Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (130)
- Αρχαία (47)
- Β΄ Λυκείου (177)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (49)
- Ιστορία (290)
- Λογοτεχνία (65)
- Φιλοσοφία (29)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025
ΤΑ ΕΩΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΣΠΕΡΙΑ (ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ-ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ)
Η Ειρήνη η Αθηναία έχει απασχολήσει πολλούς (ιστορικούς) και οι απόψεις για τη ζωή και το έργο της διαφέρουν πολύ από ιστορικό σε ιστορικό. Ακόμα και η καταγωγή της είναι ένα μυστήριο. Πολλοί την αποκαλούν Σαρανταπήχαινα, αλλά αυτό απορρίπτεται από τον R. Guilland, ο οποίος στηριζόμενος στον Λέοντα Γραμματικό και τον Γεώργιο Κεδρηνό υποστηρίζει ότι ο πατρίκιος Λέοντας Σαραντάπηχος ήταν ιουδαϊκής καταγωγής. Επίσης πολλοί θεωρούν ότι η Ειρήνη ήταν συγγενής του μονομάχου Νικήτα. Όμως αυτός καταγόταν από την Παφλαγονία, ενώ η Eιρήνη από την Αθήνα. Πολύ πιθανότερο λοιπόν είναι να υπάρχει κάποιος γάμος η μακρινή συγγένεια μεταξύ τους. Αυτό που προκαλεί αυτές τις υποψίες είναι ότι η Ειρήνη προσέλαβε τον Νικήτα και του απένειμε το τίτλο του πατρικίου, ενώ μετά από καιρό τον όρισε στρατηγό της Σικελίας.
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΕΣ
Οι πρώτοι που έγραψαν για την Ειρήνη ήταν ο Θεοφάνης και ο πατριάρχης Νικηφόρος. Ο αρραβώνας της με τον μέλλοντα αυτοκράτορα Λέοντα Δ’ τον Χαζάρο, γιο του Κωσταντίνου Ε’, έγινε στη εκκλησία της Θεοτόκου του Φάρου στις 3 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τους ίδιους η Ειρήνη στέφθηκε Αυγούστα τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Τα κίνητρα του Κωνσταντίνου Ε’ για την επιλογή της Ειρήνης ως συζύγου του Λέοντα Δ’ είναι καλά κρυμμένα. Είναι πολύ περίεργο που ένας εικονομάχος αυτοκράτορας διάλεξε για νύφη του μια εικονόφιλη. Ίσως να ήθελε η οικογένεια της συζύγου του να βρίσκεται μακριά από τη πρωτεύουσα για να μην υπάρχουν περιπλοκές σχετικά με το θέμα της διαδοχής. Κάποιοι ακόμα λένε ότι μπορεί να έπαιξε κάποιον λόγο και η ομορφιά της. Αλλά, σύμφωνα με τη J. Herrin, ο Κωνσταντίνος Ε’ ήθελε να εξασφαλίσει την επιρροή του στη κεντρική Ελλάδα μέσω της Ειρήνης και της οικογένειάς της. Γνωστό όμως είναι ότι πριν από τον γάμο της με το γιό του, ο Κωνσταντίνος Ε’ ζήτησε από τη Ειρήνη να ορκιστεί ότι η ίδια δεν θα υπερασπιζόταν τη λατρεία των εικόνων.
Για την αρχική στάση της Ειρήνης δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα, αφού οι πηγές της εποχής δεν αναφέρονται στο ζήτημα αυτό. Συμφώνα όμως με τον Γεώργιο Κεδρηνό, ο Λέων Δ΄ ο Χαζάρος βρήκε στην κατοχή της Ειρήνης δύο εικόνες. Αφότου διαπίστωσε ποιοι της τις προμήθευσαν, τους τιμώρησε. Την Ειρήνη την επέπληξε για καταπάτηση του όρκου που είχε δώσει στον πατέρα του και αρνήθηκε για το υπόλοιποι διάστημα της ζωής του να έχει συζυγικές σχέσεις μαζί της. Η σχέση της Ειρήνης με τους εικονόφιλους αυλικούς δεν είναι βέβαιη. Όμως αυτή η υπόθεση θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντική από τον Λέοντα Δ’, που θεώρησε ότι αφορούσε την προσωπική του ασφάλεια και την ασφάλεια του οίκου του, εφόσον δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τη γυναίκα του. Λίγο μετά από τον Σεπτέμβριο του 780 ο Λέων Δ’, αφού νόσησε από έντονο πυρετό, απεβίωσε.
Η ακριβής αιτία του θανάτου του Λέοντα δεν είναι εξακριβωμένη. Πιθανολογείται ότι είναι γέννημα της φαντασίας των εικονολατρών, που έτρεφαν αρνητικά αισθήματα για τον Λέοντα Δ’. Όπως και να 'χει, οι συνθήκες θανάτου του αυτοκράτορα προκαλούν υποψίες. Αυτό γιατί ο αιφνίδιος αυτός θάνατος απάλλαξέ την Ειρήνη από την ανυπόφορη δυσμένεια όπου είχε περιπέσει και χάρισε ελευθερία στους οπαδούς της που παρέμεναν στο παλάτι. Γι'αυτόν ακριβώς το λόγο η Ειρήνη και οι υποστηρικτές της θεωρήθηκαν από πολλούς ύποπτοι για τον θάνατο του Λέοντα Δ’. Οι ιστορικοί Σπ. Λάμπρου και Μ. Μισίου συνδυάζουν τη δίωξη τω εικονολατρών αυλικών με τον αιφνίδιο θάνατο του Λέοντα Δ’ και συμπεραίνουν ότι ο θάνατος του αυτοκράτορα δεν ήταν φυσικός.
Μετά τον θάνατο του Λέοντα Δ’ τον θρόνο ανέλαβαν ο Κωνσταντίνος Στ’ και η μητέρα του. Η Ειρήνη άσκησε την εξουσία της ως επίτροπος, επειδή ο γιος της ήταν μόλις δέκα ετών. Σύμφωνα με το δίκαιο της εποχής η γυναίκα του αυτοκράτορα, όταν αυτός πέθαινε, οριζόταν επίτροπος των ανήλικων παιδιών της, με μόνη προϋπόθεση ότι δεν είχε ξαναπαντρευτεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκε γυναίκα στο βυζαντινό θρόνο. Όμως η Ειρήνη ήταν πιο επιδέξια απ' όλες τις προηγούμενες. Με το που πήρε την εξουσία φρόντισε να το γνωστοποιήσει εκδίδοντας νέα νομίσματα με την επιγραφή "Κωνσταντίνος βασιλεύς δεσπότης συν Ειρήνη αυγούστη μητρί αυτού", στη μπροστινή όψη. Ενώ στην οπίσθια όψη απεικονίζονταν οι προηγούμενοι αυτοκράτορες της ισαυρικής δυναστείας:με αυτόν τον τρόπο κατέστησε σαφή την παραμονή της Ισαυρικής Δυναστείας στον βυζαντινό θρόνο.
