Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (127)
- Αρχαία (47)
- Β΄ Λυκείου (188)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (46)
- Ιστορία (290)
- Λογοτεχνία (65)
- Φιλοσοφία (29)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (του Παντελή Μπουκάλα)
Το δημοτικό τραγούδι είναι ένα ποιητικό δημιούργημα, ανώνυμο, χωρίς ιδιοκτήτες, που δημιουργείται και διακινείται από τον δήμο, από την κοινότητα. Το τραγούδι θα το γράψει ένας σε μια στιγμή ενθουσιασμού, πολεμικού γεγονότος, μεγάλης πίκρας, χαράς. Πάνω εκεί θα φτιάξει ένα αφηγηματικό τραγούδι που θα περάσει αυτόματα από την έγκριση του δήμου, της παρέας, η οποία παρέα έχει μάλιστα και το δικαίωμα στη διόρθωση. Μετά τη διόρθωση αρχίζει η κυκλοφορία του τραγουδιού από χωριό σε χωριό. Όλα αυτά σε μια εποχή που είναι εντονότατος ο αγροτικός πολιτισμός και ο προφορικός πολιτισμός.
Μπορούμε να πούμε ότι η εποχή του αγροτικού πολιτισμού σταματάει στη δεκαετία του 1950, αλλά η δημιουργία του δημοτικού τραγουδιού έχει πεθάνει πολύ νωρίτερα με τα γραμμόφωνα οπότε κάποιος μπορεί να αποδώσει πια ιδιοκτησία σ’ ένα τραγούδι. Επίσης, μετά δεν υπάρχει και διόρθωση, δηλαδή το ρεμπέτικο θα το πεις όπως το έχεις ακούσει, διότι είναι το οριστικό αυτό που παίζει πάνω στο μηχάνημα ενώ αυτό που θα σου έρθει από το διπλανό χωριό, μπορείς να το προσαρμόσεις αν ο δικός σου ήρωας λέγεται αλλιώς, αν το δικό σου βουνό λέγεται αλλιώς, αν το δικό σου ποτάμι λέγεται αλλιώς. Αυτή είναι μια παράδοση της προφορικής ποίησης, να έχεις το δικαίωμα της αλλαγής και της προσαρμογής που έρχεται κατευθείαν από τα ομηρικά και τα προ-ομηρικά Έπη. Για παράδειγμα οι Αθηναίοι, επί Πεισίστρατου, ανέβασαν τον αριθμό των καραβιών που συμμετείχαν στην τρωική εκστρατεία.
Τα δημοτικά τα κυκλοφορούσαν οι νομάδες γύφτοι, που τώρα τους λένε ρομά. Γύφτους τους λέγαν τότε και γύφτοι προσδιορίζονταν στα τραγούδια. Αυτοί είναι που παίζουν τα όργανα της εποχής, το κλαρίνο, το ζουρνά, την πίπιζα ή την τσαμπούνα που είναι από τα πιο δύσκολα όργανα, θέλουν γερά πνευμόνια και γι’ αυτό δεν ασχολούνται μαζί τους οι «κανονικοί» Έλληνες, Βούλγαροι ή Αλβανοί αλλά οι γύφτοι της κάθε περιοχής. Ακόμα και τώρα τα πανηγύρια που στηρίζονται στον ζουρνά δεν μπορούν να γίνουν αν δεν υπάρχουν οικογένειες τσιγγάνων. Αυτό που ξέρουμε επίσης είναι ότι μερικά τραγούδια τα έχουν γράψει και αυτοί. Στο Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού, πεθαίνει ο πατέρας του αφηγητή και η μάνα του φωνάζει ένα γύφτο να της φτιάξει μοιρολόι, τον κρατά στο σπίτι μέχρι να το μάθει και τον αποζημιώνει πλουσιοπάροχα.
Και τότε δεν υπήρχαν "καθαροί" Έλληνες, όπως δεν υπάρχουν και σήμερα. Μιλάμε για την Οθωμανική Αυτοκρατορία όπου όλα ήταν μπερδεμένα. Βασική γλώσσα συνεννόησης μπορεί να ήταν τα τούρκικα ή τ’ αρβανίτικα. Οι περισσότεροι άνθρωποι τότε ήταν δίγλωσσοι. Η γλώσσα της εξουσίας ήταν τα τούρκικα και μετά τα υπόλοιπα.
