Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ, της αποφοίτου μας Ανδριάνας Χατζηγιάννη

Τι είναι ο Μεσαίωνας;
Μεσαίωνας ονομάζεται η χρονική περίοδος της Ευρωπαϊκής ιστορίας, από τον 5ο μέχρι το 15ο αιώνα μ.Χ.. Ξεκίνησε με την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους (476 μ.Χ.).Ο Μεσαίωνας είναι η μεσαία από τις τρεις παραδοσιακές διαιρέσεις της Δυτικής Ιστορίας: Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεότερη.Εκείνος, με τη σειρά του διαιρείται σε τρεις υποπεριόδους, τον πρώιμο, τον μέσο και τον ύστερο Μεσαίωνα.
H εξάπλωση του Ισλάμ
Στα τέλη του 6ου αιώνα και στις αρχές του 7ου αιώνα, η κατάσταση με την επικρατούσα θρησκεία στην Ανατολή και την Περσία ήταν ασταθής.Ο προσηλυτισμός πληθυσμών στον Ιουδαϊσμό ήταν συχνό φαινόμενο και γι' αυτό Χριστιανοί ιεραπόστολοι ανταγωνίζονταν τους Πέρσες οπαδούς του Ζωροαστρισμού στην αναζήτηση πιστών . Αυτή η διάσπαση σταμάτησε με την εμφάνιση του Ισλάμ στην Αραβία κατά τη διάρκεια της ζωής του Μωάμεθ .Μετά το θάνατό του, οι ισλαμικές δυνάμεις κυρίευσαν μεγάλο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Περσίας, ξεκινώντας με τη Συρία, φτάνοντας στην Αίγυπτο , την Περσία , τη Βόρεια Αφρική στα τέλη του 7ου αιώνα και την ιβηρική χερσόνησο το 711.Μέχρι το 714 οι ισλαμικές δυνάμεις είχαν κερδίσει τον έλεγχο σημαντικού τμήματος της χερσονήσου.
Όταν όλη η Βόρεια Αφρική ήταν υπό την κυριαρχία του ισλαμικού χαλιφάτου, οι Μουσουλμάνοι Άραβες πέρασαν τα Στενά του Γιβραλτάρ και εισέβαλλαν στην Ευρώπη. Η Ισπανία (Βησιγότθοι)κατακτήθηκε μέσα σε λίγα χρόνια, αλλά οι Άραβες σταματήθηκαν από τους Φράγκους στη μάχη του Πουατιέ το 733 μ.Χ.. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης σώθηκε από τη μουσουλμανική κυριαρχία.
Χριστιανισμός
Τα αίτια και τα αποτελέσματα του Σχίσματος
Ο Χριστιανισμός ήταν σημαντικός συνδετικός παράγοντας της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης πριν τις αραβικές κατακτήσεις. Ωστόσο, η κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής κλόνισε τη θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ των δύο περιοχών. Σταδιακά η Βυζαντινή και η Δυτική Εκκλησία άρχισαν να διαφοροποιούνται ως προς τη λειτουργική γλώσσα, τις πρακτικές και το τυπικό της Θείας Λειτουργίας. Στην Ανατολική Εκκλησία επικράτησε η ελληνική γλώσσα ένω στη Δυτική τη λατινική.Οι πρώτες αλλαγές ακολουθήθηκαν απο θεολογικές και πολιτικές διαφορές .Ετσι το 8ο αιώνα ζητήματα όπως η λατρεία των εικόνων, ο γάμος των κληρικών και ο έλεγχος της Εκκλησίας από το Κράτος έγιναν το κεντρό της προσοχής .
Το επίσημο Σχίσμα έλαβε χώρα το 1054, όταν ο Πάπας της Ρώμης και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης συγκρούστηκαν για το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας. Ακολούθησε αφορισμός, ο οποίος διαίρεσε το Χριστιανισμό σε δύο Εκκλησίες. Δυτικά η καθολική και ανατολικά η ορθόδοξη πίστη.
ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ
Το εκκλησιαστικό κατεστημένο, που κατέπνιγε τόσο την ανοιχτή διαφωνία όσο και τις καλοπροαίρετες απόψεις τις οποίες θεωρούσε ύποπτες, πρωτοστάτησε στην επίθεση κατά των μουσουλμάνων στην Ισπανία και τη Σικελία. Επομένως, δεν μας εκπλήττει το γεγονός ότι η συρρικνούμενη ανοχή έναντι των Εβραίων είχε οδηγήσει σε εξεγέρσεις στα τέλη του 11ου αιώνα και σε ανοιχτές διώξεις εκ μέρους των πολιτικών αρχών κατά τον 12ο αιώνα. Στην Ισπανία, οι Βησιγότθοι είχαν ήδη εξαπολύσει διωγμούς κατά των Εβραίων στις αρχές του 7ου αιώνα, αλλά οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες ήταν πολύ πιο ανεκτικοί. Οι Εβραίοι ευημερούσαν και κατείχαν υψηλές θέσεις στην αυλή του χαλίφη και στα εκπαιδευτήρια. Ο 11ος αιώνας ήταν το κορύφωμα της άνθησης των εβραϊκών γραμμάτων στην Ισπανία. Ο Σολομών ιμπν Γκαμπιρόλ (περί το 1021-1058) έγραψε τον Κρουνό της ζωής, μια φιλοσοφική πραγματεία σε μορφή λυρικής ποίησης. Ήταν το πρώτο σημαντικό έργο φιλοσοφικού στοχασμού στη Δύση μετά την εποχή του Ιωάννη Σκότου Εριγένη. Τον 12ο αιώνα, ο Ιούδας Χαλεβί έγραψε λυρική ποίηση και φιλοσοφία. Η αναβίωση των ιουδαϊκών γραμμάτων τερματίστηκε τον 12ο αιώνα, όταν οι Αλμοχάδες έκλεισαν τα σχολεία και τις συναγωγές.
Χωρίς να ξέρουν ποια θα ήταν η τραγική τους κατάληξη, οι Εβραίοι κατέφυγαν στην Καστίλλη, που τότε ήταν πιο ανεκτική απέναντί τους, και το Τολέδο έγινε το κύριο κέντρο των εβραϊκών σπουδών στην Ισπανία. Το έργο μεσαιωνικής εβραϊκής φιλοσοφίας που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στους χριστιανούς διανοουμένους ήταν ο Οδηγός του αμφιβάλλοντος του Μωυσή Μαϊμονίδη (1135-1204), ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κόρδοβα αλλά αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αίγυπτο εξαιτίας της εχθρότητας των Αλμοχαδών. Το έργο αυτό έχει τη μορφή πραγματείας, που εξηγεί δύσκολους όρους και έννοιες σε κάποιον εγγράμματο Εβραίο που ίσως αλλιώς να δυσκολευόταν να συμφιλιώσει τη λογική με την πίστη. Ο άγιος Θωμάς Ακινάτης στηρίχτηκε στις τροποποιήσεις που έκανε ο Μαϊμονίδης στον Αριστοτέλη, καθώς και στον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποίησε τη λογική, έστω και αν την υπέταξε στην πίστη. Οι Εβραίοι ήταν ιδιαιτέρως πολυάριθμοι στη μουσουλμανική Ισπανία, όπου η παρουσία τους ήταν ανεκτή επί πολύ περισσότερο καιρό από οπουδήποτε αλλού.
Στις Κάτω Χώρες και την Ιταλία, οι Εβραίοι ήταν σχετικά ολιγάριθμοι, τον 11ο αιώνα όμως υπήρχαν εβραϊκές παροικίες στις περισσότερες πόλεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Στην αρχή φαίνεται ότι ζούσαν ανενόχλητοι ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Οι ραβίνοι τους ενθάρρυναν να ζουν στις δικές τους συνοικίες, όχι τόσο από το φόβο διωγμών από τους χριστιανούς όσο για να διευκολύνεται η τήρηση των διατροφικών και τελετουργικών κανόνων της πίστης τους και να αποφεύγονται οι επιγαμίες με χριστιανούς· δυστυχώς, αυτή η στενή γειτνίαση διευκόλυνε αργότερα τους όχλους να τους παγιδεύσουν. Μάλιστα, κατά τον 11ο αιώνα σημειώθηκε αναβίωση των σπουδών του Ταλμούδ στη Ρηνανία, ενώ στη Γαλλία δημιουργήθηκε η Καμπάλα, το σύστημα της ερμηνείας των γραφών.
