Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΑΝ

Τα μέσα του χειμώνα και το χειμερινό ηλιοστάσιο υπήρξαν διαχρονικά στην ιστορία της ανθρωπότητας μια εορταστική περίοδος σε όλο τον κόσμο. Αιώνες πριν από την «άφιξη» του Ιησού, οι Ευρωπαίοι γιόρταζαν το φως και τη γέννηση του στις πιο σκοτεινές μέρες του χειμώνα, τη νίκη του ενάντι στο σκοτάδι. Πολλοί λαοί ήταν χαρούμενοι κατά τη διάρκεια του χειμερινού ηλιοστάσιου, όταν ο χειμώνας «έμενε» πίσω τους και θα έρχονταν μεγαλύτερες ημέρες με πιο πολλές ώρες ηλιοφάνειας.
Ενδεικτικά, στη Σκανδιναβία, οι αρχαίοι Νορβηγοί γιόρταζαν το Yule από τις 21 Δεκεμβρίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, μέχρι τον Ιανουάριο. Σε αναγνώριση της επιστροφής του ήλιου, οι πατέρες και οι γιοι θα έφερναν στο σπίτι τους μεγάλους κορμούς, τους οποίους θα έκαιγαν. Οι άνθρωποι θα γιορτάζουν μέχρι να καεί το κούτσουρο, που θα μπορούσε να διαρκέσει έως και 12 ημέρες. Οι αρχαίοι Νορβηγοί πίστευαν ότι κάθε σπίθα από τη φωτιά αντιπροσώπευε έναν νέο χοίρο ή μόσχο που θα γεννηθεί κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους.
Το τέλος Δεκεμβρίου ήταν μια τέλεια στιγμή για εορτασμό στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης. Την εποχή εκείνη, τα περισσότερα βοοειδή σφαγιάζονταν, οπότε δεν θα έπρεπε να τρέφονται κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Για πολλούς, ήταν η μόνη εποχή του χρόνου, που υπήρχε προσφορά νωπού κρέατος. Επιπλέον, τα περισσότερα κρασιά και οι μπύρες που γίνονταν κατά τη διάρκεια του έτους τελικά ζυμώνονταν και ήταν έτοιμα για κατανάλωση.
Στη Γερμανία, οι άνθρωποι τιμούσαν τον παγανιστή θεό Οντεν κατά τις χειμερινές διακοπές. Οι Γερμανοί τρομοκρατήθηκαν από τον Όντεν, καθώς πίστευαν ότι έκανε νυκτερινές πτήσεις στον ουρανό για να παρατηρήσει τον λαό του και στη συνέχεια να αποφασίσει ποιος θα ευημερήσει ή θα είναι χαμένος. Λόγω της παρουσίας του, πολλοί άνθρωποι επέλεγαν να μείνουν μέσα.
Επίσης τα γενέθλια του θεού Μίθρα - μιας δημοφιλούς θεότητας του Ινδοϊρανικού πάνθεου - εορτάζονταν αμέσως μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο και συγκεκριμένα στις 25 Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση και τους μύθους του Ζωροαστρικού κόσμου ο Μίθρας γεννήθηκε από παρθένο στις 25 Δεκέμβρη. Ο μιθραϊσμός έμοιαζε με τον χριστιανισμό σε πολλές πτυχές, για παράδειγμα, στα ιδανικά της ταπεινότητας και της αδελφικής αγάπης, στο βάφτισμα, στο τελετουργικό της κοινωνίας, στη χρήση άγιου νερού, στη λατρεία των ποιμένων που ήταν παρόντες στη γέννηση του Μίθρα, στην υιοθέτηση της Κυριακής και της 25ης Δεκεμβρίου (ημέρας γενεθλίων του Μίθρα) ως άγιων ημερών, και στα δόγματα της αθανασίας της ψυχής, της τελικής κρίσης και της ανάστασης. Οι ομοιότητες κατέστησαν δυνατή την εύκολη μεταστροφή των οπαδών του μιθραϊσμού στη χριστιανική πίστη.
Στη Ρώμη, όπου οι χειμώνες δεν ήταν τόσο σκληροί όσο εκείνοι στο βορρά, γιόρταζαν τη Saturnalia - μια γιορτή προς τιμή του Κρόνου, του θεού της γεωργίας. Άρχιζε την εβδομάδα που οδηγούσε στο χειμερινό ηλιοστάσιο και συνεχίζονταν για ένα ολόκληρο μήνα. Τα φαγητά και τα ποτά ήταν άφθονα και κυριαρχούσε ένα κλίμα γιορτής, ενώ υπήρχαν ανακατατάξεις στις κοινωνικές τάξεις. Για ένα μήνα, οι δούλοι, εν είδει παιχνιδιού, αντάλλασσαν ρόλους με τους κυρίους τους, ενώ δεν επιτρεπόταν η τιμωρία τους. Οι ρόλοι αντιστρέφονταν εν γένει, οι επιχειρήσεις και τα σχολεία έκλειναν έτσι ώστε όλοι να μπορούν να συμμετάσχουν στη διασκέδαση. Ο κόσμος ξεφάντωνε με πανηγύρια, οινοποσίες, συμπόσια, θεατρικές παραστάσεις και κάθε λογής δρώμενα και θεάματα.
Στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, το Πάσχα ήταν η κύρια γιορτή. Η γέννηση του Ιησού δεν γιορταζόταν. Μόνο τον 4ο αιώνα, η εκκλησία αποφάσισε να δημιουργήσει μια γιορτή για τη γέννηση του Ιησού ως ημέρα διακοπών. Η Βίβλος δεν αναφέρει την ημερομηνία για τη γέννησή του (γεγονός στο οποίο βασίστηκαν αργότερα οι Πουριτανοί για να αρνηθούν τη νομιμότητα της γιορτής). Αν και κάποια στοιχεία δείχνουν ότι η γέννησή του μπορεί να είχε συμβεί την άνοιξη (η παρουσία των βοσκών με τα μικρά προβατάκια μάλλον δεν παραπέμπει σε χειμώνα), ο Πάπας Ιούλιος επέλεξε την 25η Δεκεμβρίου, σε μια προσπάθεια να «καπελώσει», να υιοθετήσει και εν τέλει να απορροφήσει τις παραδόσεις των παγανιστικών θρησκειών. Πρώτα ονομάστηκε Γιορτή της Γεννήσεως, και το πλαίσιο είναι το ίδιο: Η γέννηση του φωτός, που λυτρώνει τους ανθρώπους από το σκοτάδι. Το έθιμο του εορτασμού των Χριστουγέννων εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο τον 5ο αιώνα και στην Αγγλία μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα.
Μέχρι το τέλος του 8ου αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων είχε εξαπλωθεί μέχρι τη Σκανδιναβία. Σήμερα, στις ελληνικές και ρωσικές ορθόδοξες εκκλησίες, τα Χριστούγεννα γιορτάζονται 13 έως 14 ημέρες μετά την 25η Δεκέμβρη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι δυτικές εκκλησίες χρησιμοποιούν το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, ενώ οι Ανατολικές Εκκλησίες χρησιμοποιούν το Ιουλιανό Ημερολόγιο, το οποίο είναι 13 έως 14 ημέρες πίσω από το Γρηγοριανό Ημερολόγιο. Τόσο οι δυτικές όσο και οι ανατολικές εκκλησίες γιορτάζουν τα Θεοφάνεια ή την Ημέρα των Τριών Βασιλέων 12 ημέρες μετά τα δικά τους Χριστούγεννα.
