Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

2022: ΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΚΔΡΟΜΗ Γ'ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Στην πενθήμερη εκδρομή της Γ' Λυκείου του Μουσικού Σχολείου Αλίμου στην Κρήτη οι μαθητές μας επέδειξαν εξαιρετικό πνεύμα συνεργασίας, άψογη συμπεριφορά και υψηλή δεκτικότητα σε όλα τα μορφωτικά, ιστορικά και πολιτιστικά ερεθίσματα που είχαν από τη μεγαλόνησο Κρήτη. ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ Σμαράγδα Λουκρέζη Ζωή Κουτσοθόδωρου Κατερίνα Παπανίκου και Νίκος Ξένιος
Την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου φτάσαμε πρωί πρωί ακτοπλοϊκώς στη Σούδα. Η πρώτη μας επαφή με την ιστορία της Κρήτης ήταν οι τάφοι των Βενιζέλων. Στη συνέχεια πήγαμε με το λεωφορείο στην παραλία της Φαλάσαρνας.
Μετά από μια σύντομη περιήγηση στην παλαιά πόλη των Χανίων πήγαμε στο ξενοδοχείο μας, στον Πλατανιά.
Την Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου πραγματοποιήσαμε δίωρη διαδρομή με το λεωφορείο προς τον νομό Ηρακλείου, όπου επισκεφθήκαμε το Ενυδρείο. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα θαλάσσια πάρκα της Ευρώπης.
Από το Ενυδρείο Ηρακλείου φύγαμε εσπευσμένα για τον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσσού.
Η ξενάγηση στην Κνωσσό μάς απασχόλησε για δύο ώρες.
Η αρχαία Κνωσός αποτελεί την καρδιά του Μινωικού Πολιτισμού. Κατά την παράδοση ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα. Με τον χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο.
H πόλη της Κνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τη Νεολιθική Εποχή (7.000 - 3.000 π.Χ.) έως τα Ρωμαϊκά χρόνια.
Αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της γραμμικής γραφής B΄ (μυκηναϊκής) του 14ου αιώνα π.X. Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από τον Μίνωα Καλοκαιρινό. O Arthur Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Κνωσού από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή και την KΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, στο κέντρο της πόλης, ένα από τα πιο μεγάλα και ενδιαφέροντα μουσεία της Ελλάδας, ιδρύθηκε το 1908 για να στεγάσει τις πρώτες συλλογές κρητικών αρχαιοτήτων και σήμερα φιλοξενεί 7.500 εκθέματα, αντιπροσωπευτικά δείγματα από τη Νεολιθική εποχή μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Το σημερινό κτήριο του μουσείου οικοδομήθηκε μεταξύ 1935 και 1958 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού και χαρακτηρίστηκε πρωτοποριακό δείγμα του μοντέρνου αρχιτεκτονικού κινήματος.
Την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου επισκεφθήκαμε το σπίτι του Ελευθέριου Βενιζέλου, στη συνοικία Χαλέπα των Χανίων.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου (11 Αυγούστου με το παλαιό ημερολόγιο) του 1864 στις Μουρνιές Χανίων και ήταν το πέμπτο παιδί του εμπόρου Κυριάκου Βενιζέλου και της Στυλιανής Πλουμιδάκη. Η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κρήτη το 1866, επειδή είχε αναμιχθεί στην επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Έτσι, ο μικρός Ελευθέριος αναγκάστηκε να μάθει τα πρώτα του γράμματα στη Σύρο, όπου κατέφυγε η οικογένειά του. Τις γυμνασιακές του σπουδές τελείωσε στην Αθήνα και στα Χανιά, όπου επέστρεψε μετά την επανάσταση. Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει έμπορο, αλλά το νεαρό παιδί ήθελε να διευρύνει τους ορίζοντές του και προτίμησε να σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1886 αναγορεύτηκε σε διδάκτορα Νομικής με βαθμό άριστα και αμέσως επέστρεψε στα Χανιά, όπου άρχισε να δικηγορεί και να αναμιγνύεται στην τοπική πολιτική. Στη Βουλή της Κρήτης, όπου τον έστελνε τακτικά από το 1887 ως αντιπρόσωπό του ο λαός των Χανίων, διακρίθηκε για τη ρητορική του ευγλωττία και τις πολιτικές του ιδέες. Ανήκε στην παράταξη των Φιλελευθέρων, το «κόμμα των Ξυπόλητων», όπως ήταν γνωστό στην Κρήτη, επειδή το υποστήριζαν οι λαϊκές τάξεις του νησιού. Από τότε ο Βενιζέλος δεν έλειψε από καμία επαναστατική ενέργεια κατά των Τούρκων. Όταν το 1898, οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία) κήρυξαν την αυτονομία της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκηπα Γεώργιο της Ελλάδας, ο Βενιζέλος διορίστηκε Σύμβουλος (Υπουργός) Δικαιοσύνης της Κρητικής Πολιτείας. Αργότερα, όμως, ήλθε σε σύγκρουση με τον Γεώργιο. Το 1901 αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να κηρύξει την επανάσταση του Θερίσου (10 Μαρτίου 1905), με σκοπό την απομάκρυνση του πρίγκηπα από την Κρήτη και την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Τον Ιανουάριο του 1891 νυμφεύθηκε στα Χανιά τη Μαρία Κατελούζου (1870 - 1894). Η παρουσία στο γάμο του των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων φανέρωνε το κύρος και τις σχέσεις που είχε αναπτύξει ο εικοσιεπτάχρονος δικηγόρος. Μετά το γάμο, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο επιβλητικό σπίτι της Χαλέπας και απόκτησε δύο παιδιά, τον εφοπλιστή Κυριάκο Βενιζέλο (1892-1942) και τον στρατιωτικό και πολιτικό Σοφοκλή Βενιζέλο (1894-1964), που έφτασε μέχρι την πρωθυπουργία της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Η γέννηση, όμως, του Σοφοκλή το 1894 έμελλε να είναι μοιραία για την εικοσιτετράχρονη Μαρία, η οποία πέθανε αναπάντεχα από επιλόχεια μόλυνση. Ο πρόωρος θάνατός της συγκλόνισε τον Βενιζέλο, που βρέθηκε ξαφνικά με δύο βρέφη, χωρίς την αγαπημένη του γυναίκα. Απαρηγόρητος από το τραγικό γεγονός, χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να ξεπεράσει την απώλεια της συντρόφου του. Έκτοτε και για όλη του τη ζωή, διατήρησε τη χαρακτηριστική γενειάδα, σε ένδειξη πένθους. Η πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα, συνεπεία του στρατιωτικού κινήματος στου Γουδή (15 Αυγούστου 1909), τον φέρνει στην Αθήνα με πρόσκληση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Ο κρητικός πολιτικός έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τον αθηναϊκό λαό και στις βουλευτικές εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, ως αρχηγός του νεοϊδρυθέντος Κόμματος των Φιλελευθέρων, επικράτησε με ευκολία, αφού η παλαιά πολιτική τάξη δήλωσε αποχή από την εκλογική διαδικασία. Αμέσως, ο Βενιζέλος έθεσε σε εφαρμογή ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς, που όμοιό του δεν είχε δει η χώρα στα ογδόντα χρόνια του ελεύθερου βίου της. Η εκσυγχρονιστική πολιτική βούληση του αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα του 1911. Με την αναδιοργάνωση του στρατού που έκανε με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τη σύναψη της Βαλκανικής Συμμαχίας κέρδισε τους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-1913 κατά των Τούρκων (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος) και των Βουλγάρων (Β’ Βαλκανικός Πόλεμος). Νωρίτερα, ο λαός επικροτώντας τις επιλογές του, του έχει χαρίσει μία ακόμα εκλογική νίκη στις 11 Μαρτίου 1912. Το αναδημιουργικό του έργο ήλθε να διακόψει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Βενιζέλος διαφώνησε με το βασιλιά Κωνσταντίνο για το εάν έπρεπε να αναμιχθεί η χώρα μας αμέσως στον πόλεμο ή να παραμείνει ουδέτερη. Ο αγγλόφιλος Βενιζέλος υποστήριζε την άμεσα εμπλοκή της χώρας μας στον πόλεμο, ενώ ο γερμανόφιλος βασιλιάς προτιμούσε την ουδετερότητα. Είναι η εποχή του βαθύτατου «Εθνικού Διχασμού», που θα επισωρεύσει στην Ελλάδα τραύματα και πληγές, που θα αργήσουν πολύ να επουλωθούν. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία δύο φορές μέσα στο 1915 και αφού είχε κερδίσει πανηγυρικά της εκλογές της 31ης Μαΐου. Η διαμάχη των δύο ανδρών κορυφώθηκε τον Νοέμβριο του 1916 με την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και την ανάληψη εκ νέου της πρωθυπουργίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που οδήγησε στην έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Ο Νοέμβριος του 1916 βρίσκει την Ελλάδα με δύο αντίπαλες κυβερνήσεις, μία στη Θεσσαλονίκη υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μία στην Αθήνα υπό την επιρροή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο εθνικός διχασμός είναι προ των πυλών... Στις 3 Νοεμβρίου, οι αγγλογάλλοι, που είναι στο πλευρό του Βενιζέλου, αξιώνουν την παράδοση τεράστιων ποσοτήτων πολεμικού υλικού από την κυβέρνηση των Αθηνών. Το αίτημά τους θα απορριφθεί τέσσερις ημέρες αργότερα. Η αντίδραση του γάλλου ναυάρχου Φουρνιέ θα έρθει στις 18 Νοεμβρίου. Συμμαχικά αγήματα αποβιβάζονται στο Φάληρο και συγκρούονται με τον ελληνικό στρατό. Λίγο αργότερα, η πόλη πλήττεται από τα μαζικά πυρά του συμμαχικού στόλου. Ο βομβαρδισμός θα σταματήσει αργά το βράδυ, έπειτα από συμφωνία του Κωνσταντίνου με τους πρεσβευτές της Αντάντ. Οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες είναι μεγάλες και για τις δύο πλευρές. Οι συμμαχικές δυνάμεις αποσύρονται, δίνοντας τη θέση τους στην αναρχία. Οι υποστηρικτές του βασιλιά εξαπολύουν άγριες επιθέσεις κατά «βενιζελικών» στόχων. Λεηλατούν σπίτια και καταστήματα, κακοποιούν πολίτες και επώνυμους υποστηρικτές του Βενιζέλου, καταστρέφουν εγκαταστάσεις εφημερίδων. «Τακτοποιούμε τα του οίκου μας» φέρεται να δήλωσε ο πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρος. Ως απάντηση, η «Τριανδρία» και η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης θα κηρύξουν, με ειδικό διάγγελμα στις 25 Νοεμβρίου, έκπτωτο το Βασιλιά Κωνσταντίνο. Παράλληλα, οι δυνάμεις της Αντάντ θα επιβάλουν γενικό αποκλεισμό για τις «αθλιότητες του καθεστώτος των Αθηνών», επιτείνοντας την ήδη κακή κατάσταση της αγοράς και φανατίζοντας ακόμη περισσότερο τον πληθυσμό, που αδυνατεί να εξασφαλίσει πλέον τα τρόφιμα της ημέρας.
