Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Η μελέτη των ανατολικών παραδόσεων μέχρι πρόσφατα περιοριζόταν κυρίως στον χώρο της αρχαιολογικής έρευνας, καθώς τα υλικά κατάλοιπα είτε αναφορικά με την ίδια την Τροία είτε ευρύτερα σε σχέση με άλλους ανατολικούς πολιτισμούς της περιοχής (π.χ. Χετταίοι) έδιναν μια σαφέστερη εικόνα για το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να εντάσσεται κάθε σοβαρή αποτίμηση των σχέσεων ανάμεσα στους Μυκηναίους Έλληνες και τους πολιτισμούς της Μικράς Ασίας.
Η ερευνητική πρόοδος που συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες στη μελέτη και ερμηνεία πλήθους γραπτών λογοτεχνικών και λατρευτικών κειμένων από την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο, ο εντοπισμός κοινών στοιχείων με την ελληνική μυθολογική και ποιητική παράδοση τόσο σε θεματικό όσο και γλωσσικό επίπεδο άνοιξε νέους ορίζοντες στην ερμηνεία όχι μόνο της ομηρικής ποίησης αλλά και του αρχαϊκού έπους εν γένει και της ελληνικής ποίησης στο σύνολό της. Οι ενδελεχείς μελέτες που έχουν γίνει αναφορικά με το έπος του Γκιλγκαμές (το οποίο μας σώζεται μερικώς στην παλαιότερη σουμεριακή αλλά σχεδόν πλήρως στη νεότερη βαβυλωνιακή εκδοχή του) αποτελεί ένα μόνο, αλλά ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα, για τη σταδιακή εξέλιξη ενός έπους ακόμα και όταν αυτό είναι καταγεγραμμένο, έχει δηλαδή σταθερή μορφή.
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά σχετικά παραδείγματα, τα οποία δείχνουν ότι οι ποιητικές παραδόσεις εξελίσσονται γύρω από σταθερούς πυρήνες με προσθήκες στοιχείων σε ήδη υπάρχοντα επεισόδια ή με εντελώς νέα επεισόδια, με τροποποιήσεις θεματικές, αφηγηματικές αυξομειώσεις κ.τ.λ. Το ανατολικό παράδειγμα μας διδάσκει ότι μια ποιητική παράδοση λειτουργεί δυναμικά στο πέρασμα του χρόνου, ότι εξελίσσεται και πως η χρήση της γραφής δεν εμποδίζει αυτή την εξέλιξη. Όμως, η χρονική προτεραιότητα δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά και αιτιακή σύνδεση. Με απλά λόγια: επειδή το Α προηγείται χρονικά του Β, αυτό δεν σημαίνει ότι το Α έχει προκαλέσει το Β.
Δύο πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν δύο εντελώς διαφορετικές ερμηνείες του τρόπου διαμόρφωσης της Ιλιάδας υπό την επίδραση ανατολικών παραδόσεων. Η M. Bachvarova υποστηρίζει ότι ένα χεττικό κείμενο κρύβεται πίσω από τον ιλιαδικό μύθο, ενώ ο M. L. West θεωρεί ότι το έπος του Γκιλγαμές οδήγησε στη δημιουργία ενός (υποθετικού) έπους, το οποίο με τη σειρά του έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ιλιάδας.
Μπορεί κανείς να δει ότι ακόμα και η χρήση ανατολικών κειμένων οδηγεί σε εκ διαμέτρου αντίθετες και αντιφατικές θεωρίες για την επίδρασή τους στη διαμόρφωση της ομηρικής ποίησης. Καταλήγοντας θα έλεγα πως το ανατολικό υλικό είναι σαφώς χρήσιμο αλλά πιο καθοριστικό είναι να αποφασίσουμε για τον τρόπο και τον βαθμό που θα το αξιοποιήσουμε.
