Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Με τη Μακεδονική Δυναστεία η αυτοκρατορία γνώρισε την πιο μεγάλη της δύναμη και δόξα. Η έντονη νομοθετική εργασία, που καρπός της είναι ένας γιγάντιος κώδικας, τα Βασιλικά και ένας αριθμός περίφημων διαταγμάτων, τα οποία εκδόθηκαν κατά της καταστρεπτικής ανάπτυξης των μεγαλοκτηματιών, καθώς κι η πνευματική πρόοδος που συνδέεται με τα ονόματα του Πατριάρχη Φωτίου και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, προσθέτουν μεγαλύτερη δόξα και σπουδαιότητα στην πρώτη περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας.
Το ζήτημα της καταγωγής του ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας Βασίλειου του Α' έχει προκαλέσει πολλές αντίθετες γνώμες: ενώ οι ελληνικές πηγές μιλούν για την αρμενική ή μακεδονική καταγωγή του Βασιλείου Α' και οι αρμενικές πηγές βεβαιώνουν τη γνήσια αρμενική καταγωγή του, οι αραβικές πηγές τον ονομάζουν Σλάβο. Επίσης, ενώ το όνομα «Μακεδονική» αποδίδεται γενικά στη δυναστεία αυτή και ενώ μερικοί επιστήμονες θεωρούν, ακόμα, τον Βασίλειο Αρμένιο, άλλοι, κυρίως οι Ρώσοι ιστορικοί, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, τον θεωρούσαν Σλάβο.
Η πλειοψηφία των επιστημόνων δέχεται ότι ο Βασίλειος ήταν Αρμένιος, που εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία και χαρακτηρίζει τη δυναστεία του αρμενική. Έχοντας όμως υπόψη ότι υπήρχαν πολλοί Αρμένιοι και Σλάβοι ανάμεσα στους κατοίκους της Μακεδονίας, θα ήταν σωστό να συμπεράνουμε ότι ο Βασίλειος ήταν μικτής αρμενο-σλαβικής καταγωγής. Το κύριο πρόβλημα στην εξωτερική πολιτική που απασχολούσε τον ιδρυτή της δυναστείας των Μακεδόνων, Βασίλειο Α', υπήρξε ο αγώνας με τον μουσουλμανικό κόσμο. Πολύ πιο σημαντικές υπήρξαν οι σχέσεις του Βασιλείου με τους Άραβες της Δύσης, οι οποίοι την εποχή αυτή κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας καθώς και αξιόλογα σημεία της Ν. Ιταλίας. Οι ανώμαλες υποθέσεις της Ιταλίας προκάλεσαν την επέμβαση του αυτοκράτορα της Δύσης Λουδοβίκου Β', ο οποίος κατέλαβε τη σημαντική πόλη του Μπάρι.
Στο μεταξύ οι Άραβες κατέλαβαν τη σπουδαία νήσο Μάλτα, στα νότια της Σικελίας και το 878, ύστερα από πολιορκία 9 μηνών, πήραν τις Συρακούσες. Μετά την πτώση των Συρακουσών, το μόνο αξιόλογο σημείο της Σικελίας που απέμενε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν η πόλη Ταυρομένιο, στις ανατολικές ακτές του νησιού. Η απώλεια αυτή υπήρξε ένας σταθμός για την εξωτερική πολιτική του Βασιλείου, επειδή τα σχέδιά του για γενική επίθεση εναντίον των Αράβων δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθούν.
Η κατοχή του Τάραντα, στη Ν. Ιταλία, από τα στρατεύματα του Βασιλείου και η επιτυχής προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας αυτής, υπό την αρχηγία του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου, μπορεί να θεωρηθεί σαν μια παρηγοριά μετά την αποτυχία των Συρακουσών.
Παρά τα αρνητικά αποτελέσματα της δυτικής συμμαχίας εναντίον των Αράβων, ο Βασίλειος επιχείρησε μια άλλη συμμαχία με τον Αρμένιο βασιλιά «Ασώτιο» (Ασώτ) της δυναστείας των Παγκρατιδών, με σκοπό την επίθεση εναντίον των Αράβων της Ανατολής. Ακριβώς όμως την εποχή αυτής της συμμαχίας ο Βασίλειος πέθανε. Παρά την απώλεια των Συρακουσών και τις αποτυχημένες εκστρατείες εναντίον των Αράβων, ο Βασίλειος αύξησε κάπως την έκταση των Βυζαντινών κτήσεων της Μικράς Ασίας, αποκαθιστώντας συγχρόνως την κυριαρχία του Βυζαντίου στη Νότια Ιταλία.
Οι ειρηνικές σχέσεις τις οποίες καλλιέργησε ο Βασίλειος με όλους τους γείτονές του (εκτός των Αράβων) διακόπηκαν την εποχή του διαδόχου του Λέοντα ΣΤ' του Σοφού (886-912). Ένας πόλεμος με τους Βούλγαρους, στη διάρκεια του οποίου για πρώτη φορά στην ιστορία του Βυζαντίου εμφανίστηκαν οι Μαγυάροι (δηλαδή οι Ούγγροι), είχε σαν αποτέλεσμα την ήττα του βυζαντινού στρατού. Προς τα τέλη της βασιλείας του Λέοντα, οι Ρώσοι βρίσκονταν κοντά στην Κωνσταντινούπολη.
Οι αρχές του 10ου αιώνα χαρακτηρίζονται από την έντονη δράση του αραβικού στόλου. Από τα τέλη ακόμα του 9ου αιώνα πειρατές από την Κρήτη επανειλημμένα είχαν λεηλατήσει τις ακτές της Πελοποννήσου και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Οι θαλασσινές αυτές επιδρομές των Αράβων έγιναν ακόμα πιο επικίνδυνες όταν οι στόλοι τους της Συρίας και της Κρήτης άρχισαν να δρουν ενωμένοι.
Η επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης, την οποία επιχείρησε το 904 ο μουσουλμανικός στόλος, υπό την αρχηγία του Βυζαντινού αποστάτη Λέοντα Τριπολίτη, αποτελεί αυτήν την περίοδο το πιο περίφημο εγχείρημα των Αράβων. Η πόλη καταλήφθηκε μετά από μεγάλη και δύσκολη πολιορκία, αλλά λίγες μέρες μετά τη πτώση της οι κατακτητές έφυγαν μεταφέροντας μαζί τους ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων και λαφύρων.
Οι επιτυχίες του στόλου των Αράβων ανάγκασαν τους άρχοντες του Βυζαντίου να δώσουν πιο πολύ προσοχή στην ανάπτυξη του δικού τους στόλου. Το αποτέλεσμα ήταν το 906 ο ναύαρχος του Βυζαντίου Ημέριος να πετύχει εναντίον των Αράβων μια λαμπρή νίκη, στο Αιγαίο. Το 911 όμως η μεγάλη θαλασσινή εκστρατεία του Λέοντα ΣΤ' εναντίον των Αράβων της Ανατολής και της Κρήτης τέλειωσε με πλήρη αποτυχία της αυτοκρατορίας.