Μετά το τέλος του «Μεγάλου Πολέμου», ο Βενιζέλος επιτυγχάνει ένα ακόμη διπλωματικό θρίαμβο με την υπογραφή, στο Παρίσι, της Συνθήκης των Σεβρών (27 Ιουλίου 1920), με την οποία δημιουργείται η μεγάλη Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Την ώρα, όμως, που ετοιμαζόταν να επιστρέψει θριαμβευτής στην Ελλάδα, έγινε απόπειρα δολοφονίας του στο Παρίσι από φανατικούς του αντιπάλους, η οποία απέτυχε (30 Ιουλίου). Μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας και δύο μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών ο Βενιζέλος είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής, κομιστής του μεγάλου αγγέλματος. Κι ενώ βρισκόταν στο σιδηροδρομικό σταθμό Λυών των Παρισίων για να επιβιβασθεί στο Οριάν Εξπρές, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς. Ο υποπλοίαρχος Απόστολος Τσερέπης από το Αιτωλικό και ο υπολοχαγός Γεώργιος Κυριάκης από την Κόρινθο τον πυροβόλησαν με τα περίστροφά τους δέκα φορές. Τον τραυμάτισαν, ευτυχώς, επιπόλαια στο δεξί χέρι, παρότι ήταν δεινοί σκοπευτές. Η ανάγκη νοσηλείας επέβαλε στον Βενιζέλο να αναβάλει την επιστροφή του για λίγες μέρες στην Αθήνα. Η είδηση της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου έφθασε αρχικά παραποιημένη ως δολοφονία στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μαζική βία εκ μέρους των βενιζελικών (31 Ιουλίου). Παρακρατικές ομάδες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν γραφεία αντιπολιτευόμενων εφημερίδων («Καθημερινή», «Ριζοσπάστης»), τυπογραφεία, καταστήματα και θέατρα («Κοτοπούλη»), ενώ επιτέθηκαν και λεηλάτησαν σπίτια πολιτικών της αντιπολίτευσης, όπως του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη.
Το γεγονός που σημάδεψε την ημέρα ήταν αναμφισβήτητα η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, επιφανή εκπροσώπου της αντιβενιζελικής παράταξης και μελλοντικού πρωθυπουργού, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς. Ο Δραγούμης, παρά την προτροπή της ερωμένης του ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη, έφυγε από το σπίτι του στην Κηφισιά με το μικρό του «Φορντ», έχοντας κατεύθυνση το κέντρο της Αθήνας. Βιαζόταν να κλείσει την ύλη του περιοδικού του «Πολιτική Επιθεώρησις», το οποίο θα κυκλοφορούσε την επομένη. Μόλις το αυτοκίνητό του έφθασε στο ύψος της βίλας «Θων» (Κόμβος Αμπελοκήπων), στρατιωτικές δυνάμεις της προσωπικής φρουράς του Βενιζέλου («Τάγμα Ασφαλείας») το σταμάτησαν και κατέβασαν τον οδηγό του. Ήταν 3 το μεσημέρι. Ύστερα από διαβουλεύσεις με το στενό συνεργάτη του Βενιζέλου, Εμμανουήλ Μπενάκη και τον επικεφαλής του Τάγματος Ασφαλείας Παύλο Γύπαρη, ο Δραγούμης οδηγήθηκε πεζή σε άγνωστο μέρος, συνοδεία στρατιωτικού αποσπάσματος. Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας) και Παπαδιαμαντοπούλου, ο Δραγούμης έπεσε νεκρός από πυροβολισμούς των στρατιωτών περί την 4η απογευματινή. Η κηδεία του Δραγούμη έγινε την επομένη και οι φιλοβενιζελικές εφημερίδες («Ελεύθερος Τύπος» του Καβαφάκη, «Καιροί», «Πατρίς» του Δημητρίου Λαμπράκη), είχαν ακόμη ως κύριο θέμα την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου και στα ψιλά την είδηση της δολοφονίας του Δραγούμη, εντελώς διαστρεβλωμένη. Τα πνεύματα ηρέμησαν τις επόμενες μέρες, ιδιαίτερα μετά την άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 17 Αυγούστου με το θωρηκτό «Αβέρωφ» στον Πειραιά, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Στις 25 Αυγούστου η Βουλή («Βουλή των Λαζάρων») τον ανακήρυξε με ψήφισμά της σε «Ευεργέτη και Σωτήρα της Πατρίδος», ενώ την επομένη συζητήθηκε η δολοφονία Δραγούμη, με «συγγνώμες» και «ψελλίσματα» από πλευράς της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων. Στις 14 Σεπτεμβρίου εορτάσθηκε με μεγάλη λαμπρότητα στο Παναθηναϊκό Στάδιο η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Ο Βενιζέλος επωφελούμενος της μεγάλης του δημοτικότητας προκήρυξε εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920, τις οποίες, προς γενική κατάπληξη, έχασε πανηγυρικά. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Βενιζέλος ηττήθηκε και απογοητευμένος αναχώρησε από την Ελλάδα, ανακοινώνοντας ότι εγκαταλείπει την πολιτική. Κλήθηκε, όμως, να συνεισφέρει με τη διπλωματική του εμπειρία και το αναμφισβήτητο διεθνές κύρος που διέθετε, στη διαμόρφωση της Συνθήκης της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), στην οποία σύρθηκε η ηττημένη Ελλάδα στα πεδία των μαχών της Μικράς Ασίας. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1921 νυμφεύθηκε στο Λονδίνο, για δεύτερη φορά, την Έλενα Σκυλίτση (1874-1959), κόρη πλούσιας οικογένειας της Αγγλίας με καταγωγή από τη Χίο. Επανήλθε στην κεντρική πολιτική σκηνή το 1928, μετά από μία μεγάλη περίοδο πολιτικής αστάθειας και κέρδισε τις εκλογές της 19ης Αυγούστου. Κυβέρνησε έως το 1932 σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για την παγκόσμια οικονομία («Κραχ» του 1929). Με τον νομικό όρο "Ιδιώνυμο" έμεινε στην ιστορία ο νόμος 4229 του 1929, που έπληττε ευθέως τα δημοκρατικά δικαιώματα των ελλήνων πολιτών, αν και τιτλοφορείτο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Στο στόχαστρο της καθεστηκυίας τάξεως εκείνης της εποχής, το μικρό σε πολιτική δύναμη ΚΚΕ. Ήταν ένα έγκλημα γνώμης, απαράδεκτο για μία δημοκρατική πολιτεία, με εισηγητή ένα φιλελεύθερο πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ιδιώνυμο στη Νομική Επιστήμη ονομάζουμε το έγκλημα εκείνο για το οποίο προβλέπονται ιδιαίτερες ποινές σε σχέση με τα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας, όπου αυτό υπάγεται. Ο όρος από το 1929 απέκτησε πολιτική σημασία και σήμανε κάθε κατασταλτικό μέτρο που εφαρμόστηκε έως το 1974 και ποινικοποιούσε την υποστήριξη και διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών. Η επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία και οι διεκδικητικοί αγώνες του εργατικού κινήματος είχαν θορυβήσει τις κυρίαρχες τάξεις της χώρας. Κάθε απεργός ήταν γι' αυτούς κι ένας εν δυνάμει κομμουνιστής. Παράβλεπαν το γεγονός ότι το ΚΚΕ είχε μικρή επιρροή στο λαό, όντας εκτός Βουλής, όταν δεν σπαρασσόταν από εσωκομματικές έριδες. Είχε φροντίσει και το ίδιο το Κόμμα να ρίξει λάδι στη φωτιά με τη θέση του στο «Μακεδονικό» και την υπονόμευση της Μικρασιατικής Εκστρατείας μέσα στους στρατώνες. Πάντως, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας ένα πολιτικό κόμμα αμφισβητούσε τα θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης. Μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη στις 7 Ιουλίου 1928, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ξεκάθαρος: «Πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είνε η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του Κράτους. Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά τας αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκάλυπτων ανατρεπικών ενεργειών των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος». Στις 22 Δεκεμβρίου 1928, τέσσερις μήνες μετά τον εκλογικό του θρίαμβο, ο Βενιζέλος συνεπής στην προεκλογική του υπόσχεση, έφερε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο με τον τίτλο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Εμπνευστής του ήταν ο επί των Εσωτερικών υπουργός του Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ένας συντηρητικός πολιτικός, με λαμπρή καριέρα αργότερα στη δικτατορία Μεταξά. Το νομοσχέδιο εισήχθη προς συζήτηση στο Κοινοβούλιο στις 3 Απριλίου 1929. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Βενιζέλος φανέρωσε τις προθέσεις του: «Το νομοσχέδιον δεν επιδιώκει να διώξη τον κομμουνισμόν ως ιδέαν, αλλά τη Γ' Διεθνή και τας μπολσεβικικάς αρχάς αυτής, αίτινες απέχουν πολύ του ιδεώδους κομμουνισμού. Το νομοσχέδιον επιδιώκει τη δίωξιν των οπαδών της Γ' Διεθνούς. Δε δυνάμεθα να διώξωμεν τον κομμουνισμόν, διότι και ο Χριστός υπήρξε κήρυξ της ιδέας αυτής. Ο Χριστός διεκήρυξε πρώτος τον κομμουνισμόν, αλλά από την υψηλήν ιδεολογίαν του κομμουνισμού μέχρι των ανατρεπτικών ενεργειών των ανθρώπων της Μόσχας, υπάρχει διαφορά». Ελλείψει κομμουνιστικής εκπροσώπησης της Βουλής, το βάρος της αντίθεσης στο νομοσχέδιο σήκωσε η αριστερή πτέρυγα των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τους Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Γεώργιο Παπανδρέου και Γεώργιο Καφαντάρη. Το ΚΚΕ αρκέσθηκε να διοργανώσει κάποιες διαδηλώσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το αντιπολιτευόμενο «Λαϊκό Κόμμα» θύμισε στον διαφωνούντα Παπαναστασίου ότι ως πρωθυπουργός το 1924 είχε περάσει νόμο στη Βουλή που ποινικοποιούσε την έκφραση γνώμης υπέρ του έκπτωτου βασιλιά. Ο Παπαναστασίου ως έσχατο όριο υποχώρησης πρότεινε να διώκονται και οι φασίστες με το «ιδιώνυμο», αλλά ο Βενιζέλος απέρριψε την πρότασή του. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε τελικά στις 18 Ιουλίου από τη συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής και από τις 25 Ιουλίου 1929 άρχισε η εφαρμογή του. Στην τελική του διατύπωση το «Ιδιώνυμο» προέβλεπε στο Άρθρο 1 «Όστις επιδιώκει την εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν τη διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον εξι μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται διά της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός μέχρι δύο ετών εις τόπον εν αυτή οριζόμενον Μετά τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις επωφελούμενος απεργίας ή λοκ - άουτ, προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις». Αν το αδίκημα ετελείτο δια του Τύπου, προβλεπόταν η δυνατότητα απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος στο δημοσιογράφο, το διευθυντή, τον τυπογράφο ή τον εκδότη του εντύπου για 6 μήνες και σε περίπτωση υποτροπής για τρία, το πολύ, έτη. Ιδιαίτερα βαριές ποινές προβλέπονταν για τους παραβάτες που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί ή στρατιωτικοί. Η απόλυση ήταν ο κανόνας. Το τελικό κείμενο του νόμου καθιέρωνε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων για την εκδίκαση των θεσπιζομένων αδικημάτων. Επρόκειτο για σαφή παρέκκλιση από το Σύνταγμα του 1927 (άρθρο 100 παρ. 1), που όριζε ότι μόνα αρμόδια για την εκδίκαση των πολιτικών εγκλημάτων ήταν τα ορκωτά δικαστήρια. Η ψήφιση του «Ιδιώνυμου» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Την αντίθεσή του εξέφρασε ο νομικός κόσμος της χώρας με αρθρογραφία στα περιοδικά «Θέμις» και «Δικαιοσύνη». Φωνή διαμαρτυρίας ύψωσαν διανοούμενοι, όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γεώργιος Νιρβάνας, ο Κωνσταντίνος Άμαντος, ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν και ο Ανρί Μπαρμπίς. Στα επτά χρόνια της εφαρμογής του έως το 1936, οπότε αντικαταστάθηκε με σκληρότερο νόμο από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, γύρω στα 16.500 πολίτες συνελήφθησαν. Από αυτούς 3031 καταδικάσθηκαν και εξορίστηκαν στα νησιά Φολέγανδρο, Ανάφη, Αμοργό και Σκύρο. Με δικαστικές αποφάσεις διαλύθηκαν πολλές οργανώσεις και σωματεία, που επηρεάζονταν από το ΚΚΕ. Στο «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου στηρίχθηκαν πλήθος νομοθετημάτων για το ζήτημα της προστασίας του κοινωνικού συστήματος, από τη Μεταξική δικτατορία (α.ν. 117/1936) ως και τη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο (ν. 509/1947). Αυτού του είδους οι νόμοι έπαυσαν να υφίστανται από τη μεταπολίτευση, με την εφαρμογή του Συντάγματος του 1975. Ο Βενιζέλος επιτέλεσε σημαντικό έργο σε πολλούς τομείς (Ίδρυση Αγροτικής Τράπεζας, Συμβουλίου της Επικρατείας και Εθνικού Θεάτρου, ανέγερση 3.000 σχολικών αιθουσών), αλλά θα χρεωθεί τη χρεωκοπία της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1932. Στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας συνήψε σύμφωνα φιλίας με την Ιταλία και τη Σερβία κι έθεσε τις βάσεις της ελληνοτουρκικής φιλίας με τον Κεμάλ Ατατούρκ (30 Οκτωβρίου 1930). Τον Ιανουάριο του 1933 σχηματίζει την τελευταία του κυβέρνηση. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου οι Φιλελεύθεροι ηττώνται και την επομένη ακολουθεί το αποτυχημένο φιλοβενιζελικό κίνημα Πλαστήρα. Στις 6 Ιουνίου έγινε νέα απόπειρα δολοφονίας του από πολιτικούς του αντιπάλους, η οποία και πάλι απέτυχε. Μετά το νέο αποτυχημένο κίνημα των οπαδών του κατά της κυβερνήσεως του Λαϊκού Κόμματος την 1η Μαρτίου 1935, ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να μην επιστρέψει ποτέ.
