Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ, "ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ"

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α' 1
Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:
«Το χάραμα επήρα Του Ήλιου το δρόμο, Κ ρεμώντας τη λύρα Τη δίκαιη στον ώμο Κι απ' όπου χαράζει Ως όπου βυθά, Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
2 Παράμερα στέκει Ο άντρας και κλαίει· Αργά το τουφέκι Σηκώνει και λέει: «Σε τούτο το χέρι Τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει Πως μου είσαι βαρύ.» Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου Φθαρμένα και μαύρα Σαν ίσκιους ονείρου· Λαλεί το πουλάκι Στου πόνου τη γη Και βρίσκει σπυράκι Και μάνα φθονεί.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β' 1
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει· Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·1 Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι; Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
2 Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ' όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της. Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν. Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε. Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει, Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη. Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα, Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο. Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη, Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι· Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει. Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
3 Ενώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήσει εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψει η αντρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβησμένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ' από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμει ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ' του τραγουδιού τα μάγια με βία, Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία». Χαμένη, αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει· Αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ' ηχώ ξυπνάει; Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται, Κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται· Και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο, Τ' αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο, Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα, Τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα· Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν' άστρο, Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ' όνομά τους μνέω. Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα, Για η δύναμη δεν είν' σ' αυτές ίσια με τ' άλλα δώρα. Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ' αυτές, η νεότερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε να 'μπει η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε· Μεγάλο πράμα η υπομονή! ....................... Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι εκείνη. Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές· Απ' όσα δίν' η θάλασσα, απ' όσ' η γη, ο αέρας». Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς πολεμάει». - Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της, Κι άφ'σε το χέρι του παιδιού κι εσώπασε λιγάκι, Και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι. Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' όνειρό της, Κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα. Κι ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους. Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους. Και μία είπε: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή, Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.» Και μία δεύτερη είπε: «Εγώ 'δα δάφνες. - Κι εγώ φως·....................... - Κι εγώ σ' φωτιά μιαν όμορφη π' αστράφταν τα μαλλιά της.» Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα». Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχήσει.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ' 1
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου Με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια, Τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος, Που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια (Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε! Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα, Ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει, Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα· Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου, Κι ευθύς εγώ τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω; Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη, Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα, Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος. Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη, Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους, Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους, Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια. Έξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα. Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο, Aκίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ως τον πάτο, Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα, Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο. Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες· Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε, Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι, Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη, Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι, Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

ΕΘΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ- ΙΣΤΟΡΙΑ Γ'ΛΥΚΕΙΟΥ)

ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΑΠ'ΕΞΩ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΕΙΜΕΝΟ: Οι εθνικές ιστοριογραφίες των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και δυτικοί παρατηρητές και αναλυτές των εξελίξεων στην περιοχή, έχουν δημιουργήσει ορισμένα στερεότυπα για τις χώρες, τους λαούς και το ιστορικό παρελθόν της. Ο όρος «Βαλκάνια», άλλωστε, από ονομασία της οροσειράς του Αίμου έφτασε να σημαίνει περιοχή αστάθειας και συγκρούσεων, ενώ οι λαοί της θεωρείται ότι ρέπουν προς εξάρσεις εθνοφυλετικού χαρακτήρα και ότι είναι διαφορετικοί από τους λαούς της υπόλοιπης Ευρώπης. Ωστόσο, από τη μελέτη της Ιστορίας των λαών της Ευρώπης γνωρίζουμε πως οι θρησκευτικές και οι εθνικές συγκρούσεις σημάδεψαν εξίσου, αν όχι περισσότερο, τη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη από τη Νοτιοανατολική, και πως οι λαοί της τελευταίας διαφέρουν από τους λαούς της υπόλοιπης ηπείρου όσο και μεταξύ τους. Γνωρίζουμε πως εθνοκαθάρσεις βίαιες και ριζικές συνέβησαν στη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη επί πολλούς αιώνες, ιδίως από τον 15ο έως και τον 17ο αιώνα, ενώ στην Κεντρική Ευρώπη ακόμη και κατά τον 20ό αιώνα. Το εθνικό κίνημα των Ελλήνων (η επανάσταση του '21 δηλαδή) υπήρξε πρότυπο και για τους άλλους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Με καθυστέρηση, μικρότερη ή μεγαλύτερη σε σύγκριση προς αυτό, τα εθνικά κινήματα των λαών της περιοχής στηρίχτηκαν στην αναζήτηση ανάλογων καταβολών, έπλασαν το ιστορικό τους παρελθόν και πρόβαλαν το όραμά τους για το μέλλον, αναζήτησαν και όρισαν την ταυτότητά τους, τους «άλλους» και τους αντιπάλους.

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ DESCARTES ΚΑΙ ΤΟΝ WEBER: ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΝΤΕΚΑΡΤ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΛΑΟΥ-ΕΞΟΥΣΙΑΣ: “Να βρεθεί μια μορφή συνένωσης που θα υπερασπίζεται και θα προστατεύει με όλη τη δύναμη από κοινού το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέλους, κατά τρόπο ώστε ο καθένας, αν και σχηματίζει ενιαίο σώμα με όλους, θα υπακούει ωστόσο μόνο στον εαυτό του και θα παραμένει το ίδιο ελεύθερος όσο και πριν. Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα στο οποίο το κοινωνικό συμβόλαιο δίνει τη λύση. [...] Οι όροι του συμβολαίου τούτου είναι έτσι προσδιορισμένοι από τη φύση της πράξης αυτής, ώστε η παραμικρή τροποποίηση θα τους έκανε μάταιους και αναποτελεσματικούς. Αν και δεν έχουν ίσως διατυπωθεί ποτέ ρητά, είναι παντού οι ίδιοι. Παντού έχουν γίνει δεκτοί και τους αναγνωρίζουν σιωπηρά. [...] Οι υποχρεώσεις που μας συνδέουν με το κοινωνικό σώμα είναι δεσμευτικές μόνον επειδή είναι αμοιβαίες· και η φύση τους είναι τέτοια, ώστε, εκπληρώνοντάς τες, δεν μπορούμε να εργαζόμαστε για τον άλλον χωρίς ταυτόχρονα να εργαζόμαστε και για τον εαυτό μας”. (Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας)
ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ ΕΔΩ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ: ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Οι κυριότερες αξίες που διέπουν το δημοκρατικό πολίτευμα είναι η ελευθερία και η ισότητα. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών νοούνται ως απουσία παρεμβάσεων και καταναγκασμών και με θετικό τρόπο ως διασφάλιση και ανάδειξη δυνατοτήτων αυτόνομης έκφρασης και περαιτέρω ανάπτυξης. Παρά την ενδεχόμενη σύγκρουση των εννοιών “ελευθερία” και “ισότητα”, πολλοί πιστεύουν πως είναι εφικτή η παράλληλη επιδίωξή τους. Το φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα δεν αποκλείει την κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών των πολιτών. Συμφωνείτε με αυτήν την άποψη;
Η σοσιαλιστική ιδεολογία δίνει έμφαση στην πραγμάτωση του ιδεώδους της ισότητας και της δικαιότερης διανομής των παραγόμενων αγαθών. - Στις μέρες μας ο προβληματισμός των πολιτικών φιλοσόφων έχει παγκόσμιο και κοσμοπολιτικό ορίζοντα. Αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα ή και την υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας να παρεμβαίνει ακόμη και εντός των ορίων της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους με σκοπό την αποτροπή ανθρωπιστικών καταστροφών. Ορισμένοι φιλόσοφοι πιστεύουν ότι είναι ρεαλιστική -και επομένως μπορεί να επιτευχθεί- η ουτοπία της αέναης ειρήνης μεταξύ των κρατών-μελών της διεθνούς κοινότητας, εφόσον επικρατήσει παντού το δημοκρατικό πολίτευμα και τα κράτη συνειδητοποιήσουν το συμφέρον τους για την αποφυγή πολεμικών συγκρούσεων. - Παραμένει ανεκπλήρωτο ηθικό όραμα η εξάλειψη της αδικίας και της εκμετάλλευσης των ασθενέστερων κρατών από τα ισχυρότερα, καθώς και η έμπρακτη και ουσιαστική αλληλεγγύη της διεθνούς κοινότητας προς τους φτωχότερους λαούς. Να γράψετε την άποψή σας.
Ο Max Weber παρατηρεί διεξοδικά ότι κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση όλες οι επιστήμες και οι τέχνες, ολόκληρος ο τρόπος ζωής αντιμετωπίσθηκαν ορθολογικά, εκλογικεύθηκαν και οργανώθηκαν με βάση το λογικό σύστημα. Αυτό τον βοηθά πολύ στο να αποδώση όλη αυτήν την νοοτροπία στην μεταρρυθμιστική κίνηση που βασίστηκε στον ορθό λόγο και την ορθολογική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, τον πλησίον και την κοινωνία. Ο ορθός λόγος θεωρήθηκε ως το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την ύπαρξη του Καπιταλισμού. Πραγματικά, υπήρχε ένας "προκαπιταλιστικός" Καπιταλισμός. Αυτό σημαίνει ότι ο Καπιταλισμός δεν συνίσταται στην απεριόριστη επιθυμία για πραγματοποίηση του κέρδους. Το κυνήγι του χρήματος, η επιθυμία του πλουτισμού, η επιθυμία για απόκτηση υλικών αγαθών και κεφαλαίου συνδέεται με τον άνθρωπο και μπορούμε να τα βρούμε σε κάθε φάση της ζωής του. Όμως, στον δυτικό Μεσαίωνα ο Καπιταλισμός προσέλαβε μια ορθολογική οργάνωση. Είναι επιδίωξη του κέρδους «μέσα στο πλαίσιο μια μόνιμης ορθολογικά οργανωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης και με κριτήριο την αποδοτικότητα». Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις εποχές υπήρχαν έμποροι και μεγαλέμποροι, αλλά μόνο στην Δύση αναπτύχθηκε ένας Καπιταλισμός «σε τύπους, μορφές και κατευθύνσεις, που δεν προϋπήρξαν πουθενά αλλού». Πραγματικά, στην Δύση αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη μορφή Καπιταλισμού, που συνίσταται «στην ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της (τυπικά) ελεύθερης εργασίας».
Όταν ο Βέμπερ κάνει λόγο για το "Πνεύμα του Καπιταλισμού" εννοεί αυτήν την ορθολογική οργάνωση της επιχείρησης, της εργασίας. Αλλά για να επιτευχθή αυτό χρειάζονται απαραίτητα δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι «ο χωρισμός της επιχείρησης από τον οίκο» και ο δεύτερος η «ρατσιοναλιστική λογιστική». Μπορεί να βρη κανείς και στο παρελθόν, σε πολλές χώρες, τον χωρισμό της επιχείρησης από τον οίκο, αλλά όμως δεν υπήρχε προηγουμένως η ορθολογική λογιστική της επιχείρησης «και ο νομικός χωρισμός της επιχειρησιακής από την ατομική ιδιοκτησία». Αλλά αυτή η νέα τροπή και νέα θεώρηση της ζωής δεν εξαντλείται μόνον στις επιστήμες, τις τέχνες και την οικονομική οργάνωση (Καπιταλισμό). Την συναντούμε σε όλες τις μορφές της ζωής των ανθρώπων. Αυτή, δηλαδή, η ρατσιοναλιστική αντίληψη της ζωής επηρέασε πολύ τον σοσιαλισμό, κατά τον Max Weber. Ο κόσμος σε όλες τις φάσεις της ιστορίας, όπως γνώρισε καπιταλισμούς, έτσι γνώρισε και διαφόρους τύπους και μορφές σοσιαλισμού. Μολονότι πάντοτε υπήρχαν οργανώσεις, συντεχνίες, όμως δεν παρατηρούμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στην Δύση, την έννοια του πολίτη και του αστού, το προλεταριάτο σαν τάξη. Αυτό το συναντούμε κυρίως στην Δύση, γιατί υπήρχε η «έλλογη οργάνωση της ελεύθερης εργασίας σαν επιχειρησιακή μονάδα». Και σε παλαιότερους χρόνους υπήρχαν ταξικοί αγώνες μεταξύ δανειστών και οφειλετών, μεταξύ κυρίων και δούλων κλπ., αλλά όμως αυτοί οι αγώνες διέφεραν από τους αγώνες που συνέβησαν κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση. Όπως, δηλαδή, η εκλογίκευση της ζωής και η ορθολογική οργάνωση του βίου στις δυτικές κοινωνίες του Μεσαίωνα επηρέασαν τις επιστήμες, τις τέχνες, τον Καπιταλισμό, έτσι ακριβώς επηρέασαν και τον σοσιαλισμό. Ο Καπιταλισμός, όπως δημιουργήθηκε στην Δύση, ο λεγόμενος «σύγχρονος έλλογος καπιταλισμός», εκτός από τα μέσα της παραγωγής είχε ανάγκη και από ένα νομικό σύστημα και από μια διοίκηση με σταθερούς κανόνες λειτουργίας. Αυτό ακριβώς επιτεύχθηκε στην Δύση, όπου αναπτύχθηκε αυτός ο έλλογος Καπιταλισμός.
Να εξηγήσετε με δικά σας λόγια την τοποθέτηση του Μαξ Βέμπερ, σαν να επρόκειτο να την διδάξετε στην τάξη.

ΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1848

Τα χρόνια που προηγήθηκαν της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789 η κατάσταση στη Γαλλία ήταν τραγική. Από τα 25 εκατομμύρια των κατοίκων, γύρω στους 400.000 αριστοκράτες και ανώτεροι κληρικοί ζούσαν πλουσιοπάροχα, μοιράζοντας μεταξύ τους τα αξιώματα και τις θέσεις κλειδιά. Οι υπόλοιποι πεινούσαν. Πάνω από 130.000 κατώτεροι ιερωμένοι ζούσαν ζητιανεύοντας ή δουλεύοντας εργάτες στα τσιφλίκια. Οι σιταποθήκες άδειασαν το 1788, ενώ τρομακτικές θύελλες και χαλάζι κατέστρεψαν την παραγωγή. Χρεωμένοι οι μικροϊδιοκτήτες συνέρρεαν στις πόλεις αναζητώντας δουλειά. Τα μεροκάματα έπεφταν, ο πληθωρισμός έτρεχε με 50%, ψωμί δεν υπήρχε, οι προβλέψεις για τη νέα σπορά ήταν δυσοίωνες. Την καταστροφή της γεωργίας ακολούθησε η βιομηχανική κρίση. Η ανεργία ανέβαινε σε δυσθεώρητα ύψη και τα μηνύματα του διαφωτισμού έβρισκαν πρόσφορο έδαφος. Στη βυθισμένη στο χάος Γαλλία, οι εξεγέρσεις έγιναν καθημερινό φαινόμενο.
Στις 16 Αυγούστου 1788, η χώρα χρεοκόπησε. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ’ ανακάλεσε (23 Σεπτεμβρίου) το κοινοβούλιο που είχε καταργήσει και προκήρυξε (25 του μήνα) εκλογές για την ανάδειξη μελών στο συμβούλιο των γενικών τάξεων (Γενική Συνέλευση των Τάξεων). Έγιναν τον Φεβρουάριο του 1789. Οι συνεδριάσεις ξεκίνησαν Μάιο. Τον Ιούνιο, με πρόταση του ρήτορα της τρίτης τάξης (των αστών), κόμη ντε Μιραμπό, το συμβούλιο μετατράπηκε σε εθνοσυνέλευση. Ήταν ο ίδιος που, απειλώντας στέμμα, αριστοκράτες και ιεράρχες, περιέγραψε τη δύναμη της απεργίας: «Προσέχετε!», είχε πει. «Μην εξοργίζετε αυτόν τον λαό, που παράγει το παν και που, για να γίνει τρομερός, αρκεί να μείνει ακίνητος». Όμως, η γενική απεργία ακόμα τότε ως μορφή πάλης ήταν άγνωστη. Μόλις γύρω στα 1830 ο όρος χρησιμοποιήθηκε στη Βρετανία. Oύτε καν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο αγνοεί δεν αναφέρεται η λέξη. Ο Μαρξ θα την υιοθετήσει χρόνια αργότερα και η Α’ Διεθνής θα ιδρυθεί για να την προασπίσει (1864). Τον Ιούλιο του 1789, ο λαός της Γαλλίας εκείνα που καταλάβαινε ήταν τα λόγια του δημοσιογράφου Καμίλ Ντεμουλέν που ωρυόταν στους κήπους του δούκα της Ορλεάνης: «Στα όπλα, πολίτες! Οι μισθοφόροι του βασιλιά θα χτυπήσουν. Στα όπλα, πολίτες!».