Δυο μήνες μετά η Ειρήνη κλήθηκε να αντιμετωπίσει το κίνημα που εκδηλώθηκε υπέρ του καίσαρα Νικηφόρου από στρατιωτικούς και αυλικούς αξιωματούχους. Τα ετεροθαλή αδέλφια του Λέοντα Δ’ εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους για τον θρόνο. Όμως η Ειρήνη κατάφερε να καταστείλει το κίνημα γρήγορα. Διέταξε τη σύλληψη των συνωμοτών, τους μαστίγωσε κι έπειτα τους εξόρισε σε διάφορους τόπους. Τιμώρησε επίσης και τα αδέλφια του Λέοντα Δ’, αναγκάζοντας τα να λάβουν το μοναχικό σχήμα και στη συνέχεια τους ταπείνωσε δημόσια, υποχρεώνοντάς τους να παρακολουθήσουν τη Χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας ως απλοί μοναχοί.
Έτσι τους απέκλεισε και από τον θρόνο, καθώς αφού έλαβαν το μοναχικό σχήμα δεν επιτρεπόταν να παντρευτούν και να αποκτήσουν απογόνους (διεκδικητές του θρόνου). Όλα αυτά, ενώ εκείνη απολάμβανε μαζί με το γιο της βασιλικές τιμές. Για να σταθεροποιήσει τη θέση της στα πρώτα χρόνια της βασιλείας, η Ειρήνη τοποθέτησε στο ναό της Αγίας Σοφίας μια επιγραφή, επιθυμώντας να διαδώσει το μήνυμα, ότι η βασίλεια της είχε δοθεί από τον Θεό και ότι πριν ακόμη τη γέννηση του Χριστού είχε προφητευθεί η βασιλεία της ίδια και του γιου της.
Θέλοντας να ισχυροποιήσει τη θέση της στη Δύση, το έτος 782 έστειλε πρεσβεία τον σακελλάριο Κωνσταντίνο και τον πριμηκήριο Μαμαλο, προκειμένου να ζητήσουν το χέρι της Ερυθρώς (Ροτρούδης), της κόρης του Καρλομάγνου, σε γάμο με τον Κωνσταντίνο. Ο Κάρολος αποδέχτηκε τη πρόταση και ο γάμος αναβλήθηκε μέχρι να ενηλικιωθούν. Τα παιδιά αρραβωνιάστηκαν για να επισφραγισθεί η συμφωνία.
ΟΙ Άραβες εκμεταλλεύτηκαν την περίσταση και άρχισαν επιθέσεις στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντινού κράτους. Μετά από μια σειρά συμπλοκών υπογράφηκε συνθήκη με ταπεινωτικούς όρους για τους βυζαντινούς και η ειρήνη αναγκάστηκε να καταβάλει ετήσιο φόρο στους ανερχόταν στα 70.000-90.000 δηνάρια το χρόνο για τρία συνεχή χρόνια. Μετά τη υπογραφή της συνθήκης με τους Άραβες, η Ειρήνη στράφηκε το 783 εναντίον των Σέρβων , οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι μεταξύ Μακεδονίας και Πελοποννήσου. Οι βυζαντινοί νίκησαν με αρχηγό της εκστρατείας το Σταυράκιο. Ήταν μια επιπλέον στιγμή δόξας για τη ειρήνη. Το Μάιο του ίδιου έτους περιόδευσε με το Κωνσταντίνο Στ΄στη Θράκη σε ατμόσφαιρα πανηγυρική. Εκεί μετονόμασε μια πόλη με το όνομά της, Ειρηνούπολη, και την ανοικοδόμησε.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Καθοριστικό ρόλο στην αποκατάσταση της εικονολατρίας έπαιξε ο στενός συνεργάτης της Ειρήνης Τάρασιος, καθώς και άλλοι στενοί της εικονόφιλοι συνεργάτες. Η ενέργεια που οδήγησε στην ανατροπή της εικονομαχικής πολιτικής των Ισαύρων ήταν η πρόταση του πατριαρχη Παύλου για την αποκατάσταση της τάξης στη Χριστιανική Οικούμενη, σε διάλογο με την Ειρήνη. Έπειτα όμως αποσύρθηκε. Τη θέση του πήρε ο Τάρασιος, που διακρινόταν για τις εικονοφιλικές του διαθέσεις και ήταν έμπιστος της Ειρήνης. Επιπλέον, ήταν μετριοπαθής και πολύ καλός διπλωμάτης. Η οικουμενική σύνοδος συγκλήθηκε με τον έξης τρόπο: Υπήρχε άλλος ένας διεκδικητής του πατριαρχικού θρόνου, ο Σάββας. Έτσι η Ειρήνη θέλοντας να δείξει ότι η επιλογή του πατριαρχη θα ήταν συλλογική απόφαση συγκάλεσε το λαό στο παλάτι της Μαγναύρας και τους πρότεινε να αποδεχτουν για πατριάρχη τον Τάρασιο. Ο Ταράσιος αρνήθηκε αρχικά και έπειτα δέχτηκε, με τον όρο να συγκληθεί η οικουμενική σύνοδος . Ο όρος αυτός του Ταρασιου στη πραγματικότητα ήταν επινόηση της Ειρήνης.
Ωστόσο η αυτοκράτειρα δεν υπολόγισε τις εικονομαχικές διαθέσεις των αυτοκρατορικών ταγμάτων, που ήταν πιστά στις αποφάσεις της συνόδου και αφού μπήκαν στο ναό των Αγίων Απόστολων, βάδισαν με απειλές ενάντιων των εικονόφιλων. Οι εικονομάχοι επίσκοποι υποστήριξαν τους κινηματίες κραυγάζοντας. Η Ειρήνη ήθελε να απαλλαγεί από όλες τις εικονομαχίες αντιλήψεις. Αρχικά έπεισε τα πειρατικά θέματα στη Θράκη να συνεργαστούν μαζί της. Έπειτα έστειλε την αυτοκρατορική φρουρά σε μια υποτιθέμενη εκστρατεία κατά των Αράβων. Έτσι τα πειρατικά θέματα μπήκαν ανενόχλητα στη πρωτεύουσα. Η Ειρήνη είχε την κατάσταση στα χέρια της. Ζήτησε από την αυτοκρατορική φρουρά να παραδώσει τα όπλα και τους διέταξε να επιστρέψουν στις γενέτειρές τους παίρνοντας μαζί και τις οικογένειές τους. Έπειτα αναδιοργάνωσε τα τάγματα της αυτοκρατορικής φρουράς με ανθρώπους πιστούς σ' αυτήν.