Το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί με τη σύζυγό του Έλενα γευμάτιζαν στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά. Παρέμειναν εκεί ως τις 11 το βράδυ, οπότε πήραν το δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα. Το ζεύγος Βενιζέλου επέβαινε σε ένα αυτοκίνητο τύπου «Πακάρ», ενώ ακολουθούσε ένα «Φορντ» με τους άνδρες ασφαλείας. Τα δύο οχήματα κινούνταν με μέση ταχύτητα 50 χιλιομέτρων στη Λεωφόρο Κηφισίας. Όταν έφθασαν στο ύψος του κέντρου «Παράδεισος» στο νότιο Μαρούσι ένα αυτοκίνητο με σβησμένα τα φώτα έκλεισε το δρόμο του αυτοκινήτου ασφαλείας του Βενιζέλου. Ταυτόχρονα, ακούσθηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί και ο σωματοφύλακας Μαρκάκης, που επέβαινε στο συνοδευτικό αυτοκίνητο, κτυπήθηκε στο κεφάλι και πέθανε λίγο αργότερα. Οι επιδρομείς στράφηκαν αμέσως κατά του αυτοκίνητου του Ελευθερίου Βενιζέλου, που εκείνη την περίοδο ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, έχοντας μόλις χάσει τις εκλογές. Άρχισαν πυρ ομαδόν. Ο Βενιζέλος διατήρησε την ψυχραιμία του και συμπαρέσυρε τη γυναίκα του στο δάπεδο της «Πακάρ», δίνοντας παράλληλα εντολή στον οδηγό του Ιωάννη Νικολάου να αναπτύξει ταχύτητα για να ξεφύγουν από τους διώκτες τους. Μετ' ολίγο και παρά την αντίδραση του Βενιζέλου, ο συνοδηγός μοίραρχος Κουφογιαννάκης αποβιβάστηλε, προκειμένου να καθυστερήσει το αυτοκίνητο των δολοφόνων. Το συνοδευτικό αυτοκίνητο, λόγω της παλαιότητάς του, τέθηκε εκτός μάχης και δεν μπόρεσε να παράσχει προστασία στον Εθνάρχη και τη σύζυγό του. Η κούρσα θανάτου με καταιγισμό πυροβολισμών διήρκεσε περίπου μισή ώρα, ώσπου το «Πακάρ» του Βενιζέλου κατόρθωσε να ξεφύγει από τους διώκτες του στο ύψος του Γηροκομείου. Κατευθύνθηκε προς το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» για να προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες στην Έλενα Βενιζέλου, που είχε τραυματισθεί ελαφρά. Σε λίγο, όλη η Αθήνα μιλούσε για την απόπειρα και πλήθος φίλων και συνεργατών του Βενιζέλου τον επισκέφθηκε στο «Ευαγγελισμό». Η χώρα καθ' όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου ταλανιζόταν από τη διαμάχη βενιζελικών και αντιβενιζελικών, δημοκρατικών και βασιλικών, που οδήγησε τελικά στην κατάλυση του κοινοβουλευτισμού και στην επιβολή της δικτατορίας Μεταξά το 1936. Ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης αποδοκίμασε την πράξη και δήλωσε ότι «θα συλληφθούν οι δράστες οπωσδήποτε, διότι οι υπεύθυνοι υπουργοί και αστυνομικοί δεν θα διατηρηθούν εις τας θέσεις τους, εάν δεν εκπληρώσουν μέχρι κεραίας το καθήκον τους». Ο κορίνθιος πολιτικός, ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, φιλοβασιλικός, σώφρων και έντιμος πολιτικός, με τη δήλωση αυτή παραδεχόταν εμμέσως την ανάμιξη κρατικών λειτουργών στην απόπειρα κατά του πολιτικού του αντιπάλου. Ο Εθνάρχης, από την πλευρά του, χαρακτήρισε πολιτικά υπεύθυνο τον πρωθυπουργό, τον Κονδύλη, ενώ άφησε υπόνοιες κατά του Ιωάννη Μεταξά. Τα πνεύματα μεταξύ των δύο πλευρών οξύνθηκαν και έφθασαν σε σημείο παράνοιας. Κυβερνητικοί βουλευτές θύμιζαν στους συναδέλφους τους της αντιπολίτευσης τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από τους βενιζελικούς το 1920 («Ιουλιανά»), θέλοντας να δικαιολογήσουν την απόπειρα κατά του Βενιζέλου. Στις 8 Ιουνίου η εφημερίδα «Ελληνική», όργανο του Ιωάννη Μεταξά, έγραφε σε κύριο άρθρο της: «Τους ήρωας της οδού Κηφισιάς, αυτών των οποίων τα ονόματα θα τιμήση η εθνική ιστορία με χρυσά γράμματα, ας τους μιμηθώμεν όλοι, αφού τα ύψιστα συμφέροντα της πατρίδας αυτό απαιτούν. Εις τας απειλάς του βενιζελισμού πρέπει ο αντιβενιζελισμός να απαντήση με έργα της αγριωτέρας σκληρότητος, εάν δεν θέλη να ατιμασθή και να εξευτελισθή… Γίγαντες του αντιβενιζελικού λαού, εγερθήτε και ορμήσατε! Εις την ορμήν σας δε ας μη υπάρξη ούτε οίκτος ούτε έλεος διά την συντριβήν και τον αφανισμόν των αντιπάλων σας…» Στις 10 Ιουνίου 1933 ο ανακριτής Τζωρτζάκης, παρά τις πιέσεις, διατάσσει τη σύλληψη του διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, Ιωάννη Πολυχρονόπουλου, του αδελφού του Νικολάου, που ήταν έμπορος, των αστυνόμων Μαρκάκου και Τζαμαλούκα και του λήσταρχου Καραθανάση, που είχε αμνηστευτεί. Η σύλληψη ενός τόσου υψηλόβαθμού στελέχους της Αστυνομίας προκαλεί μεγάλη εντύπωση, καθώς ήταν προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού. Αποχρώσες ενδείξεις ηθικής αυτουργίας προέκυψαν και για δύο στελέχη του Λαϊκού Κόμματος, τον υπουργό Εσωτερικών Ιωάννη Ράλλη και τον βουλευτή Οιτύλου Πέτρο Μαυρομιχάλη. Όμως, η κυβερνητική πλειοψηφία δεν συναίνεσε στην άρση της βουλευτικής τους ασυλίας. Η δίκη των κατηγορουμένων για την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου θα ξεκινήσει στις 22 Φεβρουάριου 1935. Στο εδώλιο θα καθίσουν συνολικά 18 άτομα, μεταξύ αυτών δύο υψηλόβαθμοι αστυνομικοί, ο Ιωάννης Πολυχρονόπουλος και Αθανάσιος Δικαίος, που κατηγορούνται ως ηθικοί αυτουργοί και οι τέσσερις φυσικοί αυτουργοί, με επικεφαλής τον λήσταρχο Καραθανάση, που είχε συλληφθεί από απόστρατους βενιζελικούς αξιωματικούς, καθώς η αστυνομία ολιγωρούσε. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας θα αποκαλυφθεί ότι για την απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου είχαν διατεθεί 2.000.000 δραχμές με άγνωστο χρηματοδότη. Η δίκη δεν τελείωσε ποτέ. Αναβλήθηκε «επ' αόριστον», επειδή μεσολάβησε το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, που κατέληξε σε αποτυχία και συνετέλεσε στην κυριαρχία των φιλοβασιλικών δυνάμεων, που επανέφεραν από την εξορία τον Γεώργιο Β'.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι στις 18 Μαρτίου 1936 από εγκεφαλική συμφόρηση. Η σορός του μεταφέρθηκε κατ’ ευθείαν στην Κρήτη, υπό τον φόβο επεισοδίων στην Αθήνα, και ενταφιάστηκε στη γνώριμη γη του Ακρωτηρίου Χανίων, που συνδέθηκε άρρηκτα με την αγωνιστική του παρουσία για την πραγματοποίηση των οραμάτων του.
Από τη Χαλέπα αναχωρήσαμε για το Θέρισο, το χωριό όπου σχηματίστηκε η πρώτη επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου, το 1909.
Στις 10 Μαρτίου 1905, ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τους επιφανείς συνεργάτες του, Κων/νο Φούμη και Κων/νο Μάνο και με 400 ένοπλους Κρητικούς αιφνιδιάζοντας τον ύπατο αρμοστή, πρίγκιπα Γεώργιο, θα κηρύξει στο Θέρισο το ομώνυμο επαναστατικό κίνημα. Η έναρξη της κινητοποίησης συνδέεται με το βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου Θερίσου όπου σύσσωμοι οι Επαναστάτες θα υψώσουν την ελληνική σημαία, θα ζητωκραυγάσουν “Ζήτω η Ένωση”, “Κάτω ο δεσποτισμός” και θα υπογράψουν το ιστορικό ψήφισμα. «Ο Κρητικός λαός, συνελθών εις πάνδημον συλλαλητήριον εν Θερίσω της Κυδωνίας σήμερον την 10 Μαρτίου 1905 κηρύττει ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ένωσιν μετά του Βασιλείου της Ελλάδος, εις μίαν αδιαίρετον, ελευθέραν, συνταγματικήν πολιτείαν». Εν Θερίσω τη 12 Μαρτίου 1905 Το λαοψήφισμα θα διαβιβαστεί στη συνέχεια στην Κρητική Κυβέρνηση αλλά και στους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στα Χανιά. Παράλληλα την ίδια μέρα, 10 Μαρτίου, βρέθηκαν τοιχοκολλημένες προκηρύξεις σ’ όλες τις περιοχές του νομού με το εξής περιεχόμενο: «Αι ελπίδες μας περί ενώσεως διεψεύσθησαν και οι μακροί και αιματηροί του παρελθόντος εθνικοί των Κρητών αγώνες, περιωρίσθησαν εις την ίδρυσιν μιας Αρμοστείας, ήτις υπό τον τύπον της προσωρινότητος τείνει να καταστή διαρκής[…]. Καλούμεν όθεν πάντας[…] όπως σπεύσωσι να ενθαρρύνωσιν ημάς καταλύοντες την προσωρινήν ταύτην αρμοστείαν την απομακρύνουσαν ημάς του επιδιωκομένου σκοπού και ανακηρύσσοντες ως άρχοντα[…] την Α.Μ. Γεώργιον τον Α΄». Η απήχηση της πρόσκλησης “προς πάντα Κρητικόν” ήταν μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα τις επόμενες μέρες να πυκνώσουν τις τάξεις των επαναστατών επτά χιλιάδες άνδρες.