Έτσι ο αγώνας του Βυζαντίου με τους Άραβες υπήρξε τρομερά ατυχής την εποχή του Λέοντα ΣΤ'. Στη Δύση η Σικελία χάθηκε οριστικά. Στη Νότια Ιταλία ο στρατός του Βυζαντίου δεν πέτυχε τίποτα πια μετά την ανάκληση του Νικηφόρου Φωκά. Στα ανατολικά σύνορα οι Άραβες αργά αλλά σταθερά προχωρούσαν, και στη θάλασσα ο στόλος του Βυζαντίου υφίστατο σοβαρές ήττες.
Ο ηγέτης των Αράβων Saif-ad-Daulah («Η ρομφαία του κράτους»), μέλος της δυναστείας των Χαμσανιδών, είχε ως πρωτεύουσά του το Χαλέπι. Η αυλή του έγινε το κέντρο μιας δημιουργικής πνευματικής δραστηριότητας και η εποχή του ονομάστηκε από τους συγχρόνους του «Χρυσός αιών».
Η εποχή του Ρωμανού Λεκαπηνού υπήρξε πολύ σημαντική για την πολιτική του Βυζαντίου στην Ανατολή. Ύστερα από τρεις αιώνες αμυντική στάση, το Βυζάντιο, κάτω από την καθοδήγηση του Ρωμανού και του Κουρκούα, άρχισε τις επιθετικές του ενέργειες που οδήγησαν στον θρίαμβο. Στα τέλη της περιόδου αυτής οι συνοριακές επαρχίες ήταν σχεδόν απαλλαγμένες από τις επιδρομές των Αράβων, ενώ τα τελευταία 12 χρόνια της βασιλείας του Ρωμανού οι Μουσουλμάνοι επιδρομείς διέσχισαν τα σύνορα μόνο δυο φορές.
Τα τελευταία χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου χαρακτηρίζονται από τους απελπιστικούς αγώνες του με τον Saif-ad-Daulah και, αν και οι Βυζαντινοί νικήθηκαν σε αρκετές από αυτές τις συμπλοκές, το αποτέλεσμα του αγώνα ήταν η ήττα των Αράβων στη Β. Μεσοποταμία και η διάβαση του Ευφράτη από τον στρατό του Βυζαντίου. Στη διάρκεια των ετών αυτών ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο μετέπειτα αυτοκράτορας, διακρίθηκε για την ικανότητά του.
Στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του Ρωμανού Β' (956-963), ο ικανός και δραστήριος στρατηγός του Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε την Κρήτη, το 960, μετά από οκτάμηνη πολιορκία, καταστρέφοντας έτσι τη φωλιά των Αράβων πειρατών που είχαν τρομοκρατήσει τον πληθυσμό των νησιών και των ακτών του Αιγαίου Πελάγους. Αποκτώντας και πάλι την Κρήτη, μετά από 136 χρόνια σκλαβιάς, η αυτοκρατορία επανέκτησε ένα σπουδαίο στρατηγικό κι εμπορικό σημείο της Μεσογείου.
Ο Νικηφόρος Φωκάς πέτυχε επίσης στον πόλεμό του στην Ανατολή με τον Saif-ad-Daulah. Μετά από μια δύσκολη πολιορκία κατόρθωσε να καταλάβει προσωρινά το Χαλέπι, την πρωτεύουσα των Χαμσανιδών.
Κατά τη διάρκεια των έξι χρόνων της βασιλείας του (963-969) ο Νικηφόρος Φωκάς συγκέντρωσε την προσοχή του στη Συρία, βοηθώντας τον στην πραγματοποίηση του μεγάλου του ονείρου να καταλάβει την Αντιόχεια, δηλαδή την καρδιά της Συρίας. Αφού εισέβαλε στη Συρία ο Νικηφόρος πολιόρκησε την Αντιόχεια και όταν ήταν φανερό πια ότι η πολιορκία θα κρατούσε πολύ, ο αυτοκράτορας άφησε το στρατό του και γύρισε στην πρωτεύουσα. Στη διάρκεια της απουσίας του, το τελευταίο έτος της βασιλείας του (969), ο στρατός του κατέλαβε την Αντιόχεια ικανοποιώντας τη μεγάλη φιλοδοξία του αυτοκράτορα. «Έτσι ο χριστιανικός στρατός επανέκτησε τη μεγάλη πόλη της Αντιόχειας, τον αρχαίο ανταγωνιστή του Βυζαντίου στην Ανατολή, την πόλη των μεγάλων Πατριαρχών, των μεγάλων Αγίων, των Συνόδων και των αιρέσεων»
Ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής αυτής Λέων ο Διάκονος έγραφε ότι, αν δεν δολοφονούνταν, ο Νικηφόρος θα μπορούσε να επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας του στην Ανατολή μέχρι τις Ινδίες και στη Δύση μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό.
Αντίθετα με τις επιτυχίες του στην Ανατολή, η πολιτική του Νικηφόρου Φωκά στη Δύση απέτυχε. Μετά τη στέψη του Όθωνος Α' ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων (962) και την ίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Εθνους, τα ημιαυτόνομα κρατίδια της κεντρικής Ιταλίας έγιναν το μήλο της έριδος μεταξύ του Βυζαντίου και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Νικηφόρος Φωκάς αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον αυτοκρατορικό τίτλο του Όθωνος και απαίτησε την αποχώρησή του από τα βυζαντινά εδάφη που είχαν κατακτήσει πρόσφατα οι Γερμανοί. Από τις πρεσβείες που ανταλλάχθηκαν σπουδαιότερη ήταν αυτή του επισκόπου Κρεμόνας Λιουτπράνδου (968). Οι διαπραγματεύσεις όμως κατέληξαν σε ναυάγιο και ο πρεσβευτής αναγκάστηκε να επιστρέψει άπρακτος στη χώρα του.
Επί βασιλείας του Ιωάννη Τζιμισκή, το δύσκολο πρόβλημα της Ιταλίας τακτοποιήθηκε χάρη στο γάμο του διαδόχου του γερμανικού θρόνου (του μετέπειτα αυτοκράτορα Όθωνα Β’) με την πριγκίπισσα του Βυζαντίου Θεοφανώ. Η Θεοφανώ έφερε στην αυλή των Οθωνιδών τις συνήθειες και τις παραδόσεις του βυζαντινού πολιτισμού. Οι ιταλικές κτήσεις, όμως, χάθηκαν οριστικά για το Βυζάντιο το 1071, όταν τις κατέκτησαν οι Νορμανδοί.