Τον Μάιο του 787, η Ειρήνη η Αθηναία ανακοίνωσε τη νέα σύγκληση της συνόδου, με έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας. Αυτή τη φορά προσκάλεσε όλους τους επίσκοπους να παρευρεθούν, μακριά δηλαδή από την Κωνσταντινούπολη. αυτό για να αποφευχθούν οι λαϊκές εξεγέρσεις. Η Νίκαια ήταν η καλύτερη επιλογή, γιατί εκεί είχε λάβει χώρα και η Α οικουμενική σύνοδος το 325, η οποία είχε καταδικάσει τη αίρεση του Αρειανισμού. Η Ειρήνη ήθελε να περάσει το μήνυμα ότι, όπως είχε καταδικαστεί τότε ο Αρειανισμός, έτσι θα καταδικαζόταν και τώρα η εικονομαχία ως αιρετική στάση . Μαλλον ήθελε να συγκριθεί ο γιος της ο Κωνσταντίνος Ε’ με τον Κωνσταντίνο Α’ και η ίδια με τη μητέρα του προηγούμενου, την Αγία Ελένη. Ακολούθησαν πολλές συνεδριάσεις των επισκόπων. Στη έβδομη διαβάστηκε και υπογράφηκε ο όρος πίστεως. Ήταν πλέον σαφής η αποκατάσταση των εικόνων.
Όταν η Ειρήνη διαπίστωσε ότι ο Καρλομάγνος δεν υποστήριζε τη εξωτερική της πολιτική, έσπασε τους αρραβώνες των παιδιών τους. Τελικά πάντρεψε τον γιο της, παρά τη θέλησή του, με τη Μαρία της Αμνίας. Καθοριστικό ρόλο στην επιλογή της έπαιξε ο Σταυράκιος. Η λογική της Ειρήνης σύμφωνα με τον ιστορικό της εποχής Ιωάννη Ζωναρά είναι ότι ο Κωνσταντίνος με σύζυγο τη Μαρία δεν θα μπορούσε να έχει τη στήριξη της οικογένειας της συζύγου του στις πολιτικές υποθέσεις του Βυζαντίου γιατί η Μαρία, αν και ήταν από αριστοκρατική οικογένεια, δεν είχε ισχυρούς συγγενείς στη Κωνσταντινούπολη. Η τέλεση αυτού του γάμου αποτέλεσε την απαρχή μια σειράς διενέξεων ανάμεσα στη μητέρα και τον γιο. Το 790 οι σύμβουλοί της παρώτρυναν την Ειρήνη να παραμείνει στην εξουσία με τον ισχυρισμό οτι η παραμονή της είχε προκαθοριστεί από το Θεό. Ο Κωνσταντίνος νιώθοντας τελείως παραμελημένος από τη εξουσία και σε συνεννόηση του με τους πατρίκιους Θεόδωρο Καμουλιανό και Δαμιανό και τον μάγιστρο Πέτρο προσπάθησε να εξορίσει τον Σταυράκιο. έτσι ώστε να βασιλεύει αυτός μόνος με τη μητέρα του. Ο Σταυράκιος το κατάλαβε και το κάρφωσε στην Ειρήνη. Οι συνωμότες τιμωρήθηκαν και εξορίστηκαν, ενώ ο Κωνσταντίνος επιπλήχθηκε και του υποβλήθηκαν ποινές (σύμφωνα με τον Θεοφάνη προφυλακίστηκε). Έπειτα η Ειρήνη, δυσαρεστημένη από όσα είχαν γίνει, διέταξε τον στρατό να ορκιστεί ότι θα αναγνώριζε αυτήν και μόνο αυτήν ως αυτοκράτειρα μέχρι τον θάνατό της. Ο στρατός όμως αρνήθηκε γιατί ήθελε τον Κωνσταντίνο Στ΄ ως συμβασιλέα. Οι στρατιώτες του θέματος των Αρμενιακών αφού ανέτρεψαν τους στρατηγούς τους όρισαν νέο στρατηγό τον Αλέξιο Μουσελέ και ανακήρυξαν το Κωνσταντίνο Στ’ μοναδικό αυτοκράτορα. Όταν ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη εξουσία, συμπεριφέρθηκε με επιείκεια στη μητέρα του, την οποία περιόρισε στο παλάτι. στις 15 Ιανουαρίου του έτους 792 ο Κωνσταντίνος Στ’ αναγόρευσε την Ειρήνη συναυτοκράτειρα, κατόπιν παρακλήσεως της ίδιας και πολλών άλλων αξιωματούχων.
Με βάση τον Θεοφάνη, το θέμα των Αρμενιακών ήθελε να εναντιωθεί και να αναγορεύσει σε συναυτοκράτορα το Αλέξιο Μουσελέμ. Όταν το έμαθε ο Κωνσταντίνος Κάλεσε το Μουσελεμ στη Κωνσταντινούπολη και αφού πρώτα τον τίμησε με τον τίτλο του πατρικίου τον τιμώρησε με ξυλοδαρμό και κούρεμα και τον φυλάκισε στο πραιτώριο. Το ίδιο έτος εκτυλίχθηκε μια ακόμη συνωμοσία υπέρ του καίσαρα Νικηφόρου, του ετεροθαλούς αδελφού του Κωνσταντίνου Στ’. Ο ίδιος τύφλωσε τον Νικηφόρο και έκοψε τις γλώσσες των αδελφών του.
