Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

"ΕΥΡΗΚΑ!" του ΘΡΑΣΟΥ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗ

Περπατούσε μοναχός του και πήγαινε κατά την παραλία, κάθε πρωινό, κατέβαινε διαγώνια κι όλο έσιαζε πάνω στους ώμους του ένα ζακέτο κουρελιάρικο. Απαράλλαχτα όπως ύστερις από μεγάλο ξενύχτι, ένας μεγάλος γλεντζές, σε μια μεγάλη πολιτεία και στην καρδιά του χειμώνα, έτσι με το ίδιο αυτό ύφος θα 'σιαχνε το πλούσιο πανωφόρι του. Κι όπως σας το 'λεγα, έσιαζε κι ο δικός μας οληνώρα το ζακέτο του και πήγαινε, μ' ένα παραστρατισμένο βηματισμό αρκούδας, με κάτι παραπατήματα συγκρατητά, ξυπνούσε και πήγαινε κατά την παραλία του Ελληνικού.
Λίγο πριν από την Εκκλησία έκανε στάση, ανάμεσα σε κάτι μάντρες χαμηλές και μισόχτιστες, κοίταζε μπρος του, σα να τα ξέκρινε για πρώτη φορά τα όσα αντίκριζε, τ' άνοιγε κι άλλο τα σκέλια του, και στεκόταν έτσι ολόρθος, μα όπως είναι οι άλλοι άνθρωποι άμα κάθονται. Όπως είναι και τ' αλόγατα άμα κοιμούνται ολόρθα. Εκεί έβγαζε από την τσέπη ένα λαθραίο καπνό, και πάλι ξεκινούσε σε λίγο, με το τσιγάρο στο στόμα, δίχως να τ' ανάβει, και προχωρούσε κατά την παραλία, όπου δεν έφτανε ποτές του, γιατί δεν του έτυχε ακόμη να 'χει δουλειά ως εκεί κάτω. Δρασκέλιζε τις πέτρες στα δεξιά κι άραζε πάνω από το πηγάδι που ανοίγαν κάτι δικοί του, βοηθοί του από το Χασάνι, στ' αγρόχτημα του Χαριτάκη. Έκανε πως τους κοίταζε. Τους έλεγε μια κουβέντα τούρκικα και στηριζότανε στο μαγκάνι να τους βλέπει καλύτερα που βγάζαν τα μπάζα. Ακόμη βρισκότανε στην αρχή, μόλις πέντε μέτρα βάθος, δυο φουρνέλα μια δουλειά. Το τελευταίο το ρίξανε χτες. Για τούτο τον περίμεναν το Χατζή, να καταλαγιάσει, να τις ξαφρίσει τις πρωινές του γρουσουζιές και να το πει στο πόσα θα βρίσκαν το νερό. Το 'ξερε πως τον περίμεναν. Έγειρε, έθριψε μια χούφτα μπάζα, μια δεύτερη χούφτα, την έθριψε, την ανέβασε ίσαμε τ' ολόζαρο αλκοολικό του μούτρο, την οσμίστηκε, και κατόπι: — Από την άλλην μεριάν, αν άνοιγες πηγάδι, θα 'βρισκες νερόν εις τα τριάντα, από εδώ που άνοιξες θα βρεις εις τα σαραντατρία, εις τα σαραντατέσσερα, και εις τα σαρανταπέντε, αλλά πριν νερόν δε θα βρεις! δήλωσε ο Χατζής με την αρμενοπόντια λαλιά του στο Χαριτάκη, που ήτανε ο ιδιοχτήτης, που ήτανε τραπεζιτικός υπάλληλος, που ήτανε λίγο κουτσός, και λιγομίλητος, και τσιγκούνης, κι ανύπαντρος. Κι οι εργάτες όλοι, κι ο Χαριτάκης αυτός, το κατέχαν πως όταν ο Χατζής έλεγε μια κουβέντα, πηγαδάς από τα γεννησοφάσκια του, ήταν αλάθευτη κουβέντα. Στα σαρανταπέντε το λοιπόν... Κι επειδής δεν του άρεζε καθόλου αυτό το μούτρο του Χαριτάκη, ολοστρόγγυλο και πάντα καλοκαιρινό, και κοκκινέλικο, σαν του ανθρώπου που κάνει γυμναστική, και κοιμάται νωρίς και δεν πίνει ποτές του, επειδής δεν του άρεζε καθόλου το μούτρο, άναψε ο Χατζής το τσιγάρο και τράβηξε αντίκρυ, ψηλότερα, στο χτήμα του Γιαμαρέλη, όπου ανοίγαν άλλοι εργάτες του ένα άλλο πηγάδι, μα που στα τριανταεφτά τσαλαβουτούσαν κιόλας μέσα στο νερό που το 'χανε βρει από προχτές. Το βαρούσαν τώρα το πηγάδι και του ανοίγαν μπούκες διόμισι μέτρα για να 'χεις την ησυχία σου κι ούτε μ' ανεμόμυλο, ούτε και με μοτέρι να σώνεις να του το πάρεις το νερό. Πήγε το λοιπόν εκεί ο Χατζής, όχι μόνο επειδής δουλεύαν οι καλύτεροι εργάτες κι ήτανε πια σήμερα αύριο να τα πλερωθεί τα λεφτά του όλα, μα γιατί ένιωθε και συμπάθεια μεγάλη για το Γιαμαρέλη. Και τι εστί Γιαμαρέλης; Ήταν ένας κύριος ακόμη νέος, ξανθός, με μεγάλα μάτια, με κάτι φρύδια γυναικεία, σαν τα σημερινά ξουρισμένα γυναικεία φρύδια, και περπατούσε σαν παιδί μέσα στο περβόλι του και κυνηγούσε τα μερμήγκια πάνω στ' αμπελοφάσουλα, και τις ακρίδες με το καπέλο παναμά που φόραγε, έναν ακριβότατο ιταλιάνικο παναμά, και μόλις έβλεπε το Χατζή να στέκει στην πόρτα, τα παρατούσε όλα και σίμωνε, κι έπιανε ψιλή κουβέντα μαζί του.
Ήταν ένας Έλλην διαβιώσας εν τω εξωτερικώ που είχε παντρευτεί μίαν Ελληνίδα εν τω εξωτερικώ διαβιώσασαν, κι ήτανε κι οι δυο τους από τα νησιά, από τους πατεράδες και τους παπουλήδες τους, νησιώτες αρχόντους, παραλήδες ακόμη τα μέγιστα. Όπως είπαμε, είχαν κάνει σεργιάνια στις Ευρώπες.
Και κουταμάρες. Και βαργωμάρες, γκρίνιες δηλαδή, και άλλα πολλά, πολλά μαραφέτια ανίας σαν αυτοκτονίες και σαν την Παναγία των Παρισίων, και σαν τα κανάλια της Βενετίας. Τα μεγάλα και τις παρόδους, τέλος πολλά, και τώρα, μεταπολεμικώς οι δυο τους, ξακολουθώντας τα σεργιάνια και κάνοντας χάζι μεγάλο, και με την ανία τους περισσεμένη, και μ' ένα είδος εγκαρτέρησης, και μ' ένα είδος πίκρας αδικαιολόγητης, όπως τυχαίνει να γίνεται και σ' άλλους ανθρώπους, είχαν αγοράσει το οικόπεδο αυτό, εκεί δεξιά, και φτιάξαν το σπίτι τους και το περιβόλι τους, και βλέπανε μόνο κάτι φίλους παλιούς που ερχότανε από την Αθήνα και στήνανε την παρέα στη βεράντα τους.
Οι περισσότεροι από τους φίλους ήτανε γουστόζικοι τύποι και λέγανε μερακλίδικα τα όσα απομέναν, τα πολλά που απομέναν ακόμη να γίνουνε για να προκόψει το μποστάνι, και για τον Τσαλδάρη λέγανε, και για τον Κονδύλη, και για τους άλλους νεκρούς.
Αυτά γινότανε τ' απόγεμα κι άμα βουτούσε ο ήλιος πίσω από την Καστέλλα, κι απλωνόταν τριγύρου, μέχρι Αίγινας και Καβουριού εκείνο το χρώμα της πορσελάνας, της πορσελάνας που φτιάνουνε, λέει, στην Κοπεχάγη. Τέλος. Μια περίφημη πορσελάνα.
Αυτά όλα το βράδυ άμα βουτούσε ο ήλιος και άμα το θυμάρι αρχινούσε τις μοσκοβολιές του από τον Υμηττό.
Αλλά τα πρωινά, η κατάσταση διάφορη. Η Καστέλλα αλλιώτικη μέσα στην πάχνη. Σαν τ' αυγό που ξεχωρίζει πάνω από την άρμη, που το βάζεις τ' αυγό για μεζούρα κι αυτό σηκώνεται και πλέχει, κι η Αίγινα θολή, και πίσω χαμένος ο Λυκαβηττός κι η Ακρόπολη.
Κάτι τέτοια πρωινά, έκανε την εμφάνισή του ο Χατζής, έφτανε στην πόρτα και καλημέριζε τον Γιόχαν Γιαμαρέλη. Ήταν αμοιβαία η συμπάθεια. Κάπου κάπου φυσούσε κι εκείνος ο τρελός αέρας του Ελληνικού και σήκωνε τη σκόνη σαν φλόγες — σαν εκείνες τις φλόγες που τις δαιμονίζουν οι πυροσβεστικές αντλίες στις πυρκαγιές. Ο Γιόχαν έκλεινε τότες τα μάτια, περίμενε να περάσει το μπουρίνι* και κατόπι χαμογελούσε του Χατζή, που αυτός δεν είχε συνήθιο να τα κλείνει έτσι τα μάτια του, μα πολεμούσε να κάνει κάτι σαν το Γιόχαν και δεν το κατάφερνε. Καθότανε στο πεζούλι της πόρτας και του άρχιζε κουβέντες για κάτι δουλειές που είχε αρχίσει, που έλεε να τις αρχίσει εκεί αντίκρυ, κάτω στα Δικηγορικά. Και πως δεν είχε κέφια. Και πως τα Σάββατα, που πήγαινε να δει τη φαμελιά του στην Κοκκινιά, πήγαινε με τα πόδια να τους δει, γιατί δεν είχε βγάλει εισιτήριο, παρά σκολνούσε λέει νωρίτερα για να προλάβει να πάει με τα πόδια, το Σάββατο όλα του φαινότανε πιο στενόχωρα και καθότανε, αυτός κι η γυναίκα του, στο κατώφλι της παράγκας και μιλούσανε για τις δουλειές, για κείνα τα πηγάδια κάτω στα Δικηγορικά, να τις αρχίσει, να μην τις αρχίσει... Να τ' ανοίξει, να μην τ' ανοίξει. Μιλούσανε και για το πηγάδι του Χαριτάκη, που θα 'βρισκαν το νερό στα σαρανταπέντε. Και για το μούτρο του Χαριτάκη...
Σε λίγο ο Γιόχαν Γιαμαρέλης έκανε πως πήγαινε μέσα να πληροφορηθεί αν ξύπνησε η γυναίκα του, που ξυπνούσε μόλις μεσημέριαζε ο Θεός τη μέρα. Κι ο Χατζής έφευγε, γιατί δεν του άρεζε να στέκει στην πόρτα, να κάθεται στο πεζούλι της και ν' απομένει μοναχός, χωρίς κουβέντα. Έφευγε το λοιπόν και περπατούσε μέσα από τους στριμμένους, τους λακουβωτούς και κατασκόνιστους δρόμους του Ελληνικού, δρασκελούσε τις εγκαταλειμμένες μάντρες, με τον ήλιο του Υμηττού ακόμη πίσωθέ του, με το ζακέτο ανοικονόμητο στις πλάτες του, και ροβολούσε τις κακοτοπιές να βρει μια κουβέντα, μια παρέα, μια φημερίδα τέλος εκεί στο περίπτερο της τρίτης στάσης. Και το περίπτερο της τρίτης στάσης ήτανε σαν ένα κατάστημα δίχως οροφή, υπαίθριο, ένα καμαρίνι θεατρίνας, με το δρόμο στα πόδια του, με τα λεωφορεία της Βούλας και της Γλυφάδας σαν κατσαρίδες υστερικές στα πόδια του, και που το κρατούσαν κάτι αδέρφια, κάτι ξαδέρφια, κάτι αιχμάλωτοι και τραυματίες πολέμου, πολέμων Μηδικών και Καρχηδονιακών, κι όπου ο Χατζής δεν έβρισκε παρέα του γούστου του, και φτου κι από την αρχή ξανάπαιρνε τον ανήφορο του Ελληνικού, μέσα στο μεσημεριάτικο τώρα ήλιο, και πηγαινόφερνε το ίδιο όπως και τα πρωινά από μισόχτιστη μάντρα σ' ατριγύριστο οικόπεδο, ασυμμάζωχτος, λυπητερός, ζόρικος, και νοσταλγός, και ξένος... Και πάντα σαν αρκουδιάρης και σαν την αρκούδα του αρκουδιάρη. Γύρευε παρέα, γύρευε κουβέντα, κι ανεβοκατέβαινε, στηρίζουνταν να ξαποστάσει σε κάποια μαναβική σούστα, την παρατούσε, πήγαινε πιο γρήγορα μπρος, κι ώσπου να γύρει ο ήλιος και να σβύσει η μέρα, δεν είχανε σταματημό τα σύρε φέρε του.
Πολλοί τους φίλοι, καθώς είπαμε, άμα έγερνε ο ήλιος και κατασταλάζαν ιλαρότερες* οι ώρες του καλοκαιριού, καταφτάναν οι φίλοι πλείστοι από την Αθήνα και γέμιζαν καρέκλες τη βεράντα τους. Μια βαβυλωνία συζήτησες. Για τη χτηνοτροφία, για τη μελισσοκομία και για άλλα ουσιώδη θέματα νεοελληνικά. Γινόταν μεγάλος σαματάς και το τοπίο, όσο κι αν ήταν αυτή η βραδινή ώρα η πιο ταιριαζούμενη για τις ομορφιές του, μίκραινε θαρρείς και θα ζόφωνε* — αν δεν πρόβελνε κατά παραγγελία περίπου αυτή την ώρα ο Χατζής ν' ανεβαίνει την ανηφοριά του Σοφιανού και να βηματίζει, να τετραποδίζει, τραβώντας για τα Σούρμενα, το ίδιο όπως κατηφόριζε τα πρωινά. Και τότε ο Γιόχαν ανάσαινε λες καλύτερα, άρχιζε να μιλεί στους άλλους για το Χατζή, για τις κουβέντες τους, για τις παρέες τους, να πληροφορεί «πώς η σιλουέτα, η περπατησιά του Χατζή συμπληρώνει το τοπίο του Ελληνικού, πως δίχως αυτόνε νόημα δε θα είχε ο κατήφορος, ο ανήφορος, οι μισόχτιστες μάντρες, οι βράχοι, ολάκερη η φύση θε να 'στεκε ορφανεμένη δίχως το Χατζή!» Η γυναίκα του έφτιανε κάτι λυρικά χαμόγελα (τα ίδια όπως όταν απάγγελνε Καβάφη με γαλλική προφορά) κι οι φίλοι ακούανε αυτή τη φιλολογία που βαστούσε πολύ περισσότερο απ' ό,τι τα γράφουμε εμείς τώρα. Ο Γιόχαν, αφού χαιρότανε πρώτα τα χαμόγελα της γυναίκας του και τους θησαυρούς των φίλων, έσπανε το κεφάλι του να θυμηθεί κατόπι σε πιο γνώριμο του πρόσωπο, γνώριμο μούτρο, κεφάλι, έκφραση, σε ποιάνε συγκινημένη του ώρα του τελευταίου αξέχαστου πολυταξιδεμένου καιρού έμοιαζε αυτός ο προλετάριος Χατζής. Έψαχνε. Τις αναμάλλιαζε τις θύμησές του, έψαχνε, και δεν έβρισκε, και δεν έπαυε ωστόσο να γυρεύει, μ' εκείνο το πείσμα που μόνο οι μορφωμένοι άεργοι το κατέχουν. Και το κατέχουν, όπως παρατήρησα, απεριόριστα αυτοί οι κύριοι. Οι ταξιδεμένοι τους καθώς κι οι παντάπασι αταξίδευτοι. Ακόμη κι εκείνο το χαμόγελο της γυναίκας του ήταν ένα ερεθιστήριο για να ξαναρχίσει να γυρεύει ποιόνε του θύμιζε ο Χατζής.
Ώσπου καθώς πέρασαν και περνούσαν οι μέρες και γινότανε με το χινόπωρο μια γαλήνη μέσα στον άνθρωπο σαν εκείνη την πορσελάνα της Κοπεχάγης, στα μέσα του ανθρώπου μια σκληρότατη πολυτελέστατη πορσελάνα, έφτασε ένα ιδιαίτερο πρωινό, πέντε η ώρα κι αφού απόσωσε τον καφέ του ο Γιόχαν, μονάχος, αναστηλώθηκε, συλλογίστηκε, ξέχασε πως συλλογιέται, απολησμονήθηκε, μια λησμονιά σαν τρεις χιλιάδες σελίδες με παραμύθια για παιδιά... Το ξέχασε έτσι πως συλλογιέται, βγήκε στη βεράντα και τότες, μέσα στο πεντακάθαρο φως, μέσα στο περιβόλι που ήταν έρημο, είδε το Χατζή, να πηγαινοέρχεται, σα χαμένος, με το ζακέτο στο μπράτσο, μανισάρης*, χαμηλοβλέπας... Ο Γιόχαν κατέβηκε τα σκαλιά της βεράντας (είχε ένα πλαίσιο μωσαϊκό στη βεράντα που δεν τον ικανοποιούσε και λογάριαζε να πάει να βρει το μηχανικό και να του τα ψάλει), με το νου του πότε στο μηχανικό, πότε στο Χατζή... Ο μηχανικός ήταν ένας λαμπρός λιγομίλητος κύριος που είχε οικογενειακά βάρη και πλήθος άλλες σκοτούρες. «Ποιες άραγε να είναι οι σκοτούρες του;» ρωτήθηκε ο Γιόχαν, άμα κατέβηκε πια και το τελευταίο σκαλοπάτι.
— Ε! Χατζή, πηγαίνεις, έρχεσαι, με τα ρούχα σου τα 'βαλες και σεκλετίζεσαι! Ο Χατζής σταμάτησε. Όπως άμα κόβεται όλος μονομιάς ο αέρας στο πανί της βάρκας, κάτω στα θεμέλια του λιμανιού. Κι ο Γιόχαν ξέχασε το μηχανικό του και πλησίασε μαλακά το Χατζή, του 'δωσε μαλακά μια στον ώμο, και με τη φωνή μαλακότερη: — Το μούτρο σου αλλιώτικο είναι σήμερα, Χατζή. Οι δουλειές σου δεν τα πηγαίνουν καλά, σου το έλεγα πως με τις τιμές που γυρεύεις... — Ανάθεμα στους δουλειές, όλους τους δουλειές, εγώ δεν θέλω, τους βαρέθηκα. Μοναχός φουκαράς είμαι. Φουκαράς, και μαύρο σπίτι, μαύρο το ζωή... Δε βαστάω αφεντικό. Πολλά τράβηξα και τώρα πέφτουν απάνω άλλες ζημιές και σακατεύουν εμένα, δέρνει το κεφάλι μου, φουκαράς άνθρωπος, σπλάχνα μου πονούν, κεφάλι μου άδειο είναι, χέρια μου, πόδια μου κομμένα είναι... Μαυρίλα πράματα γίνουνται αφεντικό! Και μόλις που τ' απόσωνε, κάθισε στο πεζούλι της κουζίνας και μόλις κάθισε, μουγγά, με μια δύναμη και με μιαν άπειρη εγκατάλειψη ζώου, άρχισε να κλαίει, ν' ανεβοκατεβαίνουν οι ώμοι του, να κλαίει, κι ήταν αυτό ένα αναπάντεχο πράμα που σ' άρπαζε, με την αταίριαστη, ασουλούπωτη δύναμή του, τον έπιασε κι ένας βήχας, όπως άμα καταπίνεις στραβά, κι άρχισε να βήχει και ν' αναταράζουνται οι πλάτες, κι οι κοιλιές του και να μη σώνεται ο βήχας του. Για να συνεφέρει σήκωσε το κεφάλι, τα μάτια του, τα δάκρυα, τα μάγουλά του... — Ανάθεμα στους δουλειές, νερά, φουρνέλα, ο ένας κι ο άλλος, όλοι Χατζή εφώναζαν και Χατζή πάγαινε, μα μόνο σπίτι του, Κοκκινιά, στο σπίτι του δεν πάγαινε παρά Σάββατον και το γυναίκαν ήταν έγκυο κι επειδή η φτώχειαν, και δεν μπορούμεν, γυναίκα εγύρεψε μαμήν, βότανα έκαμαν, δια φτώχειαν γιατρόν δεν έχομεν, και χτες παγαίνω Κοκκινιάν και γυναίκαν, μου λένε, γυναίκαν απόθανε... Γυναίκαν μου, απόθανε, μου λεν και βλέπω, σπίτι μπαίνω, κάμαρα μπαίνω και βλέπω, αφεντικό, γυναίκαν... Και σταμάτησε, ανέβασε μ' ένα μωρουδιακό κίνημα τα χέρια του στα μάτια, ένα κίνημα που να μην καταλαβαίνεις αν είναι πείσμα ή απελπισιά. — Κάθισε, Χατζή, να πιεις έναν καφέ. Μην κάνεις έτσι, άνθρωποι είμαστε όλοι μας κι ο θάνατος... Τα ξέρεις, σήμερα είναι για το δικό σου σπίτι, αύριο για το δικό μου, το ίδιο έρχεται και ξολοθρεύει. Να πιεις έναν καφέ, να πιούμε μαζί.
Πήγε ο Γιόχαν, έσκυψε κατά τη μεριά της κουζίνας. Ήτανε συγκινημένος. Κι όχι ψεύτικα. Ωστόσο, η ευχαρίστησή του που συγκινιόταν έτσι για τον πόνο του Χατζή, ήτανε χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από τη συγκίνηση και τη συμπόνια του. Και θα 'ταν πολύ μεγαλύτερη ακόμη η ευχαρίστησή του, αν κατόρθωνε και να δακρύσει... Δεν το κατόρθωνε όμως. Ακούοντας το Χατζή, αυτήν την ιδιαίτερη σημερινή φωνή του, την κομματιαστή του και την πόντια προφορά την έκανε πίκρα και παράπονο αβάσταχτο, ακούοντάς τον ένα δυο στιγμές πίστεψε πως θα κατόρθωνε να δακρύσει κι ο ίδιος. Δεν το πέτυχε... Ήρθανε οι καφέδες, κι ακόμη δεν το πετύχαινε. Τότες, με την ανημποριά του αυτήν, ξάναψε μονομιάς κι η κριτική του σκέψη, πρόσεξε πως αγωνίζουνταν να κλάψει, και πως η προσπάθειά του αυτή ήταν ένα κωμικό κι απρεπέστατο πράμα. Σ' αυτόν τον κατήφορο (όπως του συνέβηκε πολλές φορές σ' άλλη περίσταση) ήταν άξιος να τόνε βρει το Χατζή ανυπόφορο. Και θα τον έβρισκε σίγουρα ανυπόφορο, αν δεν τύχαινε να προσέξει τα χείλια του, τον τρόπο που ρουφούσε τον καφέ, τα χείλια που ηδονίζουνταν και που ωστόσο τρέμαν ολόθλιβα. Κοίταξε καλύτερα τότες το μούτρο, ολόκληρο το μούτρο του φουκαριάρη και συντριμμένου ανθρώπου, πόπινε τον καφέ αναρουφώντας τα δάκρυα, κοίταξε τη σπασμωδική τυραννισμένη χερούκλα του... Και πάλι το κατασκότεινο μούτρο. Γύρευε να βρει και δεν το χόρταινε. Τα χείλια, η μασέλα, τα φρυμένα ληστρικά μάγουλα, την όψη της απελπισιάς που δε θέλει πια να ξέρει τίποτες έξω από την ατέλειωτη μαυρίλα. Ο Γιόχαν κοίταζε, γύρευε. Αυτό το μούτρο.... Για να βρει κάτι άλλο και να ξεχαστεί κάπως (επειδή η προσπάθεια που είπαμε τον κούραζε, και δεν ήθελε να κουράζεται, του το είχαν απαγορέψει οι γιατροί στην Ευρώπη, να κουράζεται έτσι δωρεάν), γύρισε τη ματιά προς τον Υμηττό. Κατόπι προς την παραλία. Μια ακατάλυτη καλοσύνη Αττικής, με τους θεόξερους πρασινορόδινους βράχους, μια ομορφιά αναρροούσε κι ένα καταπέλαγο δασκάλεμα καλοσύνης... Και ταπεινότητας του ανθρώπου. Από την κάθε πέτρα, από την ανασεμιά της ξεραΐλας, κι από την πανέρημη γιδοτοπιά, σαν όπως ο κορνιαρχός άμα φυσά λιοβόρι, το ίδιο έτσι ανάβαν και ροβόλαγαν τα μεράκια της αρετής σου. Έχει στην Ελλάδα κάτι παρόμοιες ανεμικές...
Γύρισε ο Γιόχαν και ξανακοίταξε το Χατζή. Τη μασέλα, τα μάτια που τ' αποχτήνωνε ο πόνος, εκείνο το πικρότατο στόμα. Κοίταζε χωρίς καθόλου να μιλάει και ξεσκιότανε για να θυμηθεί. Τότες ο Χατζής, που ακόμη και μέσα στη θολούρα της απελπισιάς του δεν μπορούσε να στέκει χωρίς κουβέντα, σηκώθηκε. Κάτι μουρμούρισε, άνοιξε την πόρτα και πήρε όξω το δρόμο κατά την ανηφοριά του Σοφιανού. Ο Γιόχαν προχώρησε από πίσω. Από την άλλη μεριά της βεράντας τον παρακολουθούσε. Τώρα που δεν τον είχε το Χατζή αντίκρυ του, τον καταλάβαινε, θαρρείς, και τον έβλεπε καλύτερα, τη μασέλα, τα μάτια, τη θυμωμένη χοντρή μύτη, το πρόσωπο της φτώχειας και της αγανάχτησης... Και ξαφνικά χαμογέλασε ο Γιόχαν, έγινε μέσα στο νου του σαν ένα φως, όπως αυτό που γίνεται απότομα στο διάλειμμα του κινηματογράφου, άμα σβήσουν τα ραβαΐσια* της οθόνης. Και θέλησε ο Γιόχαν εκεί όπου βρισκότανε να σταθεί και να φωνάξει: «Εύρηκα! Το μούτρο του Χατζή, είναι το ίδιο τραγικό όπως το μούτρο του Ουάλας Μπέρι! Ούτ' αδέρφια. Θυμήθηκα. Εύρηκα!» κι ήταν καταχαρούμενος που θυμήθηκε, που συνέδεσε τις ομοιότητες. Δεν του καίουνταν πια καρφί για τίποτις άλλο.
Μόνο η χαρά του, η δύναμη της μνήμης του (όξω από τα ξανθά μαλλιά του, που ήταν η μεγάλη περηφάνια του, που τον εφτιάνανε σα Γερμανό τόσο, ώστε έσωσαν —από τα παιδιάτικά του ακόμη χρόνια— να τον μετατρέψουν από Γιαννάκη σε Γιόχαν, είχε ο Γιόχαν και το καμάρι πως η μνήμη του δούλευε ρολόι κι έφτανε τους μεγάλους, εσώτερους κόσμους του...) τώρα τον πλημμύριζε και ξεχνούσε το Χατζή, εκείνη την πίκρα κι εκείνη την απελπισία. Τώρα ο Ουάλας Μπέρι, που ήταν ο αγαπημένος του ηθοποιός του κινηματογράφου, ένας από τους πιο κοσμοξάκουστους αυτήν την εποχήν, από τους αλτίσιμους αμερικάνους, και πάντα σε ρόλους λαϊκών τύπων.
«Οι λαϊκοί, αχ, οι λαϊκοί τύποι εκφράζουνε μια τραγωδία, που είν' από την ίδια ουσία της ζωής μας». Ήξερε να τα χαίρεται τα κάτι τέτοια ο Γιόχαν. Τόνε συγκινούσανε βαθύτατα, γιατί ήταν φίνος διαβασμένος άνθρωπος που είχε πολύ ταξιδέψει και που είχε καταλάβει πράματα πλήθος από τα σημερινά. Κάθισε, ξεκουράστηκε. Αυτή η συγκίνηση των «μεγάλων εσώτερων κόσμων του» τον εξαντλούσε. Μα ήταν κι ευχάριστη. Ξεκουραζόταν και χαμογέλασε: «Χρειάζεται ο λαός, αυτή η τραγωδία του, αν η φτώχεια, αν η τόση εγκατάλειψη, η τόση ορφάνια, αν όλα αυτά απουσίαζαν, πολλές συγκινήσεις θα μας έλειπαν. Χρειάζεται για να πλουτίζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο. Ακόμη και για να δοκιμάζουμε τη μνήμη μας... Είναι ωραίος ο λαός! Έχει κι αυτός τα δράματά του, τις ευγένειές του. Είναι ωραίος ο λαός και πρέπει να το λέμε. Να μην είμαστε άδικοι. Είναι ωραίος!»
Τανύστηκε ο Γιόχαν, ανέπνεψε. Αυτός ο ήλιος ο χαρωπός που βγαίνει πίσω από τον Υμηττό... Είμαστε λαμπρότατα, με τόσους Υμηττούς. Και κατόπι τα μάζεψε τα χέρια, έσκυψε, και χύθηκε στις σκάλες όπως κάνουν τα παιδιά (καθώς ήταν περήφανος για τα μαλλιά του, καμάρωνε και γι' αυτήν την πλήθια παιδικότητα που επιζούσε ακόμη μέσα του), ύστερις από την τόση «κατανόηση του ανθρώπου», ύστερις από τόσους «κόσμους εσώτερους», ύστερις από τόση μόρφωση και τόσες γλώσσες ξένες, φωνάζοντας, τρέχοντας και φωνάζοντας: — Εύρηκα! Εύρηκα! Φωνάζοντας για να ξυπνήσει στα ξαφνικά έτσι τη γυναίκα του που, άμα τα 'χε κλειστά τα μάτια της και τ' άνοιγε, ήταν ένα περίφημο πράμα η γυναίκα του. — Εύρηκα! Εύρηκα!
Κι η γυναίκα του αγαπούσε, μια ή δυο φορές το χρόνο, να την ξυπνούν έτσι στα ξαφνικά. Αγαπούσε και τα γερμανικά μαλλιά του, τις ξένες γλώσσες του, τους λυρικούς κόσμους του, και πάνω απ' όλα τη μνήμη του, άμα γινότανε λαμπερή όπως λόγου χάρη τώρα. Και τον κινηματογράφο. Τους ηθοποιούς. Ήτανε γυναίκα πολύ αισθαντικιά που άμα ξυπνούσε έτσι στ' άξαφνα, καταλάβαινε πολλές μεγάλες φινέτσες και του έκανε ένα χαμόγελο μια στάλα, μια γλυκύτατη στάλα μεθυσμένου χαμόγελου που δεν καταλαβαίνει τίποτις.