Ο Γκέρσομ της Μαγεντίας ίδρυσε σχολές και εξέδωσε σημαντικές «απαντήσεις», που εξυπηρετούσαν τους ίδιους σκοπούς με τα «δεκρετάλια» των χριστιανών. Ο Σολομών μπεν Ισαάκ της Τρουά, γνωστός και ως Ρασής, σπούδασε στις σχολές της Ρηνανίας, και μετά επέστρεψε στην πατρίδα του όπου ζούσε με τα έσοδα από τους αμπελώνες της οικογένειάς του ενώ δίδασκε και έκανε επιμέλεια κειμένων. Οι ερμηνείες που έκανε στο Ταλμούδ χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα. Στη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα, χάρη στις επαφές τους με την Ανατολή, οι Εβραίοι της Ισπανίας συγκέντρωσαν μεγάλες ποσότητες χρυσού από το εμπόριο μακρινών αποστάσεων. Σε αντίθεση με τους χριστιανούς, δεν σπαταλούσαν τα χρήματά τους σε ανταλλαγές αγαθών και έτσι διέθεταν κεφάλαιο προς δανεισμό. Φαίνεται ότι η ευημερία που γνώρισαν οι Εβραίοι ήταν ανάλογη με την οικονομική ανάπτυξη της εποχής.
Είδαμε ότι στη διάρκεια των σταυροφοριών πληθαίνουν οι εκρήξεις εχθρότητας κατά των Εβραίων, οι οποίες συχνά πυροδοτούνταν από δημαγωγούς ιερείς και μοναχούς. Το 1078 ο πάπας Γρηγόριος Ζ' απαγόρευσε στους χριστιανούς να απασχολούν Εβραίους, και έγιναν σφαγές Εβραίων στη Ρηνανία, η μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν στη Μαγεντία. Οι ηγεμόνες άρχισαν να παραγράφουν χρέη που όφειλαν οι σταυροφόροι στους Εβραίους. Η δεύτερη σταυροφορία έφερε περισσότερα πογκρόμ· μάλιστα, μια φυσιογνωμία του διαμετρήματος του ηγουμένου του Κλουνύ συνέστησε στον βασιλιά Λουδοβίκο Ζ' την εξόντωσή τους. Ο αυτοκράτορας Κορράδος Γ' ανάγκασε τους Εβραίους να εξαγοράσουν από αυτόν την προστασία τους. Οι Εβραίοι δέχονταν ταπεινώσεις και προσβολές σχεδόν παντού, ιδίως στις περιόδους των θρησκευτικών εορτασμών.
Το περιπτωσιακό πρόβλημα έγινε μόνιμο στα τέλη του 12ου αιώνα, στην εποχή του βασιλιά Φιλίππου Β' Αυγούστου της Γαλλίας, που διεκδίκησε την ιδιότητα του θεματοφύλακα της πίστης. Η έκφραση «ο Εβραίος μου» εμφανίζεται σε βασιλικά έγγραφα από τα τέλη του 12ου αιώνα· καθώς οι Εβραίοι ήταν τώρα δουλοπάροικοι του βασιλιά, η περιουσία τους μπορούσε να κατασχεθεί. Ο Φίλιππος δήμευσε πρώτη φορά τα κεφάλαιά τους λίγο καιρό μετά τη στέψη του το 1180. Το 1182 τους εξόρισε από το βασίλειο και τους επέτρεψε να επιστρέψουν μόνο το 1198. Ο βασιλιάς εκμεταλλεύτηκε την απουσία ορισμένων βαρόνων σε σταυροφορία για να ασκήσει ξανά διώξεις κατά των Εβραίων τους οποίους εκείνοι προστάτευαν στις ηγεμονίες τους.
Ενώ η Εκκλησία αρχικά είχε δείξει ανοχή, η τέταρτη σύνοδος του Λατερανού, το 1215, διέγραψε τα χρέη που οφείλονταν σε Εβραίους, τους υποχρέωσε να φορούν το έμβλημα της ντροπής και τους απαγόρευσε να επιβάλλουν υψηλό επιτόκιο, να κατέχουν δημόσιο αξίωμα ή να προσλαμβάνουν χριστιανούς υπηρέτες. Το 1267 μια σύνοδος στη Βιέννη τους υποχρέωσε να φορούν κωνικούς σκούφους. Το 1235, και ξανά το 1253, ο άγιος Λουδοβίκος Θ', που πίστευε ότι ο Θεός θα τον έκρινε επειδή ανεχόταν τους Εβραίους, απαγόρευσε τη χρέωση με τόκο από Εβραίους. Με την παρότρυνση των ισχυρών Φραγκισκανών, ο Λουδοβίκος οργάνωσε δημόσιες συζητήσεις γύρω από το ερώτημα αν το Ταλμούδ διέσυρε τον χριστιανισμό. Καθώς το πόρισμα δεν άφηνε αμφιβολίες, ο Λουδοβίκος διέταξε την καύση των εβραϊκών κειμένων το 1242 και το 1244, εξόρισε τους Εβραίους από τα εδάφη του και το 1254 απαγόρευσε το Ταλμούδ. Οι Εβραίοι κατηγορήθηκαν ότι βεβήλωναν την όστια και ότι ασκούσαν στη μετουσιωμένη όστια μια πρακτική που σήμερα θα τη λέγαμε «μαύρη μαγεία» (βουντού) για να βασανίσουν τον Χριστό. Όταν διατυπώθηκε για πρώτη φορά αυτή η κατηγορία στη Γαλλία το 1290, είπαν ακόμα και ότι η όστια είχε ματώσει. Μετά από μια τέτοια κατηγορία, το 1298 εξοντώθηκαν οι Εβραίοι του Ρόττινγκεν στη Φραγκονία, και έτσι εγκαινιάστηκαν έξι μήνες τρόμου που επεκτάθηκε σε πάνω από εκατό κοινότητες. Άλλες εξεγέρσεις ξέσπασαν όταν βρέθηκαν πτώματα παιδιών, ιδίως αγοριών, στα οποία οι Εβραίοι είχαν κατηγορηθεί ότι ήθελαν να κάνουν περιτομή. Αν και δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία, οι Εβραίοι κατηγορήθηκαν ως δολοφόφοι.
Το 1306 ο Φίλιππος Δ' εξόρισε τους Εβραίους από το βασίλειό του. Η κυβέρνηση εξακολουθούσε να καταμετρά τα έσοδα από την απροσδόκητη εισροή εβραϊκών περιουσιών, ως τη δεκαετία του 1320. Αν και αργότερα επιτράπηκε ξανά η είσοδος των Εβραίων στη Γαλλία υπό ταπεινωτικούς περιορισμούς, λίγοι υπέκυψαν στον πειρασμό. Ακόμα και στη σχετικά μη αστικοποιημένη βόρεια Αγγλία υπήρχαν μεγάλες εβραϊκές παροικίες στο Λίνκολν και την Υόρκη, όπου το 1190 σημειώθηκαν σοβαρές ταραχές. Ο βασιλιάς Ιωάννης έπληξε τους Εβραίους με οικονομικές απαιτήσεις, και το 1230 η βασιλική κυβέρνηση δήμευσε το ένα τρίτο των εβραϊκών περιουσιών. Οι Εβραίοι θεωρούνταν δούλοι· το 1255, ο Ερρίκος Γ' πούλησε όλα τα δικαιώματά του επί των Εβραίων για ένα χρόνο αντί 5.000 μάρκων. Το 1275 ο βασιλιάς Εδουάρδος Α' απαγόρευσε κάθε επιβολή επιτοκίου και τελικά εξεδίωξε τους Εβραίους το 1290.