Στη διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Βασιλείου Β' (976-1025) η γενική κατάσταση των πραγμάτων δεν ήταν και τόσο ευνοϊκή για την επιθετική πολιτική στην Ανατολή. Οι επαναστάσεις του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά, στη Μικρά Ασία, και ο συνεχιζόμενος βουλγαρικός πόλεμος συγκέντρωσαν όλη την προσοχή του Βασιλείου.
Στην παρακάτω εικόνα, βλέπουμε τους αντιπάλους του Βασιλείου Β' να προσκυνούν τον θριαμβευτή αυτοκράτορα, που δέχεται τα σύμβολα της εξουσίας του από τους αγγέλους. Μικρογραφία από χειρόγραφο ψαλτήρι των αρχών τον 11ου αιώνα (Βενετία, Μαρκιανή Βιβλιοθήκη).
Το Βυζάντιο σ'αυτήν την περίοδο απειλήθηκε από τους Ρώσους, παράλληλα όμως ανέπτυξε με το κράτος του Κιέβου εμπορικές σχέσεις που ρυθμίστηκαν με ειδικές συνθήκες. Ρώσοι έμποροι και πρεσβευτές, ταξιδεύοντας με τα μονόξυλά τους στον ποταμό Δνείπερο και τον Εύξεινο, επισκέπτονταν το Βυζάντιο, για να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους (γούνες, σκλάβους κ.λπ.) με τα περιζήτητα βυζαντινά μεταξωτά.
Το 957 η αδίστακτη ηγεμόνας του Κιέβου Όλγα επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη. Με την επίσκεψη αυτή φαίνεται ότι τέθηκαν οι βάσεις του δεύτερου και οριστικού εκχριστιανισμού των Ρώσων.
Επισήμως αυτός ολοκληρώθηκε στα τέλη του 10ου αι. Ο Βασίλειος Β' υποσχέθηκε να δώσει στο ρώσο ηγεμόνα Βλαδίμηρο ως σύζυγο την αδελφή του Άννα, αν ο ίδιος και το έθνος του ασπάζονταν το χριστιανισμό. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις υποσχέσεις και τις προθέσεις του Βασιλείου Β' και η βάπτιση του Βλαδίμηρου έλαβε χώρα πιθανότατα στη Χερσώνα.Ο γάμος του ρώσου ηγεμόνα με την πορφυρογέννητη* πριγκίπισσα ήταν το μέσο, για να αποκτήσει η Ρωσία διεθνές κύρος και όλα τα αγαθά που συνεπαγόταν η διάδοση της Ορθοδοξίας και του βυζαντινού πολιτισμού στη χώρα αυτή. Με τις βυζαντινές ιεραποστολές στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, θεσμοί, η βυζαντινή τέχνη και ο βυζαντινός πολιτισμός εισήχθησαν στη Ρωσία και αποτέλεσαν τη βάση του ρωσικού πολιτισμού και της ρωσικής πνευματικής παράδοσης.
Στη διάρκεια του 10ου αι. αναπτύχθηκαν οικονομικά οι ιταλικές ναυτικές πόλεις, ιδιαίτερα η Βενετία, και έγιναν στενότερος οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο. Ο Βασίλειος Β', για να ανταμείψει τους Βενετούς που μετέφεραν με τα πλοία τους τα βυζαντινά στρατεύματα στο θέμα της Λογγοβαρδίας (Ιταλία), συνήψε μαζί τους μια ευνοϊκή εμπορική συνθήκη. Εγκαινιάσθηκε έτσι μια πολιτική παραχώρησης προνομίων στο ιταλικό και ιδιαίτερα το βενετικό εμπορικό κεφάλαιο, που, μακροπρόθεσμα, απέβη μοιραία για τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας.
Με τους Μακεδόνες αυτοκράτορες εμπεδώνεται ένα αίσθημα δυναστικής σταθερότητας. Ακόμη και οι λεγόμενοι "ευκλεείς σφετεριστές ή κηδεμόνες αυτοκράτορες" (Ρωμανός Λακαπηνός, Νικηφόρος Φωκάς, Ιωάννης Τζιμισκής) προσπάθησαν να μη θίξουν το αίσθημα αυτό, σεβόμενοι τα δικαιώματα των νομίμων αυτοκρατόρων και υιοθετώντας τίτλους, όπως βασιλεοπάτωρ, καίσαρ, συμβασιλεύς.
Με τα αξιόλογα νομοθετήματα της Μακεδονικής Δυναστείας επιδιώχθηκε συνειδητά η απομάκρυνση από το Δίκαιο των Εικονομάχων και η επιστροφή στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, με προσαρμογές όμως που υπαγόρευαν τα νέα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Τις ιστορικές συνθήκες των αρχών του 10ου αιώνα αντικατοπτρίζουν κυρίως κάποιοι καινούργιοι νόμοι (Νεαρές), από τους οποίους φαίνεται ότι το κράτος ταυτίζεται πλέον με τον αυτοκράτορα και τη στρατιωτική και γραφειοκρατική μηχανή του, η οποία επηρεάζει άμεσα την αστική ζωή και οικονομία. Η αναθεώρηση του ισχύοντος δικαίου άρχισε με την έκδοση του Προχείρου Νόμου (870- 879), πρακτικού εγχειριδίου που περιλάμβανε διατάξεις Δημοσίου και Αστικού Δικαίου. Οι Μακεδόνες αυτοκράτορες επιχείρησαν με νομοθετήματα να προστατεύσουν τους φτωχούς καλλιεργητές της υπαίθρου από την αυθαιρεσία των Δυνατών.
Μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β' αρχίζει μια περίοδος, η οποία χαρακτηρίζεται από τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης και συγχρόνως από πολιτική αστάθεια. Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου προκάλεσαν συσσώρευση αγαθών που δεν εξισορροπήθηκε όμως με ανάλογη αύξηση του κυκλοφορούντος νομίσματος. Για να ικανοποιήσει τη μεγαλύτερη ζήτηση ρευστού χρήματος από την αγορά, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' νόθευσε το χρυσό βυζαντινό νόμισμα (solidus) με άργυρο. Με την υποτίμηση αυτή που ανερχόταν σε 18% και με τις υποτιμήσεις που ακολούθησαν μέχρι το τέλος του αιώνα το χρυσό βυζαντινό νόμισμα, το δολλάριο του Μεσαίωνα, όπως το αποκάλεσε ο ιστορικός S. Lopoz, έπαψε να κυριαρχεί στις διεθνείς αγορές. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως το βυζαντινό νόμισμα, ήδη από τον 6ο μ.Χ. αιώνα, χρησιμοποιούνταν ως "συνάλλαγμα" για να εμπορεύονται όλα τα έθνη και γινόταν δεκτό σε κάθε τόπο από το ένα ως το άλλο άκρο της γης.