"Ο ομογενής Βλαδίμηρος" (1936), περιέχει έξι διηγήματα. Μολονότι ο συγγραφέας πειραματίζεται, παρατηρούμε μια προτίμηση σε ρεαλιστικές καταστάσεις που είναι περισσότερο έκδηλη στα διηγήματα «Ο Ντίνος Σαμπαρέλης …», «Οικογενειακή στέγη» και «Εύρηκα», τα οποία ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα. Διαφαίνεται σ’ αυτά η απόπειρα να δώσει πορτρέτα λαϊκών ανθρώπων, να απεικονίσει καταστάσεις που βιώνουν οι κοινωνικοί παρίες, και γενικά να ψυχογραφήσει το κοινωνικό περιθώριο: μικροαπατεώνες, επαγγελματίες εραστές, κοινωνικά και συναισθηματικά ναυάγια αλλά και τίμιοι μεροκαματιάρηδες είναι τα βασικά πρόσωπα, ενώ περιορίζονται οι εκκεντρικές περιπτώσεις που δέσποζαν στις προηγούμενες συλλογές. Αλλά και κάτι άλλο: από τη συλλογή αυτή αρχίζει μια προϊούσα συναισθηματική μέθεξη του δημιουργού με τα μικρά ή μεγάλα δράματα των προσώπων του. Σαν να αφυπνίζεται μέσα του η συμπάθεια προς τους πάσχοντες, η λανθάνουσα ανθρωπιά του». […] Εντονότερη είναι η ειρωνεία στο «Εύρηκα», όπου αντιπαρατίθενται με οξυδέρκεια δύο αντιθετικοί κοινωνικά και αισθητικά τύποι: ο φτωχός πηγαδάς Χατζής, ένας Αρμενοπόντιος λαϊκός άνθρωπος, που εργαζόταν στην περιοχή του Ελληνικού, κι ένας ευκατάστατος ομογενής, ο Γιόχαν Γιαμαρέλης. […] Η αντίθεση ανάμεσα στα δύο πρόσωπα αντανακλά μια εσωτερική αντινομία μέσα στην ίδια δημιουργία του Καστανάκη. Ο ένας εκφράζει την κοσμοπολίτικη πλευρά του έργου του και ο άλλος την ανθρώπινη και ρεαλιστική. Ο Γιόχαν Γιαμαρέλης είναι ο ψυχρός διανοούμενος αισθητής, που δεν μπορεί να συγκινηθεί από τις ανθρώπινες καταστάσεις, ενώ ο Χατζής είναι ο αυθεντικός και πηγαίος άνθρωπος μέσα στον πόνο του. Ο συγγραφέας που διχάζεται ανάμεσά τους σαρκάζει τη συμπεριφορά του πρώτου και συμπάσχει με το δεύτερο. [πηγή: Γ.Δ. Παγανός, Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ώς τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Δ΄, Σοκόλης, Αθήνα 1996, σ. 377, 378]

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

ΟΙ ΔΥΝΑΣΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΜΕΡΟΒΙΓΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΡΟΛΙΔΩΝ ΣΤΗ ΔΥΣΗ

Το σημαντικότερο "βαρβαρικό" κράτος της Δυτικής Ευρώπης ήταν το εκχριστιανισμένο Βασίλειο των Φράγκων, που ίδρυσε ο Χλωδοβίκος, ο γενάρχης της δυναστείας των Μεροβιγγείων (τέλος 5ου-αρχές 6ου αι.) Στα χρόνια των διαδόχων του ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι, με αποτέλεσμα το Φραγκικό Κράτος να διασπαστεί. Η κρίση επηρέασε συνολικά τον πολιτισμό των Φράγκων, ιδιαίτερα όμως την οικονομία τους, με την υποχώρηση του εμπορίου και της βιοτεχνίας, την εγκατάλειψη του οδικού δικτύου και την παρακμή των πόλεων. Έτσι, στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αι, το πολιτικό σύστημα που εγκαθίδρυσαν οι Μεροβίγγειοι οδήγησε στην αποδυνάμωση του θεσμού της βασιλείας και στην ανάδειξη περιφερειακών πολιτικών δυνάμεων. Μία από αυτές ήταν και η εκκλησία.
Στο Φραγκικό κράτος ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το αξίωμα του αυλάρχη (majordomus), το οποίο απέκτησε νέο κύρος, όταν ο αυλάρχης Κάρολος Μαρτέλος αναχαίτισε την προέλαση των Αράβων στο Πουατιέ της Γαλλίας (732). Ο Κάρολος Μαρτέλος, γόνος μιας ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας, υπήρξε ο ιδρυτής μιας νέας δυναστείας, της δυναστείας των Καρολιδών, που διαδέχθηκε τους Μεροβίγγειους υπό τις εξής συνθήκες: Ο πάπας, απειλούμενος από τους Λογγοβάρδους που ετοιμάζονταν να βαδίσουν κατά της Ρώμης, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Βυζάντιο και να προσεταιριστεί τους Φράγκους, στέφοντας το γιο του Καρόλου Μαρτέλου Πιπίνο ελέω Θεού βασιλέα* των Φράγκων (754). Η παπική ευλογία προσέδωσε στη φραγκική βασιλεία μεγάλο ηθικό κύρος και με τη στέψη αυτή επικράτησε στην Ευρώπη η αντίληψη της ελέω Θεού βασιλείας.
Ο Πιπίνος Α', ως αντάλλαγμα, δώρισε στην Αγία Έδρα την περιοχή από τη Ραβέννα μέχρι τη Ρώμη, η οποία κατέστη ο πυρήνας του Παπικού Κράτους. Ο Πιπίνος και οι γιοι του ονομάστηκαν πατρίκιοι των Ρωμαίων, τίτλος που συνεπαγόταν την υποχρέωση του βασιλικού οίκου να προστατεύει τη Ρώμη. Έτσι, ο παπισμός συνδέθηκε στενά με το Βασίλειο των Φράγκων, ενώ το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που είχε αρχίσει να ανοίγει όταν κηρύχθηκε η εικονομαχία, έγινε τώρα πολύ βαθύ. Όταν πέθανε ο Πιπίνος, το Φραγκικό Βασίλειο περιλάμβανε τη σημερινή Γαλλία και ένα μέρος της σημερινής Γερμανίας. Ο διάδοχος του Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος) κατέκτησε πολλά εδάφη και επεξέτεινε σημαντικά την επικράτειά του.
Για να ενισχύσει την εσωτερική οργάνωση του κράτους του ο Κάρολος πήρε τα ακόλουθα μέτρα: 1. Διαίρεσε τη φραγκική επικράτεια σε 200 περίπου κομητείες. Οι κόμητες ασκούσαν, με τη βοήθεια των επισκόπων τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση, και συγχρόνως ήταν δικαστές και φοροεισπράκτορες. 2. Καθιέρωσε το θεσμό των βασιλικών απεσταλμένων, οι οποίοι θα επέβλεπαν την εφαρμογή των νόμων και των διαταγμάτων που εξέδιδε. 3. Προχώρησε σε εκκλησιαστική μεταρρύθμιση που συμπλήρωσε τη διοικητική μεταρρύθμιση. Η Εκκλησία απετέλεσε από τότε παράγοντα συνοχής και ενότητας. γ. Το πρόβλημα των δύο αυτοκρατοριών.
Η ανάμειξη του Καρόλου στα πράγματα της Ιταλίας χρονολογείται από το 774, όταν εκείνος κατέλυσε το κράτος των Λογγοβάρδων. Με την επιτυχία αυτή το Φραγκικό Κράτος ισχυροποιήθηκε, υποσκελίζοντας τα παλαιότερα γερμανικά βασίλεια, και η εξουσία του Καρόλου αναβαθμίστηκε: έγινε μια ισχυρή βασιλεία, που εξουσίαζε ένα κράτος με πολλούς λαούς. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιδίωξε αρχικά να προσεγγίσει διπλωματικά το νέο αντίπαλο της. Το 781 τελέστηκαν με κάθε επισημότητα οι αρραβώνες του Κωνσταντίνου ΣΤ' με τη Ροτρούδη, κόρη του Καρόλου. Αλλά οι σχέσεις των δύο κρατών οδηγήθηκαν σε ρήξη και το συνοικέσιο τελικά ακυρώθηκε. Αργότερα, εσωτερικές διαμάχες ανάγκασαν τον πάπα Λέοντα Γ' να ζητήσει τη βοήθεια του Καρόλου, υποσχόμενος να τον στέψει αυτοκράτορα. Ο φράγκος βασιλιάς αποδέχθηκε την πρόταση.
Στο κείμενο (πηγή) που ακολουθεί περιγράφεται η στέψη του Καρλομάγνου από τη σκοπιά των Φράγκων: "Επειδή δεν υπήρχε πια αυτοκράτορας στο έθνος των Ελλήνων και η αυτοκρατορική εξουσία βρισκόταν στα χέρια μιας γυναίκας, φάνηκε σωστό στον ίδιο τον πάπα Λέοντα και σ' όλους τους άγιους πατέρες που πήραν μέρος στη σύνοδο να δώσουν τον τίτλο του αυτοκράτορα στο βασιλιά των Φράγκων Κάρολο, που έχει στην κυριαρχία του την πόλη της Ρώμης, όπου συνήθιζαν πάντα να εδρεύουν οι καίσαρες, και τις άλλες πόλεις της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Επειδή λοιπόν ο παντοδύναμος Θεός ευδόκησε να περάσουν όλες αυτές οι χώρες στην κυριαρχία του Καρόλου, οι κληρικοί της Συνόδου σκέφθηκαν ότι, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και το αίτημα όλων των Χριστιανών, εκείνος θα έπρεπε να έχει και τον τίτλο του αυτοκράτορα. Ο Κάρολος δεν ήθελε να εναντιωθεί σ' αυτό το θέλημα και, υποτασσόμενος ταπεινά στο Θεό, καθώς και στην επιθυμία που εκφράστηκε από όλο το χριστιανικό κόσμο, δέχθηκε τη χειροτονία του από τον πάπα Λέοντα και, μαζί μ' αυτή, τον τίτλο του αυτοκράτορα". (Από τα Χρονικά του Lorsch (Annates Laureshamenses), Monumenta Germaniae Historica, τόμ. I, 37, μετ. Λ. Τσακτσίρας, στο: Λ. Τσακτσίρας-Ζ. Ορφανουδάκης- Μ. Θεοχάρη, Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1999,183).
Την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 800, στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, ο Κάρολος στέφθηκε, σύμφωνα με το βυζαντινό τυπικό, Μέγας και ειρηνοποιός αυτοκράτωρ, κυβερνήτης του Ρωμαϊκού Κράτους, υπό Τις επευφημίες του λαού και του κλήρου. Ο Κάρολος όμως δεν επέλεξε τη Ρώμη, αλλά το Άαχεν ως έδρα του. Εκεί ανήγειρε ένα ανάκτορο, το παρεκκλήσιο του οποίου διακοσμήθηκε με έργα τέχνης από τη Ραβέννα και την υπόλοιπη Ιταλία. Η στέψη του Καρόλου είχε ως αποτέλεσμα να συνυπάρχουν αντιμέτωπες από το 800 και εξής δυο αυτοκρατορίες, μία ανατολική και μία δυτική. Γι αυτό το λόγο η στέψη θεωρήθηκε από τους Βυζαντινούς ως σκάνδαλο και σφετερισμός των νομίμων και αποκλειστικών δικαιωμάτων τους στη ρωμαϊκή κληρονομιά και κυρίως του δικαιώματος χρήσης του όρου βασιλεύς των Ρωμαίων. Η διάσταση μεταξύ Ανατολής και Δύσης επεκτάθηκε τώρα και στην πολιτική σφαίρα. Η οικουμένη διασπάστηκε γλωσσικά, πολιτικά και θρησκευτικά σε δύο αντίπαλους κόσμους. Οι Βυζαντινοί ανέμεναν ότι ο Κάρολος θα επιχειρούσε να υποτάξει την Ανατολική Αυτοκρατορία. Ο τελευταίος όμως επιδίωξε και πέτυχε το συμβιβασμό με το βυζαντινό αυτοκράτορα ύστερα από δύσκολες και μακρές διαπραγματεύσεις.
Η δυναστεία των Καρολιδών συνένωσε το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού κόσμου της Δ. Ευρώπης (Γαλατία, Γερμανία και Ιταλία). Η διοικητική ενότητα του ετερογενούς αυτού κράτους άρχισε όμως να κλονίζεται, όταν εξέλιπε η επιβλητική προσωπικότητα του Μεγάλου Καρόλου. Ο διάδοχος του τελευταίου, Λουδοβίκος ο Ευσεβής, διέπραξε λάθη που έπληξαν σοβαρά το κύρος της αυτοκρατορικής εξουσίας. Μετά τον θάνατο του, το 840, οι τρεις γιοι του (Λουδοβίκος, Κάρολος Φαλακρός και Λοθάριος ) διένειμαν, με τη συνθήκη του Βερντέν (843), την κληρονομιά του. Ο πρώτος έλαβε τα εδάφη ανατολικά του Ρήνου, ο δεύτερος περιοχές της σημερινής Γαλλίας και ο τρίτος μια ζώνη που εκτεινόταν από το σημερινό Βέλγιο μέχρι την κεντρική Ιταλία. Οι τρεις αυτές εδαφικές ενότητες επρόκειτο να αποτελέσουν τη βάση σχηματισμού τριών από τα μεγαλύτερα κράτη της σύγχρονης Ευρώπης, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Κάθε φορά που θέλουμε να υποδείξουμε κάτι ως οπισθοδρομικό, παρωχημένο και ξεπερασμένο, αναφερόμαστε στον Μεσαίωνα: «εργασιακός Μεσαίωνας» χαρακτηρίστηκε η συμπεριφορά γνωστής αλυσίδας super market απέναντι στους εργαζομένους της, ως «μεσαιωνική» πρακτική χαρακτηρίστηκε η διαπόμπευση παράνομων ζευγαριών στην Ινδονησία, καθώς και η προσβλητική συμπεριφορά ενός άνδρα στη σύζυγό του τη στιγμή του γάμου τους. Έχουμε όμως δίκιο να θεωρούμε την «εποχή της πίστης», δηλαδή τους μεσαιωνικούς χρόνους, ως μια σκοτεινή και ανορθολογική εποχή της ανθρωπότητας; Σε ποιον βαθμό οι προκαταλήψεις μιας εποχής μπορούν να οδηγήσουν στην παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας; Και είναι σωστό να μιλάμε για «ιστορική αλήθεια» ή κάθε εποχή διαμορφώνει υπό το δικό της πρίσμα την ερμηνεία των προηγούμενων; Γεγονός είναι ότι ο δυτικοευρωπαϊκός Μεσαίωνας χαρακτηρίζεται από μια εντυπωσιακή ομοιομορφία: η τέχνη, οι επιμέρους επιστήμες της φύσης, η φιλοσοφία, η οικονομία και η πολιτική, όλες υποτάσσονται στην αρχή της θεοκρατίας, η οποία καθορίζει τα όρια και τη δράση τους. Ωστόσο, αυτή η αξιοσημείωτη ομοιομορφία έγινε εφικτή μονάχα χάρη στον συμβιβασμό δύο αλληλοσυγκρουόμενων αρχών, της πίστης και του λόγου. Σύμφωνα με τον επιφανή ιστορικό της Τέχνης Erwin Panofsky, στο Παρίσι, περίπου κατά την περίοδο 1140-1270 μ.Χ., επιτεύχθηκε ένα κατόρθωμα ανεπανάληπτο και μοναδικής σημασίας στην ιστορία της ανθρωπότητας: η θρησκευτική πίστη εναρμονίστηκε με τον λόγο. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι του 12ου και 13ου αιώνα ανέλαβαν το γενναίο καθήκον που οι προγενέστεροι δεν είχαν ακόμη συλλάβει και οι μεταγενέστεροι επρόκειτο να εγκαταλείψουν: τη σύναψη ειρήνης μεταξύ πίστης και λογικής. Βασισμένες σε αυτό το σχέδιο, η γοτθική αρχιτεκτονική και η σχολαστική σκέψη έχουν εγγενείς αναλογίες μεταξύ τους και εκφράζουν το ίδιο χαρακτηριστικό πνεύμα. Αυτό ισχυρίζεται ο Panofsky, μέσα στο ευσύνοπτο δοκίμιό του Γοτθική αρχιτεκτονική και Σχολαστικισμός (Gothic Architecture and Scholasticism, 1951). Πρόκειται για απαιτητικό ανάγνωσμα, με πολυάριθμες αναφορές στην Αρχιτεκτονική, ενώ συνοδεύεται και από ειδικό γλωσσάρι, σχέδια και φωτογραφίες των μεγάλων καθεδρικών ναών.
Σύμφωνα με τον Panofsky, προκειμένου να συμφιλιώσουν την πίστη με τον λόγο, οι Σχολαστικοί και οι αρχιτέκτονες ναών αποπειράθηκαν να καταστήσουν κατανοητό και να εκλογικεύσουν το περιεχόμενο της χριστιανικής θρησκείας στους ανθρώπους. Η αναλογία αρχιτεκτονικής και σχολαστικής φιλοσοφίας μπορεί να εξηγηθεί αν έχουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο Σχολαστικισμός είχε μετατραπεί σε πνευματική έξη της εποχής, με επιρροή παρόμοια με εκείνη που ασκεί στις μέρες μας η Ψυχανάλυση (π.χ, όταν κάνουμε λόγο για «οιδιπόδειο» σύμπλεγμα ή σύμπλεγμα κατωτερότητας, αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία). Άλλωστε, το σχολαστικό πνεύμα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση του λαού, για την οποία φρόντιζε η Καθολική εκκλησία, ενώ από το 1267 οι αρχιτέκτονες της εποχής αντιμετωπίζονταν κατά κάποιον τρόπο ως «Σχολαστικοί». Αυτό το ιδιαίτερο πνεύμα της εποχής, σύμφωνα με τον Panofsky, αποκρυσταλλώνεται σε δύο βασικές αρχές: τη «διασάφηση» (“manifestatio”) και τη «συμφιλίωση» (“concordantia”). Η διασάφηση σημαίνει ότι για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής (13ος αιώνας), η πίστη έπρεπε να εξηγηθεί με τη λογική, η οποία όμως με τη σειρά της έπρεπε να αναχθεί στη φαντασία και εκείνη στην εμπειρία των αισθήσεων. Στόχος των Σχολαστικών ήταν, κινούμενοι προοδευτικά από τις αισθήσεις προς τις αφηρημένες έννοιες, να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη λογική σύλληψη, και κατά συνέπεια στην αποδοχή, των αληθειών της πίστης. Οι στοχαστές της περιόδου όχι απλώς σκέπτονταν με εύτακτο και λογικό τρόπο, αλλά ένιωθαν και την ανάγκη να καταστήσουν οφθαλμοφανή αυτή τη λογική και ευταξία τους. Για παράδειγμα, οι Σχολαστικοί φιλόσοφοι, της ώριμης περιόδου (για την οποία γίνεται λόγος εδώ) αντιλαμβάνονταν την ψυχή όχι ως άϋλη και διακριτή υπόσταση, όπως ο Πλάτων, αλλά ως την ενοποιητική αρχή του σώματος, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να αποδείξουν εμπειρικά την ύπαρξη του Θεού με βάση τη δημιουργία Του και όχι το αντίστροφο. Ακόμη και στη μορφή, η “Summa” του ώριμου Σχολαστικισμού διαφέρει από τα “Libri Sententiarum” του 11ου και του 12ου αιώνα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η Summa Theologiae του κορυφαίου φιλοσόφου της εποχής, Θωμά Ακινάτη. Μάλιστα, ενώ οι αρχαίοι συγγραφείς συνήθιζαν να διαιρούν τα γραπτά τους γενικά και αφηρημένα σε «βιβλία», η διαίρεση των διατριβών και όλων των περισπούδαστων συγγραμμάτων σε ενότητες, κεφάλαια και υποσημειώσεις, που ισχύει μέχρι σήμερα, αποτελεί επινόηση των Σχολαστικών. Μόλις στους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους άρχισαν τα «βιβλία» να διαιρούνται σε επιμέρους «κεφάλαια» και μόλις τον 13ο αιώνα οργανώθηκαν οι μεγάλες πραγματείες σε ένα συνολικό σχέδιο, που καθιστά ορατά τα βήματα της συλλογιστικής του συγγραφέα. Εγχειρίδια μυθολογίας, ποιητικά έργα, ακόμη και η Θεία Κωμωδία του Δάντη, με την τριμερή της διαίρεση, είναι σχολαστικής έμπνευσης, πράγμα που ξαφνιάζει εμάς του ανυποψίαστους κληρονόμους του Σχολαστικισμού. Κάθε αναγνώστης σχολαστικών έργων, όπως για παράδειγμα της Summa Theologiae του Ακινάτη, είναι εξοικειωμένος με τη βασική δομή του κειμένου (articulus): αρχικά γίνεται η παράθεση μιας σειράς αυθεντιών (“videtur quod…”) έναντι μιας άλλης (“sed contra est…”), ακολουθεί η λύση (sespondeo dicendum…) και στη συνέχεια, μια κριτική των επιχειρημάτων που απορρίφθηκαν (“ad primum, ad secundum…”). Όπως η γραπτή παρουσίαση, ακόμη περισσότερο η αρχιτεκτονική δόμηση, επεδίωκε τη διασάφηση και τη διαφάνεια: τα ατομικά στοιχεία έπρεπε να ενώνονται και συνάμα να διαχωρίζονται ως μέρη ενός όλου, ενώ η μορφή των κτισμάτων διασαφήνιζε τη λειτουργία τους, όπως ακριβώς ο γραπτός λόγος επεξηγούσε τη σκέψη. Πρωταρχικός σκοπός των στοιχείων που απάρτιζαν έναν καθεδρικό ναό ήταν η σταθερότητα, η οποία γινόταν εφικτή από τη διαίρεση του ναού που εξασφάλιζε τη σύνθεση όλων των διακριτών μερών: οι κορμοί, οι νευρώσεις, οι αντηρίδες, τα λίθινα πλέγματα, τα κορυφώματα και τα φυτομορφικά άγκιστρα εξυπηρετούσαν την αυτοανάλυση και την αυτοερμηνεία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης.
Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, το πνεύμα του 13ου αιώνα χαρακτηριζόταν και από μια δεύτερη αρχή: τη συμφιλίωση. Αν η αρχή της διασάφησης μας δείχνει το πώς φαινόταν η ώριμη γοτθική αρχιτεκτονική και η σχολαστική φιλοσοφία, η αρχή της συμφιλίωσης μπορεί να μας δείξει το πώς προέκυψε. Είναι γεγονός ότι ολόκληρη η γνώση του μεσαιωνικού ανθρώπου αντλούνταν από τις αυθεντίες (auctoritates). Τέτοιου είδους αυθεντίες υπήρξαν κάποιοι φιλόσοφοι (π.χ. Αριστοτέλης), οι εκκλησιαστικοί πατέρες και κυρίως η Αγίας Γραφή. Για έναν μεσαιωνικό στοχαστή αποτελούσε καύχημα όχι η πρωτοτυπία στη σκέψη αλλά η καλή κατανόηση των αυθεντιών της παράδοσης. Τι συνέβαινε όμως αν εξίσου έγκυρες αυθεντίες διαφωνούσαν μεταξύ τους σε κάποιο θέμα; Σύμφωνα με τον Panofsky, κάθε φορά που παρατηρούνταν διαφωνία των αυθεντιών σχετικά με κάτι, η ταιριαστή αντίδραση ήταν όχι η απόρριψη της μιας αυθεντίας αλλά η λεπτομερής επεξεργασία, μέχρι οι επιμέρους αυθεντίες να εναρμονιστούν μεταξύ τους. Έτσι εναρμονίζονταν οι ρήσεις του Αγίου Αυγουστίνου με του Αγίου Αμβροσίου, έτσι αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα (quaestiones) του ρόδακα στη δυτική πρόσοψη, της οργάνωσης του τοίχου κάτω από τον φωταγωγό και της διάπλασης των στύλων του κεντρικού κλίτους. Ο Panofsky παραθέτει ειδικά παραδείγματα αρχιτεκτονικών προβλημάτων και λύσεων που επιτεύχθηκαν κατά τη ναοδομία του Αγίου Διονυσίου, της Παναγίας των Παρισίων, του ναού του Σουασών και του Αγίου Νικαισίου. Τόσο η σχολαστική πραγμάτευση και συλλογιστική, όσο και η αρχιτεκτονική παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα. Μάλιστα, ως απτές αποδείξεις της όμοιας εξέλιξης του ώριμου σχολαστικισμού και γοτθικού ρυθμού, ο Panofsky αναφέρει δύο αρχιτέκτονες του ώριμου γοτθικού ρυθμού, τον Βιλάρ ντε Ονκούρ και τον Πιέρ ντε Κορμπί, που παρουσιάζονται στο «Λεύκωμα», του πρώτου να συζητούν μια quaestio και έναν τρίτο να αναφέρεται στη συζήτηση με τον σχολαστικό όρο “disputatio”. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Panofsky, η σχολαστική σύζευξη της πίστης με τον λόγο δε θα διαρκούσε: αργότερα, ο μυστικισμός επρόκειτο να «πνίξει» τη λογική μέσα στην πίστη, ενώ ο νομιναλισμός θα αποσυνέδεε εντελώς τη μια από την άλλη. Μέσα από το βιβλίο του Panofsky, που πρωτοεκδόθηκε το 1951 και παραμένει κλασικό στο είδος του, o μεσαιωνικός κόσμος προβάλλει ως ένα εντυπωσιακό πνευματικό οικοδόμημα, στηριγμένο σε μια βαθιά ευσέβεια αλλά και σε μια αυστηρή λογική δόμηση. Για να είμαστε δίκαιοι, κάτι από αυτή την προσέγγιση έχει επιβιώσει και στην κοινή ομιλία: πράγματι, είναι γνωστό ότι μερικές φορές χαρακτηρίζουμε κάποιον «σχολαστικό» όταν θέλουμε να πούμε ότι δίνει υπερβολική σημασία σε λεπτομέρειες ή όταν εκτελεί ένα έργο με υπερβολική προσοχή και διεξοδικότητ
Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, οι ρωμαϊκές πολιτισμικές παραδόσεις συνέχισαν να κυριαρχούν στη Γαλατία νοτίως του γερμανικού γλωσσικού συνόρου. Ο κλήρος προσπάθησε να περιορίσει την εκπαίδευση αποκλειστικά στις επισκοπικές και μοναστικές σχολές, πιστεύοντας ότι σκοπός της μάθησης ήταν η μελέτη των μυστηρίων του Θεού. Ο βασιλιάς Χιλπέριχος Α' της Νευστρίας (561-684) έγραψε λατινική ποίηση και ύμνους και επιχείρησε, χωρίς όμως να το πετύχει, να προσθέσει τέσσερα ελληνικά γράμματα στο λατινικό αλφάβητο. Η διαταγή του να διδάσκεται αυτή η αλλαγή σε όλους τους μαθητές των πόλεων υποδηλώνει ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός μαθητών. Αυτό το αμάρτημα της οίησης, σε συνδυασμό με τις απόπειρές του να θέσει την Εκκλησία υπό κοσμική εποπτεία, ανάγκασε τον Γρηγόριο της Τουρ να τον επικρίνει για ντιλεταντισμό και να τον συγκρίνει με τον Νέρωνα.
Στη γερμανική Ευρώπη αναπτύχθηκε προφορική λογοτεχνική παραγωγή, βασισμένη στις τοπικές διαλέκτους. Πολλά ποιήματα μελοποιήθηκαν και τελικά αποτυπώθηκαν γραπτώς. Συνήθως τα ποιήματα αυτά μιλούσαν για περιπλανήσεις, πολέμους και για δεσμούς συγγένειας και φιλίας. Η Μπαλάντα του Χίλντεμπραντ, από την οποία σώζεται ένα απόσπασμα, αναφέρεται σε έναν πατέρα και τον γιο του, που χωρίστηκαν όταν το παιδί ήταν βρέφος, επειδή ο πατέρας έπρεπε να φύγει μακριά, μαζί με τον άρχοντά του, τον Θεοδώριχο, για να γλιτώσει από τον Οδόακρο. Αργότερα, όταν ο ενήλικος πλέον γιος ακολούθησε τον δικό του άρχοντα, πατέρας και γιος ανακάλυψαν ότι πολεμούσαν μεταξύ τους.
Η ανάπτυξη της λογοτεχνίας στις τοπικές γλώσσες σημειώθηκε πρώτα στη Βρετανία, όπου η λατινική λογοτεχνική παράδοση είχε εισαχθεί με κάποια καθυστέρηση. Διασώζονται αρκετά δείγματα κελτικής και αγγλοσαξονικής λυρικής ποίησης. Τα περισσότερα έργα, μερικά από τα οποία είναι υψηλής αισθητικής αξίας, είναι ανώνυμα. Ο «Περιπλανώμενος» μιλά για έναν άνδρα, πιθανόν φυγόδικο, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του και να στερηθεί τους συγγενείς του. Το απόσπασμα «Το Ερείπιο» γράφτηκε με ελεγειακή διάθεση από κάποιον παρατηρητή των ερειπίων της ρωμαϊκής πόλης Μπαθ (Aquae Calidae).
To πιο διάσημο έργο στην καθομιλουμένη κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα είναι ο Βεοβούλφος, τον οποίο προφανώς τραγουδούσαν βάρδοι επί ολόκληρες γενιές μέχρι την καταγραφή του, στις αρχές του 8ου αιώνα, στη βόρεια Αγγλία. Πιθανόν ο συγγραφέας του να ήταν χριστιανός, αλλά το περιβάλλον είναι παγανιστικό σκανδιναβικό· επιπλέον, αν και το ποίημα είναι γραμμένο σε αρχαία αγγλικά, οι Άγγλοι δεν αναφέρονται διόλου. Ο ήρωας Βεοβούλφος ήταν ένας νεαρός πολεμιστής των Γιάετ στην υπηρεσία του βασιλιά Χρόθγκαρ των Δανών. Έσωσε το βασίλειο του κυρίου του σκοτώνοντας ένα τέρας ονόματι Γκρέντελ, και μετά τη μητέρα του τέρατος, σε μια τρομερή υποβρύχια μονομαχία μέσα σε μια λίμνη. Αφού έτσι απέκτησε φήμη, ο Βεοβούλφος επέστρεψε στη δική του φυλή, τους Γιάετ, και έγινε βασιλιάς. Όταν ήταν πια γέρος σκότωσε έναν δράκο που λυμαινόταν τη γη του, αλλά στην ύστατη αναμέτρηση πληγώθηκε θανάσιμα.
Μύθοι των Κελτών
Blodeuwedd: Η ΨΕΎΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ-ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΟΥ ΟΥΑΛΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ
Ένας ουαλικός μύθος με τον τίτλο "Spoils of Annwn" αφηγείται την επιδρομή του Αρθούρου στον Άλλο Κόσμο (Annwn) και παραπέμπει στην ομηρική "Νέκυια".
Ο Oenghus mac Oc ήταν ιρλανδικός θεός της Νεότητας,γιος των θεϊκών μορφών Daghdha και Boann. Η μάνα του Boann ήταν ήδη έγκυος στον Oenghus όταν παντρεύτηκε, και το παράνομο ζευγάρι εραστών που ήταν οι γονείς του μπόρεσαν, με τη συνεργία του Ήλιου, να κρύψουν τη μοιχεία από τον σύζυγο της μητέρας, τον Nechtan.
Rhiannon η Νύμφη των Αλόγων Το πρώτο μέρος του έπους "Mabinogion" αφηγείται την ιστορία του Pwyll, άρχοντα της νοτιοδυτικής Ουαλίας, που ερωτεύτηκε τη νύμφη των αλόγων Rhiannon και μαζί της απέκτησε τον Pryderi ("φροντίδα των αλόγων").
Η ιστορία του Ιερού Δισκοπότηρου
Το Holy Grail υποτίθεται πως ήταν το ποτήρι του Μυστικού Δείπνου που χρησιμοποίησε ο Ιησούς. Η πρώτη λογοτεχνική χρήση του δισκοπότηρου έγινε από τον συγγραφέα Chrétien de Troyes στο έργο του Πάρσιφαλ (Perceval), που γράφτηκε ανάμεσα στο 1181 και το 1190.
Οι μύθοι του Αγίου Δισκοπότηρου κυριαρχούν στη μεσαιωνική φιλολογία.
According to myth, King Arthur’s wizard Merlin still roams Glastonbury Tor. © Alamy Μεσαιωνική "ταπισερί" που ονομάζεται "Ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου", έχει ύψος δυόμισι μέτρα και σχεδόν επτά μέτρα μήκος. Εκτίθεται στο Μουσείο Τέχνης του Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας.
Αρθούρος και Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης
Ο βασιλιάς Αρθούρος (Arturus) θρυλούται πως ήταν επικεφαλής των ηρωϊκών πολεμιστών που ηγήθηκαν της αντίστασης των Βρετανών κατά των επιδρομέων Σαξόνων, ανάμεσα στον πέμπτο και τον έκτο αιώνα μ.Χ.
Σύμφωνα με τον ποιητή του δέκατου τρίτου αιώνα Layamon, ο Αρθούρος παρήγγειλε σε ξυλουργό την Στρογγυλή Τράπεζα, που χωρούσε 1,600 άνδρες της αδελφότητάς του.
O Mάγος Μέρλιν είναι εξέχουσα μορφή των ιστοριών των σχετικών με τον Αρθούρο.
Η νύμφη Armorica αναφέρεται ως νεράιδα στη "Ζωή του Μέρλιν" που συνέγραψε το 1150 ο μεσαιωνικός μυθουργός Geoffrey of Monmouth.
Πρώιμοι κελτικοί μύθοι ήδη ανέφεραν το Holy Grail, δίνοντας έδαφος σε αφηγήσεις για ήρωες που ξυπνούσαν τους νεκρούς και υπερνικούσαν τα φυσικά φαινόμενα. Οι 150 Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης ξεκίνησαν τον αγώνα τους για επανεύρεση του Άγιου Δισκοπότηρου όταν αυτό εμφανίστηκε, στη γιορτή της Πεντηκοστής, στον ιππότη Camelot. Από τους ιππότες αυτούς κατόρθωσαν τον στόχο τους μόνον ο Σερ Galahad, ο Πάρσιφαλ και ο Σερ Bors.