Στον αρχικό σχηματισθέντα πυρήνα των Κυδωνιατών επαναστατών με πρωταγωνιστικές μορφές τον καπετάν Ιωάννη Καλογερή, τον Γεώργιο Χναρά, τον Εμμανουήλ Μανωλικό, τον Στυλιανό Κολοκυθά αλλά και τον Μανώλη Παπαδερό, που ο τελευταίος είχε αναλάβει καθήκοντα φρούραρχου στρατοπέδου Θερίσου, ήρθαν να προστεθούν οπλαρχηγοί και συνταγματάρχες από τις άλλες περιοχές των Χανίων αλλά και από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Μεγαλονήσου. Από το Δυτικό Σέλινο η επιρροή του πολιτευτή Φούμη συνετέλεσε να τεθεί μεγάλος αριθμός επαναστατών υπό την ηγεσία του Μάρκου Ξενάκη, του Ιωάννη Αλιφιέρη, του Εμμανουήλ Μπασιά και των αδελφών Παναγιώτη και Σοφοκλή Φιωτάκη. Η συνδρομή της επαρχίας Κισσάμου επίσης υπήρξε πολύ αξιόλογη. Οι περισσότεροι πολιτευτές της επαρχίας ήταν “γκαρδιακοί φίλοι” του Βενιζέλου. Ονομαστοί οπλαρχηγοί και μετέπειτα φρούραρχοί της, ο Μιχάλης Τερεζάκης και ο Γεώργιος Μπαλαντινός, οι συνταγματάρχες Αντώνιος Ελληνάκης και Μιχάλης Καλογεράκης, ο Δήμαρχος Βουκολιών Εμμανουήλ Κοκολογιάννης και ο Πέτρος Μαρής, γιατρός Κισσάμου. Από την ιστορική επαρχία του Αποκορώνου -παρότι μεγάλο τμήμα της επαρχίας ήταν σταθερά προσηλωμένο στους πολιτευτές Σφακίων Χαράλαμπο Πωλογιώργη και Μανούσο Κούνδουρο- παραταύτα θα πρωταγωνιστήσουν ηρωικές μορφές, όπως ο Ανδρέας Κακούρης, ο Ιωάννης Παπαδάκης, βουλευτής της επαρχίας και άλλοτε εκδότης της εφημερίδας “Λευκά Όρη”, ο Μανώλης Μουντάκης, Κεφαλιανός γιατρός, επιτελάρχης του Στρατοπέδου στο Ακρωτήρι το ’97, αλλά και μετέπειτα δήμαρχος Χανίων 1911-1929, ο Πετρομάρκος, ο Βασίλης Χατζηδάκης και μέλη της οικογένειας Γύπαρη από την Ασή Γωνιά, ο Στάθης Περουλής διακεκριμένος αγωνιστής, ο Ιερωμένος Παπαμαλέκος ή αλλιώς “ο Παπαφλέσσας της Κρήτης”, ο Σήφης Λεκανίδης από τις Καλύβες και άλλοι πολλοί. Τέλος από την περήφανη επαρχία των Σφακίων η συμμετοχή μπορεί να ήταν μικρότερη μιας και οι κύριοι πολιτευτές της, Χαράλαμπος Πωλογιώργης, του τρίτου ανεξάρτητου κόμματος, αλλά και οι Μανούσος Κούνδουρος, Γεώργιος Δασκαλογιάννης και Γεώργιος Παπαδόπετρος (φιλοπριγκιπικοί) ασκούσαν μεγάλη επιρροή. Εντούτοις αξιόλογα ονόματα της επανάστασης είναι ο Γεώργιος Ζερβός, γιατρός και ο Γεώργιος Γεωργακόπουλος. Η επανάσταση του Θερίσου είχε προετοιμασθεί αρκετό καιρό νωρίτερα της 10ης Μαρτίου που έλαβε χώρα.
Συγκεκριμένα, στις 26 του Φλεβάρη του 1905, είχε υπογραφεί το πρακτικό του αγώνα από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, όπως είχε ονομασθεί ο επαναστατικός πυρήνας του νησιού. Ο Βενιζέλος είχε προβεί στις αναγκαίες συνεννοήσεις με τον Κων/νο Μάνο που βρισκόταν στη Μακεδονία από τη μια για τον ερχομό του στη Κρήτη και από την άλλη για να μεριμνήσει για τον αναγκαίο εξοπλισμό του αγώνα. Ο Κων/νος Μάνος ως μέλος της εθνικής εταιρείας συγκέντρωνε το αναγκαίο κύρος να ηγηθεί της επανάστασης αλλά και πολύ περισσότερο να καταδειχθεί με τη συμμετοχή του ο πατριωτικός χαρακτήρας της εξέγερσης ανά το πανελλήνιο. Με προσωπική του φροντίδα θα μεταφερθούν όπλα και πολεμοφόδια στην Κρήτη και συγκεκριμένα σ’ ένα απόμερο λιμάνι του ακρωτηρίου Σπάθα, τοποθεσία Μένιες, για τους επαναστάτες. Τέλος, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η συμμετοχή του Κων/νου Μάνου στην ηγεσία της επανάστασης ήταν καθοριστική και λόγω της πολεμικής του εμπειρίας, αλλά και λόγω των οικονομικών του δυνατοτήτων, παρόλο που ήρθε στιγμή που έφερε σε δύσκολη θέση το εγχείρημα αυτό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν δυναμικά διεκδίκησε το ρόλο αυτό στο Θέρισο, ως γέννημα και θρέμμα της Κρήτης ο αγωνιστής και διαπρεπής πανεπιστημιακός δάσκαλος της Σκωτίας, Αντώνιος Γιάνναρης. Παραμονές του επαναστατικού κινήματος ο Μανώλης Παπαδερός, με τη βοήθεια του ντόπιου πληθυσμού, οργάνωνε την επανάσταση. Κανόνιζε τα οικήματα που θα χρησιμοποιούσε η επανάσταση ως αρχηγείο, φρουραρχείο, κοιτώνες, αποθήκες υλικού και φρόντιζε γενικότερα τα αναγκαία χρειαζούμενα του αγώνα. Βασικούς συμπαραστάτες στο έργο του θα ’χει τον Εμμανουήλ Λαθούρη, ονομαστό καπετάνιο και πρόεδρο του χωριού αλλά και τον καπετάν Πέτρο Φανδρίδη που έστηναν τα μετερίζια και τα απαραίτητα καραούλια ως υπεύθυνοι φύλαξης της περιοχής.
Το βράδυ της 10ης Μαρτίου η άφιξη του Βενιζέλου μετά των σημαντικών συνεργατών του, όπως του πολιτευτή και ανιψιού του Κυριάκου Μητσοτάκη, του έμπιστου φίλου του Ιωάννη Ηλιάκη, του προσωπικού του γιατρού Βασίλη Σκουλά, αλλά και του Κων/νου Μάνου μετά ένοπλης επαναστατικής συνοδείας, θα σημάνει την έναρξη της επανάστασης. «Οι άνθρωποι μαζί με τα ντουφέκια τους κρατούσαν λαμπάδες και κεριά. Σείστηκε το Στρατόπεδο του Θερίσου από χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, πυροβολισμούς με την είσοδο του Βενιζέλου και της εκλεκτής συνοδείας του στην αητοφωλιά της Κρήτης, που θα αποτελέσει το άντρο της επανάστασης, το εφαλτήριο της μεγαλοπρεπούς κατοπινής πορείας του Έλληνα Εθνάρχη», όπως σημειώνει στο βιβλίο του “Η Επανάσταση του Θερίσου” ο μελετητής Γιάννης Καψάλης. Με το άκουσμα της επανάστασης η αντίδραση του ύπατου Αρμοστή Γεωργίου ήταν άμεση, επιβάλλεται λογοκρισία σ’ όλα τα έντυπα, γίνεται κατάληψη των ταχυδρομείων και των τηλεγραφείων από την αρμοστειακή χωροφυλακή. Ο εισαγγελέας Χανίων εκδίδει ένταλμα σύλληψης κατά των αρχηγών της επανάστασης. Οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων αναθέτουν “εν λευκώ” στον Αρχηγό της Διεθνούς Αστυνομίας και της Κρητικής χωροφυλακής, Ε. Μοnaco την τήρηση της τάξεως θέτοντας υπό τις διαταγές του και τους τέσσερις λόχους στρατού (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό, ιταλικό).
Oταν απαιτεί ο Αρμοστής «ανάληψη αμέσου δράσης», με διαταγή του Μοnaco, θα κινηθεί ο Ιταλός μοίραρχος Biemonte από τους Λάκκους για να καταλάβει το Θέρισο τις πρώτες μέρες του κινήματος. Πολύ νωρίς όμως στις προκεχωρημένες θέσεις των επαναστατών θα αιφνιδιαστεί και θα τραπεί μ’ όλο το Σώμα του σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους πολλούς τραυματίες. Ταυτόχρονα στις ελεγχόμενες περιοχές γίνονται οι πρώτες συλλήψεις με διαταγή της Αρμοστείας. Οι πρώτοι κρατούμενοι οδηγούνται στις φυλακές του Ιτζεδίν αλλά και άλλων περιοχών. Στις 12 Μαρτίου ,στο Θέρισο, υπογράφεται μια επαναστατική προκήρυξη που αποτελεί ταυτόχρονα και υπόμνημα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Στο κείμενο γίνεται ξεκάθαρο ότι διαλύθηκαν οι ελπίδες και τα όνειρα των Κρητικών, που με δάκρυα στα μάτια είχαν υποδεχτεί το Δεκέμβριο του 1898 τον πρίγκιπα Γεώργιο και είχαν πιστέψει την ώρα εκείνη ότι είχε επέλθει “ο αρραβώνας της ένωσης” με τη μητέρα Ελλάδα. Το συμπέρασμα ήταν απόρροια σειράς γεγονότων που είχαν λάβει χώρα την τελευταία τετραετία, πριν ξεσπάσει το επαναστατικό κίνημα. Οπως η οριστική ρήξη του Βενιζέλου με την Αρμοστεία το 1901 και η ανελέητη στη συνέχεια προσπάθεια κατασυκοφάντησής του από την Αυλή της Χαλέπας που αποσκοπούσε στη σπίλωση του προσώπου του και στον πολιτικό του ενταφιασμό.
Ο Βενιζέλος, από την πρώτη στιγμή είχε δώσει τη μάχη μέσω της εφημερίδας “ΚΗΡΥΞ” με τα δημοσιεύματα “Γεννηθήτω Φως” και “Μολών Λαβέ”, όπου και υποστηρίζει: «Όπου η εξουσία αφαιρεί τας λαϊκάς ελευθερίας δια πραξικοπήματος εκεί ανοίγεται πλέον η νόμιμος οδός των επαναστάσεων και δια της οδού ταύτης θα εξήρχετο ο υπέρ των ελευθεριών του αμυνόμενος λαός, συντρίβων ανηλεώς πάσαν εναντίαν δύναμιν». Οι επαναστάτες στο Θέρισο με την κήρυξη της εξέγερσης οργανώνουν τις δικές τους υπηρεσίες για τη στήριξη του αγώνα. Την ευθύνη των Οικονομικών ανέθεσαν στο Κων/νο Φούμη, τέως εισαγγελέα πρωτοδικών, βουλευτή και τέως υπουργό. Τον έλεγχο των Στρατιωτικών ανέλαβε ο Κων/νος Μάνος πολέμαρχος, μεγάλος ευπατρίδης, ελληνιστής και τέως δήμαρχος Χανίων. Το Διπλωματικό και οργανωτικό μέρος της επανάστασης χειριζόταν “ο ιθύνων νους της”, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το Προεδρείο της Επαναστατικής Συνέλευσης αποτελούσαν οι Ιωάννης Παπαγιαννάκης, Ιωάννης Καλογερής, Ανδρέας Κακούρης, Σοφοκλής Φιωτάκης και Κυριάκος Μπιράκης. Ειδική αποστολή ανατέθηκε στον Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη που στάλθηκε στην Αθήνα και εγκατέστησε Γραφείο Τύπου για ενημέρωση των παραγόντων της Ελληνικής Κυβέρνησης και των δημοσιογραφικών οικονομικών κύκλων.