Η πτώση της Βαστίλης (14 Ιουλίου 1789) σηματοδότησε το ξεκίνημα της Γαλλικής Επανάστασης και ταυτόχρονα την έναρξη της εξηντάχρονης «εποχής των επαναστάσεων», με τους όπου γης αστούς να ξαναθυμούνται την ξεχασμένη τους εθνική συνείδηση. Ακριβώς επειδή αυτοκράτορες, βασιλιάδες και φεουδάρχες είχαν χωρίσει τον κόσμο σε ιδιοκτησίες τους και στήριζαν την εξουσία στην καταπίεση και την ισοπέδωση των υπηκόων που αποτελούσαν περιουσιακό τους στοιχείο. Η άμεση κατάργηση της δουλοπαροικίας στη Γαλλία του 1789 έμελλε να περάσει στη Ρωσία μόλις το 1860. Και η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την ίδια χρονιά (1789), έμελλε να υιοθετηθεί από τον ΟΗΕ στα μέσα του 20ού αιώνα.
Η αντίδραση κατάφερε να επιβληθεί στα 1815. Η Ιερή Συμμαχία («των εστεμμένων εναντίον των λαών», όπως την είπαν) έθεσε σκοπό της τη διατήρηση του status quo και την πάταξη κάθε επαναστατικής κίνησης, είτε απελευθερωτικής είτε κοινωνικοπολιτικής. Όμως, ο σπόρος της Γαλλικής Επανάστασης είχε βρει εύφορο έδαφος και μπόρεσε να βλαστήσει. Η ελληνική και η σερβική εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις στα Βαλκάνια συνέπεσαν με τους ξεσηκωμούς των λαών της Νότιας Αμερικής που απαλλάχτηκαν από τα στέμματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Οι Βέλγοι αποτίναξαν τον ζυγό του «Ενωμένου Βασιλείου των Κάτω Χωρών» (1830) και οι Βούλγαροι μόλις μάθαιναν τη δική τους εθνική ταυτότητα. Ούγγροι, Τσέχοι, Κροάτες, Σλοβένοι ανακάλυπταν την εθνική τους υπόσταση που έντεχνα οι Αψβούργοι της αυστριακής αυτοκρατορίας είχαν ρίξει στη λήθη, με τους Ρουμάνους και τους Πολωνούς να διαπιστώνουν ότι Οθωμανοί και Ρώσοι δεν ήταν απαραίτητα τα φυσικά τους αφεντικά. Τα ίδια χρόνια, οι ανήσυχοι Γάλλοι συνέχιζαν να κινούνται. Η επανάσταση του 1830 έριξε τον βασιλιά Κάρολο Ι’ κι έφερε στον θρόνο τον Λουδοβίκο Φίλιππο (τον «αστό βασιλιά», όπως τον είπαν, επειδή κυκλοφορούσε με τα πόδια και βαριόταν την εθιμοτυπία). Στα 1840, νέα απόπειρα εναντίον του θρόνου απέτυχε. Καθώς πλησίαζε το 1848, το αίτημα της καθολικής ψηφοφορίας γινόταν όλο και πιο επιτακτικό. Και οι ιδέες του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης του 1789 έβρισκαν πρόσφορο έδαφος και στις κατακερματισμένες Γερμανία και Ιταλία όπου οι λαοί πίστευαν ότι η διέξοδος από την καταπίεση άκουγε στο όνομα της εθνικής ενοποίησης. Η Ευρώπη βρισκόταν σε έκδηλο αναβρασμό. Αρκούσε μια σπίθα, για να ανάψει το φιτίλι και να οδηγήσει στην έκρηξη. Και η σπίθα αυτή χτύπησε στη Σικελία, όπου, κατά τραγική ειρωνεία, ξέσπασε χωριστικό κίνημα.
Ο Φερδινάνδος Β’ ήταν βασιλιάς των Δύο Σικελιών (Νάπολης και Σικελίας), έχοντας έδρα του τη Νάπολη, με τους Ναπολιτάνους να καταπιέζουν τους Σικελούς. Στις 9 Ιανουαρίου 1848, εξεγέρθηκαν στο Παλέρμο, ζητώντας αυτονομία από τη Νάπολη. Η επανάσταση εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη Σικελία με τους αριστοκράτες και τους αστούς να συνασπίζονται ζητώντας φιλελεύθερο σύνταγμα. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να το παραχωρήσει (29 Ιανουαρίου), ενώ, για να αποφύγουν ανάλογες περιπέτειες, έσπευσαν ν’ ακολουθήσουν ο μεγάλος δούκας της Τοσκάνης, Λεοπόλδος Β’, ο βασιλιάς Κάρολος Αλβέρτος της Σαρδηνίας και ο πάπας Πίος Θ’ στο κράτος του της Ρώμης. Στη Γαλλία, τον ίδιο καιρό, το αίτημα λεγόταν «καθολική ψηφοφορία». Η βουλή το απέρριψε και οι βασιλόφρονες το γιόρτασαν με τσιμπούσι στην αυλή των ανακτόρων. Η δημοκρατική αντιπολίτευση οργάνωσε αντισυμπόσιο για τις 22 Φεβρουαρίου 1848, με θέμα ακριβώς την καθολική ψηφοφορία. Η κυβέρνηση απαγόρευσε την εκδήλωση και διέταξε την αστυνομία να καταστρέψει τις εγκαταστάσεις, όπου θα γινόταν. Στη στιγμή, φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές ενώθηκαν σε κοινή αντιπολίτευση, ενώ τα οδοφράγματα στήθηκαν στο Παρίσι. Ήταν τέτοια η λαϊκή οργή που ο «αστός βασιλιάς» Λουδοβίκος Φίλιππος παραιτήθηκε υπέρ του 10χρονου εγγονού του κι έφυγε στο Λονδίνο. Ο λαός κατέλαβε το κοινοβούλιο και ανακήρυξε τη δεύτερη δημοκρατία. Ήταν 25 Φεβρουαρίου 1848. Στις 29 του μήνα, τα νέα από το επαναστατημένο Παρίσι έφτασαν στη Βιέννη. Σαν από σύνθημα, ο λαός ξεσηκώθηκε ζητώντας σύνταγμα. Ο κόμης Μέτερνιχ προσπάθησε να πείσει τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο ν’ αρνηθεί. Όμως, είχαν αλλάξει οι καιροί. Παραιτήθηκε από υπουργός. «Είμαι αυτό που υπήρξα», είπε. Στις 13 Μαρτίου, ο λαός ξεσηκώθηκε και τον πήρε στον κυνήγι.
Στα γερμανικά κράτη, οι επαναστάσεις ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα με τη γαλλική. Όμως, εκεί, δημιουργήθηκαν τρεις τάσεις: Η δημοκρατική που προσέβλεπε σε μια γερμανική δημοκρατία, η πανγερμανική που ήθελε ενιαία Γερμανία με την Αυστρία στους κόλπους της και η της «Μικρής Γερμανίας» που εξαιρούσε την Αυστρία από την ένωση. Ως μοχλό για την ενοποίηση, οι Γερμανοί έβλεπαν την Πρωσία που τότε αποτελούσε μεγάλη δύναμη. Στη Φρανκφούρτη, ένα συνέδριο των δημοκρατικών Γερμανών ξεκίνησε τον Ιούνιο. Άλλο συνέδριο, πανσλαβικό, άρχισε στις 2 Ιουνίου στην Πράγα. Στις 16, μεταβλήθηκε σε μεγάλη λαϊκή εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα. Η Ευρώπη φλεγόταν από τα Βαλκάνια ως τον Ατλαντικό. Χωρίς συνοχή. Και χωρίς αλληλοκάλυψη. Μάταια οι επαναστατημένοι Ιρλανδοί περίμεναν να τους βοηθήσουν οι δημοκράτες Γάλλοι στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τη βρετανική καταπίεση. Η αντίδραση μεθόδευε τη δική της παρέμβαση. Η Βιέννη κυριεύτηκε στις 31 Οκτωβρίου. Παραιτήθηκε ο Φερδινάνδος κι αυτοκράτορας ανέλαβε (2 Δεκεμβρίου) ο Φραγκίσκος Ιωσήφ. Θα έμενε στον θρόνο ως το 1916. Το σύνταγμα της γαλλικής δημοκρατίας ψηφίστηκε στις 4 Νοεμβρίου. Ένας παλιός γνώριμος παρουσιάστηκε στην πολιτική σκηνή. Ήταν ο ανιψιός του μεγάλου Ναπολέοντα, ο Λουδοβίκος Κάρολος Ναπολέων Βοναπάρτης. Το 1840, αποπειράθηκε να ανατρέψει τον Λουδοβίκο Φίλιππο και να γίνει αυτοκράτορας. Απέτυχε, αιχμαλωτίστηκε, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, φυλακίστηκε στο φρούριο του Αμ απ’ όπου δραπέτευσε, και, στα 1848, όταν πια ο Λουδοβίκος Φίλιππος είχε παραιτηθεί, εμφανίστηκε ως υπέρμαχος της δημοκρατίας και εγγυητής των ναπολεόντειων ιδεών. Στις εκλογές για την προεδρία της δημοκρατίας (10 Δεκεμβρίου) πήρε πεντέμισι εκατομμύρια ψήφους, ενώ οι δυο κύριοι αντίπαλοί του δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (αθροιστικά) ούτε δύο εκατομμύρια. Στις εκλογές του Μαΐου του 1849, οι δημοκρατικοί αποτελούσαν μικρή μειοψηφία. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης κατάφερε να παρουσιαστεί ως προστάτης της λαϊκής κυριαρχίας αλλά δε δίστασε, όταν η βουλή του αρνήθηκε αναθεώρηση του συντάγματος, να προχωρήσει σε πραξικόπημα (2 Δεκεμβρίου 1851), που επικυρώθηκε με νέο δημοψήφισμα αλλά και συλλήψεις, φόνους και εκτοπισμούς. Την ίδια χρονιά (1851), ο Μέτερνιχ επέστρεψε στη Βιέννη. Τα πράγματα είχαν ησυχάσει για τους κρατούντες σε ολόκληρη την ήπειρο. Όμως, κανένας δεν ήθελε πια να τον ακούσει. Αποσύρθηκε από την πολιτική. Πέθανε το 1859 σε ηλικία 86 χρόνων προλαβαίνοντας έτσι να δει τον θάνατο της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, που ουσιαστικά τον έριξε: Στις 14 Ιανουαρίου 1852, το νέο γαλλικό σύνταγμα ήταν έτοιμο. Στις 7 Νοεμβρίου, η νεοσύστατη γερουσία πρότεινε ο πρόεδρος της δημοκρατίας να γίνει κληρονομικός αυτοκράτορας. Ένα ακόμη δημοψήφισμα επικύρωσε την πρόταση. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης έγινε «αυτοκράτορας με την ψήφο του λαού» ως Ναπολέων Γ΄.
Στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Δανία, οι εστεμμένοι προχώρησαν σε θεσμικές ειρηνικές μεταρρυθμίσεις και απέφυγαν τα κινήματα. Στη Γερμανία, ο βασιλιάς της Πρωσίας, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ’, ύψωσε τη μαύρη, κόκκινη και χρυσή σημαία, σύμβολο της γερμανικής ενότητας. Η Αυστρία και η Ρωσία τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα σχέδιά του (1850). Ήδη, οι Αψβούργοι είχαν αντεπιτεθεί ενάντια στους Τσέχους στην Πράγα (17 Ιουνίου 1848), ενώ ο αυστριακός στρατός «επέβαλε την τάξη» στη Λομβαρδία, στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Η τάξη αποκαταστάθηκε στη Ρώμη με γαλλική επέμβαση και στην Ουγγαρία με τη βοήθεια του ρωσικού τσαρικού στρατού. Το άμεσο αποτέλεσμα της αντίδρασης ήταν να καταργηθούν οι φιλελεύθερες δημοκρατικές ή εθνικές κατακτήσεις που παραχωρήθηκαν στη διάρκεια των επαναστάσεων. Η απόλυτη μοναρχία επανεγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία. Οι κυβερνήσεις συμμάχησαν με τη μεσαία τάξη και το ιερατείο, που τρομοκρατήθηκαν από τη σοσιαλιστική ροπή των επαναστατημένων. Οι αστυνομικές δυνάμεις ενισχύθηκαν, ενώ ξέσπασε απηνής διωγμός του Τύπου και των συνδικάτων. Όμως, η καταστολή μόνο βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα μπόρεσε να πετύχει. Η απελευθέρωση από τους Αψβούργους και η ενοποίηση των ανεξάρτητων κρατιδίων της Ιταλίας ολοκληρώθηκαν το 1861, δημιουργώντας ενιαίο βασίλειο. Η Γαλλία κέρδισε οριστικά την δημοκρατία στα 1871. Οι αυτοκρατορίες των Αψβούργων και των Πρώσων διαλύθηκαν στα 1918 και οι Ευρωπαίοι υποτελείς τους κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, όταν για τους νικημένους του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ίσχυσε η «αρχή των εθνοτήτων». Οι ανά την υφήλιο υποτελείς των νικητών έπρεπε να περιμένουν ως τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και τη δεκαετία του 1960.
OI EΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Το Συνέδριο της Βιέννης που διεξήχθη το 1814-1815 ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά συνέδρια στην Ιστορία της Ευρώπης που αποτέλεσε και σταθμό στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου. Στο συνέδριο αυτό που συνήλθε στη Βιέννη, συμμετείχαν όλες οι τότε ευρωπαϊκές Ηγεμονίες (Αγγλία Ρωσία και Πρωσία). Σκοπός του συνεδρίου αυτού ήταν αφενός μεν η αναζήτηση ενός πραγματικού συστήματος ισορροπίας μεταξύ των Δυνάμεων που είχαν εμπλακεί και από τις δύο πλευρές στους Ναπολεόντειους πολέμους, και αφετέρου η δικαία ρύθμιση των χωροταξικών προβλημάτων που είχαν αναδυθεί μεταξύ των Βασιλικών Οίκων της Ευρώπης, της περιόδου εκείνης. Την ίδια χρονιά συγκροτείται η ιερή συμμαχία από της χώρες που προαναφέραμε, που ήταν εκείνη την χρονική περίοδο τα προπύργια της απολυταρχίας και της αντεπανάστασης. Οι λαοί της Ευρώπης αντέδρασαν απέναντι στα εκάστοτε απολυταρχικά καθεστώτα και διατύπωσαν πολιτικές και εθνικές διεκδικήσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ισπανία το 1820, η Ιταλία το 1820-21 και η Ελλάδα το 1821. Σε πολιτικό επίπεδο ζήτησαν την δημιουργία συντάγματος, θέσπιση κοινοβουλευτικών θεσμών, αναγνώριση ατομικών ελευθεριών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η ιδέες του σοσιαλισμού μέσα στο γενικότερο κλίμα των διεκδικήσεων βρήκαν πρόσφορο έδαφος για ν αναπτυχθούν και από το 1850 επικρατεί η άποψη ότι η καταλληλότερη μορφή πολιτικής οργάνωσης θα ήταν ένα καθεστώς οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.
Σφοδρότερο κύμα επαναστάσεων συγκλόνισε την Ευρώπη το 1930 με απαρχή την επανάσταση στην Γαλλία εναντίων του Καρόλου Ι΄, η επανάσταση στο Βέλγιο και στην Πολωνία. Το 1848 το φαινόμενο κορυφώθηκε με την επανάσταση στην Γαλλία, Αυστρία, Πρωσία, Ουγγαρία και χαρακτηρίστηκε ως η άνοιξη των λαών. Ο πολιτικός αντίκτυπος αυτών των επαναστάσεων άλλαξε ριζικά το πολιτικό τοπίο της Ευρώπης. Η μεγαλοαστική τάξη επικράτησε αφού, αύξησε την συμμετοχή της στην διαχείριση των πολιτικών πεπραγμένων και κατά συνέπεια στην εξουσία. Στο εξής οι βασικοί αντίπαλοι στο πεδίο της κοινωνικής αντιπαράθεσης δεν ήταν πλέον οι ευγενείς και οι αστοί αλλά οι αστοί και οι εργάτες. Στα μέσα του 19ου αιώνα η βιομηχανική επανάσταση εξαπλώθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς σε καινούριες περιοχές της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα που βρήκαν εφαρμογή στην μαζική παραγωγή συντελούν στην βιομηχανική ανάπτυξη. Ως αποτέλεσμα δημιουργείται ένας νέος τρόπος οργάνωσης της ελεύθερης αγοράς ή αλλιώς καπιταλισμός(κεφαλαιοκρατικό σύστημα). Το σύστημα αυτό στηρίχτηκε στην ιδεολογική βάση του οικονομικού φιλελευθερισμού, δηλαδή στην θεωρία ότι οι επιχειρηματίες έχουν δικαίωμα να πράττουν ότι κρίνουν αναγκαίο προκειμένου να κερδίζουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το ατομικό συμφέρον κρίνεται σημαντικότερο του κοινωνικού συμφέροντος. Ο καπιταλισμός είναι το οικονομικό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ζωής και κυρίως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, όπως και οι επενδύσεις σε οικονομικά αγαθά, η παραγωγή, η κατανομή της, το εμπόριο και οι υπηρεσίες κατέχονται από ιδιώτες και στηρίζονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία η οποία διεξάγεται στο πλαίσιο οικονομικού ανταγωνισμού με κυρίαρχο κίνητρο το κέρδος.
Η απόλυτη κυριαρχία της αστικής τάξης ήταν παράλληλη με την εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Τα έντονα κοινωνικά προβλήματα οδήγησαν στην γέννηση νέων πολιτικών θεωριών που τόνιζαν την προτεραιότητα του κοινωνικού συμφέροντος έναντι του ατομικού και γι αυτό έγιναν γνωστές με τον όρο σοσιαλισμός. Εν αντίθεση με τον καπιταλισμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό, ο σοσιαλισμός είναι η θεωρία και το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης όπου τα μέσα παραγωγής και κατανομής των αγαθών κατέχονται και ελέγχονται από κοινωνικές ομάδες ή το κράτος και όχι από ιδιώτες οπότε η ατομική ιδιοκτησία και η κατανομή του εισοδήματος υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο.
Η σκέψη του Μαρξ, σε συνεργασία με τον Ένγκελς, αποσκοπεί στην επεξεργασία ενός ενιαίου συστήματος φιλοσοφικών, οικονομικών και κοινωνικών ιδεών του κομμουνισμού. Για να μπορέσουμε να εντρυφήσουμε στα ιδεώδη του Μαρξ πρέπει να αποσαφηνίσουμε τις έννοιες προλεταριάτο και κομμουνισμός. Το προλεταριάτο είναι εκείνη η τάξη της κοινωνίας που εξασφαλίζει τη διατήρηση της στη ζωή αποκλειστικά και μόνο με την πώληση της εργασίας της και όχι από το εισόδημα οποιουδήποτε κεφαλαίου. Η ευημερία ή η δυστυχία του προλεταριάτου, η ζωή και ο θάνατος του, ολόκληρη η ύπαρξη του εξαρτώνται από την ζήτηση της εργασίας, και συνέπεια από την διαδοχή καλών και κακών περιόδων στην οικονομία. Κομμουνισμός είναι η διδασκαλία για τους όρους της απελευθέρωσης του προλεταριάτου. Σύμφωνα με τον Μαρξ το προλεταριάτο γεννήθηκε μέσα στην βιομηχανική επανάσταση και επηρέασε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου. Η Βιομηχανική επανάσταση προήλθε από την ανακάλυψη σπουδαίων τεχνολογικών ευρημάτων όπως οι ατμομηχανές, των κλωστικών μηχανών κ.α. Πρόσβαση στην επένδυση των ακριβών αυτών μηχανημάτων είχαν μόνο οι μεγάλοι καπιταλιστές. Επειδή οι μηχανές αυτές μπορούσαν να παράγουν καλύτερα και φθηνότερα εμπορεύματα από εκείνα που έφτιαχναν οι εργάτες, έγιναν η αιτία να παραγκωνιστούν οι παλιοί εργάτες και να αλλάξει άρδην ο τρόπος παραγωγής. Κατ αυτόν τον τρόπο η βιομηχανία παραδόθηκε ολοκληρωτικά στα χέρια των μεγάλων καπιταλιστών, με αποτέλεσμα να χάσει την αξία της η μικρή ιδιοκτησία των εργατών(εργαλεία, αργαλειοί κ.τ.λ.)Έτσι λοιπόν εδραιώθηκε το εργοστασιακό σύστημα σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας.
Κατόπιν επιβλήθηκε ο καταμερισμός της εργασίας στο εργατικό δυναμικό και με την βοήθεια των μηχανών τα προϊόντα παράγονταν πιο γρήγορα και πιο φθηνά. Η εργατική τάξη εντάχθηκε στο εργοστασιακό σύστημα και πέρασε ολοκληρωτικά στην εξουσία των μεγάλων καπιταλιστών χάνοντας την ανεξαρτησία τους. Συμφώνα με τον Μαρξ αυτά τα γεγονότα συναίνεσαν στην καταστροφή της μεσαίας τάξης και στην δημιουργία της αστικής τάξης και του προλεταριάτου μόνο. Η αστική τάξη περιελάμβανε τους μεγάλους καπιταλιστές οι όποιοι έλεγχαν όλα τα κοινωνικά μέσα παραγωγής και όλες τις πρώτες ύλες και τα εργαλεία που ήταν απαραίτητα για την κατασκευή των μέσων αυτών. Οι αστοί παράλληλα ήταν εκείνοι οι όποιοι εκμεταλλεύονταν την μισθωτή εργασία. Από την άλλη πλευρά υπήρχε το προλεταριάτο που απαρτιζόταν από εργάτες που πωλούσε στην αστική τάξη την εργασία του έναντι αμοιβής συνήθως πενιχρής. Οι μισθωτοί εργάτες δεν μπορούσαν να έχουν κανένα έλεγχο στα μέσα παραγωγής.
Στις βιομηχανικές χώρες οι αστοί διεκδίκησαν με επιτυχία την πολιτική εξουσία και πήραν τα σκήπτρα και τα προνόμια από τους από τους αριστοκράτες και τους ευγενείς. Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις είναι συνώνυμη με την διαρκή σύγκρουση των συμφερόντων τους, «Η πάλη των τάξεων».Κοινός στόχος όλων ήταν να κατακτήσουν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αργότερα επικράτησε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, δηλαδή το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται οποιοσδήποτε όποιον κλάδο της βιομηχανίας επιθυμούσε αρκεί να διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια. Πολλοί καπιταλιστές ασχολήθηκαν με την βιομηχανία με αποτέλεσμα την μαζική παραγωγή περισσότερων προϊόντων απ όσα μπορούσαν να πουληθούν Αυτή η εμπορική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την χρεοκοπία εργοστασίων και την ανεργία του εργατικού δυναμικού. Συμφώνα με τον Μαρξ αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται κάθε πέντε με επτά έτη και το ονομάζει καπιταλιστική κρίση.
Ο Μαρξ είχε προβλέψει τις καταστροφικές διαστάσεις του ανταγωνισμού της αστικής τάξης η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια την κοινωνία στην εκμετάλλευση αλλά και την ηθική κατάπτωση. Αυτή η κρίση έγινε αιτία να συρρικνωθούν αριθμητικά οι καπιταλιστές και να αυξηθεί το προλεταριάτο το όποιο θα συνειδητοποιούσε την καταπίεση που του ασκούσε η αστική τάξη αλλά και την δύναμη που είχε λόγω αριθμητικής υπεροχής. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε σύγκρουση από την οποία θα βγουν νικητές οι προλετάριοι σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία. Η τάξη που τελικά κατορθώνει να πάρει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής είναι εκείνη που κυριαρχεί και που διαμορφώνει την κοινωνική υπερδομή (την ιδεολογία, την ηθική αλλά και το θεσμικό πλαίσιο), με τέτοιο τρόπο ώστε να συντηρεί την κυριαρχία της.
Ο Μαρξ θεώρει ότι η ανώτερη μορφή ταξικής πάλης είναι ο πολιτικός αγώνας, δηλαδή η πάλη εναντίον της τάξης των εκμεταλλευτών. Το ανώτερο στάδιο του πολιτικού αγώνα είναι η κοινωνική προλεταριακή επανάσταση που έχει ως αποστολή να αντικαταστήσει τις παλιές παραγωγικές σχέσεις με καινούριες, να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και να την αντικαταστήσει από την κοινή χρήση των μέσων παραγωγής και την κοινοκτημοσύνη των αγαθών, δηλαδή διανομή όλων των παραγόμενων προσόντων με βάση κοινή συμφωνία. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι κατά τον Μαρξ ο πιο σύντομος και πιο αποτελεσματικός τρόπος για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός ολόκληρης της κοινωνίας. Το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελεί την βασική διεκδίκηση του κουμμουνιστικού κινήματος. Στην θέση της ατομικής ιδιοκτησίας θα υπάρχει συλλογική διαχείριση με μορφή εθελοντικά συνεταιριστική η κρατική τις λεγόμενες κολεκτίβες.
Αυτή η κοινωνία θα είναι μεταβατική και θα υπόκειται στον έλεγχο της εργατικής τάξης, η δικτατορία της αστικής τάξης θα αντικατασταθεί με την δικτατορία του προλεταριάτου. Με την βίαιη καταστολή της αστικής τάξης θα πάψουν και οι ταξικές αντιθέσεις και το προλεταριάτο δεν θα είναι κυρίαρχη τάξη αλλά θα υπόκειται σε μια κοινωνία αταξική στην οποία θα σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στην νέα τάξη πραγμάτων η ανάπτυξη του κάθε ατόμου θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Ιδανικά λοιπόν δεν θα υφίσταται η ταξική καταπίεση και η οικονομική παραγωγή θα μεγιστοποιηθεί, θα υπάρχει αφθονία αγαθών και θα επικρατήσει παγκόσμια αρμονία επειδή οι πόροι από τα παραγόμενα αγαθά θα κατανέμονται όπως πρέπει και η φτώχεια δεν θα υπάρχει πια. Στην κουμουνιστική κοινωνία η εργασία δεν θα είναι μια καταπιεστική ανάγκη αλλά μια ευκαιρία για ν αναπτύξει ο άνθρωπος τις δημιουργικές του ικανότητες και δεν θα διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο.
Τα κύρια γνωρίσματα της μαρξιστικής αναλυτικής θεωρία αποτελούν: η διαχρονική σημασία των υλικών αγαθών και η διαχείρισή τους, ο συσχετισμός των παραγωγικών δυνάμεων, η πρωταρχική συσσώρευση του οικονομικού πλούτου, η διαμόρφωση της ταξικής σύγκρουσης και, τέλος, η επαναστατική κοινωνική ανατροπή, ως καταλυτική ενέργεια επαναπροσδιορισμού του κοινωνικό-οικονομικού πλαισίου. Ο Μαρξ από τους μεγαλύτερους στοχαστές των ιστορικών και κοινωνικών δομών, οραματίστηκε μιαν αδυσώπητα επερχόμενη κοινωνία και επιχείρησε έναν ολοκληρωμένο τρόπο με την ιδιαίτερη προσέγγισή του, για την ασφαλέστερη και προσδοκώμενη διευθέτηση αυτών των δραματικών αλλαγών που θα ακολουθούσαν στους μετέπειτα αιώνες.

ΛΑΪΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ - ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ

Χρειάστηκε νέο Σύνταγμα, αυτό του 1864, ευθύς μετά την έλευση του νέου ηγεμόνα της χώρας, του Γεωργίου Ά των Γλύξμπουργκ της Δανίας, κυρίως όμως χρειάστηκαν οι πολιτικοί αγώνες του πρώτου μεγάλου κοινοβουλευτικού άνδρα της χώρας, του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος υποχρέωσε τον Γεώργιο να αποδεχτεί επίσημα ότι θα έδινε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που είχε τη «δεδηλωμένη εμπιστοσύνη» του κοινοβουλίου.
Η αποδοχή της αρχής της δεδηλωμένης αφενός υποχρέωσε τον ανώτατο άρχοντα να σέβεται τη λαϊκή ετυμηγορία και συνεπώς τη λαϊκή κυριαρχία και αφετέρου συνέβαλε, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, στην ανάπτυξη των εκλογικών πολιτικών σχηματισμών που διαχειρίζονταν έως τότε την εξουσία σε πολιτικά κόμματα με σταθερές αρχές και προγράμματα. Ανεξάρτητη και κοινοβουλευτική, η Ελλάδα της εποχής (1830- 1881) κέρδιζε αργά, πολύ αργά, μια θέση στη χορεία των ανεξάρτητων εθνικών κρατών. Το παλαιό καθεστώς των αρχόντων που είχε αναπτυχθεί στα χρόνια της ξένης κυριαρχίας και του Αγώνα έφθινε και μια νέα γενιά ανδρών έπαιρνε τη θέση τους.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

Μαζί με τους ιστορικούς αυτής της περιόδου, ας μεταφερθούμε στις κορυφές των βουνών της Ελλάδας... ας στρέψουμε γύρω το βλέμμα μας... Τι απελπισία!... Παντού ερείπια! Άμορφοι όγκοι και χαλάσματα που ακόμα καπνίζουν, δακρυσμένες γυναίκες, οικογένειες χωρίς ψωμί! Μάταια αναζητούμε τις πόλεις, ούτε χωριά δεν υπάρχουν! Στα πόδια του Παρθενώνα, κάτω από το φωτοστέφανο του ένδοξου ονόματος της Αθήνας, κείτονται καλύβες, μισές πέτρα, μισές ξύλο. Μπροστά τους περνούν μονοπάτια, όχι δρόμοι, και αυτά ακόμα τα περάσματα ακατάστατα και λασπωμένα! Κανένα σύγχρονο μνημείο! Ιερά μάρμαρα μόνο, στοιχειωμένα από τις σκιές των παλαιών! Εδώ, φυτείες ξεραμένες, ξεριζωμένες, πυρπολημένες. Εκεί αμπέλια και ελαιώνες κατεστραμμένοι. Κανένας δρόμος, καμία απόδειξη λειτουργίας μιας προηγούμενης διοίκησης! Όλα πρέπει να γίνουν από την αρχή! Όλα πρέπει να αρχίσουν από το τίποτα! Και αυτά τα «όλα» πρέπει να γίνουν από μια χούφτα ανθρώπους, τους λίγους που μπορούν να διευθύνουν, να διδάξουν, να δημιουργήσουν το Έθνος! Τι εργασία αντάξια γιγάντων! Και μερικοί θα ήθελαν να έχουν ήδη ολοκληρωθεί όλα αυτά, να είναι τα πάντα στρωμένα, διαμορφωμένα! Πού και πότε έφθασαν λίγα μόλις χρόνια στη Δύση για να πετύχει ένα τέτοιο θαύμα;
Pierre Α. Moraïtinis, La Grèce telle qu’elle est, Paris, Athènes, Berlin, 1877 (ανατύπωση Δ.Ν. Καραβίας, 1987) Avant-propos, p. 7-8.
Πανοραμική θέα της δενδρόφυτης Αθήνας στο τέλος του 19ου αιώνα.
Ρωμαϊκό Θέατρο Ηρώδη του Αττικού (Ηρώδειο), 1869
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και η Πατησίων κατά το έτος ίδρυσής του.
Η Ακρόπολη και η περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ο πεζόδρομος Ηρώδου του Αττικού, το 1869.
Ο Πειραιάς, το 1875
Το Ζάππειο, το 1890
Μετά από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, η Ελλάδα δεν ήταν μόνο φτωχή, με απαρχαιωμένες παραγωγικές δομές. Ήταν επίσης μικρή στην έκταση και ολιγάνθρωπη. Η γραμμή Αμβρακικού- Παγασητικού αποτελούσε τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους. Από τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα ανήκαν μόνο οι Βόρειες Σποράδες και οι Κυκλάδες. Ο κορμός της χώρας ήταν η Ρούμελη και ο Μωριάς, όπως στα επαναστατικά χρόνια. Το 1864 προστέθηκαν τα Ιόνια νησιά και το 1881 η Θεσσαλία. Έτσι, τα βόρεια σύνορα άγγιξαν τον Όλυμπο και τη Μακεδονία. Η πυκνότητα του πληθυσμού κυμαινόταν από 15 (1828) σε 43 (1911) κατοίκους στο τετραγωνικό χιλιόμετρο, όταν σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης οι ίδιοι αριθμοί ήταν τριψήφιοι. Οι εικόνες που μας έρχονται από εκείνη την εποχή μαρτυρούν την εξάντληση του τόπου και των ανθρώπων. Γύρω από τις πόλεις τα εδάφη ήταν γυμνά, εξαντλημένα από την υπερβόσκηση και την υλοτομία και τα χωράφια έμοιαζαν χέρσα, εξαιτίας της εκτεταμένης αγρανάπαυσης, με την οποία οι αγρότες πάσχιζαν να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους. Τα περιφραγμένα περιβόλια πολύ λίγο βελτίωναν την αίσθηση εγκατάλειψης που απέπνεε το τοπίο. Παρ' όλα αυτά, ο πληθυσμός αυξανόταν με γρήγορους ρυθμούς, χωρίς ποτέ να εξαντλούνται τα περιθώρια δημογραφικής εξέλιξης σε μια τόσο αραιοκατοικημένη χώρα. Οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες και τα παραγωγικά πλεονάσματα πενιχρά. Σε περιόδους αστάθειας εύκολα ερχόταν η καταστροφή. Ο ναυτικός αποκλεισμός από τους Αγγλο-Γάλλους, το 1854, στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, προκάλεσε πείνα, αρρώστια και ανθρώπινες απώλειες, επιβεβαιώνοντας τις μικρές δυνατότητες της χώρας. Οι πόλεις μεγάλωναν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχαν κάποια ομοιότητα, στο διάστημα που μας απασχολεί, με τα βιομηχανικά, εμπορικά, χρηματιστικά, αστικά κέντρα της Δύσης. Για τα ευρωπαϊκά μέτρα οι πόλεις της μικρής Ελλάδας έμοιαζαν περισσότερο με μεγάλα χωριά. Η μετακίνηση ανθρώπων από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα δεν στόχευε αποκλειστικά σε εγκατάσταση στον αστικό χώρο, όπου η αργή ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν έδινε στους νεοφερμένους πολλές ευκαιρίες. Οι μεταναστεύσεις του αγροτικού πληθυσμού προς τα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, προς το Δούναβη, τη Νότια Ρωσία, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο ήταν συχνό φαινόμενο. Προς το τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, άνοιξαν οι δρόμοι προς την Αμερική. Η σταφιδική κρίση εκείνης της εποχής προκάλεσε μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης πέρα από τον Ατλαντικό.
Πολλές δεκαετίες, μετά την ανεξαρτησία της, η Ελλάδα εξακολουθούσε να μοιάζει περισσότερο με την Ανατολή παρά με τη Δύση, παρ' όλο που η τελευταία υπήρξε το ζητούμενο, το επιθυμητό, το σημείο αναφοράς όλα αυτά τα χρόνια. Απουσίαζαν τα ισχυρά κέντρα ανάπτυξης, οι «ατμομηχανές» της οικονομικής και τεχνικής προόδου. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να υπάρξουν, όταν απουσίαζαν όλα όσα ήταν αναγκαία και προαπαιτούμενα για τη δημιουργία τους; Η χώρα δεν διέθετε σημαντικές πρώτες ύλες, δεν είχε πλεονάζον ειδικευμένο ή έστω φθηνό εργατικό δυναμικό, η συσσώρευση κεφαλαίου, ιδιωτικού και δημόσιου, ήταν ισχνή και η εσωτερική αγορά περιορισμένη έως ασήμαντη. Επιπλέον, η χώρα ανταγωνιζόταν τον εαυτό της. Έξω από τα σύνορά της υπήρχαν ισχυρά κέντρα ελληνισμού, πνευματικά, οικονομικά, παραγωγικά, τα οποία πολλές φορές κυριαρχούσαν στο χώρο τους αλλά και σε ευρύτερες περιοχές. Έλληνες, ελληνικά κεφάλαια και πλούτος υπήρχαν και αναπτύσσονταν από την Ουκρανία ως το Σουδάν, από το Δούναβη ως τον Καύκασο και από τη Σμύρνη ως την Κιλικία. Για τους Έλληνες των περιοχών αυτών το μικρό ελληνικό βασίλειο ήταν για πολλά χρόνια μια κακή ανάμνηση μάλλον, ένας φτωχός και ίσως ανεπρόκοπος συγγενής. Οι δικές τους επιτυχίες φάνταζαν ολότελα ξένες σε σύγκριση με τη στασιμότητα και την ένδεια της μικρής Ελλάδας. Χρειάστηκε να δυσκολέψουν γι' αυτούς οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, προς το τέλος κυρίως του 19ου αιώνα, για να ανακαλύψουν τη σημασία που είχε η φτωχή τους πατρίδα, ως ασφαλές καταφύγιο και ως πεδίο ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων. Στο μεταξύ η πρόοδος του εκτός των εθνικών συνόρων ελληνισμού ταλάνιζε το μικρό βασίλειο. Ενίσχυε την ιδέα ότι το υπάρχον κράτος δεν ήταν παρά μία ημιτελής κατασκευή, τα θεμέλια απλώς για κάτι μεγαλύτερο. Η «Μεγάλη Ιδέα» που εκπορεύθηκε απ' αυτήν την αντίληψη, δημιουργούσε προσδοκίες για ολοκλήρωση του εθνικού οράματος, που προϋπέθετε σημαντική διεύρυνση των συνόρων. Η έντονη παρουσία της εθνικής αυτής ιδεολογίας είχε επιπτώσεις στον πολιτικό και οικονομικό χώρο, ιδιαίτερα σε εποχές που τα προβλήματα έμοιαζαν με ανοικτές πληγές, στην περίπτωση της Κρήτης ή, αργότερα, της Μακεδονίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους, μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, αποκλειστικά στα εσωτερικά ζητήματα, στην οικονομική ανόρθωση και τη γεφύρωση του χάσματος με τη Δύση. Όλα αυτά συνυφαίνονταν με το εθνικό όραμα, μεγαλώνοντας το κόστος των προσπαθειών και καθιστώντας συχνά τις οικονομικές πρωτοβουλίες έρμαια των εθνικών κρίσεων.
Τα οικονομικά μεγέθη της χώρας, ο μικρός πληθυσμός, η περιορισμένη αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων της, η απουσία παραγωγικών μονάδων μεγάλου μεγέθους καθήλωναν, σε ολόκληρο το 19ο αιώνα, την εσωτερική εμπορική κίνηση σε πολύ χαμηλά επίπεδα1. Μόνο προς τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα δημιουργήθηκε στις μεγαλύτερες πόλεις μια άξια λόγου εμπορική κίνηση, η οποία όμως, σε μεγάλο ποσοστό, τροφοδοτήθηκε από εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα. Για τους ίδιους λόγους, το εμπόριο της χώρας συνδέθηκε με το εξωτερικό, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Έτσι λοιπόν, όταν εξετάζουμε το εμπόριο της Ελλάδας μέχρι το 1913, εννοούμε βασικά το εξωτερικό εμπόριο. Και καθώς αυτό το τελευταίο ήταν σχεδόν μόνιμα παθητικό για τη χώρα, η Ελλάδα δηλαδή αγόραζε από το εξωτερικό πολύ περισσότερα από όσα πωλούσε εκεί, το βασικό πρόβλημα ήταν το ισοζύγιο πληρωμών, η σχέση δηλαδή ανάμεσα στην αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών. Παρ' όλα αυτά, η σημασία του εμπορίου ήταν μεγάλη. Όχι μόνο συνέβαλλε στην αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος της χώρας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και την πλέον αξιόπιστη πηγή εσόδων για τα δημόσια ταμεία. Τα έσοδα των τελωνείων αποτελούσαν πραγματικά ένα σημαντικό ποσοστό των δημοσίων εσόδων.
Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου ακολούθησε ρυθμούς ανάλογους με τη γενικότερη βελτίωση των εθνικών οικονομικών μεγεθών αλλά και με τους ρυθμούς ανάπτυξης της διεθνούς εμπορικής κίνησης. Στατιστικά, η αύξηση της αξίας των συναλλαγών παρουσιάζεται εντυπωσιακή. Το 1851 η συνολική αξία των εισαγωγών και εξαγωγών της χώρας ήταν περίπου 36.000.000 χρυσές δραχμές, ποσό που αυξήθηκε στα 235.000.000 το 1901 και στα 315.000.000 το 1911. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο ίδιο διάστημα η Ελλάδα διευρύνθηκε με την προσάρτηση των Ιόνιων νησιών και της Θεσσαλίας και ότι ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 2,5 φορές. Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες. Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων.
Οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε στο διάστημα αυτό εμπορικούς δεσμούς ήταν, ως επί το πλείστον, τα βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Η Αγγλία απορροφούσε το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών σταφίδας αλλά και ένα σημαντικό ποσοστό των μεταλλευμάτων (μολύβδου). Η Γαλλία αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήταν π.χ. το Βέλγιο, ακολουθούσαν. Αντίθετα, οι εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία, αν και υπαρκτές, δεν βρίσκονταν στην πρώτη θέση από πλευράς όγκου και αξίας. Η ελληνική εμπορική δραστηριότητα δεν περιοριζόταν μέσα στα σύνορα του ελληνικού κράτους. Ισχυροί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι είχαν επεκτείνει τον ίδιο καιρό τις δραστηριότητές τους στις γύρω από την Ελλάδα περιοχές. Στη Νότια Ρωσία, στις χώρες από τις οποίες διέρχεται ο Δούναβης, στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα λιμάνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια, οι εμπορικές δραστηριότητες των Ελλήνων αναπτύσσονταν ανταγωνιστικά ως προς τις δραστηριότητες όχι μόνο των εγχώριων εμπόρων, αλλά και των εμπορικών οίκων των ισχυρών βιομηχανικών κρατών της Δύσης.
Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, παρατηρήθηκε σημαντική ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα σε πολλές παραλιακές περιοχές του ελληνικού χώρου και σε νησιά. Η δραστηριότητα αυτή ευνοήθηκε από διάφορες συγκυρίες, και ιδιαίτερα από την έξοδο της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και το εμπόριο που αναπτύχθηκε στα λιμάνια της περιοχής (λ.χ. στην Οδησσό) και της Μεσογείου. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα χριστιανικά -ελληνικά- πλοία προστατεύονταν από τη ρωσική ισχύ και έτσι ευνοήθηκε η ραγδαία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους. Λίγο αργότερα, με τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους, ευνοήθηκε ιδιαίτερα η ελληνική ναυτιλία. Η διάσπαση του ηπειρωτικού αποκλεισμού, τον οποίο είχε επιβάλει το αγγλικό ναυτικό στα γαλλικά λιμάνια, έφερνε μεγάλα κέρδη, ενώ ταυτόχρονα η εξαφάνιση των γαλλικών πλοίων από την Ανατολική Μεσόγειο δημιούργησε κενά, πού έσπευσαν να εκμεταλλευτούν οι Έλληνες. Ακολούθησαν δύσκολα χρόνια, με αποκορύφωμα τη δεκαετία της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830). Στη διάρκεια των συγκρούσεων, ο ελληνικός εμπορικός στόλος μετατράπηκε σε πολεμικό, οι δρόμοι του εμπορίου έκλεισαν και τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα γνώρισαν την καταστροφή (Ψαρά, Γαλαξίδι) ή την παρακμή. Από την ακμάζουσα προεπαναστατική ναυτιλία απέμειναν λίγα πράγματα. Το κυριότερο από αυτά ήταν η προδιάθεση για τη θάλασσα και η γνώση των ναυτικών υποθέσεων. Στο ελληνικό κράτος, στη θέση των παλιών κέντρων που παρήκμασαν, αναδείχθηκαν νέα. Το πιο σημαντικό απ' αυτά ήταν η Σύρος, η οποία στη διάρκεια της Επανάστασης δέχθηκε κύματα προσφύγων, κυρίως από τη Χίο. Η στρατηγική θέση του νησιού, στο κέντρο του Αιγαίου και πάνω ακριβώς στις διαδρομές που συνέδεαν τα Στενά και τη Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου, συνέβαλε στη δημιουργία ισχυρότατου -όχι μόνο για τα ελληνικά μέτρα- ναυτιλιακού κέντρου. Στην ανάπτυξη αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η δυναμική παρουσία και δραστηριότητα των ελληνικών παροικιών στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής: στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στις εκβολές του Δούναβη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αργότερα στην Αίγυπτο.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η ελληνική ναυτιλία, παρά τις περιόδους κρίσης που πέρασε και παρά τον ανταγωνισμό των υψηλού κόστους και τεχνικών απαιτήσεων ατμοπλοίων, ακολούθησε ανοδική πορεία. Ο αριθμός και η χωρητικότητα των πλοίων της δεν έπαυαν να αυξάνουν. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1866 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους. Η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν αυτονόητη. Υπήρξαν έντονες αυξομειώσεις στην περίοδο κατά την οποία τα ελληνικά ιστιοφόρα αντικαταστάθηκαν από ατμόπλοια. Το ίδιο χρονικό διάστημα πολλά από τα εθνικά δημόσια έργα έγιναν για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Κατασκευάστηκαν λιμάνια και δημιουργήθηκε ένα σύστημα φάρων, που έκανε πολύ ασφαλέστερη τη ναυσιπλοΐα στις ελληνικές θάλασσες. Οι πρωτοβουλίες και οι συγκροτημένες προσπάθειες για την είσοδο της ελληνικής ναυτιλίας στην εποχή του ατμού ξεκίνησαν μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα κεφάλαια που χρειάζονταν για την κατασκευή ή την αγορά και τη συντήρηση των ατμοπλοίων ήταν σημαντικά, με αποτέλεσμα να ανατραπούν οι παραδοσιακές εφοπλιστικές σχέσεις που ίσχυαν για τα ιστιοφόρα και να αναζητηθούν κεφάλαια μέσω εταιρειών και ισχυρών επιχειρηματικών σχημάτων. Το κράτος, οι τράπεζες (η Εθνική Τράπεζα ιδιαίτερα) και οι εκτός συνόρων ομογενείς συμμετείχαν ενεργά σ' αυτές τις πρωτοβουλίες. Παρ' όλα αυτά, η περιορισμένη διαθεσιμότητα κεφαλαίων και ο αυξημένος επιχειρηματικός κίνδυνος ανέστειλαν την ανάπτυξη της ελληνικής ατμοπλοΐας. Η παρουσία της άρχισε να γίνεται αισθητή μόλις την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1890 έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912. Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε στην κυριαρχία Ελλήνων επιχειρηματιών στις μεταφορές στην περιοχή του Δέλτα του Δούναβη αλλά και στην κίνηση στο ίδιο το ποτάμι. Ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, οι καταστροφές που προκάλεσε αλλά και οι μεγάλες οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που έφερε στα κράτη του Ευξείνου Πόντου, μετέβαλαν για μια ακόμα φορά τα δεδομένα. Το 1919 ο ελληνικός εμπορικός στόλος είχε υποδιπλασιαστεί, σε σχέση με το 1914. Στην ουσία χρειάστηκε μια νέα αρχή.
Από τα πολλά προβλήματα που κληροδότησε η οθωμανική κατοχή στο νέο ελληνικό κράτος, ξεχώριζε για την έκταση, τη σημασία και την πολυπλοκότητα του το ζήτημα των «εθνικών γαιών». «Εθνικές γαίες» ήταν οι ακίνητες, οι κτηματικές ιδιοκτησίες των Οθωμανών στις περιοχές που περιήλθαν στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Η γη αυτή ανήκε είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε μουσουλμανικά ιδρύματα είτε σε ιδιώτες, ως ιδιοκτησία ή ως δικαίωμα νομής (εκμετάλλευσης).
Οι περιουσίες αυτές περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους «επαναστατικώ δικαίω». Για τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις αποτέλεσαν το πρώτο και, ουσιαστικά, το μόνο κεφάλαιο στη διάρκεια του πολέμου, γι' αυτό και χρησιμοποιήθηκαν ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων ή ως μέσα εξασφάλισης εσόδων, μέσω της εκποίησής τους. Η έκταση των γαιών αυτών μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση, καθώς το σχετικό με την έγγειο ιδιοκτησία οθωμανικό καθεστώς ήταν περίπλοκο, όπως και οι μηχανισμοί απογραφής των περιουσιακών στοιχείων. Υπολογίζεται ότι η έκταση των εθνικών κτημάτων ανερχόταν χονδρικά σε 4.000.000 έως 5.000.000 στρέμματα. Η διανομή των «εθνικών γαιών», αν και αποτελούσε γενική επιθυμία, συναντούσε πολλά προβλήματα στην πράξη. Πολλοί από τους καλλιεργητές των κτημάτων αυτών είχαν δικαιώματα εκμετάλλευσης της γης από τα προεπαναστατικά χρόνια. Καλλιεργούσαν δηλαδή για πολλές γενιές τα χωράφια, αποδίδοντας ένα ποσοστό (περίπου 15%) στον κατ' όνομα ιδιοκτήτη, καθώς και το φόρο επί της παραγωγής, τη δεκάτη. Οπωσδήποτε είχαν ισχυρά δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στη γη και ήταν δύσκολο για το κράτος να τους ζητήσει να την εξαγοράσουν καταβάλλοντας υψηλό τίμημα. Η εξαγορά, εξάλλου, προϋπέθετε και ξεκάθαρους τίτλους ιδιοκτησίας, προσδιορισμό δηλαδή του προς εξαγορά αντικειμένου, πράγμα που ήταν ανύπαρκτο στον οθωμανικό χώρο, όπου υπήρχαν συνήθως επάλληλα δικαιώματα επί της γης*.
Από την άλλη πλευρά, στη Στερεά Ελλάδα, ένα σημαντικό τμήμα των εθνικών γαιών, που δεν ήταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών στο τέλος του πολέμου, πέρασαν άμεσα στα χέρια ιδιωτών με απευθείας εξαγορά από τους οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, σε χαμηλή μάλιστα τιμή. Έτσι, το κράτος έχανε την ευκαιρία της διαμεσολάβησης και της αποκόμισης προσόδων. Δεν ήταν επίσης σπάνιες οι καταπατήσεις, ιδιαίτερα σε εποχές ταραχών και κρίσης, καταπατήσεις που δύσκολα μπορούσαν να αποδειχθούν σε εδάφη με αμφισβητούμενα πιστοποιητικά ιδιοκτησίας. Στο χώρο της έγγειας ιδιοκτησίας, το οθωμανικό δίκαιο διέφερε σημαντικά από το βυζαντινορωμαϊκό, το οποίο υιοθέτησε το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Η προσαρμογή των πραγματικών δεδομένων στη μεταβολή αυτή άφηνε μεγάλα περιθώρια για κάθε είδους ατασθαλίες. Γενικότερα όμως, οι τάσεις οδηγούσαν στον πολυτεμαχισμό των εθνικών γαιών σε μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες και όχι στη συγκέντρωση μεγάλων κτημάτων στα χέρια λίγων κεφαλαιούχων. Αυτό ίσως να οφειλόταν στην έλλειψη μεγάλων κεφαλαίων αλλά και στην τάση απόκτησης ακίνητης περιουσίας στις πόλεις, στην Αθήνα ιδιαίτερα. Η απόκτηση μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας δεν ήταν στις προθέσεις των πλουσίων, γεγονός που άμβλυνε τις αντιθέσεις και δεν επέτρεψε να αναπτυχθούν σημαντικές κοινωνικές εντάσεις γύρω από το πρόβλημα των εθνικών γαιών. Ταυτόχρονα, η δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών, ευπρόσβλητων στις κρίσεις, έκθετων στις διαθέσεις της αγοράς και στις φορολογικές πιέσεις, ευνόησε την ανάπτυξη ενός συστήματος πολιτικής προστασίας: οι τοπικοί πολιτευτές αναλάμβαναν να περιορίσουν τις ασκούμενες πιέσεις, παρεμβαίνοντας στους κυβερνητικούς μηχανισμούς του κράτους. Επρόκειτο για ένα ρόλο ανάλογο μ' εκείνον των προεστών κατά την προεπαναστατική περίοδο.
Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Οι στόχοι ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000 παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο πολυτεμαχισμός της γης ήδη μεγάλος. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των ιδιοκτησιών ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια δημητριακών. Επρόκειτο όμως για σημαντική διανομή καλλιεργήσιμων γαιών, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τα 600.000 στρέμματα εθνικών γαιών που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1870. Ωστόσο, μόνο το 50% περίπου του αντιτίμου των παραχωρούμενων γαιών πληρώθηκε τελικά στο κράτος από τους αγοραστές της εθνικής αυτής ιδιοκτησίας.
Η απουσία βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα περιόριζε το ενδιαφέρον για εκμετάλλευση του υπεδάφους. Οι δραστηριότητες στο χώρο αυτό είτε αποσκοπούσαν σε εξαγωγές, είτε στην εξυπηρέτηση των περιορισμένων τοπικών αναγκών. Για τις τελευταίες, οι δραστηριότητες των λατομείων και η παραγωγή οικοδομικών υλικών είχαν τον πρώτο λόγο. Για τις εξαγωγές, το βάρος έπεσε σε μεταλλευτικά προϊόντα που τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης χρησιμοποιούσαν ως πρώτες ύλες στη μεταλλουργία τους. Τα προϊόντα αυτά εξάγονταν ακατέργαστα, σε μορφή μεταλλεύματος, ή μετά από στοιχειώδη μόνο επεξεργασία. Η Ελλάδα, έστω και στις περιορισμένες διαστάσεις της του 19ου αιώνα, είχε ικανοποιητική ποικιλία κοιτασμάτων, συνήθως όμως σε μικρές ποσότητες. Η ενθάρρυνση της μεθοδικής τους εκμετάλλευσης στις αρχές της δεκαετίας του 1860 με νομοθεσία που επέτρεπε την «εκχώρηση» μεταλλευτικών δικαιωμάτων με ευνοϊκούς όρους, προκάλεσε τη ραγδαία εξέλιξη του κλάδου. Την ίδια εποχή το ενδιαφέρον για μεταλλευτικά και οικοδομικά υλικά είχε ενισχυθεί εξαιτίας διαφόρων συγκυριών, όπως ήταν π.χ. τα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (έργο που ολοκληρώθηκε το 1869) αλλά και το ίδιο το άνοιγμα της διώρυγας, που αναβάθμισε συνολικά την Ανατολική Μεσόγειο.
Η πιο γνωστή περιοχή μεταλλευτικής δραστηριότητας υπήρξε, όπως και στην αρχαιότητα, το Λαύριο. Το 1866 άρχισε εκεί τις εργασίες της μία γαλλο-ιταλική εταιρεία (Σερπιέρι-Ρου) με στόχο την εξαγωγή μεταλλεύματος όχι μόνο από τα υπόγεια κοιτάσματα αλλά και από τις «σκωρίες», τα υλικά που είχαν συσσωρευτεί εκεί στη διάρκεια των αιώνων εκμετάλλευσης των ορυχείων κατά την αρχαιότητα. Η τεχνολογία της εποχής επέτρεπε την απόσπαση μεταλλεύματος από αυτά τα κατάλοιπα. Η εξόρυξη αργύρου και μολύβδου γνώρισε σημαντική άνθηση και πρόσθεσε στις ελληνικές εξαγωγές προϊόντα αξίας πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Από τις άλλες εκμεταλλεύσεις ξεχώριζαν εκείνες της Μήλου (θειάφι), της Νάξου (σμύριδα) και της Θήρας (θηραϊκή γη*, που χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό σε μεγάλα έργα). Με την οικοδομική ανάπτυξη που γνώρισε η χώρα μετά τη δεκαετία του 1870, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο νέα υλικά, όπως το μάρμαρο. Η αξιοποίηση των θαυμάσιων μαρμάρων που διέθετε η χώρα πήρε σημαντικές διαστάσεις κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Σ' αυτήν την κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας μπορούμε να εντάξουμε και τις αλυκές, πηγή σημαντικών δημοσίων εσόδων κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το θέμα της δημιουργίας κεντρικής τράπεζας, αλλά και τραπεζικού συστήματος αντάξιου εκείνων που λειτουργούσαν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αποτέλεσε κεντρικό σημείο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Η ίδρυση τραπεζικών ιδρυμάτων δεν θα εξυπηρετούσε μόνο τις κυβερνητικές ανάγκες, τη διαχείριση του κρατικού δανεισμού, την έκδοση χαρτονομίσματος κ.λπ., αλλά θα έδινε λύση στο χρόνιο πρόβλημα των πιστωτικών αναγκών της οικονομίας. Θα εξασφάλιζε δηλαδή στις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες τα απαραίτητα κεφάλαια με όρους οργανωμένης αγοράς και όχι τοκογλυφίας. Το πιστωτικό σύστημα της χώρας βρισκόταν πραγματικά, κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, σε πρωτόγονη κατάσταση. Ήταν συνδεμένο με το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα με τις εξαγωγές της σταφίδας. Οι έμποροι λειτουργούσαν και ως πιστωτές, με τοκογλυφικές διαθέσεις και όρους. Ο δανεισμός κατευθυνόταν, ως επί το πλείστον, προς τους παραγωγούς και δημιουργούσε προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, καθώς ουσιαστικά επρόκειτο για έναν τρόπο προαγοράς της επικείμενης παραγωγής, με δυσμενείς για τον παραγωγό όρους. Την ίδια στιγμή άλλοι κλάδοι της παραγωγής στερούνταν των απαραίτητων για την ανάπτυξή τους πιστώσεων, και έτσι περιορίζονταν οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η κατάσταση αυτή ήταν αντίθετη με τις προθέσεις και τις πολιτικές του κράτους και αποθάρρυνε τα ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού. Οι προσπάθειες για την άρση όλων αυτών των εμποδίων υπήρξαν έντονες και προέρχονταν από πολλές πλευρές. Δεν απέβλεπαν τόσο στην εξάλειψη της τοκογλυφίας, όσο στην παράλληλη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου πιστωτικού συστήματος, ικανού να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ειδικών κοινωνικών ομάδων. Το μεγάλο βήμα έγινε το 1841, με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας. Τα κεφάλαια για την ίδρυσή της προήλθαν κυρίως από το εξωτερικό, ενώ έντονη ήταν η παρουσία κρατικών παραγόντων στις ιδρυτικές διαδικασίες. Οι κύριοι μέτοχοι της Τράπεζας ήταν ο κεφαλαιούχος Εϋνάρδος, το ελληνικό κράτος (20% του αρχικού κεφαλαίου), Έλληνες έμποροι και επιχειρηματίες της διασποράς, ξένες προσωπικότητες από το χώρο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Θεμελιωτής της και πρώτος διοικητής υπήρξε ο Γεώργιος Σταύρου. Στις επόμενες διευρύνσεις του κεφαλαίου της Τράπεζας άρχισαν να μετέχουν κεφαλαιούχοι, έμποροι κυρίως, του ελληνικού χώρου (Σκουζές, Ράλλης κ.λπ.). Η δραστηριότητά της στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους. Προοδευτικά οι εργασίες της Τράπεζας εξαπλώθηκαν από την Αθήνα στις κύριες επαρχιακές πόλεις (Ερμούπολη 1845, Πάτρα 1846 κ.λπ.), γεγονός που βοήθησε στην αντιμετώπιση των αρνητικών επιρροών που ασκούσε το τοκογλυφικό σύστημα. Η Τράπεζα κέρδισε την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που είχε ως συνέπεια τις διαδοχικές διευρύνσεις του μετοχικού της κεφαλαίου. Παρά την εξάπλωση του τραπεζικού συστήματος και την εμφάνιση νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, η Εθνική Τράπεζα παρέμεινε για πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο τραπεζικό συγκρότημα του ελληνικού χώρου. Από τη δεκαετία του 1860 άρχισαν να πολλαπλασιάζονται τα τραπεζικά και ασφαλιστικά ιδρύματα στη χώρα. Τα πιο σημαντικά απ' αυτά ήταν η Ιονική Τράπεζα (ιδρύθηκε το 1839 στα υπό αγγλική κατοχή τότε Ιόνια νησιά), η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, η Γενική Πιστωτική Τράπεζα, η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως κ.λπ.
Η εμφάνιση και ανάπτυξη της βιομηχανίας στον ελληνικό χώρο κατά το 19ο αιώνα, παρουσίασε ελάχιστα κοινά σημεία με όσα συνέβαιναν στο πεδίο αυτό στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, τα οποία συνοπτικά ονομάστηκαν Βιομηχανική Επανάσταση. Στο μικρό ελληνικό κράτος η ανάπτυξη της βιομηχανίας ήταν διαρκώς παρούσα στις συζητήσεις, στις οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις, συνήθως όμως ως σχέδιο ή πρόθεση, σπάνια ως εφαρμογή. Η ακτινοβολία των επιτευγμάτων των ευρωπαϊκών κρατών έφερνε διαρκώς στο προσκήνιο το ζήτημα της βιομηχανικής ανάπτυξης, η απουσία όμως των απαραίτητων για την ανάπτυξη της βιομηχανίας προϋποθέσεων οδηγούσε τις προθέσεις σε αδιέξοδο. Η εμφάνιση μονάδων παραγωγής, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βιομηχανικές, άρχισε κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας με αποσπασματικό, ευκαιριακό ίσως τρόπο. Οι μονάδες αυτές αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών, οι οποίες σχετίζονταν με την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων. Επρόκειτο κυρίως για εξέλιξη των παραδοσιακών αλευρομύλων, των ελαιοτριβείων, των βυρσοδεψείων και των κλωστηρίων. Οι μονάδες όμως αυτές δεν αποτέλεσαν την αφετηρία για τη δημιουργία πιο σύνθετων βιομηχανικών συγκροτημάτων αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρέμειναν στάσιμες και περιορισμένες ως προς τα οικονομικά τους μεγέθη. Ο δισταγμός αυτός οφειλόταν ίσως στη μικρή έκταση της εγχώριας αγοράς, στην πίεση των εισαγόμενων προϊόντων αλλά και στην έλλειψη πολυάριθμου, ειδικευμένου και φθηνού εργατικού δυναμικού.
Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα περίπου χρόνια από την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για να παρατηρηθεί μια πρώτη απόπειρα ανάπτυξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Γύρω στα 1870 σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων, περισσότερων από εκατό, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη υπαρχουσών μονάδων. Πολύ γρήγορα όμως, η απόπειρα αυτή έχασε τη δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν στην ύφεση και τη στασιμότητα. Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και, κυρίως, στα πρώτα χρόνια του 20ού. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό, πολυδιάστατο, με τάσεις ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, της μεταλλουργίας, της ναυπηγικής και της τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του νέου αιώνα. Η βιομηχανία υπέφερε, όπως και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, από την έλλειψη κεφαλαίων και τη διασπορά των υπαρχόντων σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την ασφυκτικά περιορισμένη -εδαφικά και πληθυσμιακά- βάση οικονομικής εξάπλωσης, από την έλλειψη πρώτων υλών και τη χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στα παραπάνω την έλλειψη παιδείας τεχνικής αλλά και γενικής. Η ελλιπής κατάρτιση περιόριζε τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη. Ούτε η προσάρτηση των Επτανήσων (1864) και της Θεσσαλίας (1881) άλλαξαν τις παραπάνω περιοριστικές συνθήκες. Η αλλαγή των δεδομένων ήρθε μετά το 1912-1913, με την ενσωμάτωση μεγάλων εκτάσεων και πληθυσμών. Και τότε όμως οι χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής βιομηχανίας συνέχισαν να εμποδίζουν την ανάδειξή της σε κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας. Αδύναμη να αντέξει τον εξωτερικό ανταγωνισμό, η βιομηχανία παρέμεινε προσηλωμένη σε δευτερεύουσες δραστηριότητες, αναζητώντας τη σωτηρία της στην παρέμβαση του κράτους, με δασμολογικά ή άλλα ενισχυτικά μέτρα.
Το 1830, οι υποδομές του ελληνικού κράτους ήταν ακόμη πρωτόγονες. Γέφυρες, αμαξιτοί δρόμοι, λιμάνια, υδραγωγεία, δημόσια κτίρια, όλα όσα στηρίζουν την οικονομική και διοικητική λειτουργία του κράτους, είτε δεν υπήρχαν καθόλου, είτε βρίσκονταν σε κακή κατάσταση. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, ήταν απόλυτα φυσικό να στραφεί το ενδιαφέρον της διοίκησης προς την κατασκευή των απαραίτητων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, έργων. Οι προθέσεις, που ήταν και στον τομέα αυτό πολύ καλές, προσέκρουσαν στις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν, και ειδικότερα στην αδυναμία εξεύρεσης των αναγκαίων οικονομικών πόρων. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι το ελληνικό κράτος ξεκίνησε με ένα βαρύ δημοσιονομικό φορτίο, την εξυπηρέτηση δηλαδή των δανείων που είχαν συναφθεί στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια του Αγώνα αλλά και αργότερα, στους δύσκολους καιρούς της κρατικής του συγκρότησης. Στις χερσαίες συγκοινωνίες αλλά και στα περισσότερα από τα δημόσια έργα που είχε ανάγκη η χώρα, η έλλειψη του ιδιωτικού ενδιαφέροντος ήταν δεδομένη, καθώς οι επενδύσεις στις βασικές αυτές υποδομές δεν ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρες. Το κράτος είτε απ' ευθείας, είτε μέσω των δήμων, προσπάθησε να ξεπεράσει τις δυσκολίες αυτές με τις δικές του δυνάμεις. Η δραστηριότητα του ήταν μάλλον υποτονική, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1870, καθώς τα χρήματα έλειπαν και οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν δεν ήταν δημοφιλείς (για παράδειγμα, οι αγγαρείες των αγροτών στην κατασκευή δρόμων).
Η πύκνωση του οδικού δικτύου πέρασε στην πρώτη θέση των εθνικών και τοπικών προτεραιοτήτων προς το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Η οικονομική ανάπτυξη, οι πιο γρήγοροι ρυθμοί αστικοποίησης, η δημιουργία των κεντρικών σιδηροδρομικών αξόνων και η ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου ήταν παράγοντες που προώθησαν την κατασκευή οδικού δικτύου. Στους ανασταλτικούς παράγοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το μεγάλο κόστος της κατασκευής δρόμων σε ορεινά εδάφη αλλά και τον «ανταγωνισμό» των θαλάσσιων συγκοινωνιών που κυριαρχούσαν στις μεταφορές κοντά στα παράλια, δηλαδή σε πολύ μεγάλο τμήμα της χώρας. Από τα υπόλοιπα δημόσια έργα το κυριότερο ήταν η αποξήρανση μεγάλων εκτάσεων που καλύπτονταν από νερά λιμνών και ελών. Πέρα από το γεγονός ότι η αποξήρανση έδινε πλούσια καλλιεργήσιμη γη, ήταν και ο μόνος τρόπος καταπολέμησης της ελονοσίας, της αρρώστιας που αποτελούσε μάστιγα για την αγροτική Ελλάδα ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Πολλά αποστραγγιστικά έργα έγιναν στη χώρα, με πιο σημαντικό την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας στη Βοιωτία. Εκτός από το σιδηροδρομικό δίκτυο, το μεγαλύτερο τεχνικό έργο που κατασκευάστηκε αυτήν την εποχή ήταν η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Το έργο ξεκίνησε το 1881 από μια υπερβολικά αισιόδοξη γαλλική τεχνική εταιρεία. Ύστερα από πολλές τεχνικές και οικονομικές περιπέτειες, το έργο ολοκληρώθηκε το 1893, βελτιώνοντας τους όρους της ναυσιπλοΐας, καθώς έκανε περιττό τον περίπλου της Πελοποννήσου. Επιπλέον, με τη διάνοιξη του πορθμού του Ευρίπου και την κατασκευή φάρων στις ακτές, η ναυσιπλοΐα ευνοήθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή.
Η πιο χαρακτηριστική από τις αλλαγές που έφερε η βιομηχανική επανάσταση στα ανεπτυγμένα κράτη του 19ου αιώνα ήταν η εμφάνιση, η εξάπλωση και τελικά η κυριαρχία του σιδηροδρόμου στις χερσαίες μεταφορές. Το σιδηροδρομικό δίκτυο έλυνε το πρόβλημα της μεταφοράς μεγάλου όγκου προϊόντων με μικρό κόστος, σε αποστάσεις που μετριούνταν πλέον στην κλίμακα κρατών και ηπείρων. Η βιομηχανική επανάσταση, η αύξηση της παραγωγής και η δημιουργία μεγάλων πόλεων δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν χωρίς αυτήν τη νέα δυνατότητα που εξασφάλιζε την τροφοδοσία των πόλεων με τρόφιμα, τα εργοστάσια με πρώτες ύλες και την αγορά με προϊόντα. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, δεν ήταν περίεργο που ο σιδηρόδρομος έγινε το σύμβολο των νέων καιρών και το συνώνυμο της ανάπτυξης κατά το 19ο αιώνα. Στις μικρότερες και πιο καθυστερημένες οικονομικά χώρες, η απόκτηση σιδηροδρομικού δικτύου παρουσιάστηκε από πολύ νωρίς ως σημαντική προϋπόθεση για την είσοδο τους στο χώρο των ανεπτυγμένων κρατών. Οι σχετικές με την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου συζητήσεις άρχισαν στη χώρα μας λίγα μόλις χρόνια μετά την ανεξαρτησία της, ίσως το 1835. Ανυπέρβλητες όμως δυσκολίες περιόριζαν τις συζητήσεις αυτές για πολλές δεκαετίες στο χώρο των θεωρητικών αναλύσεων και των απλών επιθυμιών. Η κατασκευή της σιδηροδρομικής υποδομής ήταν ιδιαίτερα πολυέξοδη υπόθεση και απαιτούσε κεφάλαια που το μικρό ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να εξοικονομήσει. Από την άλλη μεριά, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων, προϋπέθετε ότι το προς κατασκευή δίκτυο θα ήταν αποδοτικό, θα εξασφάλιζε δηλαδή τη μεταφορά πρώτων υλών, ζωτικών για τη βιομηχανία, και καταναλωτικών αγαθών, που οι τοπικές αγορές θα ήταν σε θέση να απορροφήσουν. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Το ενδιαφέρον λοιπόν των ξένων ή των ομογενών επενδυτών παρέμενε πολύ μικρό. Επιπλέον, η γειτνίαση της θάλασσας, στις περισσότερες περιοχές της χώρας, δεν βοηθούσε τα πράγματα, καθώς οι θαλάσσιες μεταφορές περιόριζαν την αποδοτικότητα του σιδηροδρομικού δικτύου. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 η μόνη σιδηροδρομική γραμμή που είχε κατασκευαστεί στην Ελλάδα ήταν αυτή που συνέδεε την Αθήνα με τον Πειραιά και είχε μήκος μόλις 9 χιλιομέτρων. Αλλά και αυτή χρειάστηκε δώδεκα χρόνια και πολλές περιπέτειες για να κατασκευαστεί. Όλες οι υπόλοιπες περί σιδηροδρόμου διακηρύξεις και τα φιλόδοξα σχέδια παρέμεναν ανεφάρμοστα, καθώς η υλοποίησή τους συγκινούσε μόνο αμφίβολης αξιοπιστίας κερδοσκόπους. Οι γενικότερες αλλαγές όμως, που προοδευτικά μετέβαλαν τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας ως το 1881, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για υλοποίηση των σχεδίων κατασκευής σιδηροδρομικού δικτύου. Την ίδια περίπου εποχή, γύρω από τη χώρα, προχωρούσε η κατασκευή μεγάλων συγκοινωνιακών αξόνων που συνέδεαν την Κεντρική Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία και την Ανατολή ως την Ινδία. Η σύνδεση της Ευρώπης με την Ανατολή γινόταν και ατμοπλοϊκά από το Πρίντεζι της Ιταλίας προς το Σουέζ και τον Ινδικό Ωκεανό. Οι ελληνικές κυβερνήσεις (με πρωθυπουργό τον Τρικούπη, κυρίως) έκριναν ότι οι ελληνικές συγκοινωνιακές υποδομές έπρεπε ταχύτατα να προωθηθούν, ώστε να συνδεθεί η χώρα με τους διεθνείς άξονες. Το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας ολοκληρώθηκε σε τρεις περίπου δεκαετίες, από το 1880 και μετά. Η μεγάλη ώθηση δόθηκε στις πρώτες πρωθυπουργίες του Χαρίλαου Τρικούπη (1882-1892), οπότε και κατασκευάστηκαν 900 χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής. Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος επιβράδυναν την κατασκευή του έργου στη δεκαετία του 1890 και το δίκτυο ολοκληρώθηκε μόλις το 1909. Στο μεγαλύτερο τμήμα του το δίκτυο ήταν μετρικό, με γραμμές πλάτους ενός μόνο μέτρου, τη στιγμή που οι διεθνείς προδιαγραφές προέβλεπαν γραμμές πλάτους 1,56 μέτρων. Αυτό σήμαινε ότι το δίκτυο σχεδιάστηκε για να εξυπηρετεί τοπικές κυρίως ανάγκες, χωρίς φιλοδοξίες να αποτελέσει τμήμα του διεθνούς δικτύου. Το κράτος ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του κόστους του έργου και επωμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού, που έγινε κυρίως από ξένα πιστωτικά ιδρύματα. Οι ιδιώτες συμμετείχαν με μικρότερο ποσοστό (περίπου 30%), σ' ένα έργο του οποίου η αποδοτικότητα ήταν πολύ αμφίβολη. Πραγματικά, το σιδηροδρομικό δίκτυο κλήθηκε να εξυπηρετήσει τη διακίνηση αγροτικών κυρίως προϊόντων και από την αρχή της λειτουργίας του παρουσίαζε σοβαρή υστέρηση στα έσοδά του σε σχέση με τους αισιόδοξους υπολογισμούς που οδήγησαν στη δημιουργία του. Το γεγονός αυτό οδήγησε και στη διακοπή των περαιτέρω επενδύσεων στο χώρο του σιδηροδρόμου. Είναι αναμφίβολο ότι το σιδηροδρομικό δίκτυο πρόσφερε πολλά σε μία χώρα που δεν είχε ποτέ πριν γνωρίσει αξιόπιστο χερσαίο συγκοινωνιακό δίκτυο. Πρόσφερε επίσης πολλές υπηρεσίες στον καιρό των πολέμων, αφού επέτρεψε τη γρήγορη επιστράτευση και τον εφοδιασμό του ελληνικού στρατού. Δεν κατόρθωσε όμως να φέρει την ανάπτυξη και την εκβιομηχάνιση στις περιοχές όπου έφτασε. Δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει όσες αναπτυξιακές προσδοκίες στηρίχθηκαν πάνω του. Για να το κάνει αυτό θα έπρεπε να προκαλέσει την αλλαγή κοινωνικών και οικονομικών δομών. Και, φυσικά, ένα συγκοινωνιακό δίκτυο δύσκολα μπορεί να πετύχει τόσο ριζοσπαστικές αλλαγές.
Από τα χρόνια της Επανάστασης, ο δανεισμός υπήρξε μία σημαντική παράμετρος της λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Αυτό ήταν φυσικό για ένα κράτος που ξεκινούσε από το μηδέν και δεν κληρονόμησε από το προηγούμενο καθεστώς οργανωμένο δημοσιονομικό σύστημα. Είναι γνωστές οι περιπέτειες των δανείων του Αγώνα στη χρηματαγορά του Λονδίνου καθώς και η σύναψη νέων δανείων, που συνόδευσε την άφιξη των Βαυαρών το 1832. Οι Οθωνικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν την αποπληρωμή των επαναστατικών δανείων, γεγονός που απομόνωσε τη χώρα από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές ως το 1861. Η αλλαγή των ρυθμών ανάπτυξης από τη δεκαετία του 1860 και μετά, οδήγησε αναγκαστικά σε νέο δανεισμό. Οι περιορισμένοι πόροι της χώρας, σε συνδυασμό με τα έκτακτα έξοδα που επέβαλαν οι διαρκείς εθνικές κρίσεις, καθιστούσαν αδύνατη την εξοικονόμηση κεφαλαίων για δημόσιες επενδύσεις. Ο εξωτερικός δανεισμός διογκώθηκε κατά τη δεκαετία του 1880, και μέσα σε λίγα μόλις χρόνια η χώρα βρέθηκε να οφείλει ποσά πολλαπλάσια του ετήσιου προϋπολογισμού της. Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών χρησίμευσε για την κάλυψη των τρεχόντων ελλειμμάτων των εθνικών προϋπολογισμών, καθώς και των δαπανών των στρατιωτικών κινητοποιήσεων (του 1877-1880 και του 1885-1886) και των εξοπλισμών (26.000.000 δραχμές από τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για τη ναυπήγηση τριών θωρηκτών το 1889). Επίσης μεγάλα ποσά διατέθηκαν για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων. Μικρό μέρος απέμενε για παραγωγικές επενδύσεις και δημόσια έργα, ποσό όμως απαραίτητο, χωρίς το οποίο τα έργα αυτά δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν.
Κατά το έτος 1893 η Ελλάδα βρέθηκε σε αδυναμία να εξυπηρετήσει τα τοκοχρεολύσια των εξωτερικών της δανείων και ζήτησε επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους της. Η «πτώχευση», όπως χαρακτηρίστηκε, δεν ήταν ασυνήθιστη επιλογή των φτωχότερων κρατών, στην Ελλάδα όμως της εποχής εκείνης είχε μεγάλο πολιτικό κόστος. Οι διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες χώρες συνεχίστηκαν μέχρι τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ήττα του ελληνικού στρατού και η υποχρέωση της Ελλάδας να καταβάλει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία έθεσαν το ζήτημα σε νέες βάσεις. Τα οικονομικά του ελληνικού κράτους οδηγήθηκαν σε καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ). Εκπρόσωποι έξι δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία, Ρωσία, Ιταλία) ανέλαβαν τη διαχείριση βασικών κρατικών εσόδων. Επρόκειτο για τα έσοδα των μονοπωλίων αλατιού, φωτιστικού πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, χαρτιού σιγαρέτων, τα έσοδα από την εξόρυξη της σμύριδας της Νάξου, το φόρο καπνού, τα λιμενικά δικαιώματα του Πειραιά, το φόρο χαρτοσήμου κ.λπ. Το ύψος αυτών των εσόδων ανερχόταν σε 28.000.000 έως 30.000.000 δραχμές. Στόχος αυτής της υποχρεωτικής διαχείρισης ήταν η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας προς την Οθωμανική αυτοκρατορία, δηλαδή η καταβολή της πολεμικής αποζημίωσης ύψους 92.000.000 δραχμών και η εξυπηρέτηση των άλλων δανείων. Η διεθνής επιτροπή, που ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1898, αντιμετώπισε τις τρέχουσες ανάγκες με ένα μεγάλο δάνειο, που χορηγήθηκε με την εγγύηση των Δυνάμεων. Στη συνέχεια, εκτός από το βασικό της ρόλο, δηλαδή την εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων, λειτούργησε επιπρόσθετα ως τεχνικό συμβουλευτικό σώμα, συμβάλλοντας γενικότερα στη βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας. Τα αποτελέσματα ήταν θετικά και έγιναν ορατά λίγα χρόνια αργότερα. Η εγγύηση των Δυνάμεων αύξησε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενώ ο έλεγχος απάλλαξε τους δημοσιονομικούς μηχανισμούς από δυσλειτουργίες του παρελθόντος. Το 1910, παρά τα προβλήματα στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών εξαιτίας της σταφιδικής κρίσης και παρά το γεγονός ότι η αποπληρωμή των δανείων εξακολουθούσε να απορροφά το 1/3 των εθνικών εσόδων, τα δημόσια οικονομικά μπορούσαν να χαρακτηριστούν υγιή, οι προϋπολογισμοί ήταν ελαφρώς πλεονασματικοί και οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους σαφώς αυξημένες. Αυτή η θετική εξέλιξη επέτρεψε τις μεταρρυθμίσεις των πρώτων κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου, την πολεμική προετοιμασία και τη συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους, χωρίς τις δραματικές επιπτώσεις που είχαν στο οικονομικό πεδίο οι πολεμικές κινητοποιήσεις του παρελθόντος.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων είχαν εξαπλωθεί σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Σε ορισμένες περιοχές μάλιστα, στην Αίγυπτο, τη Νότια Ρωσία, τις εκβολές του Δούναβη και την Κωνσταντινούπολη, οι οικονομικές δραστηριότητες που βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για την εγχώρια οικονομία. Για το μικρό ελληνικό κράτος που ασφυκτιούσε στα περιορισμένα γεωγραφικά του όρια, η ύπαρξη αυτών των ισχυρών ομογενειακών ομάδων αποτελούσε οπωσδήποτε μια ελπίδα, μια χρυσή εφεδρεία. Οι σχέσεις όμως των Ελλήνων της διασποράς με το μικρό ελληνικό βασίλειο δεν ήταν, για πολύ καιρό, οι καλύτερες δυνατές. Μέσα σ' ένα κλίμα ανάπτυξης και υψηλών αποδόσεων που χαρακτήριζε τις ευρωπαϊκές οικονομίες μέχρι τη δεκαετία του 1870, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες είχαν περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης στις αγορές των μεγάλων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου. Μόνο ένα ολιγάριθμο τμήμα του ελληνισμού της διασποράς εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και ενσωματώθηκε σταδιακά στην αστική τάξη της χώρας. Για τους πολλούς και πιο ισχυρούς παράγοντες της ομογένειας, η μικρή Ελλάδα ήταν μια περιοχή χωρίς ενδιαφέρον.
Οι σχετικές με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της ομογένειας συζητήσεις γενικεύθηκαν στη δεκαετία του 1860, όταν η αλλαγή δυναστείας και συνταγματικών θεσμών, η πρώτη επέκταση του ελληνικού κράτους, με την ενσωμάτωση των Επτανήσων, και το τεράστιο κόστος της εμπλοκής στις κρητικές επαναστάσεις του 1866-1869 οδήγησαν στην αναζήτηση πολιτικών προσέλκυσης των ομογενών προς την Ελλάδα. Οι πολιτικές αυτές απέδωσαν αρχικά πενιχρά αποτελέσματα. Όμως, την ίδια εποχή, στην Οθωμανική αυτοκρατορία εφαρμόστηκαν οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1856)1 που έδιναν διευρυμένα δικαιώματα στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις νέες οικονομικές συνθήκες που νεες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν σε πολλές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έδιναν σαφώς μεγαλύτερες ευκαιρίες στους ομογενείς από εκείνες που η Ελλάδα μπορούσε να προσφέρει.
Οι πρώτες δειλές ενδείξεις συνεργασίας του ελληνικού κράτους με τους Έλληνες ομογενείς εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1870. Η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να οφειλόταν στην κρίση του 1873, που μείωσε τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και προκάλεσε τη μεταφορά τους προς τα ανατολικά, σε αναζήτηση επικερδών τοποθετήσεων. Η μετακίνηση αυτή πίεσε οικονομικά τους πλούσιους Έλληνες της διασποράς, οι οποίοι αναζήτησαν με τη σειρά τους νέα πεδία επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανακαλύπτοντας έτσι και την Ελλάδα.
Οι τοποθετήσεις σε ακίνητα, τοποθετήσεις επίδειξης, που κόσμησαν την Αθήνα με λαμπρά νεοκλασικά αρχοντικά, δίνοντας σε μερικές κεντρικές περιοχές της αριστοκρατικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσαν τον προάγγελο της δραστηριοποίησης των ομογενών στη χώρα. Η διείσδυσή τους στην ελληνική αγορά έγινε με γνώμονα την αξιοποίηση ευκαιριών για υψηλά κέρδη. Η πώληση, λόγου χάρη, των τσιφλικιών της Θεσσαλίας σε χαμηλές τιμές από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους ομογενείς κεφαλαιούχους. Λίγο αργότερα ακολούθησαν επενδύσεις στο εμπόριο, στις μεταλλευτικές δραστηριότητες, στα δημόσια έργα της τρικουπικής περιόδου και στο δανεισμό του δημοσίου. Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των επενδύσεων ήταν ο ευκαιριακός χαρακτήρας και η ρευστότητά τους. Το κύριο μέλημα φαίνεται ότι ήταν η δυνατότητα γρήγορης απόσβεσης και επανεξαγωγής των κεφαλαίων στο εξωτερικό, στην πρώτη ένδειξη για επικερδέστερες τοποθετήσεις. Η ελληνική αγορά δεν έδινε τόσες υποσχέσεις, ώστε να επιχειρούνται τοποθετήσεις με μακροχρόνιες προοπτικές. Η εύκολη μετατρεψιμότητα της δραχμής ενίσχυε αυτά τα βραχύβια περάσματα του ομογενειακού κεφαλαίου από τη χώρα. Ο χαρακτηρισμός αυτής της οικονομικής συμπεριφοράς ως κερδοσκοπικής δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Στην Ανατολική Μεσόγειο, στις παρυφές δηλαδή του σκληρού πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, το κεφάλαιο λειτουργούσε με βάση το κυνήγι της ευκαιρίας, της γρήγορης απόδοσης, την κερδοσκοπία, με λίγα λόγια. Σταθερότερη ήταν η συμπεριφορά των ομογενών κεφαλαιούχων στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά το κίνημα των Νεοτούρκων, τους Βαλκανικούς πολέμους και τις ανακατατάξεις που έφερε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η έξαρση των εθνικισμών, τα πλήγματα στις οικονομικές δραστηριότητες των ξένων, οι πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσία, το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία της Κεμαλικής Τουρκίας διέκοψαν με τον πλέον απόλυτο τρόπο τις παραδοσιακές δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Αρκετοί από αυτούς προτίμησαν τότε τη μεταφορά των επιχειρηματικών, βιομηχανικών, εμπορικών ή χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων τους στο ελληνικό κράτος. Στο μεταξύ όμως, το ίδιο αυτό κράτος είχε αλλάξει μορφή και οι δυνατότητές του είχαν διαφοροποιηθεί.
Το κεφάλαιο που συσσώρευσαν οι Έλληνες της διασποράς δεν αποτέλεσε σταθερή βάση για την ανάπτυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παρουσία του δεν υπήρξε σημαντική. Το ευκαιριακό και κερδοσκοπικό έστω πέρασμά του από τη χώρα ενίσχυε τη ρευστότητα, έδινε πρόσκαιρες αλλά αναγκαίες λύσεις στην έλλειψη κεφαλαίων που ταλάνιζε τη χώρα και βοήθησε σημαντικά στον εκχρηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Θα ήταν οπωσδήποτε λάθος να ταυτίζουμε τους Έλληνες που ζούσαν έξω από τη χώρα με τους μεγάλους κεφαλαιούχους από τους οποίους η Ελλάδα προσδοκούσε την επίλυση των οικονομικών της προβλημάτων. Η μεγάλη μάζα των Ελλήνων της διασποράς ανήκε σε μεσοαστικά ή μικροαστικά στρώματα. Σε μεγάλο ποσοστό ήταν μετανάστες, διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τις οικογένειες που άφησαν πίσω τους και έστελναν σημαντικό μέρος από το εισόδημά τους στους δικούς τους, στην πατρίδα. Αυτά τα εμβάσματα είχαν για την Ελλάδα μεγάλη σημασία και οι επιπτώσεις τους στην εθνική οικονομία ήταν τουλάχιστον το ίδιο σημαντικές με τις αντίστοιχες των μεγάλων κεφαλαίων της ομογένειας.
Στην Ελλάδα, η περίοδος από τη δεκαετία του 1870, κατά την οποία άρχισε να πρωταγωνιστεί ο Χαρίλαος Τρικούπης [1832-1896), μέχρι την κρίση του 1893, ήταν περίοδος ανάπτυξης σε πολλούς και διάφορους τομείς. Αναπτυξιακά έργα όπως ο πρώτος σιδηρόδρομος, λιμάνια, δημόσια κτίρια, αρδευτικά έργα κ.ά., η σημασία που δόθηκε στη βιομηχανία και τη ναυτιλία και γενικότερα στην αύξηση της παραγωγής, ήταν επενδύσεις που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τους κρατικούς πόρους και έτσι, ως αποτέλεσμα, ο Τρικούπης κήρυξε πτώχευση και στη χώρα επιβλήθηκε Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος(ΔΟΕ). Ο ΔΟΕ απορροφούσε μεγάλο μέρος των εθνικών εσόδων προκειμένου να λάβουν οι δανειστές τμήμα τουλάχιστον του ποσού που είχαν δανείσει στην Ελλάδα. Ο Τρικούπης έμεινε στο πολιτικό προσκήνιο μέχρι τις εκλογές του 1895, στις οποίες έχασε την έδρα του και αποσύρθηκε από την πολιτική.
Στις 8 Νοεμβρίου 1898 ανατέθηκε η ηγεσία του κόμματος στον Γεώργιο Θεοτόκη, ο οποίος όμως δεν είχε την ενεργητικότητα του προκατόχου του. Ο Γεώργιος Θεοτόκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Φεβρουάριο του 1844 και ήταν γόνος της ιστορικής οικογένειας των Θεοτόκηδων, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε νομικά στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Γενεύης και Παρισίων. Το 1868 επέστρεψε στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε για λίγο με τη δικηγορία, αφού γρήγορα τον απορρόφησε η πολιτική. Απέτυχε δύο φορές ως υποψήφιος βουλευτής, αλλά εκλέχθηκε δύο φορές Δήμαρχος Κερκυραίων το 1880 και το 1884. Η επιτυχημένη του πορεία στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης του άνοιξε τον δρόμο της Βουλής, το κατώφλι της οποίας διάβηκε το 1885, εκλεγείς βουλευτής Κερκύρας με την παράταξη του Χαρίλαου Τρικούπη. Στις κυβερνήσεις Τρικούπη ανέλαβε τα χαρτοφυλάκια των Ναυτικών, της Παιδείας και των Εσωτερικών. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Υπουργείο Ναυτικών παραγγέλθηκαν στη Γαλλία τα θωρηκτά «Σπέτσες», «Ύδρα» και «Ψαρά».
Μετά τον θάνατο του Τρικούπη, ο Θεοτόκης ανέλαβε την αρχηγία του «Νεωτερικού Κόμματος» και στις εκλογές της 7ης Φεβρουαρίου 1899 πλειοψήφησε και ανέλαβε τον σχηματισμό κυβέρνησης στις 2 Απριλίου. Οι πρώτες του προσπάθειες επικεντρώθηκαν στην ανασύνταξη του στρατού, που βρισκόταν σε αποσύνθεση, μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Επίσης, προσπάθησε να απαλλάξει τη χώρα από τη ληστεία, με έναν πρωτότυπο τρόπο, διευκολύνοντας πολλούς παρανόμους να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Παρά τη σθεναρή στάση που επέδειξε στα λεγόμενα «Ευαγγελικά», αναγκάσθηκε να παραιτηθεί στις 10 Νοεμβρίου 1901.
Αναπάντεχη ήταν η πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1897. Η πρώτη τουφεκιά έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι πολεμικές συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου του ίδιου χρόνου με ήττα της Ελλάδας. Στις αρχές του 1896, επί Θεόδωρου Δηλιγιάννη, εκτός από τα μεγάλα και δυσεπίλυτα οικονομικά της προβλήματα, η χώρα είχε να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στην Κρήτη, που βρισκόταν τότε υπό οθωμανικό ζυγό. Η διακυβέρνηση της μεγαλονήσου από τον ελληνικής καταγωγής Καραθεοδωρή Πασά είχε στεφθεί από αποτυχία.
Τα φιλελεύθερο και φιλοδίκαιο πνεύμα του εξόργισε τους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστήσουν αδύνατη την περαιτέρω παραμονή του στο νησί. Ταραχές εξερράγησαν και δολοφονίες χριστιανών προκρίτων σημειώθηκαν, όχι κάτι ασυνήθιστο στη μακραίωνα διαβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών στην Κρήτη.
Τον Καραθεοδωρή Πασά διαδέχθηκε ο τουρκαλβανός Τουρχάν Πασάς, ο οποίος ούτε και αυτός έγινε αποδεκτός από τους ομοδόξους του. Με προτροπή των μεγάλων δυνάμεων, τη διοίκηση της Κρήτης ανέλαβε ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς, πρώην διοικητής της Σάμου. Η κατάσταση, όμως, παρέμεινε έκρυθμη και το αίμα έρεε άφθονο. Οι χριστιανοί Έλληνες, που αποτελούσαν το 80% των κατοίκων της Κρήτης, είχαν ξεσηκωθεί και ζητούσαν αυτονομία για το νησί τους. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία και η Ιταλία έστειλαν από ένα πλοίο στην Κρήτη για την προστασία των υπηκόων τους. Το ίδιο ήθελε να πράξει και η Ελλάδα, αλλά εμποδίστηκε από τις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Πάντως, βοήθεια έφθανε από την Ελλάδα στην Κρήτη, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συγκεκριμένα την Εθνική Εταιρεία, μια μεγαλοϊδεατική οργάνωση, με βαθιές ρίζες στην ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής διασποράς.
Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, ενώ από την πλευρά τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να τον πείσουν να δώσει μεγαλύτερα προνόμια στην Κρήτη. Ο Σουλτάνος δέχθηκε ο διοικητής της Κρήτης να είναι πάντοτε χριστιανός και να διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων Δυνάμεων, αλλά την ίδια ώρα ενθάρρυνε τους Τουρκοκρητικούς να γίνονται καθημερινά προκλητικότεροι. Στις 24 Ιανουαρίου 1897 οι Μουσουλμάνοι προέβησαν σε σφαγές χριστιανών στα Χανιά. Ο Δηληγιάννης, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση και υπό την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων, αναγκάσθηκε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη, γνωρίζοντας ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου για την Υψηλή Πύλη. Στολίσκος πολεμικών πλοίων κατευθύνθηκε στο νησί υπό τον βασιλόπαιδα Γεώργιο, ενώ ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με χίλιους άνδρες αποβιβάσθηκε στον όρμο του Κολυμπαρίου (δυτικά των Χανίων), με εντολή να καταλάβει την Κρήτη εν ονόματι του Βασιλιά Γεωργίου Α'. Στις 7 Φεβρουαρίου είχε την πρώτη του επιτυχία, όταν κατανίκησε τετραπλάσια δύναμη τουρκοκρητών και οθωμανικών δυνάμεων. Στρατιωτικά αγήματα είχαν αποβιβάσει στο νησί και οι Μεγάλες Δυνάμεις, που απαγόρευσαν κάθε περαιτέρω επιθετική ενέργεια στον Βάσσο και τους άνδρες του. Με την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στην Κρήτη, ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας στις 5 Απριλίου 1897. Την εποχή εκείνη, η ελληνοτουρκική μεθόριος διέτρεχε τη γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121.500 άνδρες και 1.300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Η πρώτη εβδομάδα των πολεμικών επιχειρήσεων (6-11 Απριλίου) αναλώθηκε σε μάχη χαρακωμάτων κατά μήκος των Θεσσαλικών συνόρων. Στις 11 Απριλίου, ο Ετέμ Πασάς και οι άνδρες του εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από τα στενά της Μελούνας και διέσπασαν γρήγορα τις ελληνικές δυνάμεις στον Τύρναβο (12 Απριλίου). Οι έλληνες στρατιώτες υποχώρησαν άτακτα και συμπτύχθηκαν στα Φάρσαλα, όπου αντέταξαν νέα γραμμή άμυνας. Η Λάρισα αφέθηκε στην τύχη της και καταλήφθηκε από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου, αφού προηγουμένως είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους της. Την ίδια μέρα, τουρκική δύναμη κατευθύνθηκε στο Βελεστίνο, όπου αντιμετωπίστηκε από τον Συνταγματάρχη Σμολένσκη και την ταξιαρχία του.
Με πεσμένο το ηθικό, οι Έλληνες υπέστησαν και νέα ήττα στα Φάρσαλα, στις 24 Απριλίου, υποχωρώντας αυτή τη φορά με τάξη. Ο Σμολένσκη διατάχθηκε να εγκαταλείψει το Βελεστίνο και να μεταβεί με τις δυνάμεις του στον Δομοκό, όπου ο Έλληνες προετοίμαζαν νέα γραμμή άμυνας. Μάταια, όμως, αφού ο υπέρτερος τουρκικός στρατός πέτυχε μια ακόμη νίκη στις 5 Μαΐου, έχοντας πλέον ανοιχτό το δρόμο για την Αθήνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο Σμολένσκη, που αποδείχθηκε ο πιο αξιόπιστος στρατιωτικός, διατάχθηκε από τον Κωνσταντίνο να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε, γιατί επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο τσάρος Νικόλαος Β', συγγενής εκ μητρός του έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α', έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας στις 8 Μαΐου 1897, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία. Στο μέτωπο της Ηπείρου η ανακωχή έγινε μία μέρα νωρίτερα (7 Μαΐου 1897). Τα πράγματα εκεί είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τον Ελληνικό Στρατό. Οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Μάνου όχι μόνο κράτησαν στη γραμμή Άρτας - Πέτα, αλλά προήλασαν και μέσα στο τουρκικό έδαφος. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την τουρκική 1.111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι. Οι βασικότερες αιτίες για την ελληνική ήττα του 1897 ήταν η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη και το απαράσκευο του ελληνικού στρατού. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, είχε περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ ο κομματισμός βασίλευε στο στρατό, με την προαγωγή στις ανώτερες θέσεις ανίκανων αξιωματικών. Ο στρατηγός και μετέπειτα δικτάτωρ Θεόδωρος Πάγκαλος χαρακτηρίζει στα Απομνημονεύματά του «ένοπλο συρφετό» το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και αναφέρει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…». Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Δηληγιάννης είχε παραιτηθεί υπό το βάρος της ήττας και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης. Όμως, η Ελλάδα των τόσων οικονομικών προβλημάτων και του τρικούπειου «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!» υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981. Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της (1898), πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα (1913).
Η κρίση. σε συνδυασμό με την ταπεινωτική ήττα από την Τουρκία στον πόλεμο του 1897, κλόνισαν το έθνος και την πίστη του σε θεσμούς που λίγα χρόνια πριν δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Πλέον, η ανάγκη να ξεπεραστεί η κρίση είναι επιτακτική, καθώς οι οικονομικές συνέπειες της χρεωκοπίας γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς, με τους υψηλούς φόρους και τη μη διανομή γης να πιέζουν τα λαϊκά στρώματα.
Ταυτόχρονα, και η αξιοπιστία των κομμάτων τέθηκε υπό μεγάλη αμφισβήτηση και οι νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έδωσαν στον Γεώργιο Α ́ τη δυνατότητα να ενισχύσει τη θέση του έναντι της Βουλής. Πρωθυπουργός ήταν ο Αλέξανδρος Ζαΐμης (1855-1936), ο οποίος είχε την ανοχή της Βουλής λόγω των διαπραγματεύσεων για τη συνθήκη ειρήνης.Ο κλονισμός της ελληνικής κοινωνίας από την ήττα του 1897 έθεσε και τα εκπαιδευτικά σε εντελώς νέα βάση. Το 1898 εκδόθηκε το περιοδικό «Εθνική Αγωγή» (με διευθυντή τον Γ. Δροσίνη), το οποίο εξέφραζε την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα με στόχο να βρει η χώρα τη χαμένη της αυτοπεποίθηση και να αποκτήσει νέα δυναμική.Το 1899, ο Γεώργιος Θεοτόκης, ως αρχηγός κόμματος πλέον, εντάσσει στο προεκλογικό πρόγραμμά του προτάσεις που αναφέρονται στη ριζική αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η αρχή της δεδηλωμένης
Στην Ελλάδα η αρχή της δεδηλωμένης καθιερώθηκε άτυπα το 1875. Από το 1870 και μετά, είχε τεθεί αρκετές φορές ο προβληματισμός σημαντικού αριθμού βουλευτών για τον διορισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας. Ο προβληματισμός εκφράστηκε και από σημαντικούς πολιτικούς όπως ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, ο Λομβάρδος και ο Κουμουνδούρος. Καθοριστική παρέμβαση ήταν άρθρο του Χαριλάου Τρικούπη στην εφημερίδα Καιροί της 29.6.1874 με τον τίτλο «Τίς πταίει», στο οποίο κατηγορούσε τον βασιλιά Γεώργιο Α' ότι εφάρμοζε καθεστώς απόλυτης μοναρχίας, επειδή διόριζε κατά βούληση πρωθυπουργούς από τα κόμματα της μειοψηφίας χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τα αποτελέσματα των εκάστοτε βουλευτικών εκλογών.
Παρά την εκλογική αποτυχία του Τρικούπη, το 1875, επιτυχία του ήταν ότι ο Γεώργιος ο Α' δεσμεύτηκε τον Αύγουστο του 1875 στον λόγο του Θρόνου ενώπιον του Κοινοβουλίου ότι θα διόριζε στο εξής μόνο πρωθυπουργούς που θα απολάμβαναν την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Η δέσμευση αυτή καθιερώθηκε άτυπα, καθώς δεν έγινε αμέσως πρόβλεψη του τότε Συντάγματος. Ρητή διάταξη έγινε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927 και διατηρήθηκε στα νεότερα Συντάγματα. Στο Σύνταγμα του 1975 και την αναθεώρησή του 1986 καθορίστηκαν οι ελευθερίες και υποχρεώσεις του Αρχηγού του Κράτους ως προς τα πρόσωπα στα οποία δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Μέχρι τότε ίσχυε η λεγόμενη «θεωρία του κηπουρού»[8][9][10]: ο εκάστοτε Βασιλιάς ή Πρόεδρος μπορούσε να διορίσει πρωθυπουργό οποιονδήποτε πίστευε ο ίδιος ότι θα μπορούσε να λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης, κατά την ρήση του Παύλου του Α' ότι μπορεί να διορίσει πρωθυπουργό ακόμη και τον κηπουρό του. Με λεπτομερείς διατάξεις αποτρέπεται ο κίνδυνος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να περιφρονήσει την ιεραρχία του κόμματος και να διορίσει πρωθυπουργό άλλο στέλεχός του και να τον χρίσει πρωθυπουργό. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος να διορίσει Πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος (ή αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος) που διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών [14]. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής και εφόσον αποτύχει διαδοχικά στους αρχηγούς των υπόλοιπων κομμάτων. Στο σημερινό μας Σύνταγμα η αρχή της δεδηλωμένης είναι ρητά κατοχυρωμένη στο άρθρο 37 παράγρ. 2 εδ. α΄. Κατά το άρθρο 84 μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Η τελευταία διατηρεί το δικαίωμά της να άρει την εμπιστοσύνη της υπό προϋποθέσεις με ψήφο δυσπιστίας ύστερα από πρόταση μομφής. Η πρόταση εμπιστοσύνης κατά το άρθρο 84, παρ. 6 γίνεται δεκτή με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών. ANAKEΦΑΛΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ:
Με την ονομασία "Ευαγγελικά" έμειναν στην ιστορία τα αιματηρά επεισόδια που σημειώθηκαν στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 1901, με αφορμή τη μεταγλώττιση του Ευαγγελίου στη δημοτική. Ένα χρόνο μετά την οδυνηρή ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η Ελλάδα πορεύεται ακροβατώντας ανάμεσα σε δύο γλώσσες, την καθομιλουμένη δημοτική και την επίσημη καθαρεύουσα. Ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος κρίνεται αναγκαίος και η αρχή επιχειρείται με τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική. Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1898, όταν η βασίλισσα Όλγα έδωσε τη σχετική εντολή στη γραμματέα της και λογία Ιουλία Σωμάκη, προκαλώντας τη μήνη των αρχαϊστών. Τη μεταγλώτισση των Ευαγγελίων στη δημοτική ενθάρρυνε και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Προκόπιος Β’ (Οικονομίδης). Στις 9 Σεπτεμβρίου 1901 η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το Ευαγγέλιο του Ματθαίου σε μετάφραση του λογοτέχνη και μέγα δημοτικιστή Αλέξανδρου Πάλλη, υπό τον τίτλο «Το έργον της Βασιλίσσης η “Ακρόπολις” το συνεχίζει». Η αντίδραση των καθηγητών και φοιτητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν άμεση. Σε ανακοίνωσή τους χαρακτηρίζουν τη μεταγλώττιση του Πάλλη «γελοιοποίηση των τιμαλφεστέρων του έθνους κειμηλίων». Τη σκυτάλη παραλαμβάνουν οι εφημερίδες «Σκριπ», «Καιροί» και «Εμπρός», που εμφανίζουν τους δημοτικιστές ως άθεους, προδότες και πράκτορες των Σλαύων, λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας Όλγας. Στις 17 Οκτωβρίου το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος αποδοκίμασε τη μεταγλώττιση ως «βέβηλη». Ο εκδότης της «Ακροπόλεως» βρέθηκε στριμωγμένος από την πληθώρα των αντιδράσεων και τρεις ημέρες αργότερα αποφάσισε τη διακοπή της δημοσίευσης.
Τις επόμενες ημέρες το κλίμα φανατίστηκε περισσότερο. Στις 5 και 6 Νοεμβρίου, οι φοιτητές, με την ενθάρρυνση της «δεληγιαννικής» αντιπολίτευσης, πραγματοποίησαν θορυβώδεις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Συγκρούστηκαν με την αστυνομία και λιθοβόλησαν τα γραφεία της «Ακροπόλεως». Στις 8 Νοεμβρίου διοργανώθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, με αίτημα τον αφορισμό των υπευθύνων της μεταγλώτισσης. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με την αστυνομία, τρεις φοιτητές και πέντε πολίτες έχασαν τη ζωή τους (Ν. Πάνστρας, Α. Παπαναστασίου, Ε. Παπαντωνίου, Ε. Δράκος, Ι. Διβάρης, Φ. Ρήγος, Ι. Στεφανίδης, Στράτος, αγνώστων λοιπών στοιχείων), ενώ άλλοι 70 τραυματίστηκαν. Για λίγες ακόμη ημέρες, οι φοιτητές θα παραμείνουν οχυρωμένοι στο πανεπιστήμιο και θα αποχωρήσουν τελικά στις 12 Νοεμβρίου.
Την ίδια ημέρα και υπό το βάρος των αιματηρών εξελίξεων παραιτήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Προκόπιος Β’ και στις 11 Νοεμβρίου η κυβέρνηση του «τρικουπικού» Γεωργίου Θεοτόκη (11 Νοεμβρίου), αν και διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και την προηγουμένη είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Ένα μήνα αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου, οι φοιτητές συγκρότησαν και νέο συλλαλητήριο, αυτή τη φορά ειρηνικό, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Αφού πρώτα έκαψαν ένα αντίτυπο της μεταγλώττισης του Ευαγγελίου, στη συνέχεια ενέκριναν ψήφισμα, με το οποίο αξίωναν τη λήψη μέτρων για τη μη κυκλοφορία του μεταγλωττισμένου κειμένου του Ευαγγελίου στη δημοτική και την αυστηρή τιμωρία καθενός που θα επιχειρούσε μεταγλώττισή του στο μέλλον.
Σημαντικό ρόλο σε αυτά τα επεισόδια αλλά και στα «Ορεστειακά» που ακολούθησαν δύο χρόνια αργότερα έπαιξαν οι απόψεις και οι θέσεις του συντηρητικού Θεόδωρου Δηλιγιάννη (1824-1905) και του καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεωργίου Μιστριώτη, ο οποίος θεωρούσε ότι η καθαρεύουσα είναι η βάση για την πολιτική συνέχεια και την πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων. Έτσι, στις 8 Νοεμβρίου 1903, φανατικοί φοιτητές, που είχαν ξεσηκωθεί από τον Μιστριώτη και είχαν, ταυτόχρονα, την υποστήριξη του Δηλιγιάννη, θέλησαν να εμποδίσουν μια παράσταση της Ορέστειας, το κείμενο της οποίας είχε μεταφραστεί όχι στη δημοτική, αλλά στην απλή καθαρεύουσα. Το Εθνικό Θέατρο είχε χρησιμοποιήσει τη μετάφραση της τριλογίας «Ορέστεια», που επιμελήθηκε ο Γεώργιος Σωτηριάδης, καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, τότε, και της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, αργότερα.

ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ

Tα όρια κάθε περιόδου είναι συμβατικά και συνήθως βρίσκονται σε άμεση σχέση με τα σημαντικά εκείνα γεγονότα που άλλαξαν τη ροή της ιστορία...