Ο ποιητής Chrétien de Troyes αφηγείται τον έρωτα του Λάνσελοτ με την Γκουίνεβιρ. (εικονογραφία από τον "Θάνατο του Αρθούρου")
Επτά μύθοι για τον Ρομπέν των Δασών
Επινοημένος, αρχετυπικός ήρωας που αντιπροσωπεύει τον τύπο του "εγκληματία" των μέσων του δέκατου τρίτου αιώνα. Τοποθετείται στην εποχή της βασιλείας του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και αντιτίθεται στον Ιωάννη τον Ακτήμονα, πρόδρομο της δυναστείας των Τυδώρ. Παρουσιάζεται ως φιλάνθρωπος που δίνει τα κλοπιμαία του στους φτωχούς χωρικούς, ή ως εκτοπισμένος ευγενής του Χάτιγκτον. Σχετική μεσαιωνική μπαλάντα είναι το τραγούδι "The Lyttle Geste of Robyn Hode", που γράφτηκε μεταξύ του 1492 και του 1510.
1880: ο Ρομπέν των Δασών και η Λαίδη Μάριον.
Υποτίθεται ότι η σορός του Ρομπέν βρίσκεται στο Kirklees Priory του Yorkshire.
Η παρέα του Ρομπέν των Δασών είναι αντιπροσωπευτική των καταπιεσμένων κοινωνικών τάξεων της Αγγλίας εκείνης της εποχής.
Περίπου 1600: ο Ρόμπιν Χουντ παρέα με τον έκπτωτο ιερέα Τζωνάκη (Little John).
ΤΙ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΑΒΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ;
O 7ος αιώνας σηματοδότησε και την απαρχή της αραβικής εξάπλωσης και επέκτασης. Aπό το 634 μέχρι το 646 οι αραβικές δυνάμεις κατέλαβαν κατά σειρά τη Δαμασκό, την Iερουσαλήμ και την Aίγυπτο, νικώντας τους Bυζαντινούς και καταλύοντας την τελευταία περσική δυναστεία των Σασσανιδών. Στη συνέχεια, ο χαλίφης Oσμάν προσπάθησε να ολοκληρώσει τα σχέδια για τον έλεγχο των πλούσιων ναυτικών εμπορικών δρόμων της Mεσογείου που ήλεγχαν μέχρι τότε οι Bυζαντινοί. Στο διάστημα από το 649- 654 ο αραβικός στόλος κατέλαβε την Kύπρο, την Kρήτη, τη Pόδο και τη Σικελία. Tο 661 αποτελεί κομβικό σημείο, σηματοδοτώντας την ίδρυση της δυναστείας των Oμαϊάδων από τον Mουαουίγια A' (Mωαβίας) και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αραβικής αυτοκρατορίας στη Δαμασκό. Tο 655 ο αραβικός στόλος συνέτριψε το βυζαντινό στα ανοιχτά της Λυκίας αλλά το 670-672 ο Kωνσταντίνος Δ' απέκρουσε την αραβική πολιορκία της Kωνσταντινούπολης.
H αραβική επέκταση στη Βόρεια Aφρική (Λιβύη, B. Tυνησία, Mαρόκο, Aλγερία) υπήρξε καταιγιστική, απωθώντας τις ύστατες βυζαντινές εστίες αντίστασης. Bασικό ρόλο για την ταχύτατη εξάπλωση του Iσλάμ στη B. Aφρική διαδραμάτισε η στάση των βερβερικών φυλών, οι οποίες κατοικούσαν νοτιότερα, μακριά από τις παραλιακές βυζαντινές πόλεις, και είχαν διατηρήσει την αυτονομία τους. Mπόρεσαν, έτσι, να εγκολπωθούν στο Iσλάμ, χωρίς φυσικά να λείπουν επαναστατικές τάσεις. Tο 710 ο στρατηγός Mούσα ιμπν Nουσαΐρ (διοικητής του Mαγκρέμπ, των δυτικών αφρικανικών κτήσεων) έστειλε την πρώτη αναγνωριστική στρατιωτική αποστολή στην ιβηρική χερσόνησο. Tον Iούλιο του 711 ακολούθησε το δεύτερο κύμα εισβολής και 12.000 στρατιώτες υπό τον Tαρίκ Zιγιάντ πέρασαν το Γιβραλτάρ, που ονομάστηκε έτσι από τον Tαρίκ (Γκίμπρ αλ-Tαρίκ, ο βράχος του Tαρίκ). Tο βησιγοτθικό βασίλειο της Iσπανίας ταλαιπωρούνταν από εσωτερικές διενέξεις και σε μάχη στον ποταμό Γκουαδαλέτε, στην περιοχή του Kαντίθ, οι αραβικές δυνάμεις συνέτριψαν αυτές του Pόντερικ, ο οποίος προδόθηκε από μέρος του στρατού του και σκοτώθηκε. Tο Tολέδο, η Γρανάδα, η Kόρδοβα και οι υπόλοιπες ισπανικές πόλεις έπεφταν σταδιακά στον αραβικό έλεγχο και έγιναν μέρος του χαλιφάτου της Aνδαλουσίας.
Kάποιοι χριστιανικοί πληθυσμοί που αντιστάθηκαν, κατέφυγαν στην περιοχή της Aστουρίας (βορειοδυτική Iσπανία). Eν τω μεταξύ το 713, ο Nουσαΐρ κλήθηκε πίσω στη Δαμασκό και καταδικάστηκε από το χαλίφη αλ-Oυαλίντ διότι είχε αναλάβει δράση χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεσή του. Tο 719- 720 τα οχυρά της Kαρκασόν και Nιμ στη Σεπτιμανία (ονομάστηκε έτσι λόγω των βετεράνων της ρωμαϊκής 7ης - "σέπτιμα" - λεγεώνας που εγκαταστάθηκαν στην πόλη της περιοχής Colonia Julia Septimanorum Beaterrae) έπεσαν ύστερα από λυσσαλέα αντίσταση. Στην Tουλούζη, όμως, ο βασιλιάς της Aκουιταίνης, Eύδης, απώθησε τους Aραβες. H εξάπλωση, όμως, του "σχίσματος" των Σιιτών προκαλεί ισχυρές πολιτικές δονήσεις στο χαλιφάτο. Mέσα στο πνεύμα αυτό διακρίνονται έντονες τάσεις αυτονομίας από μερίδα μουσουλμάνων διοικητών σε περιοχές βόρεια της Aνδαλουσίας (Bόρεια Iσπανία). Xαρακτηριστικά, ένας Bέρβερος ηγεμόνας, ο Mάνουσα, σύναψε συνθήκη με το βασιλιά της Aκουιταίνης, Eύδη. H προσπάθεια αυτή του Mάνουσα κατεστάλη, αλλά το μικρόβιο της απόσχισης, από μέρους των μουσουλμάνων της βόρειας Aνδαλουσίας, από την εξουσία των Oυμεϋαδών είχε απλωθεί. O χαλίφης Xισάμ Aμπντ- αλ Mαλίκ αποφάσισε να αναθέσει στον κυβερνήτη της ανατολικής Aνδαλουσίας Aμπντ- αρ Pαχμάν την αποστολή να θέσει τέλος στις προσπάθειες του Φράγκου πρίγκιπα της Aκουιτανίας και να καταπνίξει κάθε τάση απόσχισης στην περιοχή ανάμεσα στη βόρεια Aνδαλουσία και την Aκουιταίνη.
Oι αναβατήρες εισήχθησαν στη Δύση από τον Kάρολο Mαρτέλο.
Ο αναβατήρας άλλαξε ριζικά τις πολεμικές τακτικές και ανέδειξε τη σημασία του βαρέος ιππικού. O έφιππος πάνοπλος ιππότης, στηριζόμενος με τα πόδια στον αναβατήρα, είχε τη δυνατότητα να ισορροπήσει και να συγκεντρώσει στο κτύπημα με βαρύτερη λόγχη όλο το βάρος του ίδιου και του αλόγου. Eπίσης, ο αναβάτης, στηριζόμενος από τις δύο πλευρές από τους αναβατήρες, μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τόξο. Σύγχρονες διατριβές ταυτίζουν τη χρήση αναβατήρα με το φαινόμενο του φεουδαρχισμού. O νέος ιππότης αποτέλεσε μία ελίτ αριστοκρατίας, διότι απλώς εκείνος που κατείχε πλούτο, μπορούσε πια μόνο να πολεμήσει με τις νέες τακτικές (αναβατήρας, άλογο, βαριά θωράκιση και προσωπικό για να κουβαλά τον εξοπλισμό του). Aυτή η ελίτ άρχισε να δημιουργείται την εποχή του Mαρτέλου στην περιοχή του φραγκικού κράτους, ωστόσο ο στρατός του Mαρτέλου ήταν κατά βάση πεζοπόρος.
Aντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι Aραβες στηρίζονταν στη δύναμη του ιππικού τους. Tο αραβικό ιππικό ήταν εξοπλισμένο με δόρυ και ευέλικτα ξίφη και στόχο είχε να πλευροκοπήσει και να υπερφαλαγγίσει τις εχθρικές γραμμές. H νέα ασπίδα τους ήταν η εξέλιξη της παλιάς κυκλικής, με σκοπό να προστατεύει ολόκληρο το πλευρό ενός έφιππου πολεμιστή. Eκτός από τους πεζούς τοξότες υπήρχαν και οι έφιπποι, εξοπλισμένοι με ιδιαίτερα αποτελεσματικά τόξα (σύνθετα), όπως αυτά που χρησιμοποιούσαν και οι Bυζαντινοί την ίδια εποχή. Tο νέο τόξο, αντίθετα με το τόξο που χρησιμοποιούσαν οι Φράγκοι, κατασκευαζόταν από συμπιεσμένα υλικά, όπως κόκκαλο, κέρατο, εντόσθια και ξύλα με μεγάλη αντοχή. Oι ακμές τους κύρτωναν προς τα έξω, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα τραυματισμού, ενώ η κοιλιά του τόξου (στη μέση) καμπύλωνε προς τα μέσα. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα καλύτερη σταθερότητα, μεγαλύτερη ελαστικότητα και περισσότερη ισχύ.
Το πείραμα των διαδόχων του Καρλομάγνου να ιδρύσουν εθνικά κράτη απέτυχε, για να επανεμφανιστεί ως τάση στα μέσα του 13ου αιώνα, κατά την πρώιμη Αναγέννηση. Στο μεταξύ, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Βυζάντιο διαμορφωνόταν με βάση της σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κατά τις περιόδους "σχετικής" ειρήνευσης, οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας ευημερούσαν, ως ένα βαθμό, η δε αξιοποίηση των Σκλαβηνιών και των άλλων εγκαταστάσεων αλλοφύλων στο έδαφος της Αυτοκρατορίας απέδιδε καρπούς στην οικονομία και την άμυνα του κράτους που "υπολειπόταν" από τη συνεχή απώλεια εδαφών. Με άλλα λόγια, η σταδιακή συρρίκνωση της επικράτειας μπορεί μεν να απέβαινε εις βάρος της λάμψης και της ισχύος που η Αυτοκρατορία ανακλούσε στη συνείδηση των κατοίκων της, ωστόσο δεν επιβάρυνε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και των συναλλαγών: αντίθετα, τον ευνοούσε, με αποτέλεσμα την καλύτερη συλλογή των φόρων και τη δημογραφική αύξηση των πόλεων. Ανακεφαλαιώνοντας, μπορεί κανείς να ισχυριστεί με αρκετή δόση βεβαιότητας πως το δεύτερο ήμισυ του 9ου μ.Χ. αιώνα, και πιο συγκεκριμένα η περίοδος 867-1081, ήταν για το βυζαντινό κράτος εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης. Η αναπροσάρτηση μερικών από τις χαμένες περιοχές των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Κρήτης, και η δημογραφική αύξηση, που πραγματοποιήθηκαν από τον 9ο αιώνα ως τα χρόνια του Βασίλειου Β' (976-1025), ήταν παράγοντες που επέδρασαν πολύ ευνοϊκά στην οικονομία.
Στον χάρτη αυτόν του 12ου αιώνα μπορεί κανείς να δει την κατάσταση των συνόρων στην Ευρώπη μέχρι την εποχή των Σταυροφοριών. Συγκεκριμένα η "ρωμαϊκή αυτοκρατορία" του Βυζαντίου φαντάζει απολύτως συρρικνωμένη. Αυτό, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα: μιλάμε για την έναρξη της Υστεροβυζαντινής φάσης, δηλαδή για μια τελευταία αναλαμπή της κρατικής υπόστασης του Βυζαντίου, που θα προκαλέσει τον φθόνο και τον ανταγωνισμό των δυτικών, σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο φθόνος και η τάση ανταγωνισμού θα εκδηλωθεί τόσο στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών οδών, όσο και στο θέμα των τελωνειακών δασμών και της αμφισβήτησης της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα. Μια πρώτη εκδήλωση αυτής της παρεμβατικής τάσης των δυτικών θα είναι το "πρώτο σχίσμα" του Φωτίου με τον Πάπα, κατά τον 9ον αιώνα, που θα προκύψει ως η (εύλογη) αγανάκτηση του βυζαντινού αρχιεπισκόπου για την απροκάλυπτη παρέμβαση του Πάπα στη διαδικασία εκχριστιανισμού και προσεταιρισμού των Βουλγάρων του Βόρη. "Ην δε ούτος ο Φώτιος ου των αγενών τε και ανωνύμων, αλλά και των ευγενών κατά σάρκα και περιφανών σοφία τε κοσμική, συνέσει των εν τη Πολιτεία στρεφομένων ευδοκιμώτατος πάντων ενομίζετο. Γραμματικής γε μεν γαρ και ποιήσεως, ρητορικής τε και φιλοσοφίας και δη ιατρικής και πάσης ολίγου δειν επιστήμης των θύραθεν τοιούτον εαυτώ το περιόν [= η υπεροχή], ως μη μόνον σχεδόν φάναι των κατά την αυτού γενεάν διενεγκείν, ήδη δε και προς τους παλαιούς αυτόν διαμιλλάσθαι. Πάντα γαρ συνέτρεχεν επ αυτώ, η επιτηδειότης της φύσεως, η σπουδή, ο πλούτος, δι' ον και βίβλος επ' αυτόν έρρει πάσα" (PG 105,509ΑΒ).
"Η δε Βιβλιοθήκη του, η "Μυριόβιβλος", είναι καθρέφτης των αναλυομένων μετά των μαθητών του και αξιολογουμένων συγγραμμάτων της κλασσικής και μεσαιωνικής περιόδου"
Κατά την δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως τον θρίαμβο τής Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα, φέροντας εις πέρας δύσκολες και υπεύθυνες αποστολές. Όταν στο θρόνο της Κων/πόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις ανέλθει ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) άνθρωπος φιλόδοξος ο οποίος φρόντιζε να προβάλλει το Παπικό πρωτείο ακόμη και με χρήση χαλκευμένων κειμένων. Καθώς η άνοδος του Φωτίου πραγματοποιήθηκε, όταν ο προηγούμενος Πατριάρχης, Ιγνάτιος, είχε εξοριστεί από τον αυτοκράτορα και οντάς στην εξορία αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό πίεση, οι υποστηρικτές του Ιγνατίου, αρνούμενοι να δεχτούν ως νόμιμη αυτή την παραίτηση, θεωρούσαν τον Φώτιο ως σφετεριστή. Ο Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστεί ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων της Ανατολής, και να επιβάλει τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματα στους πατριάρχες της Ανατολής. Επιπλέον, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της εκκλησιαστικής (και έμμεσα της πολιτικής) εξάρτησης της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής), που πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα είχαν αποσπαστεί από τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Όταν ο Φώτιος έστειλε μια επιστολή στον Πάπα για να του γνωστοποιήσει την ανάρρησή του σε αρχιρπίσκοπο, ο Νικόλαος δήλωσε πως, "πριν αναγνωρίσει τον Φώτιο, θα ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαμάχη μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του κύκλου του Ιγνατίου". Γι' αυτό το 861 έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος που δεν ήθελε νέες διαμάχες, υποδέχτηκε με σεβασμό τους αντιπροσώπους (λεγάτους), προσκαλώντας τους μάλιστα να προεδρεύσουν στη Σύνοδο που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει το θέμα που ανέκυψε μεταξύ αυτού και του Ιγνατίου. Οι λεγάτοι συμφώνησαν και τελικά, μαζί με την υπόλοιπη Σύνοδο αποφάσισαν πως ο Φώτιος ήταν ο νόμιμος Πατριάρχης. Οταν όμως οι λεγάτοι επέστρεψαν στη Ρώμη, ο Νικόλαος διακήρυξε πως είχαν υπερβεί την εξουσία που διέθεταν και γι' αυτό αποκήρυξε την απόφασή τους.
Ήταν προφανές πως ο Νικόλαος υπολόγιζε ότι το καθεστώς του Ιγνατίου θα ήταν ευνοϊκότερο και ασθενέστερο σε σχέση με του Φωτίου και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδιά του. Έτσι, δύο χρόνια μετά (863), μία σύνοδος που συνήλθε στη Ρώμη αθώωσε τον Ιγνάτιο και κατεδίκασε τον Φώτιο, σε μία ανήκουστη επέμβαση της Δυτικής στα διοικητικά της Ανατολικής Εκκλησίας. Το πλήγμα αυτό, μαζί με την όξυνση των διεκδικήσεων του Πάπα στη Βουλγαρία, ανάγκασε τον Φώτιο ν' ανταποδώσει: δεν μπορούσε βεβαίως να αμφισβήτησει την εκλογή του Νικολάου ως μή αρμόδιος να κάνει κάτι τέτοιο, οπότε έπρεπε να μετακίνησει το όλο θέμα στον δογματικό τομέα, και κυρίως, στο μέγα ζήτημα του Filioque (Φιλιόκβε). Όλο αυτό το διπλωματικό επεισόδιο, βέβαια, απηχούσε τη δυσαρέσκεια του Πάπα για τον προσεταιρισμό των Βουλγάρων από το Βυζάντιο.
Το έτος 867 ο Φώτιος ανέλαβε δράση. Έγραψε μια Εγκύκλιο Επιστολή στους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής, καταγγέλλοντας το Filioque και αυτούς που το χρησιμοποιούν. Αν και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ατυχή την επίθεση προς τον Πάπα, στην πραγματικότητα, ο Φώτιος εξωτερίκευε τις σκέψεις του επάνω σε ένα ζήτημα που ο Καρλομάγνος και οι σύμβουλοι του πριν από εβδομήντα χρόνια είχαν αναδείξει σε αντικείμενο διαμάχης, και τώρα ερχόταν στο προσκήνιο με την επικείμενη εισαγωγή του Filioque στη Βουλγαρία μαζί με άλλες λατινικές καινοτομίες που κατήγγειλαν οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι. Μετά την αποστολή της επιστολής, ο Φώτιος συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο, χαρακτηρίζοντάς τον ως αιρετικό.
Σε αυτό το χρονικό σημείο, λοιπόν, επήλθε το λεγόμενο "πρώτο σχίσμα"μεταξύ των δύο εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Ανατολικής.
Λίγο μετά από τον Φώτιο, και με την έναρξη της επόμενης δυναστείας, η αναπροσάρτηση κάποιων εδαφών από τη Μακεδονική δυναστεία σήμανε για το κράτος αύξηση των πλουτοπαραγωγικών του πηγών: είχε πάλι στη διάθεσή του περιφέρειες σημαντικές οικονομικά, που παραδοσιακά εκμεταλλευόταν (κυρίως αγροτικά). Η ειρήνευση και η δημογραφική ανάπτυξη σήμαναν αύξηση και του παραγωγικού πληθυσμού. Τέλος, η κρατική παρέμβαση, η οργάνωση και ο έλεγχος έδωσαν ώθηση και έθεσαν στέρεες βάσεις για τη μεγάλη ανάπτυξη της αστικής οικονομίας.
Κατά την περίοδο των διαδόχων του Βασιλείου Β', η κατάσταση άρχισε να μεταστρέφεται εις βάρος της αυτοκρατορίας, η οποία είχε υπερβεί τις δυνάμεις της. Ως το 1081, το Βυζάντιο έχασε αρκετό έδαφος (μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και όλες τις αρχαίες κτήσεις του στη νότια Ιταλία), με τις ανάλογες οικονομικές απώλειες, κυρίως στον τομέα του εμπορίου. Στον τομέα των δημόσιων οικονομικών επίσης άρχισαν σιγά σιγά να διαφαίνονται προβλήματα που θα εμφανιστούν καθαρά στους επόμενους αιώνες και θα επηρεάσουν καθοριστικά το μέλλον της αυτοκρατορίας. Ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέασε την αγροτική παραγωγή και οικονομία του βυζαντινού κράτους ήταν η δημογραφική ανάπτυξη: η αύξηση του πληθυσμού οδήγησε και στην αύξηση των εκμεταλλεύσιμων αγροτικά γαιών. Έτσι, το χρονικό διάστημα μεταξύ 9ου και πρώτου μισού του 11ου αιώνα ήταν μια περίοδος μεγάλης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Επιπλέον, από τα μέσα του 9ου αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν και πάλι σε θέση να εξασφαλίσει τα σύνορά της και να προστατεύσει τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα η αγορά και εκμετάλλευση γης να γίνει μια σίγουρη και κερδοφόρα οικονομική επένδυση για τους υπηκόους του κράτους.
Οι διαθέσεις των πιο πλούσιων απ' αυτούς, οι οποίοι έτειναν να συγκεντρώνουν πολύ μεγάλες εκτάσεις γης στα χέρια τους, γίνονταν όλο και πιο απειλητικές. Έτσι, άρχισε την περίοδο αυτή (867-1081) μια φάση ανταγωνισμού ανάμεσα στους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους δυνατούς, όπως ονομάζονταν, και τους ελεύθερους μικρούς καλλιεργητές της γης, τους πένητες, που κυριαρχούσαν στο διάστημα 610-867.Από τα μέσα του 11ου αιώνα, ωστόσο, άρχισε μια περίοδος τελμάτωσης. Οι μικροϊδιοκτήτες, από τη μια, δεν μπορούσαν και οι μεγαλογαιοκτήμονες, από την άλλη, δεν ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν σημαντικά την αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάσει ύφεση. Αυτή, βέβαια, η αλλαγή δεν παύει να εντάσσεται σ' ένα γενικά θετικό πλαίσιο καθώς έχει αυξηθεί η ποσότητα της γης υπό αγροτική εκμετάλλευση. Η αξιοποίηση της βυζαντινής γης (ιδιόκτητης ή μη) συνίστατο σε δραστηριότητα κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική, αλλά επίσης δασοπονική, υλοτομική και αλιευτική. Η απόκρουση, κατά τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα, των εχθρικών επιδρομών που είχαν κλονίσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία και αναστατώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή της, επέφερε αλλαγές στην εσωτερική ζωή του κράτους και, κατά συνέπεια, στην κοινωνία. Οι αλλαγές αυτές άρχισαν να φαίνονται στα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που κυρίως με τα μέτρα τους υπέρ των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών, συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας περισσότερο σταθερής κοινωνίας. Αυτή παρέμεινε στη βάση της αγροτική, όπως άλλωστε οι περισσότερες μεσαιωνικές κοινωνίες.
Οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα αναπτύχθηκαν μόνο σε κάποιες πόλεις που στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081) άρχισαν γενικά να αναδιοργανώνονται. Η διάκριση σε τάξεις εξακολούθησε να υπάρχει, παγιώθηκε μάλιστα κατά κάποιον τρόπο με τη νομοθεσία των Μακεδόνων, ενώ ταυτόχρονα συστηματοποιήθηκε επίσημα η ιεραρχία των βυζαντινών αξιωματούχων με τα λεγόμενα "Τακτικά". Χαρακτηριστική της περιόδου υπήρξε η ενίσχυση της θέσης της Εκκλησίας και του μοναχισμού μετά τη λήξη της Εικονομαχίας. Επίσης, στη βυζαντινή ύπαιθρο κυριάρχησε η πάλη μεταξύ δυνατών και αδυνάτων, που οδήγησε στη νίκη των πρώτων, οι οποίοι κυριάρχησαν στη βυζαντινή κοινωνία από τα τέλη της περιόδου αυτής.
Η μετατροπή των πόλεων σε κάστρα κατά την πρώτη περίοδο της Μέσης Βυζαντινής εποχής (610-867) επέδρασε στην εξέλιξη της αστικής ζωής. Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε, η τοπική αυτοδιοίκηση αποδυναμώθηκε και η κοινωνική δομή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις νέες συνθήκες. Η επιτυχής απόκρουση όμως των εχθρικών επιδρομών, κυρίως από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, και η εξυγίανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που ακολούθησε οδήγησαν στην αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των πόλεων, το 10ο κυρίως αιώνα. Αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν κυρίως στις βαλκανικές πόλεις της αυτοκρατορίας, ενώ στη Μικρά Ασία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πόλεις διατήρησαν αγροτικό χαρακτήρα και υστέρησαν εμφανώς ως προς την αστική ανάπτυξη.
Οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στις πόλεις ανακόπτονταν από τα κρατικά μονοπώλια και τον κρατικό παρεμβατισμό. Ο κρατικός έλεγχος επιτυγχανόταν με τη συντεχνιακή οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Οι πληροφορίες μας για την οργάνωση αυτή προέρχονται από το "Επαρχικό Βιβλίο" του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού, που περιλάμβανε διατάξεις σχετικές με την οργάνωση και τον έλεγχο των συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες ανήκαν στη δικαιοδοσία του επάρχου της πόλεως. Όλοι οι επαγγελματίες έπρεπε να είναι γραμμένοι μόνο σε ένα σωματείο, το οποίο και εξέλεγε τον πρόεδρό του. Oι ώρες εργασίας και οι μισθοί των εργατών ήταν καθορισμένα, ενώ η είσοδος νέων μελών στο σωματείο γινόταν με καταβολή ορισμένου ποσού. Επιπλέον, κάθε σωματείο είχε συγκεκριμένη θέση στο χώρο της αγοράς. Σκοπός της συντεχνιακής οργάνωσης ήταν η προστασία τόσο του κράτους όσο και των καταναλωτών, με τον έλεγχο των τιμών των τροφίμων και αγαθών της αγοράς της Πρωτεύουσας. Δε γνωρίζουμε, ωστόσο, αν η οργάνωση αυτή εφαρμοζόταν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Προς το τέλος της περιόδου, η συντεχνιακή οργάνωση άρχισε να παρακμάζει, ενώ από τον 11ο ήδη αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά "αδελφότητες" που συνδέονταν όμως με ενοριακές εκκλησίες ή με μοναστήρια πόλεων, μια οργάνωση που συναντιέται εκτός από την Κωνσταντινούπολη και σε επαρχιακές πόλεις.
Σκηνές από την καθημερινή ζωή στον Μεσαίωνα: το Λονδίνο θεμελιώνεται βάσει μιας πρώτης γέφυρας που χτίστηκε πάνω από τον Τάμεση:
Η εικόνα χρονολογείται γύρω στο 1150 και απεικονίζει αξιωματούχους που δέχονται και ζυγίζουν τα νομίσματα των φορολογούμενων στο Ουέστμίνστερ της Αγγλίας.
Απεικόνιση από το βιβλίο ασμάτων Cantigas de Santa Maria, χρονολογείται γύρω στο 1280 και βρέθηκε στο μοναστήρι του El Escorial. Οι τρουβέροι παίζουν μουσική και αφηγούνται.
Εικόνα από το Tacuinum Sanitatis, ένα μεσαιωνικό εγχειρίδιο Ιατρικής που χρονολογείται πριν από το 1400 και απεικονίζει χωρικό να μαζεύει τη σοδειά μαζί με την κόρη του.
Γαλλοφλαμανδική εικόνα του 1275 που απεικονίζει ζευγάρι να παίρνει το μπάνιο του. Η υγιεινή είναι ένδειξη πολιτισμού στον Μεσαίωνα.
Στην απεικόνιση αυτή του 1491 ένας χειρουργός βγάζει την πέτρα από τη χολή ενός ασθενούς.
Ξυλογλυπτική του 1491 από το βιβλίο του Jacob Meydenbach "Hortus Sanitatis" ("Κήπος της Υγείας") που απεικονίζει καθαρμό με Τυριακό ενώ τα φίδια τρώνε πουλιά και τα αυγά τους. Το δηλητήριο που χρησιμοποιούσαν οι μεσαιωνικοί γιατροί ονομαζόταν Τυριακόν και θεράπευε από δάγκωμα φιδιού.
Εικόνα του 1250: ένας Ιππότης αιφνιδιάζει μια Λαίδη στο μπάνιο της.
Απεικόνιση που χρονολογείται γύρω στο 1340 από το "Ρομάντζο του Αλεξάνδρου": ρούχα που έχουν μολυνθεί από την πανούκλα.
Απεικόνιση της περιόδου 1390-1400 από το Tacuinum Sanitatis - μια γυναίκα κουνάει απειλητικά ένα ξύλο για να διώξει το σκυλί που πίνει το γάλα λίγο μετά την παρασκευή τυριού. Κρέας, τυρί και δημητριακά συνθέτουν τη μεσαιωνική δίαιτα των εύπορων τάξεων.
Απεικόνιση λεχώνας του πρώιμου δέκατου τέταρτου αιώνα: στον Μεσαίωνα ήταν τεράστιο το ποσοστό της θνησιμότητας των γυναικών κατά τη γέννα.
Μεταφορά βρεφών σε καλάθια, όπως απεικονίζεται γύρω στα 1338-44.
Επίσκοπος παντρεύει ζευγάρι στον πρώιμο δέκατο τέταρτο αιώνα (Αρχείο της Ταραθόνα, Ισπανία).
Απεικόνιση μεταξύ 1338 και 1344 από τη "Σύντομη Ιστορία της Βρετανίας" του John Richard Green: παιδιά σχολείου διαβάζουν τα βιβλία τους.
Απεικόνιση γύρω στα 1450 χωρικών που δειπνούν στο χωριό Moegeldorf της Γερμανίας.
Εικόνα του δέκατου τέταρτου αιώνα από το Tacuinum Sanitatis που απεικονίζει οικιακές εργασίες.
Εικόνα του 1450 που απεικονίζει τη γιορτή του "Μεσοκαλόκαιρου" (Midsummer Night).
Αρχές δεκάτου τετάρτου αιώνα: τέσσερεις άνδρες παίζουν το παιχνίδι 'bob-apple", που σύντομα εντάσσεται στους εορτασμούς της παραμονής των Αγίων Πάντων (Halloween).
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΑΡΟΛΙΓΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗ
Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, οι ρωμαϊκές πολιτισμικές παραδόσεις συνέχισαν να κυριαρχούν στη Γαλατία νοτίως του γερμανικού γλωσσικού συνόρου. Ο κλήρος προσπάθησε να περιορίσει την εκπαίδευση αποκλειστικά στις επισκοπικές και μοναστικές σχολές, πιστεύοντας ότι σκοπός της μάθησης ήταν η μελέτη των μυστηρίων του Θεού. Ο βασιλιάς Χιλπέριχος Α' της Νευστρίας (561-684) έγραψε λατινική ποίηση και ύμνους και επιχείρησε, χωρίς όμως να το πετύχει, να προσθέσει τέσσερα ελληνικά γράμματα στο λατινικό αλφάβητο. Η διαταγή του να διδάσκεται αυτή η αλλαγή σε όλους τους μαθητές των πόλεων υποδηλώνει ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός μαθητών. Αυτό το αμάρτημα της οίησης, σε συνδυασμό με τις απόπειρές του να θέσει την Εκκλησία υπό κοσμική εποπτεία, ανάγκασε τον Γρηγόριο της Τουρ να τον επικρίνει για ντιλεταντισμό και να τον συγκρίνει με τον Νέρωνα. Στη γερμανική Ευρώπη αναπτύχθηκε προφορική λογοτεχνική παραγωγή, βασισμένη στις τοπικές διαλέκτους. Πολλά ποιήματα μελοποιήθηκαν και τελικά αποτυπώθηκαν γραπτώς. Συνήθως τα ποιήματα αυτά μιλούσαν για περιπλανήσεις, πολέμους και για δεσμούς συγγένειας και φιλίας. Η Μπαλάντα του Χίλντεμπραντ, από την οποία σώζεται ένα απόσπασμα, αναφέρεται σε έναν πατέρα και τον γιο του, που χωρίστηκαν όταν το παιδί ήταν βρέφος, επειδή ο πατέρας έπρεπε να φύγει μακριά, μαζί με τον άρχοντά του, τον Θεοδώριχο, για να γλιτώσει από τον Οδόακρο. Αργότερα, όταν ο ενήλικος πλέον γιος ακολούθησε τον δικό του άρχοντα, πατέρας και γιος ανακάλυψαν ότι πολεμούσαν μεταξύ τους.
