγματος καθόρισε μια σειρά από ελεγκτικά όργανα και σαφή διαχωρισμό των εξουσιών. Οι σημαντικότεροι από τους αξιωματούχους της πόλης ήταν οι δύο ύπατοι (consules), που ασκούσαν από κοινού την εκτελεστική εξουσία, η οποία συχνά περιγράφεται με τον όρο «imperium». Οι ύπατοι έπρεπε να συνεργαστούν με τη Σύγκλητο, την οποία συγκροτούσαν οι ευγενείς, γνωστοί ως «πατρίκιοι». Αρχικά ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός, ωστόσο με το πέρασμα του καιρού απέκτησε μεγαλύτερο μέγεθος και σημαντική πολιτική δύναμη. Άλλα αξιώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας περιλαμβάνουν τους πραίτορες (Praetor), τους αγορανόμους (Aedile) και τους κυαίστορες (Quaestor). Τα άτομά αυτά αρχικά επιλέγονταν κατά αποκλειστικότητα από τους πατρικίους, αλλά αργότερα έγιναν προσιτά και για κοινούς ανθρώπους, που ήταν γνωστοί με το όνομα «πληβείοι».
Εκλογικά σώματα ήταν η Λοχίτιδα Εκκλησία (comitia centuriata), η οποία αποφάσιζε για θέματα πολέμου και ειρήνης και επίσης φρόντιζε για την εκλογή των αξιωματούχων, και η Φυλετική Εκκλησία (comitia tributa), η οποία εξέλεγε κατώτερους αξιωματούχους. Οι Ρωμαίοι σταδιακά υπέταξαν τους υπόλοιπους πληθυσμούς της ιταλικής χερσονήσου, ανάμεσα στους οποίους και τους Ετρούσκους. Η τελευταία απειλή για τη ρωμαϊκή κυριαρχία εμφανίστηκε όταν ο Τάραντας, μια ισχυρή ελληνική αποικία, ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου, του Πύρρου. Εντούτοις, ακόμη κι αυτή η προσπάθεια τελικά απέτυχε.
Οι Ρωμαίοι διασφάλισαν την κυριαρχία τους ιδρύοντας αποικίες σε στρατηγικά σημεία, κερδίζοντας σταθερό έλεγχο στα εδάφη αυτά. Κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ, η Ρώμη συγκρούστηκε με την Καρχηδόνα στον πρώτο από τους τρεις συνολικά Καρχηδονιακούς Πολέμους. Οι συγκρούσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις των Ρωμαίων, της Σικελίας και της Ισπανίας, και την άνοδο της Ρώμης ως υπολογίσιμης δύναμης. Αφού πέτυχαν καθοριστικές νίκες κατά των Μακεδόνων και των Σελευκιδών το 2ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι έγιναν ο ισχυρότερος λαός στον χώρο της Μεσογείου. Η νέα αυτή δύναμη όμως, έφερε εσωτερικές διενέξεις. Οι Συγκλητικοί απέκτησαν μεγάλο πλούτο χάρις στις κατακτηθείσες περιοχές, αλλά οι στρατιώτες που ήταν στην πλειοψηφία τους μικρογαιοκτήμονες, βρίσκονταν για όλο και μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μακρυά από την πατρίδα και δεν μπορούσαν να φροντίσουν τη γη τους.
Η αυξημένη εξάρτηση από τους ξένους σκλάβους και η μεγάλη έκταση που είχαν λάβει τα λατιφούντια (αγροτικά κτήματα) μείωσαν τις δυνατότητες εύρεσης αμειβόμενης εργασίας. Τα έσοδα από τα πολεμικά λάφυρα, την εξάπλωση του εμπορίου και τη συλλογή φόρων δημιούργησαν νέες οικονομικές ευκαιρίες για τους εύπορους, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική τάξη εμπόρων, που καλούνταν «ιππείς». Ο Κλαυδιανός Νόμος (Lex Claudia) απαγόρευε στα μέλη της Συγκλήτου να ασχολούνται με το εμπόριο, αλλά κι από την άλλη, αν και θεωρητικά οι ιππείς μπορούσαν να ενταχθούν στη Σύγκλητο, η δύναμή τους ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.
Συνεχώς η Σύγκλητος προέβαλλε ενστάσεις, παρεμποδίζοντας ξανά και ξανά την ψήφιση αγροτικών μεταρρυθμίσεων, αρνούμενη παράλληλα να παραχωρήσει στην τάξη των ιππέων περισσότερα πολιτικά δικαιώματα. Παράλληλα, άγριες συμμορίες που απαρτίζονταν από άνεργους ταραχοποιούς, τις οποίες έλεγχαν αντιμαχόμενοι συγκλητικοί, εκφόβιζαν το εκλογικό σώμα με την άσκηση βίας.
Η κατάσταση κλιμακώθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. όταν ήρθαν στο προσκήνιο οι αδερφοί Γράκχοι, ένα ζεύγος τριβούνων που προσπάθησαν να προχωρήσουν σε αναδασμό της γης των προνομιούχων, παραδίδοντάς την στα χέρια των πληβείων. Και τα δύο αδέρφια βρήκαν το θάνατο, αλλά η Σύγκλητος πέρασε κάποια σχετικά ψηφίσματα σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει το λαό που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Η άρνηση παροχής των δικαιωμάτων του Ρωμαίου Πολίτη στους κατοίκους των συμμαχικών ιταλικών πόλεων οδήγησε στον Συμμαχικό Πόλεμο του 91 – 88 π.Χ.
Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Γάιου Μάριου είχαν ως αποτέλεσμα να δείχνουν τα στρατεύματα μεγαλύτερη αφοσίωση στο διοικητή τους παρά στην ίδια την πόλη. Έτσι ένας ισχυρός στρατηγός μπορούσε να κρατά την πόλη και τη Σύγκλητο σε κατάσταση ομηρείας. Η κατάσταση αυτή επέφερε τον πόλεμο ανάμεσα στο Μάριο και τον προστατευόμενό του, Σύλλα, και είχε σαν επακόλουθο την εγκαθίδρυση δικτατορίας από το Σύλλα κατά την περίοδο 81 – 79 π.Χ.
Στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. τρεις άνδρες, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Πομπήιος και ο Κράσσος, σχημάτισαν μια συμμαχία, γνωστή ως Πρώτη Τριανδρία, για να ελέγξουν τη Δημοκρατία. Αφού ο Καίσαρ κατέκτησε τη Γαλατία, η διαφωνία του με τη Σύγκλητο οδήγησε στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου, με τον Πομπήιο να ηγείται των στρατευμάτων για λογαριασμό της Συγκλήτου. Νικητής αναδείχτηκε ο Καίσαρ, που αργότερα ονομάστηκε Δικτάτωρ δια Βίου. Ωστόσο, οι πολιτικοί του αντίπαλοι των δολοφόνησαν τον Μάρτιο του 44 π.Χ. ώστε να σταματήσουν την ιλιγγιώδη ανοδική του πορεία.
Η επόμενη ημέρα όμως, έφερε στην εξουσία μια νέα Δεύτερη Τριανδρία, που την αποτελούσαν ο Οκταβιανός, κληρονόμος του Καίσαρα, και οι πρώην σύμμαχοί του, Μάρκος Αντώνιος και Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Η εύθραυστη αυτή συμμαχία κατέληξε σε μια ανηλεή μάχη για κυριαρχία. Αρχικά ο Λέπιδος εξορίστηκε από την πολιτική ζωή, και κατόπιν ο Οκταβιανός, με τις πολύτιμες υπηρεσίες του στρατηγού του Μάρκου Αγρίππα, πέτυχε ολοκληρωτική νίκη κατά του Μάρκου Αντωνίου και της συντρόφου του, Βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ' της Αιγύπτου στην περιβόητη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ.
Μετά την εξέλιξη αυτή ο Οκταβιανός έμεινε ο μόνος αδιαμφισβήτητος κύριος της Ρώμης.
Έχοντας νικήσει τους εχθρούς του, ο Οκταβιανός λαμβάνει το όνομα «Αύγουστος» και συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες του κράτους, συντηρώντας μια ψεύτικη εικόνα τήρησης των δημοκρατικών παραδόσεων.
Μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο, ο ρωμαϊκός κόσμος κουρασμένος πλέον από τους συνεχείς εμφύλιους πολέμους προσέβλεπε στην επικράτηση της ειρήνης και της τάξης. Ο Οκταβιανός, άνθρωπος με πολιτική οξυδέρκεια, κατανόησε τα μηνύματα της εποχής και οργάνωσε την πολιτεία σε νέες βάσεις. Μόνο η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας μπορούσε να φέρει την ειρήνη και την ασφάλεια στη ρωμαϊκή οικουμένη.
Ο Αύγουστος δεν θέλησε να ενοχλήσει τα δημοκρατικά αισθήματα των Ρωμαίων. Δεν δέχτηκε το αξίωμα του δικτάτορα, αλλά άφησε τη σύγκλητο και το λαό να του προσφέρουν όλα τα άλλα αξιώματα, που μόνο με την ψήφο του λαού μπορούσε κάποιος να τα αποσπάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Έτσι, συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο του τα σπουδαιότερα αξιώματα της ρωμαϊκής πολιτείας, όπως του υπάτου, του ανθυπάτου, του δημάρχου, του ιμπεράτορα, δηλαδή του ανώτατου στρατιωτικού αρχηγού, του πρώτου πολίτη του κράτους (princeps) και του "μεγίστου αρχιερέως" (pontifex maximus), δηλαδή του ανώτατου θρησκευτικού άρχοντα. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να ασκεί από μόνος του όλες αυτές τις εξουσίες δημιούργησε ένα συμβουλευτικό σώμα, το συμβούλιο του αυτοκράτορα, που τον βοηθούσε στην άσκηση της εξουσίας. Απέφυγε τις αυταρχικές μεθόδους και ακολούθησε συμβιβαστική τακτική στην κατανομή της εξουσίας.
♦ Ο ίδιος διατήρησε την υψηλή εποπτεία της διοίκησης του κράτους, της εξωτερικής πολιτικής και των στρατιωτικών ζητημάτων.
♦ Ανέθεσε τη διαχείριση των επιμέρους θεμάτων σε δημόσιους άνδρες από τις τάξεις των συγκλητικών και των ιππέων. Καθόρισε αυστηρές προϋποθέσεις, βάσει των οποίων θα μπορούσε κάποιος να εισέλθει στις δύο προνομιούχες τάξεις. Τέτοιες προϋποθέσεις ήταν η ηθική ακεραιότητα, η εκπλήρωση στρατιωτικής υπηρεσίας και η μεγάλη περιουσία.
♦ Τη διοίκηση των επαρχιών τη μοιράστηκε με τη σύγκλητο. Ο ίδιος διόριζε τους στρατιωτικούς διοικητές των παραμεθόριων επαρχιών καθώς και όλων εκείνων που παρουσίαζαν προβλήματα, ενώ η σύγκλητος διόριζε τους ανθύπατους, που είχαν τη διοίκηση των υπολοίπων επαρχιών.
♦ Την εκτελεστική εξουσία φρόντισε να την ασκήσει μέσω διοικητικών αξιωματούχων που σταδιοδρομούσαν ως επαγγελματίες υπάλληλοι, δημιουργώντας έτσι μια αυτοκρατορική υπαλληλία.
♦ Με μια σειρά μέτρων συνέβαλε στην αναγέννηση της γεωργίας και προσπάθησε να επαναφέρει τα παλαιά αυστηρά ήθη.
♦ Τέλος, φρόντισε για τον εξωραϊσμό της Ρώμης με την κατασκευή οικοδομημάτων που λάμπρυναν ακόμα περισσότερο το έργο του.
Ο Οκταβιανός συγκέντρωσε σχεδόν όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του. όπως συνέβαινε άλλοτε με τους βασιλείς. Όταν κάποτε προσποιήθηκε ότι ήθελε να αποχωρήσει από την εξουσία και να παραιτηθεί από τα αξιώματά του, η σύγκλητος τον παρακάλεσε να παραμείνει και τον αναγόρευσε σε Αύγουστο, αποδίδοντάς του έτσι τον τίτλο του σεβαστού και αναγνωρίζοντας του θεϊκές ιδιότητες1.
Με τις αλλαγές αυτές ουσιαστικά είχε καταλυθεί το δημοκρατικό πολίτευμα, χωρίς να δημιουργηθεί η παραμικρή αντίδραση.
Ο Αύγουστος συγκέντρωσε βαθμιαία όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του εγκαθιδρύοντας μια μορφή μοναρχικού πολιτεύματος. Αυτή η μορφή του πολιτεύματος ονομάστηκε Ηγεμονία (Principatus) από τον τίτλο του πρώτου πολίτη (princeps).
Στήριγμα του νέου μονάρχη αποδείχτηκε ο ίδιος ο στρατός, ο οποίος σε παλαιότερες εποχές είχε εμπλακεί σε εμφύλιες συγκρούσεις. Ο Αύγουστος είχε συναίσθηση του ρόλου του, ως φύλακα των συνόρων, ωστόσο προέβλεπε ότι ο πρώτος πολίτης και ο αυτοκρατορικός θεσμός είχαν την ανάγκη της στρατιωτικής προστασίας. Για το λόγο αυτό φρόντισε ώστε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού να εγκατασταθεί στα πιο επικίνδυνα σύνορα, όπως στον Ευφράτη, το Δούναβη, το Ρήνο, σε μόνιμες στρατιωτικές βάσεις. Στη Ρώμη, όπου ήταν η έδρα της εξουσίας, διατήρησε εννέα στρατιωτικές μονάδες, που αριθμούσαν χίλιους στρατιώτες η καθεμιά. Αυτές αποτελούσαν την προσωπική φρουράτου πραιτωρίου, όπου ήταν παλαιότερα η έδρα του στρατηγού.
Οι πραιτωριανοί ήταν πιστοί στον αυτοκράτορα, σταδιακά όμως απέκτησαν μεγάλη δύναμη και έγιναν επικίνδυνοι για το κράτος, αφού είχαν τη δυνατότητα να ανεβάζουν και να κατεβάζουν αυτοκράτορες σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.
Ο στρατός την εποχή του Αυγούστου παρέμεινε πιστός στα καθήκοντά του. Η αριθμητική του δύναμη, ωστόσο, μόλις που επαρκούσε για τη φύλαξη των συνόρων, μήκους περίπου τεσσάρων χιλιάδων χιλιομέτρων.
Το νέο πολιτειακό καθεστώς που διαμόρφωσε ο Αύγουστος έδινε το δικαίωμα στον πρώτο πολίτη (princeps) να δρα ως βασιλιάς. Εντούτοις, εμπλέκονταν και άλλες δυνάμεις στην άσκηση της εξουσίας, όπως η σύγκλητος ή ο στρατός. Πολλές φορές παρενέβαιναν δραστικά στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, όταν ο αυτοκράτορας δε διακρινόταν για τις ικανότητές του.
Το πολίτευμα του Principatus ήταν ουσιαστικά μια δυαρχία εξουσιών με παράγοντες λειτουργίας τον πρώτο πολίτη και τη σύγκλητο. Οι αρμοδιότητες όμως των δύο αυτών πολιτειακών παραγόντων δεν ήταν με σαφήνεια καθορισμένες, γεγονός που δημιουργούσε προστριβές.
Το θέμα, εξάλλου, της διαδοχής δεν ήταν θεσμοθετημένο. Η κληρονομική διαδοχή ήταν αντίθετη με τη δημοκρατική παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι εξουσίες αποκτούνταν με την ψήφο του λαού. Στην αρχή από σεβασμό στο πρόσωπο του αυτοκράτορα ο διάδοχος οριζόταν από τον ίδιο, ενόσω ζούσε, ή ήταν κάποιος από τους συγγενείς του, όταν πέθαινε. Ο ρόλος της συγκλήτου ήταν και εδώ καθοριστικός. Η επικύρωση της εκλογής του αυτοκράτορα από τη σύγκλητο ήταν απαραίτητη.
Γίνεται φανερό ότι ο αυτοκρατορικός θεσμός στο ρωμαϊκό κράτος διέφερε από τον αντίστοιχο θεσμό των ελληνιστικών μοναρχιών και πολύ περισσότερο από εκείνο των Ανατολικών λαών.
Ο Αύγουστος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την εσωτερική οργάνωση της αυτοκρατορίας. Αντίθετα, λιγότερο ενδιαφέρον έδειξε για την κατάκτηση νέων περιοχών, αν και ο ίδιος συνέβαλε στην επέκταση των συνόρου. Η αυτοκρατορία την εποχή του Αυγούστου είχε σύνορα προς νότο τη Σαχάρα, προς βορρά τον Δούναβη και τον Ρήνο, δυτικά τον Ατλαντικό ωκεανό και ανατολικά τον Ευφράτη ποταμό.
Από τις πρώτες περιοχές που ο Αύγουστος προσάρτησε στο ρωμαϊκό κράτος ήταν η Αίγυπτος. Την κατέλαβε, αφού συνέτριψε τον Αντώνιο στο Άκτιο.Με προσωπικές εκστρατείες υπέταξε πολεμικούς λαούς στην περιοχή των Άλπεων και ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Ισπανίας, επεκτείνοντας τα δυτικά όρια του κράτους μέχρι τον Ατλαντικό.
Προς βορράν κατέλαβε εδάφη που αντιστοιχούν στις σημερινές περιοχές της Β. Βουλγαρίας, της Αυστρίας μέχρι και τη Ν. Γερμανία. Σύνορα του κράτους έγιναν τότε ο Δούναβης και ο Ρήνος. Για μικρό διάστημα επεκτάθηκαν οι κατακτήσεις μέχρι τον Έλβα ποταμό· οι επαναστάσεις όμως και η αντίσταση των γερμανικών φυλών οδήγησαν τον Οκταβιανό στην απόφαση να ορίσει ως σύνορο τον Ρήνο.
Η εξωτερική πολιτική του Αυγούστου συνοδεύτηκε από ένα σχέδιο εκρωμαϊσμού των κατακτημένων περιοχών. Σε πολλές απομακρυσμένες
περιοχές ιδρύθηκαν αποικίες και εγκαταστάθηκαν παλαίμαχοι, που λειτούργησαν ως παράγοντας διάδοσης του ρωμαϊκού πολιτισμού και αφομοιωτικής ένταξης των γηγενών πληθυσμών στη ρωμαϊκή οικουμένη.
Ο Αύγουστος προσπάθησε να επαναφέρει τους Ρωμαίους στα παλαιά ήθη. Οι μεγάλες ιδέες και οι παλαιοί μύθοι επιστρατεύτηκαν για να υπηρετήσουν το κράτος. Έγινε προσπάθεια αναζωπύρωσης αρχαίων λατρειών, επαναφοράς ξεχασμένων αγροτικών θεοτήτων, με σκοπό να βρουν στοιχεία συνοχής οι Ρωμαίοι μέσα από την παράδοσή τους.
Ωστόσο, επειδή η προσπάθεια αυτή φαίνεται ότι δεν απέδιδε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ο Αύγουστος θέλησε να ενώσει όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας κάτω από τη λατρεία της κρατικής εξουσίας. Από την εποχή αυτή αρχίζει η λατρεία της θεάς Ρώμης και του Αυγούστου.Χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των λατρειών ήταν ένας μικρός κυκλικός ναός που κατασκευάστηκε πάνω στην Ακρόπολη της Αθήνας μπροστά από την ανατολική πλευρά του Παρθενώνα.
Η σύγκλητος, όταν πέθανε ο Αύγουστος, προχώρησε στη θεοποίησή του. Έτσι, μετά απ' αυτόν η θεοποίηση των αυτοκρατόρων καθιερώθηκε ως θεσμός, με εξαίρεση μόνο εκείνους τους αυτοκράτορες που είχαν υποστεί την καταδίκη της μνήμης (damnatio memoriae).
Την περίοδο αυτή, δηλαδή από το θάνατο του Σύλλα και μέχρι τον θάνατο του Αυγούστου, οι Ρωμαίοι δέχθηκαν την ελληνική επίδραση και δημιούργησαν τα πρώτα λαμπρά τους έργα στα γράμματα και τις τέχνες. Η περίοδος αυτή (80 π.Χ.-14 μ.Χ.) της πνευματικής ανάπτυξης έχει χαρακτηριστεί «χρυσός αιώνας τον Αυγούστου».
Πριν από τον Αύγουστο, την εποχή των εμφυλίων πολέμων, διακρίθηκαν στην ιστοριογραφία ο Σαλλούστιος και ο Ιούλιος Καίσαρας, στην ποίηση ο Κάτουλλος και ο Λουκρήτιος και περισσότερο απ' όλους με τη συγγραφή ρητορικών λόγων, φιλοσοφικών πραγματειών και επιστολών ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ρήτορας, ο Κικέρωνας.
Στους χρόνους της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας από τον Αύγουστο η λογοτεχνία τίθεται στην υπηρεσία του κρατικού μεγαλείου. Τότε γράφτηκαν τα μεγαλύτερα έργα της λατινικής λογοτεχνίας. Ο Βιργίλιος συνθέτει, μιμούμενος τον Όμηρο, ένα μεγάλο ποιητικό έργο, την «Αινειάδα». Σε αυτό αναφέρεται στον Αινεία, το γενάρχη των Ρωμαίων και της Ιουλίας γενεάς, από την οποία κατάγεται ο Αύγουστος.
Ο Βιργίλιος συνέθεσε και άλλα δύο σημαντικά έργα, τα «Βουκολικά» και τα «Γεωργικά».
Ο Οράτιος, μεγάλος λυρικός ποιητής, με τα ποιήματά του υμνεί το έργο του Αυγούστου. Άλλοι σπουδαίοι ποιητές της ίδιας εποχής ήταν ο Οβίδιος, ο Τίβουλλος και ο Προπέρτιος.
Στον πεζό λόγο διακρίθηκε ο Τίτος Λίβιος, ο οποίος στην ιστοριογραφία του αναφέρεται στην ανοδική πορεία της Ρώμης από την ίδρυσή της μέχρι και την εποχή του Αυγούστου.
Την εποχή του Αυγούστου καλλιεργήθηκαν και οι τέχνες. Οι Ρωμαίοι διακρίθηκαν κυρίως στην αρχιτεκτονική. Τα πρότυπα βέβαια των κτισμάτων τα υιοθέτησαν από τους Έλληνες, από τους οποίους παρέλαβαν τους κίονες, τα χαρακτηριστικά των ρυθμών - δωρικού, ιωνικού, κορινθιακού - και την αετωματική επίστεψη. Οι ίδιοι χρησιμοποίησαν τα τόξα και το θόλο για τη στήριξη και τη στέγαση των οικοδομημάτων τους. Η γλυπτική και η ζωγραφική καλλιεργήθηκαν ιδιαίτερα από Έλληνες καλλιτέχνες που εργάζονταν στη Ρώμη και σ' άλλες μεγάλες πόλεις της Ιταλίας.
Ο ίδιος ο Αύγουστος φρόντισε για τον εξωραϊσμό της Ρώμης με την οικοδόμηση λαμπρών μνημείων, όπως ήταν η αγορά, το Πάνθεον - κολοσσιαίος ναός κυκλικού σχήματος - αμφιθέατρα, μεγάλες θέρμες, ο βωμός της Ειρήνης και άλλα.
Ο διάδοχος που όρισε o iδιος ο Οκταβιανός, ο Τιβέριος, ανέλαβε τα ηνία χωρίς να συναντήσει αντίσταση, εδραιώνοντας την Ιουλιο-Κλαυδιανή δυναστεία, η οποία και διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι το θάνατο του Νέρονα το 68. Η επέκταση του κράτους, που πλέον είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε και η νέα μορφή διακυβέρνησης παρέμεινε χωρίς κλυδωνισμούς, παρά το γεγονός πως ανήλθαν στην εξουσία μια σειρά από ηγεμόνες τους οποίους πολλοί ιστορικοί κατονομάζουν ως ανίκανους και διεφθαρμένους. Για παράδειγμα ο Καλιγούλας θεωρείται από πολλούς παράφρων, ενώ ο Νέρων κατηγορήθηκε πως φρόντιζε πολύ περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση παρά για τα ζητήματα του κράτους.
Aκολούθησε η περίοδος διακυβέρνησης της δυναστείας των Φλαβίων.
Κατά την περίοδο που ανήλθαν στο θρόνο οι «Πέντε Καλοί Αυτοκράτορες» (96-180) η Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της εδαφικής, οικονομικής και πολιτιστικής της ακμής. Το κράτος ήταν ασφαλές τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς εχθρούς, ενώ η αυτοκρατορία ζούσε μέσα στην ευδαιμονία που της εξασφάλισε η «Pax Romana», η περίφημη «Ρωμαϊκή Ειρήνη».
Αφού ο Τραϊανός ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Δακίας, η Αυτοκρατορία έφτασε στην κορυφή της εδαφικής της επέκτασης: τα εδάφη της Αυτοκρατορίας κάλυπταν 6,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα (2,5 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια).
Κατά την περίοδο 193-235 κυβέρνησε η δυναστεία των Σεβήρων, που ανέδειξε μια σειρά από ανάξιους ηγεμόνες. Το γεγονός αυτό από κοινού με την αυξανόμενη ανάμειξη του στρατού σε θέματα διαδοχής οδήγησε σε μια περίοδο εσωτερικής απορρύθμισης και εξωτερικών εισβολών, που είναι γνωστή ως «Κρίση του Τρίτου Αιώνα».
Στην κρίση έβαλε τέλος ένας ικανός Αυτοκράτορας, ο Διοκλητιανός, ο οποίος το 293 αποφάσισε να διαιρέσει την αχανή Αυτοκρατορία σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό, τα οποία κυβέρνησε μια τετραρχία, την οποία αποτελούσαν δύο συν-αυτοκράτορες και οι δύο κατώτερου αξιώματος συνεργάτες τους. Οι συγκυβερνήτες αυτοί κατέληξαν να μάχονται για επικράτηση για πάνω από μισό αιώνα.
Στις 11 Μαΐου 330, ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μετονομάζοντάς το σε Κωνσταντινούπολη.
Η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε οριστικά σε Ανατολική (μετέπειτα γνωστή ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία») και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 395.Η Δυτική Αυτοκρατορία μαστιζόταν συνεχώς από βαρβαρικές εισβολές και με το πέρασμα των αιώνων υπέπεσε σε παρακμή.
Τον 4ο αιώνα η μετανάστευση των Ούνων προς τα δυτικά ανάγκασε τους Βησιγότθους να αναζητήσουν καταφύγιο μέσα στα εδάφη της Αυτοκρατορίας.
Το 410 οι Βησιγότθοι, ηγεμόνας των οποίων ήταν ο Αλάριχος Α', λεηλάτησαν την ίδια την πόλη της Ρώμης.
Οι Βάνδαλοι κατέλαβαν τις επαρχίες της Γαλατίας, Ισπανίας και τη Βόρεια Αφρική, ενώ το 455 λεηλάτησαν τη Ρώμη.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 476, ο φύλαρχος των γερμανικής καταγωγής Ερούλων ονόματι Οδόακρος εξανάγκασε τον τελευταίο Αυτοκράτορα της Δύσης, τον Ρωμύλο Αύγουστο, να εγκαταλείψει το θρόνο του. Έχοντας επιβιώσει για περίπου 1200 χρόνια, η κυριαρχία των Ρωμαίων στη Δύση έλαβε τέλος.
Από τις αρχές και σ' όλη τη διάρκεια τον 3ου αι. μ.Χ. η ρωμαϊκή αυτοκρατορία υφίσταται συνεχή φθορά που θα οδηγήσει στην παρακμή της και παράλληλα στο τέλος του αρχαίου κόσμου. Στη φθορά της αυτοκρατορίας συνέβαλαν ποικίλοι παράγοντες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό, το αυτοκρατορικό αξίωμα περνά κρίση άμεσα συνδεδεμένη με το ρόλο τον στρατού. Επαρχίες ολόκληρες ανεξαρτητοποιούνται και επαναστάσεις ταράσσουν την τάξη και την ασφάλεια της «ρωμαϊκής ειρήνης». Έντονη κρίση παρατηρείται στον οικονομικό τομέα, αφού οι άνθρωποι εγκαταλείπουν το εμπόριο, τη βιοτεχνία και επιστρέφουν στην καλλιέργεια της γης. Η οικονομική κρίση είχε ως άμεσο επακόλουθο την κοινωνική κρίση.
Στο εξωτερικό, νέοι εχθροί απειλούν και πολλές φορές παραβιάζουν τα σύνορα. Έχει εκλείψει πλέον ο φόβος που προκαλούσε το ακατάλυτο μεγαλείο της Ρώμης.
Η μορφή του πολιτεύματος που καθιέρωσε ο Αύγουστος, δηλαδή η συγκυβέρνησsη του αυτοκράτορα και της συγκλήτου, διατηρήθηκε για δύο αιώνες. Έκτοτε όμως αυτή, η προβληματική από τη φύση της μορφή διοίκησης συνέβαλε στη φθορά του κράτους. Από τη μια πλευρά, ο πρώτος πολίτης (princeps) με τη συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους των εξουσιών στο πρόσωπο του επιδίωκε να επιβάλει τη θέληση του· από την άλλη, η σύγκλητος, που εκπροσωπούσε ό,τι είχε απομείνει από την περίοδο της Δημοκρατίας, προσπαθούσε να περιορίσει την αυτοκρατορική αυταρχικότητα.
Στη συμβίωση αυτή σημαντικός ήταν ο ρόλος του στρατού. Από τις αρχές μάλιστα του 3ου αι. μ.Χ. έγινε πρωταγωνιστικός, αφού ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος με την υποστήριξη του στρατού του παραμέρισε τη σύγκλητο.
Την κρίση ενίσχυσε η ανάμειξη του στρατού στην πολιτική. Η τάση του στρατού, είτε επρόκειτο για πραιτωριανούς είτε για επαρχιακές λεγεώνες, να επιβάλλει τον ηγέτη της αρεσκείας του, είχε ως αποτέλεσμα την ταυτόχρονη διεκδίκηση του θρόνου από πολλούς αυτοκράτορες και σε διαφορετικά σημεία της αυτοκρατορίας. Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως στρατιωτική αναρχία.
Την ταραγμένη αυτή εποχή εξέλιπε η τάξη και η ασφάλεια που παρείχε το ρωμαϊκό κράτος στους υπηκόους του. Ακόμα και ορισμένες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, όπως αυτή του Καρακάλλα που πολιτογράφησε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της αυτοκρατορίας Ρωμαίους (212 μ.Χ.), δεν είχε αποτέλεσμα. Δυσαρεστημένοι οι λαοί οδηγήθηκαν σε εξεγέρσεις. Πολλές επαρχίες σε παραμεθόριες περιοχές ανεξαρτητοποιήθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι επαρχίες, όπως η Γαλατία, η Ισπανία, η Παννονία και άλλες, λόγω του κινδύνου από βαρβαρικές επιδρομές, ανακήρυξαν δικό τους αυτοκράτορα και αποσπάστηκαν. Την εποχή αυτή σχηματίστηκε και το εφήμερο βασίλειο της Παλμύρας σε όαση της συριακής ερήμου. Τους χρόνους διακυβέρνησης του από τη Ζηνοβία (267-273 μ.Χ.), που διέθετε πολλές ικανότητες και ελληνική παιδεία, το βασίλειο επεκτάθηκε εδαφικά. Η δραστήρια βασίλισσα φιλοδόξησε να ανασυστήσει το κράτος των Σελευκιδών.
Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (127)
- Αρχαία (47)
- Β΄ Λυκείου (188)
- Γ΄ Λυκείου (131)
- Γλώσσα (46)
- Ιστορία (290)
- Λογοτεχνία (65)
- Φιλοσοφία (29)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025
Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025
Ο ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Στις αρχές του 17ου αιώνα οι θρησκευτικές αντιθέσεις συνεχίζονται και η Ευρώπη ζει ένα έντονο πολεμικό κλίμα. Οι εξελίξεις δεν αποκάλυψαν μόνο τον εύθραυστο χαρακτήρα της Ειρήνης της Αυγούστας (1555) αλλά συσσώρευσαν και νέες αντιθέσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές ξέσπασε Ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648). Η πολεμική αυτή αναμέτρηση αποτέλεσε το αποκορύφωμα των θρησκευτικών συγκρούσεων στην Ευρώπη και προσέλαβε πανευρωπαϊκό χαρακτήρα, αφού ελάχιστες χώρες απέφυγαν την εμπλοκή τους σ' αυτόν. Εκτός από τους γερμανούς ηγεμόνες, έλαβαν μέρος η Γαλλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία, ιταλικά και ελβετικά κράτη.
Οι εμπόλεμοι χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, τους Καθολικούς και τους Διαμαρτυρόμενους. Εν τούτοις ο πόλεμος είχε έντονο πολιτικό χαρακτήρα, αφού τον προκάλεσαν και τον συντήρησαν τοπικά συμφέροντα, η φιλοδοξία πολλών γερμανών ηγεμόνων να απαλλαγούν από την κηδεμονία των Αψβούργων αυτοκρατόρων και η επιδίωξη μικρών ή μεγάλων κρατών να επικρατήσουν πολιτικά και οικονομικά στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η εκπαραθύρωση της Πράγας (23 Μαίου 1618) αποτέλεσε και το έναυσμα του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-1648). Χαρακτικό από το βιβλίο του Matthaus Marians "Theatrum Europaeum"
Ο Τριακονταετής Πόλεμος άρχισε στη Βοημία όπου η πλειονότητα των κατοίκων της ήταν λουθηρανοί και καλβινιστές. H ανάρρηση στον θρόνο του βασιλείου της Βοημίας του φανατικού οπαδού της Αντιμεταρρύθμισης Φερδινάνδου των Αψβούργων το 1618, ένα χρόνο δηλαδή προτού στεφθεί αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως Φερδινάνδος B', τρόμαξε τους προτεστάντες. Ετσι στις 23 Μαΐου 1618 μια ομάδα από δυσαρεστημένους προτεστάντες ευγενείς με επικεφαλής τον Χάινριχ Ματίας, κόμητα Φον Τουρν, εισέβαλε στα βασιλικά ανάκτορα της Πράγας και πέταξε από το παράθυρο δύο ρωμαιοκαθολικούς αξιωματούχους, οι οποίοι ωστόσο όχι μόνο δεν σκοτώθηκαν αλλά ούτε καν τραυματίστηκαν, επειδή, κατά την εκδοχή των προτεσταντών, «προσγειώθηκαν πάνω σε έναν σωρό κοπριά» ή, κατά την εκδοχή των ρωμαιοκαθολικών, «η Παναγία άκουσε τις προσευχές τους και έστειλε αγγέλους που τους απίθωσαν απαλά στη γη».
Οι στασιαστές πήραν γρήγορα υπό τον έλεγχό τους τη Βοημία με τη βοήθεια της Τρανσυλβανίας, εξέλεξαν βασιλιά τον καλβινιστή εκλέκτορα του Παλατινάτου Φρειδερίκο E', ηγέτη της Ευαγγελικής Ενωσης, και ετοιμάστηκαν να επιτεθούν εναντίον της Βιέννης. Ο Φερδινάνδος B' δεν είχε ούτε χρήματα ούτε τον απαραίτητο στρατό. Ζήτησε λοιπόν βοήθεια από τον Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας και από τον εξάδελφό του Φίλιππο Δ', βασιλιά της Ισπανίας. Ο Φίλιππος Δ' είχε και ο ίδιος συμφέρον να παταχθούν οι προτεστάντες ώστε να μπορέσει να επιβληθεί ξανά στις επαναστατημένες Κάτω Χώρες, δεδομένου ότι η δωδεκαετής ανακωχή που είχε συναφθεί ανάμεσα σε αυτές και στην Ισπανία το 1609 πλησίαζε στο τέλος της.
Με αυτούς τους δύο συμμάχους ο Φερδινάνδος κατάφερε να κατατροπώσει τους στασιαστές στη μάχη του Λευκού Ορους έξω από την Πράγα στις 7/8 Νοεμβρίου 1620 και να αποκαταστήσει στη Βοημία τον ρωμαιοκαθολικισμό και την αυτοκρατορική εξουσία με τον πλέον βίαιο τρόπο: εκτέλεσε 27 αρχηγούς, δήμευσε τις περιουσίες τους και τις έδωσε σε άλλους, πιο πιστούς στην αυτοκρατορική εξουσία, εξανάγκασε σε εξορία 130.000 Τσέχους και κατάργησε όλους τους θεσμούς αυτοδιοίκησης.
Γύρω στο 1623, μετά τη μάχη του Στάτλον, ο Φερδινάνδος B' και οι ρωμαιοκαθολικοί σύμμαχοί του κατέλαβαν και το Παλατινάτο του Φρειδερίκου E'. Ο αυτοκράτορας έδωσε το Ανω Παλατινάτο στον Μαξιμιλιανό και το Παραρρήνιο Παλατινάτο στους Ισπανούς, γεγονός που διευκόλυνε αφάνταστα τον Φίλιππο Δ' να αρχίσει τις εχθροπραξίες εναντίον των Ενωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών.
Αλλά αν ο Φερδινάνδος B' και οι ρωμαιοκαθολικοί σύμμαχοί του επικράτησαν πλήρως στη Νότια Γερμανία, στον Βορρά οι προτεστάντες ηγεμόνες προσπάθησαν να ανακόψουν την ορμή των Αψβούργων συνάπτοντας συμμαχίες και με χώρες εκτός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο αυτοκράτορας τότε κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να βασίζεται μόνο στους συμμάχους του. Ετσι αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση του Αλμπρεχτ φον Βάλενσταϊν να συγκροτήσει έναν αυτοκρατορικό στρατό, πράγμα που είχε να δει η Αυτοκρατορία από την εποχή του Μεσαίωνα. Γεννημένος λουθηρανός, ο Βάλενσταϊν έγινε ρωμαιοκαθολικός για να πετύχει την εύνοια του αυτοκράτορα. Σίγουρα η θρησκεία ήταν το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τον Βάλενσταϊν. Αριστος στρατιωτικός αλλά υπέρμετρα φιλόδοξος, ο Βάλενσταϊν προσέφερε τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα, ζητώντας ωστόσο για κάθε επιτυχία του αδρή αμοιβή. Κερδίζοντας όλο και περισσότερη εξουσία ο Βάλενσταϊν άρχισε να γίνεται επικίνδυνος για την ίδια την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αρχίζοντας μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Γάλλους πίσω από την πλάτη του αυτοκράτορα. Ο Φερδινάνδος B', μη βρίσκοντας καλύτερο τρόπο για να απαλλαγεί από τον Βάλενσταϊν και τις δολοπλοκίες του, έβαλε να τον δολοφονήσουν το 1634.
Ωστόσο, προτού παρασυρθεί από την υπέρμετρη φιλοδοξία του και γίνει αντιπαθής στον αυτοκράτορα, ο Βάλενσταϊν είχε καταφέρει να αλλάξει την πορεία του πολέμου καθιστώντας νικηφόρα τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Από θέση ισχύος πλέον ο Φερδινάνδος B' είχε δύο επιλογές: είτε να δεχτεί τη συμβουλή του Βάλενσταϊν και να χρησιμοποιήσει τη μεγάλη πλέον δύναμή του για να καταστήσει τη Γερμανία περισσότερο συγκεντρωτική είτε να ικανοποιήσει την απαίτηση των ρωμαιοκαθολικών να αποδοθούν στην Εκκλησία οι εδαφικές εκτάσεις οι οποίες είχαν παραχωρηθεί στους προτεστάντες με τη Συνθήκη του Αουγκσμπουργκ το 1555. Αν διάλεγε το πρώτο, θα δυσαρεστούσε τους καθολικούς ηγεμόνες οι οποίοι από τη μια δεν ήθελαν τους προτεστάντες αλλά από την άλλη δεν ήθελαν να αυξηθεί η εξουσία του αυτοκράτορα και να μειωθούν τα δικά τους προνόμια αυτονομίας και αυτοδιοίκησης.
Αν επέλεγε να επιστρέψει στην Εκκλησία τα εκκοσμικευμένα εδάφη των μονών που είχαν περιέλθει στους προτεστάντες, ήταν βέβαιο ότι θα τρομοκρατούσε τους εναπομείναντες πιστούς στην Αυτοκρατορία προτεστάντες ηγεμόνες. Ο δισταγμός του Φερδινάνδου B' δεν διήρκεσε πολύ. Ως φανατικός ρωμαιοκαθολικός και οπαδός της Αντιμεταρρύθμισης, ο αυτοκράτορας προτίμησε να τα βάλει με τους προτεστάντες. H επιλογή αυτή ήταν η χειρότερη που θα μπορούσε να κάνει διότι ουσιαστικά η σύγκρουση ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών μόνο φαινομενικά ήταν μια σύγκρουση θρησκειών. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για σύγκρουση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στην κεντρική εξουσία του αυτοκράτορα.
Ο πόλεμος αυτός ήταν πολύ καταστρεπτικός και οι αντίπαλοι συμπεριφέρονταν με ξεχωριστή βιαιότητα. Λίγες ήταν οι μάχες κατά παράταξη, ενώ το κυριότερο χαρακτηριστικό ήταν οι πολυετείς πολιορκίες, οι σφαγές αμάχων, οι λεηλασίες και οι πυρπολήσεις των αντιπάλων στρατοπέδων από τους μισθοφόρους και τους απείθαρχους στρατιώτες. Ο άτακτος αυτός στρατός αντικατόπτριζε και το χαρακτήρα των ηγετών του, που δεν υπηρετούσαν κάποια ιδεολογία παρά μόνο τα προσωπικά τους συμφέροντα. Στους παράγοντες αυτούς οφειλόταν και η απουσία πολεμικής τακτικής, που είχε ως συνέπεια τη μεγάλη διάρκεια του πολέμου.
Η τραγική αυτή κατάσταση ανάγκασε τελικά τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Φερδινάνδο Γ' να ζητήσει διακοπή των εχθροπραξιών και να υπογράψει την Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648). Με τη συνθήκη αυτή ρυθμίστηκαν πολιτικά, θρησκευτικά και εδαφικά ζητήματα.
Ο Καλβινισμός αναγνωρίστηκε ως ισότιμος με τα δύο άλλα δόγματα, τον Καθολικισμό και το Λουθηρανισμό.
Οι Διαμαρτυρόμενοι κράτησαν πολλά από τα εκκλησιαστικά εδάφη που είχαν καταλάβει ή απαλλοτριώσει στη διάρκεια του πολέμου,
Κατακυρώθηκαν γερμανικά εδάφη στη Σουηδία και στη Γαλλία.
Περιορίστηκε η δύναμη του γερμανού αυτοκράτορα με την αναγνώριση πλήρων κυριαρχικών δικαιωμάτων στους γερμανούς ηγεμόνες, οι οποίοι στο εξής μπορούσαν να συνάπτουν συνθήκες μεταξύ τους ή με ξένα κράτη.
Αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ολλανδικής και της Ελβετικής Ομοσπονδίας.
Ο ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΜΠΡΕΧΤ
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ, "Η ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ"
Άνοιξη του 1624, όταν η Σουηδία στρατολογεί κόσμο για τον πόλεμο κατά της Πολωνίας. Xαρακτηριστική μορφή γυρολόγισσας του 17ου αιώνα, η Άννα Φίρλινγκ, με τον αραμπά της και τα τρία παιδιά της περιφέρεται στα πεδία των μαχών της ρημαγμένης Ευρώπης στην περίοδο του 30ετούς πολέμου (1618-1648) και προμηθεύει τα αντίπαλα στρατόπεδα για να επιβιώσει, θεωρώντας, φυσικά, τον πόλεμο ευλογία. Χωρίς να παίρνει φανερά το μέρος κανενός παρεμποδίζει τη στρατολόγηση των γιων της. Η γυναίκα αυτή ξέρει τι παιγνίδι παίζεται και παρ' όλα αυτά ακολουθεί τον πόλεμο που οδηγεί στην καταστροφή, γιατί πιστεύει ότι θα της αποφέρει κέρδος. Όμως θα χάσει, το ένα μετά το άλλο, και τα τρία παιδιά της και θα μείνει ολομόναχη, να σέρνει τον κουρελιασμένο αραμπά της με τη σκισμένη σημαία και τις κρεμασμένες αρβύλες και τα μπουκάλια του μπράντι.
Ο Μπρεχτ προσφέρει «στο πιάτο» τις αντιφάσεις αυτής της προσωπικότητας, έτσι ώστε να προβληματίσει το κοινό του για τον βάρβαρο παραλογισμό που διέπει τον γερμανικό λαό στις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Γράφει το «Μάνα Κουράγιο» (Mutter Courage und ihre Kinder) το 1939, κατά τα χρόνια της εξορίας του στη Δανία, παρατηρώντας τον κόσμο από τη σκοπιά του ασήμαντου ανθρώπου και επιθυμώντας διακαώς να τον αλλάξει. Έτσι εξηγείται ο χαρακτήρας «φυλλαδίου» που έχει το συγκεκριμένο έργο, που συνοψίζει την ανθρώπινη υπαρξιακή συνθήκη σε μια τοιχογραφία όπου αναμειγνύονται σε ένα βαθμό ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, η λαϊκή σοφία, η βλασφημία και η ποιητική πρόθεση. Το έργο είναι εμπνευσμένο από δύο αφηγήσεις του γερμανού μυθιστοριογράφου Χανς Γιακόμπ Κριστόφελ φον Γκριμελσχάουζεν (1622-1676) που αναφέρονται στον Τριακονταετή Πόλεμο.
Καταπίεση, έξαρση των ευτελέστερων ενστίκτων επιβίωσης, υποκρισία και δαιμόνια εφευρετικότητα του κεντρικού χαρακτήρα, χιούμορ και μητριαρχικός αυταρχισμός, παράλληλα με βαθύτατο αίσθημα τραγικότητας στην απώλεια των παιδιών της, όλα συνοψισμένα στον χαρακτήρα της Μάνας Κουράγιο.
Γερμανοί, Σουηδοί, Φιλανδοί, Πολωνοί, Τσέχοι και άλλοι λαοί εμπλέκονται στη δίνη του «θρησκευτικού» Τριακονταετούς Πολέμου με την ψευδαίσθηση πως μάχονται υπέρ πίστεως και πατρίδος, ενώ το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επιβίωσή τους: ο Μπρεχτ αναπτύσσει τον μύθο του πολέμου ντύνοντας τα ταπεινά, ευτελισμένα πρόσωπα με τις ιδέες του για τον διαλεκτικό υλισμό και αναθέτοντας στον θεατή τον ρόλο του κριτή. Όλα τα πρόσωπα του έργου απομακρύνονται από τις αρχικές διαστάσεις τους και αποκτούν ανεξάρτητη ύπαρξη, συχνά αντίθετη προς το συγγραφικό του κίνητρο. Υφίστανται, με άλλα λόγια, την Αλλοτρίωση (Αποξένωση: Verfremdung) για την οποία μιλούν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην Αλληλογραφία τους. «Τα μεγάλα εμπορικά αλισβερίσια στους πολέμους δεν γίνονται από τους μικρούς», λέει ο Μπρεχτ: «…ο πόλεμος μετατρέπει τις ανθρώπινες αρετές σε θανατηφόρες –ακόμη και για τους κατόχους τους– και για την καταπολέμηση του πολέμου καμία θυσία δεν είναι υπερβολικά μεγάλη». Όπως λέει ο Δημοσθένης Γεωργοβασίλης, «…το εμπόριο με όλες τις μορφές του διολισθαίνει και διαπερνά όλες τις κοινωνικές τάξεις, διέρχεται χωρίς διαβατήριο όλα τα εθνικά σύνορα, μεγαλύνει τον αμοραλισμό, ανυμνεί την κερδοσκοπία και αποτελεί τη μοναδική καύσιμη ύλη στις κρεατομηχανές του πολέμου». Κύριο γνώρισμα της Μάνας Κουράγιο είναι η απληστία, γνώρισμα, επίσης, ενός κόσμου όπου η γενιά των πατεράδων εκποιεί τις αξίες και την ποιότητα ζωής της γενιάς των παιδιών. Όπως είπε σε συνέντευξή της η Λυδία Φωτοπούλου, η Μάνα Κουράγιο «…είναι ένας χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος. Έχει το στοιχείο της επιβίωσης, της ικανότητας να μπορεί να ελιχθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση παρουσιαστεί μπροστά του (…) Όσο ο άνθρωπος συνεχίζει να είναι αυτό το «ζώο», μέσα σ’ αυτή τη ζούγκλα, που ο ίδιος φτιάχνει, η «Μάνα Κουράγιο» θα είναι εκεί, θα προσπαθεί να επιβιώσει, πολλές φορές πατώντας επί πτωμάτων. Δηλαδή δεν είναι ένας θετικός χαρακτήρας, που υπομένει και ανθίσταται. Αντίθετα, είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει, για να βρεθεί πάνω στη βάρκα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα πνίγονται γύρω της. Αυτή επιβιώνει και τα παιδιά της πεθαίνουν δίπλα της. Επιβιώνει κλέβοντας τους ηττημένους. Είναι απόλυτα ενταγμένη στην κατάσταση της ζούγκλας. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει ούτε να κάνει κάτι άλλο, όσο δεν αλλάζει το περιβάλλον του».
Το έργο πρωτοανέβηκε στο Schauspielhaus της Ζυρίχης, το 1941. Με την Τερέζα Γκίζε στον ρόλο, η αντίδραση του κοινού ήταν τελείως διαφορετική απ’ την προσδοκώμενη: οι θεατές συγκινήθηκαν μέχρι δακρύων από τα βάσανα μιας δύστυχης γυναίκας, που χάνει τα τρία της παιδιά, μα συνεχίζει ηρωικά τον γενναίο αγώνα της κι αρνείται να υποκύψει – την κατανόησαν σαν ενσάρκωση των αιώνιων αρετών του απλού λαού. Ο Μπρεχτ εκνευρίστηκε και ξαναέγραψε το έργο, δίνοντας έμφαση στην εκποίηση των αισθημάτων και στην ευτέλεια του χαρακτήρα. Επέβλεψε δε αυτοπροσώπως τη βερολινέζικη παράσταση του 1949, όπου τον επώνυμο ρόλο υποδύθηκε η τότε σύζυγός του Έλενα Βάιγκελ, πιο κοντά στη γραμμή της πρόθεσης του συγγραφέα. Θρυλικό υπήρξε το ανέβασμα, το 1951, του έργου από τον Ζαν Βιλάρ, που επανέλαβε την παράσταση το 1959 και το 1960 στο φεστιβάλ της Αβινιόν. Το 2014 το έργο, με την ίδια μουσική, ανέβηκε από τον Κλάους Πεϊμάν στο Théâtre de la Ville του Παρισιού. Στην Ελλάδα έμειναν στην ιστορία του θεάτρου η Κατίνα Παξινού και η Δέσποινα Μπεμπεδέλη στην υπόδυση του συγκεκριμένου ρόλου. Η σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου στο Εθνικό με την Αντιγόνη Βαλάκου ήταν κάπως διαφορετική. Η «Μάνα Κουράγιο» έχει ανέβει άλλη μια φορά στο ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου, το 1982, με τη Λίνα Λαμπράκη στον ομώνυμο ρόλο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
ΡΩΜΗ: ΑΠΟ ΤΟΝ 6ο π.Χ. ΑΙΩΝΑ ΕΩΣ ΤΟΝ 5ο μ.Χ. ΑΙΩΝΑ
Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας έλαβε χώρα περίπου το 509 π.Χ. όταν ο τελευταίος των επτά βασιλέων της Ρώμης, Ταρκήνιος Σουπέρβος, ...

-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....