Οι προομηρικές παραδόσεις αφορούν την ύπαρξη αμάρτυρων επικών συνθέσεων, προφανώς σε προφορική μορφή, που σχετίζονταν τόσο με τον τρωικό μυθικό κύκλο όσο και με άλλους κύκλους. Ο καλοπροαίρετος και προσεκτικός αναγνώστης φυσικά θα αναρωτηθεί για τη νομιμοποίηση μιας τέτοιας διευρυμένης υπόθεσης. Αυτός όμως είναι ο οικονομικότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις ποικίλες αναφορές σε γεγονότα, επεισόδια, ιστορίες τις οποίες βρίσκουμε στην πρώιμη ελληνική ποίηση, ομηρική και άλλη. Ενδεικτικά αναφέρω την ύπαρξη ενός προφορικού αργοναυτικού έπους, τη Μελεαγρίδα, τη Μεμνονίδα, προφορικά έπη που αφορούν τους θηβαϊκούς πολέμους των Επτά και των Επιγόνων, ένα έπος σχετικά με τα πρώιμα, προ-τρωικά κατορθώματα του Νέστορα είτε ως τμήμα μιας αυτόνομης επικής δημιουργίας είτε ενταγμένο σε ένα έπος για τον Ηρακλή, εναλλακτικές εκδοχές της επιστροφής του Οδυσσέα κ.τ.λ. Η ομηρική ποίηση δεν γεννιέται από το μηδέν. Αναπτύσσεται και διαμορφώνεται μέσα σε ένα σύνολο επικών ποιητικών παραδόσεων τροποποιώντας, επιλέγοντας, δραματοποιώντας το μυθικό υλικό. Πρόκειται για μια μακρόχρονη διαδικασία διαμόρφωσης που αξιοποιεί την προγενέστερη επική παράδοση.
Οι λόγοι της επιβίωσης ενός ή περισσότερων ποιητικών έργων δεν σχετίζονται αποκλειστικά με την ποιότητα του εν λόγω ή των εν λόγω έργων. Τα Ἔργα καὶ Ἡμέραι του Ησιόδου δεν είναι ένα επικό ποίημα που ξεχωρίζει για την ποιότητά του. Παρά ταύτα μας έχει σωθεί σε πλήρη μορφή. Η ποίηση της Σαπφούς είναι εξαιρετική αλλά έχουμε μόνο αποσπάσματα. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένες τραγωδίες. Δεν είναι όλες του ίδιου επιπέδου και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι εκατοντάδες τραγωδίες που έχουν χαθεί (γνωρίζουμε τίτλους και λίγους στίχους από κάποιες από αυτές) δεν διέθεταν ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το ίδιο συμβαίνει και με την κωμική παραγωγή. Υπήρχαν εκατοντάδες κωμικοί ποιητές, ορισμένοι από τους οποίους ιδιαίτερα αξιόλογοι, με συμβολή καθοριστική στην εξέλιξη του κωμικού είδους. Δεν μας έχουν όμως σωθεί ακέραια έργα τους. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Οι λόγοι που καθόρισαν την επιβίωση κάποιων έργων είναι πολλοί και χρήσιμο είναι να αποφύγουμε ένα είδος αιτιακής σύνδεσης ποιότητας και επιβίωσης.
Είναι σφάλμα σημαντικό να εξισώνουμε τους αοιδούς (και ακόμα περισσότερο τους ραψωδούς) με διαφορετικούς προφορικούς ποιητές. Αυτή είναι μια προσέγγιση που οφείλεται στο ότι ζούμε σε έναν κόσμο εγγραμματοσύνης, σε έναν κόσμο στον οποίο μαθαίνουμε διαβάζοντας και γράφοντας. Οι αοιδοί είναι η φωνή της παράδοσης μέσα στον χρόνο. Η παράδοση είναι το επικό συνεχές, ο μεγάλος ποιητικός αγωγός μέσα στον οποίο χωνεύεται και διαμορφώνεται αυτή η ποίηση. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα λογοτεχνικό bingbang, μια μεγάλη έκρηξη που προέρχεται από την ιδιοφυία ενός και μόνο προσώπου. Οι αοιδοί είναι τμήμα της παράδοσης, όπως είναι η ομηρική διάλεκτος, η εκτέλεση-απαγγελία των επών μπροστά σε ζωντανό κοινό, σε συνθήκες που δεν είναι πάντοτε οι ίδιες. Διαμόρφωση λοιπόν, όχι δημιουργία, παράσταση-εκτέλεση, όχι ανάγνωση, αοιδοί, όχι ένας ποιητής που χρησιμοποιεί τη γραφή στη σύνθεση, ζωντανό ακροατήριο, όχι αναγνωστικό κοινό.