Η Ειρήνη και ο Σταυράκιος (που επανήλθε από την εξορία) εισηγήθηκαν στον Κωνσταντίνο Στ’ και πέτυχαν την τύφλωση του Αλέξιου Μουσελήμ, με το πρόσχημα ότι εποφθαλμιούσε τον θρόνο. Έπειτα ο Κωνσταντίνος, τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, χώρισε από τη γυναίκα του Μαρία, με τη οποία είχε αποκτήσει ήδη δυο κόρες, την Ειρήνη και την Ευφροσύνη. Και τον Αύγουστο έστεψε Αυγούστα τη Θεοδότη. Τίτλο που δεν είχε χαρίσει στη Μαρία και που τώρα μοιράζονταν η Ειρήνη και η Θεοδότη. Ο Κωνσταντίνος Στ’ παντρεύτηκε τη Θεοδότη, κάτι που επικρίθηκε σφοδρά και ο ίδιος θεωρήθηκε μοιχός, καθότι η πράξη αυτή αντέβαινε στο κανονικό δίκαιο. Μάταια ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να διαδώσει ότι η Μαρία προσπάθησε να τον δηλητηριάσει. Βρέθηκε αντιμέτωπος με τη γενική αποδοκιμασία. Η μητέρα του ενώ αρχικά είχε συναινέσει στον δεύτερο γάμο του, αργότερα πήρε το μέρος των επικριτών του. Τον Ιούλιο του 796 ο Κωνσταντίνος με τη βοήθεια της Ειρήνης και του πατριάρχη Ταρασιου οργάνωσαν μια γιορτή κατά τη διάρκειας της οποίας στεφανώνονταν τα λείψανα της Αγίας Ευθυμίας , τα οποία αφού είχαν πεταχτεί από το Κωνσταντίνο Ε’ στη θάλασσα , με θαυματουργό τρόπο ανακαλύφθηκαν από ένα περαστικό πλοίο. Τον Σεπτέμβριο η Ειρήνη και ο γιος της πήγαν μαζί διακοπές στα λουτρά της Προύσας.
Το come-back της Ειρήνης
Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε όμως στην Κωνσταντινούπολη για τη γέννηση του γιου του Λέοντα, αφήνοντας την Ειρήνη μόνη της. Τότε αυτή, σύμφωνα με το Θεοφάνη, δωροδόκησε τους διοικητές των ταγμάτων και τους αυλικούς αξιωματούχους που βρίσκονταν εκεί μαζί της. Έτσι, όταν ο Κωνσταντίνος έκανε εκστρατεία κατά των Αράβων, η Ειρήνη και ο Σταυράκιος, φοβούμενοι μια πιθανή νίκη του Κωνσταντίνου Στ’, υπονόμευσαν την εκστρατεία. Λίγο αργότερα ο θάνατος του γιου του την 1η Μαΐου βύθισε τον Κωνσταντίνο Στ’ σε θλίψη. Η Ειρήνη το θεώρησε κατάλληλη στιγμή για να στραφεί εναντίον του. Έτσι στις 17 Ιουλίου του 797, αφού τελείωσαν οι ιππικοί αγώνε, άνδρες των ταγμάτων επιχείρησαν να συλλάβουν τον Κωνσταντίνο Στ’. Αλλά αυτός πληροφορήθηκε τη συνομωσία και προσπάθησε με το χελανδιό του, να περάσει τις πύλες της Βιθυνίας. Στόχος του να προσφύγει στο θέμα των Ανατολικών , ενώ ταυτόχρονα συνοδευόταν χωρίς να το γνωρίζει από φίλους της μητέρας του, που τον οδήγησαν στην ποινή της τύφλωσης: έτσι η Ειρήνη τιμώρησε τον γιο της για τον παραγκωνισμό της ίδιας και την αμαύρωση του κύρους της.
Η ποινή της τύφλωσης θεωρούνταν ήπια σε σχέση με τη καταδίκη σε θάνατο και ήταν ένας συνηθισμένος τρόπος εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων. Ο Θεοφάνης αποδοκιμάζει αυτό το γεγονός στο έργο του. Υπήρξαν όμως και κάποιοι που ερμήνευσαν τη τύφλωση του Κωνσταντίνου ως δίκαιη τιμωρία για τη μοιχεία που διέπραξε, όπως ο Θεόδωρος Στουδίτης. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μοναχό, η Ειρήνη δεν είχε κάποιον ρόλο στη τύφλωση του γιου της. Πιο αντικειμενική άποψη όμως έχουν ο Γεώργιος Κεδρηνός και ο Ιωάννης Ζωναράς, οι οποίοι θεωρούν την Ειρήνη υπεύθυνη, όχι μονο για τη τύφλωση αλλά και για τον θάνατο του γιου της. Τι απέγινε μετά την τύφλωσή του ο Κωνσταντίνος Στ’ είναι γεγονός αμφιλεγόμενο. Σύμφωνα με τον Ιωσήφ Γενέσιο, πέθανε αμέσως σχεδόν μετά την τύφλωση του. Σύμφωνα με το Ιωανννη Ζωναρά και το Γεώργιο κεδρηνό, ζούσε ακόμη επί της βασιλείας του Νικηφόρου Α’. Ακόμα ο J. Bury υποστηρίζει ότι πέθανε στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Β’, ενώ ο Ε. Βrooks τοποθετεί τον θάνατό του πριν από την άνοδο στο θρόνο του Μιχαήλ Β.
Η Ειρήνη ήταν πλέον μονοκράτειρα του Βυζαντινού κράτους. Κυκλοφόρησε χρυσά νομίσματα, όπου απεικονιζόταν το πορτρέτο της δύο φορές. Σε αυτό κρατούσε ένα σκήπτρο που έφερε το σχήμα του σταυρού και μα ένσταυρη σφαίρα. Εκτός από αυτά η Ειρήνη εξέδωσε δύο Νεαρές υπογράφοντάς τες με τον τίτλο "Πιστός Βασιλεύς". Ήταν η μόνη γυναίκα που πήρε τον τίτλο αυτό στην Ιστορία.
Η Ειρήνη ήρθε αντιμέτωπη με δυο απόπειρες ανατροπής της από τους γιους του Κωνσταντίνου Ε’. Την ανατροπή της Ειρήνης φαίνεται ότι υποστήριξε και ένα τμήμα του λαού. Η Ειρήνη ήθελε να προλάβει πιθανές αντιδράσεις και επέδειξε την αφοσίωση που οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης προσδοκούσαν από το πρόσωπό της. Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα διέσχισε την πόλη ανεβασμένη σε άρμα επίχρυσο με άσπρα άλογα μοιράζοντας χρήματα στο πλήθος. Οι δύο στενοί της συνεργάτες Σταυράκιος και Αέτιος βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση, προσπαθώντας να ασκήσουν επιρροή στο κυβερνητικό της έργο. Στην πραγματικότητα προόριζαν για τον θρόνο κάποιον από τους συγγενείς τους, μετά τον θάνατο της Ειρήνης. Μια βαριά ασθένεια της Ειρήνης το 799 που την απείλησε και με θάνατο, έφερε τη σύγκρουση αυτή στο απόγειό της. Ο Αέτιος πληροφόρησε την Ειρήνη ότι ο Σταυράκιος επιθυμούσε την εξουσία και η Ειρήνη κατηγόρησε τον Σταυράκιο ως ταραχοποιό. Αυτός όμως τη έπεισε ότι επρόκειτο για συκοφαντίες. Ο Σταυράκιος όμως δεν πτοήθηκε και άρχισε τη προετοιμασία ενός πραξικοπήματος. Όταν υπέπεσε αυτό στη αντίληψή της, η Ειρήνη εξέφρασε τη επιθυμία το στράτευμα να μην συναναστρέφεται τον Σταυράκιο. Ο Σταυράκιος όμως Νόσησε και Πέθανε και οι στασιαστές συνελήφθησαν και υπέστησαν τιμωρίες και εξορία. Τον Μάρτιο του 800 η Ειρήνη για να αυξήσει τη δημοτικότητά της χάρισε στον λαό της Κωνσταντινούπολης τους πολιτικούς φόρους και παραχώρησε φορολογική ατέλεια στη Άβυδο και στο Ιερόν.