Παράλληλα οι επαναστάτες θα τυπώσουν την Εφημερίδα “ΤΟ ΘΕΡΙΣΟ”, θα εκδώσουν γραμμάτια για πατριωτικό δάνειο 100.000 δρχ. και τέλος γραμματόσημα για τις ανάγκες της ταχυδρομικής υπηρεσίαςτης επανάστασης. Το Θέρισο ζούσε τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας του, ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του “Ο Κρητικός –Πολιτεία” γράφει: «Τα σπίτια ήταν καργαρισμένα από άντρες του πολέμου, τα δίστρατα και η πλατεία μπουκωμένα από τους πραματευτάδες και τους αργαστηριάρηδες. Από τους στιβανάδες που τζαγκαρεύαν την ποδεσιά του ασκεριού, από τους τουφεξήδες και τους μαχαιράδες που μερεμέτιζαν τα άρματα της φωτιάς και του θηκαριού” από τους σιναχλικάδες που μαστόρευαν τα λουριά της μέσης και τα φυσεκλίκια. Και κοντά σ’ αυτούς από πεταλωτήδες, τερζήδες, φραγκοράφτηδες. Ακόμα κι οι γυναίκες του χωριού είχαν ανασκουμπωθεί να προφτάσουνε το ασκέρι, να ζυμομαγερέψουνε, να φουρνοπολεμήσουνε, να μπουγαδιάσουνε τα ρούχα, να κουβαλήσουνε το νερό». Τη στιγμή που το Θέρισο οργανώνεται και επιδεικνύει μεγάλο ηρωισμό η κυβέρνηση του Αθηναϊκού Κράτους, μη ανταποκρινόμενη στα αισθήματα της πανελλήνιας κοινής γνώμης, με πρωθυπουργό τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη θα αποδοκιμάσει την υφιστάμενη πατριωτική ενέργεια. Χαρακτηριστικά οι εφημερίδες θα γράψουν για το Θέρισο: «Το ήδη εκραγέν κίνημα εις ουδέν καλόν δύναται να οδηγήσει. Οι αρχηγοί ελανθάνησαν εις τον υπολογισμόν των. Οι Μεγάλες δυνάμεις επανειλλημένως εδημοσίευσαν ότι η ένωσις της Κρήτης μετά της Ελλάδος είναι εντελώς αδύνατος την εποχήν ταύτην».
Στο Θέρισο με την έναρξη της επανάστασης έφταναν από όλο το νησί λαοψηφίσματα συμπαράστασης. Ειδικά μετά το συλλαλητήριο που οργανώθηκε στο Ηράκλειο στις 21 Μαρτίου από “τον γηραίο και σεβάσμιο πολιτικό” του νησιού, Ιωάννη Σφακιανάκη. Στα λαοψηφίσματα αυτά η προώθηση της ενωτικής λύσης συνιστούσε το βασικό επαναστατικό αίτημα, παράλληλα όμως προβαλλόταν και το αίτημα της ριζικής μεταβολής των όρων της εσωτερικής διακυβέρνησης και υπογραμμιζόταν η ανάγκη για την άμεση αντικατάσταση του ύπατου αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου (πάντες οι Κρήτες συντάσσονται ψυχή τε και σώματι μετά των εν Θερίσω). Στις 16 Μαρτίου 1905 σε διάγγελμα του ο πρίγκιπας προς τον Κρητικό λαό ανήγγειλε, με υποκρισία, ότι οι προστάτιδες δυνάμεις “οικεία βούλησει” διέταξαν τα στρατεύματα να αποκαταστήσουν την τάξη κι αυτός παρακάλεσε να αναβληθεί η εκτέλεση της διαταγής επί 36 κατά τις οποίες οι “παραπλανηθέντες” είχαν καιρό να μετανοήσουν και να καταθέσουν τα όπλα. Στις 18 Μαρτίου 1905 πραγματοποιείται γενική έξοδος των διεθνών στρατευμάτων προς το Θέρισο. Επικεφαλής της πορείας ήταν ο διοικητής της χωροφυλακής Μonaco και ο αρχηγός και υπεύθυνος του εκστρατευτικού σώματος Loubanski. Ο Loubanski είχε εντολή να επιδιώξει συνάντηση με αντιπροσωπία των επαναστατών και να εξομαλύνει την κατάσταση με ειρηνικές πρωτοβουλίες. Η πραγματοποιηθείσα συνάντηση στο χωριό Φουρνέ απέβη άκαρπη. Στις 20 Μαρτίου 1905 διενεργούνται εκλογές που είχε προεξαγγείλει ο Πρίγκιπας με ανελεύθερα μέτρα και με μεθόδους εκλογικής βίας που χρησιμοποιούσε το αρμοστειακό καθεστώς. Χωρίς τη συμμετοχή των Βενιζελικών, εξελέγησαν οι αρχηγοί των φιλοπριγκιπικών σχηματισμών Πωλογιώργης, Κούνδουρος, Μιχελιδάκης στη νέα Βουλή.
Στις 25 Μαρτίου, ανήμερα του εορτασμού της εθνικής Παλιγγενεσίας, οι επαναστάτες του Θερίσου κατέβηκαν στο χωριό Παναγιά των Κεραμιών, όπου με πλήθος λαού που συγκεντρώθηκε απ’ όλο το νομό γιόρτασαν τη μεγάλη μέρα. Ο Βενιζέλος με αφορμή τον πανηγυρικό που εκφωνεί, εύστοχα τονίζει: «Ο αγών μας είναι δίκαιος, ώστε να εξεγείρη πάντας ως εν άνθρωπον κι ελπίζομεν ότι η Ευρώπη θα αναγκασθή ηθικώς να παραδεχθή ότι δια τον Κρητικόν λαόν ουδεμίαν άλλη λύσις υπάρχει πλην της Ενώσεως». Η πεποίθηση αυτή θα επαληθευθεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, όταν η φιλομοναρχική Βουλή που αναδείχτηκε από τις εκλογές του Μαρτίου 1905, στις 7 Απριλίου παρακινούμενη από το διάβημα του Ελ. Βενιζέλου αλλά και ενθαρρυμμένη από το φιλελεύθερο αέρα που κατέβαινε από τις Κρητικές Μαδάρες κήρυξε στην πρώτη συνεδρίαση της την ένωση του νησιού με τη μητέρα Ελλάδα. Μάλιστα ο γεροντότερος βουλευτής και πρόεδρος Αναγνώστης Μάντακας, με πλήθος λαού πήγε στην Αυλή της Χαλέπας και επέδωσε το ψήφισμα στον πρίγκιπα.
Την ίδια ώρα που συνέβαιναν αυτά στην πόλη, ο Κων/νος Μάνος με ένοπλα τμήματα περιόδευε από περιοχή σε περιοχή για να εξυψώσει το ηθικό φρόνημα του λαού και να τον συνεγείρει να επαναστατήσει. Ταυτόχρονα η οργάνωση της υπαίθριου χώρας αποκαθίσταται με την αντικατάσταση των διορισμένων πριγκιπικών αρχών με επαναστατικές αρχές, με φρουραρχεία και οπλαρχηγεία του Θερίσου. Είναι χαρακτηριστική η συνδρομή προς την κατεύθυνση αυτή όχι μόνο των Ελλήνων της Μεγαλονήσου αλλά και του Μουσουλμανικού στοιχείου για το οποίο είχε κάνει ιδιαίτερη μνεία και είχε λάβει μέτρα προστασίας η επανάσταση. Ο Βενιζέλος, τον Απρίλιο του 1905, στο Στρατηγείο του στο Θέρισο δέχτηκε πλειάδα επισκέψεων πολιτικών συντακτών που είχαν σταλεί για λογαριασμό του αθηναϊκού αλλά και του διεθνή Τύπου. Ξεχωρίζουν οι επισκέψεις του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Στέφανου Γρανίτσα, του πρύτανη της δημοσιογραφίας της εν λόγω εποχής, Βλάσση Γαβριηλίδη, του Βρετανού ανταποκριτή των “ΤIMES” και μετέπειτα διπλωμάτη Μπάουτσερ, του διαπρεπή ανταποκριτή της εφημερίδας “ΚΑΙΡΟΙ”, Σπύρου Νικολόπουλου. Ο τελευταίος μάλιστα μας έχει αφήσει μια μοναδική εικόνα του επαναστατημένου Θερίσου , όπως το πρωτοαντίκρυσε, χαρακτηριστικά γράφει: «Ένα ποιητικότατο χωριουδάκι γεμάτο υψώματα καταπράσινα, μια τοποθεσία όπου εις κάθε βήμα κανείς συναντά και από ένα φυσικό οχύρωμα ένα απρόσιτο φρούριο του οποίου τα τείχη αποτελούν κατάκρημνα και υπερύψηλα βουνά. Μια φάραγξ δασώδης, τα χείλη της οποίας απέχουν από του βάθους της εκατοντάδας μέτρων, μια φάραγξ κατάβραχος, η διάβασις της οποίας διαρκεί ώραν ολόκληρον, αποτελεί την πύλην του φρουρίου αυτού. Πεντακόσιοι λεβέντες, πεντακόσιοι γίγαντες Κρητικοί σφιχταγκαλιάζοντες τα όπλα των, ζωσμένοι τα φυσεκλίκια των, με μορφάς εκφραζούσας τους τραχείς αγώνας τόσων ετών, τιμημένοι οι πλείστοι με τα παράσημα, που έδωκαν εις τα στήθη των αι σφαίραι του τυράννου, λημεριάζουν τώρα εις το από τας χιονισμένας κορυφάς των Λευκών Ορέων πλαισιούμενον ποιητικό χωριό, το Θέρισο». Εκτός από τις αφίξεις των διακεκριμένων δημοσιογράφων, που προαναφέραμε, έχουμε και την παρουσία σπουδαίων προσωπικοτήτων που θα τεθούν στην υπηρεσία της επανάστασης, όπως ο καθηγητής Πανεπιστημιακός Αντώνης Γιάνναρης αλλά και ο μετέπειτα πασίγνωστος Μαρίνος Αντύπας.
Στο Θέρισο θα φθάσουν και επίλεκτες κυρίες για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στον αγώνα και να καταβάλουν ερανικά οικονομικά. Οι πιο ονομαστές είναι η Παρασκευούλα Μπλούμ, σύζυγος του Θανάση Μπλούμ, δικηγόρου και υπεύθυνου Τύπου Χανίων για την οποία γίνεται λόγος ότι συνδεόταν και με λεπτά ευγενικά αισθήματα με τον μεγάλο αγαπημένο της, Ελευθέριο Βενιζέλο, καθώς επίσης η σύζυγος του Κων/νου Μάνου, Ισαβέλλα Μέρλιν αλλά και οι αδελφές του Βενιζέλου, Κατίγκω Μητσοτάκη και Μαρία Γιαννουδάκη. Στο Θέρισο κοντά στον πατέρα τους, τους καλοκαιρινούς μήνες θα βρεθούν σαν ανταρτόπουλα και οι δυο γιοι του Βενιζέλου, ο Κυριάκος και ο Σοφοκλής. Στις 16 Απριλίου 1905, ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, ημέρα εμποροπανήγυρης, θα συμβεί εμφύλια σύρραξη στο χωριό Βουκολιές ανάμεσα σε επαναστάτες και χωροφύλακες με τρεις νεκρούς από κάθε πλευρά.