Η ανάπτυξη της λογοτεχνίας στις τοπικές γλώσσες σημειώθηκε πρώτα στη Βρετανία, όπου η λατινική λογοτεχνική παράδοση είχε εισαχθεί με κάποια καθυστέρηση. Διασώζονται αρκετά δείγματα κελτικής και αγγλοσαξονικής λυρικής ποίησης. Τα περισσότερα έργα, μερικά από τα οποία είναι υψηλής αισθητικής αξίας, είναι ανώνυμα. Ο «Περιπλανώμενος» μιλά για έναν άνδρα, πιθανόν φυγόδικο, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του και να στερηθεί τους συγγενείς του. Το απόσπασμα «Το Ερείπιο» γράφτηκε με ελεγειακή διάθεση από κάποιον παρατηρητή των ερειπίων της ρωμαϊκής πόλης Μπαθ (Aquae Calidae). To πιο διάσημο έργο στην καθομιλουμένη κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα είναι ο Βεοβούλφος, τον οποίο προφανώς τραγουδούσαν βάρδοι επί ολόκληρες γενιές μέχρι την καταγραφή του, στις αρχές του 8ου αιώνα, στη βόρεια Αγγλία. Πιθανόν ο συγγραφέας του να ήταν χριστιανός, αλλά το περιβάλλον είναι παγανιστικό σκανδιναβικό· επιπλέον, αν και το ποίημα είναι γραμμένο σε αρχαία αγγλικά, οι Άγγλοι δεν αναφέρονται διόλου. Ο ήρωας Βεοβούλφος ήταν ένας νεαρός πολεμιστής των Γιάετ στην υπηρεσία του βασιλιά Χρόθγκαρ των Δανών. Έσωσε το βασίλειο του κυρίου του σκοτώνοντας ένα τέρας ονόματι Γκρέντελ, και μετά τη μητέρα του τέρατος, σε μια τρομερή υποβρύχια μονομαχία μέσα σε μια λίμνη. Αφού έτσι απέκτησε φήμη, ο Βεοβούλφος επέστρεψε στη δική του φυλή, τους Γιάετ, και έγινε βασιλιάς. Όταν ήταν πια γέρος σκότωσε έναν δράκο που λυμαινόταν τη γη του, αλλά στην ύστατη αναμέτρηση πληγώθηκε θανάσιμα.
Μύθοι των Κελτών
Στον Μεσαίωνα, τα χριστιανικά μοναστήρια της Ιρλανδίας και της Ουαλλίας ήταν μηχανές παραγωγής κουλτούρας και μόρφωσης. Οι μοναχοί αναλάμβαναν να διατηρήσουν, να καταλογογραφήσουν και να καταγράψουν μύθους και παραδόσεις της προχριστιανικής εποχής, καθώς και να αντιγράψουν όλη την παράδοση θεοτήτων, υπερφυσικών ηρώων, μαγεμένων ζώων και μαγικών αντικειμένων που υπήρχαν ήδη εναποθηκευμένα στις συλλογές των 'κλοπιμαίων' από τους πολέμους και τις μετακινήσεις των χριστιανικών λαών της Ευρώπης. Οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί μύθοι καταγράφηκαν ανάμεσα στον όγδοο και τον δωδέκατο μ.Χ. αιώνα. Παγανιστικοί κελτικοί μύθοι αρχικά μεταδόθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά, ενώ οι "αφηγητές" τους ήταν διασκεδαστές που ταξίδευαν από βασιλική αυλή σε βασιλική αυλή, μοναχοί περιπλανώμενοι ή νέοι "επαγγελματίες" του είδους (τροβαδούροι). Μια πλειάδα από αυτούς τους μύθους επιχειρούσαν αφελώς να ερμηνεύσουν έντονα φυσικά φαινόμενα, πλημμύρες, εκρηξεις ηφαιστείων, σιτοδείες και επιδημίες, την καταστροφικη επιδημία της πανώλης (πανούκλας), καθώς και να ερμηνεύσουν την καταγωγή των λαών, τον τόπο προέλευσής τους, τον τόπο του μετά θάνατον προορισμού τους, κ.ο.κ. Κυρίως, όμως, κατέγραφαν το πάνθεον των θεοτήτων που λατρεύονταν από τους προρρωμαϊκούς Κέλτες της Βρετανίας, Ιρλανδίας και ηπειρωτικής Ευρώπης κατά την περίοδο από το 500 π.Χ. έως και τη ρωμαϊκή εποχή (τη θεότητα των αλόγων Επόνα, την αντίστοιχή της της ουαλικής παράδοσης Ριανόν, κοκ.)
Ο Cú Chulainn ήταν ήρωας της Ιρλανδίας, γιος ενός θνητού και μιας θεάς. Όσο ήταν ακόμη μωρό, ο Δρυίδης Cathbad προφήτευσε ότι ο Τσου Τσουλέν θα ζούσε μια σύντομη, αλλά ένδοξη ζωή. Στα πέντε του ίδρυσε μια ταξιαρχία νέων πολεμιστών, ενώ ως δεκάχρονο παιδί διεκδίκησε όπλα από τον βασιλιά και καθιέρωσε τον εαυτό του ως "κυνηγού Τσουλάν" σκοτώνοντας το μυθικό σκυλί Τσουλάν. Επικοινωνούσε με τα πνεύματα και είχε προσωπική επαφή με την Μόριγκαν, πολεμική θεά που του εμφανιζόταν μεταμορφωμένη σε κοράκι. Η πολεμική του ιαχή τον έφερνε σε μια κατάσταση έκστασης, κατά τη διάρκεια της οποίας το κορμί του έπαιρνε περίεργες, αφύσικες διαστάσεις. Πέθανε όρθιος, κατά τη διάρκεια μιας μάχης, μετά από την προδοσία της θεάς Μόριγκαν.
Blodeuwedd: η γυναίκα/λουλούδι του ουαλικού μύθου. Δεν ήταν θνητή, αλλά φτιάχτηκε από αγριολούλουδα με την πρωτοβουλία δύο μάγων.
Ένας ουαλλικός μύθος με τον τίτλο "Spoils of Annwn" αφηγείται την επιδρομή του Αρθούρου στον Άλλο Κόσμο (Annwn) και παραπέμπει στην ομηρική "Νέκυια".
Ο Oenghus mac Oc ήταν ιρλανδικός θεός της Νεότητας,γιος των θεϊκών μορφών Daghdha και Boann. Η μάνα του Boann ήταν ήδη έγκυος στον Oenghus όταν παντρεύτηκε, και το παράνομο ζευγάρι εραστών που ήταν οι γονείς του μπόρεσαν, με τη συνεργία του Ήλιου, να κρύψουν τη μοιχεία από τον σύζυγο της μητέρας, τον Nechtan.
Rhiannon η Νύμφη των Αλόγων Το πρώτο μέρος του έπους "Mabinogion" αφηγείται την ιστορία του Pwyll, άρχοντα της νοτιοδυτικής Ουαλίας, που ερωτεύτηκε τη νύμφη των αλόγων Rhiannon και μαζί της απέκτησε τον Pryderi ("φροντίδα των αλόγων").
Η ιστορία του Ιερού Δισκοπότηρου
Το Holy Grail υποτίθεται πως ήταν το ποτήρι του Μυστικού Δείπνου που χρησιμοποίησε ο Ιησούς. Η πρώτη λογοτεχνική χρήση του δισκοπότηρου έγινε από τον συγγραφέα Chrétien de Troyes στο έργο του Πάρσιφαλ (Perceval), που γράφτηκε ανάμεσα στο 1181 και το 1190.
Οι μύθοι του Αγίου Δισκοπότηρου κυριαρχούν στη μεσαιωνική φιλολογία.
According to myth, King Arthur’s wizard Merlin still roams Glastonbury Tor. © Alamy Μεσαιωνική "ταπισερί" που ονομάζεται "Ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου", έχει ύψος δυόμισι μέτρα και σχεδόν επτά μέτρα μήκος. Εκτίθεται στο Μουσείο Τέχνης του Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας.
Αρθούρος και Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης
Ο βασιλιάς Αρθούρος (Arturus) θρυλούται πως ήταν επικεφαλής των ηρωϊκών πολεμιστών που ηγήθηκαν της αντίστασης των Βρετανών κατά των επιδρομέων Σαξόνων, ανάμεσα στον πέμπτο και τον έκτο αιώνα μ.Χ.
Σύμφωνα με τον ποιητή του δέκατου τρίτου αιώνα Layamon, ο Αρθούρος παρήγγειλε σε ξυλουργό την Στρογγυλή Τράπεζα, που χωρούσε 1,600 άνδρες της αδελφότητάς του.
O Mάγος Μέρλιν είναι εξέχουσα μορφή των ιστοριών των σχετικών με τον Αρθούρο.
Η νύμφη Armorica αναφέρεται ως νεράιδα στη "Ζωή του Μέρλιν" που συνέγραψε το 1150 ο μεσαιωνικός μυθουργός Geoffrey of Monmouth.
Πρώιμοι κελτικοί μύθοι ήδη ανέφεραν το Holy Grail, δίνοντας έδαφος σε αφηγήσεις για ήρωες που ξυπνούσαν τους νεκρούς και υπερνικούσαν τα φυσικά φαινόμενα. Οι 150 Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης ξεκίνησαν τον αγώνα τους για επανεύρεση του Άγιου Δισκοπότηρου όταν αυτό εμφανίστηκε, στη γιορτή της Πεντηκοστής, στον ιππότη Camelot. Από τους ιππότες αυτούς κατόρθωσαν τον στόχο τους μόνον ο Σερ Galahad, ο Πάρσιφαλ και ο Σερ Bors.
Ο ποιητής Chrétien de Troyes αφηγείται τον έρωτα του Λάνσελοτ με την Γκουίνεβιρ. (εικονογραφία από τον "Θάνατο του Αρθούρου")
Επτά μύθοι για τον Ρομπέν των Δασών
Επινοημένος, αρχετυπικός ήρωας που αντιπροσωπεύει τον τύπο του "εγκληματία" των μέσων του δέκατου τρίτου αιώνα. Τοποθετείται στην εποχή της βασιλείας του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και αντιτίθεται στον Ιωάννη τον Ακτήμονα, πρόδρομο της δυναστείας των Τυδώρ. Παρουσιάζεται ως φιλάνθρωπος που δίνει τα κλοπιμαία του στους φτωχούς χωρικούς, ή ως εκτοπισμένος ευγενής του Χάτιγκτον. Σχετική μεσαιωνική μπαλάντα είναι το τραγούδι "The Lyttle Geste of Robyn Hode", που γράφτηκε μεταξύ του 1492 και του 1510.
1880: ο Ρομπέν των Δασών και η Λαίδη Μάριον.
Υποτίθεται ότι η σορός του Ρομπέν βρίσκεται στο Kirklees Priory του Yorkshire.
Η παρέα του Ρομπέν των Δασών είναι αντιπροσωπευτική των καταπιεσμένων κοινωνικών τάξεων της Αγγλίας εκείνης της εποχής.
Περίπου 1600: ο Ρόμπιν Χουντ παρέα με τον έκπτωτο ιερέα Τζωνάκη (Little John).
Καθώς ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρεε κάτω από πολύμορφες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, η μεσογειακή αρχαιότητα είδε τις ακτές της να χωρίζονται σε αντίπαλους κόσμους.
Η μεγάλη κλειστή θάλασσα, η Μεσόγειος, ήταν για τον αρχαίο κόσμο ένας μεγάλος ποταμός, ένα είδος θαλάσσιου Νείλου θα λέγαμε, που επέτρεπε στον ρωμαϊκό κόσμο να εμπορεύεται, να μετακινείται, να ενοποιείται, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά.
Κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν. Στις βόρειες ακτές της Μεσογείου και στην ενδοχώρα τους, η ανερχόμενη φεουδαρχία περιόρισε στο ελάχιστο το εμπόριο και συνακόλουθα τις πόλεις και έκλεισε την οικονομία σε παραγωγικούς μικρόκοσμους, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από πολύπλοκες σχέσεις γεμάτες κανόνες εξάρτησης, υποχρέωσης, υποταγής. Ηταν κάτι το ολότελα ξένο για έναν αρχαίο κόσμο που, στην κλασική, την ελληνιστική ή τη ρωμαϊκή του εκδοχή, είχε αρθρωθεί γύρω από τους δρόμους του εμπορίου, τους σταθμούς των καραβανιών και, προπαντός, τα λιμάνια της κλειστής θάλασσας.
Κατά μήκος των δρόμων αυτών, με τρόπο εκρηκτικά δυναμικό γεννήθηκε, αρθρώθηκε και μεγαλούργησε ο ισλαμικός κόσμος. Κράτησε από τη θνήσκουσα μεσογειακή αρχαιότητα τα βασικά της χαρακτηριστικά, μεταπλάθοντάς τα στις νέες συνθήκες: την «Ούμα» –την αδελφότητα–, κατάλοιπο της αρχαίας πόλης και του δήμου που την κυβερνούσε, το «Σουκ», την αγορά, το φόρουμ, στο κέντρο των πόλεων. Και, όπως ο αρχαίος κόσμος, ρίχτηκε στην οικοδόμηση λαμπρών πόλεων, εκεί όπου το εμπόριο θα στάθμευε και θα διαχεόταν. Στον απέναντι Βορρά αρκούσαν τα χωριά.
Οι δύο κόσμοι χωρίστηκαν αποφασιστικά και η Μεσόγειος, από θάλασσα που ένωνε έγινε τάφρος φρουρίου που χώριζε ορκισμένους εχθρούς. Οταν οι εικονομάχοι Αραβες επένδυαν χρυσό και ασήμι στις εμπορικές τους δραστηριότητες ανανεώνοντας τα νομισματικά συστήματα της αρχαιότητας –το dirham (δραχμή) και το dirhem (δηνάριο)– οι εικονολάτρες χριστιανοί του Βορρά αποθησαύριζαν τα δικά τους πολύτιμα μέταλλα στα μοναστήρια και τους ναούς, ενδιαφερόμενοι για τον κόσμο του Θεού περισσότερο απ’ ό,τι για τον δικό τους κόσμο.
Για πολλούς αιώνες οι σχέσεις χριστιανών-Ευρωπαίων και μουσουλμάνων-Αράβων επικεντρώνονταν στον μεταξύ τους πόλεμο σε όλο το μήκος και το πλάτος της Μεσογείου. Το κύμα των αραβικών κατακτήσεων εξαντλήθηκε εκεί όπου τελείωναν οι δρόμοι του μεγάλου εμπορίου και η χριστιανική αντεπίθεση ξεκίνησε με τη Reconquista στην Ιβηρική Δύση και τις Σταυροφορίες στην Ανατολή. Σκληρός και αμφίρροπος αγώνας που κρίθηκε μόλις στον 19ο αιώνα, όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έδωσε στη χριστιανική Ευρώπη ακαταμάχητα οικονομικά, δημογραφικά και στρατιωτικά επιχειρήματα. Για λίγες δεκαετίες ο αραβικός κόσμος κατακτήθηκε και αποικιοποιήθηκε από τους Ευρωπαίους, χωρίς ποτέ να υποταχθεί σε αυτούς. Από τον Μαχντί, τον Μουχτάρ Ομάρ ώς τον Νάσερ, πάντα υπήρχε κάποιος να τα βάλει με τους «Δυτικούς». Στο μεταξύ, ο κόσμος άλλαζε και προοδευτικά τα πλεονεκτήματα της Ευρώπης χάνονταν. Στα δικά μας χρόνια τα δημογραφικά δεδομένα, τα στρατιωτικά συνακόλουθα, γύρισαν προς την πλευρά των Αράβων.
Η υπόθαλψη και η πρόκληση της «αραβικής άνοιξης» ήρθε σε αυτή τη δυσμενή συγκυρία. Η κεντρική ιδέα έμοιαζε εξαιρετική –έτσι συνήθως γίνεται στο ξεκίνημα φιλόδοξων πολιτικών σχεδίων. Η Ευρώπη –ενιαία πλέον μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου–, με την απαραίτητη βοήθεια των ΗΠΑ, θα κατέστρεφε τα αραβικά καθεστώτα που κρατούσαν αποστάσεις από τη «Δύση». Θα επαναλάμβανε με τον τρόπο αυτό τη μεγάλη της επιτυχία του 1990 –την ανατροπή των Λαϊκών Δημοκρατιών– και την προσαρμογή των χωρών αυτών στον καπιταλιστικό τρόπο ζωής διαμέσου των «πορτοκαλί επαναστάσεων». Με την εκτατική διεύρυνση του ευρωπαϊκού και αμερικανικού καπιταλισμού, θα ξορκιζόταν για λίγο καιρό ακόμα η κρίση. Η δημογραφία –όπως και πολλά άλλα– πρόδωσε τους σχεδιασμούς. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε εκατό χρόνια νωρίτερα, ετούτη τη φορά οι «Δυτικοί» δεν είχαν ούτε το δημογραφικό ούτε το στρατιωτικό βάρος για να κατακτήσουν τα κράτη αυτά. Το πληθυσμιακό άθροισμα Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρίας, Λιβύης φτάνει τα 100 εκατομμύρια! Με την Αίγυπτο και την αραβική χερσόνησο πλησιάζει τα 300! Περιορίστηκαν λοιπόν στην καταστροφή των κρατών αυτών και ειδικότερα των μεσοαστικών στρωμάτων που αποτελούσαν στηρίγματα των εκεί καθεστώτων και των αντίστοιχων κρατικών μηχανισμών. Η εμφανής αδυναμία κατάκτησης αποστέρησε τη Δύση από τη δυνατότητα δημιουργίας σύμμαχων προς την υπόθεσή της δυνάμεων. Τα κράτη, λοιπόν, απλά διαλύθηκαν – ούτε υποτάχθηκαν ούτε προσαρμόστηκαν. Ετούτοι οι πόλεμοι «αντιποίνων», σχεδιασμένοι και εκτελεσμένοι από μαθητευόμενους (ή απλά απελπισμένους) μάγους, οδηγούν σε ένα βαρύ σε συνέπειες ιστορικό ορόσημο. Η σχέση της Ευρώπης με το αραβικό-μουσουλμανικό της περίβλημα, κυριολεκτικά ανατινάχθηκε. Η βίαιη διατάραξη ενός συστήματος που ισορροπούσε δύσκολα για 1.500 χρόνια μάλλον δεν θα περάσει χωρίς συνέπειες. Το «προσφυγικό» είναι απλά ο προάγγελος των εξελίξεων. Τα αδιέξοδα διασπούν το κυρίαρχο στον κόσμο μας σύστημα δυνάμεων, τον «δυτικό» κόσμο. Το κενό που δημιουργούν τα αδιέξοδα σπεύδουν να το καλύψουν νέες φιλόδοξες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, ανατρέποντας ισορροπίες και εντείνοντας ανταγωνισμούς. Η ρευστότητα γίνεται στοιχείο της πολιτικής, ενώ ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται σημαδιακά.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ 12ο ΚΑΙ ΤΟΝ 15ο ΑΙΩΝΑ
Kατά τη βυζαντινή περίοδο, ολόκληρη η Λακωνική υπαγόταν αρχικά στην Επαρχία Ελλάδος και στη συνέχεια, μετά την ίδρυση των θεμάτων -των βυζαντινών αυτών διοικητικών και στρατιωτικών περιφερειών -στο θέμα Πελοποννήσου. Από τον 6ο αιώνα άρχισε η έλευση Σλάβων στην περιοχή, κυρίως Μηλιγγών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές του Ταϋγέτου, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους. Σύμφωνα με τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, είναι πιθανό η έλευση και εγκατάσταση των νομαδικών αυτών φύλων να διευκολύνθηκε από την πληθυσμιακή ερήμωση που ακολούθησε κάποια επιδημία πανώλης (Παναγιωτόπουλος, 1985). Δε φαίνεται, πάντως, να υπήρξαν ιδιαίτερα προβλήματα συνύπαρξης των επήλυδων με τους τοπικούς πληθυσμούς, και κατά το 10ο αιώνα ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε ανέλαβε συστηματική δράση για τον εκχριστιανισμό τους. Η παρουσία των Μηλιγγών Σλάβων στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου ανιχνεύεται στα τοπωνύμια της περιοχής, ειδικά στα ανατολικά χωριά του Δήμου Σμύνους. Αναφέρουμε, για παράδειγμα, το τοπωνύμιο Celina (σημ. Μελιτίνη) που προέρχεται από τη σλαβική λέξη Zelina και σημαίνει χόρτο, λάχανο, βοτάνι, και τα Rosova (σημ. Λεμονιά) και Strozza (σημ. Προσήλιο), από τα οποία το μεν πρώτο προέρχεται από τη σλαβική λέξη roza και την κατάληξη –ova και δηλώνει τον τόπο με τις τριανταφυλλιές, το δε δεύτερο από τη σλαβική λέξη struga που σημαίνει το ρεύμα, το ρυάκι, την κοίτη του ποταμού (Κόμης 1995). Η πολιτική ιστορία της Πελοποννήσου μεταβλήθηκε ριζικά το 1204, έτος κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Με τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Φράγκοι πρίγκηπες, που παρέμειναν στην Πελοπόννησο, συγκρούστηκαν με τους τοπικούς βυζαντινούς άρχοντες, που υπερασπίζονταν κυρίως τη δική τους τοπική εξουσία. Οι Φράγκοι προοδευτικά κατέλαβαν την Πελοπόννησο και εγκαθίδρυσαν ένα φεουδαλικού τύπου καθεστώς, το πριγκηπάτο της Αχαϊας (ή Μορέως) υπό την ηγεσία του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου. Για τον έλεγχο τόσο των Μανιατών, οι οποίοι βρίσκονταν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση, όσο και των Μηλιγγών Σλάβων, οι Φράγκοι έκτισαν μια σειρά κάστρων στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας. Στα οχυρωματικά έργα της περιόδου ανήκουν το κάστρο του Πασσαβά στην Κλεισούρα του δρόμου από το Γύθειο προς την Αρεόπολη, το κάστρο του Λεύκτρου, που οι Φράγκοι ονόμαζαν Beaufort, το κάστρο της Μεγάλης Μάνης και βορειότερα το κάστρο του Μυστρά, το κτίσιμο του οποίου σηματοδότησε την εδραίωση της φραγκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Η φραγκική κυριαρχία στην Πελοπόννησο διατηρήθηκε μέχρι τη μάχη της Πελαγονίας το 1259 μ.Χ. Εκεί το φραγκικό εκστρατευτικό σώμα του πριγκηπάτου της Αχαϊας ηττήθηκε από τον στρατό του βασιλείου της Νίκαιας και ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλαρδουίνος συνελήφθη από τον Ιωάννη Παλαιολόγο. Με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης τα τέσσερα κάστρα της Λακωνίας -του Μυστρά, του Γερακίου, της Μονεμβασιάς και της Μεγάλης Μάνης-παραχωρήθηκαν στο βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και αποτέλεσαν τον πυρήνα της βυζαντινής διοίκησης στην Πελοπόννησο. Ο πυρήνας αυτός αργότερα εξελίχθηκε στο φημισμένο Δεσποτάτο του Μορέως με έδρα το Μυστρά, τις υποθέσεις του οποίου διαχειριζόταν η οικογένεια των Παλαιολόγων (Παναγιωτόπουλος 1985). Την ίδια περίοδο οι κάτοικοι της Μάνης, εκμεταλλεύομενοι τη γεωγραφική της θέση, εξεγέρθηκαν αρχικά εναντίον των Φράγκων, καταλαμβάνοντας τα κάστρα του Πασσαβά και του Λεύκτρου, και στη συνέχεια εναντίον της βυζαντινής διοίκησης, μαχόμενοι πάντα για τη διατήρηση της αυτονομίας τους. Μετά το 1430 οι Βυζαντινοί εξεδίωξαν εντελώς τους Φράγκους από την Πελοπόννησο. Οι μόνοι που διατήρησαν τις κτήσεις τους σε αυτή ήταν οι Βενετοί, με τους οποίους οι Βυζαντινοί, παρά τις περιοδικές μεταξύ τους προστριβές, διατηρούσαν καλές σχέσεις (Παναγιωτόπουλος 1985). Η βυζαντινή εξουσία, ωστόσο, δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ στις τουρκικές επιθέσεις, τόσο λόγω της σταδιακής αποδυνάμωσης της κεντρικής εξουσίας στην Πελοπόννησο εξαιτίας των εσωτερικών συγκρούσεων, όσο και λόγω της τουρκικής στρατιωτικής υπεροχής. Το 1460 οι Τούρκοι υπό το Μωάμεθ Β΄ κατέλαβαν το βυζαντινό τμήμα της Πελοποννήσου, με την εξαίρεση της Μονεμβασίας που καταλήφθηκε το 1540, ενώ οι βενετικές κτήσεις διατηρήθηκαν για μερικές ακόμη δεκαετίες. Η πρώτη τουρκοκρατία, όπως πολλοί ιστορικοί ονομάζουν την περίοδο από το 1460 έως το 1685, είχε αρχίσει για την Πελοπόννησο. Η Μάνη, ωστόσο, προέβαλε σθεναρή αντίσταση μετά την κατάλυση του δεσποτάτου του Μυστρά και δεν υπέκυψε στις επιθέσεις των τουρκικών στρατευμάτων. Οχυρωμένοι στα δυσπρόσιτα εδάφη τους και με εξόδους διαφυγής προς τη θάλασσα και τις απόκρημνες πλαγιές του Ταϋγέτου, οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Μάνης αντιστάθηκαν πάντα σε κάθε μορφή ελέγχου από την εκάστοτε κεντρική εξουσία. Ο Κώστας Κόμης αναφέρει ότι μετά την κατάλυση του Μυστρά θα πρέπει να υπήρξαν μετακινήσεις πληθυσμού από το Μυστρά προς την υπό βενετική προστασία Μάνη (Κόμης 1995). Παράλληλα, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα αναφέρεται στην περιοχή η παρουσία Αλβανών stradioti, που με τη συνεργασία των Μανιατών πραγματοποιούσαν εξορμήσεις εναντίον των οθωμανικών στρατευμάτων, συχνά υπό τις οδηγίες των Βενετών.
