Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ έως το 1974

Κατά τη δεκαετία του 1940 η Ελλάδα είχε γνωρίσει πόλεμο, τριπλή ξένη κατοχή, πείνα, υπερπληθωρισμό και εμφύλιο σπαραγμό. Μετά το 1949 ήταν απαραίτητο να υπάρξει πρώτα ανοικοδόμηση (δηλ. αποκατάσταση των υλικών ζημιών που είχαν προκληθεί κατά την προηγούμενη δεκαετία) και κατόπιν οικονομική ανάπτυξη, η οποία θα διασφάλιζε την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού. Οι εκλογές του 1950 και του 1951 έφεραν στην εξουσία τον συνασπισμό της Εθνικής Προοδευτικής Ένωσης Κέντρου (ΕΠΕΚ), με αρχηγό τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, και του Κόμματος των Φιλελευθέρων, με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, γιο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Σημαντικό έργο επιτελέστηκε στον οικονομικό τομέα, ιδίως το 1952, όταν υπουργός Συντονισμού ήταν ο Γεώργιος Καρτάλης. Επίσης, το 1952 εγκρίθηκε νέο Σύνταγμα, χωρίς όμως να καταργηθούν πολλά από τα «έκτακτα μέτρα» της περιόδου του Εμφύλιου Πολέμου. Το ίδιο έτος εκτελέστηκαν το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος Μπελογιάννης και συνεργάτες του. Στην εξωτερική πολιτική οι κυβερνήσεις Πλαστήρα-Βενιζέλου σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, εξασφαλίζοντας την ένταξη της Ελλάδας στο NATO, τον Φεβρουάριο του 1952.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 επικράτησε το κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού, υπό τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο. Την άνοιξη του 1953 η κυβέρνηση, με πρωτοβουλία του υπουργού Συντονισμού Σπύρου Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση της δραχμής (κατά 100%) και έλαβε μια σειρά οικονομικών μέτρων, τα οποία εγκαινίασαν το πέρασμα στην ανάπτυξη. Ωστόσο, ο Συναγερμός αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα συνοχής, ενώ ο Παπάγος πέθανε στις αρχές Οκτωβρίου 1955, σε μία στιγμή κατά την οποία είχε σημειωθεί σοβαρή κρίση στο Κυπριακό Πρόβλημα και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κατόπιν, ο βασιλιάς Παύλος κάλεσε τον υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή να σχηματίσει κυβέρνηση.
Ο Καραμανλής ίδρυσε ένα νέο κόμμα, την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), και παρέμεινε στην εξουσία για οκτώ χρόνια, έως το 1963. Κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και πραγματοποιήθηκαν μεγάλα έργα στους τομείς της γεωργίας, στη βελτίωση του οδικού δικτύου, στον τουρισμό, καθώς και στη βιομηχανία. Το 1955-63 η Ελλάδα είχε τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με εξαίρεση τη Δυτική Γερμανία. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής προωθήθηκε η επίλυση του Κυπριακού, το 1959, με τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κυρίως αναζητήθηκε ένας μακροπρόθεσμος προσανατολισμός για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, μέσω της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ.
Η συμφωνία για τη Σύνδεση της Ελλάδας υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961 και προέβλεπε τη μελλοντική πλήρη ένταξη της χώρας στην Κοινότητα. Σύμφωνα με τους εμπνευστές της πολιτικής αυτής, η σύνδεση με την ΕΟΚ θα επέφερε την οργανική ενσωμάτωση της Ελλάδας στο δυτικοευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό σύστημα, θα σταθεροποιούσε τη δημοκρατία, θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και, τέλος, θα την ισχυροποιούσε στο διεθνές πεδίο. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος, πλην των αρχικών έξι, που αναγνώρισε τη δυναμική της ευρωπαϊκής ενοποίησης και επιζήτησε τη συμμετοχή του σε αυτήν. Οπωσδήποτε όμως εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικά προβλήματα. Ένα σημαντικό μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας μετανάστευε κυρίως σε δυτικοευρωπαϊκές χώρες.
Ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, σε ομιλία του προς τους αντιπροσώπους των έξι κρατών-μελών της ΕΟΚ, αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης, στις 9 Ιουλίου 1961, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τάσσεται η Ελλάδα υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης: «Εις την συνείδησιν των Ελλήνων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν. Εάν πρώτοι επιδιώξαμεν την μετά της Κοινότητος Σύνδεσίν μας, επράξαμεν τούτο εμπνεόμενοι από την πίστιν ότι η οικονομική ενοποίησις της Ευρώπης θα οδηγήση εις την ουσιαστικήν ευρωπαίκήν ενότητα και δι' αυτής εις την ενίσχυσιν της δημοκρατίας και της ειρήνης εις ολόκληρον τον κόσμον. Οι ευρωπαϊκοί λαοί επλήρωσαν ακριβά εις αίμα και εις καταστροφάς τους εθνικούς και οικονομικούς ανταγωνισμούς των. Εχρειάσθησαν δοκιμασίαι αιώνων διά να συνειδητοποιήσουν την αλήθειαν ότι ουχί διά της κυριαρχίας του ενός επί των άλλων, αλλά διά της ισοτίμου συνεργασίας και της ενεργού αλληλεγγύης είναι δυνατόν να ασφαλισθεί η επιβίωσις και η ευημερία της Ευρώπης. Την οδόν αυτήν, η οποία απετέλεσε το μέγιστον μάθημα της ιστορίας του αιώνος μας, ηκολούθησαν αι χώραι αι συμπήξασαι την ΕΟΚ».