Στις 25 Δεκεμβρίου του 800 ο Καρλομάγνος (θα το δούμε πιο κάτω αναλυτικότερα) στέφθηκε από τον πάπα Λέοντα Γ Αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Για τον πάπα η Ειρήνη δεν ήταν αυτοκράτειρα λόγω του φύλου της και ο θρόνος είχε μείνει κενός μετά τον Κωνσταντίνο Στ’. Όμως για τους βυζαντινούς η στέψη ήταν παράνομη, αφού ο πάπας δεν μπορούσε ούτε να στέψει αυτοκράτορα, ούτε η θέση ήταν κενή. Η αναγνώριση της στέψης του Καρλομάγνου από τους βυζαντινούς έγινε το 812 λόγω μιας συνθήκης που υπογράφηκε από το Μιχαήλ Α’ με τον Κάρολο. Ακόμα και τότε όμως, οι βυζαντινοί αναγνώρισαν τον Κάρολο ως απλό αυτοκράτορα, και όχι ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ο Κάρολος σκεφτόταν να επιτεθεί ενάντιον της Σικελίας , αλλ'αντί για αυτό έκανε πρόταση γάμου στην Ειρήνη. Οι απεσταλμένοι έφτασαν το 802 στην Κωνσταντινούπολη. Απώτερος στόχος, σύμφωνα με τον Θεοφάνη, ήταν μέσω της Ειρήνης να αναγνωριστεί ο τίτλος του από τους βυζαντινούς. Ακόμα, σύμφωνα με τον ίδιο, η Ειρήνη θα αποδεχόταν τον γάμο. Αυτός που την απέτρεψε από το να δεχτεί ήταν ο Τάρασιος, επειδή εποφθαλμιούσε την εξουσία του αδελφού του. Οι δυτικές πήγες δεν συμφωνούν με την εκδοχή του Θεοφάνη. Η πρόταση γάμου του Καρλομάγνου έπεσε στο κενό.
Τα "εώα" που δεν ενώθηκαν με τα "εσπέρια"
Η Ειρήνη βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί οι επαφές της με τον Κάρολο είχαν δυσαρεστήσει τους αξιωματούχους του βυζαντινού κράτους. Ακόμα ο Άετιος είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη εξουσία. Όταν ο Άετιος απουσίαζε για ένα χρονικό διάστημα, λόγω της επιθυμίας του να αναλάβει τη διοίκηση των ανατολικών θεμάτων, οι αντίπαλοι της Ειρήνης πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Συγκεκριμένα. ο πατρίκιος λογοθέτης Νικηφόρος τον Οκτώβριο του 802 με τη δικαιολογία ότι στόχευε στη υπεράσπιση της Ειρήνης από τα φιλόδοξα σχέδια του Αετίου, έδιωξε την Ειρήνη από το βυζαντινό θρόνο και ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία. Έπειτα ανήγγειλε σε όλη τη πόλη τα νέα. Παράλληλα με αυτό κάποιοι άντρες του νικηφόρου φρουρούσαν το παλάτι του Ελευθέρως όπου βρισκόταν η Ειρήνη. Αργότερα όμως ο Νικηφόρος απομάκρυνε τη Ειρήνη από τη Κωνσταντινούπολη, πρώτα στη Πρίγκιπο, στη δομή που είχε η ίδια οικοδομήσει και ύστερα στη Λέσβο. Αυτό, γιατί μετά την αναίρεση των φοροαπαλλαγών που είχε παραχωρήσει η Ειρήνη, θεώρησε ότι ο λαός μπορεί να ζητούσε την Ειρήνη πίσω. Ακόμα, αφαίρεσε από τον Αέτιο το αξίωμα του στρατηγού. Η Ειρήνη Πέθανε στη Λέσβο οκτώ μήνες αργότερα, στις 9 Αυγούστου του 803. Η ανακήρυξη της Ειρήνης σε αγία έγινε λόγω της αποκατάστασης των εικόνων. Ωστόσο το γεγονός της τύφλωσης του γιου της αμαυρώνει την αγιότητα της Ειρήνης και κατά τον w. Treadgold αυτός είναι και ο λόγος που η Ειρήνη μνημονεύεται πολύ σύντομα στα Συναξάρια.
ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΜΈΧΡΙ ΤΗ ΣΤΕΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΥ
Κατά τον 8ο μ.Χ. αιώνα η Β. Ιταλία βρισκόταν στα χέρια των Λομβαρδών. Οι Λομβαρδοί ήταν αρχαίος γερμανικός λαός επίσης γνωστός ως Λογγοβάρδοι. Τον 1ο αι. μ.Χ. ζούσαν κοντά στον ποταμό Έλβα. Μετά από μακροχρόνια μετανάστευση βρέθηκαν στην Παννονία(Ουγγαρία) και στο Νορικό(Αυστρία), όπου ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός A' τους είχε επιτρέψει να εγκατασταθούν, ήδη από τον 6ον αιώνα (το 548). Το 568, υπό την ηγεσία του Αλβοΐνου, είχαν εισβάλει στη βόρεια Ιταλία, όπου είχαν ιδρύσει λομβαρδικό βασίλειο με πρωτεύουσα την Παβία. Κατόπιν, είχαν προωθηθεί στην κεντρική και νότια Ιταλία, εκτός από την Πεντάπολη, τις Παπικές Κτήσεις και τα νότια παράλια, που είχαν παραμείνει βυζαντινά.