Οι Βυζαντινοί και η Άλωση από τους Σελτζούκους Τούρκους Λίγο πριν την άλωση της 29ης Μαΐου, η Κωνσταντινούπολη ήταν περικυκλωμένη από τους Τούρκους και "αποικιοποιημένη" απ' τους Λατίνους. Μπροστά σ' αυτό το αδιέξοδο ο (αισθητά μειωμένος) πληθυσμός της πόλης αποφάσισε να δεχτεί τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας και να επιμείνει σ' αυτές. Ήταν οι μόνες που του πρόσφεραν βεβαιότητα μέσα σε ένα θλιβερό και συγκεχυμένο τοπίο. Μπροστά στην καταστροφή θυμήθηκαν πως η ήττα ήταν έκφραση της θέλησης του Θεού. Η θεωρία αυτή στηριζόταν στη βιβλική παράδοση, ότι η οργή του Θεού ήταν αποτέλεσμα των αμαρτημάτων και των λαθών που είχε διαπράξει ο λαός και οι κυβερνήτες του. Η κατεξοχήν προστάτιδα της πόλης, η Θεία Χάρις, είχε πλέον εκλείψει και η πόλη ήταν έτοιμη να παραδοθεί. Μ' αυτήν την πεποίθηση κάθε απόπειρα ανάληψης οποιασδήποτε δράσης για την αποφυγή του χειρότερου θα ήταν μάταιη, μιας και η κρίση του Θεού ήταν οριστική. Το Βυζάντιο όφειλε να χαθεί για να αποπλύνει τα αμαρτήματά του. Αυτή ήταν η θεία βούληση και τίποτα δεν μπορούσε να εμποδίσει την πραγματοποίησή της. Κατά την τελευταία περίοδο του Βυζαντίου, ο λαός άρχισε να συγχέει το τέλος του Βυζαντίου με το εφήμερο τέλος του Χριστιανικού. Όμως, η αναγέννηση του Βυζαντίου, του νέου περιούσιου λαού, και της Κωνσταντινούπολης, της νέας Ιερουσαλήμ, θα έφερνε και την αναγέννηση του Χριστιανικού κόσμου. Ακόμα, δηλαδή, και στις έσχατες στιγμές τονίζεται η μεσσιανική πεποίθηση για το Βυζάντιο, το οποίο μετά το "θάνατό" του "θα αναστηθεί" και θα "συναναστήσει" όλο το Χριστιανικό κόσμο. Η θυσία του νέου περιούσιου λαού είναι αυτή που θα αποπλύνει τα αμαρτήματα όλου του κόσμου και θα οδηγήσει στην αναγέννησή του. Προτιμούν να εκβαρβαριστούν παρά να εκλατινιστούν, καθώς μόνο με τον εκβαρβαρισμό του μόνου πολιτισμένου λαού, του βυζαντινού, θα έρθει το τέλος της ιστορίας που θα φέρει και τη νέα αφετηρία. Έτσι, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τη "μοιρολατρία" που είχε καταλάβει τους τελευταίους κατοίκους και υπερασπιστές της πόλης και την αντίδραση σε κάθε πιθανότητα προσπάθεια σωτηρίας της πόλης, η οποία θα είχε ως προϋπόθεση την υποταγή στους Λατίνους.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Η ΤΥΧΗ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΝΗΣΙΟΥ Λατινοκρατία στη Νάξο Το 1207 ο Βενετός Μάρκος Σανούδος καταλαμβάνει την Νάξο και την Άνδρο και ιδρύει την ηγεμονία που θα μείνει γνωστή στην ιστορία ως Δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους με πρωτεύουσα τη Νάξο. Στη συνέχεια κατακτήθηκαν και τ’ άλλα νησιά, εκτός από την Τήνο και τη Μύκονο που αποτέλεσαν ξεχωριστή ηγεμονία υπό τους Ghisi. Αν και Βενετοί οι Σανούδοι αναγνώριζαν ως επικυρίαρχό τους τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης κι όχι τη Βενετία, απέναντι στην οποία κράτησαν ανεξάρτητη πολιτική, όσο αυτό το επέτρεπαν οι γεωπολιτικές συνθήκες της εποχής. Έτσι, οι προστριβές με τη Βενετία έγιναν αναπόφευκτες και με την πάροδο του χρόνου η λατινική ηγεμονία των Κυκλάδων έγινε ένα προτεκτοράτο της Βενετίας. Η τοπική παράδοση «θέλει» τον Μ. Σανούδο να μοιράζει το νησί στους ευγενείς του σε φέουδα και να επιβάλει το φεουδαλικό σύστημα κατά τα δυτικά πρότυπα. Στην πραγματικότητα, ό,τι γνωρίζουμε για τον ιδρυτή της ηγεμονίας είναι η συνθήκη που σύνηψε με τον δούκα της Κρήτης, όταν κλήθηκε εκεί για να καταστείλει την εξέγερση Ελλήνων αρχόντων. Οι Βενετοί αθέτησαν ή δεν θέλησαν να εκπληρώσουν τους όρους της συμφωνίας, μ’ αποτέλεσμα ο Μ. Σανούδος να συμμαχήσει με μερίδα Ελλήνων αρχόντων και να καταλάβει ολόκληρο το νησί. Ενισχύσεις που στάλθηκαν από τη Βενετία τον ανάγκασαν να αποχωρήσει και ανάμεσα στους όρους της συνθήκης ήταν να πάρει μαζί του 20 από τους Έλληνες άρχοντες (τα αρχοντόπουλα που διαφέντευαν την Κρήτη από τα χρόνια του Βυζαντίου) ενώ απέκτησε φεουδαλικά δικαιώματα σε εδάφη του νησιού. Εξεστράτευσε εναντίον της αυτοκρατορίας της Νίκαιας στην προσπάθειά του να αποτρέψει επίθεση των Βυζαντινών εναντίον των κτήσεων του. Αιχμαλωτίστηκε όμως από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρη, που τελικά γοητευμένος από την προσωπικότητά του τον άφησε ελεύθερο να επιστρέψει στις κτήσεις του, δίνοντας του ως σύζυγο μια από τις πριγκίπισσες της οικογένειάς του. Το 1227, από το Βενετία πλέον, όπου είχε αποσυρθεί, λίγο πριν το θάνατό του, το 1228, παραχωρεί το Μοναστήρι του Φωτοδότη Χριστού στο τάγμα των Βενεδικτίνων μοναχών. Επί των ημερών του, κατά πάσα πιθανότητα, ιδρύεται μία θρησκευτική οργάνωση, η «Αδελφότης του Αγιωτάτου Σώματος του Χριστού», το 1226, από Καθολικούς μη ιερωμένους για να διαχειρίζεται δωρεές προς την νεοσύστατη καθολική εκκλησία. Η περίοδος της ηγεμονίας των Σανούδων υπήρξε μια τρικυμισμένη περίοδος αφού αναγκάζονταν σε διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις ή σε διπλωματικούς χειρισμούς, για να αντιμετωπίσουν τους γείτονές τους Ghisi, τους πειρατές, τον Βυζαντινό στόλο του αυτοκράτορα Βατάτζη της Νίκαιας που, τελικά, ποτέ δεν παραιτήθηκαν από τις αξιώσεις τους πάνω στα Κυκλαδονήσια, και τελικά τις παρεμβάσεις της Βενετίας. Η δυναστεία των Σανούδων ( έδωσε επτά ηγεμόνες), έληξε το 1383 όταν ο φιλοβενετός άρχοντας της Μήλου Φραντζέσκο Κρίσπο (είχε νυμφευθεί αρχόντισσα από τον οίκο των Σανούδων, τη Μαρία) δολοφόνησε κατά τη διάρκεια κυνηγιού, λίγο έξω από το χωριό Μέλανες, τον τελευταίο δούκα της Νάξου, γιο της δούκισσας Φιορέντσα Σανούδο, Νικόλα Dalle Carceri, κι ανέλαβε την ηγεμονία του δουκάτου. Οι Κρίσπο (12 συνολικά) ηγεμόνευσαν μέχρι το 1566, οπότε κατελήφθη το δουκάτο από τον Τούρκο αρχιναύαρχο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Για τη φεουδαλική κοινωνία των νησιών είναι δυνατόν να σχηματίσουμε κάποια ιδέα από τα γράμματα των δουκών που διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Στα νησιά οι «Ασσίζες της Ρωμανίας» ήταν ο φεουδαλικός κώδικας, μεταρρυθμισμένος σύμφωνα με τα συνήθεια της Νάξου. Ο δούκας ήταν η κεφαλή της κοινωνικής ιεραρχίας, ομότιμος στην ηγεμονία της Αχαΐας, την οποία αναγνώριζε ως επικυρίαρχο. Στη διοίκηση συνεπικουρείτο από αξιωματούχους όπως ήταν ο «παρατηρητής», ο «μπάϊλος», και ο «πραξικός του δούκα» ενώ υπήρχε κι ένας «καπετάνιος» του κάστρου της Νάξου, καθώς και το αξίωμα του «απανωκυνηγάρι». Οι φόροι και τα τέλη δεν φαίνεται να ήταν βαριά. Ένα νεράτζι τα Χριστούγεννα ή μια πουλάδα ήταν η συνηθισμένη προσφορά στον αυθέντη, τυπική αναγνώριση της φεουδαλικής εξάρτησης. Ο βυζαντινός έγγειος φόρος, το ακρόστιχον διασωζόταν. Υπήρχε η «δέτζιμα του φέουδου», δηλαδή η δεκάτη, η εντριτία, τα εντριτεμένα χωράφια, τα ελεύθερα, δηλαδή αυτά των οποίων οι καλλιεργητές είχαν απαλλαγεί από την υποχρέωση ν’ αποδίδουν την εντριτία στον γαιοκτήμονα, η τάσα, η κουντουβερνία, δηλαδή ο γαιοκτήμονας παραχωρούσε κτήμα σε καλλιεργητή-κοπιαστή σαν μισιάρικο, το καλαθιάτικο, αντίστοιχο με το βυζαντινό κανίσκι. Τέλος, το τουρκοτέλι, φόρος που πληρωνόταν στους Τούρκους κουρσάρους από το δούκα και που εισπράττονταν από τους υποτελείς του χωρικούς-κοπιαστές. Από την περίοδο της Λατινοκρατίας ας θυμόμαστε ένα ρήμα χαρακτηριστικό: το γαλδέρω που σημαίνει νέμομαι, εξουσιάζω, καρπούμαι γιατί βέβαια ο αφέντης νεμόταν, εξουσίαζε, εκαρπούτο! Από τα μέσα του 16ου αι. ένα νέο «μεταναστευτικό» ρεύμα έρχεται να κατακλύσει το νησί. Μπαρότσι, Γκριμάλντι, Τζιουστινιάνι, Κόκκοι, Ντέλλα-Ρόκκα, Ντε Μοντένα, κ. ά. επενδύουν, είτε αγοράζοντας γη είτε αποκτώντας την με επιγαμίες, δημιουργώντας μεγάλες ιδιοκτησίες. Κλασική περίπτωση αποτελεί ο «τόπος του Φιλωτιού». Θα διατηρήσουν το φεουδαλικό καθεστώς εντατικοποιώντας την εργασία των δουλοπάροικων κατοίκων του νησιού. Οι πέτρινοι επιβλητικοί πύργοι «μιλούν» μέχρι σήμερα για το φεουδαλικό καθεστώς. Για μια εποχή που υπήρχαν αφέντες κι αφεντότοποι, δηλαδή κάτοχοι γης (οι τόποι) στους οποίους αποδίδονταν δικαιώματα, άσπρα, γρόσια, δουκάτα, ριάλια, τζεκίνια και για τους ντόπιους, τους χωρικούς, μια σειρά από υποχρεώσεις, από φόρους που είχαν πάντα σχέση με τη γη που καλλιεργούσαν, με τα ζώα που βοσκούσαν στα πάσκουλα-βοσκότοπους. Τουρκοκρατία. Τούρκοι δεν αποίκησαν τη Νάξο και τις άλλες Κυκλάδες. Ελάχιστοι εγκαταστάθηκαν στα νησιά, εξαιτίας του φόβου των πειρατών, κι ελάχιστοι κάτοικοι δέχτηκαν το Ισλάμ. Ο Σουλτάνος Σελήμ ΙΙ (1524-1574) παραχώρησε την παλαιότερη και ωραιότερη απ’ όλες τις Λατινικές πολιτείες της Ανατολής στον ευνοούμενό του Ιωσήφ Νάζη, έναν ιουδαίο τυχοδιώκτη, τραπεζίτη, που καταγόταν από Πορτογάλους Εβραίους, είχε προσχωρήσει στον χριστιανισμό κι είχε πάρει το πορτογαλικό όνομα Joao Miquez. Ο Ιουδαίος Δούκας της Νάξου, δεν επισκέφθηκε ποτέ το δουκάτο του τα δεκατρία χρόνια που του ανήκε. Τοποθέτησε στη θέση του έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, τον Φραντζέσκο Κορονέλλο, να εισπράττει τους φόρους από τους οποίους είχε ανάγκη και γενικά να διοικεί τα νησιά που του παραχωρήθηκαν από τον φίλο του Σελήμ ΙΙ. Ο Νάζη διατήρησε τα παλαιά έθιμα και τους νόμους των λατίνων. Με τον νέο Σουλτάνο Μουράτ ΙΙΙ(1574-1595) η δύναμή του εξασθένησε και τελικά πέθανε με λιθοβολισμό το 1579. Στα 1580. μια επιτροπή χριστιανών από τα νησιά, παρουσιάστηκε στην Πύλη και πήρε από τον Μουράτ ΙΙΙ εξαιρετικά ευνοϊκά προνόμια. Ο κεφαλικός τους φόρος θα παρέμενε στην παλαιά του μορφή. Οι εκκλησίες τους θα μένανε ελεύθερες και θα μπορούσαν να χτίζονται όπως ήθελαν. Οι παλαιοί τους νόμοι και τα έθιμα θα διατηρούνταν, θα μπορούσαν να φορούν τα τοπικά τους ρούχα και το μετάξι, το κρασί και τα τρόφιμα θα απαλλάσσονταν από κάθε φόρο στα νησιά τους. Αυτά τα προνόμια επικυρώθηκαν από τον Ιμπραήμ (1640-1648) εξήντα χρόνια αργότερα και σχημάτισαν τον «καταστατικό» χάρτη των Κυκλάδων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Άρχιζε η εποχή των διομολογήσεων για την Ανατολή, κάτω από την ηγεμονική επιρροή της Γαλλίας. Ωστόσο στους παλιούς φόρους που συνέχιζαν να ισχύουν προστέθηκαν νέοι επιβαρύνοντας περισσότερο τους κατοίκους του νησιού: το χαράτζι, ο κεφαλικός φόρος, ο τζερεμές, πρόστιμο, ο μουκατάς η πληρωμή σε χρήμα της δεκάτης των καρπών της γης, το γιεμεκλίκι, φόρος στον καπουδάν πασά για τα έξοδα του τουρκικού στόλου κατά την παραμονή του στις Κυκλάδες. Από την Τουρκοκρατία ας σημειώσουμε το διαγουμίζω που σημαίνει αρπάζω, λεηλατώ, κουρσεύω! Η Ανεξαρτησία. Οι Ναξιώτες εξεγέρθηκαν πολλές φορές ενάντια στους κατακτητές, Λατίνους και Τούρκους. Το 1595 έγινε τολμηρή συνωμοτική κίνηση αντιπροσώπων δεκαπέντε νησιών στη Νάξο, που απέβλεπε στην κατάλυση της τουρκικής αυτοκρατορίας. Ενάντια στους Φράγκους ξεσηκώθηκαν το 1563, το 1643, το 1670 και το 1681. Σημαντικότερες είναι οι εξεγέρσεις κατά τον 18ο αι. με πρωταγωνιστές τα μέλη της οικογένειας των Πολιτών και με κέντρο τον πύργο του Μάρκου Πολίτη στους Ακαδήμους, στο λεκανοπέδιο της Τραγαίας. Ο αρχηγός του «κοινού των χωρίων» Μαρκάκης Πολίτης έγινε το φόβητρο των Λατίνων πολεμώντας τους από το 1770 μέχρι το 1802 και το είδωλο των Ελλήνων. Ξεσήκωσε τους αγρότες της Δρυμαλιάς, χρησιμοποίησε τους Τούρκους στον αγώνα του εναντίον των Μπαρότσι τους οποίους προσεταιρίσθηκε εναντίον των Λατίνων. Συνεισέφερε για τη λειτουργία της Σχολής του Αγ. Γεωργίου της Γρόττας και την ανοικοδόμηση του Αγ. Αρτεμίου στην κοιλάδα του χωριού Κινίδαρος. Χαρακτηρίστηκε «αναστήτωρ της Ναξίας» και «πρόμαχος της αποκοπής του φεουδαλισμού» στο νησί. Οι Φράγκοι τον συκοφάντησαν, τον καταδίωξαν, η περιουσία του δημεύτηκε, και κατάφεραν να εξορισθεί στη Μυτιλήνη όπου με διαταγή του Χουσεΐν πασά πνίγηκε με σχοινί στις 25 Μαρτίου 1802. Ο γιος του Μαρκοπολίτη, Μιχαλάκης, συνέχισε το έργο του πατέρα του, ανέκτησε την πατρική περιουσία, επιβλήθηκε σαν προεστός και αρχηγός του Κοινού των Χωρίων και αγωνίσθηκε εναντίον των Φράγκων και των Τούρκων. Στα τέλη του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε στείλει ανθρώπους στις Κυκλάδες με επαναστατικές προκηρύξεις. Το Δεκέμβριο του 1820 ορκίστηκαν οι πρώτοι Φιλικοί στη Νάξο, μεταξύ αυτών και ο Μαρκοπολίτης οι οποίοι κήρυξαν την Επανάσταση στις 6 Μαΐου 1821.
ΠΩΣ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ;
Οι εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας αποδείχθηκαν βραχύβιο επίτευγμα. Το 1071 ο βυζαντινός στρατός υπέστη μεγάλη ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ και σε ελάχιστο χρόνο το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας. Το ίδιο έτος καταλήφθηκε η Βάρη (Μπάρι), το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην Ιταλία, από τους Νορμανδούς. Η ήττα στο Μαντζικέρτ και, κυρίως, το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε, ήταν η «θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες είχαν προέλθει πολλοί αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν οριστικά. Περιορισμένη εδαφικά, η αυτοκρατορία γνώρισε μια σύντομη ανάκαμψη υπό τη δυναστεία των Κομνηνών, οι οποίοι αντιμετώπισαν τον ερχομό των Σταυροφοριών. Η ανάμιξη των δυνάμεων της Δ' Σταυροφορίας στις έριδες μελών της δυναστείας των Αγγέλων οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Καθολικοί χριστιανοί και μουσουλμάνοι είχαν πολεμήσει μεταξύ τους και πριν το 1095 στην Ιβηρική χερσόνησο όπου, πλέον, ξεκινούσε η μεγάλη αντεπίθεση των χριστιανών ηγεμόνων, η περίφημη Reconquista, η Ανάκτηση των από αιώνες χαμένων εδαφών από τους μουσουλμάνους. Σε αυτούς τους πολέμους συμμετείχαν κατά των μουσουλμάνων πολεμιστές και από άλλα μέρη της Δυτικής Ευρώπης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Πολιορκία του Μπαρμπάστρο το 1064. Αλλά και σε άλλα μέρη είχαν σημειωθεί συγκρούσεις μεταξύ τους, όπως στη νότιο Ιταλία και Σικελία. Το 1072 ο Ροβέρτος Γυισκάρδος κατάφερε να καταλάβει το Παλέρμο από τους Άραβες τερματίζοντας την εποχή της αραβικής κυριαρχίας στη Σικελία. Για τον απλό κάτοικο της Δύσης στον Μεσαίωνα, η Ανατολή φάνταζε ως κάτι το πολύ μακρινό και εξωτικό. Ελάχιστοι γνώριζαν για τις μεγάλες προόδους των Αράβων στις επιστήμες, στη λογοτεχνία, στην αρχιτεκτονική και στις καλές τέχνες, αλλά πολλοί είχαν ακούσει ιστορίες για τα παλάτια και για τα πλούτη τους. Συνήθως αυτές τις ιστορίες τις θεωρούσαν μυθοπλασίες και τίποτα παραπάνω αλλά μετά από την κατάκτηση μερικών αραβικών εδαφών στην Ισπανία, οι Δυτικοί είδαν από πρώτο χέρι ότι πολλές από αυτές τις διαδόσεις ήταν αληθινές. Αυτό έκανε πολύ κόσμο να ονειρεύεται όλο και περισσότερο την Ανατολή. Το 1088, ο Ουρβανός Β΄ έγινε πάπας. Την ίδια εποχή, όλο και περισσότεροι κύκλοι στη Ρώμη έβλεπαν θετικά την ιδέα της διεξαγωγής μίας Σταυροφορίας. Ένας προηγούμενος πάπας, τον οποίο είχε γνωρίσει ο Ουρβανός, ο Γρηγόριος Η΄, είχε προσπαθήσει προς αυτή την κατεύθυνση ήδη από το 1074, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η ιδέα όμως των Σταυροφοριών υπήρχε και παλαιότερα και μάλιστα συνδεόταν και με μεσαιωνικούς δυτικοευρωπαϊκούς θρύλους για την εμφάνιση του Χριστού ως πάνοπλου ιππότη να καταδιώκει τους απίστους στη Δευτέρα Παρουσία, για την οποία πολλοί πίστευαν ότι θα γινόταν το έτος 1000 (βλέπε χιλιασμός). Η πραγματοποίηση, όμως, των ιδεών αυτών ήταν ένα άλλο θέμα. Σύμφωνα με τους περισσότερους δυτικούς ιστορικούς η αφορμή για το ξεκίνημα της Α΄ Σταυροφορίας ήρθε απροσδόκητα από τη Βυζαντινή Ανατολή, καθώς από το 1054 υπήρχε το Σχίσμα των Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός έστειλε μία επιστολή στον πάπα, στην οποία τού ζητούσε να στείλει μισθοφόρους από τη Δύση για να καταφέρει να νικήσει τους Σελτζούκους Τούρκους στη Μικρά Ασία (βλ. σχετικά τελευταίο κεφάλαιο του παρόντος «Η έκκληση του Αλεξίου Α΄Κομνηνού»). Ο πάπας άδραξε την ευκαιρία για επέκταση της επιρροής του στην Ανατολή και για αναθέρμανση του θρησκευτικού αισθήματος στη Δύση και έστειλε αγγελιοφόρους σε όλους τους σημαντικούς ηγεμόνες και κόμητες να πάψουν τους μεταξύ τους πολέμους και να πάνε στους Αγίους Τόπους για να πολεμήσουν και να τους απελευθερώσουν. Όσοι δέχονταν έραβαν στον ώμο τους έναν κόκκινο σταυρό. Έτσι ονομάστηκαν «σταυροφόροι», αυτοί που φέρουν σταυρό. Ο ίδιος ο πάπας στη σύνοδο του Κλερμόν (1095) θα κηρύξει επίσημα τη Σταυροφορία, τον ιερό πόλεμο κατά των απίστων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Η Σταυροφορία παρουσιάστηκε ως «Θέλημα Θεού» (Λατ. Deus vult)[2]. Όσοι συμμετείχαν έπαιρναν άφεση αμαρτιών [3] και αυτό ήταν ένα επιπλέον κίνητρο για πολλούς, πέρα από την προοπτική των νέων εδαφών, της λαφυραγωγίας και της περιπέτειας. Μετά τη Σύνοδο, ο Πέτρος ο Ερημίτης άρχισε να περιοδεύει βγάζοντας πύρινους λόγους και ξεσηκώνοντας τα πλήθη κατά των μουσουλμάνων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Αν και ο Πέτρος είχε μεγάλη απήχηση στον απλό λαό, πολλά μέλη του κλήρου θεωρούσαν ότι ήταν μία ανοργάνωτη προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία. Όμως, δεν ήταν μόνο ο Πέτρος που είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Μέσα στο 1096 έγιναν σφαγές Εβραίων που κατοικούσαν στη Γαλλία και στη Γερμανία και λεηλασίες των περιουσιών τους.
Στις αρχές του 1096, ο Πέτρος ο Ερημίτης, έχοντας περιοδεύσει στη Γαλλία και στη Γερμανία, έφτασε στην Κολωνία. Από εκεί, έχοντας μαζέψει χιλιάδες λαού γύρω του, άρχισε την πορεία προς την Ιερουσαλήμ. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο καλά όσο έδειχναν. Η σταυροφορία του λαού, όπως ονομάστηκε αλλιώς η σταυροφορία του, ήταν στην ουσία σταυροφορία απλών ανθρώπων, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν πολεμήσει ξανά, γυναικόπαιδα, ηλικιωμένοι, μερικοί φτωχοί ιππότες και αρκετοί τυχοδιώκτες. Όλοι αυτοί νόμιζαν ότι η πορεία στην Ιερουσαλήμ θα ήταν εύκολη, σύντομη και ότι στη Γη της Επαγγελίας θα πλούτιζαν σε μικρό χρονικό διάστημα. Όταν αυτές οι ψευδαισθήσεις άρχισαν να διαλύονται άρχισε να διαλύεται η πίστη τους στο πρόσωπο του Πέτρου και μαζί η όποια συνοχή μπορούσε να έχει αυτός ο συρφετός. Στην Ουγγαρία και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λεηλάτησαν και έκαψαν πόλεις, σκότωσαν και τρομοκράτησαν τον τοπικό πληθυσμό. Ο αυτοκρατορικός στρατός τους πρόλαβε, τους σταμάτησε και τους οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο αυτοκράτορας Αλέξιος συναντήθηκε με τον Πέτρο και τον συμβούλευσε να μην περάσει αμέσως στην Ασία αλλά να περιμένει και τους υπόλοιπους σταυροφόρους που θα ήταν πιο καλά οπλισμένοι και οργανωμένοι. Όμως πολύ σύντομα το πλήθος που ακολουθούσε τον Πέτρο άρχισε να θυμώνει και να κατηγορεί τον αυτοκράτορα που δεν τους άφηνε να περάσουν απέναντι, στην Μικρά Ασία, ενώ οι επιδρομές στα προάστια της Κωνσταντινούπολης ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ο Αλέξιος μετά από αυτά βιάστηκε να τους μεταφέρει απέναντι με πλοιά όπου επιδόθηκαν σε λεηλασίες περισσότερο εναντίον των ντόπιων χριστιανών παρά εναντίον των μουσουλμάνων. Πλέον, όμως, ο Πέτρος δεν ασκούσε καμία εξουσία πάνω στον όχλο και παρά τις αρχικές τους επιτυχίες οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν σε ενέδρα των Σελτζούκων υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν Α' ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως δούλοι. Ελάχιστοι γλίτωσαν και μεταφέρθηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και σε άσχημη κατάσταση.
Μέχρι να τελειώσει έτσι άδοξα η σταυροφορία του λαού, νέες ομάδες σταυροφόρων έφταναν σταδιακά στην Κωνσταντινούπολη, προξενώντας και αυτοί προβλήματα από όπου περνούσαν. Οι νέοι σταυροφόροι είχαν εμπειροπόλεμους αρχηγούς και όλοι ήταν καλά εξοπλισμένοι. Αρχηγοί τους ήταν, ο αντιπρόσωπος του πάπα, Αντεμάρ του Πουί, ο Ροβέρτος της Νορμανδίας, ο Ούγος των Βερμαντουά, ο Ραϊμόνδος Δ΄ της Τουλούζης, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας, ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και ο Βοημούνδος του Τάραντα. Ο τελευταίος είχε εισβάλει μαζί με τον πατέρα του, Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, στην αυτοκρατορία πριν από 15 χρόνια, χωρίς επιτυχία. Αυτόν, ειδικά, οι Βυζαντινοί τον έβλεπαν με καχυποψία, αν όχι με μίσος. Ο Αλέξιος, με συνετή πολιτική και συνεχείς διαπραγματεύσεις με όλους τους αρχηγούς των Σταυροφόρων, κατάφερε να τους υποχρεώσει να υποσχεθούν να επιστρέψουν όλα τα εδάφη που θα καταλάμβαναν μέχρι την Αντιόχεια στην αυτοκρατορία, και σε αντάλλαγμα τους μετέφερε με καράβια στη Μικρά Ασία και τους έδωσε οδηγούς και ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα μέχρι την Αντιόχεια.
Η πρώτη πόλη που χτύπησαν οι σταυροφόροι για να εκδικηθούν τη σφαγή των ομοεθνών τους ήταν η Νίκαια της Βιθυνίας, στις αρχές του 1097. Ο Κιλίτζ Αρσλάν, που πίστευε ότι οι καινούριοι πολεμιστές που έρχονταν δε θα ήταν κάτι διαφορετικό από αυτούς που είχε νικήσει μερικούς μήνες πριν, βρέθηκε να πολεμά με οργανωμένους και εμπειροπόλεμους πολεμιστές με πανοπλίες. Ηττήθηκε και αποσύρθηκε στα βουνά εγκαταλείποντας την πρωτεύουσά του στην τύχη της. Οι σταυροφόροι πολιόρκησαν τη Νίκαια, η οποία μετά από λίγο καιρό ήταν έτοιμη να πέσει στα χέρια τους. Η φρουρά της Νίκαιας, όμως, προχώρησε σε ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με τους Βυζαντινούς και συμφώνησε να παραδώσει την πόλη μόνο σε αυτούς. Οι Βυζαντινοί μπήκαν μέσα στην πόλη νύχτα από τη μεριά της λίμνης και κρυφά από τους σταυροφόρους. Αυτό το γεγονός, καθώς και η απώλεια των λαφύρων εξόργισε τους σταυροφόρους αλλά συνέχισαν χωρίς φασαρίες την πορεία τους προς την Αντιόχεια. Στο δρόμο για την Αντιόχεια ο Κιλίτζ Αρσλάν τους επιτέθηκε στο Δορύλαιο αλλά κατάφεραν να τον νικήσουν. Ο Κιλίτζ Αρσλάν δεν τους ενόχλησε ξανά και ο δρόμος μέχρι την Αντιόχεια ήταν ανοικτός,όμως η πορεία τους ήταν μαρτυρική και πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες. Αντιόχεια Πριν φτάσουν στην Αντιόχεια οι σταυροφόροι, ο Βαλδουίνος της Βουλλώνης, αδερφός του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, και ο Ταγκρέδος, ανηψιός του Βοημούνδου του Τάραντα, αποσπάσθηκαν από το κύριο σώμα των σταυροφόρων και εισέβαλαν στην Κιλικία. Ο Ταγκρέδος συνάντησε τους σταυροφόρους μπροστά στην Αντιόχεια.Ο Βαλδουίνος, όμως, δεν ενώθηκε ποτέ ξανά με το κύριο σώμα του στρατού των σταυροφόρων. Προσκαλεσμένος από τον Τορός, τον ηγεμόνα της Έδεσσας της Συρίας, εγκαταστάθηκε εκεί για να προστατεύει την περιοχή, που κατοικούνταν κυρίως από Αρμενίους, από τους Τούρκους. Λίγους μήνες αργότερα ο Τορός δολοφονήθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, και ο Βαλδουίνος ανακηρύχθηκε ηγεμόνας της Έδεσσας(1098). Ήταν ο πρώτος από τους σταυροφόρους που ίδρυσε κράτος στην περιοχή.
Την Αντιόχεια κυβερνούσε ένας Τούρκος, ο Γιαγκί Σιγιάν, πρώην σκλάβος του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ, που τον είχε διορίσει κυβερνήτη της πόλης περίπου το 1090. Αυτός ζήτησε βοήθεια από όλους τους γειτονικούς ηγεμόνες για να αντιμετωπίσει τους σταυροφόρους. Μπροστά στην Αντιόχεια οι σταυροφόροι λιμοκτονούσαν αλλά ξεκίνησαν και συνέχισαν την πολιορκία.Νίκησαν στρατούς που στάλθηκαν από το Χαλέπι και τη Δαμασκό για να βοηθήσουν την Αντιόχεια. Τελικά τον Ιούνιο του 1098 η πόλη έπεσε στα χέρια τους μετά από προδοσία ενός Αρμένιου φρουρού, του Φιρούζ, που σε συνεννόηση με τον Βοημούνδο επέτρεψε σε ένα σώμα σταυροφόρων να μπουν νύχτα στην πόλη. Σχεδόν αμέσως, οι σταυροφόροι χρειάστηκε να την υπερασπιστούν από την επίθεση του αταμπέγ των Σελτζούκων της Μοσούλης, του Κερμπογκά, και των συμμάχων του. Τις κρίσιμες ημέρες της πολιορκίας από τον Κερβογά, ένας άσημος προκυνητής, ο Πιέρ Μπαρτολομύ, άρχισε να μιλά για οράματα που είχε για την Αγία Λόγχη (τη λόγχη με την οποία τρύπησαν τον Χριστό στο σταυρό), ότι δηλαδή βρισκόταν στην Αντιόχεια. Πολλοί τον πίστεψαν, και όταν πράγματι βρήκε μία λόγχη σκάβοντας σε μία εκκλησία, οι σταυροφόροι πήραν θάρρος, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν σημάδι ότι ο Θεός ήταν μαζί τους.Υπήρχαν και πολλοί που δεν τον πίστεψαν, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τελικά οι σταυροφόροι να βρουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν τον Κερβογά σε μάχη έξω από τα τείχη, στην οποία και νίκησαν. Η νίκη τους, όμως, οφειλόταν εν μέρει στις φιλονικίες που είχαν ξεσπάσει στο στρατόπεδο των αντιπάλων τους. Σύντομα ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης και ο Βοημούνδος του Τάραντα (ο οποίος πριν ακόμη πέσει η Αντιόχεια είχε καταφέρει με δόλο να απομακρύνει τους βυζαντινούς αντιπροσώπους από το στρατόπεδο, και στη συνέχεια είχε αποκηρύξει τη συμφωνία με τον Αλέξιο) φιλονίκησαν για την κυριαρχία της πόλης. Οι σταυροφόροι έμειναν για αρκετούς μήνες άπρακτοι στην Αντιόχεια και το γεγονός αυτό έκανε τους στρατιώτες και τους απλούς προσκυνητές να απειλήσουν να προχωρήσουν χωρίς τους αρχηγούς τους στην Ιερουσαλήμ. Μετά από αυτό ο Ραϋμόνδος υποχώρησε και ο Βοημούνδος έμεινε στην Αντιόχεια ως ηγεμόνας. Ιερουσαλήμ
Οι σταυροφόροι συνέχισαν προς το νότο για την Ιερουσαλήμ στις αρχές του 1099, την οποία είχαν ανακαταλάβει οι Άραβες Φατιμίδες της Αιγύπτου το 1098 από τους Τούρκους. Οι Φατιμίδες είχαν παρεξηγήσει τους σκοπούς των σταυροφόρων, νόμιζαν ότι ήταν στην υπηρεσία των Βυζαντινών και ότι δε θα τους επετείθεντο, καθώς είχαν κοινούς εχθρούς τους σουνίτες Σελτζούκους Τούρκους της Συρίας. Οι σταυροφόροι ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης στις 7 Ιουνίου, αλλά η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Η ζέστη ήταν αφόρητη, το νερό ελάχιστο και ένα άλλο πρόβλημα ήταν η έλλειψη πολιορκητικών μηχανών. Για άλλη μία φορά ένας από τους σταυροφόρους, ο Πέτρος Ντεζιντέριους, είδε ένα όραμα που θα επηρέαζε τη σταυροφορία. Είδε σε όραμα τον Αντεμάρ του Πουί, που είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες, να του υπόσχεται την πτώση της πόλης μετά από εννέα ημέρες αν οι σταυροφόροι έκαναν μία λιτανεία με γυμνά πόδια γύρω από αυτήν. Η λιτανεία πραγματοποιήθηκε. Στο πλήθος μίλησε και ο Πέτρος ο Ερημίτης και τους εμψύχωσε. Τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Ιουλίου οι σταυροφόροι άρχισαν την επίθεση και γρήγορα βρέθηκαν μέσα στην πόλη. Ο Ραϋμόνδος συμφώνησε με τον Άραβα επικεφαλής της φρουράς να τον αφήσει να φύγει με τους σωματοφύλακές του. Όμως η πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια των σταυροφόρων συνοδεύθηκε από ένα λουτρό αίματος, καθώς οι σταυροφόροι σκότωσαν σχεδόν όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, χωρίς να κάνουν διάκριση ανάμεσα σε μουσουλμάνους, εβραίους ή χριστιανούς. Ηγεμόνας της περιοχής αναγνωρίστηκε ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο οποίος αρνήθηκε να στεφθεί βασιλιάς στα μέρη που έζησε ο Χριστός, αλλά πήρε τον τίτλο του προστάτη του Παναγίου Τάφου. Ακόμη εκλέχτηκε και ένας Λατίνος Πατριάρχης. Οι σταυροφόροι κατάφεραν να νικήσουν και τον αιγυπτιακό στρατό, που κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ, στην Ασκαλώνα. Αρκετοί σταυροφόροι μετά από αυτήν την επιτυχία γύρισαν πίσω. Η θέση όμως των σταυροφόρων στην Ανατολή ήταν επισφαλής. Πολλά τουρκικά φρούρια και μεγάλα κέντρα έλεγχαν μεγάλο κομμάτι των περιοχών κοντά στις πόλεις των Σταυροφόρων κάνοντας ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Το Δεκέμβρη του 1099 έφτασε στην Ιερουσαλήμ ο επίσκοπος Δαϊμβέρτος, που κατάφερε να γίνει πατριάρχης της Ιερουσαλήμ. Τον Ιούλιο του 1100 ο Γοδεφρείδος πέθανε, και ο Δαϊμβέρτος προσπάθησε να πάρει ο ίδιος την εξουσία. Όμως, ο Βαλδουίνος της Βουλλώνης έφτασε από την Έδεσσα και εμπόδισε τα σχέδια του Δαϊμβέρτου. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς ο Δαϊμβέρτος τον έστεψε βασιλιά της Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ. Άλλες προσπάθειες από τη Δύση Ο νέος πάπας, Πασχάλης Β΄, ζήτησε από τους ηγεμόνες της Δύσης να εκστρατεύσουν στην Ανατολή, αυτή τη φορά για να ενισχύσουν το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Πολλοί ξεκίνησαν, αλλά προξένησαν πάλι προβλήματα στο Βυζάντιο, ενώ οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν στη Μικρά Ασία από τους Τούρκους στο δρόμο προς την Αντιόχεια. Ένας στρατός σταυροφόρων, στον οποίο συμμετείχε και ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης, επιτέθηκε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για να ελευθερώσει το Βοημούνδο, που εν τω μεταξύ τον είχε πιάσει αιμάλωτο ο εμίρης της Σεβάστειας, αλλά ηττήθηκαν κοντά στην Αμάσεια και διαλύθηκαν. Ο Ραϋμόνδος τελικά πέθανε το 1105, προσπαθώντας να καταλάβει την Τρίπολη του Λιβάνου. Η πόλη συνέχισε να βρίσκεται σε πολιορκία από τον ανηψιό του Ραϋμόνδου, τον Γουλιέλμο-Ιορδάνη. Το 1109 παραγκωνίστηκε από το γιο του Ραϋμόνδου, Βερτράνδο, που με τη βοήθεια του βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Βαλδουίνου Α΄, κατάφερε να καταλάβει την πόλη τον ίδιο χρόνο. Ο Βοημούνδος απελευθερώθηκε με λύτρα που πληρώθηκαν το 1103 και συνέχισε να πολεμά τους Σελτζούκους στη Συρία προσπαθώντας να αυξήσει τη δύναμη και τα εδάφη του πριγκηπάτου του. Ηττήθηκε, όμως, στην μάχη της Χαρράν το 1104 από τους Σελτζούκους. Παράλληλα, αρνιόταν να παραδώσει την Αντιόχεια στους Βυζαντινούς. Αυτή του η άρνηση προκάλεσε την επίθεση των Βυζαντινών στην Κιλικία και στη Συρία. Ο Βοημούνδος βρέθηκε γρήγορα σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ιταλία. Εκεί, μαζί με άλλους σταυροφόρους που είχαν παράπονα από τους Βυζαντινούς και που πίστευαν πως τους είχαν προδώσει στους Τούρκους πήραν την άδεια του πάπα Πασχάλη Β΄ για σταυροφορία κατά των Βυζαντινών. Ακόμη, πέτυχε το 1106 να παντρευτεί την Κωνσταντία, κόρη του βασιλιά της Γαλλίας, Φιλίππου Α΄, και να εξασφαλίσει και τη δική του βοήθεια. Το 1107 ο Βοημούνδος με 34.000 άνδρες αποβιβάστηκε στην Αυλώνα, και λίγο αργότερα άρχισε να πολιορκεί το Δυρράχιο. Ο Αλέξιος τον απέκλεισε γρήγορα και μετά από κάποιους μήνες άκαρπων προσπαθειών από τον Βοημούνδο για την κατάληψη του Δυρραχίου, ο Βοημούνδος αναγνώρισε την εξουσία του αυτοκράτορα στην Αντιόχεια και έγινε υποτελής του με τη συνθήκη της Δεαβόλεως. Η Α΄ Σταυροφορία είχε πετύχει το σκοπό της, την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, και όχι μόνο: εξ αιτίας της ιδρύθηκαν Λατινικές ηγεμονίες στην περιοχή, το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, η Κομητεία της Έδεσσας, η Κομητεία της Τριπόλεως, το Πριγκηπάτο της Αντιοχείας και το Αρμενικό Βασίλειο της Μικρής Αρμενίας της Κιλικίας. Είχε καταφέρει ακόμη να χαλαρώσει την πίεση των Τούρκων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Όμως μεταξύ των σταυροφόρων και των Βυζαντινών υπήρχε ψυχρότητα και αμοιβαία καχυποψία. Τέλος, με την ίδρυση των σταυροφορικών κρατών η Α΄ Σταυροφορία είχε και άλλες συνέπειες. Η παρουσία των σταυροφόρων στην Παλαιστίνη ήταν προκλητική για τους μουσουλμάνους. Η οργή για τις σφαγές που είχαν κάνει και για την απώλεια της Ιερουσαλήμ ήταν τεράστια. Στα χρόνια που έρχονταν οι φωνές για ενότητα στον μουσουλμανικό κόσμο θα πολλαπλασιάζονταν και οι σταυροφόροι θα έπρεπε να κάνουν μεγάλο αγώνα για να διατηρήσουν τα εδάφη τους.