Ένας Έλληνας διανοούμενος γράφει, το 1958, για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση: «Όταν λέμε πως είμαστε Ευρωπαίοι, δεν εννοούμε, απλώς και μόνο, ότι συμβαίνει να κατοικούμε στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Εννοούμε κάτι βαθύτερο: ότι η παράδοση μας, ο χαρακτήρας μας, η νοοτροπία μας, ολόκληρη η συλλογική υπόσταση μας έχουν σχηματιστεί από τα ίδια βασικά στοιχεία που συνθέτουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η αρχαία σκέψη γεννήθηκε στον τόπο μας, διατηρήθηκε ζωντανή στο Ελληνικό Βυζάντιο και, κατά μέγιστο μέρος, μεταβιβάστηκε στη Δυτική Ευρώπη [από] τους λογίους μας της Αναγέννησης. Όσον αφορά τα δύο άλλα κύρια συνθετικά του ευρωπαϊκού πνεύματος, που μας ήρθαν το ένα από τη Ρώμη και το άλλο από την Ιουδαία, ρίζωσαν στην Ελλάδα πριν από δύο χιλιετηρίδες, αφομοιώθηκαν βαθύτατα και καλλιεργήθηκαν και πλουτίστηκαν εδώ όσον ίσως πουθενά αλλού. Παράλληλα προς την κλασσική μας παιδεία, το πνεύμα των πατέρων της εκκλησίας και η επεξεργασία του ρωμαϊκού δικαίου από τους βυζαντινούς νομικούς συνέβαλαν ανυπολόγιστα στη διαμόρφωση της Ευρώπης των νεωτέρων χρόνων. Ώστε δεν είναι δυνατό να νοηθεί η Ευρώπη σαν κάτι έξω από εμάς. Ευρώπη γνησιότατη είμαστε κι εμείς. Η Ευρώπη είναι το μεγάλο σπίτι μας, σπίτι που πολύ δουλέψαμε, στο παρελθόν, για να στηθεί. Εκεί είναι φυσικό να ενταχθούμε, γιατί εκεί βρίσκουμε κοινότητα πολιτιστικών παραδόσεων, συγγένειες του πνεύματος και του χαρακτήρα, δυνατότητες για μια βαθύτερη συνεννόηση, εκεί ως έθνος έχουμε σημασία και ιστορικά δικαιώματα, ενώ έξω από εκεί, όπου αλλού κι αν πάμε, θα είμαστε ξεριζωμένοι και χαμένοι.
Οι πληγές του Εμφύλιου Πολέμου δεν είχαν επουλωθεί και συχνές ήταν οι καταγγελίες του κόμματος της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) για διακρίσεις σε βάρος της. Μάλιστα, τον Μάιο του 1963, μια παρακρατική οργάνωση, χωρίς άμεση ή έμμεση ανάμειξη της κυβέρνησης, δολοφόνησε στη Θεσσαλονίκη τον βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη. Τέλος, το πολιτικό σύστημα έδειχνε ανίκανο να μεταρρυθμιστεί: μία πρόταση του Καραμανλή για αναθεώρηση του Συντάγματος, το 1963, δεν απέφερε καρπούς, αφού τον Ιούνιο του έτους αυτού ο πρωθυπουργός εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον βασιλιά Παύλο.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 και του Φεβρουαρίου 1964 επικράτησε το κόμμα της Ένωσης Κέντρου, που σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου προσπάθησε, στο λίγο χρονικό διάστημα που έμεινε στην εξουσία, να εκδημοκρατίσει περαιτέρω την Ελλάδα, ενώ πραγματοποίησε και σημαντική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Στα επόμενα χρόνια εντάθηκε η πολιτική κρίση και τα πολιτικά πάθη αναζωπυρώθηκαν. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ανατράπηκε μετά από αντισυνταγματική παρέμβαση του νέου βασιλιά Κωνσταντίνου Β', τον Ιούλιο του 1965' κυβέρνηση σχημάτισαν πρώην βουλευτές της Ένωσης Κέντρου, που έμειναν γνωστοί ως «αποστάτες». Η πολιτική κρίση συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση, έως ότου την 21η Απριλίου 1967 συνωμότες αξιωματικοί κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα, επιβάλλοντας δικτατορία των συνταγματαρχών, από το 1967 ως το 1974.
Η δικτατορία βρισκόταν υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικολάου Μακαρέζου και του ταξίαρχη Στυλιανού Παττακού. Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι δικτάτορες απέκτησαν τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και του στρατού. Καταπατώντας τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών, η δικτατορία αποτέλεσε μια οδυνηρή περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Επίσης, η χώρα απομονώθηκε διεθνώς, ιδίως στην Ευρώπη: η σύνδεση με την ΕΟΚ «πάγωσε» και η Ελλάδα εκδιώχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Μόνον οι ΗΠΑ εξακολουθούσαν να τηρούν μια στάση ανοχής προς τους δικτάτορες. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του ελληνικού λαού, που απέδωσε στις ΗΠΑ την επιβολή και την επιβίωση του τυραννικού καθεστώτος.
Οι φοιτητές πρωτοστάτησαν στον αντιδικτατορικό αγώνα. Η μαζική κατάληψη της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 22 Φεβρουαρίου 1973, βρήκε εντυπωσιακή λαϊκή ανταπόκριση. Στη φωτογραφία, φοιτητές στην ταράτσα της Νομικής διαδηλώνουν κατά της δικτατορίας.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου (14-17 Νοεμβρίου 1973), αποκορύφωμα των λαϊκών κινητοποιήσεων κατά του δικτατορικού καθεστώτος, και η βίαιη καταστολή της αποτέλεσαν σύμβολο στον αγώνα για την εδραίωση της δημοκρατίας. Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 17ης Νοεμβρίου ένα άρμα μάχης γκρέμισε την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου και έδωσε το σύνθημα για έφοδο στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων στο εσωτερικό του. Οι συμπλοκές που ακολούθησαν στον χώρο του ιδρύματος, αλλά και στις γύρω περιοχές τις επόμενες ώρες και την άλλη ημέρα έγραψαν τον αιματηρό επίλογο της εξέγερσης.
Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος αντιτάχθηκε έντονα και αντιστάθηκε στη δικτατορία, με πρωτοστάτες τον Γεώργιο Παπανδρέου (η κηδεία του, το 1968, μετατράπηκε σε συλλαλητήριο κατά του καθεστώτος), τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Γεώργιο Μαύρο, τον Γεώργιο Ράλλη. Ο Καραμανλής, αυτοεξόριστος στο Παρίσι, κατήγγειλε τη δικτατορία. Στο εξωτερικό, επίσης, ανέπτυξαν αντιστασιακή δράση ο Ανδρέας Παπανδρέου (αρχηγός του ΠΑΚ), ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, η Μελίνα Μερκούρη. Από τις πράξεις αντίστασης στο εσωτερικό ξεχωρίζει η απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη να σκοτώσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο- ο Παναγούλης συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια.
Τον Μάιο του 1973 απέτυχε προσπάθεια του Πολεμικού Ναυτικού να ανατρέψει τους δικτάτορες. Κορύφωση του αντιστασιακού ρεύματος αποτέλεσαν οι φοιτητικές εξεγέρσεις της Νομικής Σχολής στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 1973, και του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου κατεστάλη από στρατιωτικές δυνάμεις τη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου 1973: πολλοί πολίτες βρήκαν τον θάνατο, ενώ άλλοι συνελήφθησαν και υπέστησαν βασανισμούς.
Στις 25 Νοεμβρίου 1973 ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, με νέο πραξικόπημα, εγκαθίδρυσε το δικό του, ακόμη σκληρότερο, δικτατορικό καθεστώς. Τον Ιούλιο του 1974 ο Ιωαννίδης προσπάθησε να ανατρέψει τον πρόεδρο Μακάριο στην Κύπρο. Ακολούθησε η τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο, ύστερα από την οποία η δικτατορία κατέρρευσε και οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων κάλεσαν τον Κων. Καραμανλή να αναλάβει την εξουσία.
Τις μέρες των Χριστουγέννων του 1963, πριν από 59 χρόνια, μετά από άγριες συγκρούσεις μεταξύ ελληνοκυπριακών δυνάμεων και Τουρκοκυπρίων και με την Τουρκία να απειλεί με απόβαση στο νησί, μπήκαν για πρώτη φορά οι βάσεις για την ουσιαστική διχοτόμηση της Κύπρου. Τότε ορίστηκε η λεγόμενη «πράσινη γραμμή», που χώρισε τη Λευκωσία. Ήταν η πρώτη πράξη της διχοτόμησης που ολοκληρώθηκε με την εισβολή και τον Αττίλα του 1974. Εκείνες τις μέρες το Κυπριακό πρόβλημα έμπαινε σε μια νέα φάση, με κύριο χαρακτηριστικό την γενίκευση των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ των δυο κοινοτήτων και την Αθήνα και την Άγκυρα να βρίσκονται στα πρόθυρα πολεμικής σύγκρουσης.
Το καλοκαίρι του 1963, η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη μιας πολιτικής κρίσης που κορυφώνεται μετά την δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη στις 22 Μαΐου. Στις 11 Ιουνίου παραιτείται ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και η κυβέρνησή του. Ακολουθεί η ορκωμοσία μιας μεταβατικής κυβέρνησης υπό τον άνθρωπο των Ανακτόρων Παναγιώτη Πιπινέλη. Όμως η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να σταθεί κι έτσι στις 28 Σεπτεμβρίου ορκίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Στυλιανό Μαυρομιχάλη και προκηρύσσονται εκλογές για τις 3 Νοεμβρίου. Οι εκλογές αναδεικνύουν πρώτο κόμμα την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου με σχετική πλειοψηφία. Ο Παπανδρέου θα σχηματίσει κυβέρνηση, αλλά θα επιμείνει να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές που θα γίνουν στις 16 Φεβρουαρίου του 1964 και θα του δώσουν ευρεία πλειοψηφία. Αύγουστος 1960. Υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου.
Στην Κύπρο οι αντιπαραθέσεις των δύο κοινοτήτων κορυφώνονται καθώς αναδεικνύονται οι αδυναμίες και τα λάθη των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου που οδήγησαν στην κολοβή και προβληματική ανεξαρτησία της Μεγαλονήσου. Οι Τουρκοκύπριοι , υποκινούμενοι από την Τουρκία προβάλουν συνεχώς εμπόδια στη λειτουργία του κράτους χρησιμοποιώντας κυρίως ως όπλο το δικαίωμα του βέτο που αναγνωρίζει στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο το Σύνταγμα. Οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος εμφανίζονται σε όλους τους τομείς της ζωής και τους θεσμούς (όπως είναι για παράδειγμα οι δήμοι) δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στη λειτουργία του Κυπριακού Κράτους.