Μετά τα αιματηρά αυτά γεγονότα θα εκδοθεί ημερήσια διαταγή στις 17 Απριλίου, όπου ο αρχηγός της Χωροφυλακής Monaco θα ζητήσει την επιβολή τάξης και θα κηρύξει εξοντωτικό αγώνα “κατά των συμμοριτών” του Θερίσου. Ο υπουργός Εσωτερικών της Κρητικής Κυβέρνησης, Αριστείδης Κριάρης διαφωνεί στην εφαρμογή των αντιπατριωτικών αυτών μέτρων που επιτάσσεται να εκτελέσει, και παύεται. Το Σώμα της Χωροφυλακής περνάει πλήρως στη δικαιοδοσία των Αυλικών του πρίγκιπα, του αρχιγραμματέα Ανδρέα Παπαδιαμαντοπούλου αλλά και του Κίμωνα Λεμπέση. Το Υπουργείο Εσωτερικών αναλαμβάνει ο Ιωάννης Τσουδερός που προβαίνει σε διορισμούς δημάρχων αρεστών του καθεστώτος. Σε αντίδραση αυτής της ενέργειας ο καπετάν Ευστάθιος Περουλής καταλαμβάνει τοΝ Βάμο, καταλύει τις νεοδιορισμένες πριγκιπικές αρχές και επαναφέρει τις αρχικές νόμιμες τελωνειακές και δημαρχιακές αρχές εισπράττοντας φόρους και δασμούς εν ονόματι της επανάστασης. Ο Κων/νος Μάνος με πενηντα πέντε αντάρτες προωθείται στο Κολυμπάρι και αποκαθιστά την επιμελητεία ανεφοδιασμού και οργανώνει μόνιμο φρουραρχείο επανδρώνοντάς το με επαναστάτες. Με την επικράτηση των επαναστατικών δυνάμεων στην ύπαιθρο, το προεδρείο του Θερίσου αναλαμβάνει να οργανώσει την πολιτική διοίκηση των επαρχιών Κισσάμου, Σελίνου, Κυδωνίας και Σφακίων. Ο λαός των επαρχιών καλείται να ψηφίζει σύμφωνα με την εγκύκλιό του τα επιτροπεία. Τα επιτροπεία ασκούσαν όλη την πολιτική και δικαστική εξουσία των περιοχών της επανάστασης και εκτελούσαν τις εντολές της Επαναστατικής Συνέλευσης. Καθήκοντά τους ήταν η διαχείριση στα Βακουφικά κτήματα, η οργάνωση των τελωνείων και των ταχυδρομείων, η συγκρότηση εκκλησιαστικών και σχολικών επιτροπών, η συγκρότηση λαϊκών δικαστηρίων, η στελέχωση αγροφυλακής στην ύπαιθρο. Η εξουσία του Πρίγκιπα είχε περιοριστεί στις τρεις μεγάλες πόλεις της Κρήτης. Εκεί πλέον είχαν αποσυρθεί οι αξιωματούχοι των διεθνών στρατευμάτων και εκπονούσαν σχέδιο καταστολής της επανάστασης και αποκατάστασης της τάξης.
Η δεύτερη φάση των γεγονότων, δηλαδή μετά τις 12 Μαΐου, χαρακτηρίστηκε από την ολοένα εντεινόμενη δραστηριότητα της Ρωσίας και της Αγγλίας και την παρατεινόμενη απραξία των άλλων δυο Μεγάλων Δυνάμεων, Γαλλίας και Ιταλίας. Τους δυο πρώτους μάλιστα θερινούς μήνες οι Ρωσικές και οι Αγγλικές δυνάμεις θα αποκαταστήσουν την τάξη στις περιοχές της δικαιοδοσίας τους. Η 12η Μαΐου, είχε χαρακτηριστεί ζοφερή μέρα της επανάστασης αφού οι Μεγάλες Δυνάμεις σε διακοίνωσή τους θα τονίσουν: «ότι είναι αδύνατος η ένωσις υπό τας σημερινάς συνθήκας και απαιτούν από τους επαναστάτας να καταθέσουν τα όπλα». Η Γενική Συνέλευση των αντιπροσώπων της Επαναστατικής Συνέλευσης συγκαλείται στο Θέρισο και απορρίπτει την πρόταση και δηλώνει τη μεγάλη πίστη της για συνέχιση του αγώνα. Στις 18 Μαΐου, η κρητική βουλή θα βάλει λουκέτο και πολλοί βουλευτές θα ανεβούν στο Θέρισο για να συμπορευθούν με τους επαναστάτες. Στις 22 Μαΐου, το προεδρείο της επανάστασης στέλνει ανακοίνωση από το Θέρισο προς τις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά και προς την Ελληνική Κυβέρνηση και ζητά να σταλεί στην Κρήτη ειδική αντιπροσωπία για την εξέταση του ζητήματος. Στις 30 Μαΐου, αρχίζει πλέον η συντονισμένη αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων κατά των επαναστατών. Ο διεθνής στρατός προωθείται στα χωριά πλησίον των Χανίων: Μουρνιές, Μαλάξα, Κορακιές Ακρωτηρίου. Οι Ρωσικές δυνάμεις εξορμούν από το Ρέθυμνο και επεκτείνουν τη δράση τους σ’ όλη την επαρχία Αποκορώνου. Ο καπετάν Κακούρης στην Αργυρούπολη προτάσσει αντίσταση και δεν υποχωρεί στις αξιώσεις των Ρώσων περί παράδοσής της. Στις 3 Ιουνίου 1905, δύναμη αποτελούμενη από διακόσιους Ρώσους στρατιώτες και εβδομήντα πέντε χωροφύλακες επιτίθεται με σκοπό να καταλάβει το Βάμο, πρωτεύουσα της επαρχίας Αποκορώνου την οποία προασπίζεται ο Ευστάθιος Περουλής με τοπική φρουρά. Η πολιορκία του Βάμου διαρκεί τρεις μέρες. Αποφασιστική σημασία για τη λύση της πολιορκίας παίζει η συνδρομή του Κων/νο Μάνου που σπεύδει με το ένοπλο Σώμα του, το στρατοπεδευμένο στην Τσιβαριανή κορυφή. Οι Ρώσοι και οι χωροφύλακες αναγκάζονται να υποχωρήσουν από την πλευρά των Καλυβών όπου προστατεύονται από αγγλική δύναμη της περιοχής. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Βάμος και οι Καλύβες διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Βάμος ως πρωτεύουσα της επαρχίας και έδρα των πριγκιπικών δυνάμεων και οι Καλύβες ως επίνειο της περιοχής που είχαν ανάγκη τόσο οι πριγκιπικές αρχές όσο και οι επαναστάτες.
Στις 5 Ιουνίου 1905, στην επαρχία Κισσάμου έχουμε σημαντικές εξελίξεις. Οι επαναστάτες, αφού έδωσαν σημαντικές μάχες στα περίχωρα του Καστελίου κατέλαβαν την κωμόπολη. Το σώμα της χωροφυλακής με το διοικητή του και ομάδα αντιεπαναστατών με επικεφαλής το βουλευτή Καστελίου, Λεωνίδα Λιονάκη μόλις που πρόλαβαν να επιβιβασθούν σε πλοιάριο και να διαφύγουν στην πόλη των Χανίων. Επικεφαλής των επαναστατών στις επιχειρήσεις στο Καστέλι ήταν οι μετέπειτα φρούραρχοι της περιοχής, Μιχάλης Τερεζάκης και Γεώργιος Μπαλαντίνος που υποσχέθηκαν ασφάλεια και τάξη. Ο αρχηγός της εκστρατείας των επαναστατών Κισσάμου, Νικόλαος Πιστολάκης μετά από συνάντηση με τον Θεοφιλέστατο επίσκοπο στο Καστέλι, για ειρήνη της περιοχής, προβαίνει σε ενέργειες οργάνωσης του τόπου και οχύρωσης της παραλίας. Σε επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χαρακτηριστικά γράφει: «Έπρεπε να είσθε εδώ να ιδήτε τις κινήσεις των ανδρών μας εις την παραλίαν να εβλέπατε τους οπλίτας μας εργαζόμενους πυρετωδώς με πτυάρια και άλλα εργαλεία προς κατασκευήν ταχυσκάπτων ακριβώς ένθα το κύμα προσψαύει την άμμον με την απόφασιν να ανατρέψωμεν επικείμενη απόβασιν των Ευρωπαίων».
Στις 9 Ιουνίου, η κρητική κυβέρνηση παραιτείται, την ίδια ώρα που αντάρτες από την Μαλάξα με επικεφαλής τον Καπετάν Καλογερή, οργανώνουν επιχείρηση κατάληψης των φυλακών Ιτζεδίν στο Καλάμι και απελευθέρωσης των αιχμαλώτων επαναστατών καθώς και των πολιτικών κρατουμένων. Στη σκηνοθετημένη αυτή επιχείρηση δέκα χωροφύλακες με έναν ενωματάρχη οδηγώντας δήθεν κρατούμενους επαναστάτες περνούν τη σιδερένια πύλη του φρουρίου φυλακής, στην πραγματικότητα όμως όλοι είναι αντάρτες. Οι αξιωματικοί της φρουράς μέχρι να το πάρουν είδηση έχουν αφοπλισθεί και γελοιοποιηθεί. Το συμβάν προκαλεί κατάπληξη στην Αρμοστεία αλλά και στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το κύρος της χωροφυλακής έχει τρωθεί. Στις 18 Ιουνίου 1905, το ρωσικό πολεμικό “Χάμπρι” και το γαλλικό αντιτορπιλικό “Σεβαλλιέ” παραπλέοντας στην ακτογραμμή Αγία Μαρίνα-Πλατανιά αποβιβάζουν με βάρκες στρατιωτικά αγήματα στις περιοχές αυτές. Οι οχυρωμένοι αντάρτες του τόπου αμύνονται και αναγκάζουν τα διεθνή στρατεύματα να επανέλθουν στα πλοία. Τα πλοία στη συνέχεια κανονιοβολούν την περιοχή, ενώ ταυτόχρονα Ρωσικές δυνάμεις από τον Αλικιανό καταφθάνουν για ενίσχυση των διεθνών στρατευμάτων. Οι επικεφαλής των ανταρτών Ιωάννης Παπαδογιάννης, Σπυρίδων Μαλινδρέτος, Παναγιώτης Παρασκάκης προ του κινδύνου να περικυκλωθούν, υποχωρούν. Μετά την υποχώρηση των ανταρτών ο διεθνής στρατός σταθεροποιεί προγεφύρωμα στη βόρεια παραλία του νησιού, πράγμα επικίνδυνο για την επανάσταση. Ο Βενιζέλος ζητά ανακατάληψη της περιοχής “πάση θυσία”. Την επιχείρηση ενισχύουν οι δυνάμεις του Καπετάν Καλογερή και του Καπετάν Περουλή με τριακόσια παλικαριά σε συνεργασία με τον αρχιφρούραρχο της περιοχής Ιωάννη Παπαδογιάννη. Στις 21 Ιουνίου, ο Πλατανιάς είναι και πάλι στα χέρια των επαναστατών παρά το ανελέητο σφυροκόπημα που δέχεται από τα νέα πολεμικά που καταφθάνουν στην περιοχή με πιο ονομαστό το “Κουδήρ”. Η πτώση των παράκτιων περιοχών της Αγίας Μαρίνας-Πλατανιά στα χέρια των επαναστατών φέρνει σε δύσκολη θέση τις Ρωσικές δυνάμεις που εδρεύουν στον Αλικιανό και γρήγορα θα αναγκαστούν να έρθουν σε συμβιβασμό. Στις 30 Ιουνίου, οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων ζητούν συνάντηση με τους αρχηγούς της επανάστασης η οποία πραγματοποιείται στις Μουρνιές. Στις 2 Ιουλίου, γίνεται φανερός ο άκαρπος χαρακτήρας της συνάντησης, παρότι ο Βενιζέλος θέτει το θέμα της διεθνούς επιτροπής που θα εξετάσει το πολίτευμα της Νήσου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις με διακοίνωσή τους εμμένουν αποφασιστικά στη θέση τους. «Επ’ ουδενί λόγω δέχονται τροποποιήσεις του πολιτικού καθεστώτος της Κρήτης υπό τας παρούσας συνθήκας». Επιπλέον αξιώνουν την παράδοση του οπλισμού των επαναστατών, εντός δεκαπέντε ημερών αλλιώς θα προβούν σε κήρυξη του Στρατιωτικού νόμου. Το Προεδρείο του Θερίσου απορρίπτει τις αξιώσεις και προετοιμάζει το λαό σε νέους αγώνες. Τη συνάντηση στις Μουρνιές επισκίασε το τραγικό συμβάν στο Κόκκινο Μετόχι όπου “ομάδα ενεδρευόντων χωροφυλάκων” δολοφόνησε τον οπλαρχηγό των Κεραμειών Γεώργιο Χναρά, έναν από τους πρωτεργάτες των απελευθερωτικών αγώνων της Μεγαλονήσου.