Κατά την μάλλον διαδεδομένη σήμερα άποψη, η Πρώτη Σταυροφορία έγινε κατόπιν αιτήσεως του αυτοκράτορα προς την Δύση, διατυπωμένη σε επιστολή του προς τον κόμη της Φλάνδρας Ροβέρτο Β΄, καθώς και σε παρομοίου περιεχομένου επιστολές και πρεσβεία του προς τον Ουρβανό Β΄ στην σύνοδο της Πλακεντίας (Piacenza) το 1095. Κατά της άποψης αυτής επιχειρηματολογεί εκτενώς ο Παπαρρηγόπουλος στο Δωδέκατο Βιβλίο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του (Κεφ. Γ΄, υποκεφ. Α΄ «Ο μύθος των ικετηρίων επιστολών του Αλεξίου»). Αναφέρει τους ευρωπαίους συγγραφείς που θεωρούν την -δημοσιευμένη σε τρεις εκδοχές- επιστολή προς τον Ροβέρτο υποβολιμαία και βασίζει τα επιχειρήματά του μεταξύ άλλων και στο απίθανο του περιεχομένου της επιστολής που υπόσχεται στους Δυτικούς τα πλούτη της αυτοκρατορίας και την απόλαυση των γυναικών της ! Παρόμοια αμφισβητεί και τις εκκλήσεις προς τον πάπα. Ο Γκίμπον («History of the decline and fall of the Roman Empire», τ.Ε΄ chapter LVIII: The First Crusade.—Part II σημ. 31) αμφιβάλλει για την επιστολή προς Ροβέρτον : «In his genuine or fictitious letter to the count of Flanders, Alexius…» Έντονη είναι η εν γένει αμφισβήτηση του Ρενέ Γκρουσέ («Ιστορία των Σταυροφοριών», μετάφρ. Ανδρ.Πάγκαλος, Γκοβόστης, χχ) : «Δεν είναι ανάγκη, για να εξηγήσουμε μια τέτια απόφαση [της κήρυξης της Πρώτης Σταυροφορίας], να φανταστούμε μιαν άμεση έκκληση του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού». Η Α΄ Σταυροφορία εγκαθίδρυσε τα τέσσερα πρώτα σταυροφορικά κράτη στην Ανατολική Μεσόγειο: την Κομητεία της Έδεσσας (1098 έως 1149), το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας (1098 έως 1268), το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ (1099 έως 1291) και την Κομητεία της Τρίπολης (1104, αν και η ίδια η Τρίπολη κατελήφθη το 1109, έως 1289). Το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας προϋπήρχε των Σταυροφοριών, αλλά του παραχωρήθηκε το καθεστώς του βασιλείου από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ και αργότερα δυτικοποιήθηκε πλήρως από τη (Γαλλική) δυναστεία των Λουζινιάν. Τα κράτη αυτά χαρακτηρίστηκαν από το Τζόναθαν Ρίλεϊ Σμίθ (σύγχρονου Αγγλου ιστορικού των Σταυροφοριών) ως τα πρώτα δείγματα της «Υπερπόντιας Ευρώπης». Το γενικό όνομα που δόθηκε σε αυτά είναι Ουτρεμέρ (Γαλλικά: outre-mer) δηλ. «υπερπόντια» και χρησιμοποιείτο συνήθως ως συνώνυμο του Λεβάντε της Αναγέννησης.
Οι σταυροφορίες δεν ήταν απλώς ένα κίνημα φλογερών θρησκευομένων που κίνητρό τους ήταν η αγνή επιθυμία να απελευθερώσουν τα ιερά της πίστης τους από τους μισητούς απίστους. Στην πραγματικότητα, παρά τις πειρατικές συγκρούσεις, οι Μουσουλμάνοι γενικά διατηρούσαν καλύτερες σχέσεις με τους Λατίνους Χριστιανούς παρά με τους Βυζαντινούς. Με εξαίρεση τις πρώτες δεκαετίες της διάδοσης του Ισλάμ τον 7ο αιώνα, το δόγμα του Μωάμεθ περί ιερού πολέμου δεν αφορούσε γενικά τους χριστιανούς. Οι χριστιανοί θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας στις περιοχές που ελέγχονταν από Μουσουλμάνους, οι οποίοι συνήθως δεν τους κακομεταχειρίζονταν. Οι σταυροφορίες συνδέονται με μια μακρόχρονη παράδοση θρησκευτικών προσκυνημάτων.
Στην Παλαιστίνη υπήρχαν και υπάρχουν ιερά αφιερωμένα σε τρεις θρησκείες (Χριστιανική, Μουσουλμανική και Ιουδαϊκή), και ένα τέτοιο ταξίδι αποτελούσε το κορύφωμα της πνευματικής ζωής του πιστού. Ο 11ος αιώνας ήταν εποχή αφύπνισης της θρησκευτικής συνείδησης των Χριστιανών της Δύσης. Παράλληλα παρατηρείται κάποια αύξηση της κίνησης των προσκυνητών, ιδίως προς την Ιερουσαλήμ. Κοσμικοί δυνάστες του 11ου αιώνα, ιδίως εκείνοι που φημίζονταν για τη βίαιη ιδιοσυγκρασία τους, όπως οι κόμητες Φούλκων ο Ανδηγαυικός και Ροβέρτος ο Διάβολος της Νορμανδίας, κινούσαν για προσκυνήματα που αποτελούσαν δημόσια γεγονότα πρώτου μεγέθους. Οι προσκυνητές, σε αντίθεση με τους σταυροφόρους, υποτίθεται ότι ήταν άοπλοι, αν και είναι γνωστό ότι ομάδες προσκυνητών νίκησαν Μουσουλμανικές στρατιές.
Η ιδέα του Χριστιανικού ιερού πολέμου κατείχε κεντρική θέση στο κίνημα των σταυροφοριών. Ο Ιερός Αυγουστίνος είχε μιλήσει για τον «δίκαιο πόλεμο», που διεξάγεται για την υπεράσπιση ή την ανάκτηση μιας νόμιμης ιδιοκτησίας. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν τη θρησκευτική εχθρότητα προς τους Μουσουλμάνους ως πολιτικό όπλο στις κατακτήσεις τους του 10ου αιώνα. Ο Καρλομάγνος έδρασε συνειδητά ως στρατιωτικός φορέας του εκχριστιανισμού για να διαδώσει τον Λόγο του Θεού στους άθεους. Μολονότι η Γερμανική προώθηση προς τα ανατολικά κατά των Σλάβων δεν διέθετε τη μεσσιανική ρητορεία των εκστρατειών κατά των μουσουλμάνων, ωστόσο εκχριστιάνισε τους Σλάβους με τη δύναμη των όπλων, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Καρλομάγνος στους προγόνους τους. Η ιδέα ενός ιερού πολέμου κατά των απίστων διαποτίζει το έπος Το άσμα του Ρολάνδου, που γράφτηκε στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, ακριβώς όταν οι πάπες άρχισαν να δίνουν στο δόγμα του Αυγουστίνου περί κτήσεως την ερμηνεία πως οι χριστιανοί ήταν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της Ιερουσαλήμ.
Β΄ Σταυροφορία (1147-1149)
Η B' σταυροφορία κηρύχθηκε από διάφορους, αλλά κυρίως από το Βερνάρδο του Κλερβό. Γαλλικός και Νοτιογερμανικός στρατός, υπό τους βασιλιάδες Λουδοβίκος Ζ´ και Κονράδο Γ΄ αντίστοιχα, βάδισαν προς την Ιερουσαλήμ το 1147, αλλά δεν κατάφεραν να πετύχουν κάποια σημαντική νίκη, ξεκινώντας μια αποτυχημένη προληπτική πολιορκία της Δαμασκού. Στην άλλη πλευρά όμως της Μεσογείου η Β΄ Σταυροφορία είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς μια ομάδα Βορειοευρωπαίων σταυροφόρων στάθμευσε στην Πορτογαλία, συμμάχησε με τον Πορτογάλο Βασιλιά Αλφόνσο Α΄ και ανακατέλαβε τη Λισαβόνα από τους Μουσουλμάνους το 1147. Ένα απόσπασμα από αυτή την ομάδα των σταυροφόρων βοήθησε τον Κόμη Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Δ΄ της Βαρκελώνης να καταλάβει την πόλη Τορτόζα την επόμενη χρονιά. Στους Αγίους Τόπους το 1150, οι βασιλιάδες, τόσο της Γαλλίας όσο και της Γερμανίας, είχαν επιστρέψει στις χώρες τους χωρίς αποτέλεσμα. Ο Βερνάρδος του Κλερβό, που με τα κηρύγματα είχε προτρέψει για τη Β΄ Σταυροφορία, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την έκταση της άσχετης με αυτή βίας και σφαγής του Εβραϊκού πληθυσμού της Ρηνανίας. Συνέχεια της σταυροφορίας αυτής ήταν το προσκύνημα του Ερρίκου του Λέοντα, Δούκα της Σαξονίας, το 1172, που μερικές φορές καταγράφεται ως (ξεχωριστή) σταυροφορία.
Bενδική Σταυροφορία (1147-1162)
Συγχρόνως με τη Β΄ Σταυροφορία, Σάξονες και Δανοί πολεμούσαν κατά των Πολάβων Σλάβων στη Bενδική Σταυροφορία ή Α΄ Βόρεια Σταυροφορία. Οι Βένδες νίκησαν τους Δανούς και οι Σάξονες δεν συνέβαλαν πολύ στη σταυροφορία. Οι Βένδες αναγνώρισαν την επικυριαρχία του Σάξονα ηγεμόνα Ερρίκου του Λέοντα. Περαιτέρω σταυροφορικές δραστηριότητες συνεχίστηκαν, αν και δεν είχαν εκδοθεί παπικές εντολές που να καλούν σε νέες σταυροφορίες. Προσπάθειες να κατακτηθούν οι Βένδες έγιναν πάλι το 1160, από τον Ερρίκο το Λέοντα, που συνεχίστηκαν μέχρι το 1162, οπότε οι βένδες νικήθηκαν στη Μάχη του Ντέμιν.
Γ΄ Σταυροφορία (1187-1192)
Οι Μουσουλμάνοι πολεμούσαν επί μακρόν μεταξύ τους, αλλά τελικά ενώθηκαν υπό το Σαλαντίν, που δημιούργησε ενιαίο ισχυρό κράτος. Μετά τη νίκη του στη Μάχη του Χαττίν, συνέτριψε εύκολα τους διασπασμένους σταυροφόρους το 1187 και ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ στις 29 Σεπτεμβρίου 1187. Έγινε συνθηκολόγηση και η πόλη παραδόθηκε, με τον Σαλαντίν να μπαίνει στην Ιερουσαλήμ στις 2 Οκτωβρίου 1187. Οι νίκες του Σαλαντίν συγκλόνισαν την Ευρώπη. Μαθαίνοντας τα νέα για την Πολιορκία της Ιερουσαλήμ ο Πάπας Ουρβανός Γ΄ πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 19 Οκτωβρίου 1187. Στις 29 Οκτωβρίου ο Πάπας Γρηγόριος Η΄ εξέδωσε παπική βούλα, Audita tremendi, εξαγγέλλοντας την Γ΄ Σταυροφορία.
Για να ανατρέψουν την απώλεια της Ιερουσαλήμ, ο Φρειδερίκος Α΄, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (β. 1152-1190) της Γερμανίας, ο Βασιλιάς Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας (β. 1180-1223) και ο Βασιλιάς Ριχάρδος Α΄ (ο Λεοντόκαρδος) της Αγγλίας (β. 1189-1199) οργάνωσαν όλοι δυνάμεις.
Ο Φρειδερίκος πέθανε καθ' οδόν και λίγοι από τους άνδρες του έφθασαν στους Αγίους Τόπους. Οι άλλοι δύο στρατοί έφτασαν αλλά ταλανίζονταν από πολιτικές διενέξεις. Ο Φίλιππος επέστρεψε στη Γαλλία, αφήνοντας πίσω του το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του. Ο Ριχάρδος απέσπασε το νησί της Κύπρου από τους Βυζαντινούς το 1191. Ανακατέλαβε στη συνέχεια την πόλη της Άκρας μετά από μακρά πολιορκία. Ο στρατός των σταυροφόρων προέλασε νότια κατά μήκος της Μεσογειακής ακτής, νίκησε τους Μουσουλμάνους κοντά στο Αρσούφ, ανακατέλαβε την πόλη-λιμάνι της Γιάφας και μπορούσε να δει την Ιερουσαλήμ, αλλά προβλήματα ανεφοδιασμού τους ανάγκασαν να τερματίσουν τη σταυροφορία χωρίς να την καταλάβουν. Ο Ριχάρδος έφυγε την επόμενη χρονιά, αφού διαπραγματεύθηκε μια συμφωνία με το Σαλαντίν. Οι όροι της επέτρεπαν τις συναλλαγές για τους εμπόρους και στους άοπλους Χριστιανούς προσκυνητές να πηγαίνουν στην Ιερουσαλήμ, ενώ παρέμενε υπό τον έλεγχο των Μουσουλμάνων.
Βόρειες Σταυροφορίες (1193-1290)
Ο Πάπας Κελεστίνος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά των ειδωλολατρών στη Βόρεια Ευρώπη το 1193. Ο Επίσκοπος Μπέρτολντ του Ανοβέρου κατέφθασε με ένα μεγάλο στρατιωτικό σώμα σταυροφόρων το 1198, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη και οι δυνάμεις του ηττήθηκαν. Για να εκδικηθεί για το Μπέρτολντ ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ εξέδωσε μια βούλα, κηρύσσοντας σταυροφορία κατά των Λιβονιανών (στη σημερινή Λετονία και Εσθονία), που οι περισσότεροι ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Ο Αλμπρεχτ φον Μπουξτέβεν, χειροτονημένος επίσκοπος το 1199, έφθασε την επόμενη χρονιά με μεγάλη δύναμη και έκανε τη Ρίγα έδρα της επισκοπής του το 1201. Το 1202 ίδρυσε το Τάγμα των Αδελφών του ξίφους για να βοηθήσει στον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών στο Χριστιανισμό και, κυριότερα, να εξασφαλίσει το Γερμανικό έλεγχο στο εμπόριο της περιοχής. Οι Λιβονιανοί κατακτήθηκαν και προσηλυτίσθηκαν μεταξύ 1202 και 1209.
Ο Πάπας Ονώριος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά των Πρώσων το 1217. Ο (Πολωνός) Κόνραντ Α΄ της Μασοβίας παραχώρησε το Τσέλμνο στους Τεύτονες Ιππότες το 1226, για να τους χρησιμεύσει ως βάση για την Πρωσική σταυροφορία. Το 1236 οι Λιβονιανοί Ιππότες του Ξίφους ηττήθηκαν από τους Λιθουανούς στο Σάουλε και το 1237 ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ ενέταξε τους απομείναντες Ιππότες του Ξίφους στους Τεύτονες Ιππότες. Το 1249 οι Τεύτονες ιππότες είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση των Πρώσων, τους οποίους κυβερνούσαν ως φέουδο του Γερμανού αυτοκράτορα. Οι Ιππότες τότε προχώρησαν στην κατάκτηση και τον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών Λιθουανών, διαδικασία που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1380.
Το Τευτονικό Τάγμα προσπάθησε αλλά απέτυχε να καταλάβει την Ορθόδοξη Ρωσία (ιδιαίτερα τα Πριγκιπάτα του Πσκόφ και τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ, επιχείρηση που επικυρώθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄, ως τμήμα των Βόρειων Σταυροφοριών. Το 1240 ο στρατός του Νόβγκοροντ νίκησε τους Σουηδούς στη Μάχη του Νέβα και το 1242 τους Λιβονιανούς ιππότες στη Μάχη των Πάγων.
Γερμανική Σταυροφορία (1195-1198)
Ο αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ΄ άρχισε τις προετοιμασίες για μια Γερμανική Σταυροφορία το 1195. Η υγεία του δεν του επέτρεψε να ηγηθεί των δυνάμεων προσωπικά, έτσι η ηγεσία ανατέθηκε στον Κόνραντ του Βίττελσμπαχ, Αρχιεπίσκοπο του Μάιντς. Οι δυνάμεις αποβιβάσθηκαν στην Άκρα το Σεπτέμβριο του 1197 και κατέλαβαν τις πόλεις Σιδώνα και Βηρυτό. Αμέσως μετά ο Ερρίκος πέθανε και οι περισσότεροι σταυροφόροι επέστρεψαν στη Γερμανία. το 1198.
Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, που ήταν υποτελής του Πάπα, εξεστράτευσε μετά το 1061 στη Σικελία εν ονόματι της θρησκείας. Ο Πάπας Γρηγόριος Ζ' έλπιζε να οδηγήσει ο ίδιος μια εκστρατεία προς την Ανατολή το 1074. Οι Πάπες συστηματικά υποστήριξαν τη θέση ότι οι πόλεμοι που διεξάγονταν ή υποστηρίζονταν από τους ίδιους ήταν ιεροί αγώνες, ευλογημένοι από τον Θεό. Η ιδέα ενός πολέμου εμπνεόμενου από τα Χριστιανικά ιδεώδη πήρε έντονες διαστάσεις στη διάρκεια της Χριστιανικής «Ανακατάκτησης» της Ισπανίας, όπου ήδη στα μέσα του 10ου αιώνα οι Χριστιανοί λόγιοι σύχναζαν στις Μουσουλμανικές σχολές του Τολέδου. Μολονότι σημειώθηκαν κάποιες συρράξεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη χριστιανοκρατούμενη χώρα των Βάσκων στα βορειοδυτικά, μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα οι Χριστιανοί ηγεμονίσκοι πολεμούσαν συχνότερα μεταξύ τους παρά κατά των Μουσουλμάνων. Ο θρύλος ότι στην Κομποστέλλα, στη βορειοδυτική Ισπανία, είχαν βρεθεί τα λείψανα του απόστολου Ιακώβου, τον ανέδειξε σε προστάτη άγιο της Ανακατάκτησης, και η Κομποστέλλα έγινε ο πιο σημαντικός, ίσως, τόπος προσκυνήματος στη Δύση.
Οι εξελίξεις στην Ανατολή επίσης επιτάχυναν τις σταυροφορίες. Μέχρι τον 11ο αιώνα, οι Άραβες είχαν κυριαρχήσει στον Μουσουλμανικό κόσμο, αλλά η κατάσταση άλλαξε με τον ερχομό των Σελτζούκων Τούρκων. Πολλοί Τούρκοι είχαν υπηρετήσει ως επαγγελματίες στρατιώτες τόσο για τους Αββασίδες όσο και για τους Φατιμίδες χαλίφες, καθώς και για τους εμίρηδες, αλλά δεν ήταν πια νομάδες ή μέλη φυλών. Τον 11ο αιώνα νέα κύματα Τούρκων νομάδων εισήλθαν στην Εγγύς Ανατολή. Μια από τις ηγέτιδες οικογένειες, οι Σελτζούκοι, ασπάσθηκε τον Σουνιτικό Μουσουλμανισμό. Στο χρονικό διάστημα 1038 - 1040, οι Σελτζούκοι κατέκτησαν την Περσία. Το 1055, καθώς το Ιράκ φαινόταν έτοιμο να υποκύψει στους Φατιμίδες της Αιγύπτου, ο Τογρούλ Βέης, ηγέτης των Σελτζούκων, κατέλαβε τη Βαγδάτη και εκθρόνισε τον τελευταίο Μπουγίδη ηγεμόνα. Πολλοί Μουσουλμάνοι θεωρούσαν τους Μπουγίδες αιρετικούς και έτσι χαιρέτισαν την Τουρκική κατοχή της Βαγδάτης ως απελευθέρωση.
Ο χαλίφης έδωσε στον Τογρούλ τον τίτλο του Σουλτάνου (νικητή). Ο Χαλίφης παρέμεινε κατ' όνομα ηγεμόνας, αλλά την πραγματική εξουσία ασκούσε ο Τούρκος μεγάλος Σουλτάνος. Σύντομα οι Τούρκοι κατέκτησαν μια Αυτοκρατορία που περιλάμβανε την Περσία, τη Μεσοποταμία, τη Συρία κι ένα μεγάλο τμήμα της Παλαιστίνης. Το 1071 ο μεγάλος Σουλτάνος Αλπ Αρσλάν συνέτριψε τον Βυζαντινό στρατό στο Μαντζικέρτ.
Το 1092 οι Τούρκοι είχαν πια εκδιώξει τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία, από την οποία περνούσαν οι Χριστιανοί προσκυνητές ταξιδεύοντας προς την Παλαιστίνη. Για να αποδυναμώσουν τον Αλπ Αρσλάν, οι Βυζαντινοί ενθάρρυναν την ίδρυση ενός αποσχιστικού καθεστώτος στη Μικρά Ασία, που ονομάστηκε Σουλτανάτο της Ρωμανίας (Rum, δηλαδή Ρώμη). Αλλά οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν προβλήματα και στο δυτικό τους μέτωπο. Το Μπάρι, το τελευταίο Βυζαντινό φυλάκιο στη Ιταλία, καταλήφθηκε από τον Ροβέρτο Γυισκάρδο το 1071, τη χρονιά της μάχης του Μαντζικέρτ. Μετά ο Γυισκάρδος έπληξε τα συμφέροντα των Βυζαντινών ακόμα πιο ανατολικά, και οι Έλληνες κατάφεραν να αποκρούσουν τους Νορμανδούς μόνο χάρη στην εξαγορά της βοήθειας των Ενετών.
Το 1082 ο Αυτοκράτορας εξέδωσε χρυσόβουλο που παραχωρούσε στους Ενετούς το δικαίωμα να ιδρύσουν μόνιμη εμπορική αποικία, όπου θα ίσχυε ο ενετικός νόμος, στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και το δικαίωμα να ελέγχουν τις αποβάθρες και ουσιαστικά το μονοπώλιο του Βυζαντινού εμπορίου με τη Δύση. Επομένως, ο πρόλογος των σταυροφοριών περιλάμβανε την εχθρότητα όχι μόνο μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, αλλά και μεταξύ των Νορμανδών Χριστιανών, που κυρίως συμμετείχαν στις σταυροφορίες, και των Ελλήνων Χριστιανών, τους οποίους οι σταυροφόροι υποτίθεται ότι έπρεπε να βοηθούν κατά των Τούρκων.Έτσι, η αρχική ώθηση για το κίνημα των σταυροφοριών προήλθε από τον άνθρωπο του οποίου οι απόγονοι θα έβγαιναν τελικά οι πιο ζημιωμένοι, δηλαδή από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Υπολογίζοντας στη στρατιωτική, αν όχι στην πνευματική, ισχύ των Δυτικών, ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός ζήτησε από τον Πάπα Ουρβανό Β' (1088 - 1099) να τον βοηθήσει να συγκεντρώσει στρατό. Φαίνεται ότι ο Αλέξιος έλπιζε στη συγκρότηση ενός επίλεκτου σώματος σταυροφόρων που θα πολεμούσαν υπό τις δικές του διαταγές. Αλλά αντί γι' αυτό, βρήκε μπροστά του πολυπληθείς στρατιές που οι ηγέτες τους προωθούσαν τα δικά τους κατακτητικά σχέδια.
Ο Πάπας Ουρβανός Β΄ είχε κηρύξει, στις αρχές του 11ου αιώνα (1095) την Α΄ Σταυροφορία με δηλωμένο στόχο την αποκατάσταση της πρόσβασης των Χριστιανών στους Άγιους Τόπους, μέσα και γύρω από την Ιερουσαλήμ. Πολλοί ιστορικοί και μερικοί από όσους την εποχή εκείνη συμμετείχαν, όπως ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβό, αποδίδουν την ίδια σημασία σε επικυρωμένες από τον πάπα στρατιωτικές επιχειρήσεις, που πραγματοποιήθηκαν για διάφορους θρησκευτικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, όπως η Σταυροφορία των Αλβιγηνών, η Σταυροφορία της Αραγωνίας, η Reconquista (Ανακατάκτηση της Ιβηρικής Χερσονήσου) και οι Βόρειες Σταυροφορίες. Μετά την Α΄ Σταυροφορία ακολούθησε διαλείπων αγώνας 200 ετών για τον έλεγχο των Αγίων Τόπων με έξι μεγάλες σταυροφορίες και πολλές μικρότερες. Το 1291 η σύγκρουση κατέληξε σε αποτυχία, με την πτώση του τελευταίου χριστιανικού προπύργιου στους Αγίους Τόπους, στην Άκρα, μετά την οποία η Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη δεν εκδήλωσε καμία περαιτέρω συνεκτική αντίδραση προς ανατολάς. Ο Ριχάρδος ο Α΄ της Αγγλίας κατέλαβε την Κύπρο κατά την Γ΄ Σταυροφορία και τελικά την πούλησε στον εκθρονισμένο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκυ των Λουζινιάν το 1192. Ο Γκυ ίδρυσε μια δυναστεία που διήρκεσε μέχρι το 1489, οπότε ο έλεγχος της Κύπρου πέρασε στη Δημοκρατία της Βενετίας. Η Κύπρος έγινε ένα ευημερούν μεσαιωνικό βασίλειο, οικονομικός και εμπορικός κόμβος της Δυτικής Χριστιανοσύνης στη Μέση Ανατολή.
Μετά από τη Δ΄ Σταυροφορία η συνθήκη που ονομάστηκε «Partitio terrarum imperii Romaniae» δηλ. «διαμελισμός των εδαφών της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας» εγκαθίδρυσε τη Λατινική Αυτοκρατορία και διευθέτησε την κατάτμηση των Βυζαντινών εδαφών μεταξύ των συμμετασχόντων στη Σταυροφορία, με μεγαλύτερο επωφεληθέντα τη Δημοκρατία της Βενετίας. Toν Οκτώβριο του 1204 μια 24μελής επιτροπή, αποτελούμενη από 12 Βενετούς και 12 αντιπροσώπους των άλλων σταυροφόρων ηγετών, συμφώνησε να δώσει στη Λατινική Αυτοκρατορία τον έλεγχο του ενός τετάρτου των Βυζαντινών εδαφών, στη Βενετία τα τρία όγδοα, περιλαμβανομένων των τριών ογδόων της πόλης της Κωνσταντινούπολης, και να διαμοιράσει τα υπόλοιπα τρία όγδοα μεταξύ των άλλων σταυροφόρων ηγετών. Ετσι άρχισε η περίοδος της Ελληνικής ιστορίας γνωστή ως Φραγκοκρατία ή Λατινοκρατία, όπου Καθολικοί Δυτικοευρωπαίοι ευγενείς, κυρίως από τη Γαλλία και την Ιταλία, ίδρυσαν κράτη σε πρώην Βυζαντινά εδάφη και κυβέρνησαν τους επί το πλείστον Ορθόδοξους ιθαγενείς Βυζαντινούς Έλληνες. Η «Partitio Romànie» αποτελεί πολύτιμο ντοκουμέντο για τις διοικητικές διαιρέσεις («επισκέψεις») και γαιοκτησίες των διάφορων Βυζαντινών αρχοντικών οικογενειών γύρω στα 1203, καθώς και τις περιοχές που ελέγχονταν ακόμη από τη Βυζαντινή κεντρική κυβέρνηση εκείνη την εποχή.
Ένας παράγοντας για την τελική παρακμή και τον τερματισμό ήταν η διχόνοια και οι συγκρούσεις που ενδημούσαν μεταξύ των διάφορων Λατινικών Χριστιανικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Πάπας Μαρτίνος Δ΄ (1281-1285) έθεσε αθεράπευτα σε κίνδυνο τον Παπισμό, υποστηρίζοντας τον Κάρολο των Ανζού, και οι κακότεχνες κοσμικές «σταυροφορίες» κατά της Σικελίας και της Αραγωνίας αμαύρωσαν σε μεγάλο βαθμό την πνευματική του εξουσία. Η κατάρρευση του ηθικού του κύρους και η άνοδος του εθνικισμού σήμαναν την προαναγγελία του οριστικού τέλους των σταυροφοριών και θα οδηγούσαν τελικά στην Αιχμαλωσία της Αβινιόν και στο Δυτικό Σχίσμα (μια διάσπαση στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας μεταξύ 1378-1418).
Το 1256 οι Ενετοί εκδιώχθηκαν από την Τύρο, με αποτέλεσμα τον Πόλεμο του Αγίου Σάβα, για εδάφη στην Άκρα, διεκδικούμενα τόσο από τη Βενετία όσο και από τη Γένοβα. Η Βενετία κατέλαβε τα αμισβητούμενα εδάφη, καταστρέφοντας τις οχυρώσεις του Αγίου Σάβα, αλλά δεν κατάφερε να εκδιώξει τους Γενοβέζους. Κατά τη διάρκεια ενός αποκλεισμού 14 μηνών η Γένοβα συνέχισε με το Φίλιππο του Μονφόρ, τον Ιωάννη του Αρσούφ και τους Ιωαννίτες Ιππότες, ενώ η Βενετία υποστηριζόταν από τον Κόμη της Γιάφας και τους Ναΐτες Ιππότες. Το 1261 οι Γενοβέζοι εκδιώχθηκαν αλλά ο Πάπας Ουρβανός Δ΄, ανησυχώντας για τις επιπτώσεις του πολέμου στην άμυνα κατά των Μογγόλων διοργάνωσε μια ειρηνευτική σύνοδο. Η σύρραξη επαναλήφθηκε το 1264, όταν οι Γενοβέζοι έλαβαν βοήθεια από το Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο, Αυτοκράτορα της Νίκαιας, και η Βενετία απέτυχε σε μια απόπειρά της να καταλάβει την Τύρο.
Και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούσαν Μουσουλμάνους στρατιώτες, κυρίως Τουρκόπουλους, κατά των Χριστιανών αντιπάλων τους και οι Γενοβέζοι είχαν συνάψει συμμαχία με τους Μπαϊμπάρ. Ο πόλεμος μεταξύ Γένοβας και Βενετίας είχε σημαντική αρνητική επίπτωση στην ικανότητα του Βασιλείου να αντισταθεί στις εξωτερικές απειλές για την υπόστασή του. Εκτός από τα θρησκευτικά κτίρια, οι περισσότερες οχυρώσεις στην Άκρα είχαν λίγο ή πολύ καταστραφεί και φαίνονταν σα να είχαν λεηλατηθεί από Μουσουλμανικό στρατό. Σύμφωνα με το Ρόθελιν, συνεχιστή της Ιστορίας του Γουλιέλμου της Τύρου, στη σύγκρουση είχαν χάσει τη ζωή τους 20.000 άνδρες, μια εποχή που τα σταυροφορικά κράτη είχαν χρόνια έλλειψη στρατιωτών. Ο πόλεμος έληξε το 1270 και το 1288 τελικά η Γένοβα ανέκτησε τη συνοικία της στην Άκρα.
Το 1268 ο αδελφός του Αγίου Λουδοβίκου Κάρολος εκτέλεσε τον Κονραντίν - δισέγγονο της Ισαβέλας Α΄ της Ιερουσαλήμ, κύριο διεκδικητή του θρόνου της Ιερουσαλήμ - αποσπώντας τη Σικελία από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Κάρολος έσπευσε να αγοράσει τα δικαιώματα επί της Ιερουσαλήμ από τη Μαρία της Αντιόχειας - το μοναδικό απομένον εγγόνι της Βασίλισας Ισαβέλας, δημιουργώντας μία αντίπαλη αξίωση εκείνης του Ούγου Γ΄ της Κύπρου, που ήταν δισέγγονός της. Ο Κάρολος πέρασε τη ζωή του προσπαθώντας να συγκροτήσει μια Μεσογειακή αυτοκρατορία. Αυτός και ο Λουδοβίκος θεωρούσαν εαυτούς όργανα του Θεού για την προάσπιση του Παπισμού. Ανδριάντας του Κάρολου Α΄ του Ανζού, κόμη της Προβηγκίας, στη Γιερ. Το 1266 ο Κάρολος είχε καταλάβει, με τη Σικελία, τμήματα της Αδριατικής που έλεγχε προγενέστερα, καθώς και την Κέρκυρα, το Βουθρωτό, τον Αυλώνα και τα Σύβοτα. Με τη Συνθήκη του Βιτέρμπο συμφώνησε με τους εξόριστους Βαλδουίνο Β΄ της Κωνσταντινούπολης και Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο οι κληρονόμοι και των δύο Λατίνων πριγκίπων να παντρευτούν παιδιά του Καρόλου και η Αυτοκρατορία και το πριγκιπάτο να επανέλθουν στον Κάρολο, σε περίπτωση που τα ζευγάρια δεν αποκτούσαν διαδόχους. Έστρεψε επίσης τη σταυροφορία του αδελφού του προς όφελός του, πείθοντας τον αδελφό του να κατευθύνει την Η΄ Σταυροφορία κατά των επαναστατών υποτελών του στην Τύνιδα. Ο θάνατος του Λουδοβίκου, ασθένειες μεταξύ των σταυροφόρων και μια καταιγίδα που κατέστρεψε το στόλο του, ανάγκασαν τον Κάρολο να αναβάλει τα σχέδιά του κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος θορυβήθηκε από τη σχεδιαζόμενη σταυροφορία του Καρόλου να παλινορθώσει τη Λατινική Αυτοκρατορία, που είχε καταλυθεί το 1261 και την επέκταση του Καρόλου στη Μεσόγειο. Ο Παλαιολόγος καθυστέρησε τον Κάρολο αρχίζοντας διαπραγματεύσεις με τον Πάπας Γρηγόριο Ι΄ για ένωση της Ελληνικής με τη Λατινική εκκλησία. Στη Σύνοδο της Λυών κηρύχθηκε Ένωση των Εκκλησιών. Ο Κάρολος και ο Φίλιππος του Κουρτεναί υποχρεώθηκαν να παρατείνουν την ανακωχή με το Βυζάντιο. H ένωση θα αποδεικνυόταν αργότερα ότι δεν ήταν αποδεκτή από τους Έλληνες. Ο Παλαιολόγος χρηματοδότησε επίσης τη Γένοβα για να ενθαρρύνει εξεγέρσεις στα εδάφη του Καρόλου στη βόρεια Ιταλία.
Η ανάρρηση ενός Γάλλου πάπα, του Μαρτίνου Δ΄, το 1281 ευθυγράμμισε όλη την ισχύ του Παπισμού με τα σχέδια του Καρόλου. Εξεστράτευσε χωρίς επιτυχία στην Αλβανία και στην Αχαΐα πριν προετοιμασθεί να στρέψει τον κύριο όγκο της Σταυροφορίας του (400 πλοία που μετέφεραν 27.000 έφιππους ιππότες) κατά της Κωνσταντινούπολης. Όμως ο Παλαιολόγος συμμάχησε με τον Πέτρο Γ΄ της Αραγωνίας για να υποκονήσει μια εξέγερση γνωστή ως Σικελικοί Εσπερινοί, κατά την οποία ο στόλος των σταυροφόρων εγκαταλείφθηκε και κάηκε. Οι Σικελοί προσέφυγαν στο Βασιλιά Πέτρο, που ανακηρύχθηκε βασιλιάς με τον οίκο των Ανδεγαυών (Ανζού) να εκδιώκεται για πάντα από τη Σικελία. Ο Πάπας Μαρτίνος αφόρισε τον Πέτρο και κήρυξε μια σταυροφορία κατά της Αραγονίας, πριν το θάνατο του Καρόλου, το 1287, επιτρέποντας στον Ερρίκο Β΄της Κύπρου να διεκδικήσει εκ νέου το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Τα ηπειρωτικά Σταυροφορικά κράτη του μεσανατολικού Ουτρεμέρ εξέλιπαν με την πτώση της Τρίπολης το 1289 και της Άκρας το 1291. Οι απομείναντες Λατίνοι Χριστιανοί κυρίως έφυγαν προς διάφορους προορισμούς στη φραγκοκρατούμενη Ελλάδα, σκοτώθηκαν ή έγιναν σκλάβοι. Μικρότερες σταυροφορικές απόπειρες συνεχίστηκαν το 14ο αιώνα. Ο Πέτρος Α΄ της Κύπρου κατέλαβε και λεηλάτησε την Αλεξάνδρεια το 1365, κατά τη γνωστή ως Αλεξανδριανή Σταυροφορία, παρότι τα κίνητρά της ήταν μάλλον εμπορικά παρά θρησκευτικά. Ο Λουδοβίκος Β΄, Δούκας των Βουρβόνων, ηγήθηκε μιας Γαλλογενοβέζικης εκστρατείας το 1390 κατά των Μουσουλμάνων πειρατών στη Βόρεια Αφρική, που είχαν τη βάση τους στην Αλ Μαντίγια, που ονομάστηκε Μαντιγιανή Σταυροφορία. Μετά από πολιορκία δέκα εβδομάδων οι σταυροφόροι έλυσαν την πολιορκία τους με την υπογραφή δεκαετούς ανακωχής.
Μερικοί ιστορικοί βλέπουν τις Σταυροφορίες ως τμήμα ενός αμυντικού πολέμου εναντίον της επέκτασης του Ισλάμ στην Εγγύς Ανατολή, άλλοι ως τμήμα μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης στα σύνορα της Ευρώπης και άλλοι ως επιθετικές απόπειρες, υπό την ηγεσία του πάπα, επέκτασης της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Οι σταυροφορίες προσείλκυσαν άνδρες και γυναίκες όλων των τάξεων. Οι μεγάλες ανθρώπινες απώλειες που τις συνόδευσαν αποδόθηκε κυρίως στην αταξία, μια επιδημία ερυσιβώδους όλυρας και στην οικονομική δυσπραγία.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ανίκανη να ανακαταλάβει τα εδάφη που έχασε κατά τις αρχικές Μουσουλμανικές κατακτήσεις, υπό τους επεκτατικούς χαλίφες των Ρασιντούν και των Ομμεϋαδών κατά τους Αραβοβυζαντινούς και τους Βυζαντινοσελτζουκικούς Πολέμους. Οι κατακτήσεις αυτές κατέληξαν στην απώλεια εύφορων γεωργικών εκτάσεων και τεράστιων βοσκοτοπιών στη Μικρά Ασία. Το 1071, μετά από συντριπτική νίκη των επιτιθέμενων στρατιών των Σελτζούκων Τούρκων στη Μάχη του Μαντζικέρτ, ο Ουρβανός Β΄ επεδίωξε να επανενώσει τη Χριστιανική εκκλησία υπό την ηγεσία του, παρέχοντας στον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ στρατιωτική υποστήριξη.
Εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμαιοκαθολικοί Χριστιανοί έγιναν σταυροφόροι δίνοντας δημόσιο όρκο και παίρνοντας συνοδικά συγχωροχάρτια από το Βατικανό. Οι Σταυροφόροι προέρχονταν από διάφορα φεουδαλικά βασίλεια της Δυτικής Ευρώπης, των οποίων τα ιδιαίτερα έθιμα υπονόμευαν κάθε προσπάθεια δημιουργίας ενιαίας κεντρικής διοίκησης που θα μπορούσε να ηγηθεί των σταυροφόρων. Mε εκατοντάδες αριστοκράτες και ευγενείς μεταξύ των σταυροφόρων, με τον καθένα τους να αγωνίζεται για προσωπική φήμη, πλούτο και δόξα, ήταν αδιανόητη και προσβλητική ακόμη και η σκέψη ότι ένας φεουδάρχης θα παραιτείτο των προσωπικών του διαταγών επί των πιστών του ενόπλων σε έναν μόνο διοικητή, ευγενή και ανταγωνιστή του για τη θέση στην αυλή. Αυτή η έλλειψη κεντρικής διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα συχνές διενέξεις μεταξύ των φεουδαρχών ευγενών, των εκκλησιαστικών ηγετών και των αυλικών, καταλήγοντας σε πολιτικές φατρίες και μεταβαλλόμενες συμμαχίες, καθώς εκατοντάδες ιδιότροποι φεουδάρχες συνωθούνταν για πολιτικά οφέλη και επιρροή εντός της Σταυροφορίας, πράγμα που πολλές φορές οδηγούσε σε μάλλον περίεργες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα τότε που οι σταυροφόροι ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον στρατό του Ισλαμικού Σουλτανάτου του Ρουμ, στη διάρκεια της Ε΄ Σταυροφορίας.
Έντονες ήταν οι επιπτώσεις των Σταυροφοριών: οι απολογισμοί ποικίλλουν ευρέως από εγκωμιαστικοί μέχρι εξαιρετικά επικριτικοί. Ο Τζόναθαν Ρίλεϊ Σμιθ (Άγγλος ιστορικός) αναγνωρίζει τα ανεξάρτητα κράτη που ιδρύθηκαν, όπως το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και τα Σταυροφορικά Κράτη ως τα πρώτα πειράματα της «Υπερπόντιας Ευρώπης». Αυτές οι εκστρατείες ξανάνοιξαν τη Μεσόγειο στο εμπόριο και τα ταξίδια, επιτρέποντας στη Γένοβα και στη Βενετία να ακμάσουν. Οι στρατιές των σταυροφόρων συμμετείχαν στο εμπόριο με τους τοπικούς πληθυσμούς, με τους Ορθόδοξους Βυζαντινούς αυτοκράτορες να οργανώνουν συχνά αγορές για δυνάμεις των Σταυροφόρων που κινούνταν μέσα στα εδάφη τους. Το κίνημα των σταυροφοριών εδραίωσε τη συλλογική ταυτότητα της Λατινικής Εκκλησίας υπό την ηγεσία του Πάπα και υπήρξε η πηγή της ιδέας του ηρωισμού, του ιπποτισμού και της μεσαιωνικής ευλάβειας. Αυτό με τη σειρά του γέννησε τον μεσαιωνικό ρομαντισμό, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Εντούτοις οι σταυροφορίες ενίσχυσαν τη σχέση μεταξύ Δυτικής Χριστιανοσύνης, φεουδαρχίας και μιλιταρισμού, πράγμα αντίθετο στην Ειρήνη και στην Εκεχειρία του Θεού, που είχε προωθήσει ο Ουρβανός.
Οι σταυροφόροι συχνά λεηλατούσαν τις χώρες, μέσω των οποίων ταξίδευαν με τον χαρακτηριστικό μεσαιωνικό τρόπο της τροφοδοσίας ενός μετακινούμενου στρατού. Οι ευγενείς κρατούσαν για λογαριασμό τους το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που καταλάμβαναν αντί να το επιστρέψουν στους Βυζαντινούς όπως είχαν ορκισθεί. Στη Ρηνανία η Σταυροφορία του Λαού οδήγησε σε σφαγή και δολοφονία χιλιάδων Εβραίων. Στα τέλη του 19ου αιώνα το επεισόδιο αυτό χρησιμοποιήθηκε από Εβραίους ιστορικούς για να υποστηρίξουν τον Σιωνισμό. Η Δ΄ Σταυροφορία κατέληξε σε λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρωμαιοκαθολικούς, τερματίζοντας ουσιαστικά την ευκαιρία επανένωσης της Χριστιανικής Εκκλησίας και οδηγώντας στην εξασθένηση και τελική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς. Ωστόσο, πολλοί σταυροφόροι ήταν απλώς φτωχοί, που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις δυσκολίες της μεσαιωνικής ζωής με ένα ένοπλο προσκύνημα που οδηγούσε στην Αποθέωση στην Ιερουσαλήμ.
Οι Σταυροφορίες ξεκίνησαν ως η ιδέα μίας ιερής εκστρατείας από μέρους των Δυτικών (Καθολικών) Χριστιανών, με σκοπό την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων (Παλαιστίνη, Ιερουσαλήμ) από τους μουσουλμάνους. Θεωρείται ότι ήταν η απάντηση της Δύσης στον ιερό πόλεμο που κατά καιρούς κήρυττε το Ισλάμ. Ο σκοπός των Σταυροφοριών ήταν η κατάκτηση των Αγίων Τόπων και η συντριβή του Ισλάμ. Αφορμές για τις Σταυροφορίες αποτέλεσαν η κακομεταχείριση των προσκυνητών που επισκέπτονταν την Ιερουσαλήμ και η έκκληση του Βυζαντινού αυτοκράτορα ο οποίος δεχόταν ισχυρή πίεση από τους Τούρκους. Τα στρατεύματα των σταυροφόρων αποκαλούνταν με τίτλους όπως ο στρατός «του σταυρού», «του Χριστού», «του Κυρίου» και «της πίστης». Το σύμβολο του σταυρού ήταν το αναγνωριστικό σημείο των Σταυροφόρων, από το οποίο λάμβαναν και το προσφιλές τους όνομα.
Οι Σταυροφόροι ονομάζονταν « στρατιώτες του Χριστού», προσκυνητές, λατ. περεγκρίνι, και «οι έχοντες το σημείο του σταυρού», λατ. κρουσισιγκνάτι ή σιγκνατόρες. Η συμμετοχή σε σταυροφορία σήμαινε ότι σταυροφόρος «έπαιρνε τον σταυρό» ή «έπαιρνε το σημείο του σταυρού». Από τους συγχρόνους τους δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι οι Σταυροφορίες ήταν θεϊκή αποστολή και μάλιστα περιγράφονταν ως «τα Έργα του Θεού που επιτελούνταν μέσω των Φράγκων». Όσοι θανατώνονταν κατά τις σταυροφορικές εκστρατείες είχαν το προνόμιο ειδικού συγχωροχαρτιού για τις αμαρτίες που είχαν διαπράξει και θεωρούνταν στη συνείδηση του λαού μάρτυρες. Οι κληρικοί της εποχής προωθούσαν απόψεις όπως ότι οι δίκαιοι δεν έπρεπε να φοβούνται ότι θα τους καταλογιζόταν ως αμαρτία το να σκοτώσουν τον εχθρό του Ιησού Χριστού, ότι ο στρατιώτης του Χριστού μπορεί εκ του ασφαλούς να σκοτώσει και ακόμη περισσότερο να σκοτωθεί και ότι όταν ο στρατιώτης πεθάνει, ωφελεί τον εαυτό του ενώ όταν σφαγιάζει, ωφελεί τον Χριστό. Για τους κληρικούς ήταν αποδεκτό να συμμετέχουν στον πόλεμο εφόσον, όπως αναφέρει ο Θωμάς Ακινάτης, το τρόπαιο δεν θα ήταν εγκόσμια οφέλη αλλά η άμυνα της Εκκλησίας ή των φτωχών και των καταπιεσμένων.
Οι σταυροφορίες ξεκινούσαν με απόφαση του εκάστοτε πάπα της Ρώμης και —τουλάχιστον στην αρχή— ήταν πολύ σημαντικά γεγονότα. Συνήθως η κήρυξη μιας Σταυροφορίας συνοδευόταν και από εγκλήματα και διώξεις από απλούς πολίτες εναντίον των Εβραίων, αρκετές κοινότητες των οποίων βρίσκονταν στη Δυτική Ευρώπη. Ήταν η εύκολη λύση για όσους ήθελαν να εκτονώσουν το θρησκευτικό τους μένος, και για πολλούς άλλους που έβρισκαν ευκαιρία για κλοπές και καταστροφές. Έγιναν αρκετές σταυροφορίες από τον 11ο αιώνα μέχρι και τον 15ο, οπότε έγιναν οι τελευταίες σταυροφορίες κατά των Οθωμανών Τούρκων. Η τελευταία αναλαμπή των σταυροφοριών ήταν η Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Όμως πίσω από τον ενθουσιασμό και τα ιδανικά που υπερασπίζονταν οι σταυροφόροι υπήρχαν βαθύτεροι και λιγότερο ευγενείς σκοποί. Οι σταυροφορίες ξεκίνησαν υποκινούμενες κυρίως από την Καθολική εκκλησία, με σκοπό να επεκτείνει την εξουσία της στην Ανατολή και να καταφέρει να υποτάξει την εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Παραλλήλως, πολλοί ηγεμόνες ονειρεύονταν πλούτη, δόξα και περιπέτειες. Ακόμη και οι απλοί άνθρωποι και στρατιώτες που ακολούθησαν είχαν τα δικά τους όνειρα για πλούτη, αναγνώριση και μια καλύτερη ζωή. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν τα δικά τους σχέδια και προσπάθησαν να στρέψουν τους Σταυροφόρους στην Μικρά Ασία χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όλοι όσοι πήραν μέρος άμεσα ή έμμεσα ήθελαν να κερδίσουν κάτι αλλά τα αποτελέσματα των σταυροφοριών άλλαξαν εντελώς διαφορετικά την Ευρώπη από αυτό που περίμεναν.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία αποδυναμώθηκε περισσότερο, αναγκαζόμενη να έχει τον νου της στη Δύση αντί να συγκρατεί τους Τούρκους στην Ανατολία. Το αποκορύφωμα ήταν η προσωρινή διάλυσή της από την Δ΄ Σταυροφορία.
Τελικά οι Βυζαντινοί υποχρεώθηκαν να πολεμούν στα Βαλκάνια, στην Αδριατική και στο Αιγαίο, έχασαν την Μικρά Ασία και κατακτήθηκαν από τους Τούρκους. Η Δ΄ Σταυροφορία δεν έπληξε μόνο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά και την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η βίαια υποταγή της στη Ρώμη και οι διωγμοί των ορθόδοξων ιερέων στην κυρίως Ελλάδα και την Κύπρο από τους σταυροφόρους έμειναν χαραγμένα στη μνήμη της. Από την άλλη, διωγμοί και σφαγές Λατίνων, απλών ανθρώπων ή ιερέων, από τους Βυζαντινούς, που είχαν συμβεί κάποιες φορές και πριν το 1204 που κυριεύθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους αλλά και αρκετές φορές μετά, συνέτειναν στο να μη βλέπουν με καλό μάτι οι Δυτικοί τους Βυζαντινούς. Μάλιστα, η ιδέα μίας σταυροφορίας εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξαν εποχές που συζητιόταν αρκετά έντονα στη Δύση. Για 200 χρόνια οι Άγιοι Τόποι έγιναν πεδίο μαχών αλλά και εμπορίου και πολιτισμικής επαφής.
Οι Άραβες και οι Τούρκοι βελτίωσαν τις τακτικές τους, έμαθαν καινούρια γι' αυτούς όπλα από τους σταυροφόρους, εφηύραν νέα δικά τους και κατάφεραν το 1187 να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ, το 1260 να νικήσουν τους Μογγόλους στο Αν Τζαϊλούτ και να καταλάβουν τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας από τους Σταυροφόρους το 1291 τερματίζοντας την κυριαρχία των σταυροφόρων στην Ανατολή. Ήδη όμως, το ενδιαφέρον στη Δύση για τις σταυροφορίες είχε εξαντληθεί, και η εποχή των σταυροφοριών τελείωσε και τυπικά.
Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ το 1099, και ίδρυσαν τις δικές τους ηγεμονίες στην Ανατολή. Η δύναμή τους, όμως, δεν ήταν ποτέ πολύ μεγάλη, καθώς αποτελούσαν την μειοψηφία του πληθυσμού, και σταδιακά βρέθηκαν σε θέση άμυνας.
Τους δύο αιώνες που παρέμειναν στην περιοχή επωφελήθηκαν και αυτά που έμαθαν, τα διέδωσαν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, στις πατρίδες τους. Έμαθαν τον αραβικό πολιτισμό, εκτίμησαν την ιατρική και πολλοί από αυτούς στα κάστρα τους ζούσαν σαν μουσουλμάνοι, φορώντας ανατολίτικα ρούχα, κάνοντας λουτρά και γευόμενοι την ανατολίτικη κουζίνα. Καλλιεργήθηκαν πνευματικά και έγιναν πραγματικοί ευγενείς άρχοντες. Βελτίωσαν και αυτοί με τη σειρά τους τις πολεμικές τους μεθόδους αλλά τελικά εκδιώχθηκαν από την Ανατολή. Ακόμη, ιδρύθηκαν 3 θρησκευτικά-πολεμικά τάγματα που θα επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία των σταυροφοριών. Αυτά ήταν το τάγμα των Ναΐτών, το τάγμα των Ιωαννιτών και το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών. Υπήρχαν και άλλα τάγματα όμως αυτά ήταν τα πιο γνωστά διότι ήταν και τα πιο ισχυρά. Όλα τα τάγματα προέρχονταν από όλη την Ευρώπη. Οι Ναΐτες φορούσαν άσπρη φορεσιά με κόκκινο σταυρό, οι Ιωαννίτες μαύρη φορεσιά με άσπρο σταυρό και οι Τεύτονες άσπρη φορεσιά με μαύρο σταυρό. Οι περισσότεροι Ιωαννίτες υπήρχαν στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, οι Ναΐτες στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ενώ οι Τεύτονες κυρίως στην ανατολική Ευρώπη. Υπήρχαν όμως και άλλοι που πολέμησαν εναντίον των Σαρακηνών.
Ένα πολύ σημαντικό μάθημα ήταν αυτό που πήραν οι βασιλείς. Πριν από τις σταυροφορίες, σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη, οι κόμητες και οι δούκες ήταν αυτοί που είχαν την ουσιαστική εξουσία, και η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο βασιλιάς στις περισσότερες χώρες ήταν ένα συμβολικό πρόσωπο με μικρή εξουσία και πολύ λίγα εδάφη. Ζητούσε από τους φεουδάρχες να τον βοηθήσουν σε περίπτωση πολέμου και δεν τους διέταζε. Οι φεουδάρχες ήταν ελεύθεροι να διεξάγουν τους δικούς τους πολέμους, και στην περίπτωση που πολεμούσαν με ένα φεουδάρχη από το ίδιο βασίλειο, ο βασιλιάς έπαιζε απλώς τον ρόλο του διαιτητή. Όμως, στην Ανατολή παρατήρησαν τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους μουσουλμάνους ηγεμόνες που είχαν απόλυτη και ουσιαστική δύναμη σε ότι αφορούσε τις επικράτειές τους, ακόμη και πάνω στον κλήρο, και θέλησαν να τους μιμηθούν. Αυτό το τελευταίο, οδήγησε στην αποδυνάμωση της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας, που με τον καιρό και με τους λανθασμένους χειρισμούς ορισμένων παπών έχανε όλο και πιο πολύ τη δύναμή της, αλλά και στη δημιουργία των σύγχρονων εθνών. Στην Α΄ Σταυροφορία όλοι ανεξαιρέτως, από όπου και αν κατάγονταν, έφεραν στο μπράτσο τους τον κόκκινο σταυρό. Στην Γ΄ Σταυροφορία, οι Γάλλοι έφεραν κόκκινο σταυρό, όσοι ήταν από τη Φλάνδρα και τη Λορραίνη έφεραν πράσινο σταυρό, και οι Άγγλοι άσπρο σταυρό σε κόκκινο φόντο, σημάδι ότι δε συμμετείχαν απλά ως στρατιώτες της Πίστης, αλλά και ότι ο κάθε λαός συμμετείχε υπό τη δική του σημαία.
Η Α΄ Σταυροφορία εγκαθίδρυσε τα τέσσερα πρώτα σταυροφορικά κράτη στην Ανατολική Μεσόγειο: την Κομητεία της Έδεσσας (1098 έως 1149), το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας (1098 έως 1268), το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ (1099 έως 1291) και την Κομητεία της Τρίπολης (1104, αν και η ίδια η Τρίπολη κατελήφθη το 1109, έως 1289). Το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας προϋπήρχε των Σταυροφοριών, αλλά του παραχωρήθηκε το καθεστώς του βασιλείου από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ και αργότερα δυτικοποιήθηκε πλήρως από τη (Γαλλική) δυναστεία των Λουζινιάν. Τα κράτη αυτά χαρακτηρίστηκαν από το Τζόναθαν Ρίλεϊ Σμίθ (σύγχρονου Αγγλου ιστορικού των Σταυροφοριών) ως τα πρώτα δείγματα της «Υπερπόντιας Ευρώπης». Το γενικό όνομα που δόθηκε σε αυτά είναι Ουτρεμέρ (Γαλλικά: outre-mer) δηλ. «υπερπόντια» και χρησιμοποιείτο συνήθως ως συνώνυμο του Λεβάντε της Αναγέννησης.
Ο Ριχάρδος ο Α΄ της Αγγλίας κατέλαβε την Κύπρο κατά την Γ΄ Σταυροφορία και τελικά την πούλησε στον εκθρονισμένο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκυ των Λουζινιάν το 1192. Ο Γκυ ίδρυσε μια δυναστεία που διήρκεσε μέχρι το 1489, οπότε ο έλεγχος της Κύπρου πέρασε στη Δημοκρατία της Βενετίας. Η Κύπρος έγινε ένα ευημερούν μεσαιωνικό βασίλειο, οικονομικός και εμπορικός κόμβος της Δυτικής Χριστιανοσύνης στη Μέση Ανατολή. Η Λατινική Αυτοκρατορία και ο Διαμελισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ΄ Σταυροφορία. (π. 1204)
Μετά τη Δ΄ Σταυροφορία η συνθήκη που ονομάστηκε «Partitio terrarum imperii Romaniae» δηλ. «διαμελισμός των εδαφών της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας» εγκαθίδρυσε τη Λατινική Αυτοκρατορία και διευθέτησε την κατάτμηση των Βυζαντινών εδαφών μεταξύ των συμμετασχόντων στη Σταυροφορία, με μεγαλύτερο επωφεληθέντα τη Δημοκρατία της Βενετίας. Toν Οκτώβριο του 1204 μια 24μελής επιτροπή, αποτελούμενη από 12 Βενετούς και 12 αντιπροσώπους των άλλων σταυροφόρων ηγετών, συμφώνησε να δώσει στη Λατινική Αυτοκρατορία τον έλεγχο του ενός τετάρτου των Βυζαντινών εδαφών, στη Βενετία τα τρία όγδοα, περιλαμβανομένων των τριών ογδόων της πόλης της Κωνσταντινούπολης, και να διαμοιράσει τα υπόλοιπα τρία όγδοα μεταξύ των άλλων σταυροφόρων ηγετών. Ετσι άρχισε η περίοδος της Ελληνικής ιστορίας γνωστή ως Φραγκοκρατία ή Λατινοκρατία, όπου Καθολικοί Δυτικοευρωπαίοι ευγενείς, κυρίως από τη Γαλλία και την Ιταλία, ίδρυσαν κράτη σε πρώην Βυζαντινά εδάφη και κυβέρνησαν τους επί το πλείστον Ορθόδοξους ιθαγενείς Βυζαντινούς Έλληνες. Η «Partitio Romànie» αποτελεί πολύτιμο ντοκουμέντο για τις διοικητικές διαιρέσεις («επισκέψεις») και γαιοκτησίες των διάφορων Βυζαντινών αρχοντικών οικογενειών γύρω στα 1203, καθώς και τις περιοχές που ελέγχονταν ακόμη από τη Βυζαντινή κεντρική κυβέρνηση εκείνη την εποχή. Στο μεταξύ, τι συνέβαινε στη Βενετία; Τον 12ο αιώνα τέθηκαν τα θεμέλια της Βενετικής κυριαρχίας: το Αρσενάλε της Βενετίας (ένα συγκρότημα κρατικών ναυπηγείων και οπλοστασίων) κατασκευάστηκε το 1104 και ο τελευταίος αυταρχικός δόγης, Βιτάλιος Β΄ Μιχαήλ, πέθανε το 1172. Η Δημοκρατία της Βενετίας κατέλαβε αρκετές θέσεις στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής πριν το 1200, κυρίως για εμπορικούς λόγους, επειδή οι πειρατές που είχαν τις βάσεις τους εκεί ήταν απειλή για το εμπόριο. Ο Δόγης έφερε επίσης τους τίτλους Δούκας της Δαλματίας και Δούκας της Ιστρίας. Μεταγενέστερες ηπειρωτικές κτήσεις, που εκτείνονταν προς τα δυτικά μέσω της Λίμνης Γκάρντα μέχρι τον Ποταμό Άντα, ήταν γνωστές ως Τεραφέρμα και αποκτήθηκαν εν μέρει ως ανάχωμα έναντι εμπόλεμων γειτόνων, εν μέρει για την προστασία των εμπορικών οδών των Άλπεων και εν μέρει για τη διασφάλιση της προμήθειας από την ενδοχώρα σταριού, από το οποίο η πόλη εξαρτιόταν. Χτίζοντας τη θαλάσσια εμπορική αυτοκρατορία της η Δημοκρατία κυριάρχησε στο εμπόριο αλατιού,[17] απέκτησε τον έλεγχο των περισσότερων νησιών του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων της Κρήτης και της Κύπρου και έγινε ισχυρός παράγων στην Εγγύς Ανατολή. Για τις συνθήκες της εποχής η Βενετική διοίκηση των ηπειρωτικών εδαφών της ήταν σχετικά φωτισμένη και οι πολίτες πόλεων όπως το Μπέργκαμο, η Μπρέσα και η Βερόνα συσπειρώνονταν στην υπεράσπιση της Βενετικής κυριαρχίας, όταν αυτή απειλείτο από εισβολείς.
Η Βενετία παρέμεινε στενά συνδεδεμένη με την Κωνσταντινούπολη και της παραχωρήθηκαν δυο φορές εμπορικά προνόμια στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μέσω των λεγόμενων Χρυσόβουλων, σε αντάλλαγμα της βοήθειας που τής παρείχε ενάντια στις νορμανδικές και τουρκικές εισβολές. Στο πρώτο χρυσόβουλο η Βενετία αναγνώριζε την υποτέλειά της στην Αυτοκρατορία, αλλά όχι και στο δεύτερο, πράγμα που καταδείκνυε την εξασθένηση του Βυζαντίου και την αύξηση της δικής της δύναμης. Η Βενετία έγινε ιμπεριαλιστική δύναμη κατά την Δ΄ Σταυροφορία, όταν, λοξοδρομώντας, κατέληξε το 1204 στην κατάληψη και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης και την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάκτησης σημαντικά Βυζαντινά λάφυρα μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Ανάμεσά τους τα επίχρυσα μπρούντζινα άλογα από τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, που αρχικά τοποθετήθηκαν πάνω από την είσοδο του καθεδρικού του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, αν και τα πρωτότυπα έχουν αντικατασταθεί με αντίγραφα και σήμερα φυλάσσονται εντός της βασιλικής. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μοιράστηκε μεταξύ των Λατίνων Σταυροφόρων και των Βενετών. Οι Βενετοί, στη συνέχεια, δημιούργησαν μια σφαίρα επιρροής τους στη Μεσόγειο, γνωστή ως Δουκάτο του Αρχιπελάγους και κατέλαβαν την Κρήτη.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης θα αποδεικνυόταν τελικά εξίσου αποφασιστική για την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την απώλεια των θεμάτων της Μικράς Ασίας μετά τη μάχη στο Μαντζικέρτ (1071). Αν και οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τον έλεγχο της κατεστραμμένης πόλης μισό αιώνα αργότερα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε οριστικά εξασθενήσει και υπήρχε ως σκιά του παλιού της εαυτού, έως ότου ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής καταλάβει την Πόλη, το 1453. Ευρισκόμενη στην Αδριατική Θάλασσα, η Βενετία πάντα συναλλασσόταν εμπορικά σε μεγάλη έκταση με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το Μουσουλμανικό κόσμο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, η Βενετία αποτελούσε την πλέον ευημερούσα πόλη σε όλη την Ευρώπη. Στην κορύφωση της δύναμης και του πλούτου της είχε 36.000 ναυτικούς σε 3.300 πλοία, κυριαρχώντας στο Μεσογειακό εμπόριο. Εκείνη την εποχή οι ηγετικές οικογένειες της Βενετίας συναγωνίζονταν να χτίσουν τα πιο μεγαλόπρεπα παλάτια και να υποστηρίξουν το έργο των μεγαλύτερων και πιο ταλαντούχων καλλιτεχνών. Η πόλη διοικείτο από το Μέγα Συμβούλιο, που αποτελείτο από μέλη των ευγενών οικογενειών της Βενετίας. Το Μέγα Συμβούλιο διόριζε όλους τους δημόσιους αξιωματούχους και εξέλεγε μια Γερουσία 200 ως 300 ιδιωτών. Καθώς αυτό το σώμα ήταν πολύ μεγάλο για την αποτελεσματική διοίκηση, το μεγαλύτερο μέρος της διοίκησης της πόλης ασκούνταν από το Συμβούλιο των Δέκα (ονομαζόμενο επίσης Συμβούλιο των Δουκών ή Σινιορία). Ένα μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου εκλεγόταν Δόγης, ή δούκας, ο επίσημος αρχηγός της πόλης, που κανονικά κρατούσε τον τίτλο έως τον θάνατό του.
Η κυβερνητική δομή της Βενετίας ήταν εν μέρει παρόμοια με το δημοκρατικό σύστημα της αρχαίας Ρώμης, με έναν εκλεγμένο αρχηγό του εκτελεστικού (τον Δόγη), μια, σαν τη Σύγκλητο, συνέλευση των ευγενών και με μια μάζα πολιτών που είχαν περιορισμένη πολιτική δύναμη, διατηρώντας απλώς την εξουσία να παρέχουν ή να αποσύρουν την έγκρισή τους για την εκλογή κάθε νέου Δόγη. Η εκκλησιαστική και διάφορες ιδιωτικές περιουσίες επιτάσσονταν στην κάλυψη πολεμικών υποχρεώσεων, αν και δεν υπήρχαν φεουδαρχικά δικαιώματα μέσα στην ίδια την πόλη. Οι Καβαλιέρι ντι Σαν Μάρκο ήταν το μοναδικό ιπποτικό τάγμα που συστήθηκε ποτέ στη Βενετία και κανένας πολίτης δεν μπορούσε να ενταχθεί σε ένα ξένο τάγμα χωρίς τη συγκατάθεση της κυβέρνησης. Η Βενετία παρέμεινε αβασίλευτη πολιτεία όλο το διάστημα που ήταν ανεξάρτητο κράτος και τα πολιτικά πράγματα παρέμειναν χωριστά από τα στρατιωτικά, εκτός από την περίπτωση που ο Δόγης ηγείτο προσωπικά του στρατού. Ο πόλεμος θεωρείτο συνέχιση του εμπορίου με άλλα μέσα (από εκεί τόσο η αρχική παραγωγή της πόλης μεγάλων αριθμών μισθοφόρων για υπηρεσία αλλού όσο και αργότερα η εξάρτησή της από ξένους μισθοφόρους, όταν η κυβερνώσα τάξη ήταν απασχολημένη με το εμπόριο).
Αρχηγός του Εκτελεστικού ήταν ο Δόγης, που θεωρητικά διατηρούσε το εκλεγμένο αξίωμά του ισόβια. Στην πράξη αρκετοί Δόγηδες εξαναγκάστηκαν, πιεζόμενοι από τους ολιγαρχικούς πατρικίους, να παραιτηθούν από το αξίωμα και να αποσυρθούν σε μοναστήρι, όταν τους καταλογιζόταν πολιτική αποτυχία. Το 1355 ο δόγης Μαρίνο Φαλιέρο καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλίστηκε γιατί προσπάθησε να επιβάλει απολυταρχική εξουσία. Aν και οι κάτοικοι της Βενετίας παρέμεναν γενικά πιστοί Ρωμαιοκαθολικοί, το κράτος της Βενετίας φημιζόταν για την απουσία θρησκευτικού φανατισμού και δεν εκτέλεσε ούτε μια θανατική καταδίκη λόγω θρησκευτικής αίρεσης στη διάρκεια της Αντιμεταρρύθμισης. Αυτή η φανερή έλλειψη ζήλου συνέβαλε στις συχνές συγκρούσεις της Βενετίας με τον Παπισμό. Σ' αυτό το πλαίσιο τα γραπτά του Αγγλικανού Θεολόγου, Ουίλιαμ Μπέντελ, είναι αρκετά διαφωτιστικά. Η Βενετία απειλήθηκε με αφορισμό σε αρκετές περιπτώσεις και δυο φορές υπέστη την επιβολή του. Τη δεύτερη, γνωστότερη, περίπτωση, το 1606 με εντολή του Πάπα Παύλου Ε΄. Η νεοεφευρεθείσα, στη Γερμανία, τυπογραφία διαδόθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη το δέκατο πέμπτο αιώνα και η Βενετία έσπευσε να την υιοθετήσει. Το 1482, η Βενετία ήταν η τυπογραφική πρωτεύουσα του κόσμου και ο κύριος τυπογράφος ήταν ο Άλδος Μανούτιος, ο οποίος εφηύρε την ιδέα των χαρτόδετων βιβλίων, που μπορούσαν να μεταφερθούν σε ένα δισάκι. Οι ομώνυμες εκδόσεις του, περιελάμβαναν μεταφράσεις σχεδόν όλων των γνωστών Ελληνικών χειρογράφων της εποχής.
Το πρόβλημα της Παλαιστίνης παρέμενε άλυτο. Μετά το 1163, η πλάστιγγα της εξουσίας είχε γείρει αποφασιστικά υπέρ των Βαρόνων. Κατά τον 12ο αιώνα συγκροτήθηκε ένα ανώτατο δικαστήριο, στην πράξη ένα δικαστήριο ομοτίμων, που τον 13ο αιώνα είχε αναλάβει, εκτός από δικαστικές, και νομοθετικές αρμοδιότητες. Στο δικαστήριο αυτό συμμετείχαν οι ευγενείς, οι επίσκοποι, οι ξένοι υψηλόβαθμοι σταυροφόροι και οι μάγιστροι των στρατιωτικών ταγμάτων. Ο βασιλιάς κατείχε σχεδόν διακοσμητικό ρόλο. Αρκετοί βαρόνοι έκοβαν δικό τους νόμισμα και πολλοί ασκούσαν ανεξάρτητη δικαστική εξουσία. Οι ιταλικές πόλεις και η Μασσαλία αντλούσαν σημαντικά κέρδη από την οργάνωση τακτικών ταξιδιών για προσκυνητές προς και από τους Αγίους Τόπους, αλλά οι ασταθείς συνθήκες σήμαιναν ότι ελάχιστοι παρέμεναν μόνιμα εκεί.Ακόμα και πριν από την τέταρτη σταυροφορία, ορισμένοι ιεροκήρυκες είχαν υποστηρίξει ότι η αποτυχία των σταυροφοριών οφειλόταν στην ανθρώπινη οίηση: αυτό που δεν μπορούσαν να πετύχουν οι βασιλιάδες μπορούσε να επιτευχθεί από τους αθώους και τους πένητες, που με τη ζωή και το πνεύμα τους προσέγγιζαν πιο πολύ τον Χριστό και τους αποστόλους του. Μια τέτοια ομάδα επιχείρησε το 1212 την πολύ παρεξηγημένη «Σταυροφορία των Παιδιών». Ομάδες φτωχών εφήβων (και όχι, όπως πιστεύαμε κάποτε, μικρών παιδιών) πορεύτηκαν προς τη Γένουα και τη Μασσαλία.
Καθώς τα ύδατα της Μεσογείου δεν χωρίστηκαν αποκρινόμενα στις προσευχές τους, κίνησαν με πλοία για την Παλαιστίνη. Ορισμένοι έφηβοι πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα από τους Τούρκους, αλλά άλλοι κατάφεραν να επιστρέψουν στην Ευρώπη. Το 1212 ο Ιννοκέντιος Γ' κήρυξε νέα σταυροφορία. Οι εξελίξεις μετά το θάνατο του Σαλαδίνου είχαν επιφέρει αλλαγές υπέρ της Αιγύπτου στο συσχετισμό δυνάμεων τ ου ισλαμικού κ όσμου, κι έτσι η Αίγυπτος τώρα είχε γίνει το κλειδί για την επικράτηση στην Παλαιστίνη. Το 1217, μια στρατιά, η «πέμπτη σταυροφορία», που την αποτελούσαν κυρίως Αυστριακοί και Ούγγροι, διέπλευσε με ενετικά σκάφη τη Μεσόγειο και πολιόρκησε τη Δαμιέττη στις όχθες του Νείλου. Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ιδεώδους της πενίας που εκφράστηκε με τη «Σταυροφορία των Παιδιών» το 1212, προσχώρησε στη σταυροφορία στη Δαμιέττη. Κήρυξε τον Χριστιανισμό και την πνευματική αρετή της πενίας στον Σουλτάνο Αλ-Κάμιλ ο οποίος, αφού τον άκουσε όπως απαιτούσε η ευγένεια, έστειλε τον μικροκαμωμένο Φραγκίσκο πάνω σε έναν μεγάλο ελέφαντα πίσω στους προστάτες του. Η Δαμιέττη καταλήφθηκε τον Νοέμβριο του 1219, αλλά οι σταυροφόροι δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν πάνω από δύο χρόνια. Ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β' είχε ορκιστεί να συμμετάσχει σε μια σταυροφορία ως αντάλλαγμα για την Παπική αναγνώριση του στέμματός του.
Είδαμε ότι τελικά έφτασε στην Παλαιστίνη μόλις το 1228 και ότι αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τον Πάπα Γρηγόριο Θ', κατάφερε όμως να συνάψει δεκαετή εκεχειρία και να εξασφαλίσει την παραχώρηση της Παλαιστίνης ξανά στους Χριστιανούς. Ο Φρειδερίκος αναγκάστηκε να επιστρέψει εσπευσμένως στην Ιταλία, αφήνοντας ως αντιβασιλέα στην Παλαιστίνη τον νεαρό γιο του Κορράδο Δ'. Ο πόλεμος μεταξύ του Αυτοκρατορικού στρατού και των δυνάμεων του Βαΐλου Ιωάννη του Ιμπελέν, που τον υποστήριζαν οι περισσότεροι ευγενείς της Παλαιστίνης, έφερε την τελειωτική στρατιωτική αποδυνάμωση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Οι Μουσουλμάνοι κατέλαβαν για τελευταία φορά την Ιερουσαλήμ, σχεδόν ερήμην αντιπάλου, το 1244.Το ζήτημα της Αντιόχειας είχε τακτοποιηθεί ακριβώς στην ώρα για τη νέα Σταυροφορία. Ακόμα από την εποχή της απογοητεύσεώς του από την Τετάρτη Σταυροφορία, ο Innocent ετοιμαζόταν για μια πιο άξια προσπάθεια για τη σωτηρία της Ανατολής. Είχε εμποδιστεί από πολλούς περισπασμούς. Υπήρξε το δύσκολο πρόβλημα των αιρετικών στη νότια Γαλλία που έπρεπε να λυθεί• και η απάνθρωπη λύση της Αλβιγγιανής Σταυροφορίας, αν και αυτός την είχε εμπνεύσει και είχε δώσει στους σταυροφόρους αφέσεις αμαρτιών παρόμοιες με εκείνες που κέρδιζαν σ' έναν πόλεμο κατά των απίστων, είχε προκαλέσει δυσκολίες, με τη σειρά της.
Το 1211, σε απάντηση προς μια εισβολή του Αλμοάδη βεζίρη, Αn-Nasir, στην Καστίλη, είχε κηρύξει τη Σταυροφορία στην Ισπανία και οι προσπάθειές της είχαν δικαιωθεί με την υπέροχη νίκη της Las Navas de Tolosa τον Ιούλιο του 1212, όταν νικήθηκε ο Αφρικανικός στρατός και άρχισε μια καινούργια φάση της Χριστιανικής ανακατακτήσεως. Αλλά πολύ λίγοι ιππότες ήσαν πρόθυμοι να κάνουν το ταξίδι στους Αγίους Τόπους. Η μόνη ανταπόκριση στις παρακλήσεις για τη σωτηρία της Ιερουσαλήμ προήλθε από μία εντελώς διαφορετική τάξη. Μια μέρα του Μαΐου 1212, εμφανίστηκε στον Άγιο Διονύσιο, όπου έμενε ο βασιλεύς Φίλιππος της Γαλλίας με την αυλή του, ένα τσοπανόπουλο δώδεκα περίπου χρονών ονομαζόμενο Stephen, από τη μικρή πόλη Κλονά ντ'Ορλεανέ. Έφερε μαζί του μια επιστολή για τον βασιλέα που, όπως είπε, του την είχε δώσει αυτοπροσώπως ο Χριστός, που είχε εμφανισθεί σ' αυτόν ενώ έβοσκε τα πρόβατά του και του είχε πει να πάει και να κηρύξει τη Σταυροφορία. Ο βασιλεύς Φίλιππος δεν εντυπωσιάστηκε από το παιδί και του είπε να γυρίσει στο σπίτι του.
Αλλά ο Stephen, του οποίου ο ενθουσιασμός είχε εξαφθεί από τον μυστηριώδη επισκέπτη του, είδε τον εαυτό του σαν έναν εμπνευσμένο αρχηγό ο οποίος θα πετύχαινε εκεί που οι μεγαλύτεροί του είχαν αποτύχει. Κατά τα προηγηθέντα δεκαπέντε χρόνια, διάφοροι ιεροκήρυκες τριγύριζαν στην ύπαιθρο κηρύττοντας μια Σταυροφορία εναντίον των μωαμεθανών της Ανατολής ή της Ισπανίας ή εναντίον των αιρετικών του Λαγκεντόκ. Ήταν εύκολο για ένα υστερικό αγόρι να εμποτιστεί με την ιδέα ότι κι αυτό επίσης μπορούσε να γίνει ιεροκήρυκας και να μιμηθεί τον Πέτρο τον Ερημίτη, του οποίου τα κατορθώματα είχαν φθάσει κατά τον αιώνα που πέρασε σε θρυλικά ύψη. Χωρίς ν' αποθαρρυνθεί από την αδιαφορία του βασιλέως, άρχισε να κηρύττει μπροστά από την είσοδο του Αββαείου του Αγίου Διονυσίου και να διακηρύττει ότι θα οδηγούσε μια ομάδα παιδιών που θα πήγαιναν να σώσουν τη Χριστιανοσύνη. Οι θάλασσες θα στέγνωναν μπροστά τους, και θα περνούσαν, όπως ο Μωυσής από την Ερυθρά θάλασσα, σίγουρα στους Αγίους Τόπους. Ήταν προικισμένος με εξαιρετική ευγλωττία.
Μεγάλοι άνθρωποι εντυπωσιάστηκαν, και παιδιά κατέφθαναν αθρόα στην πρόσκλησή του. Μετά την πρώτη του επιτυχία άρχισε να περιέρχεται τη Γαλλία καλώντας τα παιδιά• και πολλοί από τους προσήλυτούς του βγήκαν κι αυτοί σε περιοδείες να εργαστούν για λογαριασμό του. Επρόκειτο όλα τα παιδιά να συναντηθούν στη Βανδώμη ύστερ' από ένα μήνα και να ξεκινήσουν από εκεί για την Ανατολή. Περί τα τέλη του Ιουνίου τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στη Βανδώμη. Κατάπληκτοι σύγχρονοι μιλούσαν για τριάντα χιλιάδες παιδιά που κανένα τους δεν ήταν πάνω από δώδεκα χρονών. Ασφαλώς ήταν αρκετές χιλιάδες απ' αυτά που είχαν μαζευτεί από όλα τα μέρη της χώρας, μερικά απ' αυτά απλά χωριατόπουλα, των οποίων οι γονείς σε πολλές περιπτώσεις τα άφησαν με τη θέλησή τους να πάνε στη μεγάλη τους αποστολή. Υπήρχαν όμως επίσης και παιδιά ευγενούς καταγωγής που είχαν ξεγλιστρήσει από τα σπίτια των για ν' ακολουθήσουν τον Stephen και την ακολουθία του από "ανήλικους προφήτες" όπως τους αποκάλεσαν οι χρονογράφοι. Υπήρχαν επίσης και κορίτσια μεταξύ των, μερικοί νεαροί ιερείς, και μερικοί μεγαλύτεροι προσκυνητές, μερικοί παρακινηθέντες από ευλάβεια, άλλοι ίσως, από συμπόνια, και άλλοι ασφαλώς, για να μοιράζονται τα δώρα που τους έδιναν σε αφθονία. Οι ομάδες έφθαναν στην πόλη, η κάθε μία με έναν αρχηγό που κρατούσε την κόκκινη σημαία του Αγίου Διονυσίου, την οποία ο Stephen είχε ορίσει ως έμβλημα της Σταυροφορίας. Η πόλη δεν μπόρεσε να τους χωρέσει όλους, και στρατοπέδευσαν στα χωράφια έξω απ' αυτήν.
Όταν δόθηκε η ευλογία από φιλικούς ιερείς, και όταν οι τελευταίοι θλιμμένοι γονείς παραμερίστηκαν, η εκστρατεία ξεκίνησε προς νότο. Σχεδόν όλοι τους πήγαιναν πεζή. Αλλά ο Stephen, όπως ταίριαζε στον αρχηγό, επέμεινε να έχει ένα εύθυμα διακοσμημένο αμάξι για τον εαυτό του, με μία τέντα για να τον προφυλάσσει από τον ήλιο. Πλάι του ίππευαν παιδιά από αριστοκρατικές οικογένειες, το καθένα αρκετά πλούσιο, ώστε να έχει ένα άλογο. Κανένας δεν αγανακτούσε γιατί ο εμπνευσμένος προφήτης ταξίδευε με άνεση.Αντιθέτως, τον μεταχειρίζονταν σαν Άγιο και μπούκλες από τα μαλλιά του και κομμάτια από τα ρούχα του συλλέγονταν ως πολύτιμα λείψανα. Πήραν το δρόμο που περνούσε από την Τουρ και τη Lyon με κατεύθυνση προς τη Μασσαλία. Ήταν κουραστικό ταξίδι. Το καλοκαίρι ήταν ασυνήθιστα ζεστό. Για τη διατροφή τους είχαν ως μοναδικό πόρο την ελεημοσύνη και η ξηρασία είχε αφήσει λίγα περισσεύματα στη χώρα. Το νερό επίσης σπάνιζε. Πολλά παιδιά πέθαναν στο δρόμο. Άλλα εγκατέλειψαν την προσπάθεια και δοκίμασαν να γυρίσουν στα σπίτια των. Αλλά στο τέλος η μικρή Σταυροφορία έφθασε στη Μασσαλία.
Οι κάτοικοι της Μασσαλίας χαιρέτησαν τα παιδιά με καλοσύνη. Πολλά βρήκαν σπίτια για να στεγασθούν. Άλλα έμειναν να διανυκτερεύσουν στους δρόμους. Την άλλη μέρα το πρωί έσπευσαν όλα στο λιμάνι να ιδούν τη θάλασσα ν' ανοίγει μπροστά τους. Όταν το θαύμα δεν πραγματοποιήθηκε τα κατέλαβε πικρή απογοήτευση. Μερικά παιδιά στράφηκαν εναντίον του Stephen, φωνάζοντας ότι τα είχε προδώσει και άρχισαν να γυρίζουν πίσω. Αλλά τα περισσότερα έμειναν στην παραλία, περιμένοντας κάθε πρωί ότι ο Θεός θ' άλλαζε γνώμη. Ύστερ' από μερικές μέρες, δύο έμποροι από τη Μασσαλία που τους έλεγαν, σύμφωνα με την παράδοση, Hugh τον Σιδερένιο και William το Γουρούνι, προσφέρθηκαν να τους διαθέσουν πλοία και να τους μεταφέρουν δωρεάν, προς δόξαν του Θεού, στην Παλαιστίνη. Ο Stephen έσπευσε να δεχτεί την ευγενική προσφορά. Οι έμποροι νοίκιασαν εφτά πλοία και τα παιδιά επιβιβάστηκαν κι ανοίχτηκαν στη θάλασσα. Πέρασαν δεκαοχτώ χρόνια ώσπου να μαθευτεί κάποια είδηση γι' αυτά. Στο μεταξύ διάφορες διηγήσεις από τα κηρύγματα του Stephen είχαν φθάσει στη Γερμανία. Τα παιδιά της Γερμανίας δεν ήθελαν να υστερήσουν. Λίγες εβδομάδες μετά το ξεκίνημα του Stephen για την αποστολή του, ένα αγόρι, ονομαζόμενο Νικόλαος, από ένα χωριό της Ρηνανίας, άρχισε να κηρύττει το ίδιο μήνυμα μπροστά από την εκκλησία του Τριών Βασιλέων στην Κολωνία. Σαν τον Στέφανο, διακήρυξε ότι τα παιδιά μπορούσαν να κάνουν περισσότερα από τους μεγάλους, και ότι η θάλασσα θα άνοιγε να τους προσφέρει δρόμο.
Αλλά ενώ τα παιδιά της Γαλλίας επρόκειτο να κυριεύσουν τους Αγίους Τόπους με τη βία, τα παιδιά της Γερμανίας επρόκειτο να πετύχουν τον σκοπό τους προσηλυτίζοντας τους απίστους. Ο Νικόλαος, σαν τον Πέτρο, είχε φυσική ευγλωττία και κατόρθωσε να βρει εύγλωττους μαθητές για να μεταφέρουν το κήρυγμά του πιο πέρα, προς όλες τις κατευθύνσεις, σ' ολόκληρη τη Ρηνανία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ένας στρατός από παιδιά είχε συγκεντρωθεί στην Κολωνία, έτοιμος να ξεκινήσει για την Ιταλία και τη θάλασσα. Φαίνεται ότι κατά μέσον όρο τα γερμανόπουλα ήσαν λίγο μεγαλύτερα από τα γαλλάκια και ότι ήσαν περισσότερα κορίτσια μαζί των. Επίσης υπήρξε μεγάλη αναλογία παιδιών της αριστοκρατίας κι ένας αριθμός από κακόφημους τυχοδιώκτες και πόρνες. Η εκστρατεία χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το πρώτο, που αριθμούσε, κατά τους χρονογράφους, είκοσι χιλιάδες, είχε ως αρχηγό τον ίδιο τον Νικόλαο. Ακολούθησε το Ρήνο προς τον Ανάρρου, ως τη Βασιλεία, και διέσχισε τη δυτική Ελβετία, περνώντας από τη Γενεύη, για να περάσει τις Άλπεις από τον αυχένα του Mont Cenis. Ήταν σκληρό ταξίδι για τα παιδιά και οι απώλειές των ήσαν μεγάλες. Λιγότερο από το ένα τρίτο της ομάδας που ξεκίνησε από την Κολωνία εμφανίστηκε μπρος από τα τείχη της Γένουας, κατά τα τέλη του Αυγούστου και ζήτησαν καταφύγιο μέσα στα τείχη. Οι Αρχές της Γένουας ήσαν στην αρχή πρόθυμες να υποδεχτούν τους προσκυνητές, αλλά σε δεύτερη σκέψη φοβήθηκαν μήπως υπήρχε καμία Γερμανική συνωμοσία. Τους επέτρεψαν να μείνουν μόνο μια νύχτα• αλλά όσοι ήθελαν να εγκατασταθούν μονίμως στη Γένουα θα ήσαν ευπρόσδεκτοι. Τα παιδιά, περιμένοντας ν' ανοίξει η θάλασσα μπροστά τους το άλλο πρωί, ήσαν ευχαριστημένα.
Λίγες μέρες αργότερα έφθασαν στην Pisa. Εκεί, δύο πλοία που κατευθύνονταν στην Παλαιστίνη, δέχτηκαν να πάρουν αρκετά παιδιά, που επιβιβάστηκαν και ίσως έφθασαν στην Παλαιστίνη• αλλά τίποτα δεν είναι γνωστό για την τύχη των. Ωστόσο, ο Νικόλαος εξακολουθούσε να περιμένει το θαύμα και συνέχισε το ταξίδι του με τους πιστούς οπαδούς του ως τη Ρώμη. Στη Ρώμη, ο Πάπας Innocent τους δέχτηκε. Είχε συγκινηθεί από την ευλάβειά των και στενοχωρήθηκε από την ανοησία των. Με καλοσύνη αλλά και με σταθερότητα τους είπε ότι έπρεπε να γυρίσουν στα σπίτια των.Όταν θα μεγάλωναν, τότε θα ξεπλήρωναν την υπόσχεσή των να πάνε ν' αγωνιστούν για τον σταυρό. Δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για την επιστροφή των. Πολλά από τα παιδιά, Ιδιαίτερα τα κορίτσια, δεν μπορούσαν ν' αντιμετωπίσουν πάλι τις κακουχίες του ταξιδιού και έμειναν σε διάφορες Ιταλικές πόλεις ή χωριά. Μονάχα μερικοί βραδυπορούντες έφθασαν την επόμενη άνοιξη στη Ρηνανία. Προφανώς ο Νικόλαος δεν ήταν μαζί τους. Αλλά οι οργισμένοι γονείς των παιδιών που είχαν χαθεί επέμειναν να συλληφθεί ο πατέρας του, ο οποίος, όπως φαίνεται, τον είχε ενθαρρύνει από ματαιοδοξία. Τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν.
Οι δόκτορες του Πανεπιστημίου των Παρισίων διακήρυξαν ότι όποιος έπαιρνε το Σταυρό και έπειτα επιχειρούσε ν' αποφύγει την εκπλήρωση του όρκου του, διέπραττε θανάσιμο αμάρτημα. Αναφέρονταν λαϊκά οράματα σταυρών που ανέμιζαν στον αέρα και τους δινόταν ευρύτατη δημοσιότητα. Ο Iννοκέντιος είχε πολλές ελπίδες. Είχε ήδη παρατηρήσει ότι τα 666 χρόνια που είχαν δοθεί στο "Θηρίον" από την Αποκάλυψη, είχαν σχεδόν τελειώσει. Είχαν πραγματικά περάσει εξήμισι αιώνες από τη γέννηση του Μωάμεθ.Είχε γράψει στον σουλτάνο Αl-Adil προειδοποιώντας τον για την επερχόμενη θεία οργή και παρακινώντας τον να παραχωρήσει την Ιερουσαλήμ ειρηνικά, όσο ήταν ακόμα καιρός. Αλλά η αισιοδοξία του ήταν λίγο πρόωρη. Ο Αββάς του Prémontré, Γερβάσιος, του έγραψε εμπιστευτικά ότι οι ευγενείς της Γαλλίας αγνοούσαν τις απόψεις των δοκτόρων του Παρισιού και ότι έπρεπε να γίνει κάτι δραστικότερο για να κρατήσει τους δούκες της Βουργουνδίας και της Λωρραίνης πιστούς στους όρκους των. Συνέστησε επίσης, πολύ σοφά, ότι δεν έπρεπε να γίνει συνδυασμένη εκστρατεία Γάλλων και Γερμανών. Τα δύο έθνη δεν συνεργάζονταν αρμονικά. Αλλά οι φτωχότεροι άνθρωποι έπαιρναν τον σταυρό με ενθουσιασμό. Δεν έπρεπε ν' αποθαρρυνθούν με καθυστερήσεις. Τον Μάιο του 1216, ο Πάπας Ιννοκέντιος πήγε στην Περούτζια για να προσπαθήσει να εξομαλύνει την παλιά έχθρα μεταξύ της Γένουας και της Pisa, και να τις πείσει ότι και οι δύο έπρεπε να συνεισφέρουν στη μεταφορά των σταυροφόρων. Εκεί, ύστερ' από μια σύντομη αρρώστια, πέθανε στις 16 Ιουλίου. Λίγες Παπικές βασιλείες υπήρξαν λαμπρότερες ή πιο εξωτερικά θριαμβευτικές. Όμως η μεγαλύτερη του φιλοδοξία, ν' ανακτήσει την Ιερουσαλήμ, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Δύο ημέρες μετά το θάνατό του, ο γηραιός Καρδινάλιος Cencio Savelli, εξελέγη Πάπας υπό το όνομα Honorius III.
Σύμφωνα με ένα Χριστιανικό θρύλο, ένα μεγάλο πλήθος παιδιών μετανάστευσε στους Αγίους Τόπους το 1212 μ.Χ. υπό την καθοδήγηση ενός μικρού Γάλλου βοσκού. Ο Θεός τού ζήτησε να προσηλυτίσει ειρηνικά τους Μουσουλμάνους στο Χριστιανισμό. Όταν θα έφταναν στη Μεσόγειο, τα νερά θα χώριζαν, προκειμένου οι μικροί σταυροφορείς να συνεχίσουν απρόσκοπτα την πορεία τους προς τους Αγίους Τόπους. Η εξέλιξη όμως ήταν εντελώς διαφορετική. Τα παιδιά κατέληξαν σκλάβοι ή χάθηκαν στα μανιασμένα κύματα όταν ναυάγησαν τα πλοία που τα μετέφεραν.Η ιστορική αλήθεια, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετική. Πράγματι, μια μαζική μετανάστευση προς το Ισραήλ έλαβε χώρα. Ωστόσο, τα παιδιά δεν ήταν μόνα τους. Μελέτη για τη σταυροφορία των παιδιών δημοσίευσε το 1977 ο ειδικός στα θέματα Μεσαιωνικής Ιστορίας Peter Raedts. Όπως προκύπτει από την έρευνα που διενήργησε, ένας μεγάλος αριθμός πάμφτωχων ανθρώπων, λόγω της ξηρασίας και των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών διαβίωσης στην Ευρώπη, έλαβε την απόφαση να μετοικήσει στους Αγίους Τόπους.Πάντως, σύμφωνα με τον Peter Raedts, δεν επιβεβαιώνεται ότι ο μικρός Γάλλος βοσκός ήταν πρόσωπο υπαρκτό. Όλα κατατείνουν υπέρ του μύθου, που με το πέρασμα των χρόνων παγιώθηκε.
Τελικά, σχεδόν 7.000 παιδάκια κατόρθωσαν να βγουν στην Μεσόγειο, ενώ αρχηγός τους ήταν ακόμα ο Νίκολαους. Εκεί όμως, φτάνοντας στην Γένοβα συνειδητοποίησαν ότι το θαύμα με τα νερά της Μεσογείου ήταν αδύνατο να γίνει. Πολλά από τα παιδιά τότε απογοητεύθηκαν και αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω. Στον δρόμο του γυρισμού τα περισσότερα αρρώστησαν και πέθαναν από την πείνα ή σκοτώθηκαν από ληστές. Ο Νίκολαους όμως δεν απογοητεύτηκε και συνέχισε την πορεία του. Συνοδευόμενος από μερικές χιλιάδες οπαδούς του έφτασε στην Πίζα. Εκεί μερικές εκατοντάδες παιδιά επιβιβάστηκαν σε δύο καράβια, που μπάρκαραν λίγες μέρες αργότερα με προορισμό την Άκρα. Φθάνοντας στον προορισμό τους σκοτώθηκαν όλοι από τοξότες. Ο Νίκολαους όμως που είχε ξεμείνει πίσω στην Ιταλία και περιπλανιόταν με 1200 που τον ακολουθούσαν. Μερικοί έμειναν για πάντα εκεί βρίσκοντας καταφύγιο σε διάφορες οικογένειες, άλλοι πέθαναν. Οι υπόλοιποι τελικά αποφάσισαν να παν στην Ρώμη και να απευθυνθούν στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ για να τον παρακαλέσουν να τους απαλλάξει από τον όρκο των Σταυροφόρων που είχαν ορκιστεί. Ο Πάπας αντί να τους απαλλάξει εντελώς, τους έδωσε αναβολή μέχρι να ενηλικιωθούν. Το τάγμα των Γερμανών έφτασε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1212 θλιβερά αποδεκατισμένο μέχρι το Μπρίντιζι όπου και τερμάτισε. Κανένας από τους οπαδούς του Νίκολαους δεν έφτασε στον προορισμό του στους Άγιους Τόπους. Ακόμα και αυτοί που μπαρκάρισαν με πλοία και με προορισμό την Παλαιστίνη έπεσαν θύματα πειρατών και σκοτώθηκαν.
Τα εδάφη της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν ανάμεσα στις σταυροφορικές δυνάμεις και η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον η έδρα μιας λατινικής αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή εξουσία, όμως, συνεχίστηκε να ασκείται σε τρία κράτη: την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Τα δύο τελευταία βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Το 1261 ο στρατηγός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Αλέξανδρος Στρατηγόπουλος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολούθησε, χαρακτηριζόταν από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφειλόταν κυρίως στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίστηκε η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρήθηκαν ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες είχαν στραφεί προς τη δυτική χριστιανοσύνη αναζητώντας συμμάχους. Το 1438 ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας συμφώνησε στην ένωση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, απόφαση η οποία δίχασε τους υπηκόους του. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς υπό τον Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η βυζαντινή αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και η Πόλη έγινε πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...