Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β'ΛΥΚΕΙΟΥ: Η ΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ας ξεκινήσουμε από τον ιστορικό-γεωγραφικό χώρο των παραλίων της Ιωνίας, για να "τοποθετήσουμε" τους πρώτους φιλοσόφους στον φυσικό τους χώρο:
Οι περιοχές στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου αναπτύχθηκαν κάποιες ελληνικές αποικίες, από τη μια διέθεταν εύφορη γη για γεωργία, ενώ από την άλλη ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου, γιατί οι κοιλάδες των ποταμών διευκόλυναν την επικοινωνία με το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι γεωγραφικοί αυτοί παράγοντες συνέβαλαν στην εξέλιξη των ελληνικών αποικιών αρχικά σε σημαντικά εμπορικά κέντρα, και στη συνέχεια σε εξέχοντα πολιτιστικά κέντρα. Επειδή η Ιωνία, η περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας στην οποία οι Ίωνες από την Ελλάδα ίδρυσαν τις αποικίες τους, ανέπτυξε τον υψηλότερο πολιτισμό, με την πάροδο του χρόνου όλες οι αποικίες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας έγιναν γνωστές ως Ιωνία,ανεξάρτητα από το αν κατοικούνταν από Ίωνες, Αιολείς ή Δωριείς ( Έφεσος, Μίλητος, Κλαζομενές, Φώκαια και άλλες).
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η σκέψη, με εκπροσώπους τους φιλόσοφους της Ιωνίας, ξεκόβει από τις μυθικές ερμηνείες της κοσμογονίας και επιχειρεί μια ορθολογική, και όχι μια μυθολογική, ερμηνεία του κόσμου. Το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος μας ήταν το ερώτημα το οποίο ώθησε τους αρχαίους Έλληνες στη φιλοσοφία, καθώς επιχείρησαν να βρουν τις αιτίες που δημιούργησαν τον κόσμο μας. Ο άνθρωπος άλλωστε από την φύση του είναι ένα «περίεργο» ον και αρέσκεται στο να εξηγεί τα πάντα και ιδιαίτερα το ζήτημα της προέλευσης του κόσμου. Ακόμη και η ίδια η φιλοσοφία άλλωστε, αναπτύχθηκε πάνω σε αυτόν τον θαυμασμό ( το ΑΠΟΡΕΙΝ)
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν οι πρώτοι που έθεσαν τα ερωτήματα για την προέλευση του Σύμπαντος, αλλά και για την θέση του ανθρώπου σε αυτό. Ιδιαίτερα οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι (6ος – 5ος αι π.Χ.) προσπάθησαν να εξηγήσουν τα φυσικά φαινόμενα βασιζόμενοι στην ύπαρξη φυσικών νόμων του διέπουν το Σύμπαν και τη φύση. Στα σημερινά παράλια της Τουρκίας έχουμε την πρώτη μεγάλη επιστημονική επανάσταση του ανθρωπίνου πνεύματος.
Πρώτο μέλημα των φιλοσόφων της Ιωνίας ήταν να λύσουν το πρόβλημα της σύστασης και ουσίας της ύλης, καθώς και να εξηγήσουν την ενότητα φύσης και ανθρώπου. Για τους Ίωνες φιλοσόφους φιλοσοφία και επιστήμη δεν ξεχώριζαν. Εξάλλου, οι ίδιοι δεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «φιλοσόφους», ούτε και υπήρχαν στην εποχή τους φιλοσοφικές σχολές.
Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα γεννιέται ως Ιστορία Περί Φύσεως (δηλαδή ως‘έρευνα για τη φύση’ ή, απλά, ως‘φυσική’). Αυτό που είναι κοινό ανάμεσα στους προσωκρατικούς στοχαστές που κατηγοριοποιούμε ως φιλοσόφους και σε άλλους, συνήθως προγενέστερους στοχαστές ή ποιητές, είναι ότι όλοι προσπαθούσαν να δώσουν μία εξήγηση για τη γένεση του φυσικού κόσμου. Υπάρχει όμως μία σαφής διάκριση ανάμεσα σε όσους προσπαθούσαν να εξηγήσουν τον κόσμο βασισμένοι σε μία μυθολογική διήγηση και σε όσους στηρίχθηκαν σε συγκεκριμένες φυσικές αρχές. Η γένεση του κόσμου στις ιστορίες περί φύσεως των φιλοσόφων από τη Μίλητο εξηγείται ως το αποτέλεσμα της δράσης μεταξύ ζευγαριών από αντίθετα στοιχεία (όπως είναι το θερμό και το ψυχρό, το υγρό και το ξηρό, το πλήρες και το κενό, η φιλία και το νείκος) πάνω σε κάποιο από τα πρωταρχικά στοιχεία (γη, νερό, αέρας και φωτιά). Για τον Θαλή όλα προέρχονται από το νερό. Για τον Αναξιμένη από τον Αέρα, για τον Ηράκλειτο από τη φωτιά. Όλοι αυτοί οι φιλόσοφοι μπορούν να χαρακτηρισθούν ως "υλοζωϊστές".
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΛΗΤΟ της ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Ο Θαλής ο Μιλήσιος «ίδρυσε αυτήν τη φιλοσοφία», όταν θεώρησε ότι πίσω από τα συνεχώς μεταβαλλόμενα φαινόμενα υπάρχει μια «αρχή» (μία φύσις, μία οὐσία) «από την οποία συνίστανται όλα τα πράγματα, από την οποία καταρχάς προήλθαν και στην οποία τελικά με τη φθορά τους θα καταλήξουν» (Όπως λέει ο Αριστοτέλης στο: Μετά τα φυσικά, Α 983b6-27). Κατά τον Θαλή, η σταθερή, αιώνια και αναλλοίωτη αυτή ουσία είναι το νερό. Το νερό του Θαλή είναι η απρόσωπη δύναμη που κρύβεται πίσω από το φαινομενικό χάος των φυσικών φαινομένων: είναι, δηλαδή, η πρώτη φιλοσοφική έννοια.
Ενώ ο Θαλής διατύπωσε κάποιες νύξεις μόνο για την προτεραιότητα του υγρού στοιχείου, στον Αναξίμανδρο βρίσκουμε μια πλήρως ανεπτυγμένη κοσμολογία, που αρχίζει από τη γέννηση του Κόσμου και φτάνει ως την εμφάνιση των ζωντανών οργανισμών και του ανθρώπου.
Ο κόσμος προήλθε, κατά τον Αναξίμανδρο, από ένα πρωταρχικό υλικό, αιώνιο και άφθαρτο, που αποκαλείται «άπειρο». Από το άπειρο αποχωρίστηκαν οι δύο βασικές αντίθετες δυνάμεις, του θερμού και του ψυχρού. Το θερμό πήρε τη μορφή πύρινης σφαίρας, και το ψυχρό τη μορφή νεφελώδους αέρα. Η πύρινη σφαίρα τύλιξε τον νεφελώδη αέρα, και στο εσωτερικό του συμπυκνώθηκε η Γη.
Στη συνέχεια η πύρινη σφαίρα εξερράγη, εκτινάχθηκαν δακτύλιοι φωτιάς και αέρα και έτσι σχηματίστηκαν ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα. Η ακίνητη Γη καταλαμβάνει το κέντρο του σύμπαντος, που θα πρέπει να το φανταστούμε κλειστό και ίσως σφαιρικό, και γύρω από τη Γη κινούνται οι δακτύλιοι των ουρανίων σωμάτων, με τον Ήλιο να τοποθετείται στην πιο απομακρυσμένη από τη Γη θέση και τα άστρα στην πιο κοντινή. Ένας κοσμικός άνεμος είναι υπεύθυνος για τα κύρια μετεωρολογικά φαινόμενα. Προκαλεί τη βροντή και την αστραπή, την κίνηση των νεφών, ίσως και των άστρων, τη συμπύκνωση των υδρατμών η οποία καταλήγει στη βροχή.
Όσο για τον Αναξιμένη, η τάση του ήταν να κρατήσει κάτι από την καινοτόμο σκέψη του δασκάλου του, χωρίς να απομακρυνθεί πολύ από τον μέσο άνθρωπο. Το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει και από τη θέση του ότι η Γη ισορροπεί πάνω στον αέρα.
Η θέση αυτή είναι αρκετά τολμηρή. Η εμπειρία δεν μας δείχνει πολλά βαριά πράγματα που ισορροπούν πάνω σε στρώματα αέρα. Ωστόσο, είναι πολύ λιγότερο προκλητική από την αντίστοιχη θέση του Αναξίμανδρου ότι για την ισορροπία της Γης δεν χρειάζεται κανένα απολύτως υποστήριγμα.
Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο στη φιλοσοφία του Αναξιμένη είναι η αναφορά του στην πύκνωση και στην αραίωση - και μόνο γι᾽ αυτό δικαιούται μια θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η καινοτομία του Αναξιμένη εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν περιορίστηκε στην καταγραφή των φυσικών μεταβολών, αλλά προσπάθησε επιπλέον να προσδιορίσει και έναν μηχανισμό αλλαγής στη φύση. Η βασική του ιδέα είναι ότι η μεγάλη ποικιλία των μορφών που εμφανίζονται στη φύση μπορεί να αναχθεί σε μια μόνο βαθύτερη ουσία (τον αέρα), που μεταβάλλεται ανάλογα με την πυκνότητά της. Η πέτρα και η φωτιά δεν είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα, αλλά οι ακραίες εκδοχές του ίδιου υλικού: η φωτιά είναι η αραιότερη και η πέτρα η πυκνότερη μορφή του αέρα. Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε ακόμη και τη μετατροπή της πέτρας σε φωτιά, αν η πέτρα για κάποιο λόγο υποστεί πάρα πολύ μεγάλη αραίωση (ίσως μέσω θέρμανσης, αφού το θερμό ταιριάζει συνήθως με το αραιό και το ψυχρό με το πυκνό). Δεν είναι παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι με την πύκνωση και την αραίωση ο Αναξιμένης διατύπωσε τον πρώτο φυσικό νόμο στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης.
Ο Θαλής ήταν ο πρώτος στοχαστής που ερεύνησε το ζήτημα των αιτίων της δημιουργίας του κόσμου.
Συνεχιστές του ήταν ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης.
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός ότι οι πρώτοι φιλόσοφοι είναι Ίωνες και ότι η δεύτερη γενιά δρα ανάμεσα στην Ιωνία και την Κάτω Ιταλία. Οι άποικοι, οι πιο δραστήριοι και εφευρετικοί από τους Έλληνες, αυτοί που εκ των πραγμάτων έπρεπε να δημιουργήσουν νέες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες από την αρχή προκειμένου να επιβιώσουν, αποδείχθηκαν και πιο έτοιμοι διανοητικά να αμφισβητήσουν τους παραδοσιακούς μυθικούς τρόπους σκέψης. Άλλωστε, αυτοί ήρθαν σε μεγαλύτερη επαφή με τους λαούς της Ανατολής και γνώρισαν τις επιστημονικές και μαθηματικές γνώσεις τους.
Τόσο ο Θαλής όσο και οι επόμενοι μεγάλοι πρωτοπόροι παραμένουν συνδεδεμένοι με αρχαιότερες αντιλήψεις, με εκείνο δηλαδή το είδος σκέψης που ονομάζουμε "μυθικό", αντιδιαστέλλοντάς το έτσι προς τον ορθό λόγο. Όμως η τομή είναι σαφής και οριστική. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της σκέψης των Μιλησίων φιλοσόφων που μας επιτρέπουν να μιλούμε για οριστική ρήξη με την παραδοσιακή σοφία του παρελθόντος: η ανακάλυψη της φύσης και η άσκηση ορθολογικής κριτικής. Σ' αυτά πρέπει να συμπεριλάβουμε και την ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης, που χαρακτηρίζει έντονα την ελληνική φιλοσοφία, από τις αρχές της ως την κορύφωσή της με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
Με τους Ίωνες φιλοσόφους, για πρώτη φορά οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως ένα σύστημα οργανωμένο σύμφωνα με εσωτερικούς δικούς του και γενικούς νόμους και όχι δημιουργημένο τυχαία και αυθαίρετα από κάποιες "υπερφυσικές" δυνάμεις. Συνεπώς, με την έκφραση ανακάλυψη της φύσης εννοούμε πως οι φιλόσοφοι αυτοί συλλαμβάνουν για πρώτη φορά τη διάκριση ανάμεσα σε "φυσικό" και "υπερφυσικό" και αναγνωρίζουν πως τα φυσικά φαινόμενα (ανάμεσα σε αυτά και η δημιουργία του κόσμου, καθώς και η δημιουργία του ανθρώπου) έχουν φυσικά αίτια, τα οποία ο άνθρωπος είναι σε θέση να ανακαλύψει και να κατανοήσει.
Λίγα ξέρουμε τελικά για τον Θαλή, παρά την τεράστια εκτίμηση που είχαν γι' αυτόν οι μεταγενέστεροι. Ο Αναξίμανδρος (610- 546) ήταν πάντως ο πρώτος στοχαστής που δημοσίευσε μια επιστημονική - φιλοσοφική πραγματεία (χαμένη σήμερα) και μάλιστα σε πεζό λόγο. Στη θέση του νερού, που για τον Θαλή αποτελούσε την αρχή του κόσμου, ο Αναξίμανδρος τοποθετεί το ἄπειρον, από το οποίο όλα δημιουργούνται και στο οποίο όλα επιστρέφουν. Η πρόοδος είναι μεγάλη για την εξέλιξη της αφηρημένης σκέψης, αφού στη θέση ενός καθαρά υλικού, συγκεκριμένου στοιχείου, ο Αναξίμανδρος τοποθετεί μια έννοια σχεδόν μαθηματική. Πολύ σημαντική επίσης είναι η θεωρία του για την θέση της Γης στο σύμπαν. Για τον Αναξίμανδρο, η Γη είναι τοποθετημένη στο κέντρο του σύμπαντος και δεν έχει ανάγκη κανενός στηρίγματος, διότι απέχει εξίσου από όλα τα σημεία της ουράνιας περιφέρειας. Με τη θεωρία αυτή ο Αναξίμανδρος διαφοροποιείται οριστικά τόσο από τις μυθικές κοσμογονίες όσο και από τις αστρονομικές θεωρίες των Βαβυλωνίων (στις οποίες η ελληνική επιστημονική σκέψη χρωστάει πάρα πολλά). Για τον Αναξίμανδρο, το σύμπαν είναι ένας γεωμετρικός χώρος: η οργάνωσή του μπορεί να κατανοηθεί με βάση τη γεωμετρία.
Ο τρίτος των Μιλήσιων φιλοσόφων, ο Αναξιμένης, πέθανε ανάμεσα στο 528 και το 525, δεν γνωρίζουμε όμως τη χρονολογία της γέννησής του. Ο Αναξιμένης πρότεινε ως αρχή του σύμπαντος όχι το νερό ή το άπειρο, αλλά τον αέρα. «Όπως η ψυχή, που είναι αέρας, συγκρατεί το σώμα, έτσι και ο αέρας συνέχει το σύμπαν». Δυστυχώς, πολύ λίγα πράγματα διέσωσε η αρχαία παράδοση από την ενδιαφέρουσα θεωρία του Αναξιμένη.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Σύμφωνα με τη μυθική σκέψη πολλών αρχαίων λαών η Γη επιπλέει στο νερό, και κατά τον Όμηρο υπεύθυνος για τους σεισμούς είναι ο θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας. Σύμφωνα τώρα με τις θεωρίες του Θαλή, το νερό αποτελεί την αρχή της δημιουργίας, το στοιχείο από το οποίο δημιουργήθηκαν όλα τα άλλα, ενώ η Γη στηρίζεται πάνω στον Ωκεανό. Η κίνηση του νερού ερμηνεύει επομένως το φαινόμενο των σεισμών. Ο Θαλής δεν έχει απομακρυνθεί από τα παραδοσιακά σχήματα του μύθου και το νερό θεωρείται ακόμα υπεύθυνο για τους σεισμούς της Γης· το νερό παρουσιάζεται όμως ως φυσική δύναμη, όχι ως θεϊκή ενέργεια. Το "υπερφυσικό" στοιχείο απορρίπτεται και οι ιδιοτροπίες του Ποσειδώνα δεν αποτελούν αποδεκτή ερμηνεία των φυσικών φαινομένων.
Η φιλοσοφία γεννιέται τη στιγμή που κάποιοι άνθρωποι αρχίζουν να αντιμετωπίζουν κριτικά έναν τρόπο σκέψης καθολικά αποδεκτό μέχρι τότε. Αλλά μπορεί να υπάρξει και να εξελιχθεί μόνον στον βαθμό που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν κριτικά τους νέους τρόπους σκέψης που τους προτείνονται. Η εξέλιξη της φιλοσοφίας είναι απόλυτα συνδεδεμένη και εξαρτημένη από το γεγονός πως οι Έλληνες φιλόσοφοι γνώριζαν και ασκούσαν κριτική στις απόψεις των άλλων στοχαστών. Ο "ανταγωνισμός" αυτός ανάμεσα στους φιλοσόφους και στις θεωρίες τους, ο οποίος ταιριάζει άλλωστε απόλυτα και με το αγωνιστικό πνεύμα που χαρακτηρίζει κάθε πλευρά της ελληνικής κοινωνικής ζωής, καλλιέργησε τελικά την κριτική σκέψη, την επιχειρηματολογία, την παρατηρητικότητα, στοιχεία χωρίς τα οποία δεν υπάρχει ούτε φιλοσοφία ούτε επιστήμη.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΑ της Κάτω Ιταλίας
Οι θεωρίες των φυσικών φιλοσόφων δέχτηκαν δριμύτατη κριτική και από τους Ελεάτες φιλοσόφους. Ο Παρμενίδης, υποστηρίζοντας ότι κάθε μεταβολή δεν είναι παρά πέρασμα από το ον στο μη-ον ή αντίστροφα, προσπάθησε να δείξει ότι η μεταβολή στην πραγματικότητα είναι αδύνατη. Συγκεκριμένα στο περίφημο Ποίημά του αποδεικνύει ότι οποιαδήποτε απόπειρα μελέτης του φυσικού κόσμου είναι καταδικασμένη.
Το μόνο που μπορεί να ΕΙΝΑΙ (να υπάρχει, δηλαδή) με την πλήρη σημασία του όρου είναι κάποια οντότητα η οποία πρέπει να είναι αγέννητη, αδιαφοροποίητη, ανώλεθρη, αιώνια και γενικά τέτοια ώστε να μην μπορεί πότε να αποτελέσει το υποκείμενο κάποιας μεταβολής. Κάτι σαν Θεός, δηλαδή.
Στη ριζική κριτική των Ελεατών φιλοσόφων προσπάθησε να δώσει απάντηση η ατομική θεωρία των Ατομικών φιλοσόφων (Δημόκριτος, Λεύκιππος), αλλά και οι θεωρίες του Αναξαγόρα και του Εμπεδοκλή. Οι ατομικοί φιλόσοφοι εναποθέτουν τα χαρακτηριστικά του παρμενίδειου "Όντος" σε κάποια στοιχεία του φυσικού κόσμου, όπως είναι τα ΑΤΟΜΑ. Κινούνται μέσα στο κενό, που αντιπροσωπεύει το Μη Όν. Ο, τι υπάρχει στον κόσμο είναι αγέννητα και ανόλεθρα, άθραυστα, ανώλεθρα κομμάτια ύλης, τόσο μικρά ώστε δεν είναι παρατηρήσιμα το κάθε ένα ξεχωριστά. Αυτά τα άτομα όμως συντίθενται (παροδικά τουλάχιστον) και δημιουργούν σύνθετα αντικείμενα. Εκτός από τα άτομα όμως ο κόσμος περιέχει και το κενό (το οποίο ταυτίζεται με το Μη Όν). Το κενό δεν έχει άλλους προσδιορισμούς εκτός από την έκταση στον χώρο. Τα σύνθετα αντικείμενα τα οποία παρατηρούμε στην καθημερινή μας εμπειρία, συντίθενται από άτομα και κενό. Όλες οι ποιότητες που αντιλαμβανόμαστε ανάγονται, σε τελική ανάλυση στο σχήμα των ατόμων και στις συνθέσεις που αυτά σχηματίζουν, στην ποσότητα του κενού την οποία περιλαμβάνουν και στις κινήσεις των ατόμων. Έτσι ο κόσμος και όλα τα πράγματα που τον αποτελούν στην ουσία τους συνίστανται σε συσσωματώσεις ατόμων με κάποια ποσότητα κενού να έχει διεισδύσει ανάμεσα τους. Αυτή είναι μία εξήγηση των πραγμάτων με βάση τα πιο απλά στοιχεία τους, μία ‘από τα κάτω’ εξήγηση. Από το έργο του Ηράκλειτου (από την Έφεσο) σώθηκαν περίπου 130 αποσπάσματα. Είναι όλα σύντομα, αποφθεγματικά και αινιγματικά. Στην ουσία αποτελούν χρησμούς: είναι πεζά κείμενα δύο ή τριών γραμμών, με εσωτερικό ρυθμό για να απομνημονεύονται εύκολα, και με νόημα αμφιλεγόμενο.
Η σκέψη γύρω από τα θέματα της πολιτικής θεωρίας, του ιδανικού πολιτεύματος και της ιδανικής οργάνωσης των κοινωνιών απασχόλησαν έντονα τους Ίωνες φιλοσόφους. Άλλωστε, και ο Θαλής και πολλοί από την επόμενη γενιά των προσωκρατικών (ο Ηράκλειτος, ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας) είχαν και αξιόλογη πολιτική δράση. Δύο πάντως είναι τα χαρακτηριστικά της πολιτικής σκέψης των προσωκρατικών φιλοσόφων· αφενός, το γεγονός πως, είτε σε ό,τι αφορά τους νόμους της φύσης είτε σε ό,τι αφορά τους νόμους των ανθρώπινων κοινωνιών, δεν αποδέχονται πλέον πως η γενεσιουργός αιτία είναι οι θεοί· αφετέρου, το γεγονός πως δημοσιεύουν τα κείμενά τους (είτε πρόκειται για νόμους είτε για φιλοσοφικούς στοχασμούς), αποδεχόμενοι την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, τη συζήτηση και την κριτική. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι πολύ σημαντικά για να κατανοήσουμε τις μεταγενέστερες πολιτικές θεωρίες του 5ου αιώνα.
Πολύ λίγα γνωρίζουμε για τη διδασκαλία του Πυθαγόρα του Σάμιου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στα 530 π.Χ. στην Κάτω Ιταλία, στον Κρότωνα, όπου ίδρυσε την περίφημη σχολή του, και πέθανε στο Μεταπόντιο. Βέβαιο είναι πως ασχολήθηκε με τα μαθηματικά. Η ανακάλυψη του Πυθαγόρα ότι οι ήχοι προσδιορίζονται πάντα αριθμητικά και ότι, συνεπώς, η μουσική είναι συνάρτηση μαθηματικών σχέσεων, πρέπει να δημιούργησε τεράστια εντύπωση. Η ανακάλυψη αυτή τον οδήγησε στην άποψη ότι ο αριθμός είναι η αρχή που διαμορφώνει το σύμπαν, είναι το σταθερό στοιχείο που συνέχει την πολυμορφία και την πολυπλοκότητα των υλικών φαινομένων. Το πρόβλημα όμως με τις θεωρίες του Πυθαγόρα, για τις οποίες τόσο λίγα γνωρίζουμε, είναι πως τα διδάγματά του μετατράπηκαν γρήγορα σε δόγματα από μια σχολή που λειτούργησε σαν θρησκευτική αίρεση. Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν στη μετεμψύχωση, ήταν χορτοφάγοι, δεν συμμετείχαν σε θυσίες (την κεντρική θρησκευτική πράξη της αρχαίας θρησκείας) θεωρώντας τις φόνους, ακολουθούσαν ιδιόρρυθμους κανόνες καθημερινής και κοινωνικής ζωής. Συνέπεια όλων αυτών ήταν πως γύρω από τον Πυθαγόρα πλέχτηκαν διάφοροι ανυπόστατοι μύθοι που δυστυχώς γοητεύουν σήμερα αφελείς και αρχαιόπληκτους ανθρώπους.
Στα αποσπάσματα του Φιλόλαου τονίζεται η πρωταρχική σημασία του αριθμού, ο οποίος ανάγεται σε αρχή κατανόησης των πάντων. Αν τα υπάρχοντα πράγματα δεν είχαν αριθμητική δομή, δεν θα μπορούσαμε να τα γνωρίσουμε. Το ίδιο ισχύει και για όλο το σύμπαν, για την ίδια τη φύση. Το σύμπαν παράγεται από το πέρας και το άπειρο, τα οποία αποτελούν τα συστατικά στοιχεία των αριθμών. Η αρμονική τάξη της φύσης επιτρέπει την ουσιαστική της κατανόηση.
Στα κείμενα αυτά διακρίνεται η συμφιλίωση της πυθαγόρειας φιλοσοφίας με τη φυσιοκρατική παράδοση των ιώνων Προσωκρατικών. Έννοιες όπως «φύση», «κόσμος», «άπειρο» ανήκουν στο οπλοστάσιο της προσωκρατικής σκέψης. Το νέο στοιχείο είναι η σύνδεση της κοσμικής τάξης με τους αριθμούς και τη μουσική αρμονία. Οι αριθμοί καθορίζουν τις συμφωνίες των τόνων που παράγουν το αρμονικό μουσικό αποτέλεσμα. Οι αριθμοί βρίσκονται πίσω από τις αρμονικές κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, από τη δεδομένη τάξη του σύμπαντος. Άρα στην πυθαγόρεια φιλοσοφία τα μαθηματικά, η μουσική και η αστρονομία συνδέονται στενά μεταξύ τους, αποτελούν «αδελφές επιστήμες», αφού σε όλες κυριαρχεί ο αριθμός (Πλάτων, Πολιτεία 530d).
Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, μια ξεχωριστή μορφή στην ιστορία της αρχαϊκής φιλοσοφίας, γεννήθηκε γύρω στα 565 και πέθανε γύρω στα 470 π.Χ. Κύριος φιλοσοφικός στόχος του ήταν η καταπολέμηση των παραδοσιακών αντιλήψεων για τους θεούς. Ο Ξενοφάνης ισχυρίστηκε πως οι θεοί του μύθου και των επών, με τα ανθρώπινα πάθη και την ανθρώπινη μορφή, είναι κατασκευάσματα των ανθρώπων, που φτιάχνουν τους θεούς κατ' είκόναν και καθ' ομοίωσίν τους. Και τα ζώα, έλεγε, αν είχαν θεούς θα τους έφτιαχναν ζωόμορφους. Στη θέση αυτών των θεών, ο Ξενοφάνης προτείνει ένα ανώτατο ον, ακίνητο, που με τη δύναμη του πνεύματός του κινεί τον κόσμο.
Για τους φιλοσόφους της Ιωνίας, ήταν δεδομένο πως η αλλαγή αποτελεί μέρος της πραγματικότητας και πως ο εξωτερικός κόσμος, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά με τις αισθήσεις μας, είναι αληθινός. Σιγά-σιγά όμως, οι βεβαιότητες αυτές τέθηκαν υπό κρίση και διατυπώθηκαν έτσι κάποια ερωτήματα κεντρικά στη φιλοσοφία μέχρι σήμερα.
Πρώτον, το πρόβλημα της γνώσης: μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις μας προκειμένου να κατανοήσουμε τον κόσμο ή πρέπει να στηριχθούμε αποκλειστικά στον νου μας; Η ανάπτυξη των μαθηματικών συνέβαλε στη διατύπωση αυτής της αμφιβολίας, αφού τα μαθηματικά μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε πραγματικότητες τις οποίες οι αισθήσεις αδυνατούν να συλλάβουν και τις όποιες κατανοούμε διανοητικά. Οι απόπειρες να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό οδήγησαν στην ανάπτυξη θεωριών για την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίσει (πρόκειται για τις θεωρίες που σήμερα ονομάζουμε επιστημολογία).
Το δεύτερο πρόβλημα που έθεσε η δεύτερη γενιά των Ελλήνων φιλοσόφων ήταν αυτό της αλλαγής. Το σύμπαν, ο υλικός κόσμος, τα ζώα και οι άνθρωποι, ανάγονται σε μια κοινή αρχή. Τι είναι όμως αυτό που επέτρεψε στην αρχή, στην πρώτη ύλη από την οποία τα πάντα δημιουργήθηκαν, να μεταλλαχθεί και να καταλήξει στην ποικιλία που βλέπουμε γύρω μας; Ποιες διαδικασίες και ποιοι φυσικοί νόμοι επιτρέπουν την αλλαγή και την πολυμορφία;
Στον Ηράκλειτο, που για την πυκνή φιλοσοφική του γλώσσα επονομάστηκε σκοτεινός, απέδιδαν το ρητό «Πάντα ῥεῖ» («τα πάντα ρέουν, αλλάζουν, μεταλλάσσονται»). Ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι «κανείς δεν μπορεί να βουτήξει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι», εφόσον το ποτάμι κυλά αδιάκοπα και η συνεχής ροή του το αλλάζει, έστω και ελάχιστα. Η διαρκής αλληλεπίδραση του ενός στοιχείου πάνω στο άλλο, ο συνεχής πόλεμος, η ακατάπαυστη σύγκρουση των πραγμάτων, έχει ως συνέπεια τη διαρκή αλλαγή. Η αλλαγή αυτή όμως δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε ανεξέλεγκτη. Υπόκειται σε νόμους, που επιτρέπουν τη διατήρηση της ισορροπίας και της αρμονίας. Η ιδέα της συνεχούς αλλαγής την οποία παράγει η αδιάλειπτη σύγκρουση μεταξύ αντιθέτων αποτελεί την τεράστια συνεισφορά του Ηράκλειτου, του πατέρα της διαλεκτικής.
Όσον αφορά το πρόβλημα της γνώσης, ο Ηράκλειτος δεν απέρριπτε ολοκληρωτικά τη μαρτυρία των αισθήσεων, θεωρούσε όμως πως για να προσεγγίσει ο άνθρωπος τη γνώση πρέπει να μην τις εμπιστεύεται εντελώς.
Αντίθετα, ο Παρμενίδης από την Ελέα της Κάτω Ιταλίας είχε μια θέση πολύ δογματική όσον αφορά τη δυνατότητα του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο στηριγμένος στις παραπλανητικές αισθήσεις του. Τη θέση αυτή την ανέπτυξε σε ένα φιλοσοφικό ποίημα, από το οποίο έχει σωθεί κυρίως το προοίμιο. Εκεί, ο Παρμενίδης ισχυρίζεται πως υπάρχουν δυο κόσμοι, ο κόσμος της αλήθειας και ο κόσμος των φαινομένων και της δοξασίας. Ο δεύτερος είναι προϊόν των ανθρώπινων απόψεων, που δεν μπορούν να συλλάβουν πλήρως και να γνωρίσουν το αληθινό ον, την αληθινή ύπαρξη.
Για την αρχή και την πολυμορφία του κόσμου, ο Παρμενίδης πίστευε στην ύπαρξη ενός μοναδικού, αγέννητου και άφθαρτου όντος, που δεν μερίζεται και δεν αλλάζει, αλλά παραμένει ακίνητο και αναλλοίωτο, έξω από τον χρόνο. Και εδώ, ο Παρμενίδης βρέθηκε στους φιλοσοφικούς αντίποδες του Ηράκλειτου. Η φιλοσοφική σκέψη του πάντως άσκησε τεράστια επίδραση και στους Ελεάτες συνεχιστές της σχολής του (τον Ζήνωνα τον Ελεάτη και τον Μέλισσο τον Σάμιο), αλλά και σε άλλους φιλόσοφους, όπως ο Πλάτωνας.
Ενώ ο Παρμενίδης επιμένει δογματικά πως μόνο με τον νου μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει τη γνώση, ο Εμπεδοκλής (στοχαστής με πολιτική δράση, που τάχθηκε υπέρ των δημοκρατικών στις κοινωνικές αναταραχές του Ακράγαντα) αποκαθιστά την αξία των αισθήσεων. Οι αισθήσεις, ισχυριζόταν, είναι βέβαια αδύναμα όργανα, αλλά εξίσου αδύναμος είναι και ο νους, άρα ο άνθρωπος πρέπει να μεταχειρίζεται όλα ανεξαιρέτως τα μέσα που διαθέτει για να συλλάβει την αλήθεια. Όσο για την αρχή του σύμπαντος, ο Εμπεδοκλής αρνείται επίσης τη θεωρία του Παρμενίδη για το αναλλοίωτο των πραγμάτων και διδάσκει πως η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά, τα τέσσερα βασικά στοιχεία, διαρκώς αναμειγνύονται και διαχωρίζονται δημιουργώντας, με τη συνεχή αλλαγή τους, την ποικιλία του σύμπαντος. Η διαρκής αυτή ένωση και διάσπαση προκαλείται από την παρέμβαση δύο μεγάλων αντίθετων δυνάμεων, της Φίλιας (Αγάπης) και του Νείκους (Εχθρότητας).
Όπως η Μούσα μιλά στον επικό ποιητή Όμηρο, έτσι μια θεότητα μιλά και στον Παρμενίδη τον Ελεάτη στο "Περί φύσεως", απόσπασμα 7-8 (μετάφραση Νίκος Ξένιος) και του περιγράφει τον δρόμο της Αλήθειας. Ο λόγος της επινοημένης αυτής θεότητας είναι υποβλητικός και δογματικός, είναι η ίδια η αποκάλυψη μιας μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη:
"Ποτέ δεν θα αποδειχθεί πως υπάρχουν μη-όντα. Εσύ, εξετάζοντας το ζήτημα, κράτα τον νου σου σε απόσταση.
Η συνήθεια ή η πολλή πείρα σου ας μην σε πιέζουν να διαβείς γρηγορότερα αυτόν το δρόμο της αναζήτησης.
Το μάτι σου να στριφογυρνά απρόσεχτο, και το ίδιο το αυτί σου που συλλαμβάνει κάθε ήχο, το ίδιο και η γλώσσα σου.
Όμως να βγάζεις την κρίση με τον νου. Μόνο μέσω του νου θα βγάλεις την αλήθεια που πάω να σου πω, και που τόσο ποθείς ν'ακούσεις.
Η μοναδική αλήθεια αυτού του δρόμου υπάρχει στα αλήθεια. Δεν απομένει τίποτ'άλλο.
Και έχει αυτός ο δρόμος πολλά σημάδια, πως πάντα υπήρχε και από κανέναν δεν γεννήθηκε και πως κανείς δεν μπορεί να τον διαλύσει,
πως είναι ολόκληρος, μοναδικός, αδιάσειστος και τέλειος ο δρόμος αυτός.
Πως είναι ενιαίος, συνεχόμενος. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικός;
Πώς κι από πού θα προέκυπτε; Πώς και από πού θα μεγάλωνε;
Δεν θα σ'αφήσω να πιστέψεις κάτι τέτοιο, λανθασμένο.
Ούτε και πως από την Ανυπαρξία γεννήθηκε η Ύπαρξη.
Γιατί αυτό ούτε να το ισχυριστεί κανείς μπορεί, ούτε κι ο άνθρωπος το βάζει με τον νου του, πως δηλαδή ο δρόμος αυτός δεν υπάρχει.
Ποια ανάγκη θα του έδινε εκκίνηση ύστερα από το μηδέν ή πριν απ'το μηδέν να αρχίσει να υπάρχει;
Κι απ'τη στιγμή που σίγουρα υπάρχει, από πού κι ως πού θα μπορούσε ποτέ να χαθεί;
Και από πού κι ως πού δεν θα είχε δημιουργηθεί ποτέ;
Αδύνατα όλα αυτά.
Γιατί, αν είχε κάποια χρονική στιγμή δημιουργηθεί, τότε μπορούμε να πούμε απλά ότι Ε Γ Ι Ν Ε, όχι ότι Ε Ι Ν Α Ι!
Ούτε πως ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ!
Έτσι αφήνουμε την υπόθεση της γέννας. Κι αφήνουμε κατά μέρος και την υπόθεση, που είναι ανήκουστη, πως χάθηκε.
Κι επιπλέον αυτός ο δρόμος δεν μπορεί να διαιρεθεί, γιατί είναι όμοιος σε όλα του τα μέρη.
Ούτε να πολλαπλασιαστεί μπορεί, γιατί θα τον εμπόδιζε να είναι συνεχής.
Ούτε να μειωθεί μπορεί. Είναι όλος γεμάτος από αυτό το "ΕΙΝΑΙ"!
Έτσι, όλος συνεχόμενος καθώς είναι, το ΟΝ κοντά στο ΟΝ πηγαίνει.
Ακίνητος, στα μέγιστα δεσμά που βρίσκονται στο τέρμα της διαδρομής, είναι άναρχος, άπαυτος, εφόσον δεν έχει γεννηθεί κι ούτε μπορεί και να χαθεί.
Αφού αποκλείσαμε τη γέννα και τον χαμό του, ο δρόμος αυτός βρίσκεται μέσα στον εαυτό του αυτόνομος, σταθερός στον ίδιο τόπο.
Γιατί η ανάγκη η πανίσχυρη τον κρατάει δέσμιο ενός τέλους.
Από ολόγυρα είναι περίκλειστο το Όν.
Γιατί κι αυτό κάπου πρέπει να τελειώνει. Δεν είναι πρέπον να είναι διαφορετικά. Πρέπει να έχει όρια."
Ο Αναξαγόρας έζησε ένα μεγάλο διάστημα στην Αθήνα. Η παραμονή του όμως εκεί διακόπηκε άδοξα όταν οι Αθηναίοι τον δίκασαν για ασέβεια προς τους θεούς, επειδή ο φιλόσοφος έδινε εντελώς ορθολογικές ερμηνείες στα φυσικά φαινόμενα. Η φιλία του με τον Περικλή έσωσε τότε τον Αναξαγόρα, ο οποίος δραπέτευσε από την Αθήνα και κατέφυγε στη Λάμψακο, όπου πέθανε. Ο Αναξαγόρας πίστευε πως τίποτα δεν γεννιέται και τίποτα δεν χάνεται, πως όλα υπάρχουν από την αρχή και πως η μόνη αλλαγή συνίσταται στη διαρκή ανάμειξη και διάσπαση των στοιχείων που ήδη υπάρχουν. Πρωτότυπη είναι η θεωρία του σύμφωνα με την οποία το κάθε πράγμα περιλαμβάνει, έστω και σε απειροελάχιστη ποσότητα, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Για παράδειγμα, η τροφή περιλαμβάνει και αίμα και σάρκα και οστά και τρίχες· έτσι γίνεται δυνατόν, με τη λήψη της τροφής, να παράγει ο οργανισμός μας αίμα, σάρκα, οστά και τρίχες. Η σημαντικότερη όμως θεωρία του είναι η θεωρία του Νου. Απορρίπτοντας οριστικά τον υλισμό των Ιώνων φιλοσόφων, δηλαδή τη θεωρία μιας ύλης που διαθέτει τη "θεϊκή" ιδιότητα να δημιουργεί, ο Αναξαγόρας ισχυρίστηκε πως αυτό που οδηγεί στη δημιουργία και τη γένεση των πραγμάτων είναι ο Νους. Ο Νους εξουσιάζει όλα τα όντα, τη Φύση, ακόμα και την ιστορία του ανθρώπου, την κοινωνική οργάνωση και τον πολιτισμό.
Τη θεωρία των ατόμων τη διατύπωσε πρώτος ο Λεύκιππος ο Μιλήσιος και την ανέπτυξε ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης, που γεννήθηκε γύρω στα 460 π.Χ. (ήταν συνομήλικος του Σωκράτη).
Ἄτομον είναι η μικρότερη ποσότητα ύλης που δεν μπορεί να υποστεί άλλη διαίρεση, άλλη τομή. Κατά τους ατομικούς, τα άτομα είναι άπειρα και βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Η κίνηση προκαλεί συγκρούσεις και ενώσεις ανάμεσά τους με αποτέλεσμα τη δημιουργία σύνθετων σωμάτων. Τα άτομα παραμένουν αναλλοίωτα, αλλά οι ενώσεις τους έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των ποιοτήτων που παρατηρούμε στη φύση, δηλαδή των χρωμάτων, των γεύσεων, των θερμοκρασιών κ.τ.λ. Άρα, περισσότερο από τα ίδια τα άτομα, η κίνηση είναι η ανώτατη αρχή, που προκαλεί τη δημιουργία του κόσμου και που σ' αυτήν οφείλεται η πολυμορφία του. Ως προς το θέμα της γνώσης, οι ατομικοί παραμένουν επίσης επιφυλακτικοί απέναντι στη μαρτυρία των αισθήσεων.
Η φυσική του Αριστοτέλη, στον 4ο αιώνα, δεν θα θίξει καν το ερώτημα για τη δημιουργία ή τη γένεση του κόσμου συνολικά. Το αριστοτελικό σύμπαν δεν έχει αρχή ή γένεση. Είναι αιώνιο και αγέννητο. Ερευνά μόνο τις αρχές που διέπουν τη μεταβολή στον κόσμο όπως τον παρατηρούμε. Σε κάθε μία από αυτές τις αρχές αποδίδει τον τίτλο ‘φύση’. Η ‘φύση’ έχει για τον Αριστοτέλη μία σειρά από διαφορετικές σημασίες.
«Η Μεγάλη Εκρηξη, η θεωρία δηλαδή του BIG BANG, που θεωρείται σήμερα η απαρχή του κόσμου, δεν είναι ανακόλουθη με την επέμβαση ενός θεϊκού Δημιουργού, απεναντίας την απαιτεί. Η εξέλιξη της φύσης δεν αντιφάσκει με την έννοια της Δημιουργίας, διότι η εξέλιξη προϋποθέτει τη δημιουργία όντων που εξελίσσονται».
Την άποψη αυτή διατύπωσε πρόσφατα όχι κάποιος φιλόθρησκος επιστήμονας αλλά η ύψιστη πνευματική αυθεντία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο πάπας Φραγκίσκος Α΄.
Μιλώντας στην Ποντιφική Ακαδημία των Επιστημών, στις 27-10-14, ο πάπας Φραγκίσκος έκρινε απαραίτητο να υπογραμμίσει το εξής:
«Ο Θεός δεν είναι ένας θείος πρωτοτεχνίτης ή ένας μάγος, αλλά ο Δημιουργός που δίνει οντότητα σε όλες τις υπάρξεις. Η απαρχή του κόσμου δεν είναι έργο του χάους που οφείλει σε κάτι άλλο την προέλευσή του, αλλά προέρχεται άμεσα από την υπέρτατη Αρχή που δημιουργεί από αγάπη».
«Διαβάζοντας στο βιβλίο της “Γένεσης”», συνέχισε ο πάπας, «τη διήγηση της Δημιουργίας, υπάρχει ο κίνδυνος να φανταστούμε τον Θεό σαν έναν ταχυδακτυλουργό που με το μαγικό ραβδάκι στο χέρι μπορεί να κάνει οτιδήποτε. Ομως, δεν είναι έτσι. Δημιούργησε τα έμβια όντα και τα άφησε να εξελιχθούν σύμφωνα με τους εσωτερικούς νόμους που Αυτός έδωσε στο καθένα, ώστε από μόνα τους να αναπτυχθούν και να επιτύχουν την πληρότητα της ύπαρξής τους».
Εξ ού και η προτροπή που απηύθυνε, στο τέλος της ομιλίας του, σε όλους τους επιστήμονες -χριστιανούς και μη- να συμμετέχουν ενεργά στη διατήρηση της δημιουργίας και με το έργο τους «να συμβάλουν στην κατασκευή ενός πιο ανθρώπινου κόσμου για όλους, και όχι για μια ομάδα ή τάξη προνομιούχων».
Οι βαρυσήμαντες δηλώσεις του σημερινού πάπα έρχονται, φαινομενικά τουλάχιστον, σε ρήξη με την καθιερωμένη εκκλησιαστική παράδοση που, εδώ και αιώνες, επέβαλλε την απόρριψη -ενίοτε και την καταδίκη!- κάθε αμιγώς φυσικής-επιστημονικής εξήγησης σχετικά με τη δημιουργία του Σύμπαντος και την εξέλιξη της ζωής πάνω στη Γη.
Πράγματι, μέχρι πρόσφατα η σύλληψη ενός δυναμικού -δηλαδή μη στατικού- φυσικού κόσμου και κυρίως η ιδέα τής δίχως κανέναν τελικό σκοπό ζωικής εξέλιξης αποτελούσαν έννοιες ταμπού επειδή αμφισβητούσαν και κατέρριπταν επιστημονικά κάποιες θεμελιακές αρχές της δυτικής θεολογίας.
Ωστόσο, με αυτήν την ιστορική παρέμβασή του, ο 266ος πάπας της Καθολικής Εκκλησίας, κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, υποδεικνύει σαφώς πως όχι μόνο είναι μάταιο αλλά και εξαιρετικά επιβλαβές για τη χριστιανική θρησκεία το να αμφισβητεί τις κατακτήσεις της σύγχρονης επιστήμης.
Πολύ πιο επωφελές θα ήταν να καταφέρει, επανερμηνεύοντας κατάλληλα το νόημα των επιστημονικών θεωριών, να τις ενσωματώσει στις βασικές θρησκευτικές αρχές. Και αυτό ακριβώς επιχείρησε να κάνει ο πάπας με αυτήν τη φαινομενικά ρηξικέλευθη και ανανεωτική παρέμβασή του.
Βέβαια ο πάπας Φραγκίσκος Α΄ δεν είναι ο πρώτος ποντίφικας που αποδέχεται την ισχύ των δαρβινικών θεωριών.
Στις 22 Νοεμβρίου του 1951 πρώτος ο πάπας Πίος ΙΒ με σχετική εγκύκλιο ανακοίνωσε σε πιστούς και ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας ότι η βιολογική εξέλιξη είναι απολύτως συμβατή με τη χριστιανική πίστη. Bέβαια, εδώ αναζητά κανείς άλλα κίνητρα στην τοποθέτηση του Πάπα Πίου, που φημολογείται ότι ήταν θετικά διακείμενος έναντι του ναζισμού.
Ο φιλοναζιστής Πάπας Πίος έθεσε δύο προϋποθέσεις:
1) ότι η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου δεν πρέπει να θεωρείται ως μία οριστικά αποδεδειγμένη θεωρία και
2) ότι η άυλη ψυχή των ανθρώπων δεν υπήρξε ποτέ ούτε προϊόν, ούτε αντικείμενο της βιολογικής εξέλιξης.
Αργότερα, στις 21 Οκτωβρίου 1996, ο πάπας Ιωάννης-Παύλος Β΄ σε μια ανάλογη ομιλία του υποχρεώθηκε να παραδεχτεί ότι η συσσώρευση αποδείξεων υπέρ της εξέλιξης των ειδών καθιστούσε πλέον αυτήν την επιστημονική θεωρία «κάτι περισσότερο από μία απλή εικασία. Αντίθετα, την καθιστούσε μιαν αποδεδειγμένη φυσική διεργασία».
Παρά την υπερβολική προβολή που δόθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ στις πρόσφατες δηλώσεις του, ο πάπας Φραγκίσκος δεν έκανε τίποτα λιγότερο (αλλά και τίποτα περισσότερο!) από το να επαναλάβει την πάγια στρατηγική της Καθολικής Εκκλησίας να αποδέχεται κατόπιν εορτής -και εφόσον είναι αναγκασμένη- τις κυρίαρχες επιστημονικές εξηγήσεις αναφορικά με το «πώς» συνέβησαν ή συμβαίνουν κάποια φυσικά φαινόμενα, διεκδικώντας ωστόσο για τον εαυτό της και τους εκπροσώπους της το μονοπώλιο να εξηγεί «γιατί» συνέβησαν ή συμβαίνουν τα συγκεκριμένα φυσικά και βιολογικά φαινόμενα.
Ο ισχυρισμός του σημερινού ποντίφικα Φραγκίσκου ότι «η Μεγάλη Εκρηξη δεν είναι ανακόλουθη με την επέμβαση ενός θεϊκού Δημιουργού, απεναντίας την απαιτεί» υποδεικνύει ότι ο πάπας Φραγκίσκος εξακολουθεί να πιστεύει (εσφαλμένα) αφενός ότι η γέννηση του Σύμπαντος είναι κάτι που συνέβη ΜΕΣΑ στον χρόνο και αφετέρου ότι υπήρξε μία σαφής προϋπάρχουσα αιτία που εξηγεί το γιατί αυτό συνέβη (ένας Θεός/Δημιουργός, δηλαδή).
Μεταξύ των κοσμολόγων υπάρχει πλέον ευρύτατη συναίνεση για το γεγονός ότι πρόκειται για ένα μοναδικό συμβάν στο όριο του χρόνου.
Προβάλλοντας το φιλμ της κοσμικής εξέλιξης ανάποδα, φτάνουμε σε ένα οριακό σημείο όπου όλοι οι γνωστοί σήμερα νόμοι της Φυσικής δεν έχουν το ίδιο νόημα, και -άρα- παύουν να ισχύουν.
Σε αυτές τις οριακές συνθήκες, συνεπώς, οι γνωστές έννοιες του χρόνου και του χώρου στερούνται νοήματος.
Το Σύμπαν προέκυψε μάλλον από ένα τέτοιο εξαιρετικά απίθανο γεγονός, από μια «ιδιομορφία», όπως λένε οι ειδικοί για να περιγράψουν την ασύλληπτη ιδέα ενός αφηρημένου «σημείου» το οποίο ωστόσο περιέκλειε τα πάντα σε άπειρη πυκνότητα και σε άπειρη θερμοκρασία, μέχρι τη «στιγμή» που, για κάποιον εντελώς ανεξήγητο λόγο, άρχισε να διαστέλλεται με εκρηκτικούς ρυθμούς.
Κάπως έτσι περιγράφει η κοσμολογία τη Μεγάλη Εκρηξη, την πρωταρχική γενεσιουργό «πράξη» που πριν από περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια δημιούργησε τα πάντα.
Εκμεταλλευόμενος αυτήν την περιγραφή των επιστημόνων, το 1951 ο πάπας Πίος ΙΒ΄, αναφερόμενος στη θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης, υποστήριξε επίσημα ότι η δημιουργία του Σύμπαντος από τον Θεό πρέπει να θεωρείται πλέον όχι απλώς εξ αποκαλύψεως αλήθεια αλλά και ως επιστημονική βεβαιότητα.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β'ΛΥΚΕΙΟΥ: ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό λόγο και τα βασικά της στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν στον νου μας. Η γνώση αυτή μπορεί να αποκληθεί a priori ή προ-εμπειρική, αφού φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία.
Παρ’ όλο που το πρόβλημα της προέλευσης της γνώσης και οι βασικές αντίθετες τοποθετήσεις δεν αναλύθηκαν εκτενώς πριν από τη νεότερη εποχή, στην αρχαιότητα σημαντικός εκπρόσωπος της ορθολογιστικής προσέγγισης μπορεί να θεωρηθεί ο Πλάτων.
Για τον Πλάτωνα η ανθρώπινη γνώση βασίζεται κατ’ αρχάς στην ανάμνηση των ιδεών που έχει αντικρίσει η αθάνατη ψυχή προτού ενσαρκωθεί στο σώμα. Με την κατάλληλη νοητική άσκηση και μέσα από τη μελέτη των μαθηματικών, η ψυχή μπορεί να γνωρίσει τη βαθύτερη πνευματική πραγματικότητα των ιδεών, οι οποίες υπάρχουν αιώνια, ενώ ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλασή τους.
Πρώτος μεγάλος ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι αναμφισβήτητα ο Ντεκάρτ, για τον οποίον η κατασκευή ενός συμπαγούς οικοδομήματος της γνώσης στηρίζεται σε πεποιθήσεις που τίποτε απολύτως δεν μπορεί να τις κλονίσει. Για να μπορέσουμε να εντοπίσουμε τέτοιου είδους πεποιθήσεις, ο Ντεκάρτ προτείνει να εφαρμόσουμε τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας: μας καλεί δηλαδή να διανύσουμε το πλήρες φάσμα των πεποιθήσεών μας και να επιλέξουμε, στο τέλος της διαδικασίας, αυτές για τις οποίες στάθηκε αδύνατον να αμφιβάλουμε.
Ο Ντεκάρτ πιστεύει πως οι βασικές μας ιδέες, αυτές που αποτελούν παραστάσεις των ουσιωδών χαρακτηριστικών των υλικών και των πνευματικών όντων, έχουν εμφυτευθεί στον νου μας από τον Θεό. Τις έμφυτες αυτές ιδέες τις συλλαμβάνουμε ενορατικά (διαισθητικά) και άμεσα, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσουμε κάποια συλλογιστική διαδικασία. Ακόμη και το “σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω” δεν χρειάζεται το συμπερασματικό “άρα”, εφόσον προβάλλεται στον νου μας με άμεση βεβαιότητα και δεν αποτελεί συμπέρασμα μιας συλλογιστικής διαδικασίας.
Ο τρόπος με τον οποίον ο Ντεκάρτ επιχειρεί να αξιοποιήσει την απόλυτη (αλλά πολύ περιορισμένη) αυτή βεβαιότητα και πάνω της να οικοδομήσει τη γνώση του πραγματικού κόσμου μελετάται και ερμηνεύεται από τους φιλοσόφους μέχρι σήμερα.
Άλλοι ορθολογιστές, που προσπάθησαν να βελτιώσουν τη θεώρηση του Ντεκάρτ και να αποφύγουν τις παγίδες στις οποίες τον οδήγησε η υπερβολική μεθοδολογική του αμφιβολία, είναι ο Ολλανδός Μπαρούχ Σπινόζα (17ος αιώνας) και ο Γερμανός Γκότφριντ Λάιμπνιτς (17ος-18ος αιώνας).
Οι φιλόσοφοι αυτοί, μέσα από αποδείξεις εμπνευσμένες από τα Μαθηματικά και τη Γεωμετρία, ανέπτυξαν περίπλοκα μεταφυσικά συστήματα. Σύμφωνα μ’αυτούς, ο νους μας μπορεί να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία της δομής της πραγματικότητας στηριζόμενος στη χρησιμοποίηση έμφυτων ιδεών και λογικών αρχών. Ο σημαντικότερος ίσως ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι ο Χέγκελ, ο οποίος πίστευε ότι ο ορθός λόγος τού επέτρεπε να κατανοήσει πλήρως και να προβλέψει την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.
2. Εμπειρισμός
Κατά τους εμπειριστές η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως (ή και αποκλειστικά) από τις αισθήσεις. Η αφετηρία της γνώσης συνίσταται στην καταχώριση, την αποτύπωση στον νου, μέσα από την αισθητηριακή αντίληψη, των “στοιχειωδών δεδομένων” του κόσμου που μας περιβάλλει. Η καταχώριση αυτή είναι στιγμή δημιουργίας στοιχειωδών πεποιθήσεων ή ιδεών, απλών δηλαδή παραστάσεων αυτών των δεδομένων. Ανεξάρτητα από την αντίληψη για το τι αποτελεί στοιχειώδες δεδομένο, η αντίστοιχη στοιχειώδης πεποίθηση που το καταχωρίζει ή το αποτυπώνει στον νου είναι η ζητούμενη θεμελιώδης και πρωταρχική γνώση. Aυτή εμποτίζεται με γνώση από τη δυνατότητα αυτής της άμεσης επαφής με την πραγματικότητα κατά τη στιγμή της καταγραφής αισθητηριακών εντυπώσεων.
Εμπειριστικές απόψεις έχουν υποστηρίξει διάφοροι αρχαίοι φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος. Αν και τονίζει τη σημασία της λειτουργίας του νου για την επίτευξη επιστημονικής γνώσης της πραγματικότητας, ο Αριστοτέλης πιστεύει πως η γνώση αυτή προϋποθέτει επαγωγική πορεία, δηλαδή μετάβαση από το μερικό και συγκεκριμένο στο γενικό και αφηρημένο. Ωστόσο, η σύλληψη του μερικού και συγκεκριμένου δεν είναι δυνατή χωρίς τη λειτουργία των αισθήσεων που μας συνδέουν άμεσα με τον φυσικό κόσμο.
Η συστηματική ανάπτυξη του εμπειρισμού, όπως και του ορθολογισμού, παρατηρείται κατά τους νεότερους χρόνους. Οι νεότεροι (κυρίως Βρετανοί) εμπειριστές, με πρώτο τον Φράνσις Μπέϊκον (16ο-17ο αιώνας) αντιπαρατίθενται στους ορθολογιστές και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των αισθήσεων κατά την απόκτηση της γνώσης. Όπως και οι ορθολογιστές από την εποχή του Ντεκάρτ, επισημαίνουν την ύπαρξη ιδεών στον νου μας που μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε την πραγματικότητα, ισχυρίζονται όμως πως οι ιδέες αυτές δεν είναι έμφυτες, αλλά διαμορφώνονται στη βάση των εντυπώσεων που μας παρέχουν οι αισθήσεις.
Παράλληλα με την αισθητηριακή αποτύπωση στον νου μας των αντικειμένων του εξωτερικού -ως προς τον νου- κόσμου, ο Τζον Λοκ (17ος αιώνας) εμπλουτίζει τη συλλογή θεμελιωδών γνώσεων με τη λειτουργία μιας εσωτερικής αίσθησης, ενός αναστοχασμού. Αυτή η εσωτερική αίσθηση αποτυπώνει ως “αντικείμενα” και τις καταστάσεις της εσωτερικής λειτουργίας του νου, το τι συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε, πιστεύουμε, επιθυμούμε, αμφιβάλλουμε κτλ. Πέρα από αυτή την εσωτερική αίσθηση δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης του κόσμου που να μπορούν να θεωρηθούν a priori, να είναι δηλαδή ανεξάρτητα από την εμπειρία. Ο νους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας “άγραφος χάρτης” (tabula rasa), στον οποίο αποτυπώνεται το υλικό της εξωτερικής και της εσωτερικής αίσθησης.
“Συνεπέστερος” εμπειριστής από τον Λοκ υπήρξε ο ιρλανδός επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϋ (17ος-18ος αιώνας). Ο Μπέρκλεϋ υποστήριξε ότι ο Λοκ έκανε το λάθος να δεχτεί ιδέες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά, όπως εκείνες των εξωτερικών ως προς τον νου αντικειμένων, θεωρώντας ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο υλικό υπόστρωμα με ιδιότητες που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε άμεσα πίσω από τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Ο Μπέρκλεϋ προχώρησε αποφασιστικά στην ταύτιση των ιδεών του ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα. Η παράδοξη θέση του συνοψίζεται στο απόφθεγμα: “το να υπάρχει κάτι συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται ή να γίνεται αντιληπτό”. Mε άλλα λόγια, υπάρχουν μόνο πνεύματα και ιδέες ή παραστάσεις μέσα σε αυτά τα πνεύματα. Βέβαια, κατά τον Μπέρκλεϋ, τα πράγματα του κόσμου που μας περιβάλλει -και που σε τελευταία ανάλυση είναι άυλα κι εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στον νου του υπέρτατου πνεύματος, δηλαδή του Θεού, ακόμη και όταν δε γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους. Οι κανονικές σχέσεις που τα συνδέουν, δηλαδή οι φυσικοί νόμοι που έχει εγκαθιδρύσει ο Θεός, μας επιτρέπουν να τα διακρίνουμε από τα ανύπαρκτα πλάσματα της φαντασίας μας. Η επιχειρηματολογία του Μπέρκλεϋ στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στην απόδειξη του ότι η πραγματικότητα είναι μία -συγκεκριμένη όπως και οι ιδέες μας- με χρώματα, γεύσεις, ήχους, οσμές. Οι αφηρημένες έννοιες είναι απλώς κατασκευές της γλώσσας, όπως η έννοια “ύλη”, της οποίας το νόημα εξαντλείται στις εκάστοτε αναφορές μας σε κάτι που βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε κτλ.
Ο σκωτσέζος φιλόσοφος Χιουμ (18ος αιώνας)ήταν ο αυστηρότερος από όλους τους εμπειριστές.
Θεώρησε ότι η αποτύπωση αισθητηριακών εντυπώσεων στον νου είναι αυτάρκης ως προς τη συλλογή στοιχειωδών και θεμελιωδών γνώσεων, και επομένως δεν χρειάζεται υποστήριξη από μια πρόσθετη λειτουργία όπως αυτή της εσωτερικής αίσθησης ή του αναστοχασμού, την οποία επιστράτευσε ο Λοκ για τις “εσωτερικές γνώσεις” των λειτουργιών του νου. Ο Χιουμ έμεινε πιστός, από την αρχή ως το τέλος, στην περιορισμένη γνωστική δυνατότητα που του παρείχε η συλλογή των δεδομένων του εξωτερικού κόσμου χάρη στη λειτουργία των πέντε αισθήσεων. Η προσήλωσή του στον αμιγή αυτό εμπειρισμό είχε όμως τις παρενέργειές της, οι οποίες, κληροδότησαν στη φιλοσοφία περισσότερα από ένα σοβαρά προβλήματα.
Ο Χιουμ οδηγήθηκε σε σκεπτικισμό για τη δυνατότητά μας να αποκτήσουμε γνώση για την ύπαρξη και την υφή του συνόλου σχεδόν των όντων του εξωτερικού κόσμου και των αιτιακών σχέσεων που πιστεύουμε ότι τα συνδέουν, αλλά και οποιασδήποτε εσωτερικής, πνευματικής οντότητας. Τα υλικά αντικείμενα, η ενιαία ανθρώπινη ψυχή, η κανονικότητα που διέπει τη φύση δεν μπορεί, κατά τον Χιουμ, να αποδειχτεί πως έχουν αντικειμενική υπόσταση,επειδή
συνθέτουμε τις παραστάσεις τους στη βάση στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων. Και οι επαγωγικές γενικεύσεις, οι οποίες υποτίθεται πως μας επιτρέπουν να προβλέψουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν και ότι οι φυσικοί νόμοι θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, δεν έχουν λογική ισχύ. Γίνονται αποδεκτές μόνο χάρη στη συνήθεια και στις ενστικτώδεις προσδοκίες μας, χωρίς τις οποίες δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε.
"To είδος που έχει εφεύρει τον Ανθρωπισμό αυτήν τη στιγμή έχει περιορίσει επικίνδυνα τον αριθμό των σπονδυλωτών πάνω στη Γη, έχει ανεβάσει την επιφάνεια των ωκεανών, έχει καταστρέψει τα δάση και έχει μολύνει το υπέδαφος. Δεν μου φαίνεται και ιδιαίτερα επιτυχημένη, λοιπόν, αυτή η έννοια. Το είδος μας είναι ενδιαφέρον, αλλά δεν αντιπροσωπεύει παρά το 0, 01 % της γήινης βιομάζας. Ιεροποιώντας και καθαγιάζοντας τον Άνθρωπο, έχει εξοριστεί από τον κόσμο τον φυτικό και τον ζωϊκό. Όπως λέει και ο Λέβι Στρως, ο Homo sapiens στέφθηκε έτσι μόνος του, όπως ο Ναπολέων: ταξινόμησε τη "ζωϊκότητα" στον αντίποδα της δικής του ύπαρξης, θέλησε να την καθυποτάξει, να γίνει Κύριος της Δημιουργίας. Από τη Βίβλο έως τον Καρτέσιο διατήρησε αυτήν την εμμονή μεγαλείου και συνεχούς ιεράρχησης σε "ανώτερους" και "κατώτερους". Αρχικά έχρισε κατώτερό του τον ζωϊκό κόσμο, κατόπιν κάποιες κατηγορίες από το ίδιο το είδος του. Την εποχή του Έρασμου και του Μονταίν οι γυναίκες δεν είχαν τα δικαιώματα ενός πολίτη. Αυτό λέει πολλά από μόνο του". (από συνέντευξη του γάλλου συγγραφέα Ζοζέφ Αντράς)
"Το να πιστεύει κανείς σε μια συγκεκριμένη μορφή "ιερότητας" του ανθρώπου τη στιγμή που αρνείται τη φθαρτότητα, θνητότητα και εφήμερη παρουσία του στον πλανήτη, αυτό είναι ψυχοπάθεια. Προτιμώ τον τύπο ανθρωπισμού που καθιέρωσε ο Λεβι Στρως, όταν έγραψε για μια "Αρχή ανθρωπινότητας" βάσει της οποίας θα έπρεπε να εκκινεί η σκέψη της ανθρωπότητας ολόκληρης ώστε να μην ξεκόβει από την εγκόσμια μοίρα της. Τα δέντρα άνετα θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς εμάς, Θα συνέχιζαν να απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα και να απελευθερώνουν οξυγόνο και χωρίς εμάς. Το αντίστροφο όμως δεν ισχύει. Εννοείται πως οι μπαμπουίνοι δεν έφτιαξαν μια Καπέλα Σιξτίνα: σωστό, δεν λέω, όμως δεν έφτιαξαν ούτε ατομική βόμβα!"
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ: ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ Η ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑ (ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ);
Σε γενικές γραμμές, οι φιλόσοφοι διακρίνονται σε αυτούς που θεωρούν τις ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ως πηγή της γνώσης (εμπειριοκράτες ή εμπειριστές), άρα θεωρούν τη γνώση επίκτητη, μετα-εμπειρική, a posteriori, όπως ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο Μπέικον, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ και ο Χιουμ, και σε αυτούς που θεωρούν τον ΟΡΘΟ ΛΟΓΟ ως πηγή της γνώσης (νοησιαρχικοί ή ρασιοναλιστές), άρα θεωρούν τη γνώση έμφυτη, προ-εμπειρική, a priori, όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ και ο Λάιμπνιτζ. Ο Ιμμάνιουελ Καντ διατύπωσε μια θεωρία συμβιβαστική των δύο.
Ο εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως όσα γνωρίζουμε για τον κόσμο είναι όσα μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα από την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
.
Ο Αριστοτέλης τόνισε τη σημασία της λειτουργίας του νου για την επίτευξη επιστημονικής γνώσης της πραγματικότητας και πιστεύει πως η γνώση αυτή προϋποθέτει επαγωγική πορεία, δηλαδή μετάβαση από το μερικό και συγκεκριμένο στο γενικό και αφηρημένο. Ωστόσο, η σύλληψη του μερικού και συγκεκριμένου δεν είναι δυνατή χωρίς τη λειτουργία των αισθήσεων που μας συνδέουν άμεσα με τον φυσικό κόσμο. Στον δέκατο έβδομο και στον δέκατο όγδοο αιώνα, ο απλοϊκός εμπειρισμός του Αριστοτέλη εξελίσσεται στον νεώτερο ευρωπαϊκό εμπειρισμό των Λοκ, Μπέρκλεϋ και Χιουμ.
Παράλληλα με την αισθητηριακή αποτύπωση στον νου μας των αντικειμένων του εξωτερικού – ως προς τον νου – κόσμου, ο Τζον Λοκ (17ος αιώνας) εμπλουτίζει τη συλλογή θεμελιωδών γνώσεων με τη λειτουργία μιας εσωτερικής αίσθησης, ενός αναστοχασμού. Αυτή η εσωτερική αίσθηση αποτυπώνει ως "αντικείμενα" και τις καταστάσεις της εσωτερικής λειτουργίας του νου, το τι συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε, πιστεύουμε, επιθυμούμε, αμφιβάλλουμε κτλ.
Πέρα από αυτή την εσωτερική αίσθηση δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης του κόσμου που να μπορούν να θεωρηθούν a priori, να είναι δηλαδή ανεξάρτητα από την εμπειρία. O νους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας "άγραφος χάρτης" (tabula rasa), στον οποίο αποτυπώνεται το υλικό της εξωτερικής και της εσωτερικής αίσθησης.
Nihil est in intellectu quod non prius fuerit in sensu
Η συγκεκριμένη δήλωση πρέπει να αντιπαραβληθεί προς τα διδάγματα του αρχαιοελληνικού εμπειρισμού
(*An Essay concerning human understanding, ed. by A.C. Frazer, New York, London, 1959. Book 2, Chapter 1, par. 23, originally published 1690 )
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς σας φαίνεται η θεωρία της "άγραφης πλάκας" (tabula rasa); Νομίζετε πως το παιδί τα μαθαίνει όλα από τους γονείς του και το σχολείο; Δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης που βρίσκονται καταγεγραμμένα a priori στον ανθρώπινο εγκέφαλο;
"Συνεπέστερος" εμπειριστής από τον Λοκ υπήρξε ο Τζορτξ Μπέρκλεϋ (17ος-18ος αιώνας). O Μπέρκλεϋ υποστήριξε ότι ο Λοκ έκανε το λάθος να δεχτεί ιδέες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά, όπως εκείνες των εξωτερικών ως προς τον νου αντικειμένων, θεωρώντας ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο υλικό υπόστρωμα με ιδιότητες που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε άμεσα πίσω από τις εντυπώσεις των αισθήσεων. O Μπέρκλεϋ προχώρησε αποφασιστικά στην ταύτιση των ιδεών του ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα. H παράδοξη θέση του συνοψίζεται στο απόφθεγμα: "το να υπάρχει κάτι συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται ή να γίνεται αντιληπτό" ( "esse est percipere aut percipi").
Με άλλα λόγια, υπάρχουν μόνο πνεύματα και ιδέες ή παραστάσεις μέσα σε αυτά τα πνεύματα. Βέβαια, κατά τον Μπέρκλεϋ, τα πράγματα του κόσμου που μας περιβάλλει -και που σε τελευταία ανάλυση είναι άυλα-εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στον νου του υπέρτατου πνεύματος, δηλαδή του Θεού, ακόμη και όταν δε γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους. Οι κανονικές σχέσεις που τα συνδέουν, δηλαδή οι φυσικοί νόμοι που έχει εγκαθιδρύσει ο Θεός, μας επιτρέπουν να τα διακρίνουμε από τα ανύπαρκτα πλάσματα της φαντασίας μας.
H επιχειρηματολογία του Μπέρκλεϋ στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στην κατάδειξη ότι η πραγματικότητα είναι μία -συγκεκριμένη όπως και οι ιδέες μας- με χρώματα, γεύσεις, ήχους, οσμές. Οι αφηρημένες έννοιες είναι απλώς κατασκευές της γλώσσας, όπως η έννοια "ύλη", της οποίας το νόημα εξαντλείται στις εκάστοτε αναφορές μας σε κάτι που βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε κτλ.
Η Επιστήμη λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά με Ε Μ Π Ε Ι Ρ Ι Κ Ο τρόπο. Έλεγχος και πείραμα είναι ταυτόσημες έννοιες στον χώρο της επιστημονικής έρευνας. Η διάκριση επομένως της επιστημονικής θεωρίας από άλλου είδους θεωρήσεις εξαρτάται κατ’ αρχήν από τη δυνατότητα της επιστημονικής θεωρίας να ελεγχθεί μέσω πειραμάτων. Και η επιστημονική θεωρία δεν είναι παρά ένα σύνολο από επιστημονικούς "νόμους" που έχουν διατυπωθεί ανά εποχές, και οι οποίοι, βεβαίως, ανατρέπονται διαρκώς από επιστημονικούς νόμους των μεταγενέστερων εποχών.
Πώς κατασκευάζεται, φερ'ειπείν, ο νόμος περί θερμικής διαστολής;
Ας δούμε, για παράδειγμα, την επιστημονική διαπίστωση ότι “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται”.
Η απλή υπόθεση περί μετάλλων προσφέρεται για πειραματικό έλεγχο, εφόσον είναι σαφής η διαδικασία διεξαγωγής των σχετικών πειραμάτων: επιλέγουμε ένα συγκεκριμένο μεταλλικό αντικείμενο, το φέρνουμε σε επαφή με μια πηγή θερμότητας και μετράμε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα την τυχόν μεταβολή των διαστάσεών του. Αν οι διαστάσεις του μεταλλικού αντικειμένου έχουν αυξηθεί, το πείραμα θεωρείται επιτυχές. Η διεξαγωγή πειράματος στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή, επειδή είναι απολύτως σαφή τρία πράγματα: 1. το τι είναι πηγή θερμότητας, 2. το τι είναι μέτρηση θερμοκρασίας και 3. το τι είναι μέτρηση των διαστάσεων του μεταλλικού αντικειμένου πριν και μετά τη θέρμανση/
Αυτή ακριβώς η δυνατότητα της αισθητηριακής παρατήρησης μας επιτρέπει να “μεταφράσουμε” τη γενική διατύπωση της υπόθεσης “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται” σε μια σύνθετη πρόταση, που περιγράφει βήμα προς βήμα τη διεξαγωγή κάθε συγκεκριμένου πειράματος. Θεωρώντας δεδομένο τον ορισμό των τριών αυτών πραγμάτων (δηλαδή: τον ορισμό της "πηγής θερμότητας", τον ορισμό της "θερμοκρασίας" και τον ορισμό των "διαστάσεων" ενός αντικειμένου, είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε ένα νόμο περί της θερμικής διαστολής του.
Η σαφήνεια της πειραματικής διαδικασίας προκύπτει βασικά από τη δυνατότητα που μας παρέχουν τα “στοιχεία” της -στοιχεία που αποτελούν το κριτήριο αυτής της διαδικασίας- ώστε να τα παρατηρήσουμε, να τα καταγράψουμε με τις αισθήσεις μας. Το κριτήριο αυτό ισχύει εξίσου για πολυσύνθετες θεωρίες, όπως είναι η νευτώνεια μηχανική, αλλά και για πολύ απλούστερες υποθέσεις ή “εμπειρικούς νόμους”.
Ένα πείραμα δεν είναι παρά μία μόνο περίπτωση της θεωρίας ή του φυσικού “νόμου” που ελέγχουμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή, με συγκεκριμένα υλικά και εργαστήρια και υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η υπόθεση όμως ή ο “νόμος” που θέλουμε να επαληθεύσουμε είναι μια γενική πρόταση, η οποία δεν αφορά μια συγκεκριμένη περίπτωση αλλά όλες τις περιπτώσεις. Έτσι, ένα πείραμα δεν επαρκεί για να επαληθεύσουμε την υπόθεση ότι “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται”. Χρειαζόμαστε ίσως πολλά πειράματα με όλα τα είδη των μετάλλων και κάτω από όλες τις δυνατές συνθήκες. Αλλά και πάλι θα έχουμε έναν πεπερασμένο αριθμό πειραμάτων, ενώ η υπόθεση “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται” αφορά όλες τις περιπτώσεις διαστολής μετάλλων, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Αυτές όμως οι περιπτώσεις είναι άπειρες. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν από πεπερασμένα πειράματα ή παρατηρήσεις να βγάλουμε ένα συμπέρασμα που να ισχύει για άπειρες περιπτώσεις; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δε θα βρεθεί στο μέλλον κάποια περίπτωση μετάλλου που, υπό κάποιες συνθήκες, δε θα διαστέλλεται, όταν το θερμαίνουμε; Η επαλήθευση επομένως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με λογική αυστηρότητα - ο έλεγχος με στόχο την επαλήθευση σταματά υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά στον έλεγχο ενός σχετικά μικρού μέρους των περιπτώσεων. Η επαλήθευση, τελικά, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ενδεικτική.
Βέβαια, οι φυσικοί επιστήμονες, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, εξακολουθούν να διατυπώνουν ή να “επαληθεύουν” φυσικούς “νόμους” με επαγωγική διαδικασία, δηλαδή από μερικές περιπτώσεις να διατυπώνουν γενικές, καθολικές προτάσεις. Ήδη όμως από τον 18ο αιώνα ο Βρετανός εμπειριστής φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ είχε ασκήσει αυστηρή -και επιτυχή- κριτική στον “νόμο της επαγωγής” και στη λογική της επαγωγικής γενίκευσης. Υποστήριξε ότι ο ίδιος ο “νόμος της επαγωγής”, που μας επιτρέπει να γενικεύουμε μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων παρατηρήσεων ή πειραμάτων, δεν είναι επαληθεύσιμος, ούτε καν εξάγεται από την εμπειρία, αλλά είναι μάλλον μια μεταφυσική πίστη.
O Ντέιβιντ Χιουμ (18ος αιώνας) περιγράφοντας τις σκεπτικιστικές αμφιβολίες του, ήταν ο αυστηρότερος από όλους τους εμπειριστές. Θεώρησε ότι η αποτύπωση στον νου αισθητηριακών εντυπώσεων είναι αυτάρκης, όσον αφορά τη συλλογή στοιχειωδών και θεμελιωδών γνώσεων, και επομένως δε χρειάζεται υποστήριξη από μια πρόσθετη λειτουργία όπως αυτή της εσωτερικής αίσθησης ή του αναστοχασμού, την οποία επιστράτευσε ο Λοκ για τις "εσωτερικές γνώσεις" των λειτουργιών του νου.
O Χιουμ έμεινε πιστός, από την αρχή ως το τέλος, στην περιορισμένη γνωστική δυνατότητα που του παρείχε η συλλογή των δεδομένων του εξωτερικού κόσμου χάρη στη λειτουργία των πέντε αισθήσεων. H προσήλωση του στον αμιγή αυτό εμπειρισμό είχε όμως τις παρενέργειες της, οι οποίες, κληροδότησαν στη φιλοσοφία περισσότερα από ένα σοβαρά προβλήματα.
Πράγματι ο Χιουμ οδηγήθηκε σε σκεπτικισμό για τη δυνατότητα μας να αποκτήσουμε γνώση για την ύπαρξη και την υφή του συνόλου σχεδόν των όντων του εξωτερικού κόσμου και των αιτιακών σχέσεων που πιστεύουμε ότι τα συνδέουν, αλλά και οποιασδήποτε εσωτερικής, πνευματικής οντότητας. Τα υλικά αντικείμενα, η ενιαία ανθρώπινη ψυχή, η κανονικότητα που διέπει τη φύση δεν μπορεί, κατά τον Χιουμ, να αποδειχτεί πως έχουν αντικειμενική υπόσταση, επειδή συνθέτουμε τις παραστάσεις τους στη βάση στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων. Και οι επαγωγικές γενικεύσεις, οι οποίες υποτίθεται πως μας επιτρέπουν να προβλέψουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν και ότι οι φυσικοί νόμοι θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, δεν έχουν πραγματική λογική ισχύ. Γίνονται αποδεκτές μόνο χάρη στη συνήθεια και στις ενστικτώδεις προσδοκίες μας, χωρίς τις οποίες δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε.
Σύμφωνα με τον Χιουμ, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις μας. Τα βασικά στοιχεία αυτής της γνώσης είναι τα δεδομένα των αισθήσεων, όπως η εντύπωση ενός χρώματος, ενός ήχου, μιας μυρωδιάς. Το πρόβλημα είναι ότι από αυτές τις επιμέρους, ατομικές παραστάσεις στον νου μας δεν μπορούμε να συμπεράνουμε με σιγουριά πως υπάρχουν συνεχή και συμπαγή υλικά αντικείμενα που τις προκαλούν.
AΠΟΡΙΑ: Προσπαθήστε να βρείτε ένα παράδειγμα που να υποστηρίζει την άποψη του Hume ότι συνθέτουμε τις "παραστάσεις" των αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου βάσει στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων.
Α Ν Α Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ω Σ Η
Σε γενικές γραμμές, οι φιλόσοφοι διακρίνονται σε αυτούς που θεωρούν τις ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ως πηγή της γνώσης (εμπειριοκράτες ή εμπειριστές), άρα θεωρούν τη γνώση επίκτητη, μετα-εμπειρική, a posteriori, όπως ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο Μπέικον, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ και ο Χιουμ, και σε αυτούς που θεωρούν τον ΟΡΘΟ ΛΟΓΟ ως πηγή της γνώσης (νοησιαρχικοί ή ορθολογιστές), άρα θεωρούν τη γνώση έμφυτη, προ-εμπειρική, a priori, όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ και ο Λάιμπνιτζ. Ο Ιμμάνιουελ Καντ διατύπωσε μια θεωρία συμβιβαστική των δύο, όπως θα δούμε στα επόμενα μαθήματα.
Ο εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως οτιδήποτε γνωρίζουμε για τον κόσμο, είναι αυτά που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα και την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) ανέλυσε τη δυνατότητα της ελευθερίας βούλησης, δηλαδή της προ-αίρεσης[ Το θέμα αυτό το αναλύει στα Ηθικά Νικομάχεια (βιβλίο Γ΄) από όπου μεταφέρω μερικές χαρακτηριστικές προτάσεις ανάλυσης της έννοιας προαίρεση:
Ηθικά Νικομάχεια ΙΙΙ,3.19: « η προαίρεσις αν είη βουλευτική όρεξις των εφ’ ημίν». (=Η προαίρεση μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επιθυμία, που η πραγμάτωσή της είναι μέσα στις δυνατότητές μας).
Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΑΣΚΗΣΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΑΣ ΛΟΓΙΚΗΣ
Ως ορθό χαρακτηρίζουμε κάθε συλλογισμό του οποίου οι προκείμενες είναι έγκυρες και το συμπέρασμα αληθές. Αφού εντοπίσετε πού βρίσκεται το σφάλμα των παρακάτω έξι συλλογισμών, διατυπώστε τους έτσι ώστε να γίνουν ορθοί:
Α.
1. Οι επιστήμονες είναι μορφωμένοι.
2. Ο Γιάννης είναι μορφωμένος.
3. Αρα: ο Γιάννης είναι επιστήμονας.
Β.
1. Ο δολοφόνος είναι ψηλός, μελαχροινός με μούσι.
2. Ο Παπαϊωάννου είναι ψηλός, μελαχροινός με μούσι.
3. Αρα: ο Παπαϊωάννου είναι ο δολοφόνος.
Γ.
1. Μια φυσιολογική γυναίκα γίνεται μητέρα μέχρι τα σαράντα της χρόνια.
2. Η Μαριάννα είναι πενήντα χρονών και δεν έχει παιδί.
3. Άρα: η Μαριάννα δεν είναι μια φυσιολογική γυναίκα.
Δ.
1. Κάθε φυσιολογικό αγόρι πρέπει να τελειώσει το Λύκειο, να σπουδάσει και να πάει στο στρατό.
2. Ο Ματθαίος παράτησε το σχολείο στην έκτη Δημοτικού.
3. Άρα: ο Ματθαίος δεν είναι ένα φυσιολογικό αγόρι.
Ε.
1. Οι πρώτοι αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα ήταν υπεύθυνοι για πολλές κλοπές.
2. Ο πατέρας της Μπελίντα είναι ένας από τους πρώτους αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα.
3. Άρα: ο πατέρας της Μπελίντα είναι υπεύθυνος για πολλές κλοπές.
Στ.
1. Ένας καλός μαθητής συνήθως σηκώνει το χέρι του στην τάξη ζητώντας να συμμετάσχει στο μάθημα.
2. Η Αναστασία σχεδόν ποτέ δεν σηκώνει το χέρι της στην τάξη για να πει μάθημα.
3. Άρα: η Αναστασία δεν είναι καλή μαθήτρια.
ANAKEΦΑΛΑΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟ
Από τις αρχές του 17ου αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο επικράτησε μία νέα θεώρηση για τον τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας του φυσικού κόσμου. Η επιστήμη ως θεσμός αντικαθιστά τη φιλοσοφία και αποκτά το δικαίωμα διερεύνησης του φυσικού γίγνεσθαι. Τα θεμέλια της νέας επιστημονικής σκέψης τέθηκαν κυρίως από τον Άγγλο Francis Bacon (1561 – 1626) και τον Γάλλο Rene Descartes (1596 – 1650). Ο καθένας πρότεινε διαφορετική μέθοδο για την προσέγγιση της αλήθειας και του απόκτησης βέβαιης επιστημονικής γνώσης. Ο Bacon, ο οποίος θεωρείται ως ο ιδρυτής του αγγλοσαξωνικού επιστημονικού τρόπου σκέψης, διατύπωσε την άποψη ότι πρέπει να βασιζόμαστε στα πειράματα και τις παρατηρήσεις για να εξάγουμε έγκυρη γνώση, ενώ ο Καρτέσιος, σε αντιδιαστολή με τον Bacon, πρότεινε τη λογική του ανθρωπίνου νου ως το μοναδικό κριτήριο που οδηγεί στην αλήθεια.
Ο Bacon εισήγαγε τον εμπειρισμό αφού θεωρούσε ότι τα εμπειρικά δεδομένα που λαμβάνει ο άνθρωπος μέσω των αισθήσεων του από την παρατήρηση και το πείραμα οδηγούν στην τεκμηρίωση της αντικειμενικής αλήθειας. Η συλλογιστική του Bacon βασίζεται στον επαγωγικό λογισμό (induction), σύμφωνα με τον οποίο ο τρόπος
αναζήτησης της γνώσης προέρχεται από παρατηρησιακά ή πειραματικά δεδομένα μέσω των οποίων εξάγονται καθολικές θεωρίες και νόμοι. Η επιστημονική μέθοδος της επαγωγής παρείχε κατά τον Bacon βέβαιη γνώση. Αντίθετα ο Καρτέσιος θεωρούσε ότι μέσω των αισθήσεων δεν μπορούσε να παραχθεί βέβαιη αντικειμενική γνώση αλλά έπρεπε να βασιζόμαστε στον ορθό λόγο του ανθρωπίνου νου και στις μαθηματικές αποδείξεις. Ο Καρτέσιος θεώρησε τον ορθολογισμό και την παραγωγική μέθοδο (deduction) ως τη μοναδική οδό για την επιστημονική βεβαιότητα, δηλαδή την επεξεργασία των υποθέσεων που παράγονται στο λογικό του ανθρωπίνου νου με τελικό αποτέλεσμα την εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων σχετικά με τη λειτουργία της φύσης.
Η Βασιλική Εταιρεία της Αγγλίας ιδρύθηκε το 1662 και τα μέλη της έτρεφαν θαυμασμό για τον Bacon. Ο Νεύτων αποτελούσε μέλος της και στα συγγράμματα του ‘Opticks’ και ‘Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica’ περιγράφει την επιστημονική μέθοδο που ακολούθησε για την περιγραφή των φυσικών φαινομένων η οποία βασιζόταν στο πείραμα και την επαγωγή. Ο Νεύτων υποστήριξε ότι οι διατυπώσεις υποθέσεων σχετικά με τα φυσικά φαινόμενα πρέπει να βασίζονται σε εμπειρικά δεδομένα και να έχουν επιβεβαιωθεί πειραματικά. Εφόσον η θεωρητική υπόθεση δεν καταρρίπτεται από κάποιο πείραμα τότε μέσω της επαγωγικής γενίκευσης μπορούμε να διατυπώσουμε καθολικούς νόμους και να οδηγηθούμε σε έγκυρη επιστημονική γνώση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της επιστημονικής μεθόδου του Νεύτωνα αποτέλεσαν η ανακάλυψη της συνθετότητας του λευκού φωτός και ο νόμος της βαρύτητας. Όμως και στις δύο περιπτώσεις ο Νεύτωνας διατύπωσε ότι δεν γνώριζε απόλυτα τί είναι το φως ή η ακριβής έννοια της βαρύτητας, αλλά υποστήριξε ότι ήταν έτσι όπως τα περιέγραφε διότι με τον τρόπο αυτό εξηγούνταν τα φαινόμενα. Ο Νεύτωνας αντιλήφθηκε το πρόβλημα των επαγωγικών γενικεύσεων, όμως υποστήριξε ότι ήταν η πιο κατάλληλη
μέθοδος που διέθετε η πειραματική φιλοσοφία για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Ο John Locke (1632 – 1704) ο οποίος επίσης ήταν μέλος της Βασιλικής Εταιρείας, αποτέλεσε το θεμελιωτή του φιλοσοφικού ρεύματος του εμπειρισμού και το έργο του θεωρείται ως το ανθρωπιστικό, αντίστοιχο της Νευτώνειας φυσικής. Ο Locke ασχολήθηκε με τη λειτουργία του ανθρωπίνου νου και διατύπωσε την άποψη ότι όλες οι ιδέες που δημιουργούνται μέσα του και λαμβάνονται μέσω των αισθητηρίων οργάνων προέρχονται αποκλειστικά από την εμπειρία. Στη συνέχεια νους με τις διεργασίες του στοχασμού επεξεργάζεται τα εμπειρικά δεδομένα δημιουργώντας συμπεράσματα που περιγράφουν τη φυσική κατάσταση του κόσμου. Επιπλέον συμμεριζόταν τις απόψεις του Νεύτωνα για τις ιδιότητες των σωμάτων και εξέφρασε την άποψη ότι οι πρωτογενείς τους ιδιότητες που γίνονται αντιληπτές μέσω των αισθήσεων, όπως ο όγκος και το σχήμα, αποτελούν θεμέλιο για την προαγωγή της έγκυρης επιστημονικής γνώσης. Επομένως κατέληξε στη θεώρηση ότι η αισθησιαρχία στην επιστήμη αποτελεί παράγοντα αντικειμενικότητας οδηγούμενοι έτσι στην ακριβή μελέτη τηςκαι τελικά συμπέρανε ότι η πειραματική επιστήμη και η επιστημονική εξήγηση, έτσι όπως την εισήγαγε ο Νεύτωνας, ήταν αναγκαία για την θεμελίωση θεωριών και καθολικών νόμων.
Ο David Hume (1711 – 1776) ήταν σκωτσέζος φιλόσοφος του οποίου το έργο εντάσσεται στα φιλοσοφικά ρεύματα του εμπειρισμού και του σκεπτικισμού. Ο Hume θεωρούσε, όπως και ο Locke, ότι ο ανθρώπινος νους μπορεί να παράγει επιστημονική γνώση μέσω της επεξεργασίας των εμπειρικών δεδομένων, αλλά υποστήριξε ότι η επαγωγική γενίκευση που πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση θεωρητικής γνώσης μπορεί να αποδώσει μόνο σε πιθανολογική βάση. Πίστευε ότι οι επαγωγικές γενικεύσεις δεν μπορούν από μόνες τους να παράγουν βεβαιότητα για
κάποιο γεγονός διότι δε διαθέτουν λογική εγκυρότητα δεδομένου ότι οι προκείμενες ενός συμπεράσματος μπορεί να είναι αληθείς, αλλά το συμπέρασμα ψευδές, διότι αυτές δεν ήταν εφικτό να συνδέονται με κάποιο λογικό συνειρμό με το συμπέρασμα, όπως συμβαίνει με την παραγωγή (deduction). Με τη γνωσιολογία του Hume εισάγεται ουσιαστικά ο σκεπτικισμός σχετικά με την ικανότητα του ανθρωπίνου νου να αποκτήσει ορθή γνώση.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....