Οι διακειμενικές αναφορές ή οι διαπαραδοσιακές απηχήσεις είναι συχνές στην επική ποίηση και ειδικά στην ομηρική. Αποτελούν δείγμα της διαλογικής της διαμόρφωσης σε σχέση με τη λοιπή επική παράδοση. Αναφορικά με τη επιλογή του Τειρεσία αντί του Κάλχαντα, δηλαδή ενός μάντη που συνδέεται με τον θηβαϊκό και όχι τον τρωικό επικό κύκλο, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: πρώτον, ο Τειρεσίας πρέπει να είχε μια σαφώς πιο κατοχυρωμένη και παλαιά επική ταυτότητα από τον Κάλχαντα. Το κύρος του ίσως να ήταν μεγαλύτερο και αυτό ακριβώς το κύρος θέλει να αξιοποιήσει η Οδύσσεια παρουσιάζοντας τον Οδυσσέα να ζητάει τη συμβουλή του. Ας μη ξεχνάμε ότι ο ήρωάς μας ακολουθεί εδώ τη συμβουλή της Κίρκης, μια θεότητας που προέρχεται από μια μη-τρωική και ομηρική παράδοση. Δεύτερον, ο Κάλχας πεθαίνει στο έπος των Νόστων, με το οποίο η ποιητική παράδοση της Οδύσσειας βρίσκεται σε διαρκή ανταγωνισμό, καθώς επιδιώκει να πείσει το ακροατήριό της ότι η δική της ιστορία, δηλαδή ο νόστος ενός και μόνου ήρωα στην πατρίδα του, του Οδυσσέα, είναι ποιοτικά και ηθικά ανώτερος από τους νόστους πολλών αρχηγών των Αχαιών που παρουσίαζαν οι Νόστοι. Η συστηματική προβολή της ανωτερότητας του Τηλέμαχου σε σχέση με τον Ορέστη και της Πηνελόπης σε σχέση με την Κλυταιμήστρα προβάλλεται στην υπεροχή του Οδυσσέα ως ήρωα του ευτυχούς και ευτυχισμένου νόστου σε σχέση με τον ευτυχή αλλά τραγικό νόστο του Αγαμέμνονα, ενός εμβληματικού ήρωα των Νόστων. Υπ᾽ αυτήν την έννοια, θα ήταν παράδοξο αν ο Οδυσσέας, το σύμβολο της ποιητικής ανωτερότητας της Οδύσσειας, αναζητούσε τον Κάλχαντα, έναν ήρωα των Νόστων, για να του υποδείξει τον δρόμο της επιστροφής στην Ιθάκη, δηλαδή για να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει τον νόστο του. Διαπιστώνουμε για άλλη μια φορά τον εξεζητημένο και βαθιά ώριμο τρόπο με τον οποίο η οδυσσειακή ποιητική παράδοση διαμορφώνεται σε σχέση με άλλες επικές ποιητικές παραδόσεις.
TO EΠΟΣ ΤΟΥ ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ
Σύμφωνα με τον κατάλογο των βασιλιάδων των Σoυμερίων, ο Γκιλγκαμές, ή Γιλγαμές, ήταν ο πέμπτος βασιλιάς της πόλης Ουρούκ και η περίοδος βασιλείας του ήταν γύρω στο 2650 π.Χ.. Πατέρας του ήταν ο Λουγκαλμπάντα και μητέρα του, σύμφωνα με το μύθο, η θεά Νινσούν. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Γκιλγκαμές κι έπειτα ο γιος του, Ουρλουγκάλ, αναστήλωσαν το ιερό της θεάς Νινλίλ στην πόλη της Τουμμάλ.
Στη Μεσοποταμιακή μυθολογία, ο Γκιλγκαμές είναι ένας ημίθεος με υπερφυσικές δυνάμεις, αντίστοιχος του Ηρακλή της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος έχτισε μεγάλα τείχη στην πόλη του, στην περιοχή του σημερινού Ιράκ, για να προστατεύσει το λαό του από εξωτερικούς κινδύνους. Παρά την έλλειψη καθαρών ενδείξεων, οι περισσότεροι μελετητές δεν αρνούνται την ιστορική ύπαρξη του Γκιλγκαμές, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη επιγραφών που επιβεβαιώνουν την ιστορική ύπαρξη προσώπων που αναφέρονται στο Έπος του Γκιλγκαμές (ενός από το αρχαιότερα έπη στον κόσμο), όπως των βασιλέων Ενμπεμπαραγκέσι και Άγκα της πόλης Κις.
Επίσης, συχνά επισημαίνονται οι ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ του Έπους του Γκιλγκαμές και του βιβλίου της Γενέσεως στη Παλαιά Διαθήκη, όσον αφορά τον μύθο του Κατακλυσμού. Σύμφωνα με τους Σουμέριους, η πόλη τους υπήρχε πριν από τη δημιουργία του νερού! Που σημαίνει ότι ο πολιτισμός υπήρχε πριν τη φύση και ανώτερος από τη φύση. Υπάρχει ένα σημείο καμπής που μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε στο Έπος, και αυτό είναι το ότι όλα επιτρέπονται στον άνθρωπο, είναι αυτός που τώρα ελέγχει τη φύση και όχι το αντίστροφο. Είναι οι θεοί (επομένως οι άνθρωποι) που επιβάλλουν τους νόμους, όπως και τον θάνατο, που είναι πια έργο τους και όχι θέμα της φύσης. Αν διαβάσουμε το Έπος του Γκιλγκαμές, θα καταλάβουμε την καταστροφή που ετοιμάζεται να γίνει. Θα καταλάβουμε σε τι κόσμο ζούμε: 60% των ειδών των ζώων έχει εξαφανιστεί, ενώ το όνειρο του Ανθρώπου σήμερα είναι να «φυτρώσει» ένα τσιπ στο κεφάλι μας και να μοιάζουμε με μηχανές! Το έπος του Γκιλγκαμές είναι 4.000 ετών, και η Google σήμερα αναζητά την αιώνια ζωή.
Όσο για τον Ενκίντου τον «άγριο» (αντίπαλος του Γκιλγκαμές), στο έργο γίνεται πολιτισμένος και πεθαίνει λόγω της οργής των θεών. Η φύση μας αντίστοιχα πεθαίνει λόγω της οργής των ανθρώπων. Με συναρπάζει η σταθερότητα του «τόξου» μεταξύ της αρχής του πολιτισμού μας και του σήμερα. Το Έπος του Γκιλγκαμές γράφτηκε στην αρχή του πολιτισμού μας και προαναγγέλλει τον θάνατό του. Στην σουμεριακή μυθολογία, ο Ενκίντου κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο μαζί με τον Γκιλγκαμές στο ομώνυμο έπος. Είναι ένας μυθικός αγριάνθρωπος που ανατράφηκε μέσα στα δάση από τα ζώα. «Όλο του το σώμα ήταν μαλλιαρό κι είχε μακριά μαλλιά [...] και φορούσε δέρματα ζώων αντί για ρούχα». Ημέρεψε όμως από την γοητεία μιας ιερόδουλης, με την οποία κοιμήθηκε για έξι ημέρες. Σταδιακά άρχισε να εξανθρωπίζεται: τα ζώα τον απέφευγαν και ο δεσμός που είχε μαζί τους έσπασε.
Ο Γκιλγκαμές είναι ο μυθικός και μείζων ήρωας της σουμεριακής πόλης Ουρούκ, πρωταγωνιστής του πρώτου έπους της ανθρωπότητας, που γράφηκε στην ακκαδική γλώσσα στο δεύτερο ήμισυ της Β' χιλιετίας πρό Χριστού. Αν υπήρξε πράγματι, θα πρέπει να βασίλεψε κάπου στο τεράστιο χρονικό διάστημα μεταξύ του 2800 και του 2500 και να ανήχθη σε κυρίαρχο μυθικό ήρωα του πολιτισμού της Ουρ (περίπου 2112 – περίπου 2004 π.Χ). Το ακκαδικό κείμενο πρωτοανακαλύφθηκε το 1849 μ.Χ. από τον αρχαιολόγο Austen Henry Layard μέσα στη βιβλιοθήκη του Ασουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλου), του βασιλιά της Νινευί. Στην αρχή της δεκαετίας του 1870 ο μελετητής του Βρετανικού Μουσείου George Smith μετέφρασε στα αγγλικά την αφήγηση του βαβυλωνιακού Κατακλυσμού από την Πινακίδα XI ως "Η χαλδαϊκή αφήγηση της Γενέσεως". Σε αυτήν ο Γκιλγκαμές αναφερόταν ως "Ισντουμπάρ". Ο γερμανός ασσυριολόγος Φρήντριχ Ντέλιτς συνέδεσε, στις ομιλίες του, το έπος του Γκιλγκαμές με την εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη και ανέδειξε τις επιρροές του ενός στην άλλη.
Στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία ο Γκιλγκαμές, αυτή η σκοτεινή φιγούρα που ήταν γνωστή μόνο στους ακαδημαϊκούς, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στο κοινό. Τα υπαρξιακά ζητήματα που έθιγε το έπος επηρέασαν γερμανούς συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Στο μυθιστόρημα "Η πόλη μετά τη θύελλα", ο γερμανός υπαρξιστής συγγραφέας Χέρμαν Κάζακ υιοθέτησε στοιχεία του έπους σε μια μεταφορά που αφορούσε τα οδυνηρά αποτελέσματα του πολέμου στην εικόνα της βομβαρδισμένης πόλης του Αμβούργου: την παραλληλισε με τον Κάτω Κόσμο που είδε ο Ενκίντου στο όνειρό του.
Η Μαχαμπαράτα ή, εξελληνισμένα, Μαχαβαράτα είναι γιγάντιο ινδικό έπος και γενικότερα λογοτεχνικό έργο, γραμμένο στα σανσκριτικά. Είναι ένα από τα τρία σημαντικότερα έπη της Ινδίας (τα άλλα είναι το Ραμαγιάνα, και οι Μεγάλες Πουράνες). Η ονομασία είναι σύνθετη σανσκριτική λέξη από το "Μάχα" (=μεγάλος , μέγας) + "Μπαράτα" (ονομασία φυλής), που σημαίνει: "Μεγάλοι Μπαράτα", ή "Μεγάλη δυναστεία των Μπαράτα". Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην τελική μορφή του το έπος αποτελείται από 100.000 σλόκα (δίστιχα), διαιρούμενα σε 18 ωδές-βιβλία (πάρβες). Σε μέγεθος είναι επτά φορές μεγαλύτερο από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια μαζί, πέντε φορές μεγαλύτερο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τη Ραμαγιάνα. Σε αυτό εξιστορείται η πολεμική δράση των Μπαράτα, αρχαίας πολεμικής φυλής της Βόρειας Ινδίας. Οι δύο ηγεμονικές οικογένειες που πολεμούν είναι οι εκατό Κουράβα (ή Κουρουϊνίδες), και οι πέντε εκθρονισμένοι εξάδελφοί τους Παντάβα (ή Πανδάβα ή Πανδουΐδες). Όλοι αυτοί είναι απόγονοι του Ινδού ήρωα Μπαράτα, γιου της Σακούνταλα. Ο πόλεμος για την εξουσία διαρκεί πολλά χρόνια, και διάφοροι αλλόφυλοι λαοί βοηθούν τους Παντάβα. Η αποφασιστική μάχη δίνεται στην Κουρουξέτρα την ιερή γη του ντάρμα, και διαρκεί 18 ημέρες. Εκεί όλοι οι Κουράβα εξοντώνονται. Ο Γιουντιστίρα, που στέφθηκε βασιλιάς στη Χαστιναπούρα, παρέδωσε το βασίλειό του στον γιο του και έγινε μαζί με τους αδελφούς του ασκητής στα Ιμαλάια. Μετά εξαφανίστηκε από τα μάτια των θνητών και άρχισε την ανάληψή του στον ουρανό, προς τους θεούς, τους αληθινούς γεννήτορες των Παντάβα. Αρχικά πιστευόταν ότι το έπος αυτό είναι αρχαιότερο του έπους Ραμαγιάνα, όμως Ινδοί μελετητές απέδειξαν ότι ισχύει το αντίθετο. Σύμφωνα με τον θρύλο, το βιβλίο γράφτηκε από τον μάγο Βιάσα, πιθανότατα στα τέλη της ύστερης Βεδικής περιόδου (περίπου τον 8ο αιώνα π.Χ.) Λέγεται ότι όταν ο Βιάσα συνέλαβε την ιδέα του έργου, δεν βρήκε γραφέα ικανό για να το υπαγορεύσει, και έβαλε τον δημιουργό θεό Μπράχμα να του υποσχεθεί ότι θα τον βοηθούσε ο ίδιος ο ελεφαντόμορφος θεός Γκανές. Εκείνος συμφώνησε υπό τον όρο ότι η υπαγόρευση θα γινόταν χωρίς παύση, κι ότι η πένα δε θα σταματούσε ούτε για ένα λεπτό. Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι το Μαχαμπαράτα είναι έργο συλλογικό και δημιουργοί του είναι διάφοροι συγγραφείς από τον 4ο ή 8ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ.. Πιθανώς πήρε την τελική του μορφή κατά την αρχή της περιόδου των Γκούπτα. Ο αρχικός πυρήνας του είχε περίπου 8.000 δίστιχα, και αργότερα ο σοφός Βαουντέβε τα αύξησε σε 24.000. Μεγάλο μέρος του υλικού προέρχεται από άλλους μύθους και θρύλους, γι' αυτό και οι παρεμβολές συχνά είναι τόσο εκτεταμένες, που αποτελούν αυθύπαρκτα ποιητικά έργα.