Η κατάργηση του αλληλέγγυου και η εγκατάλειψη του αγώνα κατά των δυνατών είχαν μοιραίες συνέπειες: οι μεγαλογαιοκτήμονες απορρόφησαν τα κτήματα των μικρών γεωργών, με αποτέλεσμα αυτοί να εξελιχθούν σε πάροικους. Η εξέλιξη αυτή υπονόμευσε αφενός την αμυντική ισχύ, αφού προϋπόθεση για τη στράτευση ενός πολίτη ήταν η κατοχή αγροτικού κλήρου, αφετέρου την οικονομική ευρωστία του κράτους. Επί Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου οι δυνατοί εξαιρέθηκαν από τη φορολογία, απέκτησαν σημαντικές δικαστικές και διοικητικές δικαιοδοσίες και αύξησαν την κτηματική τους περιουσία. Επίσης, πολλές φορές το κράτος αναγκαζόταν να εκμισθώνει τους φόρους σε ιδιώτες. Αυτό, μακροπρόθεσμα, είχε ως συνέπεια να περιοριστούν τα δημόσια έσοδα και να καταπιέζονται οικονομικά οι γεωργοί.
Οι θρίαμβοι των Μακεδόνων αυτοκρατόρων στα πεδία των μαχών δημιούργησαν ένα αίσθημα υπερβολικής αυτοπεποίθησης που εξηγεί και την αδιαφορία την οποία επέδειξαν οι διάδοχοι του Βασιλείου Β' για τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Δείγμα αλαζονείας υπήρξε και η καθιέρωση του θεσμού του εξαργυρισμού (δηλαδή εξαγορά της θητείας), και η βαθμιαία επάνδρωση του βυζαντινού στρατού από ξένους μισθοφόρους, τη στιγμή που νέοι, άκρως επικίνδυνοι εχθροί, απειλούσαν τα δυτικά, τα βόρεια και τα ανατολικά σύνορα του κράτους.
Η απόκρουση, κατά τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα, των εχθρικών επιδρομών που είχαν κλονίσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία και αναστατώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή της, επέφερε αλλαγές στην εσωτερική ζωή του κράτους και, κατά συνέπεια, στην κοινωνία. Οι αλλαγές αυτές άρχισαν να φαίνονται στα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που κυρίως με τα μέτρα τους υπέρ των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών, συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας περισσότερο σταθερής κοινωνίας. Αυτή παρέμεινε στη βάση της αγροτική, όπως άλλωστε οι περισσότερες μεσαιωνικές κοινωνίες. Οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα αναπτύχθηκαν μόνο σε κάποιες πόλεις που στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081) άρχισαν γενικά να αναδιοργανώνονται. Η διάκριση σε τάξεις εξακολούθησε να υπάρχει, παγιώθηκε μάλιστα κατά κάποιον τρόπο με τη νομοθεσία των Μακεδόνων, ενώ ταυτόχρονα συστηματοποιήθηκε επίσημα η ιεραρχία των βυζαντινών αξιωματούχων με τα λεγόμενα "Τακτικά". Χαρακτηριστική της περιόδου υπήρξε η ενίσχυση της θέσης της Εκκλησίας και του μοναχισμού μετά τη λήξη της Εικονομαχίας. Επίσης, στη βυζαντινή ύπαιθρο κυριάρχησε η πάλη μεταξύ δυνατών και αδυνάτων, που οδήγησε στη νίκη των πρώτων, οι οποίοι κυριάρχησαν στη βυζαντινή κοινωνία από τα τέλη της περιόδου αυτής.
Η μετατροπή των πόλεων σε κάστρα κατά την πρώτη περίοδο της Μέσης Βυζαντινής εποχής (610-867) επέδρασε στην εξέλιξη της αστικής ζωής. Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε, η τοπική αυτοδιοίκηση αποδυναμώθηκε και η κοινωνική δομή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις νέες συνθήκες. Η επιτυχής απόκρουση όμως των εχθρικών επιδρομών, κυρίως από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, και η εξυγίανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που ακολούθησε οδήγησαν στην αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των πόλεων, το 10ο κυρίως αιώνα. Αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν κυρίως στις βαλκανικές πόλεις της αυτοκρατορίας, ενώ στη Μικρά Ασία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πόλεις διατήρησαν αγροτικό χαρακτήρα και υστέρησαν εμφανώς ως προς την αστική ανάπτυξη. Και, φυσικά, προς την ευδοκίμηση αυτού του τύπου πολιτισμού που συνήθως ονομάζουμε ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟ.
Οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στις πόλεις ανακόπτονταν από τα κρατικά μονοπώλια και τον κρατικό παρεμβατισμό. Ο κρατικός έλεγχος επιτυγχανόταν με τη συντεχνιακή οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Οι πληροφορίες μας για την οργάνωση αυτή προέρχονται από το "Επαρχικό Βιβλίο" του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού, που περιλάμβανε διατάξεις σχετικές με την οργάνωση και τον έλεγχο των συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες ανήκαν στη δικαιοδοσία του επάρχου της πόλεως. Όλοι οι επαγγελματίες έπρεπε να είναι γραμμένοι μόνο σε ένα σωματείο, το οποίο και εξέλεγε τον πρόεδρό του. Oι ώρες εργασίας και οι μισθοί των εργατών ήταν καθορισμένα, ενώ η είσοδος νέων μελών στο σωματείο γινόταν με καταβολή ορισμένου ποσού. Επιπλέον, κάθε σωματείο είχε συγκεκριμένη θέση στο χώρο της αγοράς. Σκοπός της συντεχνιακής οργάνωσης ήταν η προστασία τόσο του κράτους όσο και των καταναλωτών, με τον έλεγχο των τιμών των τροφίμων και αγαθών της αγοράς της Πρωτεύουσας. Δε γνωρίζουμε, ωστόσο, αν η οργάνωση αυτή εφαρμοζόταν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Προς το τέλος της περιόδου, η συντεχνιακή οργάνωση άρχισε να παρακμάζει, ενώ από τον 11ο ήδη αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά "αδελφότητες" που συνδέονταν όμως με ενοριακές εκκλησίες ή με μοναστήρια πόλεων, μια οργάνωση που συναντιέται εκτός από την Κωνσταντινούπολη και σε επαρχιακές πόλεις.
•7 Μαρτίου 961 μ.Χ. :Ο Νικηφόρος Φωκάς απελευθερώνει την Κρήτη από τους Άραβες •Οι Ούγγροι εισβάλλουν στη Βουλγαρία και φτάνουν μέχρι τα βυζαντινά εδάφη. Ηττώνται από τον Μαριανό Αργυρό.