Βασιλιάς έγινε ο Λιουτπράνδος (712-744), ο οποίος είχε το (ανέφικτο) όραμα να συνενώσει την ιταλική χερσόνησο υπό το σκήπτρο του. Για να το πετύχει, όμως χρειαζόταν ηρεμία στα βόρεια σύνορά του με τους Βαυαρούς και τους Φράγκους. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής συνεργάστηκε με τον Κάρολο Μαρτέλο το 725 μ.Χ. σε μια κοινή εκστρατεία κατά των Βαυαρών, με αντάλλαγμα την ουδετερότητα του στα τεκταινόμενα στην Ιταλία και όχι εδαφικά οφέλη.
Ο Κάρολος Μαρτέλος (Charles Martel) ήταν ο ηγέτης των Φράγκων που αναχαίτισε την εξάπλωση των αραβικών φύλων στο Poitiers (Πουατιέ),το 732.
Από τα 36 Δουκάτα της ιταλικής χερσονήσου, ανεξαρτητοποιήθηκαν δύο: του Σπολέτο και του Μπενεβέντο. Το 584 οι Λομβαρδοί ευγενείς εξέλεξαν βασιλιά τον Αυθάριο. Ο βασιλιάς Λιουτπράνδος (712-744) ενίσχυσε το βασίλειο με νόμους ενώ κατέκτησε και πάλι το Σπολέτο και το Μπενεβέντο.
Ο Πάπας Στέφανος Β΄ ζήτησε βοήθεια από τον Φράγκο βασιλιά Πιπίνο τον Βραχύ (Pepin le Bref), τον γιο του Κάρολου Μαρτέλου. Στη συγκεκριμένη σύγκρουση, οι Φράγκοι νίκησαν τους Λομβαρδούς.
Ο Λιουτπράνδος παντρεύτηκε την Βαυαρή πριγκίπισσα Γκουντρούδη, ενώ ο Κάρολος την αδελφή της Σουαναχίλδη, κι έτσι οι δυο τους έγιναν συγγενείς εξ αγχιστείας. Μεταξύ των εδαφών του και των εδαφών του εξαρχάτου της Ραβέννας παρεμβάλλονταν δυο ημιαυτόνομα δουκάτα, του Σπολέτο και του Βενεβέντο, τα οποία αναγνώριζαν τον Λιουτπράνδο ως επικυρίαρχο.
Το εξαρχάτο της Ραβέννας ήταν αυτοκρατορικό έδαφος, στο οποίο, όμως ο Ιουστινιανός είχε επιτρέψει έναν βαθμό αυτοτέλειας, αυτοδιοίκησης, όπως και στο εξαρχάτο της Καρχηδόνας. Η επαρχία αυτή μπορούσε να αξιοποιεί τους δικούς της πόρους για την αντιμετώπιση των κινδύνων που την απειλούσαν. Η μόνη πραγματική επέμβαση της Κωνσταντινούπολης ήταν η αποστολή του Έξαρχου, ώστε η πολιτική του εξαρχάτου να βρίσκεται σε συμφωνία με την αυτοκρατορική πολιτική. Στη διοίκηση της Ραβέννας υπαγόταν ονομαστικά και η Εκκλησία της Ρώμης.
Το εξαρχάτο της Ραβέννα ιδρύθηκε για πρώτη φορά από τον διορατικό Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582 - 602), με σκοπό να οργανώσει την άμυνα των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας που απειλούνταν από τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές. Πρωτεύουσά του ήταν η ομώνυμη πόλη. Ο έξαρχος έμενε στο παλιό αυτοκρατορικό παλάτι και, όταν πήγαινε στη Ρώμη, διέμενε στο Παλατίνο των Καισάρων. Είχε την ανώτατη εξουσία στην οικονομία, στη δικαιοσύνη, στον στρατό και στην πολιτική διοίκηση. Περιστοιχιζόταν από στρατιωτική και πολιτική αυλή και ρύθμιζε τα παρουσιαζόμενα ζητήματα με μεγάλη ανεξαρτησία από τον αυτοκράτορα. Οποιαδήποτε όμως απειθαρχία των εξάρχων προς τον αυτοκράτορα είχε ως συνέπεια την καθαίρεσή τους. Το 751 η Ραβένα καταλήφθηκε από τους Λομβαρδούς και το εξαρχάτο της διαλύθηκε.
Ο εγγονός του Κάρολου Μαρτέλου, ο φράγκος ηγεμόνας Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος) στέφηκε βασιλιάς των Λομβαρδών στην Παβία, το 774.
Στο Βυζάντιο είχε προηγηθεί το διάταγμα του Λέοντα κατά των εικόνων το 726 μ.Χ. και η επιστολή του πάπα κατά της αιρετικής στάσης του αυτοκράτορα. Την ίδια εποχή ο έξαρχος Παύλος δολοφονήθηκε από δυνάμεις που υποστήριζαν την πολιτική του πάπα, με τον οποίο είχαν συμμαχήσει και τα δουκάτα του Σπολέτο και του Βενεβέντο. Ο νέος, απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη, έξαρχος Ευτύχιος, αμα τη αφίξει του στη Ραβέννα διέταξε την σύλληψη ή κατ' άλλους την δολοφονία του πάπα, αλλά η διαταγή του έπεσε στο κενό. Στη συνέχεια στράφηκε για βοήθεια στον Λιουτπράνδο. Αυτός βάδισε προς την Ρώμη, υπέταξε καθ' οδόν το δουκάτο του Σπολέτο και στρατοπέδευσε έξω από την «αιώνια πόλη» (Ρώμη). Ο Ρωμαίος ποντίφικας εξήλθε προς συνάντησή του και λέγεται ότι ο Λιουτπράνδος γονάτισε μπροστά στον βωμό (altar) του Αποστόλου Πέτρου και κατέθεσε τα εμβλήματα και τα όπλα του. Σκοπός του ήταν να επέμβει διαμεσολαβητικά για την αποκατάσταση της Eξαρχίας και της ειρήνης στην Ρώμη. Με τη μεσολάβησή του η πλευρά του πάπα δέχθηκε τον Ευτύχιο ως έξαρχο, και αυτός απέσυρε τις εντολές του για καταστροφή των ιερών εικόνων.
Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι ο Λιουτπράνδος και ο λαός του την εποχή αυτή είναι ορθόδοξοι και τρέφουν μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Επισκόπου Ρώμης. Βλέπουμε κάποιες φορές τον Λιουτπράνδο να αποδίδει ολόκληρες πόλεις στον πάπα, τις οποίες είχε πρόσφατα καταλάβει. Έπειτα η πολιτική του ήταν να εμφανίζεται ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στην Ιταλία, όχι κάνοντας πάντα πόλεμο, αλλά και διαπραγματεύσεις. Και φυσικά το να επαναφέρει τα επαναστατημένα δουκάτα στην επικυριαρχία του ήταν θέμα γοήτρου.