Τέτοια είναι η διήγηση της Σαβίτρι, που αποσπά με προσευχές και τεχνάσματα τον σύζυγό της από τον θεό του θανάτου Γιάμα, το «Ασμα του μακαρίου» ή «θείο τραγούδι», γνωστό ως Μπαγκαβαντγκίτα, όπου δίνεται η διδασκαλία της γιόγκα από τον θεό Κρίσνα στον πολεμιστή Αρτζούνα, και το απόσπασμα «Νάλας και Νταμαγιάντη» το οποίο πρωτομετέφρασε στην ελληνική από τα σανσκριτικά ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης.
Φαίνεται ότι το έπος αναφέρεται σε πραγματικές μάχες μεταξύ των φυλών Κουρού και Παντσάλα, ή ακόμα της σύγκρουσης μεταξύ αυτοχθόνων κατοίκων της περιοχής και Αρίων εισβολέων, που έχουν γίνει στο Παντζάμπ. Η χρήση του χαρακτηρισμού "βάρνα" (χρώμα) συνηγορεί υπέρ της δεύτερης άποψης, καθώς οι λευκοί επιδρομείς ξεχώριζαν από τους πιο σκουρόχρωμους ιθαγενείς. Ο ιστορικός Α. Λ. Μπάσαμ αναφέρει: "Σύμφωνα με την πιο δημοφιλή μεταγενέστερη παράδοση οι πόλεμοι της Μαχαμπαράτα έλαβαν χώρα το 3102 π.Χ., πράγμα που υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων, είναι εντελώς αδύνατο. Πιο λογική είναι μια άλλη παράδοση, που τους τοποθετεί στο 15ο αιώνα π.Χ., αλλά αυτό επίσης, είναι πολύ μπροστά για αρκετούς αιώνες υπό το φως των αρχαιολογικών μας γνώσεων. Μάλλον ο πόλεμος έλαβε χώρα στις αρχές του 9ου αιώνα π.Χ. Αυτή η χρονολογία φαίνεται να ταιριάζει καλά με τα ελλιπή αρχαιολογικά κατάλοιπα της περιόδου, ενώ υπάρχουν και ορισμένες ενδείξεις στην ίδια τη βραχμανική λογοτεχνία ότι μπορεί να μην έγινε πολύ νωρίτερα."[2] Το έργο αποτελεί ένα σημαντικό κείμενο του Ινδουισμού κι έχει τεράστια σημασία για τον πολιτισμό στην ινδική χερσόνησο. Σε αυτό συζητιούνται οι τέσσερις "πουρουσάρθα" ή "σκοποί της ζωής" των ανθρώπων: Ντάρμα ή καθήκον - ορθή δράση, Άρθα ή σκοπός, Kάμα, ευχαρίστηση, και Μόξα, απελευθέρωση, καθώς γίνεται προσπάθεια να εξηγηθεί η σχέση του ατόμου με την κοινωνία και τον κόσμο, και η λειτουργία του κάρμα. Στο έπος διδάσκεται ότι μέσα από την πορεία της τωρινής ζωής μας, αλλά και των προηγούμενων και επόμενων ενσαρκώσεών μας, οφείλουμε να εξελιχθούμε, αξιοποιώντας τα «μαθήματα» που παίρνουμε σε όλους τους τομείς της ζωής μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...