Μπροστά στην εχθρότητα και στους κινδύνους για τη ζωή τους που αντιμετώπιζαν στη Γαλλία και την Αγγλία, οι Εβραίοι κατέφυγαν στη λιγότερο ανεπτυγμένη Ανατολή όπου ορισμένοι ηγεμόνες τους υποδέχτηκαν θερμά. Το 1244 ο δούκας της Αυστρίας τους παραχώρησε ένα προνόμιο που τους επέτρεπε να δανείζουν με τόκο. Επίσης τους έθεσε υπό την προστασία του και εγγυήθηκε τα χρέη τους. Τα περισσότερα γκέτο ήταν φτωχά και συνωστισμένα, αλλά ορισμένα ήταν πιο πλούσια, όπως το γκέτο της Πράγας. Εκεί οι Εβραίοι είχαν τη δική τους «πόλη» που περιλάμβανε τέσσερα κτίρια συντεχνιών και αρκετές συναγωγές. Οι εβραϊκές κοινότητες ήταν πιο ευάλωτες στη γερμανική Ρηνανία όπου το 1336 σημειώθηκαν σφαγές. Το 1348 οι Εβραίοι κατηγορήθηκαν ως υπαίτιοι για τον Μαύρο Θάνατο και, όπως ήταν αναμενόμενο, σφαγιάστηκαν. Έτσι, οι Εβραίοι ζούσαν όλο και πιο απομονωμένοι σε περιτειχισμένα γκέτο. Πολλοί δεν μιλούσαν τη γλώσσα του τόπου όπου κατοικούσαν, και τον 15ο αιώνα τα γίντις, μια σύνθεση της βόρειας γερμανικής διαλέκτου με εβραϊκά και αλλά στοιχεία, είχαν διαδοθεί στα γκέτο της ανατολικής Ευρώπης. Με τη μοίρα των Εβραίων ήδη έχουμε διαβεί το όριο του 14ου αιώνα, μιας εποχής αναστάτωσης και κρίσεων. Τα πρότυπα της οικονομίας και της σκέψης, καθώς και οι κυβερνητικοί θεσμοί και οι κοινωνικές δομές, άλλαξαν εκ βάθρων.
Ορθόδοξος Ιουδαϊσμός:
Ο βιβλικός πατριάρχης Αβραάμ ήταν ο πρώτος Εβραίος. Η ραββινική φιλολογία αναφέρει ότι ήταν ο πρώτος από γενεάς του Νώε που αποκήρυξε δημόσια την ειδωλολατρία και κήρυξε τον μονοθεϊσμό. Το αποτέλεσμα ήταν η υπόσχεση του Θεού ότι θα αποκτούσε τέκνα και μέσω αυτών το εβραϊκό έθνος θα κληρονομούσε τη γη του Ισραήλ -επονομαζόμενη τότε Χαναάν- μετά την εξορία και τη λύτρωσή του. Αν και ο μονοθεϊσμός και η Τορά είναι θεμελιώδεις παράμετροι του Ραββινικού Ιουδαϊσμού, αρκετοί σχολιαστές της Βίβλου ισχυρίζονται πως ορισμένοι στίχοι της Τορά υπονοούν ότι οι πρώτοι Ισραηλίτες αποδέχονταν την ύπαρξη και άλλων θεών, θεωρώντας τον Θεό τους ως τον μόνο Δημιουργό, και τη λατρεία του υποχρεωτική. Οι Εβραίοι κατά την ελληνιστική περίοδο θεώρησαν πως ο Θεός τους ήταν ο μοναδικός Θεός (και συνεπώς Θεός όλων), και ότι το αρχείο της αποκάλυψής Του (η Τορά) περιείχε καθολικές αλήθειες. Τούτη η στάση αντανακλά ιστορικά το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Εθνικών για τον Ιουδαϊσμό (αρκετοί Έλληνες και Ρωμαίοι θεωρούσαν του Εβραίους ως "φιλοσοφικότατο" λαό εξαιτίας της πίστης του σε έναν θεό που δεν απεικονιζόταν εικονογραφικά), και το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Εβραίων για την ελληνική φιλοσοφία και την αναζήτησή της για εγκαθίδρυση καθολικών αληθειών που δυνητικά οδηγούσαν στην ιδέα του μονοθεϊσμού, τουλάχιστον υπό την έννοια ότι "όλοι οι θεοί είναι Ένα".
Εβιωνίτες: Αρχικά όλοι οι Εβραίοι πιστοί στον Ιησού μπορεί να έφεραν τον τίτλο Εβιωνίμ, όπως και το Νοτσρίμ (Ναζωραίοι ή Ναζαρηνοί), αλλά μετά τον 2ο αιώνα, ως Εβιωνίτες χαρακτηρίζονταν ένας κλάδος των εβραίων χριστιανών που είχαν ακραίες ιουδαϊκές πεποιθήσεις: ως ιερά κείμενα είχαν μόνο τον Νόμο, τους Προφήτες και το εβραϊκό ευαγγέλιο του Ματθαίου, και όχι τα υπόλοιπα ευαγγέλια και τις επιστολές του Παύλου, τον οποίο θεωρούσαν αποστάτη από το Νόμο. Επίσης πίστευαν ότι ο Χριστός ήταν φυσικός άνθρωπος γεννημένος από τη Μαρία και τον Ιωσήφ, ο οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε, και ήταν ο Μεσσίας ως άνθρωπος, αλλά δεν δέχονταν τη θεϊκότητά του. Ο Ευσέβιος και ο Ωριγένης για το λόγο αυτό έλεγαν ότι οι Εβιωνίτες είχαν φτωχική άποψη για τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού, έγραφαν πως το όνομα «Φτωχοί» αποδίδει τη φτωχή χριστολογία τους.
Εβραίοι Χριστιανοί: οι περιγραφές των εκκλησιαστικών πατέρων έχουν ισχυρή προκατάληψη κατά των κινημάτων αυτών, εφόσον όλοι σχεδόν οι εθνικοί Χριστιανοί διακατέχονταν από έντονη περιφρόνηση για καθετί Ιουδαϊκό. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα πολλοί Ιουδαίοι που επέστρεψαν στον Χριστό ακολούθησαν το μονοπάτι της αφομοίωσης με τους Εθνικούς και τα ιουδαϊκά πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους χάθηκαν εντελώς .
Γνωστικισμός: προχριστιανικής καταγωγής φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα, δείγμα του σύντονου συγκρητισμού της ρωμαϊκής εποχής. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσης για να περιγράψει διάφορες θρησκευτικές ομάδες των πρώτων τεσσάρων μεταχριστιανικών αιώνων. Ο γνωστικισμός αποτελούσε ένα σωτηριολογικό θρησκευτικό σύστημα, βασισμένο στην ημιδιαισθητική έννοια της Γνώσης, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις αποδεχόταν ως λυτρωτική θεότητα τον Ιησού Χριστό, προσδίδοντάς του όμως ιδιότητες διαφορετικές απ' ό,τι ο χριστιανισμός. Οι γνωστικοί ταύτιζαν τον Δημιουργό με τον Ιεχωβά, τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος κατ’ αυτούς δεν δημιούργησε αυτόν τον κόσμο: αντίθετα, κατά το απώτατο παρελθόν, απέκτησε θεϊκούς απογόνους (οι οποίοι αποκαλούνταν «Αιώνες»), διαδοχικές εκπορεύσεις του στο πλαίσιο μίας μεταφυσικής ιεραρχίας οι οποίες κατά ζεύγη παρήγαγαν δικούς τους απογόνους. Οι γνωστικοί, διεσπαρμένοι σε διάφορες αυτόνομες κοινότητες και χωρίς κεντρικό συντονισμό ή συγκεντρωτικό ιερατείο, ουσιαστικά εκριζώθηκαν ως τον πέμπτο αιώνα από την επίσημη χριστιανική Εκκλησία και τον ρωμαϊκό στρατό, καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε θεσπίσει πλέον ως κρατική και μόνη αποδεκτή θρησκεία της τον χριστιανισμό.
Καθαροί: θρησκευτική σέκτα με χριστιανικές ρίζες, η οποία βασιζόταν σε στοιχεία που προέρχονταν από τον Γνωστικισμό. Εμφανίστηκαν αρχικά σε μία περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας κοντά στην Τουλούζ και εικάζεται ότι ήταν φυσική συνέχεια των Παυλικιανών της Αρμενίας και των Βογόμιλων της Βουλγαρίας, όπως επίσης φαίνεται ότι επηρεάστηκαν και από τον Μανιχαϊσμό.
Μανιχαϊσμός: 1. θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο αι. μ.X. και που δέχεται την ύπαρξη δύο ανταγωνιστικών στοιχείων, του φωτός και του σκότους, του καλού και του κακού: Ο ~ στηρίχτηκε στο Xριστιανισμό και σε ορισμένες θρησκείες ανατολικών λαών. 2. χαρακτηρισμός κάθε δυϊστικής θεωρίας ή διδασκαλίας ή και κάθε άποψης που δέχεται ότι υπάρχει μόνο το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, αποκλείοντας οτιδήποτε άλλο.
Παυλικιανισμός: χριστιανική Ομολογία που αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία από τον 7ο αιώνα και μετά. Ιδρυτής και δημιουργός του Παυλικιανισμού θεωρείται ένας Αρμένιος με το όνομα Κωνσταντίνος από την κωμόπολη Μανάναλη. Ο Κωνσταντίνος ήταν Μανιχαίος. Κάποτε φιλοξένησε έναν Χριστιανό διάκονο, ο οποίος επέστρεφε στην πατρίδα του ύστερα από μία περίοδο αιχμαλωσίας του από τους Άραβες. Ο τελευταίος δώρησε στον οικοδεσπότη του το "Ευαγγέλιο" και τον "Απόστολο", πριν αποχωρήσει. Έκτοτε ο Κωνσταντίνος απαρνήθηκε τον Μανιχαϊσμό και αφοσιώθηκε στη μελέτη αυτών των βιβλίων. Μάλιστα, έδωσε τη δική του ερμηνεία σε διάφορα χωρία της Καινής Διαθήκης θέτοντας έτσι τις βάσεις της Παυλικιανικής διδασκαλίας. Το 726 ο αυτοκράτορας Λέων Γ' εγκαινίασε την Εικονομαχία εκδίδοντας διάταγμα εναντίον των εικόνων. Από την πλευρά τους, οι Παυλικιανοί επίσης δεν επιδοκίμαζαν τη λατρεία των εικόνων. Τον πιο συστηματικό διωγμό εναντίον των Παυλικιανών εξαπέλυσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (842-856).
Νεστοριανισμός: Ο όρος "νεστοριανισμός" περιγράφει το δόγμα σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ως δύο πρόσωπα, ο άνθρωπος Ιησούς και ο θεϊκός Γιος του Θεού ή Λόγος, και όχι ως ενιαίο πρόσωπο. Αυτό το δόγμα έχει ταυτιστεί με τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριο (περ. 386–περ. 451). Αυτή η θεολογική θέση για τον Χριστό καταδικάστηκε στη Σύνοδο της Εφέσου το 431 και η σφοδρή αντιπαράθεση σχετικά με το ζήτημα αυτό οδήγησε στο Νεστοριανικό σχίσμα. Οι νεστοριανιστές δεν δέχονταν οτι ο Ιησούς υπέφερε στον σταυρό, λόγω της θεϊκής του φύσης. Επίσης, απέρριπταν τον όρο «Θεοτόκος» (που σημαίνει «η τίκτουσα τον Θεό» ή «η μητέρα του Θεού») ως τίτλο της Παρθένου Μαρίας και χρησιμοποιούσαν αντ' αυτής τον τίτλο «Χριστοτόκος» H θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου Β' δημιούργησε σημαντικές θεολογικές έριδες που προκάλεσαν ταραχές στον κλήρο. Μια από αυτές αποτελούσε η σχέση θείας και ανθρώπινης φύσης του Ιησού. Μια ομάδα υποστήριζε την άποψη των δύο χωριστών φύσεων του Ιησού και μια άλλη την άρρηκτη σχέση των δύο φύσεων, θεϊκής και ανθρώπινης. Υπέρμαχοι των δύο απόψεων υπήρξαν ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, εκπρόσωπος της σχολής της Αντιόχειας, και ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος. Αν και ο αυτοκράτορας υποστήριξε τη θέση του Νεστόριου στη Σύνοδο της Εφέσου το 431, το σχετικό δόγμα καταδικάστηκε ως αίρεση από τη σύνοδο αυτή, η οποία διακήρυξε τον Ιησού «Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον». Οι Νεστοριανοί, καταδιωκόμενοι από τους Ορθόδοξους, κατέφυγαν στην Περσία, όπου ίδρυσαν Εκκλησία. Το 498 αποσχίστηκε η νεστοριανή Περσική Εκκλησία από την ορθόδοξη και επεκτάθηκε στην Συρία, την Αραβία, την Αίγυπτο, τις Ινδίες και την Κίνα. Οι Νεστοριανοί διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς της επιστήμης και δημιούργησαν αξιόλογα πνευματικά κέντρα σε διάφορες πόλεις. Επί Ταμερλάνου, διώχτηκαν και περιορίστηκαν στο Κουρδιστάν.
Μονοφυσιτισμός: Μονοφυσιτισμός ονομάζεται ένα χριστιανικό δόγμα, κατά το οποίο η θεία φύση του Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης. Οι μονοφυσιτιστές, όπως αποκαλούνται, θεωρούν πως η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε την ανθρώπινη και την εξαφάνισε. Είναι σημαντικό ρεύμα της χριστιανικής σκέψης. Εμφανίστηκε τον 5ο αιώνα και ιδρυτής του είναι ο Ευτυχής. Η θεωρία του μονοφυσιτισμού υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε από τη θεία φύση ως «σταγόνα μέλιτος στον ωκεανό». Καταδικάστηκε από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 μ.Χ και την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553 μ.Χ. όπου και και διατυπώθηκε το ορθόδοξο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς υπάρχει σε ένα μόνο πρόσωπο και με δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία, «ενωμένες και μη συγχεόμενες». Εξαπλώθηκε κυρίως στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους, δηλαδή στην Συρία, την Παλαιστίνη, την Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Για να μπορέσουν να απαλλαγούν από την σκληρή στάση που επέδειξε ο Ιουστινιανός και οι κατοπινοί αυτοκράτορες εναντίον τους, αναγκάστηκαν να αποδεχτούν την κυριαρχία των Αράβων. Ο μονοφυσιτισμός δεν είναι ένα ενιαίο ρεύμα, αλλά περικλείει διάφορες τάσεις και εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα.
Μοντανισμός αποκλήθηκε η πρωτοχριστιανική αίρεση που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στη Φρυγία κατά τον 2ο αιώνα. Ιδρυτές της θεωρούνται ο Μοντανός, η Πρίσιλλα και η Μαξιμίλλα. Βρήκε ιδιαίτερη απήχηση τόσο στην υπόλοιπη Μικρά Ασία όσο και σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια, ιδιαίτερα δε στη Ρώμη και τη Βόρεια Αφρική.
Βογόμιλοι: στα βουλγαρικά Богомили, χριστιανική κοινότητα η οποία άνθισε στα Βαλκάνια την περίοδο μεταξύ του 10ου αιώνα και του 15ου αιώνα. Εμφανίστηκε στη Βουλγαρία γύρω στο 950 και ενσωμάτωσε κάποια νεομανιχαϊστικά και παυλικιανικά στοιχεία. Η θρησκευτική κίνηση εμφανίστηκε αρχικά στην Αρμενία και τη Μικρά Ασία, και δέχτηκε αργότερα σλαβονικές επιδράσεις που αποσκοπούσαν στη μεταρρύθμιση της προσφάτως ιδρυθείσας Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πέρα από την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Βοσνία, Σερβία), το βογομιλικό κίνημα επεκτάθηκε μέχρι την Ιταλία, τη Ρηνανία (Γερμανία) και τη Γαλλία. Το θρησκευτικό αυτό κίνημα περιγράφεται και ως Βογομιλισμός. Κεντρικό στοιχείο της διδασκαλίας των Βογόμιλων αποτελούσε η πεποίθηση ότι ο ορατός, υλικός κόσμος κυβερνάται από τον Σατανά. Απέρριπταν την ιεραρχία της διοικούσας Εκκλησίας και θεωρούσαν εσφαλμένα τα δόγματα που αφορούσαν μεταξύ άλλων την απόδοση τιμής στις ιερές εικόνες, στο σταυρό και τα ιερά λείψανα —τα οποία θεωρούσαν ειδωλολατρία— και στους αγίους και δεν αποδέχονταν τα εκκλησιαστικά μυστήρια, τον νηπιοβαπτισμό, την Θεία Ευχαριστία και τα δόγματα περί Αειπάρθενου και Θεοτόκου ως μητέρας του Ιησού Χριστού.
Περί το 1110 ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός ξεκίνησε διωγμό κατά των Βογομίλων, επειδή διαψεύστηκαν οι προσδοκίες για βοήθεια που θα λάβαινε από αυτούς με την μετεγκατάσταση τους στη Βαλκανική χερσόνησο και αρνήθηκαν τη βοήθεια τους προς το βυζαντινό κράτος και «τρεις χιλιάδες περίπου απ' αυτούς, που είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία κατά των Νορμανδών, τον εγκατέλειψαν και γύρισαν στα χωριά τους». Έγιναν εκφραστές της εθνικής και πολιτικής αντίθεσης των Σλάβων «εναντίον τής αυστηρής βυζαντινής διοίκησης», «τόσο στα εκκλησιαστικά όσο και στα κοσμικά ζητήματα». παρά τους σκληρούς διωγμούς στη Βουλγαρία και στο Βυζάντιο, η διδασκαλία των Βογόμιλων συνέχισε να υφίσταται ακέραια στην Κωνσταντινούπολη υπό την επιφάνεια, κρυφά, τουλάχιστον για μία γενιά• μάλιστα δε, κατόρθωσε να επιβιώσει στα λαϊκά στρώματα και να γνωρίσει άνθηση κατά την περίοδο του Β' Βουλγαρικού Κράτους από το 1186 ως το 1193.
Κατά τους διωγμούς του τσάρου των Βουλγάρων Μπορίς Α' Μιχαήλ (Βάρι) και του βασιλιά των Σέρβων Νέμανια πολλοί Βογόμιλοι κατέφυγαν στη Βοσνία, όπου αναδιοργανώθηκαν και συνέχισαν τη δράση τους. Η σκληρή αντιμετώπισή τους συνεχίστηκε τόσο από τον τσάρο Καλογιάννη της Βουλγαρίας (για τους Βυζαντινούς, «Σκυλογιάννης», 1197-1207) όσο και από τον βασιλιά της Σερβίας Στέφανο B' Νεμάνια (κυβερνήτης από το 1197 έως το 1227). Μάλιστα, το 1349, ο τσάρος (κράλης) Ντουσάν της Σερβίας εφάρμοσε ιδιαίτερα σκληρή νομοθεσία (Zakonik) εναντίον των «αιρετικών», οι οποίοι πιθανώς ήταν κυρίως οι Βογομίλοι: Οι αιρετικοί έπρεπε να στιγματιστούν με πυροσφραγίδα και να εκδιωχθούν από τη χώρα, ενώ ο θρησκευτικός προσηλυτισμός απαγορευόταν. Τον 13ο και 14ο αιώνα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία απέστειλε αρκετούς λεγάτους και Φραγκισκανούς ιεραποστόλους για να μεταστρέψουν ή να εκδιώξουν Βόσνιους αιρετικούς μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και Βογόμιλοι.
Αρειανισμός: ο όρος αναφέρεται στις θεολογικές θέσεις που έγιναν ευρέως γνωστές από τον θεολόγο και πρωτοπρεσβύτερο Άρειο (π. 250-336), ο οποίος έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις αρχές του 4ου αιώνα. Η πιο αμφιλεγόμενη πτυχή των διδασκαλιών του Άρειου αφορούσε τη σχέση μεταξύ του Θεού Πατέρα και του προσώπου του Ιησού Χριστού με σημαντικές τριαδικές προεκτάσεις. Ο αρειανισμός θεωρείται, απ' το μεγαλύτερο κομμάτι του Χριστιανισμού, μια από τις τρεις πιο σημαντικές αιρέσεις, μαζί με τον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσιτισμό. Οι θέσεις που προάσπισε ο Άρειος τόνιζαν ότι ο Ιησούς ήταν δημιούργημα και όχι υπόσταση του Θεού. Οι θέσεις αυτές βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση μεταξύ των υπηκόων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και σε όλα τα γερμανικά φύλα, με εξαίρεση τους Φράγκους. Οι θέσεις αυτές καταδικάστηκαν τελικά στο πρόσωπο του Αρείου από την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας το 325 αλλά και από την Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381.
Θεολογική σχολή της Αντιόχειας: ιδρύθηκε από τον Λουκιανό στην Αντιόχεια της Συρίας κατά τις αρχές του 3ο αιώνα. Ο όρος αντιοχειανή σχολή, χρησιμοποιήθηκε από τους θεολόγους και τους ερευνητές και προ της ίδρυσης της σχολής, περισσότερο ως συμβατική έννοια κατ' αντιστοιχία με την Αλεξανδρινή θεολογική σχολή, για να προσδώσει τις ερμηνευτικές και θεολογικές τάσεις της περιοχής.
Χουσίτες ή Ουσσίτες: οπαδοί του Χριστιανικού κινήματος που ακολουθούσε τις διδασκαλίες του Τσέχου μεταρρυθμιστή Γιαν Χους, (1369-1415), ο οποίος ήταν ένας από τους πρόδρομους της Μεταρρύθμισης. Οι Χουσίτες ενδιαφέρθηκαν για κοινωνικά ζητήματα και ενίσχυσαν την Τσεχική εθνική συνείδηση. Στις 6 Ιουλίου 1414 στη Σύνοδο της Κωνσταντίας ο Γιαν Χους καταδικάστηκε και υπέστη μαρτυρικό θάνατο "διά πυρός". Οι Χουσίτες συγκρούστηκαν με τον Πάπα, γιατί: τελούσαν την λειτουργία όχι στα Λατινικά, αλλά στα Τσέχικα, κήρυτταν ευρέως και ήταν διαδεδομένη μεταξύ τους η χρήση της Αγίας Γραφής σε καθομιλουμένη γλώσσα, και υποστήριζαν πως η χορήγηση της Θείας Μετάληψης πρέπει να συνίσταται σε "άρτο και οίνο". Από το 1420 μέχρι το 1434 οι Χουσίτες ενεπλάκησαν σε μια σειρά πολέμων, οι οποίοι είχαν πολιτικά και θρησκευτικά αίτια. Μεταξύ των σημερινών Χριστιανών η Χουσιτική παράδοση εκπροσωπείται από τους Μοραβούς και τις διάφορες Χουσιτικές εκκλησίες.
Καρμηλίτες: Τάγμα ρωμαιοκαθολικών μοναχών που ιδρύθηκε περίπου το 1150 στο όρος Κάρμελ της Παλαιστίνης από τον Ιταλό σταυροφόρο Μπερτόλντο της Καλαβρίας, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί με δέκα συντρόφους του. Ο αυστηρός κανόνας που όφειλαν να ακολουθούν οι καλόγεροι του μοναστηριού (διαβίωση σε χωριστά κελιά, απόλυτη σιωπή, απομόνωση, συνεχής νηστεία, προσευχή) διατυπώθηκε από τον Λατίνο πατριάρχη της Ιερουσαλήμ Αλβέρτο (1209) και επικυρώθηκε αργότερα από τον πάπα (1226)· έπειτα από σχεδόν δύο αιώνες (1431) τροποποιήθηκε προς το επιεικέστερο από τον πάπα Ευγένιο Δ’. Έκτοτε, το τάγμα διαδόθηκε σε πολλές χώρες (Κύπρος, Ιταλία, Σικελία, Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία), ενώ ο Ιωάννης Σορέθ, που ορίστηκε επικεφαλής του (1451), μύησε στον μοναστικό βίο και γυναίκες, οι οποίες ονομάστηκαν Καρμηλίτισσες.
Τον 16ο αι., η Aγία Θηρεσία αποσύρθηκε σε κάποιο από αυτά τα μοναστήρια, όπου άρχισε να προσελκύει πολυάριθμες νέες. Αργότερα ίδρυσε το μεγάλο μοναστήρι του Αγίου Ιωσήφ στην Άβιλα της Ισπανίας (1562) και στη συνέχεια άλλα δεκαέξι μοναστήρια καλογραιών. Είχε την πρόθεση, επίσης, να επαναφέρει τον κανόνα του τάγματος στην αρχική του αυστηρότητα, μεταρρύθμιση που επικυρώθηκε το 1562 από τον πάπα Πίο Δ’, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη διαίρεση των Κ. σε δύο κλάδους, ο ένας από τους οποίους ονομάστηκε ανυπόδητοι ή μεταρρυθμισμένοι Κ. Οι τελευταίοι φέρουν μάλλινα ρούχα, καφέ ωμοφόριο, μαύρο κάλυμμα στο κεφάλι και λευκό μανδύα και αφιερώνουν τη ζωή τους στη διαρκή μετάνοια και προσευχή. Το τάγμα των Καρμηλιτισσών περιλάμβανε περισσότερες από 12.000 μοναχές τον 15ο αι., ενώ το 1972 υπολογίζονταν σε 8.000. Πολλά μοναστήρια συνεχίζουν έως σήμερα να ακολουθούν την αυστηρότητα που είχε επιβληθεί από την αγία Θηρεσία της Άβιλα στην Ισπανία.
H θεωρητική σκευή της Ρώμης εγκολπωμένη στον Χριστιανισμό: Ορόσιος και Αυγουστίνος
Η σύγκρουση μέσα στους κόλπους της χριστιανοσύνης γύρω από την αντιμετώπιση της κλασικής παράδοσης φωτίζεται παραδειγματικά από δύο χριστιανούς λογίους που το έργο τους άσκησε καταλυτική επίδραση στους μεταγενέστερους στοχαστές. Ο πρώτος ήταν ο ιερός Αυγουστίνος, ένας καλλιεργημένος θεολόγος των τελευταίων δεκαετιών του 4ου αιώνα και των αρχών του 5ου, που είχε αφομοιώσει την αρχαία κληρονομιά και συμφιλίωσε τον χριστιανισμό με ένα μεγάλο μέρος της, αν και δημόσια αποκήρυττε την ειδωλολατρική σκέψη. Ο δεύτερος, ο άγιος Ισίδωρος της Σεβίλλης, ήταν ένας όχι ιδιαίτερα λεπτολόγος φιλόλογος του 7ου αιώνα που ο άκριτος, μιμητικός θαυμασμός του για τη λογοτεχνία των προγόνων τον ώθησε να γράψει μια παραποιημένη επιτομή των επιτευγμάτων της που επί μισή χιλιετία θα δρούσε ανασταλτικά στην ανάπτυξη των γραμμάτων στη Δύση.
Ο ιερός Αυγουστίνος (354-430), ο πιο εμβριθής από τους τέσσερις «Λατίνους δασκάλους της Εκκλησίας», ήταν ο πρώτος Δυτικός χριστιανός που επιχείρησε να συστηματοποιήσει τη μεταφυσική διάσταση εντάσσοντάς την σε ένα χριστιανικό πλαίσιο. Ο Αυγουστίνος ήταν η κύρια πηγή μέσω της οποίας η αντλημένη από τον Πλάτωνα φιλοσοφική παράδοση έφτασε στη χριστιανική Δύση. Ας σημειωθεί ως γεγονός που δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικό για την κατάσταση της παιδείας στην εποχή του ότι στις αρχές του Μεσαίωνα το έργο του ήταν λιγότερο διαδεδομένο από το έργο των μιμητών του, κυρίως του Οροσίου, που στα επτά βιβλία του των ιστοριών κατά των εθνικών (Historiarum adversus paganos libri vii) υπεραπλουστεύει τη λιγότερο, ίσως, επεξεργασμένη φιλοσοφική άσκηση του Αυγουστίνου —τη χρήση της στοιχειώδους λογικής ώστε να αποδείξει ότι οι χριστιανοί δεν ήταν υπεύθυνοι για την παρακμή του ρωμαϊκού κράτους.
Ο Αυγουστίνος άφησε αρκετά σημαντικά έργα. Οι Εξομολογήσεις του [Confessiones] ήταν το τελευταίο αυτοβιογραφικό κείμενο που γράφτηκε στη Δύση μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνα. Εδώ ο Αυγουστίνος περιγράφει τα νεανικά του χρόνια· μάλιστα, το έργο αυτό είναι η πιο σημαντική πηγή για τις αυστηρές και πατριαρχικές αντιλήψεις γύρω από την ανατροφή και την αγωγή των παιδιών που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή. Ο Αυγουστίνος, που γεννήθηκε στην Ταγάστη της βόρειας Αφρικής από χριστιανή μητέρα και ειδωλολάτρη πατέρα, είχε στη νεότητά του επιδοθεί τόσο σε σαρκικές όσο και σε πνευματικές απολαύσεις. Αρχικά τον προσείλκυσε ο μανιχαϊσμός και αργότερα οι πιο φιλοσοφικοί προσανατολισμοί του νεοπλατωνισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 380 δίδαξε ρητορική στη Ρώμη και μετά πορεύτηκε στο Μιλάνο όπου οι σπουδές του πλάι στον άγιο Αμβρόσιο τον έκαναν να αποκηρύξει το αιρετικό παρελθόν του. Ωστόσο, η ώριμη θεολογική σκέψη του χρωματίζεται από τον νεοπλατωνικό συμβολισμό (ο Αυγουστίνος περιέγραψε τον Θεό με όρους φωτός και μη υλικότητας), καθώς και από το κεντρικό πρόβλημα του μανιχαϊσμού: πώς μπορεί ο Θεός, που είναι ο κρουνός της δικαιοσύνης και της καλοσύνης, να επιτρέπει την ύπαρξη της αδικίας και του κακού;
Το κορυφαίο έργο του Αυγουστίνου είναι η Πολιτεία του Θεού [Civitas Dei], το μεγαλύτερο μνημείο της ανθρώπινης διάνοιας στην υστερορωμαϊκή περίοδο. Άρχισε τη συγγραφή του μετά τη λεηλασία της Ρώμης από τους Βησιγότθους το 410, δίνοντας έτσι μια απάντηση στους ειδωλολατρικούς ισχυρισμούς ότι η Αιώνια Πόλη αλώθηκε επειδή είχε εγκαταλείψει τους θεούς στους οποίους χρωστούσε το μεγαλείο της. Το έργο αυτό τον απασχόλησε στην υπόλοιπη ζωή του, ενόσω ήταν επίσκοπος Ιππώνος στη βόρεια Αφρική. Πέθανε το 430, όταν ακριβώς οι Βάνδαλοι ήταν έτοιμοι να καταλάβουν τη γενέτειρά του. Η Πολιτεία του Θεού εκφράζει μια χριστιανική αντίληψη περί της Ιστορίας ως συνεχούς προοδευτικής πορείας του ανθρώπου προς τη σωτηρία. Ο Αυγουστίνος διακρίνει επτά εποχές, που αντιστοιχούν στις επτά ημέρες της δημιουργίας και θεωρεί ότι ο άνθρωπος ζούσε τότε στην έκτη ημέρα. Αντικρούει τον ισχυρισμό ότι ο χριστιανισμός ήταν υπεύθυνος για τα προβλήματα της Ρώμης, επικαλούμενος ένα συλλογιστικό επιχείρημα παρμένο από τον Πλάτωνα: το μοναδικό αληθινό κράτος βασίζεται στη δικαιοσύνη, πράγμα που σημαίνει να δίδεται σε κάθε άνθρωπο ό,τι του αναλογεί. Το ρωμαϊκό κράτος όμως ήταν θεμελιωμένο στην αδικία, καθώς δεν είχε δώσει τα οφειλόμενα στον Θεό. Επομένως, η πτώση του οφειλόταν στην αμαρτία και ήταν αναπόφευκτη. Ο εκχριστιανισμός της αυτοκρατορίας ήταν πολύ ανεπαρκής και ήρθε πολύ αργά.
H θεωρητική σκευή της Ρώμης εγκολπωμένη στον Χριστιανισμό: Ισίδωρος
Πολύ πιο συχνά, όμως, παρατίθεται το έργο του Ισιδώρου, επισκόπου Σεβίλλης (περί το 576-636) που ήταν εγκυκλοπαιδιστής και φιλόλογος. Το έργο του Originum sive etymologiarum libri xx είναι ευρύτερα γνωστό ως Ετυμολογία [Etymologiae], επειδή ο Ισίδωρος ήταν πεπεισμένος ότι η ουσία μιας οντότητας μπορεί να ανιχνευτεί μέσω των γλωσσολογικών της ριζών στις λατινικές και ελληνικές λέξεις που εκφράζουν και συμβολίζουν αυτή την ουσία. Ο Ισίδωρος έτρεφε μεγάλο σεβασμό για την κοσμική ρωμαϊκή κουλτούρα και τα γράμματα. Παραθέτει αδέξια ολόκληρα χωρία από συγγραφείς της προτίμησής του χωρίς να κατονομάζει τις πηγές του, προκειμένου να εκφράσει τις δικές του σκέψεις. O Ισίδωρος γνώριζε ότι οι λιγοστοί μορφωμένοι αναγνώστες του έργου του θα αναγνώριζαν τις πηγές του χωρίς να χρειαστεί να τους τις υπενθυμίσει. Η φιλολογία και η επιστήμη του Ισιδώρου ήταν υπερβολικά αφελείς, αλλά η συχνά δαιδαλώδης ανάλυσή του είναι το υψηλότερο επίτευγμα της γνώσης της εποχής του. Το έργο του είναι η μοναδική σημαντική πηγή που διαθέτουμε για τις αστρονομικές γνώσεις στον πρώιμο Μεσαίωνα. Ο Ισίδωρος εισηγήθηκε να υπολογίζεται ο χρόνος από την ενσάρκωση του Χριστού. Μόνο κατά τον 1ο αιώνα άρχισαν οι μελετητές να αμφισβητούν σοβαρά τις ιστορίες του για τέρατα σε μακρινές χώρες και διάφορα αλλά "μαργαριτάρια", όπως την ερμηνεία του ότι το σηκώτι είναι η έδρα των αισθησιακών απολαύσεων. Με τον Ισίδωρο βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι γερμανικές φυλές. Ο πολιτισμός της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν ένα αμάλγαμα του ρωμαϊκού, του χριστιανικού, του γερμανικού και του ισλαμικού στοιχείου.
Αν και οι δοξασίες των Καθαρών απέκλιναν πιο ουσιασικά από το επίσημο εκκλησιαστικό δόγμα απ' ό,τι οι πεποιθήσεις των περισσότερων αιρετικών, ωστόσο οι αντιλήψεις και η οργάνωσή τους είχαν σημαντική απήχηση. Η επαιτική πρακτική να υπάρχουν και λαϊκοί αδελφοί, ως «μετανοούντες» είναι παρόμοια με τη διάκριση των Καθαρών μεταξύ απλών πιστών και Τέλειων, αν και τα παλαιότερα μοναστικά κινήματα χρησιμοποιούσαν λαϊκούς αδελφούς για χειρωνακτική εργασία στα γαιοκτήματά τους και ο άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης και ο Βάλδος είχαν στραφεί στην πενία εμπνεόμενοι από περιπλανώμενους ιεροκήρυκες της νότιας Γαλλίας που ίσως ήταν Καθαροί. Συχνά είναι δύσκολο να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ αγίων και αιρετικών στην πνευματική ζωή της Ευρώπης κατά τα τέλη του 12ου αιώνα και τις αρχές του 13ου.
Ο άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης παρουσίαζε πολλές επιφανειακές ομοιότητες με τον Βάλδο. Και οι δύο ήταν γόνοι πλούσιων οικογενειών εμπόρων, και οι δύο κατέληξαν να απαρνηθούν τα πλούτη τους και να διδάξουν ότι μια ζωή στην υπηρεσία της «κυράς μας της φτώχειας» ήταν η μοναδική οδός προς τη σωτηρία. Ο Φραγκίσκος όμως στάθηκε πιο τυχερός καθώς ανήκε σε μια γενιά μετά τον Βάλδο, και στην εποχή του ο πάπας αντέδρασε πιο ήπια στην καινοτομία του δόγματος περί αποστολικής πενίας. Επίσης, ο άγιος Φραγκίσκος ήταν πιο πρόθυμος απ' ό,τι ο Βάλδος να αποδεχτεί άνωθεν καθοδήγηση.
Ο Φραγκίσκος, κατά κόσμον Τζιοβάννι Μπερναρντόνε, γεννήθηκε το 1182. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος που είχε συναλλαγές με τη Γαλλία· ο γιος μάλιστα επηρεάστηκε τόσο πολύ από τις γαλλικές συνήθειες που του δόθηκε το προσωνύμιο «Φραντσέσκο» («Φραντσέζος»)· και λόγω της δημοτικότητας του Φραγκίσκου, το όνομα αυτό διαδόθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην αυτοβιογραφία του, που την υπαγόρευσε, ο Φραγκίσκος μιλά για την ηδονιστική νιότη του, που στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν η ζωή ενός συνηθισμένου νέου, επειδή πάντα ο Φραγκίσκος θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο. Το 1207, αφού άκουσε ένα κήρυγμα, πιθανόν από κάποιον Βάλδιο ή Καθαρό, αποκήρυξε επίσημα τα επίγεια αγαθά του σε μια δημόσια τελετή έξω από την κατοικία του πατέρα του.
Στη συνέχεια ο Φραγκίσκος και οι δώδεκα μαθητές του αποσύρθηκαν στην Πορτσούνκολα, κοντά στην Ασσίζη, και άρχισαν τη διδασκαλία. Το γεγονός καθαυτό δεν ήταν ασυνήθιστο, καθώς είδαμε ότι εκείνη την εποχή πολλοί άγιοι ερημίτες δρούσαν στην Ιταλία. Για κάποιους ανεξακρίβωτους λόγους, ο Φραγκίσκος ζήτησε το 1211 από τον πάπα να εγκρίνει έναν απλό κανόνα, στηριγμένο στο χωρίο «πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς» (Λουκάς, ΙΗ', 22, και Ματθαίος ΙΘ', 21). Ο Ιννοκέντιος Γ' ενέκρινε έμμεσα τον κανόνα, επιτρέποντας στον Φραγκίσκο και τους οπαδούς του να ζουν σε απόλυτη συμφωνία με το ευαγγέλιο. Οι «Φραγκισκανοί» διάλεξαν ως προϊστάμενό τους τον Φραγκίσκο, μέσω του οποίου θα συναλλάσσονταν με τις εκκλησιαστικές αρχές. Καθώς ήταν «κεκαρμένοι» είχαν δικαίωμα να κηρύττουν. Μολονότι τα τάγματα αυτά ονομάζονταν «επαιτικά», οι πρώτοι Φραγκισκανοί δεν ήταν επαίτες. Η πρόθεση του Φραγκίσκου ήταν τα μέλη του τάγματός του να εργάζονται, αλλά στην πράξη οι λαϊκοί αδελφοί που εργάζονταν σε κοινότητες δέχονταν να τους συντηρούν αυτοί στους οποίους παρείχαν τις υπηρεσίες τους.
Το τάγμα των «αδελφών» (fratres) του Φραγκίσκου κάλυπτε μια υπαρκτή πνευματική ανάγκη. Η απήχησή του όμως οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην προσωπικότητα του εμπνευστή του. Οι «Ταπεινοί», λόγου χάρη, μια θρησκευτική αδελφότητα που έδινε έμφαση στο κήρυγμα και περιλάμβανε στα μέλη της αρκετούς λαϊκούς, εμφανίστηκαν αρχικά στην Ιταλία στα τέλη του 12ου αιώνα. Σε αντίθεση με τους Φραγκισκανούς, η δράση τους δεν επεκτάθηκε εκτός της Ιταλίας, ενώ με τον Φραγκίσκο ταυτίζονταν οι φτωχοί και οι καταπιεσμένοι όπου γης. Στην εποχή του είχε γίνει θρύλος, λόγω της αφελούς, παιδιάστικης πίστης του και της αγάπης του για τη φύση και για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Μολονότι προερχόταν από οικογένεια εμπόρων, όπου η μόρφωση θεωρούνταν απαραίτητη, ο Φραγκίσκος ήξερε ελάχιστα γράμματα και τα περισσότερα έργα του τα υπαγόρευσε στους συντρόφους του. Συνέθεσε δοξαστικούς ύμνους στην καθομιλουμένη ιταλική, από τους οποίους όμως διασώζεται μόνον ένας, ο «Ύμνος στον ήλιο». Θαύματα έχουν αποδοθεί σ' αυτόν, ακόμα και ενόσω ζούσε. Το πρώτο χειρόγραφο των Μικρών ανθέων, μιας ανθολογίας με ιστορίες γύρω από τον άγιο Φραγκίσκο, γράφτηκε έναν αιώνα μετά το θάνατό του, γεγονός που σημαίνει ότι πιθανόν να τον περιγράφει όπως τον φαντάζονταν οι μεταγενέστεροί του και όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Κι αυτό όμως έχει τη δική του σημασία, καθώς δείχνει ότι τον τιμούσαν ως απλή, ευγενική μορφή που θεωρούσε όλα τα πλάσματα αδέλφια του και ένιωθε τη χαρά της ζωής, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που ακολουθεί:
Κάποτε, όταν ο άγιος Φραγκίσκος ζούσε στην πόλη Γκούμπιο, ένας μεγάλος λύκος φάνηκε σ' εκείνα τα μέρη. Ήταν τόσο άγριος και τρομερός που δεν καταβρόχθιζε μόνο ζώα, αλλά κι ανθρώπους, και καθώς συχνά πλησίαζε στην πόλη, όλοι οι άνθρωποι είχαν κατατρομάξει κι έβγαιναν έξω πάνοπλοι, σαν να πήγαιναν σε μάχη... Ο άγιος Φραγκίσκος πορεύτηκε μονάχος προς το μέρος όπου έλεγαν ότι ήταν ο λύκος, ενώ πολλοί άνθρωποι τον ακολούθησαν από απόσταση κι είδαν το θαύμα με τα ίδια τους τα μάτια. Ο λύκος, βλέποντας όλο αυτό το πλήθος, χύμηξε προς το μέρος του Φραγκίσκου με τα σαγόνια ορθάνοιχτα. Καθώς πλησίαζε, ο άγιος έκανε το σημάδι του σταυρού και φώναξε: «Έλα δω, αδελφέ λύκε. Στο όνομα του Θεού σε προστάζω να μη βλάψεις ούτε έμενα, ούτε άλλον κανένα». Κι ευθύς έγινε το θαύμα. Μόλις ο άγιος Φραγκίσκος έκανε το σημάδι του σταυρού, ο τρομερός λύκος έκλεισε το στόμα του, έπαψε να τρέχει, ζύγωσε τον άγιο Φραγκίσκο και ξάπλωσε στα πόδια του, ήμερος σαν αρνάκι. [Ο άγιος Φραγκίσκος έπεισε το λύκο να υποσχεθεί ότι δεν θα πείραζε τους κατοίκους της πόλης, κι εκείνοι, σε αντάλλαγμα, θα τον τάιζαν τακτικά.] Και απλώνοντας το χέρι του, έλαβε την υπόσχεση του λύκου, επειδή ο τελευταίος σήκωσε το πόδι του και το ακούμπησε θαρρετά στο χέρι του αγίου Φραγκίσκου, δίνοντάς του έτσι τη μόνη υπόσχεση που μπορούσε να δώσει ένας λύκος.
Οι Δομινικανοί, το δεύτερο μεγάλο επαιτικό τάγμα, ονομάζονταν και Μαύροι Αδελφοί (από το χρώμα του ράσου τους) ή Αδελφοί Κήρυκες. Η προσωπικότητα του αγίου Δομίνικου (το οικογενειακό του όνομα Γκουθμάν προέρχεται από μεταγενέστερη παράδοση) είχε εντυπωσιάσει τους συγχρόνους του λιγότερο από του Φραγκίσκου. Ήταν Καστιλλιάνος, πιθανόν αριστοκρατικής καταγωγής, και κήρυττε κατά των Καθαρών στο Λανγκεντόκ. Ήταν πεπεισμένος πως ο μόνος τρόπος για την αποτελεσματική καταπολέμηση των αιρέσεων ήταν οι καθολικοί ιεραπόστολοι να συναγωνίζονται τους αιρετικούς στην αγνότητα της ζωής τους και στη γνώση του δόγματος. Ο άγιος Δομίνικος δεν είχε υιοθετήσει τον όρκο της απόλυτης φτώχειας για τους οπαδούς του μέχρι που συνάντησε τον άγιο Φραγκίσκο το 1217. Αντίστοιχα, οι Δομινικανοί επηρέασαν τους Φραγκισκανούς, πολλοί από τους οποίους ήταν μέχρι τότε λαϊκοί, ώστε να γίνουν ιερείς. Οι Δομινικανοί ήταν λιγότερο δημοφιλείς από τους Φραγκισκανούς, καθώς είχαν σχεδόν τα μισά μοναστήρια από αυτούς, αλλά ήταν πολιτικά ισχυρότεροι λόγω της προστασίας που τους παρείχαν οι πάπες και των υπηρεσιών τους προς την Ιερά Εξέταση. Το 1215, το τάγμα των Δομινικανών υιοθέτησε τον κανόνα του Αυγουστίνου τον οποίο όμως μετέβαλε το 1220, μετατρέποντάς τον σε έναν πιο σύνθετο κανόνα, παρόμοιο με εκείνον που είχαν υιοθετήσει οι Φραγκισκανοί το 1223. Τα τελικά θεσπίσματα των Δομινικανών εγκρίθηκαν το 1228 από τη Γενική Σύνοδο, αλλά το πιθανότερο είναι ότι γράφτηκαν από τον ίδιο τον Δομίνικο. Οργανώθηκαν πριν από το 1300 σε δεκατρείς τομείς, που ο καθένας τους χωριζόταν σε τοπικά κύτταρα, τα κοινόβια.
Οι Φραγκισκανοί και οι Δομινικανοί δεν ήταν τα μοναδικά επαιτικά τάγματα. Στα μέσα του 12ου αιώνα ιδρύθηκε το τάγμα των Καρμηλιτών (της Παναγίας του όρους Καρμήλου) στην Παλαιστίνη, το οποίο μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ μεταφέρθηκε στη Δύση. Ο κανόνας τους εγκρίθηκε το 1250.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...