Όταν οι Λογγοβάρδοι πάτησαν το πόδι τους στη Ραβέννα, και ο έξαρχος κατέφυγε εκεί (η Βενετία ήταν αυτοκρατορική πόλη), ο πάπας Γρηγόριος Β' τον παρότρυνε να παραμείνει πιστός σ' αυτόν (τον έξαρχο) και να συνεργαστεί μαζί του, ώστε να επαναφέρουν την Ραβέννα στην κυριαρχία του αυτοκράτορα, κάτι που έγινε. Ο διάδοχός του Γρηγόριος Γ' (Σύριος στην καταγωγή) ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης με την έγκριση του λαού της πόλης. Αυτός συγκάλεσε σύνοδο την 1η Νοεμβρίου του 731 μ.Χ. στην οποία μετείχαν 93 επίσκοποι του Πατριαρχείου Ρώμης και όπου αναθεμάτισαν τους εικονομάχους. Σε απάντηση του αναθέματος, ο εικονομάχος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέοντας Γ' αφαίρεσε τις επαρχίες Σικελίας, Καλαβρίας και Βροτίου από το Πατριαρχείο Ρώμης, τις υπήγαγε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου τον Πατριάρχη Γερμανό είχε αντικαταστήσει με τον δικό του Αναστάσιο, και στην συνέχεια καταλήστευσε τους θησαυρούς των εκκλησιών αυτών των επαρχιών.
Ο πάπας Γρηγόριος Γ' πέθανε τον Δεκέμβριο του 741 μ.Χ. Την ίδια χρονιά πέθαναν και ο Λέοντας Γ' (18 Ιουνίου) και ο Κάρολος Μαρτέλος (22 Οκτωβρίου).
Το σημαντικότερο "βαρβαρικό" κράτος της Δυτικής Ευρώπης ήταν το εκχριστιανισμένο Βασίλειο των Φράγκων, που ίδρυσε ο Χλωδοβίκος, ο γενάρχης της δυναστείας των Μεροβιγγείων (τέλος 5ου-αρχές 6ου αι.) Στα χρόνια των διαδόχων του ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι, με αποτέλεσμα το Φραγκικό Κράτος να διασπαστεί. Η κρίση επηρέασε συνολικά τον πολιτισμό των Φράγκων, ιδιαίτερα όμως την οικονομία τους, με την υποχώρηση του εμπορίου και της βιοτεχνίας, την εγκατάλειψη του οδικού δικτύου και την παρακμή των πόλεων. Έτσι, στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αι, το πολιτικό σύστημα που εγκαθίδρυσαν οι Μεροβίγγειοι οδήγησε στην αποδυνάμωση του θεσμού της βασιλείας και στην ανάδειξη περιφερειακών πολιτικών δυνάμεων. Μία από αυτές ήταν και η εκκλησία.
Στο Φραγκικό κράτος ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το αξίωμα του αυλάρχη (majordomus), το οποίο απέκτησε νέο κύρος, όταν ο αυλάρχης Κάρολος Μαρτέλος αναχαίτισε την προέλαση των Αράβων στο Πουατιέ της Γαλλίας (732). Ο Κάρολος Μαρτέλος, γόνος μιας ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας, υπήρξε ο ιδρυτής μιας νέας δυναστείας, της δυναστείας των Καρολιδών, που διαδέχθηκε τους Μεροβίγγειους υπό τις εξής συνθήκες: Ο πάπας, απειλούμενος από τους Λογγοβάρδους που ετοιμάζονταν να βαδίσουν κατά της Ρώμης, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Βυζάντιο και να προσεταιριστεί τους Φράγκους, στέφοντας το γιο του Καρόλου Μαρτέλου Πιπίνο ελέω Θεού βασιλέα* των Φράγκων (754). Η παπική ευλογία προσέδωσε στη φραγκική βασιλεία μεγάλο ηθικό κύρος και με τη στέψη αυτή επικράτησε στην Ευρώπη η αντίληψη της ελέω Θεού βασιλείας.
Ο Πιπίνος Α', ως αντάλλαγμα, δώρισε στην Αγία Έδρα την περιοχή από τη Ραβέννα μέχρι τη Ρώμη, η οποία κατέστη ο πυρήνας του Παπικού Κράτους. Ο Πιπίνος και οι γιοι του ονομάστηκαν πατρίκιοι των Ρωμαίων, τίτλος που συνεπαγόταν την υποχρέωση του βασιλικού οίκου να προστατεύει τη Ρώμη. Έτσι, ο παπισμός συνδέθηκε στενά με το Βασίλειο των Φράγκων, ενώ το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που είχε αρχίσει να ανοίγει όταν κηρύχθηκε η εικονομαχία, έγινε τώρα πολύ βαθύ.
Όταν πέθανε ο Πιπίνος, το Φραγκικό Βασίλειο περιλάμβανε τη σημερινή Γαλλία και ένα μέρος της σημερινής Γερμανίας. Ο διάδοχος του Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος) κατέκτησε πολλά εδάφη και επεξέτεινε σημαντικά την επικράτειά του.
Για να ενισχύσει την εσωτερική οργάνωση του κράτους του ο Κάρολος πήρε τα ακόλουθα μέτρα:
1. Διαίρεσε τη φραγκική επικράτεια σε 200 περίπου κομητείες. Οι κόμητες ασκούσαν, με τη βοήθεια των επισκόπων τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση, και συγχρόνως ήταν δικαστές και φοροεισπράκτορες.
2. Καθιέρωσε το θεσμό των βασιλικών απεσταλμένων, οι οποίοι θα επέβλεπαν την εφαρμογή των νόμων και των διαταγμάτων που εξέδιδε.
3. Προχώρησε σε εκκλησιαστική μεταρρύθμιση που συμπλήρωσε τη διοικητική μεταρρύθμιση. Η Εκκλησία απετέλεσε από τότε παράγοντα συνοχής και ενότητας.
γ. Το πρόβλημα των δύο αυτοκρατοριών.