Την ίδια στιγμή και οι δυο πλευρές η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή ετοιμάζουν «αμυντικά σχέδια» μπροστά στο ενδεχόμενο μιας ανοιχτής σύγκρουσης. Και στις δυο κοινότητες οι ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες, κυρίως της άκρας δεξιάς και με έντονα τα εθνικιστικά χαρακτηριστικά ενισχύονται. Στις τουρκοκυπριακές περιοχές φτάνουν όπλα και στρατιωτικοί από την Τουρκία. Στην ελληνοκυπριακή πλευρά συγκροτούνται ένοπλες ομάδες ορισμένες από τις οποίες έχουν σαφή αντικομμουνιστική τοποθέτηση, είναι εναντίον του ΑΚΕΛ, ακόμη και του προέδρου αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Στις ομάδες αυτές που συνδέονται με την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ), που βρισκόταν στο νησί με βάση τις συμφωνίες με τις οποίες συστάθηκε η Δημοκρατία της Μεγαλονήσου, ξεχωριστό ρόλο παίζουν δύο πρόσωπα που θα τα βρούμε έντεκα χρόνια μετά να πρωταγωνιστούν στο προδοτικό πραξικόπημα της 15 Ιουλίου 1974. Ο Νίκος Σαμψών που οι πραξικοπηματίες διόρισαν «πρόεδρο» της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο τότε ταγματάρχης Δημήτριος Ιωαννίδης, ο κορυφαίος Εφιάλτης της προδοσίας. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ο πρόεδρος Μακάριος, πιεζόμενος και από εθνικιστικά στοιχεία εκδηλώνει την πρόθεση να επιδιώξει αναθεώρηση του Συντάγματος που προέκυψε από τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Mετά από 59 χρόνια μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε πως με την κίνησή αυτή του αρχιεπισκόπου και προέδρου της Κύπρου τέθηκε ουσιαστικά και πάλι επί τάπητος το θέμα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και μπήκε στο περιθώριο η θέση της αυτοδιάθεσης ενώ από την άλλη πλευρά δόθηκε και η δυνατότητα στην Άγκυρα να προωθήσει τα σχέδια της για διχοτόμηση του νησιού.
Η αντίδραση από την τουρκική πλευρά στις προθέσεις του Μακαρίου ήταν άμεση. Ο υπουργός Εξωτερικών Ερκίν δήλωσε στις 3 Απριλίου 1964: «Η Τουρκική Δημοκρατία είναι αποφασισμένη και ακλόνητος εις την θέλησίν της όπως εφαρμοσθούν κατά γράμμα αι συμφωνίαι και το Σύνταγμα και προστατευθούν τα τουρκικά δικαιώματα». Επιφυλακτική ήταν και η κυβέρνηση των Αθηνών που φοβόταν μια εκτός ελέγχου έκρηξη στο νησί που θα οδηγούσε σε πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία. Όμως ο Μακάριος επέμεινε να προχωρήσει στη συνταγματική αναθεώρηση. Οι προτάσεις του Μακαρίου, όπως αναφερόταν και στον διεθνή Τύπο, ήταν λογικές και απέβλεπαν στη μείωση των διχοτομικών στοιχείων των συμφωνιών της Ζυρίχης και στην εξασφάλιση της ενότητας του Κυπριακού Κράτους καθώς και στην δυνατότητά του να λειτουργήσει. Αυτό που αμφισβητήθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση αλλά και πολλούς αναλυτές ήταν αν τα 13 σημεία υποβλήθηκαν την κατάλληλη στιγμή αιφνιδιάζοντας ακόμη και την Αθήνα.     Στο σχέδιό του αυτό ο Μακάριος είχε και τη στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας. Εκείνες τις μέρες η βρετανική κυβέρνηση, μέσω του ύπατου αρμοστή σερ Άρθουρ Κλαρκ, έπαιξε για μια ακόμη φορά ένα βρώμικο προβοκατόρικο παιχνίδι σε βάρος των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Με δυο λόγια: Οι Άγγλοι ήθελαν να οδηγήσουν τα πράγματα στην Κύπρο σε συγκρούσεις και ταραχές μεταξύ των δύο κοινοτήτων για να επαναφέρουν την κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο, στο πλαίσιο μια γενικότερης προσπάθειας να ανακτήσουν τις θέσεις που είχαν στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Ο Σπύρος Λιναρδάτος στο βιβλίο του «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» (τ. Δ΄ 1961-1964, σ. 367) σημειώνει για τα αγγλικά σχέδια: «Σε τι αποβλέπει η αγγλική κυβέρνηση με την ανάμιξή της στην κυπριακή κρίση; Υποστηρίζεται βάσιμα ότι το Λονδίνο έσπρωξε τον Μακάριο να επισπεύσει τις διαδικασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ακριβώς γιατί ήθελε να προκληθεί η κρίση. Η εξάπλωση του νασερισμού, η εξέγερση στην Υεμένη, η κατάρρευση της «Ομοσπονδίας της Νότιας Αραβίας» (βρετανικού αποικιακού κατασκευάσματος), η ανεξαρτησία της Αλγερίας, η ίδρυση του ΟΠΕΚ, οι εθνικοποιήσεις στην Αίγυπτο και, κυρίως, η ολοένα σημαντικότερη παρουσία του σοβιετικού στόλου στη Μεσόγειο οδηγούν τη βρετανική διπλωματία σε αναθεώρηση της πολιτικής της στο Κυπριακό.
Η ανεξαρτησία , έστω και με τους περιορισμούς των συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στους αδέσμευτους περικλείουν κινδύνους για την αυτοκρατορική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας. Γι’ αυτό το Λονδίνο και πολύ εντονότερα η Ουάσινγκτον θα θελήσουν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την «ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα, με τρόπο όμως τέτοιο που θα οδηγεί στη διχοτόμηση. Η «διπλή ένωση», όπως θα ονομαστεί, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, δεδομένου, ότι εξασφαλίζει τη νατοποίηση της Κύπρου. Στη γραμμή αυτή θα βοηθήσουν ενεργητικά οι «ενωτικοί», φιλογριβικοί και άλλοι, στην Κύπρο και την Ελλάδα».   Δεν είναι τυχαίο ότι λάδι στη φωτιά ρίχνουν συνειδητά ακροδεξιά έντυπα στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Η εφημερίδα του Σαμψών «Μάχη» αποκαλύπτει στις 9 Νοεμβρίου ότι μεταξύ των αξιωματικών του τουρκικού αποσπάσματος στην Κύπρο κυκλοφορεί φυλλάδιο στο οποίο αναφέρεται ότι, όταν ο αντιπρόεδρος Κιουτσούκ δώσει το σύνθημα, η τουρκική δύναμη θα επέμβει. Δυο μέρες μετά, η ίδια εφημερίδα αποκαλύπτει ένα, προερχόμενο από «διαρροή», απόρρητο σχέδιο άσκησης που διεξάγουν οι βρετανικές δυνάμεις με το όνομα ROUND TABLE. Το σενάριο της άσκησης ήταν η αντιμετώπιση μιας εκρηκτικής κατάστασης που θα δημιουργούσαν απόπειρα ακραίων στοιχείων να καταλάβουν την εξουσία, οχλοκρατικές εκδηλώσεις και κοινοτικές ταραχές.     Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Μακάριος πρότεινε στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Κιουτσούκ 13 σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος: Κατάργηση του δικαιώματος βέτο όχι μόνο στον αντιπρόεδρο αλλά και στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενοποίηση της Δικαιοσύνης και όχι χωριστά δικαστήρια για κάθε κοινότητα, αναλογική συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στη δημόσια διοίκηση, ενιαία αστυνομία, κατάργηση χωριστών δήμων και των διατάξεων που προέβλεπαν χωριστές πλειοψηφίες για τη θέσπιση ορισμένων νόμων από τη Βουλή των Αντιπροσώπων κ.α. Ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος με την καθοδήγηση της Άγκυρας απέρριψε τις προτάσεις του Μακαρίου. Η ένταση ανεβαίνει στο νησί και στις 21 Δεκεμβρίου ξεσπούν οι πρώτες συγκρούσεις. Ελληνοκύπριοι αστυνομικοί σταματούν για έλεγχο δυο αυτοκίνητα με δύο ζευγάρια Τουρκοκυπρίων, που κινούνται σε κακόφημη συνοικία της Λευκωσίας, στα σύνορα του ελληνοκυπριακού και τουρκοκυπριακού τομέα. Οι Τουρκοκύπριοι αρνούνται τον έλεγχο, γίνεται επεισόδιο, στην περιοχή σπεύδουν και άλλοι ομοεθνείς τους, αλλά και Ελληνοκύπριοι και το λόγο έχουν τελικά τα όπλα. Κανείς δεν γνωρίζει ακόμη ποια πλευρά άνοιξε πυρ. Η ουσία είναι ότι έρευσε το πρώτο αίμα: Δύο Τουρκοκύπριοι νεκροί κι ένας βαριά τραυματισμένος Ελληνοκύπριος αστυνομικός.
Οι συγκρούσεις γενικεύονται τις επόμενες ημέρες με δεκάδες νεκρούς. Τουρκοκύπριοι ένοπλοι οχυρώνονται σε σπίτια στη Λευκωσία και βάλλουν εναντίον των Ελληνοκυπρίων. Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και ενώνονται με τους ενόπλους των παραστρατιωτικών ομάδων. Η Τουρκική Δύναμη Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ) εγκαταλείπει το στρατόπεδο της και καταλαμβάνει θέσεις στον στρατηγικής σημασίας δρόμο Λευκωσίας – Κυρήνειας. Όλη η Λευκωσία μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Στόχος των Τουρκοκυπρίων είναι η κατάληψη και εκκαθάριση των βορείων προαστίων της Λευκωσίας έτσι ώστε να προετοιμασθεί ο διαμελισμός του νησιού. Αλλά και σε άλλα σημεία της Κύπρου είναι εμφανής η βάση σχεδίου επιδίωξη δημιουργίας προγεφυρωμάτων για ενδεχόμενη τουρκική απόβαση (Αμμόχωστος, Μανσούρα, Πάφος, Άγιος Ιλαρίων κ.α.).   Στο προάστιο της Λευκωσίας Ομορφίτα, όπου Ελληνοκύπριοι δέχονται επίθεση από Τουρκοκύπριος ενόπλους, επεμβαίνει ο Νίκος Σαμψών με τους ακροδεξιούς ενόπλους του. Την επομένη το γύρο του κόσμου κάνει η φωτογραφία του με το περίστροφο στο ένα χέρι και την τουρκική σημαία – λάφυρο στο άλλο και πίσω του αιχμαλώτους γυναίκες, παιδιά και γέροντες Τουρκοκυπρίους.
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων και κυρίως από τις παραστρατιωτικές ομάδες και από τις δυο πλευρές έγιναν αγριότητες με θύματα τους αμάχους. «Ακολουθούν ανεπίτρεπτα και αξιοθρήνητα πράγματα που βαρύνουν και τις δυο πλευρές σημειώνει ο τότε πρεσβευτής και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Καραμανλή μετά την μεταπολίτευση Δημήτριος Μπίτσιος. Πιο συγκεκριμένα, ο μελετητής του Κυπριακού, Χρήστος Χρηστίδης, στο βιβλίο του «Κυπριακό και ελληνοτουρκικό 1953-1967», αναφέρει: «Πάντως, την παραμονή των Χριστουγέννων, οι Τούρκοι έγιναν καθαρά επιθετικοί. Ενεργούσαν προφανώς πάνω σε καλομελετημένο σχέδιο: Πιάνουν επίκαιρα σημεία στην παλιά Λευκωσία, εγκαθιστούν φυλάκια, οργανωμένα μπλόκα. Λεηλατούν τα ελληνικά και αρμένικα σπίτια που βρίσκονται μέσα ή σιμά στην τουρκική συνοικία και διώχνουν τους ενοίκους. Αναπτύσσονται ευρύτερα, καταλαμβάνουν διάφορα προάστια της Λευκωσίας και περικυκλώνουν την ελληνική συνοικία της Ομορφίτας, όπου είχαν γίνει ήδη στα περασμένα συγκρούσεις και βανδαλισμοί των Τούρκων και οι έχθρες έμεναν ζωντανές. Οι Έλληνες της Ομορφίτας ζητούν απεγνωσμένα βοήθεια. Τα Χριστούγεννα σπεύδουν ομάδες, η μια με επικεφαλής τον Νίκο Σαμψών, κι οι επιχειρήσεις τους απελευθέρωσαν τους Έλληνες. Αλλά μέσα στην αλλοφροσύνη των παθών, έγιναν από μέρους των ατάκτων μας αντίποινα αξιοθρήνητα κατά των Τούρκων χωρίς διάκριση φύλου ή ηλικίας».
Την ίδια ώρα τουρκικά αεροσκάφη πετούν πάνω από τη Λευκωσία, πολεμικά σκάφη πλέουν προς το νησί και η Άγκυρα απειλεί με επέμβαση. Στην Ελλάδα οι Ένοπλες Δυνάμεις τίθενται σε κατάσταση ετοιμότητας. Ο κίνδυνος σύγκρουσης με εμπλοκή της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι άμεσος. Τελικά μετά από πρόταση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Σοφοκλή Βενιζέλου και με συμφωνία της Άγκυρας οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμις Κύπρου) και ΤΟΥΡΔΥΚ μπήκαν κάτω από τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Γιανγκ. Έτσι, στις 26 Δεκεμβρίου, βρετανικά τεθωρακισμένα πήραν θέσεις ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές. Παρ’ όλα αυτά, ο κίνδυνος της τουρκικής εισβολής παραμένει και αποτρέπεται μετά την αυστηρή προειδοποίηση που απηύθυνε στην ΄Άγκυρα η Σοβιετική Ένωση, ότι δεν θα παραμείνει αδιάφορη σε μια εισβολή αλλά και την παρέμβαση των Αμερικανών. Στις 28-29 Δεκεμβρίου υπογράφεται συμφωνία για κατάπαυση των εχθροπραξιών και τον διαχωρισμό της Λευκωσίας. Η πόλη χωρίζεται και η «πράσινη γραμμή» που πήρε το όνομά της από το πράσινο μολύβι που χρησιμοποίησε ο στρατηγός Γιανγκ για να χωρίσει στο χάρτη τις ελληνοκυπριακές από τις τουρκοκυπριακές συνοικίες έμεινε στην ιστορία. Η γραμμή αυτή, ξεκινούσε από το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας, περνούσε από την Πύλη Πάφου και δια των οδών Πάφου και Ερμού, συνέχιζε στην περιοχή Αγ. Κασσιανού και κατέληγε στην περιοχή Καϊμακλίου – Β. Πόλου. Αυτή ήταν και η πρώτη πράξη της διχοτόμησης του νησιού. Λίγες μέρες αργότερα συγκλήθηκε στο Λάνκαστερ Χάουζ του Λονδίνου η Πενταμερής Διάσκεψη για την Κύπρο. Η ανατροπή του Μακαρίου στις 15 Ιούλη 1974 με το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας, άνοιξε το δρόμο στην Τουρκία να εισβάλλει και να καταλάβει το 37% της Κύπρου, το οποίο και κατέχει μέχρι σήμερα.
Στις 15 Ιουλίου 1974, η χούντα των Αθηνών (με επικεφαλής τον ταξίαρχο Ιωαννίδη) σε αγαστή συνεργασία με την εθνικιστική αντικομουνιστική οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄, ανέτρεψε με πραξικόπημα τον Μακάριο και διόρισε στη θέση του έναν φασίστα με το όνομα Σαμψών. Με την εγκληματική αυτή ενέργεια, που είχε τις ευλογίες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ η χουντική κυβέρνηση της Ελλάδας, έστρωνε το χαλί για την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Αξιοποιώντας την ευκαιρία που της πρόσφερε η ελληνική χούντα με το πραξικόπημα, η Τουρκία (μαζί με την Ελλάδα και την Αγγλία, ήταν μια από τις 3 εγγυήτριες δυνάμεις της Κύπρου), αντέδρασε δυναμικά. Τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974, ξεκίνησε στις ακτές της Κερύνειας η τουρκική εισβολή («ΑΤΤΙΛΑΣ 1»), η οποία ολοκληρώθηκε στις 16 Αυγούστου 1974 με την επιχείρηση «ΑΤΤΙΛΑΣ 2». Από τότε η μέχρι σήμερα η Τουρκία κατέχει παράνομα, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, το 37% της Κύπρου και το μεγαλύτερο τμήμα της ακτογραμμής της Μεγαλονήσου. Η πρώτη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο (ΑΤΤΙΛΑΣ 1), αντιμετώπισε τη σθεναρή- αλλά ασυντόνιστη- αντίσταση της κυπριακής εθνοφρουράς και των δυνάμεων της ΕΛΔΥΚ. Παρά τα ανακοινωθέντα της χούντας των Αθηνών, για θριαμβευτικές νίκες των Ελλήνων, οι Τούρκοι εισβολείς είχαν δημιουργήσει μέχρι το βράδυ της 20ής Ιουλίου μικρό προγεφύρωμα δυτικά της Κυρήνειας και με την αεροπορία τους είχαν εξαρθρώσει την Εθνοφρουρά, σπέρνοντας πανικό σε ολόκληρη την Κύπρο.