962 μ.Χ: Η Ιταλία βρίσκεται πάλι σε πολιτικές αναταραχές όταν ο Βερεγγάριος ενοχλεί τα βόρεια παπικά εδάφη ο πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ καλεί τον Όθωνα για βοήθεια και τον στέφει Ρωμαίο αυτοκράτορα και φύλακα της περιουσίας των εκκλησιαστικών εδαφών: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΡΑΪΧ! Όταν ο Όθων ανακατέλαβε τα παπικά εδάφη από τον Βερεγγάριο και εγκατέλειψε την Ρώμη ο πάπας φοβήθηκε την ισχύ του αυτοκράτορα και συνωμότησε εναντίον του με το Βυζάντιο και τους Ούγγρους. Ο Όθων επέστρεψε στην Ρώμη τον Νοέμβριο του 963 συγκάλεσε Σύνοδο με την οποία κήρυξε έκπτωτο τον πάπα Ιωάννη ΙΒ΄ τοποθετώντας στη θέση του τον Λέοντα Θ΄, όταν ο αυτοκράτορας εγκατέλειψε την Ρώμη ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς του και σε αυτούς του Ιωάννη. Ο Ιωάννης άρχισε να αφορίζει όσους τον εκθρόνισαν αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα να επανέλθει για τρίτη φορά. Τον Ιούλιο του 964 εκθρόνισε τον πάπα Βενέδικτο Ε΄, που τον είχε τοποθετήσει ο Ιωάννης, ο οποίος είχε πεθάνει δύο μήνες νωρίτερα, πήρε υπόσχεση από τους κατοίκους της Ρώμης να μην εκλέξουν ποτέ νέο πάπα χωρίς την αυτοκρατορική έγκριση. Συνέχισε να κάνει εκστρατείες στην Ιταλία (966 - 972) και το 972 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής του αναγνώρισε τον αυτοκρατορικό τίτλο, ενώ συμφώνησε να δώσει την ανιψιά του, Θεοφανώ, ως σύζυγο στον γιο και διάδοχό του, Όθωνα Β΄.
963.16 Μαρτίου:Ο πεντάχρονος Βασίλειος Β’αναγορεύεται αυτοκράτορας του Βυζαντίου, με συναυτοκράτορα τον αδελφό του Κωνσταντίνο.
•4 Ιουνίου-2 Οκτωβρίου:Ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Α΄ (962-973) απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον λομβαρδικής καταγωγής Λιουτπράνδο, επίσκοπο Κρεμώνας, ώστε να διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του, Όθωνα Β΄, με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ. Η κακή ωστόσο συμπεριφορά που φαίνεται ότι επέδειξαν οι βυζαντινές αρχές απέναντι στον Λιουτπράνδο, λόγω του ότι πήγε εκεί ως εκπρόσωπος του Γερμανού ηγεμόνα, ενός σφετεριστή της ρωμαϊκής νομιμότητας, τον εξόργισε και έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά για το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη με τον λατινικό τίτλο: “De Legatione Constantinopolitana”Αναπτύσσονται τα δυτικά στερεότυπα κατά του Βυζαντίου: κατά τον Λιουτπράνδο: "...Ο Νικηφόρος είναι ένα πλάσμα πραγματικά τερατώδες, πυγμαίος με τεράστιο κεφάλι, με μάτια σαν του τυφλοπόντικα, με γενειάδα κοντή, πλατιά, πυκνή, ασπριδερή. Το μέτωπό του είναι ένα δάκτυλο πλατύ, η κόμη ατίθαση και άγρια στολίζει το άγριο πρόσωπο σαν να ήταν Ίοπας. Το δέρμα του είναι μαυριδερό σαν να ήταν Αιθίοπας. Είναι κοιλαράς με αδύνατους γλουτούς. Τα μπούτια είναι μεγάλα, δυσανάλογα με το κοντό του ανάστημα, τα πόδια του πλατιά. Φορούσε έναν παλιό χωριάτικο μανδύα, ξεφτισμένο και βρωμερό, και υποδήματα Σικυώνια. Ο λόγος του είναι θρασύς, αλλά ο νους του σαν της αλεπούς και σαv τον Οδυσσέα είναι επίορκος και ψευταράς,χωριάτης, κατσικοπόδαρος, κερατάς, γυναικωτός, μαλλιαρός, άξεστος, βάρβαρος, βάναυσος, «περπατά σαν γριά και έχει κατσικίσια μούρη». Συνεχίζοντας, ο Λιουτπράνδος αποφαίνεται: "Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα και πίνει βάλνιον. Απεναντίας, ο βασιλιάς των Φράγκων είναι καλοκουρεμένος, δεν φοράει γυναικεία ρούχα, σκεπάζει το κεφάλι του, είναι ειλικρινής, δεν εξαπατά κανέναν, είναι πολυεύσπλαχνος όταν πρέπει, αυστηρός όταν χρειάζεται, πάντα πραγματικά ταπεινόφρων, ποτέ του φιλάργυρος, δεν τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα για να κάνει οικονομία στα ζώα"(Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, Αθήνα 1997, σ. 26 και Μαρτιάλης, 14).
971.Εκστρατεία του Τζιμισκή εναντίον των Ρώσων-κυριεύει την Πρεσλάβα και αιχμαλωτίζει τον Σβιατοσλάβο στο Δορύστολο.
•972.14 Απριλίου:Στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης ο γιος του γερμανού αυτοκράτορα, Όθων Β’,παντρεύεται τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ.