Στις 18 Ιουλίου, oι Μεγάλες Δυνάμεις κηρύσσουν στρατιωτικό νόμο στην Κρήτη. Το Προεδρείο του Θερίσου με προκηρύξεις κάνει γνωστό ότι: «Έχομεν όλη την συναίσθησιν της σμικρότητας απέναντι του κολοσσού της ισχύος των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν πρέπει να υποτεθεί ότι μετ’ ελαφράς καρδίας αντιμετωπίζομεν την δυσμένειαν αυτών. Αλλά είμεθα τόσον βέβαιοι και περί του δικαίου αγώνος μας και περί του ότι αι Μεγάλαι Δυνάμεις επιδιώκουσι μετ’ απολύτου αφιλοκερδείας έργον πολιτισμού και ελευθερίας εν Κρήτη». Μετά την κήρυξη του Στρατιωτικού νόμου, ο Αγγλικός στρατός θέτει υπό πλήρη έλεγχό του το Ηράκλειο, ο Ρωσικός το Ρέθυμνο, ο Ιταλικός τα Χανιά και ο Γαλλικός το Λασίθι. Ενοπλοι φρουροί εγκαθίστανται στα δημόσια καταστήματα και περίπολοι στους δρόμους. Με ρητές διατάξεις απαγορεύονται οι συναθροίσεις και η κυκλοφορία στους δρόμους πέραν της δύσης του ηλίου. Λογοκρίνονται τα πάντα, εφημερίδες, τηλεγραφεία, ταχυδρομεία. Ο ανώτερος διοικητής Κρήτης των Διεθνών Στρατευμάτων Benedetti μαζί με τους Loubanski και Urbanovic εκπονούν σχέδιο άμεσης καταστολής της επανάστασης. Το σχέδιό τους αποβλέπει στο να απομονωθούν οι επαναστάτες του Θερίσου τόσο από την υπόλοιπη Κρήτη όσο και από την υπόλοιπη Ελλάδα. Την ίδια ώρα στο Θέρισο επικρατεί επαναστατικός αναβρασμός, αλλά και τα προβλήματα έχουν ενταθεί με την παράταση του αγώνα. «Το Αρχηγείο στο Θέρισο για να αναποδογυρίσει το σχέδιο της Αρμοστείας» -γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του “Κρητικός – Πολιτεία”- «δεν είχε και κείνο παρά να δυναμώσει τις φρουρές του. Φυσέκια ζητούσε ξανά ο Βενιζέλος και μηχανές που να τα γεμίζουν. Αλλά πού να βρεθούν τόσοι παράδες για τόσες χρειές μονομιάς. -Τούτες τις μέρες τίναξα τις τσέπες των συντρόφων μου για να πλερώσουμε το γεύμα του ασκεριού, μονολογούσε ο Βενιζέλος. Και ο Μόσκοβος με τους Φραντζέζους ξεχυνόταν κατά της επανάστασης».
Στις 20 Ιουλίου, οι Ρώσοι αιφνιδιαστικά καταλαμβάνουν το λιμάνι του Κολυμπαρίου με το καταδρομικό “Χάμπρι”. Υψώνεται ξανά η σημαία της Κρητικής Πολιτείας στην περιοχή. Την επόμενη μέρα τα ίδια γεγονότα θα συμβούν και στο Καστέλλι παρά τη σθεναρή αντίσταση των επαναστατών και θα επανεγκατασταθούν οι αρμοστειακές αρχές στην κωμόπολη. Στις 2 Αυγούστου τα αιματηρά γεγονότα στο Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου, σε παράλληλες επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού, καθώς και οι βαναυσότητες των Ρώσων σε βάρος του άμαχου πληθυσμού δημιουργούν αίσθημα αποτροπιασμού στη διεθνή κοινή γνώμη και συνταράζουν το Πανελλήνιο. Ο Ιταλός διοικητής Benedetti αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη θέση του και ο Πρόξενος Fakiotti θα δηλώσει επικριτικά: «Οι ενέργειες των Ρώσων είναι εντελώς μονομερείς, αποβαίνουν βάρβαρες και είναι όλως ανάρμοστες εις Δύναμιν η οποία δεν ευρίσκεται εδώ προς κατάκτησιν αλλά προς προστασίαν του Κρητικού λαού» Ο Βενιζέλος από το Θέρισο επαινεί την ιταλική στάση. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος στη Χαλέπα επινοεί τη συγκρότηση ενόπλων μισθοφορικών σωμάτων, τους επονομαζόμενους δημοφρουρούς – ροπαλοφόρους. Αναθέτει την οργάνωσή τους στο Μανούσο Κούνδουρο και στον βουλευτή Λυχνάκη.
Η επαναστατική Κυβέρνηση του Θερίσου θα καταγγείλει τη σύσταση του σώματος των Δημοφρουρών, γιατί οδηγούσε αναπόφευκτα σε εμφύλια διαμάχη τον τόπο, και θέτει το σύνθημα: «Πάση θυσία διάλυση των Δημοφρουρών». Την ίδια περίοδο στο Θέρισο, η εφημερίδα της Επαναστατικής Συνελεύσεως γίνεται επίσημο όργανο της Επανάστασης και τυπώνεται στο χειροκίνητο πιεστήριο του Θερίσου. Επίσημη σημαία της επανάστασης καθιερώνεται η ελληνική που έχει στο μέσο της τη Νίκη του Παιωνίου και τη λέξη Ένωση. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος γράφει από το Θέρισο ότι ο Αρμοστής ως αρχηγός εκστρατειών ψηφίζει το νόμο περί δημοφρουρών στο Κρητικό Κοινοβούλιο. Η ενεργοποίηση των Δημοφρουρών είναι φανερή τόσο στον Αποκόρωνα όσο και στην Κίσαμο. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα δε θα σταθεί εμπόδιο στις επαναστατικές δυνάμεις να ανακαταλάβουν την κωμόπολη, του Καστελίου μετά την προσωρινή επικράτηση των Αρμοστειακών. Το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη του 1905 ξεχωρίζει η φονικότατη μάχη της Γεωργιούπολης που θα την υπερασπισθεί μέχρι εσχάτων ο φρούραρχός της Καπετάν Γρύλος. Στις 3 Οκτωβρίου, μετά την κατάληψη της Γεωργιούπολης ο Ρώσος διοικητής Urbanovic προωθεί τις δυνάμεις του, (400 Ρώσους στρατιώτες και 150 Δημοφρουρούς) στην περιοχή του Βάμου. Η Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση του Θερίσου διακηρύττει, «Νυν υπέρ πάντων ο αγών». Σπεύδουν για ενίσχυση των πολιορκημένων, από το Μάλεμε με 100 άνδρες ο Κων/νος Μάνος, ο καπετάν Κακούρης με 300 από τη Μαλάξα και τέλος ο ίδιος ο Βενιζέλος από το Θέρισο ηγείται 800 ανδρών. Ο Urbanovic με τελεσίγραφο ζητεί εντός 36 ωρών την παράδοση της κωμόπολης περιφρονώντας και τις ιταλικές δυνάμεις που είχαν την ευθύνη της περιοχής. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκμεταλλευόμενος την δυσαρέσκεια των Ιταλικών δυνάμεων αλλά και την ευνοϊκή στάση που είχε δείξει ο Ιταλός πρόξενος, ζητά να συμπαραταχθεί η ιταλική φρουρά που είχε έδρα την Αργυρούπολη με τους επαναστάτες και οι Ιταλοί ανταποκρίνονται. Το τελευταίο αυτό γεγονός αλλά και η αποφασιστικότητα των επαναστατών αναγκάζουν τον Urbanovic σε διαπραγμάτευση με τους επαναστάτες στο Καλαμίτσι. Οι αξιώσεις του Ρώσου διοικητή δε γίνονται αποδεκτές. Ο Urbanovic εκτιμώντας στη συνέχεια την κατάσταση θα περιμαζέψει το στράτευμά του και θα επιστρέψει στο Ρέθυμνο. Στην απόφασή του αυτή, βέβαια συνέτεινε και η αγγλική παρέμβαση, μιας και ο Ιωάννης Σφακιανάκης σε συνάντηση με τον Άγγλο πρόξενο Esme Howard στο Ηράκλειο επανέφερε το αίτημα του Βενιζέλου, στις 2 Ιουλίου 1905, περί συστάσεως διεθνούς εξεταστικής επιτροπής και τερματισμού του ένοπλου αγώνα.
Στις 12 Οκτωβρίου, η επαναστατική κυβέρνηση συγκαλεί την Επαναστατική Συνέλευση στο Θέρισο και ανακοινώνει τη διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη. Αποφασίζεται η λήξη του Αγώνα και η παράδοση 800 όπλων αντί της Αμνηστείας. Θα χρειασθεί κοπιώδη προσπάθεια από μέρους του Βενιζέλου για να πεισθούν οι πρωτεργάτες, Κων/νος Μάνος και Κων/νος Φούμης καθώς και μεγάλη μερίδα επαναστατών. Ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του “Κρητικός-Πολιτεία”, με έντονο λογοτεχνισμό σημειώνει: «Ο Καπετάν Λευτέρης τους κοίταξε στα μάτια και είπε:Η επανάσταση έκαμε το δρόμο της, πέτυχε ό,τι είχε να πετύχει. Όσο αίμα χυθεί από δω και μπρος θα γενεί θελειά στο λαιμό του αίτιου. Οι Φράγκοι και ο Μόσκοβος που μας αρνήθηκανε την ένωση προθυμεύουνται να μας χορτάσουν μ’ άλλα. Να στείλουν μια προσωρινή επιτροπή που θα μελετήσει τη διοικητική μεταρρύθμιση που χρειάζεται ο τόπος. Να βάλουν ανθρώπους δικούς τους να επιβλέπουν τη διοίκηση, για να εφαρμόζονται το Σύνταγμα και οι νόμοι. Να μας κάνουν τίμιες και ελεύθερες εκλογές για Εθνική Συνέλευση. Τώρα η νίκη μας, ας είναι και λειψή θα γίνει μάθημα στους Έλληνες, να ξέρουν πως όποιος ποθεί την λευτεριά τηνε κερδίζει!». Στις 2 Νοεμβρίου υπογράφηκε η τελική συμφωνία από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνίας. Εξασφαλίσθηκε η έκταση της Αμνηστείας και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεσμεύθηκαν να σταλεί μια Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή για αναθεώρηση του πολιτειακού καθεστώτος της Μεγαλονήσου. Ρυθμίστηκε η διάλυση των Δημοφρουρών, η παράδοση μέρους οπλισμού των επαναστατών και η αποκατάσταση σχέσεων επαναστατημένων και διοικητικών Αρχών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις όμως ενέμειναν στη στάση τους να μην επιτρέψουν την Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Στην επιστροφή επισκεφθήκαμε την ιστορική μονή Αρκαδίου. Εκεί διαδραματίστηκε το σημαντικότερο επεισόδιο της Κρητικής Επανάστασης του 1866. Η κακοδιοίκηση και η καταπίεση της τουρκικής διοίκησης είχε αναγκάσει την Παγκρήτια Συνέλευση που συνήλθε στα Χανιά να αποστείλει στις 14 Μαΐου 1866 αναφορά στον Σουλτάνο με μια σειρά αιτημάτων. Συγκεκριμένα, ζητούσε: βελτίωση του φορολογικού συστήματος, σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας, αναγνώριση του πληθυσμού να εκλέγει ελεύθερα τους δημογέροντές του και τη λήψη μέτρων για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού. Παράλληλα, απέστειλε μυστικό υπόμνημα προς τους μονάρχες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με το οποίο τους καλούσε να ενεργήσουν για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή να μεσολαβήσουν στη χορήγηση από τον Σουλτάνο «Οργανικού Νόμου». Στη συγκέντρωση αυτή συμμετείχε και ο Γαβριήλ Μαρινάκης, ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου, που ήταν το επαναστατικό κέντρο της περιοχής Ρεθύμνης. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αδιαφόρησαν, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δήλωνε ουδετερότητα και δεν πήρε ανοιχτά το μέρος των επαναστατών. Μόνο η Ρωσία κινήθηκε δραστήρια, χάρη στους υποπροξένους της στο νησί Ιωάννη Μιτσοτάκη και Σπυρίδωνα Δενδρινό. Μη αναμένοντας βοήθεια από πουθενά, οι Κρητικοί αποφάσισαν να ξεσηκωθούν μόνοι τους και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 21 Αυγούστου 1866, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» και αρχηγούς τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη στα Χανιά, τον Ελλαδίτη συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο στο Ρέθυμνο και τον Μιχαήλ Κόρακα στο Ηράκλειο. Στην Ελλάδα συγκροτήθηκαν εθελοντικές ομάδες, που βοήθησαν τους Κρητικούς, με χρήματα, τρόφιμα και άλλα εφόδια. Ο Σουλτάνος θορυβήθηκε από την εξέγερση και έστειλε στις 30 Αυγούστου 1866 τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, με εντολή να την καταστείλει, αφού προηγουμένως είχε απορρίψει τα αιτήματα των Κρητικών. Ο Πασάς έφερε το προσωνύμιο Γκιριτλί (Κρητικός), επειδή είχε συντελέσει στην κατάπνιξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη. Πρώτα προσπάθησε να καλοπιάσει τους επαναστάτες και να τους πείσει να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Όταν αυτοί αρνήθηκαν, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το στρατιωτικό του σχέδιο για την κατάπνιξη της επανάστασης. Η Μονή Αρκαδίου Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο προέβη σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή των Χανίων και στη συνέχεια στράφηκε προς το Ρέθυμνο και τη Μονή Αρκαδίου, όπου ήταν η έδρα της τοπικής επαναστατικής επιτροπής, αποθήκη πολεμοφοδίων και τροφίμων, καθώς και καταφύγιο πολλών χριστιανών. Ο Μουσταφά Πασάς έφθασε έξω από το μοναστήρι το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1866. Στη διάθεσή του είχε 15.000 άνδρες (Τούρκους, Αλβανούς, Αιγυπτίους και Τουρκοκρητικούς) και ισχυρό πυροβολικό. Στη Μονή βρίσκονταν 966 άνθρωποι, από τους οποίους μόνο 250 μπορούσαν να πολεμήσουν. Επικεφαλής των αγωνιστών του Αρκαδίου ήταν ο πελοποννήσιος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος και ο ηγούμενος Γαβριήλ. Οι προτάσεις προς παράδοση απορρίφθηκαν από τους πολιορκημένους και το πρωί της 8ης Νοεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Οθωμανοί, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή την πρώτη μέρα. Το βράδυ ζήτησαν ενισχύσεις και μετέφεραν ένα μεγάλο πυροβόλο από το Ρέθυμνο. Την επομένη, 9 Νοεμβρίου, άρχισε το δεύτερο κύμα της επίθεσης. Νωρίς το απόγευμα γκρεμίστηκε το δυτικό τείχος της Μονής από τις βολές του πυροβόλου και οι επιτιθέμενοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, αρχίζοντας τη μεγάλη σφαγή. Στη μπαρουταποθήκη της μονής γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος και μία ακόμα ένδοξη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Ο Κωστής Γιαμπουδάκης ή κατ' άλλους ο Εμμανουήλ Σκουλάς την ανατίναξε, σκορπίζοντας το θάνατο, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εισβολείς. Αμέσως μετά, οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν όσους είχαν διασωθεί, ενώ έκαψαν τον ναό και λεηλάτησαν τα ιερά κειμήλια. Από τους Έλληνες που βρίσκονταν στη Μονή, μόνο 3 ή 4 κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ περίπου 100 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μεταξύ αυτών και ο Δημακόπουλος, που εκτελέστηκε λίγο αργότερα. Ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης είχε σκοτωθεί πριν από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης. Οι νεκροί και τραυματίες του Μουσταφά ανήλθαν σε 1.500 ή σε 3.000, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς. Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, όπως είχε συμβεί με την καταστροφή των Ψαρών και την Έξοδο του Μεσολογγίου, συγκίνησε όλο τον χριστιανικό κόσμο κι ένα νέο κύμα φιλελληνισμού δημιουργήθηκε στην Ευρώπη. Σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και ο Βίκτωρ Ουγκώ, πήραν θέση υπέρ του Κρητικού Αγώνα και ξένοι εθελοντές έσπευσαν να ενισχύσουν από κοντά την Επανάσταση. Σημαντικές ήταν και οι χρηματικές συνεισφορές από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, με προεξάρχοντα τον φιλέλληνα Σαμουήλ Χάου. Η Κρητική Επανάσταση φυλλορρόησε τον Ιανουάριο του 1869, αλλά ο Σουλτάνος δεν μπόρεσε να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τους Χριστιανούς της Κρήτης. Έτσι, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον «Οργανικό Νόμο» (3 Φεβρουαρίου 1868), ένα είδος Συντάγματος, που προέβλεπε προνόμια για τους χριστιανούς και καθεστώς ημιαυτονομίας για το νησί. Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα πήρε αναβολή για το 1912.
Το Σάββατο 10 Δεκεμβρίου επισκεφθήκαμε την αρχαία ΕΛΕΥΘΕΡΝΑ και το ΡΕΘΥΜΝΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΝΑΣ- ραντεβού κανονισμένο με ελεύθερη είσοδο στο Μουσείο. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι κλειστός τον χειμώνα.
Στις βορειοδυτικές υπώρειες της Ίδης, του Ψηλορείτη, που φιλοξένησε το λίκνο του Κρηταγενούς Δία, ακόμη φυσά ο αρχαίος άνεμος ψιθυρίζοντας μυστικά την ίδρυση και την ακμή μιας μοναδικής στην αποκάλυψή της αρχαίας πόλης, της Ελεύθερνας.
Η θέση μοιάζει με ένα μεγάλο πέτρινο καράβι, που έστριψε την πλώρη του ΒΔ κι άραξε μέσα στο άφατο πράσινο από τις ελιές και τα αμπέλια, τους πρίνους, τις χαρουπιές και τα αστυράκια. Ο επιμήκης λόφος του Πρινέ (σημερινή Aρχαία Ελεύθερνα), από μαργαϊκό ασβεστολιθικό πέτρωμα, εντάσσεται στις χαμηλότερες έσχατες βορειοδυτικές υπώρειες του Ψηλορείτη, της άλλωτε δασωμένης Ίδης. Ορθώνεται σε ύψος περίπου 380 μ. πάνω από τη θάλασσα και περίπου 410 μ. στο σημερινό ριζίτικο ομώνυμο ομορφοχώρι. Η κορυφή του διαιρείται σε δύο σχεδόν επίπεδες, σχετικά ευρύχωρες λωρίδες γης, μια βαθμιδωτή πλατειά στα Β. (το Πυργί) και μια ευρύτερη και ψηλότερη στο μέσο, ενώ νοτιότερα σχηματίζει έναν αυχένα που διακόπτεται περίπου στο μέσο του μήκους του από τον βυζαντινό-μεσαιωνικό Πύργο. Στην ομοιότητα αυτού του φυσικού αναγλύφου με τις πραγματικές χερσονήσους που εισχωρούν στη θάλασσα, οφείλεται και η ονομασία της δυτικής έκτασης της αρχαίας πόλης στον λόφο της Ελεύθερνας που λέγεται σήμερα Νησί. Η ύπαρξη πόσιμου νερού από φυσικές πηγές, χειμάρρους, πηγάδια κ.ά, η οπτική επαφή με τη θάλασσα της βόρειας ακτής της Κρήτης, η ύπαρξη καλλιεργητικών εκτάσεων, βοσκοτόπων για κτηνοτροφία και δασών για ξυλεία, τα αρωματικά και ιαματικά βότανα για να θυμιάσουν τους θεούς τους και για να γιατρέψουν τον ανθρώπινο πόνο, τα λατομεία ασβεστόλιθου, κυρίως στον λόφο Περιστερέ, και τα μεταλλεία (;) σιδήρου στο όρος Κουλούκωνα (Ταλλαία όρη στα ανατολικά της επικράτειάς της), καθώς και οι καλές κλιματολογικές συνθήκες είναι ορισμένοι από τους λόγους που έκαναν την περιοχή κατάλληλη για την ανάπτυξη μιας σπουδαίας αρχαίας πόλης.
Σύμφωνα με την παράδοση η πόλη έλαβε το όνομα της από τον Ελευθήρα, έναν από τους Κουρήτες που προστάτευαν το νήπιο Δία κρούοντας τις χάλκινες ασπίδες τους για να μην ακούσει το κλάμα του ο πατέρας Κρόνος και τον φάει. Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες αρχαίες πόλεις της Κρήτης – σύμφωνα με τα σημερινά ανασκαφικά δεδομένα – μια πόλη πρωτεύουσα των γεωμετρικών - αρχαϊκών χρόνων, δηλαδή της εποχής της διάδοσης και καταγραφής των ομηρικών επών. Κόβει νομίσματα τον 4ο αι. π.Χ. Τον 3ο αι. π.Χ. η Ελεύθερνα πολεμούσε εναντίον των Ροδίων και των συμμάχων τους Κνωσίων. ​Όταν το 220 π.Χ. οι κρητικές πόλεις πολεμούσαν μεταξύ τους η Ελεύθερνα στάθηκε στο πλευρό της Κνωσού. Με πολιορκία όμως των αντιπάλων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτή τη συμμαχία. Το 68 π.Χ. όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Μέτελλος επιτέθηκε στην Ελεύθερνα, η πόλη κατόρθωσε να αντισταθεί για αρκετόν καιρό στην πολιορκία των Ρωμαίων, λόγω του οχυρού της θέσης της, αλλά τελικά κυριεύτηκε μετά από προδοσία.
Το Μουσείο Αρχαίας Ελεύθερνας αφηγείται πώς ήταν η ζωή –ιδιωτική, κοινωνική, θρησκευτική και πολιτική– στην περιοχή κατά την αρχαιότητα. Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Ελεύθερνας απέχει 30 χλμ. από την πόλη του Ρεθύμνου και ο κύριος ανασκαφικός τομέας της απλώνεται στους λόφους Πυργί και Νησί. Το μουσείο εγκαινιάστηκε το 2016 και θεωρείται πρότυπο, καθώς βρίσκεται δίπλα στην αρχαία πόλη και είναι το πρώτο μουσείο εντός αρχαιολογικού χώρου στην Κρήτη. Οι τρεις αίθουσές του στεγάζουν αντικείμενα καθημερινής ζωής και έργα τέχνης από το 3000 π.Χ. έως το 1300 μ.Χ., και παρουσιάζουν πώς ήταν η δημόσια, η πολιτική, η θρησκευτική, η κοινωνική και η ιδιωτική ζωή στην Ελεύθερνα, καθώς και ένα αφιέρωμα στις νεκροπόλεις της περιοχής. Ενδιαφέρον όμως έχουν και οι δράσεις –επιστημονικές και πολιτιστικές– που διοργανώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Φέτος το καλοκαίρι, με αφορμή τις εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση τριών χρόνων από τη λειτουργία του μουσείου, φιλοξενείται η περιοδική έκθεση «Κρητών πόλεις. Η μαρτυρία των νομισμάτων», σε συνδιοργάνωση με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου, το Πανεπιστήμιο Κρήτης και τη Νομισματική Συλλογή της Alpha Bank, όπου παρουσιάζονται νομίσματα από την πλούσια παραγωγή της Κρήτης, καθώς κατά την Κλασική και την Ελληνιστική περίοδο λειτουργούσαν 40 νομισματοκοπεία στο νησί.
Το μεσημέρι κάναμε βόλτα στο βενετσιάνικο λιμανάκι του Ρεθύμνου και στη Φορτέτζα.
Την τελευταία μέρα (Κυριακή), μέχρι την αναχώρησή μας για το λιμάνι της Σούδας, περιηγηθήκαμε και πάλι το λιμανάκι των Χανίων και πήραμε μεσημεριανό έξω.
Η επιστροφή μας έγινε μέσω Σούδας, με διανυκτέρευση στο καράβι και άφιξη στο Μουσικό Σχολείο το πρωί της Δευτέρας 12 Δεκεμβρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...