Το πρωί της 20ής Ιουλίου- και ενώ οι Τούρκοι εισβολείς προχωρούσαν στην Κύπρο ακάθεκτοι- στην Αθήνα, συσκεπτόταν στο γραφείο του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Γρ. Μπονάνου, η στρατιωτική ηγεσία της χούντας με τους Αμερικανούς. Στη σύσκεψη αυτή μετείχαν, εκτός από τον στρατηγό Μπονάνο, οι αρχηγοί των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, ο αόρατος δικτάτορας ταξίαρχος Ιωαννίδης και ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζ. Σίσκο (συνοδευόμενος από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Χ. Τάσκα, τον υφυπουργό Άμυνας Μπομπ Έλσγουορθ και τον ελληνομαθή Έβερετ Μάρντερ). Στη συζήτηση, η αμερικανική αντιπροσωπεία έκανε απόλυτα σαφές, πως για τις ΗΠΑ προέχει να διαφυλαχτεί ανέπαφη η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και όχι η ακεραιότητα της Κύπρου. Στην ουσία, οι αμερικανοί αξίωσαν από τη ηγεσία της χούντας των Αθηνών να μην αναλάβει η Ελλάδα στρατιωτική πρωτοβουλία σε βάρος της Τουρκίας και, απλά, να ανεχθεί την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Έτσι εξηγείται και η αντίδραση του Ιωαννίδη, ο οποίος αποχώρησε από την αίθουσα της σύσκεψης λέγοντας- προφανώς στους Αμερικανούς αξιωματούχους: “Μας εξαπατήσατε. Εμείς θα κηρύξουμε τον πόλεμο”! Με τη θεατρινίστικη αυτή στάση ο Ιωαννίδης, προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για το γεγονός ότι ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους χουντικούς αξιωματικούς, υπηρετούσαν πιστά τις εντολές των υπερατλαντικών του αφεντικών (ΗΠΑ- ΝΑΤΟ), που ήταν σε βάρος της Ελλάδας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι λίγα λεπτά μετά την «έκρηξή» του ο αόρατος δικτάτορας επέστρεψε ξανά στη θέση του, εξηγώντας με νεύματα στους συναδέλφους του, πως προηγουμένως έπαιζε θέατρο για να… πιέσει, τάχα, τον Σίσκο και την παρέα του. Ουσιαστικά με τη φράση του “μας εξαπατήσατε”, ο Ιωαννίδης ομολογούσε δημόσια πως η χούντα των Αθηνών προχώρησε στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, καθώς είχαν αποσπάσει φραστικές διαβεβαιώσεις από τις ΗΠΑ πως δε θα επακολουθούσε τουρκική εισβολή στο νησί, κάτι που δεν τηρήθηκε. Από μόνο του το παραπάνω περιστατικό, είναι αρκετό για να εξηγήσει ποιοι προετοίμασαν και έδωσαν σάρκα και οστά στην κυπριακή τραγωδία.
Ουσιαστικά, με το έγκλημα σε βάρος της Κύπρου, οι Απριλιανοί πραξικοπηματίες είχαν εκπληρώσει την αποστολή τους και το μόνο που απέμενε ήταν να παραδώσουν την εξουσία στα αστικά πολιτικά κόμματα. Έτσι, όλοι εκείνοι που τους στήριζαν στην μαύρη 7ετία, έχοντας πετύχει τους στόχους τους, άφησαν τους χουντικούς… μισοξεκρέμαστους! Μπροστά στην απροθυμία των ευρωατλαντικών τους συμμάχων (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΟΚ κλπ) να αποτρέψουν τα κατακτητικά σχέδια των Τούρκων, οι «υπερπατριώτες» ηγέτες της ελληνικής χούντας, άφησαν την Κύπρο να αντιμετωπίσει μόνη της, τους περίπου 43.000 βαριά οπλισμένους Τούρκους στρατιώτες. Μετά την αποχώρηση της αμερικανικής αντιπροσωπείας από το Πεντάγωνο, πραγματοποιήθηκε πολεμικό συμβούλιο, όπου αποφασίστηκε να μην κηρυχτεί πόλεμος κατά της Τουρκίας (όπως ακριβώς είχαν υποδείξει οι Αμερικανοί), αλλά να δοθεί μόνο διαταγή γενικής επιστράτευσης. Ουσιαστικά, κάτω από αυτές τις συνθήκες, προετοιμάστηκε– από την ίδια τη χούντα και τους υποστηρικτές της- η αλλαγή φρουράς. Δηλαδή η επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό. Μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, η χουντική κυβέρνηση της Ελλάδας ήταν ανύπαρκτη, καθώς οι «υπερπατριώτες» δικτάτορες … κρυβόταν! Όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα σε λίγα 24ωρα κατέρρευσαν οι χουντικές κυβερνήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Η χαρμόσυνη είδηση για την πτώση της δικτατορίας στην Ελλάδα έγινε γνωστή γύρω στις 7:30 βράδυ της 23ης Ιούλη 1974. Ακολούθησαν ολονύκτιες μαζικές διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας και άλλων μεγαλουπόλεων της Ελλάδας, όπου οι διαδηλωτές ζητούσαν την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων με το σύνθημα «δώστε τη χούντα στο λαό». Παράλληλα με τις διαδηλώσεις, είχαν αρχίσει οι διαβουλεύσεις, με επίκεντρο τους όρους μεταβίβασης της εξουσίας από τη χούντα στα αστικά πολιτικά κόμματα. Οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στους στρατιωτικούς και πολικούς, ολοκληρώθηκαν τα ξημερώματα της 24ης Ιούλη, που ανακοινώθηκε και η συμφωνία, για το σχηματισμό κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» με πρωθυπουργό τον πρώην ηγέτη της ΕΡΕ Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η νέα κυβέρνηση, που ορκίστηκε την ίδια μέρα, αποτελούνταν από πολιτικούς, κυρίως, από τα προδικτατορικά κόμματα της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου.
Η τούρκικη εισβολή στην Κύπρο έγινε αμέσως θέμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο- ύστερα από πιέσεις της Σοβιετικής Ένωσης- κατέληξε ομόφωνα, στο γνωστό ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου. Με το ψήφισμα αυτό, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ζητούσε: 1 παύση των εχθροπραξιών και των ξένων στρατιωτικών επεμβάσεων στην Κύπρο, 2 σεβασμό στην ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα, 3 άμεση αποχώρηση από το νησί κάθε ξένου στρατιωτικού δυναμικού που υπήρχε εκεί και 4 έναρξη διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία για αποκατάσταση της ειρήνης και της συνταγματικής κυπριακής κυβέρνησης. Επρόκειτο για ένα πολύ σημαντικό ψήφισμα του ΟΗΕ, επειδή αντιμετώπιζε την Κύπρο ως ενιαία και ανεξάρτητη κρατική οντότητα και ταυτόχρονα ζητούσε το σταμάτημα του πολέμου και την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης που είχε καταλύσει το πραξικόπημα της 15ής Ιούλη. Δυστυχώς, όμως, η τραγωδία του κυπριακού λαού βρισκόταν ακόμη στην αρχή κι όχι στο τέλος της. Λίγες ώρες αργότερα, τα χαράματα της 22ας Ιουλίου καταλήχτηκε η συμφωνία ανακωχής, την οποία ανακοίνωσαν οι Αμερικανοί, οι οποίοι είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις εξελίξεις. Χαρακτηριστικό εκείνων των ιστορικών ημερών είναι το γεγονός, ότι οι Τούρκοι είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τη σθεναρή αντίσταση του κυπριακού λαού και των Ενόπλων Δυνάμεων που βρίσκονταν στο νησί, καθώς στην Αθήνα δεν υπήρχε κυβέρνηση, τουλάχιστον, από τις 21 Ιουλίου. Με δεδομένο ότι είχαν εξαφανιστεί οι πάντες, τις διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς για το σταμάτημα των εχθροπραξιών στην Κύπρο, τις είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου ο αρχηγός του στόλου ναύαρχος Αραπάκης. Οι Τούρκοι, όμως, δεν συμμορφώθηκαν αμέσως με την ανακωχή. Στις 22 Ιουλίου περικύκλωσαν την Κυρήνεια, ενώ η αεροπορία τους βομβάρδιζε συνεχώς την πόλη (έπεσε στα χέρια τους πριν την καθορισμένη ώρα κατάπαυσης του πυρός). Ταυτόχρονα, οι τουρκικές δυνάμεις παραβίαζαν συνεχώς την ανακωχή, έχοντας ως στόχο να επεκτείνουν τις θέσεις τους και να καταλάβουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, για να δημιουργήσουν αερογέφυρα με την Τουρκία.
Το κακό, δεν σταμάτησε εκεί. Μετά από 23 μέρες, στις 4.30 π.μ. της 14ης Αυγούστου 1974, ξεκίνησε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής που έχει μείνει στην ιστορία με την επωνυμία “ΑΤΤΙΛΑΣ 2”. Με την ολοκλήρωση αυτής της επιχείρησης- στις 16 Αυγούστου- οι Τούρκοι είχαν καταφέρει να πέρασε στα χέρια τους το 36,3% του κυπριακού εδάφους. Η Μεγαλόνησος είχε διχοτομηθεί και η κατάσταση αυτή παραμένει, μέχρι σήμερα, η ίδια. Αξίζει να θυμίσουμε, ακόμα, ότι η διχοτόμηση της Κύπρου, ανάγκασε την κυβέρνηση του «Εθνικής Ενότητας» που είχε ορκιστεί το πρωί της 24ης Ιουλίου 1974, να προχωρήσει στο μέτρο της αποχώρησης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Στην σχετική ανακοίνωση αναφέρεται: “Κατόπιν της αποδείξεως της ανικανότητας της Ατλαντικής Συμμαχίας, όπως αναχαιτίσει την Τουρκίαν από του να δημιουργήσει κατάσταση συρράξεως μεταξύ δύο Συμμάχων, ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως κ. Κ. Καραμανλής έδωσεν εντολήν όπως αι ελληνικαί Ενοπλοι Δυνάμεις αποσυρθούν από της Συμμαχίας του ΝΑΤΟ”.
Η ανακοίνωση αυτή φανέρωνε καθαρά ότι το πρόβλημα του κινδύνου εξ Ανατολών δεν ήταν ούτε είναι είναι πρόβλημα, κυρίως ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά πρωτίστως πρόβλημα των σχέσεων της Ελλάδας με την ευρωατλαντική λυκοσυμμαχία (ΗΠΑ- ΝΑΤΟ- ΕΕ). Εκεί βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται η «ρίζα του κακού», που ενθαρρύνει τον τουρκικό επεκτατισμό και υπονομεύει την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της χώρας μας. Αν η Τουρκία, δεν είχε τις «πλάτες» των Αμερικανών, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, το Κυπριακό πρόβλημα όχι μόνο θα είχε λυθεί αλλά ούτε καν δημιουργηθεί, γιατί δεν θα το είχε αποτολμήσει η τότε κυβέρνηση Ετζεβίτ. Μόνο όποιος δεν κλείνει σκόπιμα τα μάτια, δεν μπορεί να δει αυτή την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα λέει πως η εισβολή και κατοχή της μισής σχεδόν Κύπρου από τους Τούρκους το 1974, ανήκει στην κατηγορία των προβλημάτων, που τα δημιουργούν οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των μονοπωλίων και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων . Για τους ίδιους λόγους, έγινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, το ίδιο ισχύει και με τον επαπειλούμενο «ΑΤΤΙΛΑ 3» (εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου, τις προκλητικές αξιώσεις της Τουρκίας στην Ελλάδα κλπ), που απειλεί να υλοποιήσει η κυβέρνηση Ερντογάν, παρά το γεγονός ότι είναι μέλος της ίδιας συμμαχίας, του ΝΑΤΟ, όπου ανήκει και η Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...