Κρατώντας τα Χριστούγεννα την ίδια ημερομηνία με τις παραδοσιακές γιορτές του χειμωνιάτικου ηλιοστασίου, οι ηγέτες των εκκλησιών αύξησαν τις πιθανότητες οι πολίτες να αγκαλιάσουν τα Χριστούγεννα και να ξεχάσουν τις παλιές παγανιστικές γιορτές. Μέσω αυτή της τακτικής, που ακολουθείται σχεδόν σε όλες τις θρησκευτικές εορτές, η εκκλησία επιδίωκε την εξάπλωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας. Ως υπεύθυνος του ορισμού της 25ης Δεκεμβρίου παρουσιάζεται ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος το 386 παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου. Η 25η Δεκεμβρίου ήταν μεγάλη μέρα για τον πολυθεϊσμό και έπρεπε να κτυπηθεί. Γιορταζόταν η μέρα της γέννησης του «Ακατανίκητου Ήλιου» (sol invictus).
Από τον Μεσαίωνα ο Χριστιανισμός είχε, ως επί το πλείστον, αντικαταστήσει την παγανιστική θρησκεία. Τα Χριστούγεννα, οι πιστοί παρακολούθησαν εκκλησία και στη συνέχεια γιορτάζονταν σε μια μεθυσμένη ατμόσφαιρα καρναβαλιού. Οι φτωχοί πηγαίνουν στα σπίτια των πλουσίων και ζητούν την καλύτερη τροφή και ποτό τους. Αν οι ιδιοκτήτες δεν καταφέρουν να συμμορφωθούν, οι επισκέπτες τους πιθανότατα θα τους τρομοκρατούσαν με αταξίες. Τα Χριστούγεννα έγιναν η εποχή του χρόνου, όταν οι ανώτερες τάξεις μπορούσαν να αποπληρώσουν το πραγματικό ή φανταστικό «χρέος» τους στην κοινωνία, διασκεδάζοντας τους λιγότερο τυχερούς πολίτες.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, ένα κύμα θρησκευτικής μεταρρύθμισης άλλαξε τον τρόπο που γιορτάζονταν τα Χριστούγεννα στην Ευρώπη. Όταν ο Oliver Cromwell και οι δυνάμεις του Πουριτανισμού ανέλαβαν την Αγγλία το 1645, δεσμεύθηκαν να απαλλάξουν την Αγγλία από την παρακμή και, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους, να ακυρώσουν τα Χριστούγεννα. Με λαϊκή απαίτηση, ο Κάρολος Β 'αποκαταστάθηκε στο θρόνο και, μαζί του, ήρθε η επιστροφή των «λαϊκών» διακοπών.
Οι προσκυνητές, Άγγλοι που πήγαν στην Αμερική το 1620, ήταν ακόμη περισσότερο ορθόδοξοι στις πουριτανικές τους πεποιθήσεις από ό, τι ο Cromwell. Ως αποτέλεσμα, τα Χριστούγεννα δεν ήταν διακοπές στις αρχές στην Αμερική. Από το 1659 έως το 1681, ο εορτασμός των Χριστουγέννων ήταν παράνομη δραστηριότητα στη Βοστώνη κι όποιος εκδήλωνε το πνεύμα των Χριστουγέννων, του επιβαλλόταν πρόστιμο. Οι Αμερικάνοι αρχίζουν να αγκαλιάζουν τα Χριστούγεννα ξανά το 19ο αιώνα, αλλάζοντάς τα από μια κακή καρναβαλική διακοπή σε μια οικογενειακή ημέρα ειρήνης και νοσταλγίας.
Ο θρύλος του Άγιου Βασίλη μπορεί να ανιχνευθεί πίσω σε έναν μοναχό που ονομάζεται Άγιος Νικόλαος ο οποίος γεννήθηκε στην Τουρκία γύρω στο 280 μ.Χ. Ο Άγιος Νικόλαος κληρονόμησε πολλά χρήματα και ταξίδεψε στην ύπαιθρο βοηθώντας τους φτωχούς και άρρωστους και έγινε γνωστός ως προστάτης των παιδιών και των ναυτικών. Ο Άγιος Νικόλαος εισήλθε για πρώτη φορά στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα στα τέλη του 18ου αιώνα στη Νέα Υόρκη, όταν οι ολλανδικές οικογένειες συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν την επέτειο του θανάτου του «Αγίου Νικολάου» ή του «Sinter Klaas». Ο Άγιος Βασίλης αντλεί το όνομά του από αυτή τη συντομογραφία.
Το 1822, ο Clement Clarke Moore έγραψε ένα Χριστουγεννιάτικο ποίημα που ονομάζεται «Λογαριασμός μιας επίσκεψης από τον Άγιο Νικόλαο», γνωστό σήμερα από την πρώτη του γραμμή: «Twas The Night Before Christmas». Το ποίημα απεικόνισε τον Άγιο Βασίλη ως έναν ευτυχισμένο άνθρωπο που πετάει από σπίτι σε σπίτι με ένα έλκηθρο που οδηγείται από ταράνδους για να παραδώσει τα παιχνίδια.
Η εικονική εκδοχή του Άγιου Βασίλη ως παχουλού κυρίου με κόκκινη λευκή γενειάδα και σάκο παιχνιδιών οριστικοποιήθηκε το 1881, όταν ο πολιτικός γελοιογράφος Thomas Nast σχεδίασε το ποίημα του Moore για να δημιουργήσει την εικόνα του Old Saint Nick που όλοι γνωρίζουμε σήμερα.

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

TΡΟΛ (μια χριστουγεννιάτικη ιστορία), του Νίκου Ξένιου

Η ιστορία αυτή διαδραματίστηκε τότε που ακόμη το Τάμα το φυτεύαμε με τα ίδια μας τα χέρια στα Τουρκοβούνια, φορώντας κοντά προσκοπικά καλτσάκια με φούντα. Τότε που οι Αμπελόκηποι είχαν αμπέλια και που στα πάρτι μας πίναμε πορτοκαλάδα και καθόμασταν τα αγόρια απέναντι από τα κορίτσια μέχρι να βάλει ο πατέρας το καζαντζόκ στο πικ απ. Θα πρέπει να ήταν μετά τα μεσάνυχτα, προπαραμονή Πρωτοχρονιάς του εξήντα οκτώ. Ξαπλωμένοι στα δίδυμα κρεβάτια μας, ακούσαμε και οι δυο τον θόρυβο από τον κάτω όροφο, από το καθιστικό. Άναψα το αμπαζούρ και ο αδερφός μου είχε ακούσει, ήταν ξύπνιος. Κοιταχτήκαμε με νόημα, σβήσαμε ξανά το φως και περιμέναμε να δούμε πότε θα έσβηνε η φωτεινή δέσμη πάνω στο μωσαϊκό που προερχόταν από απέναντι, από το δωμάτιο των γονιών μας. Ακούστηκε το πνιχτό “καληνύχτα” της μαμάς, το μουγκρητό του μπαμπά και μετά σιωπή. Περιμέναμε δυο λεπτά, τρία λεπτά, πέντε λεπτά, και μόνο οι ανάσες μας ακούγονταν. Η συνηθισμένη επίσκεψη καληνύχτας της μαμάς στο δικό μας δωμάτιο είχε προηγηθεί. Φιλάκι, και “άσε λίγο ανοιχτή την πόρτα”, κι όλα τα καθιερωμένα. Τα πρώτα βράδυα των διακοπών ήταν αδύνατο να κλείσουμε μάτι. Θες η αδημονία για τα δώρα, θες η πίεση από το σχολείο που δεν είχε ακόμα φύγει, θες τα γεγονότα της επικαιρότητας που έφταναν στο σπίτι σαν εξαχνωμένα σύννεφα μιας μπόρας και μας άφηναν ημιενημερωμένους και ξέψυχους σαν φραγκόκοτες εν μέσω θυέλλης, θες -τέλος- ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, το αποτέλεσμα ήταν πως από τη στιγμή του προσποιητά νυσταγμένου “καληνύχτα μαμά” έως την ουσιαστική επίσκεψη του Μορφέα στο δωμάτιό μας περνούσαν τρεις ώρες το λιγότερο. Ευτυχώς οι γονείς μας μάς εμπιστεύονταν. Λάθος τους -δεν λέω- όμως μας εμπιστεύονταν. Κι εμείς το εκμεταλλευόμασταν, αυτό,στο έπακρο. Όταν όμως το φως στο δωμάτιο των γονιών μας έσβηνε, δεν ακουγόταν κιχ στο σπίτι.
Σηκώθηκα πρώτος, στις μύτες κατέβηκα τη σκάλα και πλησίασα το τζάκι. Από πίσω μου ο Αργύρης, άρχισε να ρωτάει με την εκνευριστικά δυνατή ψιθυριστή φωνή του που ξυπνάει ακόμη και τους πεθαμένους. “Σσςςςςς!” του έκανα, “θα σου πω πάνω, φύγε τώρα”. Αυτός το χαβά του. Περίμενε να δει τα τεκμήρια. Η τεταμμένη μου προσοχή έπιασε κάτι πάνω από το σκέπαστρο του τζακιού, μια λεπτομέρεια που υπό άλλες συνθήκες ούτε θα είχα διανοηθεί καν να συγκρατήσω: έλειπαν δυο μικρά κέρατα ταράνδου ξύλινα που η μαμά στόλιζε κάθε χρόνο πάνω από τη φωτιά πλαισιωμένα με μπαμπάκια, ούτως ώστε το τζάκι μας να δίνει αυτήν την εντύπωση αλπικού σκηνικού που τη συγκινούσε και που την έκανε να ανακαλεί με νοσταλγία τη μια και μοναδική της επίσκεψη στη χιονισμένη Αυστρία σε περίοδο χριστουγεννιάτικων διακοπών, τα σνίτσελ στα προάστεια της Βιέννης, το άπφελστρούντελ στα ζαχαροπλαστεία και τα άλογα που χόρευαν βαλς μεταμφιεσμένα σε μπαλαρίνες. Αυτό γιατί όλα τα υπόλοιπα Χριστούγεννα που ακολούθησαν το κονδύλιο επαρκούσε το πολύ για μια επίσκεψη στο “Μινιόν” και για ένα πανετόνε κι ένα κιλό ξεροτήγανα από ζαχαροπλαστείο του Κολωνακίου. Κι έξω από την πόρτα. -Πού πήγαν τα κέρατα; ρώτησε ανήσυχος ο Αργύρης................................ -Πού να ξέρω................................................. -Ποιος ξέρει.......................................... -Η μαμά................................................. -Μην το πεις της μαμάς............................... -Γιατί........................... -Θα νομίσει…........................... Σιωπή για λίγο. Και μετά, πάλι: -Μα πού να πήγαν τα κέρατα;
Το ζήτημα λοιπόν που ανέκυπτε ήταν: πού πήγαν τα κέρατα; Ποιος διάολος είχε ανάγκη από ένα ζευγάρι κέρατα ταράνδου φτιαγμένα από ξύλο; Να τα κάνει τι; Η απορία μου θα οξυνόταν και άλλο εάν το αμέσως επόμενο λεπτό δεν παρατηρούσα, με κάποια δόση φόβου είναι η αλήθεια, ότι εκτός από τα κέρατα έλειπαν και δυο μικρά αγγελούδια από πορσελάνη που η κακόγουστη θεία Μαίρη μάς είχε κάνει δώρο κάποια Χριστούγεννα, όπως και ένας ροζ κουμπαράς με το χρώμα και το σχήμα ενός γουρουνιού, με όλες τις οικονομίες ενός χρόνου. Και έλειπε και μια σειρά λαμπιόνια από το δέντρο, που από τη βιάση τους οι κλέφτες το είχαν αφήσει να γέρνει στραβό. Η φαντασία μου άρχισε να οργιάζει. Δεν μπορούσα να ζεσταθώ καθόλου πια. Πώς θα τα εξηγούσα τώρα όλα αυτά του Αργύρη, που ήταν και φοβιτσιάρης; Μπορεί να ήμασταν δίδυμοι, αλλά ο “μεγάλος” ήμουν εγώ. Ανεβήκαμε σαν αίλουροι στο δωμάτιό μας και βουτήξαμε στα σκεπάσματα. Ο μικρός από τον φόβο του μπόρεσε να κλείσει μάτι μόνο όταν μπήκαν από τα παντζούρια οι πρώτες ακτίνες του ήλιου και φάνηκαν οι κρύσταλλοι από λευκό σπρέι και τα περιγράμματα φάτνης που είχε ψεκάσει η μαμά στα τζάμια με εκείνα τα χάρτινα αυτοκόλλητα. -Πάνε τα αγγελούδια, πάει και ο κουμπαράς, ανακεφαλαίωνε ο Αργύρης, μόλις παίρναμε να ζεσταινόμαστε κάτω από τα στρωσίδια και πάνω που με έπαιρνε γλυκά γλυκά ο ύπνος............................................................................................................... -Αργύρη κοιμήσου λέμε…
Όταν ξύπνησα είχαν φύγει οι αστυνομικοί για τα δακτυλικά αποτυπώματα. Πηγαίνοντας στην κουζίνα προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως όλα τάχατες ήταν στη θέση τους, και μεταξύ αυτών και οι δυο μεγάλες, πλεχτές κάλτσες που είχαμε κρεμάσει στις δυο άκρες του τζακιού. Ο Αηβασίλης θα μπορούσε έτσι με άνεση να βάλει εκεί μέσα τις παραγγελίες που του είχαμε μηνύσει μέσω της παραδοσιακής αλληλογραφίας. Γιατί βεβαίως ο Αηβασίλης ήταν ο πρώτος μας pen pal, που είχε εγκαινιάσει μιαν οικογενειακή παράδοση αλληλογραφίας μεγάλης έκτασης με διάφορες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, εις άπταιστον αγγλικήν. Η θεία Μαίρη Αρματζή, που είχε μια μεγάλη εληά στη μύτη και το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Αρμανιάν, η καλύτερη φίλη της μαμάς, κατέφθασε το μεσημέρι και φτιάξαν καφέ με τη μαμά να τα συζητήσουν. Η θεία Μαίρη στα νιάτα της είχε αρραβωνιαστεί έναν άγγλο πιλότο, τον μεγάλο και μοναδικό έρωτα της ζωής της, ο οποίος είχε πάει κι έπεσε με το αεροσκάφος του στις ακτές της Αιγύπτου και πέθανε ακαριαία, με αποτέλεσμα να μείνει ανύπαντρη στο Χαρτούμ για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Από τότε που εγκατασταθήκαμε στην Ελλάδα μάς επισκεπτόταν για να κοιμηθεί στον καναπέ του σαλονιού μας κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο απαρεγκλίτως και πάση θυσία στις γιορτές. Η ερμηνεία της θείας Μαίρης, μόλις η μαμά τής τα ξεφούρνισε όλα χαρτί και καλαμάρι, ήταν πως ο κλέφτης μάλλον θα είχε ανάγκη από κάλτσες, και θα είχε και τεραστίου μεγέθους πατούσες. Ανησυχητικό! -Άρα; Η μαμά δεν ήθελε να μας τρομάξει. Φυσικά, είχε έτοιμη τη διάγνωση του εγκλήματος: -Τι σου’λεγα; Ήρθαν πάλι τα τσιλικρωτά!................................................................................... Η μαμά έδειχνε βέβαιη. Και η θεία Μαίρη σιγόνταρε, από κοντά. Μας κοίταξαν πλάγια, να δουν τις αντιδράσεις μας. -Ναι, ναι, αλλά το δέντρο τι τους έφταιγε;................................................................................. Εγώ τόλμησα να ρωτήσω: -Οι καλικάντζαροι μαμά;............................................................................. -Ε, ναι, ποιος άλλος βρε Νικόλα;.......................................................................... Εγώ κι ο αδερφός μου ακούσαμε παγωμένοι την ετυμηγορία. Η θεία Μαίρη έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στη μαμά και συμπλήρωσε, με τη σοβαρότητα μιας αρμένιας Μις Μαρπλ: -Άλλωστε είχε σκόρπιες και στάχτες από το τζάκι…..................................................................... -Τι να φωνάζουμε αστυνομία; Δεν έχει νόημα! Και μας κοίταξαν πάλι πλαγίως, κλείνοντας η μια το μάτι στην άλλη.......................................................................................................................................................................................... Οι φόβοι μας ήρθαν και πήραν τερατώδεις διαστάσεις, οξύνθηκαν και τεντώθηκαν τόσο, που θα χρειαζόταν φαρμακευτική βοήθεια για να κοιμηθούμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς που θα επακολουθούσε. Στο τηλεφώνημα που δέχτηκε η μαμά από τον διοικητή της αστυνομίας δεν μάθαμε ποτέ τι ειπώθηκε. Κάτι ψιθύριζαν εκεί με τον πατέρα μου και μας άφησαν απέξω. Φυσικά μάς απέκρυψαν τα περί παραβιασμένης μπαλκονόπορτας και σχοινένιας θηλειάς που βρέθηκε κομμένη στα κάγκελα της βεράντας. Και φρόντισαν να μην πάρουμε χαμπάρι από το γεγονός ότι αλλάχθηκαν αμέσως όλες οι κλειδαριές του σπιτιού. Εμείς βεβαίως οφείλαμε να κάνουμε τις προσωπικές μας εκτιμήσεις, όπως κάθε αξιοπρεπές νήπιο.
Ναι, ο Μαλαγάνας και ο Παγανός είχαν έρθει στην πόλη, μετά από πολλά χρόνια απουσίας, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς. Ήταν κάτι σαν τους αμπορίτζιναλς που κυκλοφορούν στους δρόμους της Μελβούρνης. Τρομακτικοί αλλά προσαρμοσμένοι. Σίγουρα είχαν περάσει τα φανάρια των αυτοκινήτων τυλιγμένοι στα πανωφόρια κοινών ανθρώπων, μαζί με τους άλλους πεζούς, και κατά πάσαν πιθανότητα είχαν κοιμηθεί στο προαύλιο της εκκλησίας χωρίς να τους αντιληφθεί ο νεωκόρος. Με το που έπεσε σκοτάδι είχαν εντοπίσει το σπίτι στο Παλιό Ψυχικό, στα όρια με τη Νέα Φιλοθέη. Αν είναι δυνατόν. Μα με τι τρόπο; Πώς έγινε η συνεννόηση; Είχαν πράκτορες στο λεκανοπέδιο; Και οι δυο μας μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Πότε η μαμά θα προλάβαινε να αντικαταστήσει τις δύο καρώ μάλλινες κάλτσες; Από πού κι ως πού οι καλικάντζαροι θα μας λυπούνταν κατά τη διάρκεια όλων των εφιαλτικών εορταστικών νυκτών που θα ακολουθούσαν; Εννοείται πως ενισχύθηκε ο θυμός μας για την πανουργία και τη δολιότητα των μεθόδων των οποίων μετέρχονταν αυτά τα πλασματάκια με τη μεγάλη πλατυποδία και τις περιελισσόμενες ουρές, με τα μικρά διαολεμένα μάτια και τις τριχωτές μουσούδες, με το μακρόστενο κορμί τους και με τη σκανταλιά σήμα κατατεθέν τους. Κλέφτες ικανοί να τρυπώσουν μέσα από μια καμινάδα, να γλιστρήσουν μέσα από μια χαραμάδα, να πηδήξουν από στέγη σε στέγη.
Πόσων χρονών ήμασταν; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Πέντε; Έξι; Εγώ, γεννημένος τέσσερα λεπτά νωρίτερα, είμαι και αρμοδιότερος να θυμηθώ, όμως η μνήμη μου ήταν πάντα ασθενική. Γι’αυτό και απορώ γιατί ανέλαβα, τώρα, να ξαναθυμηθώ αυτό το επεισόδιο, πενήντα χρόνια μετά. Ίσως γιατί ο Αργύρης σήμερα είναι πολύ απασχολημένος με τα κέρδη του ώστε να αφιερώσει χρόνο σε κάτι τόσο αφελές, παιδαριώδες και μη κερδοφόρο, όπως το να γράφεις μια χριστουγεννιάτικη ιστορία.......................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................... Πολλά χρόνια μετά η συχωρεμένη η μάνα μας μάς ξεφούρνισε την αληθινή εκδοχή της ιστορίας αυτής. Η μαμά ήταν γνωστή σε όλο το σόι, θείες, θείους και ξαδέλφια, για το πρακτικό της πνεύμα, την αυστηρή της φυσιογνωμία, τις λακωνικές της διατυπώσεις και την τρυφερή, πλην κάθετη επιβλητικότητά της. Για λόγους παιδαγωγικής δεοντολογίας δεν θέλησε τότε να μας αναφέρει τα ονόματα των δυο μικρών Τούρκων που είχαν παραβιάσει το μπαλκόνι του σπιτιού μας. Τους έλεγαν Αχμέτ και Τζιράν και έμεναν σε κάτι μαχαλάδες πάνω, ψηλά, προς το Τάμα. Όταν μετά από λίγες μέρες τα δυο τουρκάκια συνελήφθησαν, η αστυνομία είχε βρει πάνω τους τα πάντα εκτός από τις πλεχτές κάλτσες. Και ακούστηκε πως, μετά από μια εβδομάδα στο κελί της φυλακής, οι άλλοι κρατούμενοι είχαν παρατηρήσει πως τις κάλτσες τις φορούσαν, για να ζεσταθούν: μια ο ένας στο δεξί του πόδι και μια ο άλλος στο αριστερό.

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

"Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

“Μεγάλην εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ιδούσα τη ημέρα των Χριστουγέννων του 1878, την θειά-Αχτίτσα, φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον Γέρο και την Πατρώνα με καθαρά υποκαμισάκια και με νέα πέδιλα. Τούτο δε διότι ήτο γνωστότατον, ότι η θειά-Αχτίτσα είχεν ιδεί την προίκα της κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού, διότι ήτο έρημος και χήρα, και διότι ανέτρεφε τα δύο ορφανά έγγονά της μετερχομένη ποικίλα επαγγέλματα. Ήτον (ας είναι μοναχή της!) απ’ εκείνας που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ώκτειρε τας στερήσεις της γραίας και των δυο ορφανών· αλλά μήπως ήτο και αυτή πλουσία, δια να έλθη αυτοίς αρωγός και παρήγορος;
Ευτυχής ο μακαρίτης, ο μπάρμπα–Μιχαλιός, όστις προηγήθη εις τον τάφον της συμβίας Αχτίτσας, χωρίς να ίδη τα δεινά τα επικείμενα αυτή μετά τον θάνατόν του. Ήτο καλής ψυχής, – ας είχε ζωή! – ο συχωρεμένος. Τα δύο παιδία «τα αδιαφόρετα», ο Γεώργης και ο Βασίλης, επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 1864. Η βρατσέρα εκείνη απωλέσθη αύτανδρος, – τι φρίκη! τι καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλη.
Ο τρίτος ο γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, εξενιτεύθη και ευρίσκετο, έλεγαν, εις την Αμερικήν. Πέτρα έρριξε πίσω του. Μήπως τον είδε; Μήπως τον ήκουσεν; Άλλοι πάλιν πατριώτες είπαν ότι ενυμφεύθη εις εκείνα τα χώματα, κι επήρε, λέει, μια φράγκα, μια ’γγλεζοπούλα, ένα ξωθικό, που δεν ήξευρε να μιλήση ρωμέικα. Μη χειρότερα! Τι να πη κανείς! Ημπορεί να καταρασθή το παιδί του, τα σωθικά του, τα σπλάγχνα του ;
Η κόρη της απέθανεν εις τον δεύτερον τοκετόν, αφείσα αυτή τα δύο ορφανά κληρονομίαν. Ο πατεριασμένος τους, εζούσε ακόμα (που να φτάσουν τα μαντάτα του ώρα την ώρα!), μα τι νοικοκύρης, το πρόκοψε αλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος και με άλλας αρετάς ακόμη. Είπαν, πως ξαναπαντρεύτηκε αλλού, δια να πάρη και άλλον κόσμον εις τον λαιμόν του, ο ασυνείδητος! Τέτοιοι άντρες! Έκαμε δα κι’ αυτή ένα γαμπρό, μα γαμπρό (το λαμπρό τ’ να βγη!).
Τι να κάμη; έβαλε τα δυνατά της, κι επροσπαθούσε όπως-όπως να ζήση τα δύο ορφανά. Τι αξιολύπητα, τα καημένα! Κατά τας διαφόρους ώρας του έτους, εβοτάνιζεν, αργολογούσε, εμάζωνε ελιές, εξενοδούλευε. Εμάζωνε κούμαρα, και τα έβγαζε ρακί. Μερικά στέμφυλα απ’ εδώ, κάμποσα βότσια αραβόσιτον απ’ εκεί, όλα τα εχρησιμοποίει. Είτα, κατά Οκτώβριον, άμα ήνοιγον τα ελαιοτριβεία, έπαιρνεν ένα είδος πήχυν, ένα πενηντάρι εκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κι εγύριζεν εις τα ποτόκια, όπου κατεστάλαζον αι υποστάθμαι του ελαίου, κι εμάζωνε την μούργα. Διά της μεθόδου ταύτης ωκονόμει όλον το ενιαύσιον έλαιον του λυχναρίου της. Αλλά το πρώτιστον εισόδημα της θειά-Αχτίτσας προήρχετο εκ του σταχομαζώματος. Τον Ιούνιον, κατ’ έτος, επεβιβάζετο εις πλοίον, έπλεεν υπερπόντιος και διεπεραιούτο εις Εύβοιαν. Περιεφρόνησε το ονειδιστικόν επίθετον της «καραβωμένης», όπερ εσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ’ αυτής, διότι όνειδος εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη. Εκεί, μετ’ άλλων πτωχών γυναικών, ησχολείτο συλλέγουσα τους αστάχεις, τους πίπτοντας από των δραγμάτων των θεριστών, από των φορτωμάτων και κάρρων.
Κατ’ έτος, οι χωρικοί της Ευβοίας και τα χωριατόπουλα, έρριπτον κατά πρόσωπον αυτών το σκώμμα : «Να! η φ’στάνες! μας ήρθαν πάλι η φ’στάνες!». Αλλ’ αύτη έκυπτεν υπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τα ψυχία εκείνα της πλούσιας συγκομιδής του τόπου, απήρτιζε τρεις ή τεσσάρας σάκκους, ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι’ εαυτήν και διά τα δυο ορφανά, τα οποία είχεν εμπιστευθή εν τω μεταξύ εις τας φροντίδας της Ζερμπινιώς, και αποπλέουσα επέστρεφεν εις το παραθαλάσσιον χωρίον της.
Πλην εφέτος, δηλ. το έτος εκείνο, αφορία είχε μαστίσει την Εύβοιαν. Αφορία εις τον ελαιώνα της μικράς νήσου, όπου κατώκει η θειά-Αχτίτσα. Αφορία εις τας αμπέλους και εις τους αραβοσίτους, αφορία σχεδόν και εις αυτό τα κούμαρα, αφορία πανταχού. Είτα, επειδή ουδέν κακόν έρχεται μόνον, βαρύς χειμών ενέσκηψεν εις τα βορειότερα εκείνα μέρη. Από του Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν να πνεύση νότος και να πέση βροχή, ήρχιζε να χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχετο άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφίγγων έτι μάλλον τα χιόνια, τα οποία δεν έλυωναν εις τα βουνά. «Επερίμεναν άλλα».
Η γραία μόλις είχε προλάβει να μεταφέρη επί των ώμων της, από των φαράγγων και δρυμών, αγκαλίδας τινάς ξηρών ξύλων, όσαι μόλις θα ήρκουν διά δύο εβδομάδας ή τρεις, και βαρύς ο χειμών επέπεσε. Περί τα μέσα Δεκεμβρίου μόλις επήλθε μικρά διακοπή, και δειλαί τινες ακτίνες ηλίου επεφάνησαν, επιχρυσούσαι τας υψηλοτέρας στέγας. Η θειά-Αχτίτσα έτρεξεν εις τα «ορμάνια» ίνα προλάβη και εισκομίση καυσόξυλά τινα. Την επαύριον ο χειμών κατέσκηψεν αγριώτερος. Μέχρι των Χριστουγέννων, ουδεμία ημέρα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία ακτίς ηλίου.
Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», εφύσα κατά τας παραμονάς της αγίας ημέρας. Αι στέγαι των οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τα συνήθη παίγνια των οδών και τα χιονοβολήματα έπαυσαν. Ο χειμών εκείνος δεν ήτο φιλοπαίγμων. Από των κεράμων των στεγών εκρέμαντο ως ώριμοι καρποί σπιθαμιαία κρύσταλλα, τα οποία οι μάγκαι της γειτονιάς δεν είχον πλέον όρεξιν να τρώγουν.
Την εσπέραν της 23, ο Γέρος είχεν έλθει από το σχολείον περιχαρής, διότι από της αύριον έπαυον τα μαθήματα. Πριν ξεκρεμάση τον «φύλακα» από της μασχάλης του, ο Γέρος πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, αλλ’ ουδέ ψυχίον άρτου εύρεν εκεί. Η γραία είχεν εξέλθει ίσως προς ζήτησιν άρτου.
Η ατυχής Πατρώνα εκάθητο ζαρωμένη πλησίον της εστίας, αλλ’ η εστία ήτο σβεστή. Εσκάλιζε την στάκτην, νομίζουσα εν τη παιδική αφελεία της (ήτο μόλις τετραετές το πτωχόν κοράσιον), ότι η εστία είχε πάντοτε την ιδιότητα να θερμαίνη, και ας μη καίη. Αλλ’ η στάκτη ήτο υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ χιόνος τακείσης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής ακτίνος ηλίου, είχον ρεύσει δια της καπνοδόχου. Ο Γέρος, όστις ήτο επταετής μόλις, έτοιμος να κλαύση διότι δεν εύρισκε ψυχίον τι προς κορεσμόν της πείνης του ήνοιξε το μόνον παράθυρον, έχον τριών σπιθαμών μήκος. Ο οικίσκος όλος, χθαμαλός, ημιφάτνωτος, με είδος σοφά, είχεν ύψος δύο ίσως οργυιών από του εδάφους μέχρι της οροφής.
Ο Γέρος ανεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, ανέβη επί του σκαμνίου, εστηρίχθη διά της αριστεράς του παραθυροφύλλου ανοικτού, εστηλώθη μετά τόλμης προς την οροφήν, ανέτεινε την δεξιάν, και απέσπασεν έν κρύσταλλον εκ των κοσμούντων τους «σταλαμμούς» της στέγης. Ήρχισε να το εκμυζά βραδέως και ηδονικώς, και έδιδε και εις την Πατρώναν να φάγη. Επείνων τα κακόμοιρα.
Η γραία Αχτίτσα επανήλθε μετ’ ολίγον φέρουσα πράγμα τι τυλιγμένον εις τον κόλπον της. Ο Γέρος, όστις εγνώριζεν εκ της παιδικής του πείρας, ότι ποτέ άνευ αιτίας δεν εφούσκωναν οι κόλποι της μάμμης του, αναπηδήσας έτρεξεν εις το στήθος της, ενέβαλε την χείρα, και αφήκε κραυγήν χαράς. Τεμάχιον άρτου είχεν «οικονομήσει» και την εσπέραν εκείνην η καλή, καίτοι ολίγον αυστηρά μάμμη, τις οίδεν αντί ποίων εξευτελισμών, και διά πόσων εκλιπαρήσεων! Και τι δεν ήθελεν υποστή, προ ποίας θυσίας ηδύνατο να οπισθοδρομήση, διά την αγάπην των δύο τούτων παιδίων, τα οποία ήσαν δις παιδία δι’ αυτήν, καθόσον ήσαν τέκνα του τέκνου της! Εν τούτοις δεν ήθελε να δεικνύη αυτοίς μεγάλην αδυναμίαν, και «ήμερο μάτι δεν τους έδιδε». Εκάλει τον άρρενα «Γέρον», διότι είχε το όνομα του αληθούς γέρου της, του μακαρίτου μπάρμπα–Μιχαλιού, του οποίου το όνομα της επόνει ν’ ακούση ή να προφέρη. Το ταλαίπωρον το θήλυ το εκάλει Πατρώναν θωπευτικώς, και ολίγον «σαν αρχοντοξεπεσμένη που ήτον», μη ανεχομένη ν’ ακούη το Αργυρώ, το όνομα της κόρης της, όπερ εδόθη ως κληρονομιά εις το ορφανόν, λεχούς θανούσης εκείνης. Πλην του υποκορισμού τούτου, ουδεμίαν άλλην επιδεικτικήν τρυφερότητα απένεμεν εις τα δύο πτωχά πλάσματα, αλλά μάλλον πρακτικήν αγάπην και προστασίαν.
Η ταλαίπωρος γραία έστρωσε διά τα δύο ορφανά, ίνα κοιμηθώσιν, ανεκλίθη και αύτη πλησίον των, τοις είπε να φυσήσωσιν υποκάτω του σκεπάσματός των διά να ζεσταθούν, τοις υπεσχέθη ψευδομένη, αλλ’ ελπίζουσα να επαληθεύση, ότι αύριον ο Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του πυρός, και έμεινεν άυπνος πέραν του μεσονυκτίου, αναλογιζόμενη την πικράν τύχην της.
Το πρωί, μετά την λειτουργίαν (ήτο παραμονή των Χριστουγέννων) ο παπα–Δημήτρης, ο ενορίτης της, επαρουσιάσθη αίφνης εις την θύραν του πενιχρού οικίσκου. – Καλώς τα δέχθης, της είπε μειδιών. «Καλώς τα δέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε; – Έλαβα ένα γράμμα δια σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την χιόνα από το ράσον και το σάλι του. – Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω; Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου. Ηρεύνησε δε εις τον κόλπον του και εξήγαγε μέγαν φάκελλον με πολλάς και ποικίλας σφραγίδας και γραμματόσημα.
– Γράμμα, είπες, παπά, επανέλαβεν η Αχτίτσα, μόλις τότε αρχίσασα να εννοή τι της έλεγεν ο ιερεύς. Ο φάκελλος, ον είχεν εξαγάγει από του κόλπου του, εφαίνετο ανοικτός από το εν μέρος. – Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβεν ο εφημέριος· εμένα μου το έφεραν τώρα μόλις έβγαινα από την εκκλησίαν. Και ενθείς την χείρα έσω του φακέλλου εξήγαγε διπλωμένον χαρτίον. – Το γράμμα είνε προς εμέ, προσέθηκεν, αλλά σε αποβλέπει. – Εμένα; εμένα; επανέλαβεν έκπληκτος η γραία. Ο παππα–Δημήτρης εξεδίπλωσε το χαρτίον. – Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σου στέλλει μικράν βοήθειαν, είπεν ο αγαθός ιερεύς. Ο γυιός σου, σου γράφει από την Αμερικήν.
– Απ’ την Αμέρικα ; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκεν; ανέκραξε περιχαρής, ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία. Και είτα προσέθηκε: – Δόξα σοι ο Θεός!
Ο ιερεύς έβαλε τα γυαλιά του και εδοκίμασε ν’ αναγνώση. – Είναι, κακογραμμένα, κ’ εγώ δυσκολεύομαι να διαβάζω αυτές τις τζίφρες, που έβγαλαν τώρα, αλλά θα προσπαθήσωμεν να βγάλωμεν νόημα. Και ήρχισε μετά δυσκολίας, και σκοντάπτων συχνά, ν’ αναγινώσκη: «Παππα–Δημήτρη, το χέρι σου φιλώ. Πρώτον ερωτώ δια το αίσιον κτλ. κτλ. Εγώ λείπω πολλά χρόνια και δεν ηξεύρω αυτού τι γίνονται, ούτε αν ζουν ή απέθαναν. Είμαι εις μακρυνόν μέρος, πολύ βαθειά, εις τον Παναμάν, και δεν έχω καμμίαν συγκοινωνίαν με άλλους πατριώτες που ευρίσκονται εις την Αμερικήν. Προ τριών χρόνων εντάμωσα τον (δείνα) και τον (δείνα), αλλά και αυτοί έλειπαν χρόνους πολλούς, και δεν είξευραν τι γίνεται εις το σπίτι μας. »Εάν ζη ο πατέρας ή η μητέρα μου, ειπέ τους να με συγχωρήσουν, διότι δια καλό πάντα πασχίζει ο άνθρωπος και εις κακό πολλές φορές βγαίνει. Εγώ αρρώστησα δύο φορές από κακές ασθένειες του τόπου εδώ και έκαμα πολύν καιρόν εις τα σπιτάλια. Τα ό,τι είχα και δεν είχα επήγαν και μόλις εγλύτωσα την ζωήν μου. Είχα υπανδρευθή προ δέκα χρόνων κατά την συνήθειαν του τόπου εδώ, αλλά τώρα είμαι απόχηρος, και άλλο καλλίτερον δεν ζητώ, παρά να πιάσω ολίγα χρήματα να έλθω εις την πατρίδα, αν προφθάσω τους γονείς μου να μ’ ευλογήσουν. Και να μην έχουν παράπονον εις εμέ, διότι έτσι θέλει ο Θεός, και δεν ημπορούμε εμείς να πάμε κόντρα. Και να μη βαρυγνωμούν αν δεν είναι θέλημα Θεού, δεν μπορεί άνθρωπος να προκόψη. »Σου στέλλω εδώ εσωκλείστως ένα συνάλλαγμα επ’ ονόματί σου, να υπογράψης η αγιωσύνη σου, και να φροντίσουν να το εξαργυρώσουν ο πατέρας ή η μητέρα εάν ζουν. Και αν, ό μοι γένοιτο, είνε αποθαμμένοι, να το εξαργυρώσης η αγιωσύνη σου, να δώσης εις κανένα αδελφόν μου, εάν είναι αυτού, ή εις κανέν ανίψι μου, και εις άλλα πτωχά. Και να κρατήσης και η αγιωσύνη σου εάν οι γονείς μου είναι αποθαμμένοι, έν μέρος του ποσού αυτού δια τα σαρανταλείτουργα…».
Πολλά έλεγεν η επιστολή αύτη και έν σπουδαίον παρέλιπε. Δεν ανέφερε το ποσόν των χρημάτων, δι’ όσα ήτο η συναλλαγματική. Ο παπα–Δημήτρης παρατηρήσας το πράγμα, εξέφερε την εικασίαν, ότι ο γράψας την επιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ότι είχεν ορίσει το ποσόν των χρημάτων παραπάνω, ενόμισε περιττόν να το επαναλάβη παρακατιών, διό και έλεγε «του ποσού αυτού». Εν τούτοις άφατος ήτο η χαρά της Αχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί του υιού της. Ως υπό τέφραν κοιμώμενος από τόσων ετών ο σπινθήρ της μητρικής στοργής ανέθορεν εκ των σπλάγχνων εις το πρόσωπόν της και η γεροντική, ρικνή, και ερρυτιδωμένη όψις της, ηγλαΐσθη με ακτίνα νεότητος και καλλονής. Τα δύο παιδία, αν και δεν ενόουν περί τίνος επρόκειτο, ιδόντα την χαράν της μάμμης των ήρχισαν να χοροπηδώσιν.
Ο κυρ-Μαργαρίτης δεν ήτον ιδίως προεξοφλητής, ή τοκιστής, ή έμπορος, ήτον όλα αυτά ομού. Ένα φόρον επιτηδεύματος επλήρωνεν, αλλ’ έκαμνε τρεις τέχνας. Η γραία–Αχτίτσα εις φοβεράν διατελούσα ένδειαν, έλαβε το παρά του υιού της αποσταλέν γραμμάτιον, εφ’ ου εφαίνοντο γράμματα κόκκινα και μαύρα, άλλα έντυπα και άλλα χειρόγραφα, εξ ων δεν ενόει τίποτε ούτε ο γηραιός εφημέριος, ούτε αυτή, και μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη.
Ο κυρ-Μαργαρίτης ερρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ετίναξε την βράκαν του, εφ’ ης έπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι των οφρύων την σκούφιαν του, έβαλε τα γυαλιά του, και ήρχισε να εξετάζη διά μακρών το γραμμάτιον. – Έρχεται απ’ την Αμέρικα; είπε. Σ’ εθυμήθηκε, βλέπω, ο γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι. Είτα επανέλαβεν: – Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολοννάτα ή δέκα… Διεκόπη, παρ’ ολίγον να έλεγε «δέκα λίρες».
– Να φωνάξουμε το δάσκαλο, εμορμύρισεν ο κυρ-Μαργαρίτης· ίσως εκείνος ξεύρει να το διάβαση. Τι γλώσσα να είναι τάχα ; Ο ελληνοδιδάσκαλος, όστις εκάθητο βλέπων τους παίζοντας το κιάμο εις παράπλευρον καφενείον, παρακληθείς μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη. Εισήλθεν ορθός, δύσκαμπτος, έλαβε το γραμμάτιον, παρεκάλεσε τον κυρ-Μαργαρίτην να τον δανείση τα γυαλιά του και ήρχισε να συλλαβίζη τους λατινικούς χαρακτήρας. – Πρέπει να είναι αγγλικά, είπεν, εκτός αν είναι γερμανικά. Από πού έρχεται αυτό το δελτάριον; – Απ’ την Αμέρικα, κυρ δάσκαλε, είπεν η θειά Αχτίτσα. – Από την Αμερικήν; τότε θα είνε αγγλικόν. Και ταύτα λέγων προσεπάθει να συλλαβίση τας λέξεις: ten pounds sterling, άς έφερε χειρογράφους η επιταγή. – Sterling, είπε· sterling θα σημαίνη τάλληρον, πιστεύω. Η λέξις φαίνεται να είναι της αυτής ετυμολογίας, απεφάνθη δογματικώς.
Και επέστρεψε το γραμμάτιον εις χείρας του κυρ-Μαργαρίτη. – Αυτό θα είναι, είπε, και επειδή υπάρχει επί της κεφαλίδος ο αριθμός 10, θα είναι χωρίς άλλο γραμμάτιον διά δέκα τάλληρα. Το κάτω–κάτω, οφείλω να σας είπω ότι δεν γνωρίζω από χρηματιστικά. Εις άλλα ημείς ασχολούμεθα, οι άνθρωποι των γραμμάτων. Και τούτο ειπών, επειδή ησθάνθη ψύχος εις το πλακόστρωτον και κατάψυχρον μαγαζείον τον κυρ-Μαργαρίτη, επέστρεψεν εις το καφενείον, ίνα θερμανθή.
Ο κυρ-Μαργαρίτης, είχεν αρχίσει να τρίβη τας χείρας και κάτι εφαίνετο σκεπτόμενος. –Τώρα, τι τα θέλεις, είπε στραφείς προς την γραίαν. Οι καιροί είνε δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Να το πάρω, να σου το εξαργυρώσω, ξέρω πως είναι σίγουρος ο παράς μου, ξέρω αν δεν είναι και ψεύτικο; Από κει κάτω, απ’ τον χαμένον κόσμον, περιμένεις αλήθεια; Όλες οι ψευτιές, οι καλπουζανιές, από κεί μας έρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια οι σουρτούκηδες (με συγχωρείς, δεν λέγω το γυιό σου), εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί, και δεν νοιάζονται να στείλουν ένα παρά, ένα σωστόν παρά, μοναχά στέλνουν παλιόχαρτα. Έφερε δύο βόλταις περί το τεράστιον λογιστήριόν του και επανέλαβε· –Και δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, να σε χαρώ, είναι δέκα τάλλαρα. Να είχα δέκα τάλλαρα εγώ, παντρευόμουνα. Είτα εξηκολούθησε: – Μα τι να σου πω; σε λυπούμαι, που είσαι καλή γυναίκα, κι έχεις και κείνα τα ορφανά. Να κρατήσω εγώ ενάμισυ τάλλαρο διά τους κινδύνους που τρέχω, και για τα οχτώμισυ πλιά … Και για νάμαστε σίγουροι, μη γυρεύης κολονάτα, να σου δώσω πεντόφραγκα, για νάμαστε μέσα… Οχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν … Α!.. ξέχασα… Τουναντίον, δεν είχε ξεχάσει· απ’ αρχής της συνεντεύξεως, αυτό εσκέπτετο. – Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός, κάτι έκανε να μου δίνη, δεν θυμούμαι τώρα… Και επέστρεψεν εις το λογιστήριόν του. – Μα κ’ εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δυο τάλλαρα θαρρώ… Και ωπλίσθη με το πελώριον κατάστιχόν του. – Είναι δίκηο να τα κρατήσω…εσένα, όσα σου δώσω, θα σου φανούν χάρισμα. Ήνοιξε το κατάστιχον.
Αι κατάπυκνοι και μυροβολούσαι σελίδες του καταστίχου τούτου ωμοίαζον με πίονας αγρούς, με γην αγαθήν. Ό,τι έσπειρε τις εν αυτώ, εκαρποφόρει πενταπλασίως. Ήτο, ως να έκοπτέ τις τα φύλλα του δενδρυλλίου, εκάστοτε ότε εγένετο εξόφλησις κονδυλίου τινός, αλλ’ η ρίζα έμενεν υπό την γην, μέλλουσα και πάλιν ν’ αναβλαστήση. Ο κυρ-Μαργαρίτης εύρε παρευθύς τους δύο λογαριασμούς. – Εννιά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, και δυο τάλλαρα δανεικά κι’ αγύριστα του γαμπρού σου γίνονται… Και λαβών κάλαμον ήρχισε να εκτελή την πρόσθεσιν πρώτον και την αναγωγήν των ταλλήρων εις δραχμάς, είτα την αφαίρεσιν από του ποσού των δέκα γαλλικών ταλλήρων. – Κάνει να σου δίνω …ήρχισε να λέγη ο κυρ-Μαργαρίτης.
Τη στιγμή εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον. Ήτον έμπορος Συριανός, παρεπιδημών δι’ υποθέσεις εις την μικράν νήσον. Άμα εισελθών διηυθύνθη μετά μεγίστης ελευθερίας και θάρρους εις το λογιστήριόν, όπου ίστατο ο κυρ-Μαργαρίτης. – Τι έχουμε, κυρ-Μαργαρίτη; Τ’ είν’ αυτό; είπεν, ιδών πρόχειρον επί του λογιστηρίου το γραμμάτιον της πτωχής γραίας. Και λαβών τούτο εις χείρας: – Συναλλαγματική δια δέκα αγγλικάς λίρας από την Αμερικήν, είπε καθαρά τη φωνή, πού ευρέθη εδώ; Κάμνεις και τέτοιες δουλειές, κυρ- Μαργαρίτη; – Για δέκα λίρες! επανέλαβεν αυθορμήτως η Αχτίτσα, ακούσασα ευκρινώς την λέξιν. – Ναι, διά δέκα αγγλικάς λίρας, είπε και πάλιν στραφείς προς αυτήν ο Ερμουπολίτης. Μήπως είναι δικό σου; – Μάλιστα. Η θειά-Αχτίτσα, εν καταφάσει, έλεγε πάντοτε ναι, αλλά νυν ηπόρει και αυτή πώς είπε «μάλιστα» και πού εύρε την λέξιν ταύτην.
– Για δέκα ναπολεόνια, θα είναι ίσως, είπε δάκνων τα χείλη ο κυρ- Μαργαρίτης. – Σου λέγω διά δέκα αγγλικάς λίρας, επανέλαβε και αύθις ο Συριανός έμπορος. Παίρνεις από λόγια; Και έρριψε δεύτερον μακρόν βλέμμα επί του γραμματίου. – Είναι σίγουρος παράς, αρζάν-κοντάν, σου λέγω. Θα το εξοφλήσης, ή το εξοφλώ αμέσως; Και έκαμε κίνημα να εξαγάγη το χρηματοφυλάκιόν του. – Μπορεί να το πάρη κανείς για εννέα λίρες. ..γαλλικές, είπε διστάζων ο κυρ-Μαργαρίτης. – Γαλλικές; …το παίρνω εγώ δια εννέα αγγλικές. Και στρέψας όπισθεν το φύλλον του χάρτου, είδε την υπογραφήν, ήν είχε βάλει ο αγαθός ιερεύς, παρέβαλεν αυτήν με το όνομα το φερόμενον εν τω κειμένω, και την εύρε σύμφωνον και, ανοίξας το χρηματοφυλάκιον, εμέτρησεν εις την χείρα της θειά-Αχτίτσας, και προ των εκθάμβων οφθαλμών αυτής εννέα στιλπνοτάτας αγγλικάς λίρας.
Και ιδού διατί η πτωχή γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή «άδολην» μανδήλαν, τα δε δύο ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια διά τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδεσιν διά τους παγωμένους πόδας των.”

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...