Με καταγωγή τις Σκανδιναβικές χώρες, κυρίως τη Σουηδία, τη Νορβηγία, και αργότερα την Ισλανδία και την Αγγλία, οι άνδρες της Βαράγγειας Φρουράς, του επίλεκτου σώματος του Βυζαντινού Αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 10ο, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η λέξη Βαράγγοι ετυμολογείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι απλώς μια Βυζαντινή παραλλαγή της λέξης «Φράγκοι», αλλά το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τις αρχαίες Νορδικές λέξεις «var», δηλαδή ορκίζομαι , και gengi, δηλαδή σύντροφοι, δύο λέξεις που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μαζί με την Ελληνική λέξη αδελφοποιητοί. Ως ιδρυτές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και ως αφοσιωμένοι μισθοφόροι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, έμειναν στην ιστορία για τη γενναιότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα, αλλά και τη βαρβαρική τους συμπεριφορά. Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Βαράγγοι κατάγονταν αρχικά από τις Σκανδιναβικές χώρες, και κυρίως την περιοχή της Σουηδίας γύρω από τη λίμνη Μέλερ, υπάρχουν και αρκετοί μελετητές, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί ήταν κυρίως Σλαβικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στους Βαράγγους ή Βάριαγκς, όπως ονομάζονταν στα Σλαβικά, προέρχεται από το λεγόμενο Αρχικό Ρωσικό Χρονικό, ένα χειρόγραφο με την ιστορία των Ρώσων ή Ρως του Κιέβου από το 850 ως το 1110, γραμμένο από κάποιον μοναχό Νέστορα περί το 1113: «Οι Λίακ (Πολωνοί), οι Πρώσοι και οι Τσουντ (πρόγονοι των Φινλανδών και των Εσθονών) ζουν γύρω από την Βαράγγια Θάλασσα (Βαλτική). Οι Βαράγγοι κατοικούν επίσης στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το μερδικό του Σημ (εννοεί το γιο του Νώε, ο οποίος κληρονόμησε σύμφωνα με την παράδοση την Ασία). Γιατί κι αυτοί ζουν στα δυτικά, πλάι σε αυτή την θάλασσα, μέχρι τις χώρες των Άγγλων και των Γάλλων. Κι αυτό, επειδή και τα ακόλουθα έθνη αποτελούν μέρος της φυλής του Ιάφεθ (του γιου του Νώε που κληρονόμησε την Ευρώπη): Οι Βαράγγοι, οι Σουηδοί, οι Νορμανδοί, οι Γκοτλάνδιοι, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Ρωμαίοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί, οι Γενοβέζοι και άλλοι». Το ίδιο χρονικό αναφέρει ότι αν και οι λαοί της σημερινής Ουκρανίας πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Βαράγγους, τελικά κατάφεραν να τους εκδιώξουν και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα όμως, το 6370 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το 862 μ.Χ.), οι έριδες μεταξύ των τοπικών φυλών ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τους ισχυρούς Βαράγγους για να τους κυβερνήσουν. Πέρασαν λοιπόν τη θάλασσα, και πήγαν να βρουν τους Βαράγγους Ρως. Αυτούς τους συγκεκριμένους Βαράγγους τους ονόμαζαν Ρως (Ρώσους) όπως κάποιοι άλλοι ονομάζονται Σουηδοί, και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι και Γκοτλάνδιοι. Ύστερα είπαν στους Ρως: ''Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια, αλλά δεν υπάρχει τάξη εκεί. Ελάτε να την κυβερνήσετε και να βασιλέψετε''. Επέλεξαν τρεις αδελφούς με τις οικογένειές τους και αυτοί πήραν μαζί τους όλους του Ρως και μετανάστευσαν. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ, ο δεύτερος, ο Σίνεους, στο Μπελουζέρο, και ο τρίτος, ο Τρουβόρ, στο Ίζμπορσκς. Εξαιτίας αυτών των Βαράγγων, η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως χώρα των Ρως (Ρώσων). Ωστόσο, οι ιστορικές και οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση των Βαράγγων στη Ουκρανία ήταν σταδιακή, και είχε ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αιώνα.
Με τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι δημιούργησαν ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις, τουλάχιστον κατά τις περιόδους που δεν έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Σύμφωνα με το Βασικό Χρονικό, ο κάθε έμπορος μπορούσε να παραμείνει και να τρέφεται στην Κωνσταντινούπολη επί έξι μήνες, με τον όρο να διαμένει αποκλειστικά στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος και να αποφεύγει τη βία. Τα εμπορεύματά τους ήταν κυρίως γουναρικά, μέλι και δούλοι. Τα ονόματα που αναφέρονται παραπέμπουν σαφώς στη Σκανδιναβική καταγωγή τους: Κάρλι, Βέρμουντρ, Γκόντι, Ανγκαντίρ, Φάστι.
Η Εμπορική οδός Βαράγγων - Ελλήνων (ή του Δνείπερου) είναι όρος που χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να περιγράψει την εμπορική δραστηριότητα μεταξύ των Βαράγγων και των Βυζαντινών κατά το Μεσαίωνα. Υπήρξε μία από τις δύο βασικές εμπορικές γραμμές των Βαράγγων - η άλλη ήταν η Οδός του Βόλγα. Η πρώτη φορά που υπάρχει γραπτή αναφορά στην Εμπορική Οδό Βαράγγων - Ελλήνων είναι στο Ρωσικό Πρώτο Χρονικό. Οι συνέπειές της όμως είχαν παρατηρηθεί νωρίτερα, όταν οι Βυζαντινοί κατέγραψαν την ύπαρξη ενός νέου λαού στα βόρειά τους, των Βαράγγων. Αν και σήμερα για κάποιους λαούς η ονομασία Βάραγγος είναι συνώνυμο του Βίκινγκ, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο μόνο για τους Σκανδιναβούς που εγκαταστάθηκαν και βασίλευσαν στη Ρωσία. Πιθανώς η Οδός πρωτοξεκίνησε στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν Βάραγγοι εξερευνητές κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά και τα νότια, αναζητώντας σκλάβους αλλά και εμπορικά αγαθά. Η σημασία της για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία είναι τεράστια. Η εγκατάσταση των Βαράγγων ανάμεσα στους ανατολικούς Σλάβους, η ίδρυση του κράτους των Ρως (πρώτο Ρωσικό βασίλειο) και η ανάπτυξή του, ίσως να μην είχαν συμβεί ποτέ εάν δεν υπήρχε η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων. Η Οδός άρχισε να ατονεί στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν το κράτος των Ρως απέκτησε ισχυρότερους δεσμούς με τη δυτική Ευρώπη και έστρεψε προς εκεί τα εμπορικά ενδιαφέροντά του, ενώ το Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Σταμάτησε οριστικά με την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204. Το εμπόριο διεξαγόταν από τους Βαράγγους, με τρόπο που θυμίζει τα καραβάνια της Ανατολής, και κάλυπτε μία τεράστια περιοχή περνώντας μέσα από δεκάδες διαφορετικές φυλές και πόλεις. Σε κάθε σημείο αγοράζονταν και πωλούνταν νέα αγαθά. Η διαδρομή ξεκινούσε με πλοία από Σκανδιναβικά εμπορικά κέντρα, όπως η Μπίρκα και το Γκότλαντ, και εκμεταλλευόταν στο έπακρο το υδάτινο ανάγλυφο της βορειοδυτικής και κεντρικής Ρωσίας.
Οι βυζαντινές πόλεις είχαν κατεξοχήν αγροτικό χαρακτήρα. Ένα μεγάλο μέρος δηλαδή του πληθυσμού τους ασχολείτο με τη γεωργία. Μόνο κάποια μεγάλα αστικά κέντρα της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, όπως η Θεσσαλονίκη, το Δυρράχιο, η Αδριανούπολη, η Ηράκλεια, το Αμόριο, η Σμύρνη και η Τραπεζούντα, παρέμειναν σημαντικοί συγκοινωνιακοί και εμπορικοί κόμβοι στο διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα των θεμάτων.Η διοίκηση των πόλεων εξαρτιόταν και σ' αυτή την περίοδο (867-1081) από την Κωνσταντινούπολη. Από το 10ο αιώνα τοποθετούνταν επικεφαλής της φρουράς πολλών πόλεων στρατηγοί, που αναμφίβολα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή. Επιπλέον, ενεργό ρόλο στις αστικές λειτουργίες διαδραμάτιζαν οι εκκλησιαστικές αρχές, οι επίσκοποι δηλαδή και μητροπολίτες, μαζί με κάποιους από τους επιφανείς και πλούσιους κατοίκους κάθε πόλης, που αναφέρονται στις πηγές ως πρωτεύοντες, κτήτορες, οικήτορες και άρχοντες.
Εκτός από τους κοσμικούς, τους εκκλησιαστικούς άρχοντες και τους πλούσιους αστούς που ασχολούνταν με τις τέχνες και το εμπόριο, η ανώτερη τάξη των πόλεων περιλάμβανε επίσης τους μεγαλογαιοκτήμονες, που προτιμούσαν να περνούν το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου μακριά από τα κτήματά τους, στις αστικές κατοικίες τους. Ο αστικός πληθυσμός συμπληρωνόταν από τους υπαλλήλους της διοίκησης, τους υπόλοιπους αστούς κτηματίες και τον απλό λαό. Ο τελευταίος είχε πολιτική ισχύ που αναγνωριζόταν από τους αυτοκράτορες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις απευθύνονταν στο λαό της Κωνσταντινούπολης και στη σύγκλητο. Επιπλέον, συχνές συγκλήσεις λαϊκών συνελεύσεων και συμβουλίων συνέχισαν να μαρτυρούνται στις πόλεις τον 11ο, αλλά και το 12ο αιώνα, παρά την απαγόρευσή τους από το Λέοντα Στ' Σοφό (886-912).
Τα κυριότερα προϊόντα (σε παρένθεση η περιοχή προέλευσης) ήταν τα ακόλουθα: Όπλα, χειροποίητα αγαθά (Σκανδιναβία). Κεχριμπάρι (Βαλτική). Ξυλεία, γούνες, μέλι, κερί (Λάντογκα, Νόβγκοροντ). Ψωμί, χειροποίητα αγαθά, ασημένια νομίσματα (Κίεβο). Κρασί, μπαχαρικά, πολυτελή υφάσματα, εικόνες, βιβλία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Η πολεοδομική οργάνωση των βυζαντινών πόλεων στην περίοδο που μελετάμε (9ος-11ος αιώνας) δεν πρέπει να έδινε πολλές δυνατότητες για συγκεντρώσεις αστικού χαρακτήρα. Σε αυτό συνηγορεί και η αρχιτεκτονική των σπιτιών, που ήταν κλειστά με εσωτερική αυλή, γεγονός που υποδηλώνει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής τους ζωής οι Βυζαντινοί το περνούσαν μέσα στα σπίτια τους. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείσουμε τη συναναστροφή τους στις αγορές και τη συμμετοχή τους σε διάφορες δημόσιες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, που τους ξεκούραζαν από τον καθημερινό κάματο. Αυτές ποίκιλλαν ανάλογα με την κοινωνική θέση των Βυζαντινών και εκτείνονταν από τις μεγαλοπρεπείς τελετές της αυτοκρατορικής και πατριαρχικής αυλής ως την παρακολούθηση των θεαμάτων του ιπποδρόμου και τη συναναστροφή στα λουτρά και τις ταβέρνες ή τη συμμετοχή στις εποχιακές πανηγύρεις.
Οι "Νεαρές" των Μακεδόνων αυτοκρατόρων αποτελούν τη βασική πηγή από την οποία αντλούμε πληροφορίες για την κοινωνική διαστρωμάτωση στις πόλεις και την ύπαιθρο στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081).
Η νίκη της Ορθοδοξίας, μετά την αναστήλωση των εικόνων το 843, οδήγησε στην ενίσχυση του γοήτρου της Εκκλησίας και του μοναχισμού. Η θρησκευτικότητα που χαρακτήριζε τη βυζαντινή κοινωνία εκδηλώθηκε πιο έντονα μετά τους διωγμούς, με δωρεές προς την Εκκλησία. Παρατηρήθηκε έτσι αύξηση της εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας, ενώ ιδιαίτερη ακμή γνώρισαν τα μοναστήρια, που με τόση θέρμη είχαν υπερασπιστεί την Ορθοδοξία. Ο 10ος αιώνας ήταν η εποχή ίδρυσης των μεγάλων μοναστηριών στη βυζαντινή επαρχία. Ιδρύονταν όλο και περισσότερες μονές, ενώ έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους ή σταθεροποίησαν την οργάνωσή τους και οι λεγόμενες "μοναχικές δημοκρατίες" του Αγίου Όρους στον 'Aθω, του Λάτρου στη δυτική Μικρασία, της Καππαδοκίας δυτικά της Καισάρειας, του Σινά και των Μετεώρων. Τα οργανωμένα μοναστήρια είτε βρίσκονταν στην πόλη είτε στην ερημιά, είχαν και κάποια κοινωνική ή φιλανθρωπική αποστολή. Πολλά από τα βυζαντινά έργα τέχνης εξαρτώνταν και συντηρούνταν από μοναστήρια. Ειδικά επιφορτισμένοι μοναχοί, ο ξενοδόχος και ο νοσοκόμος, πρόσφεραν υπηρεσίες σε συναδέλφους τους ή επισκέπτες.
Βασικό χαρακτηριστικό της βυζαντινής κοινωνίας σε όλη την περίοδο της ιστορίας της, εκτός από την ανισότητα, υπήρξε η κινητικότητα, καθώς κύριο κριτήριο για τη διάκριση σε τάξεις ήταν πάντα ο πλούτος με συνέπεια το πέρασμα από τη μια τάξη στην άλλη να είναι εφικτό. Η "Νεαρά" του Βασιλείου Β' (976-1025), το 996, δίνει ένα παράδειγμα αδύνατου που έγινε δυνατός. Ο Φιλοκάλης λοιπόν ήταν ένας φτωχός και ειρηνικός χωρικός που εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του προς το κράτος, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας στην οποία ανήκε. Με τον καιρό όμως απέκτησε αξιώματα και, όταν έγινε πρωτοσπαθάριος, πήρε σταδιακά την κυριότητα όλης της κοινότητας. Ο αυτοκράτορας, επιθυμώντας να απομακρύνει από την αγροτική κοινότητα τον κίνδυνο που προερχόταν από τους αδύνατους που έγιναν δυνατοί, κατέστρεψε από τα θεμέλια όλα τα πολυτελή κτήρια του Φιλοκάλη και τον επανέφερε στην κατάσταση του απλού χωρικού, αφήνοντάς του μόνον όση γη κατείχε αρχικά και επιστρέφοντας στους αδύνατους ό,τι τους ανήκε. Παρά το γεγονός ότι ένας αδύνατος μπορούσε να γίνει δυνατός ή το αντίθετο, ο κανόνας ήθελε τους Bυζαντινούς να γεννιούνται δυνατοί ή αδύνατοι οικονομικά και να πεθαίνουν στην ίδια κατάσταση, οι τελευταίοι μάλιστα μετά από μια ζωή σκληρών μόχθων.
Κύριο χαρακτηριστικό μιας μεσαιωνικής κοινωνίας όπως η βυζαντινή ήταν η οργάνωση των ανθρώπων που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα σε σωματεία, τις λεγόμενες "συντεχνίες" ή συστήματα. Η εκλογή κάποιου επαγγέλματος ήταν ελεύθερη για τους πολίτες, ενώ η είσοδος στην αντίστοιχη συντεχνία γινόταν ύστερα από έλεγχο των ικανοτήτων του υποψηφίου. Αυτό το σύστημα υποχρέωνε τους επαγγελματίες να περιφρουρήσουν τα δικαιώματα και τα κέρδη τους και επέτρεπε στο κράτος να ελέγχει τις εμπορικές, βιοτεχνικές και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες των πολιτών και να παρεμβαίνει σ' αυτές. Οι συντεχνίες βρίσκονταν υπό το συνεχή και αυστηρό έλεγχο του κράτους ως προς τη λειτουργία, τη δραστηριότητα και τα προϊόντα που παρήγαν ή διακινούσαν, μέσω κρατικών αξιωματούχων: των εξάρχων και των προστατών στην επαρχία και του επάρχου της πόλεως στην Κωνσταντινούπολη. Οι παραβάσεις των κρατικών διατάξεων επέφεραν μια μεγάλη ποικιλία ποινών, τις οποίες επέβαλλε ο έπαρχος και το προσωπικό της υπηρεσίας του. Από το όνομα του επάρχου της Κωνσταντινούπολης πήρε το όνομά του το "Επαρχιακό Βιβλίο" του αυτοκράτορα Λέοντα Στ' Σοφού. Πρόκειται για μια συλλογή νομοθετικών κειμένων που κυκλοφόρησε πιθανόν την άνοιξη του 912 και αναφέρεται σε 21 συντεχνίες, από αυτές που λειτουργούσαν εκείνη την εποχή στην πρωτεύουσα. Οι συντεχνίες αυτές περιλάμβαναν επαγγελματίες που ασχολούνταν με την κατασκευή ή/και το εμπόριο υφασμάτων (λινών και μεταξωτών), τροφίμων και άλλων προϊόντων (αρωμάτων, χρωμάτων, κεριών, σαπουνιών), με οικοδομικά έργα, με συμβολαιογραφικές πράξεις και με τραπεζικές συναλλαγές. Από τις διατάξεις του προκύπτει ότι η συντεχνιακή οργάνωση στόχο είχε να εξασφαλίσει δύο βασικές αναγκαιότητες: τον έλεγχο των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των πολιτών και γενικότερα της αστικής οικονομίας, και την ευταξία στους διάφορους επαγγελματικούς κλάδους και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Στο Βυζάντιο το εμπόριο ήταν οργανωμένο σε συντεχνίες από τα χρόνια του Κωνσταντίνου. Σε συντεχνίες ήταν οργανωμένοι οι χρυσοχόοι, οι ράφτες, οι έμποροι μεταξιού, οι κατασκευαστές και οι έμποροι μεταξωτών υφασμάτων, οι αρωματοπώλες, οι σαπωνοποιοί, οι κηροποιοί, οι παντοπώλες, οι κρεοπώλες, οι ιχθυέμποροι, οι αρτοποιοί, οι εργολάβοι οικοδομών και πολλοί άλλοι επαγγελματίες. Επικεφαλής της συντεχνίας ήταν ο πρόεδρος που εκλεγόταν από τα μέλη της αλλά το κράτος διόριζε δίπλα στον πρόεδρο και έναν διοικητικό υπάλληλο που ασκούσε έλεγχο στο εσωτερικό της συντεχνίας. Για να γίνει κανείς δεκτός σε μια συντεχνία έπρεπε πρώτα να προταθεί από πέντε μέλη της κι ύστερα να πάρει έγκριση από τον έπαρχο. Επίσης τις πρώτες ύλες που θα χρειαζόταν, τα εμπορεύματα που είχε δικαίωμα να πουλάει, τη μεγαλύτερη ποσότητα πρώτων υλών που θα μπορούσε να προμηθευτεί και τα όρια του κέρδους του, όλα αυτά τα καθόριζε ο έπαρχος. Ειδικοί ελεγκτές επισκέπτονταν τακτικά τα καταστήματα και ελέγχαν αν ο επαγγελματίας τηρούσε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
Από τον 10ο αιώνα, η αγροτική κοινότητα παρουσιάζεται αλλοιωμένη σε σχέση με την προηγούμενή της σύνθεση και σε πολλές περιπτώσεις υπό την απόλυτη κυριαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας. Οι "εξαρτημένοι καλλιεργητές" της γης ή πάροικοι, όπως ονομάζονταν τότε, καλλιεργούσαν γη την οποία μίσθωναν με διάφορα συμβόλαια. Κάποιοι από αυτούς ονομάζονταν, με βάση τους όρους των συμβολαίων αυτών, ημισειαστές και μορτίτες. Οι ημισειαστές καλλιεργούσαν τη γη με μέσα του γαιοκτήμονα, παραχωρούσαν σ' αυτόν το ήμισυ της παραγωγής και κρατούσαν για τον εαυτό τους το υπόλοιπο. Οι μορτίτες καλλιεργούσαν τη γη με δικά τους μέσα, έδιναν στον γαιοκτήμονα το 1/10 της παραγωγής (το οποίο οι Βυζαντινοί ονόμαζαν μορτή) και κρατούσαν για τον εαυτό τους τα 9/10. Επίσης, την περίοδο αυτή κάποιοι πάροικοι ήταν γνωστοί με ονόματα ανάλογα με τα κτήματα στα οποία δούλευαν ως μισθωτές-εργάτες. Οι εκκλησιαστικοί πάροικοι δούλευαν σε κτήματα της Εκκλησίας και οι δημοσιακοί σε κρατικά κτήματα. Υπήρχαν επίσης οι υποστατικοί πάροικοι, που καλλιεργούσαν ξένα κτήματα αλλά είχαν παράλληλα και δική τους ιδιοκτησία, ήταν δηλαδή πάροικοι ως προς το ένα μέρος των κτημάτων που καλλιεργούσαν και ελεύθεροι καλλιεργητές ως προς το άλλο. Αν και οι τελευταίοι συγκαταλέγονταν στους εύπορους γεωργούς, πολλοί από τους παροίκους γενικά ζούσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η έλλειψη εργατικών χεριών, που ήταν μια μόνιμη κατάσταση στο Μεσαίωνα, ανάγκαζε τους παροίκους όχι μόνο να καλλιεργούν το κομμάτι της γης το οποίο είχαν μισθώσει, αλλά ταυτόχρονα να προσφέρουν πρόσθετες υπηρεσίες στον ιδιοκτήτη της γης και στο κράτος, τις γνωστές αγγαρείες. Έτσι, μεγάλο μέρος της συνολικής δουλειάς έπεφτε στους ώμους τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...