Η ανάμειξη του Καρόλου στα πράγματα της Ιταλίας χρονολογείται από το 774, όταν εκείνος κατέλυσε το κράτος των Λογγοβάρδων. Με την επιτυχία αυτή το Φραγκικό Κράτος ισχυροποιήθηκε, υποσκελίζοντας τα παλαιότερα γερμανικά βασίλεια, και η εξουσία του Καρόλου αναβαθμίστηκε: έγινε μια ισχυρή βασιλεία, που εξουσίαζε ένα κράτος με πολλούς λαούς.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιδίωξε αρχικά να προσεγγίσει διπλωματικά το νέο αντίπαλο της. Το 781 τελέστηκαν με κάθε επισημότητα οι αρραβώνες του Κωνσταντίνου ΣΤ' με τη Ροτρούδη, κόρη του Καρόλου. Αλλά οι σχέσεις των δύο κρατών οδηγήθηκαν σε ρήξη και το συνοικέσιο τελικά ακυρώθηκε. Αργότερα, εσωτερικές διαμάχες ανάγκασαν τον πάπα Λέοντα Γ' να ζητήσει τη βοήθεια του Καρόλου, υποσχόμενος να τον στέψει αυτοκράτορα. Ο φράγκος βασιλιάς αποδέχθηκε την πρόταση.
Στο κείμενο (πηγή) που ακολουθεί περιγράφεται η στέψη του Καρλομάγνου από τη σκοπιά των Φράγκων:
"Επειδή δεν υπήρχε πια αυτοκράτορας στο έθνος των Ελλήνων και η αυτοκρατορική εξουσία βρισκόταν στα χέρια μιας γυναίκας, φάνηκε σωστό στον ίδιο τον πάπα Λέοντα και σ' όλους τους άγιους πατέρες που πήραν μέρος στη σύνοδο να δώσουν τον τίτλο του αυτοκράτορα στο βασιλιά των Φράγκων Κάρολο, που έχει στην κυριαρχία του την πόλη της Ρώμης, όπου συνήθιζαν πάντα να εδρεύουν οι καίσαρες, και τις άλλες πόλεις της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Επειδή λοιπόν ο παντοδύναμος Θεός ευδόκησε να περάσουν όλες αυτές οι χώρες στην κυριαρχία του Καρόλου, οι κληρικοί της Συνόδου σκέφθηκαν ότι, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και το αίτημα όλων των Χριστιανών, εκείνος θα έπρεπε να έχει και τον τίτλο του αυτοκράτορα. Ο Κάρολος δεν ήθελε να εναντιωθεί σ' αυτό το θέλημα και, υποτασσόμενος ταπεινά στο Θεό, καθώς και στην επιθυμία που εκφράστηκε από όλο το χριστιανικό κόσμο, δέχθηκε τη χειροτονία του από τον πάπα Λέοντα και, μαζί μ' αυτή, τον τίτλο του αυτοκράτορα".
(Από τα Χρονικά του Lorsch (Annates Laureshamenses), Monumenta Germaniae Historica, τόμ. I, 37, μετ. Λ. Τσακτσίρας, στο: Λ. Τσακτσίρας-Ζ. Ορφανουδάκης- Μ. Θεοχάρη, Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1999,183).
Την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 800, στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, ο Κάρολος στέφθηκε, σύμφωνα με το βυζαντινό τυπικό, Μέγας και ειρηνοποιός αυτοκράτωρ, κυβερνήτης του Ρωμαϊκού Κράτους, υπό Τις επευφημίες του λαού και του κλήρου. Ο Κάρολος όμως δεν επέλεξε τη Ρώμη, αλλά το Άαχεν ως έδρα του. Εκεί ανήγειρε ένα ανάκτορο, το παρεκκλήσιο του οποίου διακοσμήθηκε με έργα τέχνης από τη Ραβέννα και την υπόλοιπη Ιταλία.
Η στέψη του Καρόλου είχε ως αποτέλεσμα να συνυπάρχουν αντιμέτωπες από το 800 και εξής δυο αυτοκρατορίες, μία ανατολική και μία δυτική. Γι αυτό το λόγο η στέψη θεωρήθηκε από τους Βυζαντινούς ως σκάνδαλο και σφετερισμός των νομίμων και αποκλειστικών δικαιωμάτων τους στη ρωμαϊκή κληρονομιά και κυρίως του δικαιώματος χρήσης του όρου βασιλεύς των Ρωμαίων. Η διάσταση μεταξύ Ανατολής και Δύσης επεκτάθηκε τώρα και στην πολιτική σφαίρα. Η οικουμένη διασπάστηκε γλωσσικά, πολιτικά και θρησκευτικά σε δύο αντίπαλους κόσμους.
Οι Βυζαντινοί ανέμεναν ότι ο Κάρολος θα επιχειρούσε να υποτάξει την Ανατολική Αυτοκρατορία. Ο τελευταίος όμως επιδίωξε και πέτυχε το συμβιβασμό με το βυζαντινό αυτοκράτορα ύστερα από δύσκολες και μακρές διαπραγματεύσεις.
Η δυναστεία των Καρολιδών συνένωσε το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού κόσμου της Δ. Ευρώπης (Γαλατία, Γερμανία και Ιταλία). Η διοικητική ενότητα του ετερογενούς αυτού κράτους άρχισε όμως να κλονίζεται, όταν εξέλιπε η επιβλητική προσωπικότητα του Μεγάλου Καρόλου.
Ο διάδοχος του τελευταίου, Λουδοβίκος ο Ευσεβής, διέπραξε λάθη που έπληξαν σοβαρά το κύρος της αυτοκρατορικής εξουσίας. Μετά τον θάνατο του, το 840, οι τρεις γιοι του (Λουδοβίκος, Κάρολος Φαλακρός και Λοθάριος ) διένειμαν, με τη συνθήκη του Βερντέν (843), την κληρονομιά του. Ο πρώτος έλαβε τα εδάφη ανατολικά του Ρήνου, ο δεύτερος περιοχές της σημερινής Γαλλίας και ο τρίτος μια ζώνη που εκτεινόταν από το σημερινό Βέλγιο μέχρι την κεντρική Ιταλία.
Οι τρεις αυτές εδαφικές ενότητες επρόκειτο να αποτελέσουν τη βάση σχηματισμού τριών από τα μεγαλύτερα κράτη της σύγχρονης Ευρώπης, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΤΑ ΕΩΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΣΠΕΡΙΑ (ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ-ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ)
Η Ειρήνη η Αθηναία έχει απασχολήσει πολλούς (ιστορικούς) και οι απόψεις για τη ζωή και το έργο της διαφέρουν πολύ από ιστορικό σε ιστ...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Τρεις είναι οι κορυφαίοι αναγεννησιακοί επιστήμονες που άνοιξαν το δρόμο της νεότερης επιστήμης: Ο Κοπέρνικος, ο Παράκελσος και Ο Βεζά...





































Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου