Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

Η συζήτηση γύρω από τη σκοπιμότητα αλλά και την ορθότητα –ακόμα και τη συνταγματικότητα– της ποινής του θανάτου είναι πάντα ζωηρή και επίκαιρη. Ως βασικά επιχειρήματα για την κατάργηση της ποινής του θανάτου προβάλλονται: η αντίθεση της ποινής αυτής προς το κοινό αίσθημα, η βαναυσότητά της που έγκειται ιδιαίτερα στη γνώση του επικείμενου θανάτου και στην ψυχική τυραννία του μελλοθανάτου, η ανικανότητά της να αποτρέψει από τη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων τους αποφασισμένους να τα τελέσουν, η ανελαστικότητα της ποινής αυτής τόσο κατά τη νομοθετική οριοθέτηση όσο και κατά τη δικαστική επιμέτρησή της, το ανεπανόρθωτο σε περίπτωση δικαστικής πλάνης, το ανεπίτρεπτο της αφαιρέσεως ανθρώπινης ζωής από την κρατική εξουσία, με τον ισχυρισμό ότι το έννομο αγαθό της ζωής είναι υπέρτερο από το έννομο αγαθό του κράτους. Υποστηρίζεται ακόμη ότι σύμφωνα με το νέο Σύνταγμα (άρθρο 2 § 1 Συντ. 1975), η θανατική ποινή είναι "αντισυνταγματική", γιατί προσκρούει στην αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης προσωπικότητας που κατοχυρώνεται με συνταγματική διάταξη υπέρτερης ισχύος (2 § 1 Συντ. 1975) απέναντι στην επίσης συνταγματική διάταξη που προβλέπει τη θανατική ποινή (7 § 3 Συντ. 1975).
Τα επιχειρήματα αυτά είναι πολύ σοβαρά, αλλά όχι ακαταμάχητα. Η αντίθεση της θανατικής ποινής στο κοινό αίσθημα είναι αμφίβολη ή πάντως αναπόδεικτη. Υπάρχουν ίσα-ίσα περιπτώσεις που το "κοινό αίσθημα" απαιτεί την επιβολή θανατικής ποινής, όπως αποδείχτηκε πρόσφατα στην Γαλλία με την απαγωγή και τη δολοφονία ενός μικρού παιδιού.
Η ψυχική τυραννία του μελλοθανάτου είναι ίσως το πιο σοβαρό επιχείρημα για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Πραγματικά· ο καταδικασμένος σε θάνατο έχει το μοναδικό "προνόμιο" να γνωρίζει τη βεβαιότητα του επικείμενου θανάτου του, πράγμα που τον τοποθετεί έξω από τα όρια της ανθρώπινης υπάρξεως. Η υπαρξιακή-οριακή κατάσταση του μελλοθανάτου δεν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, αφού δεν έχει καμιά σχέση με την απαγορευμένη σ' αυτό προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ούτε όμως και αποτελεί μοναδική περίπτωση του θανατοποινίτη. Σε παρόμοια κατάσταση βρίσκονται άνθρωποι που ξεκινούν για μία "αποστολή θανάτου", καθώς και ανίατα άρρωστοι που γνωρίζουν τον βέβαιο επικείμενο θάνατό τους. Η απίθανη παρέκκλιση από την πρόβλεψη δεν λείπει σαν αφηρημένη δυνατότητα σε καμία από τις παρόμοιες περιπτώσεις πορείας προς το θάνατο.
Η ανικανότητα της θανατικής ποινής να αποτρέψει από την τέλεση σοβαρών εγκλημάτων τους αποφασισμένους να τα τελέσουν, που επικαλούνται ως άλλο επιχείρημα οι οπαδοί της καταργήσεως της ποινής του θανάτου, δεν έχει αποδειχτεί στην πράξη. Οι περιπτώσεις των εγκληματιών που με θολωμένο μυαλό προχωρούν στην τέλεση του εγκλήματος, αψηφώντας την απειλή του θανάτου, δεν υπάγονται έτσι κι αλλιώς στις περιπτώσεις επιβολής θανατικής ποινής (πρβλ. Άρθρο 299 § 2 Π.Κ. άρθρο 36 Π.Κ.). Αντίθετα, για τους επαγγελματίες εγκληματίες η απειλή θανατικής ποινής έχει αναμφίβολα ανασταλτικό αποτέλεσμα. Έτσι εξηγείται γιατί οι απαγωγείς, όταν βρεθούν σε αδιέξοδο, προτιμούν τις περισσότερες φορές να παραδοθούν παρά να σκοτώσουν τα θύματά τους. Το επιχείρημα της ανελαστικότητας της ποινής είναι σωστό. Το ίδιο όμως ισχύει και για την ισόβια κάθειρξη που προτείνεται σε αντικατάσταση της. Η κατάργηση και της ισόβιας καθείρξεως δεν είναι σοβαρά υποστηρίξιμη στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
Το ανεπανόρθωτο της θανατικής ποινής είναι εντυπωσιακό αλλά παραπλανητικό επιχείρημα. Κάθε ποινή όταν εκτελεστεί είναι ανεπανόρθωτη εκτός, από τη χρηματική ποινή. Τα χρόνια που έμεινε κανείς στη φυλακή δεν γυρίζουν πίσω, ούτε οι ευκαιρίες που έχασε στη ζωή του ξαναπαρουσιάζονται. Το ανεπανόρθωτο είναι ζήτημα ποσοτικού μεγέθους στην περίπτωση της θανατικής ποινής. Εκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι να αποφεύγεται η έκδοση πλανημένων δικαστικών αποφάσεων ή –στο μέτρο που αυτό δεν είναι εφικτό– να αποφεύγεται η επιβολή της θανατικής ποινής σε περίπτωση υπάρξεως και της παραμικρής υπόνοιας για ενδεχόμενο εκδόσεως πλανημένης αποφάσεως.
Το επιχείρημα ότι δεν επιτρέπεται η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής από την κρατική εξουσία είναι μεταφυσικό και όχι θετικό. Το "επιτρέπεται" ή είναι νομικής ή είναι ηθικής-μεταφυσικής προελεύσεως. Το πρώτο δεν μπορεί να συμβαίνει, γιατί η νομική απαγόρευση πηγάζει από την ίδια την κρατική εξουσία. Κάτι λοιπόν που αυτή επιτρέπει στον εαυτό της δεν μπορούμε να πούμε πως απαγορεύεται νομικά. Το δεύτερο, και αν υποτεθεί αληθινό στο περιεχόμενό του, δεν μπορεί να ενδιαφέρει το δίκαιο. Η υπεροχή του εννόμου αγαθού της ανθρώπινης ζωής είναι εξάλλου σχετική και όχι απόλυτη. Αφού έγινε λόγος για έννομο αγαθό, προϋποτίθεται αναγνώριση του από μία έννομη τάξη. Έννομη όμως τάξη έξω από την κρατική εξουσία δεν νοείται. Αφού λοιπόν η αναγωγή του αγαθού "ανθρώπινη ζωή" σε έννομο οφείλεται στην κρατική εξουσία, είναι νομικά παράλογο να προτάσσεται το πρώτο απέναντι στη δεύτερη. Βέβαια, χωρίς ανθρώπινη ζωή η κρατική εξουσία είναι ένα τίποτα. Εξίσου όμως και η νομική προστασία της ανθρώπινης ζωής είναι ανύπαρκτη χωρίς κρατική εξουσία. Από μεταφυσική άποψη βέβαια δεν υπάρχει αμφιβολία για την υπεροχή της ανθρώπινης ζωής. Από θετική-κοινωνική όμως άποψη και μάλιστα από νομική άποψη το θέμα δεν είναι τι έχει μεγαλύτερη (οντολογική) αξία, αλλά τι προηγείται στην προστασία. Και στην προστασία προηγείται όχι αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία, αλλά αυτό που παρέχει την προστασία. Η αυτοπροστασία θετικά (στην κοινωνική πραγματικότητα) προηγείται της ετεροπροστασίας. Όταν λοιπόν η κρατική εξουσία παρέχει στην ανθρώπινη ζωή τη νομική προστασία, ρεαλιστικά επιφυλάσσει στον εαυτό της την προηγούμενη αυτοπροστασία της.
Τέλος, το επιχείρημα για την αντισυνταγματικότητα της θανατικής ποινής δεν στέκεται, ούτε τυπικά ούτε ουσιαστικά. Τυπικά, γιατί αντισυνταγματικοί κανόνες του Συντάγματος δεν υπάρχουν, όπως είδαμε. Ουσιαστικά, γιατί η θανατική ποινή δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια περισσότερο από όσο την προσβάλλει οποιαδήποτε άλλη ποινή και μάλιστα η ισόβια στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, του οντολογικού αυτού στοιχείου της ανθρώπινης υπάρξεως. Όσοι λοιπόν αγωνιούν ειλικρινά για την "ανθρώπινη αξιοπρέπεια", πρέπει να έχουν το θάρρος να φωνάζουν: "Καταργήστε τις ποινές"! Αρκεί όμως αυτή η ρομαντική κραυγή για το μετασχηματισμό της κοινωνίας; Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν κρέμεται στις ποινές. Εξαρτάται από την όλη κοινωνική δομή και προς αυτήν πρέπει να στρέψουν την αγωνιστική τους προσπάθεια όσοι αγωνιούν για τη διατήρησή της.
(I. Μανωλεδάκη, Γενική θεωρία του ποινικού δικαίου, τ. Β' 1978, σελ. 207-209).
Ήρθε η ώρα για την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις χώρες του κόσμου. Η ανάγκη για την κατάργηση γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Παντού η εμπειρία δείχνει ότι η εκτέλεση της θανατικής ποινής αποκτηνώνει αυτούς που εμπλέκονται στη διαδικασία της. Πουθενά δεν έχει αποδειχτεί ότι η θανατική ποινή αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο για την καταστολή του εγκλήματος ή της πολιτικής βίας. Στη μία χώρα μετά την άλλη, η θανατική ποινή επιβάλλεται δυσανάλογα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες· εφαρμόζεται κυρίως σε βάρος των φτωχών ή των φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων. Συχνά χρησιμοποιείται ως μέσο πολιτικής καταπίεσης. Εφαρμόζεται και επιβάλλεται με αυθαίρετο τρόπο. Είναι μία αμετάκλητη ποινή που αναπόφευκτα καταλήγει στην εκτέλεση αθώων. Αποτελεί παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η θανατική ποινή εκτελείται εν ονόματι της πολιτείας και επομένως αφορά τον κάθε πολίτη. Ο καθένας οφείλει να είναι ενήμερος σχετικά με το τι είναι η θανατική ποινή, πώς χρησιμοποιείται, πώς επιδρά στους κατάδικους, με ποιον τρόπο παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα. Η θανατική ποινή είναι ένας "εν ψυχρώ" και "εκ προμελέτης" φόνος που διαπράττει η πολιτεία. Η στέρηση της ζωής αποτελεί το μέγιστο της εξουσίας που μπορεί να ασκήσει η πολιτεία επάνω σ' ένα άτομο. Επομένως το θέμα της κατάργησης της θανατικής ποινής συνδέεται άμεσα με το ερώτημα εάν η πολιτεία έχει το δικαίωμα να την επιβάλει. Όταν, πριν από 70 χρόνια, χώρες από όλον τον κόσμο συνήλθαν για να ιδρύσουν τα Ενωμένα Έθνη, γνώριζαν καλά τι μπορεί να συμβεί, όταν μία πολιτεία πιστέψει ότι έχει δικαίωμα να ασκήσει απεριόριστη εξουσία στους πολίτες της. Η συγκλονιστική έκταση της θηριωδίας και της τρομοκρατίας κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και οι συνέπειές της σε όλο τον κόσμο ήταν ακόμη νωπές το Δεκέμβριο του 1948, όταν η Γενική Σύνοδος των Ενωμένων Εθνών υιοθέτησε χωρίς αντίρρηση τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η Παγκόσμια Διακήρυξη είναι μία συμφωνία ανάμεσα στα έθνη με σκοπό την προαγωγή των βασικών δικαιωμάτων και την εδραίωση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης. Διακηρύσσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι εγγενή σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Δεν είναι προνόμια που μπορεί μία κυβέρνηση να τα δώσει σε κάποιον ή να του τα αφαιρέσει-χαρίσει, γιατί έδειξε καλή ή κακή διαγωγή αντίστοιχα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα περιορίζουν την εξουσία που μπορεί να ασκήσει η πολιτεία σ' έναν άνδρα, σε μία γυναίκα, σ' ένα παιδί. Από αυτήν την άποψη το κίνημα για την κατάργηση της θανατικής ποινής δεν μπορεί να διαχωριστεί από το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Παγκόσμια Διακήρυξη αναγνωρίζει το δικαίωμα του κάθε ατόμου για τη ζωή και αναφέρει κατηγορηματικά ότι δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται κανένας σε βασανιστήρια ή σε σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Η άποψη της Διεθνούς Αμνηστίας είναι ότι η θανατική ποινή παραβιάζει αυτά τα δικαιώματα
Η σκληρότητα της θανατικής ποινής είναι εμφανής. Όπως τα βασανιστήρια, έτσι και η θανατική εκτέλεση αποτελεί τη μέγιστη φυσική και ηθική βλάβη που μπορεί να υποστεί ένα άτομο από την πολιτεία. Αν το κρέμασμα από τα χέρια μέχρι να προκληθεί αφόρητος πόνος καταδικάζεται ως βασανιστήριο, πώς να μην καταδικαστεί-στηλιτευτεί (ως βασανιστήριο) το κρέμασμα από το λαιμό μέχρι να προκληθεί ο θάνατος από ασφυξία; Αν η διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος 100 Volt στα πιο ευαίσθητα μέρη του ανθρώπινου σώματος προκαλεί στον κόσμο την αηδία, ποια αντίδραση πρέπει να προκαλέσει η διοχέτευση 2000 Volt στο σώμα του θανατοποινίτη;
Ο φυσικός πόνος που προκαλεί στον κατάδικο η θανατική εκτέλεση δεν μπορεί να καταμετρηθεί· ούτε μπορεί να υπολογιστεί η ψυχική οδύνη του θανατοποινίτη που αναμένει τον επικείμενο θάνατό του. Η θανατική καταδίκη μπορεί να εκτελεστεί έξι λεπτά μετά από δίκη με συνοπτική διαδικασία, έξι εβδομάδες μετά από ομαδική δίκη ή δεκαέξι χρόνια μετά από μακροχρόνιες, νόμιμες διαδικασίες· σε κάθε περίπτωση πάντως ο κατάδικος υποβάλλεται σε εξαιρετικά σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και τιμωρία. [...]
Πολλές κυβερνήσεις έχουν ήδη αναγνωρίσει ότι η θανατική ποινή δε συμβιβάζεται με το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. [...] Ωστόσο 100 χώρες συνεχίζουν να τη διατηρούν, συνήθως με τη δικαιολογία ότι είναι απαραίτητη. Μόνο με την θανατική ποινή, υποστηρίζουν, μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μία συγκεκριμένη ανάγκη της κοινωνίας. Και τονίζουν ότι η ανάγκη αυτή είναι τόσο μεγάλη, ώστε δικαιολογείται η σκληρότητα της θανατικής ποινής.
Οι κοινωνικές ανάγκες που σύμφωνα με την παραπάνω άποψη δικαιολογούν τη χρήση της θανατικής ποινής διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Σε ορισμένες χώρες η θανατική ποινή νομιμοποιείται ως μέσο για την τιμωρία και την αποτροπή της ανθρωποκτονίας ή του βιασμού, ενώ σε άλλες θεωρείται αναγκαία για την εξάλειψη της εμπορίας ναρκωτικών, της τρομοκρατίας ή της οικονομικής διαφθοράς. Τέλος σε μερικές χώρες χρησιμοποιείται από τους κρατούντες για την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων τους.
Ωστόσο, οποιαδήποτε κι αν είναι η σκοπιμότητα που προβάλλεται, η άποψη ότι είναι επιτρεπτό για μία κυβέρνηση να δικαιολογήσει μία τόσο σκληρή ποινή όσο η θανατική έρχεται σε αντίθεση με την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ουσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγκειται ακριβώς σ' αυτό: ότι ορισμένα μέσα δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιούνται για την προστασία της κοινωνίας, εφόσον με τη χρήση τους παραβιάζονται οι ίδιες αρχές που καθιστούν την κοινωνία άξια προστασίας. Όταν λοιπόν παραβλέπεται χάριν κάποιας σκοπιμότητας αυτή η βασική διάκριση ανάμεσα σε θεμιτά και αθέμιτα μέσα, τότε αυτόματα όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα εκτίθενται σε κίνδυνο και όλα τα άτομα απειλούνται εξίσου.
Έγκυρες έρευνες σε διάφορες χώρες, π.χ. η πρόσφατη έρευνα του ΟΗΕ (1988), καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν έχει αποδειχτεί επιστημονικά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ότι η θανατική ποινή έχει μεγαλύτερη αποτρεπτική δύναμη από την ισόβια κάθειρξη. Αναμφισβήτητα η θανατική ποινή, εξουδετερώνοντας οριστικά τον κατάδικο, τον εμποδίζει να επαναλάβει το έγκλημα. Ωστόσο δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο θανατοποινίτης πραγματικά θα το επαναλάμβανε, αν ζούσε. Εξάλλου δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που να βεβαιώνει την άποψη ότι η απειλή της θανατικής ποινής μπορεί να αποτρέψει εγκλήματα με πολιτικά κίνητρα ή τρομοκρατικές ενέργειες. Αντίθετα, το ενδεχόμενο να γίνει κάποιος με την εκτέλεση του πολιτικός μάρτυρας, μπορεί να τον παρακινήσει σε τέτοιες πράξεις. Κάθε κοινωνία επιζητεί προστασία από το έγκλημα. Η επιβολή της θανατικής ποινής ενώ δεν αποτελεί λύση, προκαλεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι λαμβάνονται "σθεναρά" μέτρα κατά του εγκλήματος. Έτσι αποσπά την προσοχή από τα πιο σύνθετα μέτρα που είναι πραγματικά αναγκαία.
Όταν τα επιχειρήματα σχετικά με την «αποτροπή» και την «εξουδετέρωση» των εγκληματιών ανατραπούν, παραμένει ένα ακόμα αρκετά ισχυρό· αυτό που υποστηρίζει τη δίκαιη τιμωρία του δράστη. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα υπάρχουν εγκλήματα τόσο αποτρόπαια, που η εκτέλεση του δράστη αποτελεί τη μόνη δίκαιη "ανταμοιβή". Πρόκειται για ένα επιχείρημα με έντονα συναισθηματική φόρτιση. Με την αποδοχή του ακυρώνεται αυτόματα η βάση στην οποία στηρίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν δεχτούμε ότι ένας στυγερός εγκληματίας "αξίζει" τη σκληρότητα της θανατικής ποινής, γιατί να μη δεχτούμε τότε ότι και άλλοι, για παρόμοιους λόγους, "αξίζουν" τα βασανιστήρια, τη φυλάκιση ή τον τουφεκισμό χωρίς να προηγηθεί δίκη; Αλλά τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αναπαλλοτρίωτα. Δεν επιτρέπεται κανείς να τα αφαιρέσει ακόμα και από τον πιο τρομερό εγκληματία. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν εξίσου τους χειρότερους όπως και τους καλύτερους από μας, και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο μας προστατεύουν. Εξάλλου πίσω από το επιχείρημα για δίκαιη ανταπόδοση κρύβεται η επιθυμία για εκδίκηση. Όμως η ιστορία του αγώνα για την εγκαθίδρυση κράτους δικαίου είναι ουσιαστικά η ιστορία του αγώνα για τον περιορισμό της προσωπικής εκδίκησης στη δημόσια ζωή και στους νομικούς κώδικες. [...]
Η άποψη ότι κάποιοι άνθρωποι "αξίζουν" τη θανατική ποινή προϋποθέτει βέβαια ότι η πολιτεία είναι σε θέση να καθορίσει ακριβώς ποιοι είναι αυτοί. Η πρακτική της θανατικής ποινής όμως αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει κανένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης που να αποφασίζει με απολύτως αλάνθαστη κρίση ποιος πρέπει να ζήσει και ποιος να πεθάνει. Αντίθετα, φαίνεται ότι όλα τα συστήματα δικαιοσύνης είναι ευάλωτα, υποπίπτουν σε λάθη ή κάνουν διακρίσεις [...] Το "αβέβαιο" και το "αυθαίρετο" της ανθρώπινης κρίσης επηρεάζει βέβαια όλες τις δικαστικές αποφάσεις. Ωστόσο μόνο μία δικαστική απόφαση, αυτή που καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε θάνατο, επιβάλλει μία ποινή αμετάκλητη και μη επανορθώσιμη.
Η θανατική ποινή ως μέσο για την εξάλειψη των πολιτικών διαφωνιών είναι αποτρόπαια. Ως μέσο για να προστατευτεί η κοινωνία από το έγκλημα αποτελεί ψευδαίσθηση. [...] Παραμένει πάντοτε παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό το κείμενο περιγράφει πώς χρησιμοποιείται η θανατική ποινή σε όλον τον κόσμο. Καθορίζει επίσης την επιλογή που αντιμετωπίζει κάθε κοινωνία και κάθε μέλος της. Πρόκειται για την επιλογή που θέτει το ερώτημα τι είδους κόσμο θέλουν και επιδιώκουν οι άνθρωποι να οικοδομήσουν: ένα κόσμο όπου επιτρέπεται στην πολιτεία να σκοτώνει επιβάλλοντας μία μόνιμη ποινή ή έναν κόσμο που βασίζεται στο σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή και τα ανθρώπινα δικαιώματα - ένα κόσμο χωρίς εκτελέσεις;
(Όταν η πολιτεία σκοτώνει... Η θανατική ποινή παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έκδοση της Διεθνούς Αμνηστίας, Λονδίνο 1989)

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ, "ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ"

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α' 1
Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:
«Το χάραμα επήρα Του Ήλιου το δρόμο, Κ ρεμώντας τη λύρα Τη δίκαιη στον ώμο Κι απ' όπου χαράζει Ως όπου βυθά, Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
2 Παράμερα στέκει Ο άντρας και κλαίει· Αργά το τουφέκι Σηκώνει και λέει: «Σε τούτο το χέρι Τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει Πως μου είσαι βαρύ.» Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου Φθαρμένα και μαύρα Σαν ίσκιους ονείρου· Λαλεί το πουλάκι Στου πόνου τη γη Και βρίσκει σπυράκι Και μάνα φθονεί.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β' 1
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει· Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·1 Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι; Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
2 Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ' όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της. Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν. Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε. Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει, Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη. Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα, Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο. Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη, Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι· Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει. Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
3 Ενώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήσει εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψει η αντρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβησμένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ' από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμει ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ' του τραγουδιού τα μάγια με βία, Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία». Χαμένη, αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει· Αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ' ηχώ ξυπνάει; Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται, Κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται· Και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο, Τ' αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο, Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα, Τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα· Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν' άστρο, Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ' όνομά τους μνέω. Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα, Για η δύναμη δεν είν' σ' αυτές ίσια με τ' άλλα δώρα. Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ' αυτές, η νεότερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε να 'μπει η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε· Μεγάλο πράμα η υπομονή! ....................... Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι εκείνη. Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές· Απ' όσα δίν' η θάλασσα, απ' όσ' η γη, ο αέρας». Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς πολεμάει». - Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της, Κι άφ'σε το χέρι του παιδιού κι εσώπασε λιγάκι, Και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι. Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' όνειρό της, Κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα. Κι ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους. Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους. Και μία είπε: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή, Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.» Και μία δεύτερη είπε: «Εγώ 'δα δάφνες. - Κι εγώ φως·....................... - Κι εγώ σ' φωτιά μιαν όμορφη π' αστράφταν τα μαλλιά της.» Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα». Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχήσει.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ' 1
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου Με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια, Τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος, Που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια (Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε! Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα, Ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει, Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα· Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου, Κι ευθύς εγώ τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω; Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη, Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα, Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος. Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη, Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους, Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους, Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια. Έξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα. Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο, Aκίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ως τον πάτο, Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα, Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο. Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες· Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε, Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι, Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη, Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι, Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

ΕΘΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ)

ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΑΠ'ΕΞΩ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΕΙΜΕΝΟ: Οι εθνικές ιστοριογραφίες των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και δυτικοί παρατηρητές και αναλυτές των εξελίξεων στην περιοχή, έχουν δημιουργήσει ορισμένα στερεότυπα για τις χώρες, τους λαούς και το ιστορικό παρελθόν της. Ο όρος «Βαλκάνια», άλλωστε, από ονομασία της οροσειράς του Αίμου έφτασε να σημαίνει περιοχή αστάθειας και συγκρούσεων, ενώ οι λαοί της θεωρείται ότι ρέπουν προς εξάρσεις εθνοφυλετικού χαρακτήρα και ότι είναι διαφορετικοί από τους λαούς της υπόλοιπης Ευρώπης. Ωστόσο, από τη μελέτη της Ιστορίας των λαών της Ευρώπης γνωρίζουμε πως οι θρησκευτικές και οι εθνικές συγκρούσεις σημάδεψαν εξίσου, αν όχι περισσότερο, τη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη από τη Νοτιοανατολική, και πως οι λαοί της τελευταίας διαφέρουν από τους λαούς της υπόλοιπης ηπείρου όσο και μεταξύ τους. Γνωρίζουμε πως εθνοκαθάρσεις βίαιες και ριζικές συνέβησαν στη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη επί πολλούς αιώνες, ιδίως από τον 15ο έως και τον 17ο αιώνα, ενώ στην Κεντρική Ευρώπη ακόμη και κατά τον 20ό αιώνα. Το εθνικό κίνημα των Ελλήνων (η επανάσταση του '21 δηλαδή) υπήρξε πρότυπο και για τους άλλους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Με καθυστέρηση, μικρότερη ή μεγαλύτερη σε σύγκριση προς αυτό, τα εθνικά κινήματα των λαών της περιοχής στηρίχτηκαν στην αναζήτηση ανάλογων καταβολών, έπλασαν το ιστορικό τους παρελθόν και πρόβαλαν το όραμά τους για το μέλλον, αναζήτησαν και όρισαν την ταυτότητά τους, τους «άλλους» και τους αντιπάλους.

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ DESCARTES ΚΑΙ ΤΟΝ WEBER: ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΝΤΕΚΑΡΤ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΛΑΟΥ-ΕΞΟΥΣΙΑΣ: “Να βρεθεί μια μορφή συνένωσης που θα υπερασπίζεται και θα προστατεύει με όλη τη δύναμη από κοινού το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέλους, κατά τρόπο ώστε ο καθένας, αν και σχηματίζει ενιαίο σώμα με όλους, θα υπακούει ωστόσο μόνο στον εαυτό του και θα παραμένει το ίδιο ελεύθερος όσο και πριν. Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα στο οποίο το κοινωνικό συμβόλαιο δίνει τη λύση. [...] Οι όροι του συμβολαίου τούτου είναι έτσι προσδιορισμένοι από τη φύση της πράξης αυτής, ώστε η παραμικρή τροποποίηση θα τους έκανε μάταιους και αναποτελεσματικούς. Αν και δεν έχουν ίσως διατυπωθεί ποτέ ρητά, είναι παντού οι ίδιοι. Παντού έχουν γίνει δεκτοί και τους αναγνωρίζουν σιωπηρά. [...] Οι υποχρεώσεις που μας συνδέουν με το κοινωνικό σώμα είναι δεσμευτικές μόνον επειδή είναι αμοιβαίες· και η φύση τους είναι τέτοια, ώστε, εκπληρώνοντάς τες, δεν μπορούμε να εργαζόμαστε για τον άλλον χωρίς ταυτόχρονα να εργαζόμαστε και για τον εαυτό μας”. (Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας)
ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ ΕΔΩ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ: ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Οι κυριότερες αξίες που διέπουν το δημοκρατικό πολίτευμα είναι η ελευθερία και η ισότητα. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών νοούνται ως απουσία παρεμβάσεων και καταναγκασμών και με θετικό τρόπο ως διασφάλιση και ανάδειξη δυνατοτήτων αυτόνομης έκφρασης και περαιτέρω ανάπτυξης. Παρά την ενδεχόμενη σύγκρουση των εννοιών “ελευθερία” και “ισότητα”, πολλοί πιστεύουν πως είναι εφικτή η παράλληλη επιδίωξή τους. Το φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα δεν αποκλείει την κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών των πολιτών. Συμφωνείτε με αυτήν την άποψη;
Η σοσιαλιστική ιδεολογία δίνει έμφαση στην πραγμάτωση του ιδεώδους της ισότητας και της δικαιότερης διανομής των παραγόμενων αγαθών. - Στις μέρες μας ο προβληματισμός των πολιτικών φιλοσόφων έχει παγκόσμιο και κοσμοπολιτικό ορίζοντα. Αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα ή και την υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας να παρεμβαίνει ακόμη και εντός των ορίων της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους με σκοπό την αποτροπή ανθρωπιστικών καταστροφών. Ορισμένοι φιλόσοφοι πιστεύουν ότι είναι ρεαλιστική -και επομένως μπορεί να επιτευχθεί- η ουτοπία της αέναης ειρήνης μεταξύ των κρατών-μελών της διεθνούς κοινότητας, εφόσον επικρατήσει παντού το δημοκρατικό πολίτευμα και τα κράτη συνειδητοποιήσουν το συμφέρον τους για την αποφυγή πολεμικών συγκρούσεων. - Παραμένει ανεκπλήρωτο ηθικό όραμα η εξάλειψη της αδικίας και της εκμετάλλευσης των ασθενέστερων κρατών από τα ισχυρότερα, καθώς και η έμπρακτη και ουσιαστική αλληλεγγύη της διεθνούς κοινότητας προς τους φτωχότερους λαούς. Να γράψετε την άποψή σας.
Ο Max Weber παρατηρεί διεξοδικά ότι κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση όλες οι επιστήμες και οι τέχνες, ολόκληρος ο τρόπος ζωής αντιμετωπίσθηκαν ορθολογικά, εκλογικεύθηκαν και οργανώθηκαν με βάση το λογικό σύστημα. Αυτό τον βοηθά πολύ στο να αποδώση όλη αυτήν την νοοτροπία στην μεταρρυθμιστική κίνηση που βασίστηκε στον ορθό λόγο και την ορθολογική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, τον πλησίον και την κοινωνία. Ο ορθός λόγος θεωρήθηκε ως το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την ύπαρξη του Καπιταλισμού. Πραγματικά, υπήρχε ένας "προκαπιταλιστικός" Καπιταλισμός. Αυτό σημαίνει ότι ο Καπιταλισμός δεν συνίσταται στην απεριόριστη επιθυμία για πραγματοποίηση του κέρδους. Το κυνήγι του χρήματος, η επιθυμία του πλουτισμού, η επιθυμία για απόκτηση υλικών αγαθών και κεφαλαίου συνδέεται με τον άνθρωπο και μπορούμε να τα βρούμε σε κάθε φάση της ζωής του. Όμως, στον δυτικό Μεσαίωνα ο Καπιταλισμός προσέλαβε μια ορθολογική οργάνωση. Είναι επιδίωξη του κέρδους «μέσα στο πλαίσιο μια μόνιμης ορθολογικά οργανωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης και με κριτήριο την αποδοτικότητα». Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις εποχές υπήρχαν έμποροι και μεγαλέμποροι, αλλά μόνο στην Δύση αναπτύχθηκε ένας Καπιταλισμός «σε τύπους, μορφές και κατευθύνσεις, που δεν προϋπήρξαν πουθενά αλλού». Πραγματικά, στην Δύση αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη μορφή Καπιταλισμού, που συνίσταται «στην ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της (τυπικά) ελεύθερης εργασίας».
Όταν ο Βέμπερ κάνει λόγο για το "Πνεύμα του Καπιταλισμού" εννοεί αυτήν την ορθολογική οργάνωση της επιχείρησης, της εργασίας. Αλλά για να επιτευχθή αυτό χρειάζονται απαραίτητα δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι «ο χωρισμός της επιχείρησης από τον οίκο» και ο δεύτερος η «ρατσιοναλιστική λογιστική». Μπορεί να βρη κανείς και στο παρελθόν, σε πολλές χώρες, τον χωρισμό της επιχείρησης από τον οίκο, αλλά όμως δεν υπήρχε προηγουμένως η ορθολογική λογιστική της επιχείρησης «και ο νομικός χωρισμός της επιχειρησιακής από την ατομική ιδιοκτησία». Αλλά αυτή η νέα τροπή και νέα θεώρηση της ζωής δεν εξαντλείται μόνον στις επιστήμες, τις τέχνες και την οικονομική οργάνωση (Καπιταλισμό). Την συναντούμε σε όλες τις μορφές της ζωής των ανθρώπων. Αυτή, δηλαδή, η ρατσιοναλιστική αντίληψη της ζωής επηρέασε πολύ τον σοσιαλισμό, κατά τον Max Weber. Ο κόσμος σε όλες τις φάσεις της ιστορίας, όπως γνώρισε καπιταλισμούς, έτσι γνώρισε και διαφόρους τύπους και μορφές σοσιαλισμού. Μολονότι πάντοτε υπήρχαν οργανώσεις, συντεχνίες, όμως δεν παρατηρούμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στην Δύση, την έννοια του πολίτη και του αστού, το προλεταριάτο σαν τάξη. Αυτό το συναντούμε κυρίως στην Δύση, γιατί υπήρχε η «έλλογη οργάνωση της ελεύθερης εργασίας σαν επιχειρησιακή μονάδα». Και σε παλαιότερους χρόνους υπήρχαν ταξικοί αγώνες μεταξύ δανειστών και οφειλετών, μεταξύ κυρίων και δούλων κλπ., αλλά όμως αυτοί οι αγώνες διέφεραν από τους αγώνες που συνέβησαν κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση. Όπως, δηλαδή, η εκλογίκευση της ζωής και η ορθολογική οργάνωση του βίου στις δυτικές κοινωνίες του Μεσαίωνα επηρέασαν τις επιστήμες, τις τέχνες, τον Καπιταλισμό, έτσι ακριβώς επηρέασαν και τον σοσιαλισμό. Ο Καπιταλισμός, όπως δημιουργήθηκε στην Δύση, ο λεγόμενος «σύγχρονος έλλογος καπιταλισμός», εκτός από τα μέσα της παραγωγής είχε ανάγκη και από ένα νομικό σύστημα και από μια διοίκηση με σταθερούς κανόνες λειτουργίας. Αυτό ακριβώς επιτεύχθηκε στην Δύση, όπου αναπτύχθηκε αυτός ο έλλογος Καπιταλισμός.
Να εξηγήσετε με δικά σας λόγια την τοποθέτηση του Μαξ Βέμπερ, σαν να επρόκειτο να την διδάξετε στην τάξη.

ΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1848

Τα χρόνια που προηγήθηκαν της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789 η κατάσταση στη Γαλλία ήταν τραγική. Από τα 25 εκατομμύρια των κατοίκων, γύρω στους 400.000 αριστοκράτες και ανώτεροι κληρικοί ζούσαν πλουσιοπάροχα, μοιράζοντας μεταξύ τους τα αξιώματα και τις θέσεις κλειδιά. Οι υπόλοιποι πεινούσαν. Πάνω από 130.000 κατώτεροι ιερωμένοι ζούσαν ζητιανεύοντας ή δουλεύοντας εργάτες στα τσιφλίκια. Οι σιταποθήκες άδειασαν το 1788, ενώ τρομακτικές θύελλες και χαλάζι κατέστρεψαν την παραγωγή. Χρεωμένοι οι μικροϊδιοκτήτες συνέρρεαν στις πόλεις αναζητώντας δουλειά. Τα μεροκάματα έπεφταν, ο πληθωρισμός έτρεχε με 50%, ψωμί δεν υπήρχε, οι προβλέψεις για τη νέα σπορά ήταν δυσοίωνες. Την καταστροφή της γεωργίας ακολούθησε η βιομηχανική κρίση. Η ανεργία ανέβαινε σε δυσθεώρητα ύψη και τα μηνύματα του διαφωτισμού έβρισκαν πρόσφορο έδαφος. Στη βυθισμένη στο χάος Γαλλία, οι εξεγέρσεις έγιναν καθημερινό φαινόμενο.
Στις 16 Αυγούστου 1788, η χώρα χρεοκόπησε. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ’ ανακάλεσε (23 Σεπτεμβρίου) το κοινοβούλιο που είχε καταργήσει και προκήρυξε (25 του μήνα) εκλογές για την ανάδειξη μελών στο συμβούλιο των γενικών τάξεων (Γενική Συνέλευση των Τάξεων). Έγιναν τον Φεβρουάριο του 1789. Οι συνεδριάσεις ξεκίνησαν Μάιο. Τον Ιούνιο, με πρόταση του ρήτορα της τρίτης τάξης (των αστών), κόμη ντε Μιραμπό, το συμβούλιο μετατράπηκε σε εθνοσυνέλευση. Ήταν ο ίδιος που, απειλώντας στέμμα, αριστοκράτες και ιεράρχες, περιέγραψε τη δύναμη της απεργίας: «Προσέχετε!», είχε πει. «Μην εξοργίζετε αυτόν τον λαό, που παράγει το παν και που, για να γίνει τρομερός, αρκεί να μείνει ακίνητος». Όμως, η γενική απεργία ακόμα τότε ως μορφή πάλης ήταν άγνωστη. Μόλις γύρω στα 1830 ο όρος χρησιμοποιήθηκε στη Βρετανία. Oύτε καν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο αγνοεί δεν αναφέρεται η λέξη. Ο Μαρξ θα την υιοθετήσει χρόνια αργότερα και η Α’ Διεθνής θα ιδρυθεί για να την προασπίσει (1864). Τον Ιούλιο του 1789, ο λαός της Γαλλίας εκείνα που καταλάβαινε ήταν τα λόγια του δημοσιογράφου Καμίλ Ντεμουλέν που ωρυόταν στους κήπους του δούκα της Ορλεάνης: «Στα όπλα, πολίτες! Οι μισθοφόροι του βασιλιά θα χτυπήσουν. Στα όπλα, πολίτες!».
Η πτώση της Βαστίλης (14 Ιουλίου 1789) σηματοδότησε το ξεκίνημα της Γαλλικής Επανάστασης και ταυτόχρονα την έναρξη της εξηντάχρονης «εποχής των επαναστάσεων», με τους όπου γης αστούς να ξαναθυμούνται την ξεχασμένη τους εθνική συνείδηση. Ακριβώς επειδή αυτοκράτορες, βασιλιάδες και φεουδάρχες είχαν χωρίσει τον κόσμο σε ιδιοκτησίες τους και στήριζαν την εξουσία στην καταπίεση και την ισοπέδωση των υπηκόων που αποτελούσαν περιουσιακό τους στοιχείο. Η άμεση κατάργηση της δουλοπαροικίας στη Γαλλία του 1789 έμελλε να περάσει στη Ρωσία μόλις το 1860. Και η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την ίδια χρονιά (1789), έμελλε να υιοθετηθεί από τον ΟΗΕ στα μέσα του 20ού αιώνα.
Η αντίδραση κατάφερε να επιβληθεί στα 1815. Η Ιερή Συμμαχία («των εστεμμένων εναντίον των λαών», όπως την είπαν) έθεσε σκοπό της τη διατήρηση του status quo και την πάταξη κάθε επαναστατικής κίνησης, είτε απελευθερωτικής είτε κοινωνικοπολιτικής. Όμως, ο σπόρος της Γαλλικής Επανάστασης είχε βρει εύφορο έδαφος και μπόρεσε να βλαστήσει. Η ελληνική και η σερβική εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις στα Βαλκάνια συνέπεσαν με τους ξεσηκωμούς των λαών της Νότιας Αμερικής που απαλλάχτηκαν από τα στέμματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Οι Βέλγοι αποτίναξαν τον ζυγό του «Ενωμένου Βασιλείου των Κάτω Χωρών» (1830) και οι Βούλγαροι μόλις μάθαιναν τη δική τους εθνική ταυτότητα. Ούγγροι, Τσέχοι, Κροάτες, Σλοβένοι ανακάλυπταν την εθνική τους υπόσταση που έντεχνα οι Αψβούργοι της αυστριακής αυτοκρατορίας είχαν ρίξει στη λήθη, με τους Ρουμάνους και τους Πολωνούς να διαπιστώνουν ότι Οθωμανοί και Ρώσοι δεν ήταν απαραίτητα τα φυσικά τους αφεντικά. Τα ίδια χρόνια, οι ανήσυχοι Γάλλοι συνέχιζαν να κινούνται. Η επανάσταση του 1830 έριξε τον βασιλιά Κάρολο Ι’ κι έφερε στον θρόνο τον Λουδοβίκο Φίλιππο (τον «αστό βασιλιά», όπως τον είπαν, επειδή κυκλοφορούσε με τα πόδια και βαριόταν την εθιμοτυπία). Στα 1840, νέα απόπειρα εναντίον του θρόνου απέτυχε. Καθώς πλησίαζε το 1848, το αίτημα της καθολικής ψηφοφορίας γινόταν όλο και πιο επιτακτικό. Και οι ιδέες του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης του 1789 έβρισκαν πρόσφορο έδαφος και στις κατακερματισμένες Γερμανία και Ιταλία όπου οι λαοί πίστευαν ότι η διέξοδος από την καταπίεση άκουγε στο όνομα της εθνικής ενοποίησης. Η Ευρώπη βρισκόταν σε έκδηλο αναβρασμό. Αρκούσε μια σπίθα, για να ανάψει το φιτίλι και να οδηγήσει στην έκρηξη. Και η σπίθα αυτή χτύπησε στη Σικελία, όπου, κατά τραγική ειρωνεία, ξέσπασε χωριστικό κίνημα.
Ο Φερδινάνδος Β’ ήταν βασιλιάς των Δύο Σικελιών (Νάπολης και Σικελίας), έχοντας έδρα του τη Νάπολη, με τους Ναπολιτάνους να καταπιέζουν τους Σικελούς. Στις 9 Ιανουαρίου 1848, εξεγέρθηκαν στο Παλέρμο, ζητώντας αυτονομία από τη Νάπολη. Η επανάσταση εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη Σικελία με τους αριστοκράτες και τους αστούς να συνασπίζονται ζητώντας φιλελεύθερο σύνταγμα. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να το παραχωρήσει (29 Ιανουαρίου), ενώ, για να αποφύγουν ανάλογες περιπέτειες, έσπευσαν ν’ ακολουθήσουν ο μεγάλος δούκας της Τοσκάνης, Λεοπόλδος Β’, ο βασιλιάς Κάρολος Αλβέρτος της Σαρδηνίας και ο πάπας Πίος Θ’ στο κράτος του της Ρώμης. Στη Γαλλία, τον ίδιο καιρό, το αίτημα λεγόταν «καθολική ψηφοφορία». Η βουλή το απέρριψε και οι βασιλόφρονες το γιόρτασαν με τσιμπούσι στην αυλή των ανακτόρων. Η δημοκρατική αντιπολίτευση οργάνωσε αντισυμπόσιο για τις 22 Φεβρουαρίου 1848, με θέμα ακριβώς την καθολική ψηφοφορία. Η κυβέρνηση απαγόρευσε την εκδήλωση και διέταξε την αστυνομία να καταστρέψει τις εγκαταστάσεις, όπου θα γινόταν. Στη στιγμή, φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές ενώθηκαν σε κοινή αντιπολίτευση, ενώ τα οδοφράγματα στήθηκαν στο Παρίσι. Ήταν τέτοια η λαϊκή οργή που ο «αστός βασιλιάς» Λουδοβίκος Φίλιππος παραιτήθηκε υπέρ του 10χρονου εγγονού του κι έφυγε στο Λονδίνο. Ο λαός κατέλαβε το κοινοβούλιο και ανακήρυξε τη δεύτερη δημοκρατία. Ήταν 25 Φεβρουαρίου 1848. Στις 29 του μήνα, τα νέα από το επαναστατημένο Παρίσι έφτασαν στη Βιέννη. Σαν από σύνθημα, ο λαός ξεσηκώθηκε ζητώντας σύνταγμα. Ο κόμης Μέτερνιχ προσπάθησε να πείσει τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο ν’ αρνηθεί. Όμως, είχαν αλλάξει οι καιροί. Παραιτήθηκε από υπουργός. «Είμαι αυτό που υπήρξα», είπε. Στις 13 Μαρτίου, ο λαός ξεσηκώθηκε και τον πήρε στον κυνήγι.
Στα γερμανικά κράτη, οι επαναστάσεις ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα με τη γαλλική. Όμως, εκεί, δημιουργήθηκαν τρεις τάσεις: Η δημοκρατική που προσέβλεπε σε μια γερμανική δημοκρατία, η πανγερμανική που ήθελε ενιαία Γερμανία με την Αυστρία στους κόλπους της και η της «Μικρής Γερμανίας» που εξαιρούσε την Αυστρία από την ένωση. Ως μοχλό για την ενοποίηση, οι Γερμανοί έβλεπαν την Πρωσία που τότε αποτελούσε μεγάλη δύναμη. Στη Φρανκφούρτη, ένα συνέδριο των δημοκρατικών Γερμανών ξεκίνησε τον Ιούνιο. Άλλο συνέδριο, πανσλαβικό, άρχισε στις 2 Ιουνίου στην Πράγα. Στις 16, μεταβλήθηκε σε μεγάλη λαϊκή εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα. Η Ευρώπη φλεγόταν από τα Βαλκάνια ως τον Ατλαντικό. Χωρίς συνοχή. Και χωρίς αλληλοκάλυψη. Μάταια οι επαναστατημένοι Ιρλανδοί περίμεναν να τους βοηθήσουν οι δημοκράτες Γάλλοι στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τη βρετανική καταπίεση. Η αντίδραση μεθόδευε τη δική της παρέμβαση. Η Βιέννη κυριεύτηκε στις 31 Οκτωβρίου. Παραιτήθηκε ο Φερδινάνδος κι αυτοκράτορας ανέλαβε (2 Δεκεμβρίου) ο Φραγκίσκος Ιωσήφ. Θα έμενε στον θρόνο ως το 1916. Το σύνταγμα της γαλλικής δημοκρατίας ψηφίστηκε στις 4 Νοεμβρίου. Ένας παλιός γνώριμος παρουσιάστηκε στην πολιτική σκηνή. Ήταν ο ανιψιός του μεγάλου Ναπολέοντα, ο Λουδοβίκος Κάρολος Ναπολέων Βοναπάρτης. Το 1840, αποπειράθηκε να ανατρέψει τον Λουδοβίκο Φίλιππο και να γίνει αυτοκράτορας. Απέτυχε, αιχμαλωτίστηκε, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, φυλακίστηκε στο φρούριο του Αμ απ’ όπου δραπέτευσε, και, στα 1848, όταν πια ο Λουδοβίκος Φίλιππος είχε παραιτηθεί, εμφανίστηκε ως υπέρμαχος της δημοκρατίας και εγγυητής των ναπολεόντειων ιδεών. Στις εκλογές για την προεδρία της δημοκρατίας (10 Δεκεμβρίου) πήρε πεντέμισι εκατομμύρια ψήφους, ενώ οι δυο κύριοι αντίπαλοί του δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (αθροιστικά) ούτε δύο εκατομμύρια. Στις εκλογές του Μαΐου του 1849, οι δημοκρατικοί αποτελούσαν μικρή μειοψηφία. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης κατάφερε να παρουσιαστεί ως προστάτης της λαϊκής κυριαρχίας αλλά δε δίστασε, όταν η βουλή του αρνήθηκε αναθεώρηση του συντάγματος, να προχωρήσει σε πραξικόπημα (2 Δεκεμβρίου 1851), που επικυρώθηκε με νέο δημοψήφισμα αλλά και συλλήψεις, φόνους και εκτοπισμούς. Την ίδια χρονιά (1851), ο Μέτερνιχ επέστρεψε στη Βιέννη. Τα πράγματα είχαν ησυχάσει για τους κρατούντες σε ολόκληρη την ήπειρο. Όμως, κανένας δεν ήθελε πια να τον ακούσει. Αποσύρθηκε από την πολιτική. Πέθανε το 1859 σε ηλικία 86 χρόνων προλαβαίνοντας έτσι να δει τον θάνατο της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, που ουσιαστικά τον έριξε: Στις 14 Ιανουαρίου 1852, το νέο γαλλικό σύνταγμα ήταν έτοιμο. Στις 7 Νοεμβρίου, η νεοσύστατη γερουσία πρότεινε ο πρόεδρος της δημοκρατίας να γίνει κληρονομικός αυτοκράτορας. Ένα ακόμη δημοψήφισμα επικύρωσε την πρόταση. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης έγινε «αυτοκράτορας με την ψήφο του λαού» ως Ναπολέων Γ΄.
Στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Δανία, οι εστεμμένοι προχώρησαν σε θεσμικές ειρηνικές μεταρρυθμίσεις και απέφυγαν τα κινήματα. Στη Γερμανία, ο βασιλιάς της Πρωσίας, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ’, ύψωσε τη μαύρη, κόκκινη και χρυσή σημαία, σύμβολο της γερμανικής ενότητας. Η Αυστρία και η Ρωσία τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα σχέδιά του (1850). Ήδη, οι Αψβούργοι είχαν αντεπιτεθεί ενάντια στους Τσέχους στην Πράγα (17 Ιουνίου 1848), ενώ ο αυστριακός στρατός «επέβαλε την τάξη» στη Λομβαρδία, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Η τάξη αποκαταστάθηκε στη Ρώμη με γαλλική επέμβαση και στην Ουγγαρία με τη βοήθεια του ρωσικού τσαρικού στρατού. Το άμεσο αποτέλεσμα της αντίδρασης ήταν να καταργηθούν οι φιλελεύθερες δημοκρατικές ή εθνικές κατακτήσεις που παραχωρήθηκαν στη διάρκεια των επαναστάσεων. Η απόλυτη μοναρχία επανεγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία. Οι κυβερνήσεις συμμάχησαν με τη μεσαία τάξη και το ιερατείο, που τρομοκρατήθηκαν από τη σοσιαλιστική ροπή των επαναστατημένων. Οι αστυνομικές δυνάμεις ενισχύθηκαν, ενώ ξέσπασε απηνής διωγμός του Τύπου και των συνδικάτων. Όμως, η καταστολή μόνο βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα μπόρεσε να πετύχει. Η απελευθέρωση από τους Αψβούργους και η ενοποίηση των ανεξάρτητων κρατιδίων της Ιταλίας ολοκληρώθηκαν το 1861, δημιουργώντας ενιαίο βασίλειο. Η Γαλλία κέρδισε οριστικά την δημοκρατία στα 1871. Οι αυτοκρατορίες των Αψβούργων και των Πρώσων διαλύθηκαν στα 1918 και οι Ευρωπαίοι υποτελείς τους κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, όταν για τους νικημένους του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ίσχυσε η «αρχή των εθνοτήτων». Οι ανά την υφήλιο υποτελείς των νικητών έπρεπε να περιμένουν ως τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και τη δεκαετία του 1960.
OI EΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Το Συνέδριο της Βιέννης που διεξήχθη το 1814-1815 ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά συνέδρια στην Ιστορία της Ευρώπης που αποτέλεσε και σταθμό στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου. Στο συνέδριο αυτό που συνήλθε στη Βιέννη, συμμετείχαν όλες οι τότε ευρωπαϊκές Ηγεμονίες (Αγγλία Ρωσία και Πρωσία). Σκοπός του συνεδρίου αυτού ήταν αφενός μεν η αναζήτηση ενός πραγματικού συστήματος ισορροπίας μεταξύ των Δυνάμεων που είχαν εμπλακεί και από τις δύο πλευρές στους Ναπολεόντειους πολέμους, και αφετέρου η δικαία ρύθμιση των χωροταξικών προβλημάτων που είχαν αναδυθεί μεταξύ των Βασιλικών Οίκων της Ευρώπης, της περιόδου εκείνης. Την ίδια χρονιά συγκροτείται η ιερή συμμαχία από της χώρες που προαναφέραμε, που ήταν εκείνη την χρονική περίοδο τα προπύργια της απολυταρχίας και της αντεπανάστασης. Οι λαοί της Ευρώπης αντέδρασαν απέναντι στα εκάστοτε απολυταρχικά καθεστώτα και διατύπωσαν πολιτικές και εθνικές διεκδικήσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ισπανία το 1820, η Ιταλία το 1820-21 και η Ελλάδα το 1821. Σε πολιτικό επίπεδο ζήτησαν την δημιουργία συντάγματος, θέσπιση κοινοβουλευτικών θεσμών, αναγνώριση ατομικών ελευθεριών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η ιδέες του σοσιαλισμού μέσα στο γενικότερο κλίμα των διεκδικήσεων βρήκαν πρόσφορο έδαφος για ν αναπτυχθούν και από το 1850 επικρατεί η άποψη ότι η καταλληλότερη μορφή πολιτικής οργάνωσης θα ήταν ένα καθεστώς οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.
Σφοδρότερο κύμα επαναστάσεων συγκλόνισε την Ευρώπη το 1930 με απαρχή την επανάσταση στην Γαλλία εναντίων του Καρόλου Ι΄, η επανάσταση στο Βέλγιο και στην Πολωνία. Το 1848 το φαινόμενο κορυφώθηκε με την επανάσταση στην Γαλλία, Αυστρία, Πρωσία, Ουγγαρία και χαρακτηρίστηκε ως η άνοιξη των λαών. Ο πολιτικός αντίκτυπος αυτών των επαναστάσεων άλλαξε ριζικά το πολιτικό τοπίο της Ευρώπης. Η μεγαλοαστική τάξη επικράτησε αφού, αύξησε την συμμετοχή της στην διαχείριση των πολιτικών πεπραγμένων και κατά συνέπεια στην εξουσία. Στο εξής οι βασικοί αντίπαλοι στο πεδίο της κοινωνικής αντιπαράθεσης δεν ήταν πλέον οι ευγενείς και οι αστοί αλλά οι αστοί και οι εργάτες. Στα μέσα του 19ου αιώνα η βιομηχανική επανάσταση εξαπλώθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς σε καινούριες περιοχές της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα που βρήκαν εφαρμογή στην μαζική παραγωγή συντελούν στην βιομηχανική ανάπτυξη. Ως αποτέλεσμα δημιουργείται ένας νέος τρόπος οργάνωσης της ελεύθερης αγοράς ή αλλιώς καπιταλισμός(κεφαλαιοκρατικό σύστημα). Το σύστημα αυτό στηρίχτηκε στην ιδεολογική βάση του οικονομικού φιλελευθερισμού, δηλαδή στην θεωρία ότι οι επιχειρηματίες έχουν δικαίωμα να πράττουν ότι κρίνουν αναγκαίο προκειμένου να κερδίζουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το ατομικό συμφέρον κρίνεται σημαντικότερο του κοινωνικού συμφέροντος. Ο καπιταλισμός είναι το οικονομικό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ζωής και κυρίως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, όπως και οι επενδύσεις σε οικονομικά αγαθά, η παραγωγή, η κατανομή της, το εμπόριο και οι υπηρεσίες κατέχονται από ιδιώτες και στηρίζονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία η οποία διεξάγεται στο πλαίσιο οικονομικού ανταγωνισμού με κυρίαρχο κίνητρο το κέρδος.
Η απόλυτη κυριαρχία της αστικής τάξης ήταν παράλληλη με την εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Τα έντονα κοινωνικά προβλήματα οδήγησαν στην γέννηση νέων πολιτικών θεωριών που τόνιζαν την προτεραιότητα του κοινωνικού συμφέροντος έναντι του ατομικού και γι αυτό έγιναν γνωστές με τον όρο σοσιαλισμός. Εν αντίθεση με τον καπιταλισμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό, ο σοσιαλισμός είναι η θεωρία και το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης όπου τα μέσα παραγωγής και κατανομής των αγαθών κατέχονται και ελέγχονται από κοινωνικές ομάδες ή το κράτος και όχι από ιδιώτες οπότε η ατομική ιδιοκτησία και η κατανομή του εισοδήματος υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο.
Η σκέψη του Μαρξ, σε συνεργασία με τον Ένγκελς, αποσκοπεί στην επεξεργασία ενός ενιαίου συστήματος φιλοσοφικών, οικονομικών και κοινωνικών ιδεών του κομμουνισμού. Για να μπορέσουμε να εντρυφήσουμε στα ιδεώδη του Μαρξ πρέπει να αποσαφηνίσουμε τις έννοιες προλεταριάτο και κομμουνισμός. Το προλεταριάτο είναι εκείνη η τάξη της κοινωνίας που εξασφαλίζει τη διατήρηση της στη ζωή αποκλειστικά και μόνο με την πώληση της εργασίας της και όχι από το εισόδημα οποιουδήποτε κεφαλαίου. Η ευημερία ή η δυστυχία του προλεταριάτου, η ζωή και ο θάνατος του, ολόκληρη η ύπαρξη του εξαρτώνται από την ζήτηση της εργασίας, και συνέπεια από την διαδοχή καλών και κακών περιόδων στην οικονομία. Κομμουνισμός είναι η διδασκαλία για τους όρους της απελευθέρωσης του προλεταριάτου. Σύμφωνα με τον Μαρξ το προλεταριάτο γεννήθηκε μέσα στην βιομηχανική επανάσταση και επηρέασε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου. Η Βιομηχανική επανάσταση προήλθε από την ανακάλυψη σπουδαίων τεχνολογικών ευρημάτων όπως οι ατμομηχανές, των κλωστικών μηχανών κ.α. Πρόσβαση στην επένδυση των ακριβών αυτών μηχανημάτων είχαν μόνο οι μεγάλοι καπιταλιστές. Επειδή οι μηχανές αυτές μπορούσαν να παράγουν καλύτερα και φθηνότερα εμπορεύματα από εκείνα που έφτιαχναν οι εργάτες, έγιναν η αιτία να παραγκωνιστούν οι παλιοί εργάτες και να αλλάξει άρδην ο τρόπος παραγωγής. Κατ αυτόν τον τρόπο η βιομηχανία παραδόθηκε ολοκληρωτικά στα χέρια των μεγάλων καπιταλιστών, με αποτέλεσμα να χάσει την αξία της η μικρή ιδιοκτησία των εργατών(εργαλεία, αργαλειοί κ.τ.λ.)Έτσι λοιπόν εδραιώθηκε το εργοστασιακό σύστημα σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας.
Κατόπιν επιβλήθηκε ο καταμερισμός της εργασίας στο εργατικό δυναμικό και με την βοήθεια των μηχανών τα προϊόντα παράγονταν πιο γρήγορα και πιο φθηνά. Η εργατική τάξη εντάχθηκε στο εργοστασιακό σύστημα και πέρασε ολοκληρωτικά στην εξουσία των μεγάλων καπιταλιστών χάνοντας την ανεξαρτησία τους. Συμφώνα με τον Μαρξ αυτά τα γεγονότα συναίνεσαν στην καταστροφή της μεσαίας τάξης και στην δημιουργία της αστικής τάξης και του προλεταριάτου μόνο. Η αστική τάξη περιελάμβανε τους μεγάλους καπιταλιστές οι όποιοι έλεγχαν όλα τα κοινωνικά μέσα παραγωγής και όλες τις πρώτες ύλες και τα εργαλεία που ήταν απαραίτητα για την κατασκευή των μέσων αυτών. Οι αστοί παράλληλα ήταν εκείνοι οι όποιοι εκμεταλλεύονταν την μισθωτή εργασία. Από την άλλη πλευρά υπήρχε το προλεταριάτο που απαρτιζόταν από εργάτες που πωλούσε στην αστική τάξη την εργασία του έναντι αμοιβής συνήθως πενιχρής. Οι μισθωτοί εργάτες δεν μπορούσαν να έχουν κανένα έλεγχο στα μέσα παραγωγής.
Στις βιομηχανικές χώρες οι αστοί διεκδίκησαν με επιτυχία την πολιτική εξουσία και πήραν τα σκήπτρα και τα προνόμια από τους από τους αριστοκράτες και τους ευγενείς. Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις είναι συνώνυμη με την διαρκή σύγκρουση των συμφερόντων τους, «Η πάλη των τάξεων».Κοινός στόχος όλων ήταν να κατακτήσουν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αργότερα επικράτησε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, δηλαδή το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται οποιοσδήποτε όποιον κλάδο της βιομηχανίας επιθυμούσε αρκεί να διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια. Πολλοί καπιταλιστές ασχολήθηκαν με την βιομηχανία με αποτέλεσμα την μαζική παραγωγή περισσότερων προϊόντων απ όσα μπορούσαν να πουληθούν Αυτή η εμπορική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την χρεοκοπία εργοστασίων και την ανεργία του εργατικού δυναμικού. Συμφώνα με τον Μαρξ αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται κάθε πέντε με επτά έτη και το ονομάζει καπιταλιστική κρίση.
Ο Μαρξ είχε προβλέψει τις καταστροφικές διαστάσεις του ανταγωνισμού της αστικής τάξης η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια την κοινωνία στην εκμετάλλευση αλλά και την ηθική κατάπτωση. Αυτή η κρίση έγινε αιτία να συρρικνωθούν αριθμητικά οι καπιταλιστές και να αυξηθεί το προλεταριάτο το όποιο θα συνειδητοποιούσε την καταπίεση που του ασκούσε η αστική τάξη αλλά και την δύναμη που είχε λόγω αριθμητικής υπεροχής. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε σύγκρουση από την οποία θα βγουν νικητές οι προλετάριοι σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία. Η τάξη που τελικά κατορθώνει να πάρει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής είναι εκείνη που κυριαρχεί και που διαμορφώνει την κοινωνική υπερδομή (την ιδεολογία, την ηθική αλλά και το θεσμικό πλαίσιο), με τέτοιο τρόπο ώστε να συντηρεί την κυριαρχία της.
Ο Μαρξ θεώρει ότι η ανώτερη μορφή ταξικής πάλης είναι ο πολιτικός αγώνας, δηλαδή η πάλη εναντίον της τάξης των εκμεταλλευτών. Το ανώτερο στάδιο του πολιτικού αγώνα είναι η κοινωνική προλεταριακή επανάσταση που έχει ως αποστολή να αντικαταστήσει τις παλιές παραγωγικές σχέσεις με καινούριες, να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και να την αντικαταστήσει από την κοινή χρήση των μέσων παραγωγής και την κοινοκτημοσύνη των αγαθών, δηλαδή διανομή όλων των παραγόμενων προσόντων με βάση κοινή συμφωνία. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι κατά τον Μαρξ ο πιο σύντομος και πιο αποτελεσματικός τρόπος για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός ολόκληρης της κοινωνίας. Το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελεί την βασική διεκδίκηση του κουμμουνιστικού κινήματος. Στην θέση της ατομικής ιδιοκτησίας θα υπάρχει συλλογική διαχείριση με μορφή εθελοντικά συνεταιριστική η κρατική τις λεγόμενες κολεκτίβες.
Αυτή η κοινωνία θα είναι μεταβατική και θα υπόκειται στον έλεγχο της εργατικής τάξης, η δικτατορία της αστικής τάξης θα αντικατασταθεί με την δικτατορία του προλεταριάτου. Με την βίαιη καταστολή της αστικής τάξης θα πάψουν και οι ταξικές αντιθέσεις και το προλεταριάτο δεν θα είναι κυρίαρχη τάξη αλλά θα υπόκειται σε μια κοινωνία αταξική στην οποία θα σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στην νέα τάξη πραγμάτων η ανάπτυξη του κάθε ατόμου θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Ιδανικά λοιπόν δεν θα υφίσταται η ταξική καταπίεση και η οικονομική παραγωγή θα μεγιστοποιηθεί, θα υπάρχει αφθονία αγαθών και θα επικρατήσει παγκόσμια αρμονία επειδή οι πόροι από τα παραγόμενα αγαθά θα κατανέμονται όπως πρέπει και η φτώχεια δεν θα υπάρχει πια. Στην κουμουνιστική κοινωνία η εργασία δεν θα είναι μια καταπιεστική ανάγκη αλλά μια ευκαιρία για ν αναπτύξει ο άνθρωπος τις δημιουργικές του ικανότητες και δεν θα διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο.
Τα κύρια γνωρίσματα της μαρξιστικής αναλυτικής θεωρία αποτελούν: η διαχρονική σημασία των υλικών αγαθών και η διαχείρισή τους, ο συσχετισμός των παραγωγικών δυνάμεων, η πρωταρχική συσσώρευση του οικονομικού πλούτου, η διαμόρφωση της ταξικής σύγκρουσης και, τέλος, η επαναστατική κοινωνική ανατροπή, ως καταλυτική ενέργεια επαναπροσδιορισμού του κοινωνικό-οικονομικού πλαισίου. Ο Μαρξ από τους μεγαλύτερους στοχαστές των ιστορικών και κοινωνικών δομών, οραματίστηκε μιαν αδυσώπητα επερχόμενη κοινωνία και επιχείρησε έναν ολοκληρωμένο τρόπο με την ιδιαίτερη προσέγγισή του, για την ασφαλέστερη και προσδοκώμενη διευθέτηση αυτών των δραματικών αλλαγών που θα ακολουθούσαν στους μετέπειτα αιώνες.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...