Οι άνθρωποι διαχωρίζονταν μόνο με βάση τη θρησκεία. Ένιωθαν πολύ κοντά οι χριστιανοί με τους χριστιανούς. Oι Έλληνες τότε αποκαλούνται Γραικοί και Ρωμιοί. Το όνομα Έλλην το βρίσκεις σε κάποια ποντιακά κείμενα, αλλά οι Πόντιοι όμως βρίσκονται εκτός της τωρινής ελλαδικής επικράτειας. «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Πολλά από τα αυθεντικά κλέφτικα τραγούδια ιστορούν τη δράση μεικτών συμμοριών. Με Έλληνες, με Βούλγαρους με Αρβανίτες και σε ορισμένες περιπτώσεις και με Τούρκο συμμέτοχο. Μόνο κριτήριο των συμμοριών είναι η επιβίωσή τους και μερικές φορές αναφέρεται και ο έρωτας ενός καπετάνιου για μια κόρη που μόνο δια της αρπαγής μπορεί να κάνει κάτι μαζί της.
Τα δημοτικά τραγούδια άρχισαν να καταγράφονται το 1852 με το βιβλίο του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, Τα Εθνικά Άσματα. Μέχρι τότε μόνο οι ξένοι ασχολούνταν. Ο Φοριέλ, ο Τομαζέο που τους χρωστάμε χάρη. Ο Φοριέλ είχε επαφή με τον Κοραή που δεν αγαπούσε τα δημοτικά τραγούδια, παρ' όλα αυτά όταν του ανατέθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση να καταγράψει τη γλώσσα της ελληνικής παροικίας στην Κορσική -με μανάτικη καταγωγή- με πολλή σοβαρότητα και μεγάλη φροντίδα πήγε και κατέγραψε τέσσερα τραγούδια. Ο Τομαζέο στηρίχτηκε στη σχέση του με τον Διονύσιο Σολωμό που είναι ο άγιος προστάτης της δημοτικής γλώσσας. Ο άλλος είναι ο Παλαμάς. Αν δεν υπήρχε η έννοια του Σολωμού και η εντολή που έδωσε στους μαθητές του, ότι «βγέστε και μαζέψτε δημοτικά τραγούδια, εκεί είναι γλώσσα του λαού» θα είχαμε ένα κενό 50 χρόνων στην καταγραφή τους.
Το 1852 ήδη είχε αρχίσει να στρέφεται το ενδιαφέρον των Ελλήνων λογίων στη δημοτική εξαιτίας της ανάπτυξης του ρομαντισμού στη δύση, μια στροφή δηλαδή προς το λαό, προς τη γνησιότητα. Εδώ αυτή η στροφή γίνεται με μια επέμβαση εναντίον της γνησιότητας για εθνικούς λόγους. Τη δουλειά την ξεκίνησε πρώτος ο Ζαμπέλιος λέγοντας σε ένα σημείωμα στην αρχή της συλλογής του πως μαζί με τα «καθαρά» τραγούδια έβαλε και τα «συμπεπληρωμένα». Αυτά δηλαδή που συμπλήρωσε ο ίδιος. Συνεχίζει πως είναι κτήμα του λαού τα τραγούδια, τα παίρνει αυτός, τα επιστρέφει στο λαό αλλαγμένα και δε μας λέει και ποιο είναι απ’ όλα. Λέει όμως καθαρά ότι επενέβη γι’ αυτό η κριτική που του ασκήθηκε τα επόμενα χρόνια είναι πάρα πολύ σκληρή.
Οι Έλληνες δεν είμαστε θλιμμένος λαός. Όξω καρδιά είμαστε. Ο Έλληνας τραγουδάει συνέχεια. Την ώρα που δούλευαν, στα μοιρολόγια τους, στα πανηγύρια τους, με κάθε αφορμή. Έστω κι αν δεν είχαν εκκλησία. Εκκλησία η ναό δηλαδή, ένα εκκλησάκι, μια πετρούλα τους έφτανε. Η επίσημη Εκκλησία είχε καθαρά στραφεί εναντίον των τραγουδιών και των λαϊκών μουσικών οργάνων, «τα μουσικά όργανα του διαβόλου», τα λέγανε. Και ο Κοσμάς ο Αιτωλός τους καταριόταν όσους καλούσαν στο γάμο και πήγαιναν στα πανηγύρια και άκουγαν αυτά τα όργανα να μην αποκτήσουν παιδί, να πεθάνει νέος ο άνδρας, και όποια άλλη κατάρα του ερχόταν στο κεφάλι.
Μια συνήθης κατηγορία που προσάπτεται στα δημοτικά τραγούδια είναι πως είναι ειδωλολατρικά, παγανιστικά και οδηγούν στον πόθο, στη μοιχεία και τα λοιπά. Αυτή η ιστορία ξεκινάει από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και «τούς τρεῖς μεγίστους φωστήρας τῆς τρισηλίου Θεότητος» που κηρύσσουν πόλεμο εναντίον των λαϊκών οργάνων και των δημωδών ασμάτων. Δεν είναι όπως σήμερα που ακόμη κι ο παπάς θα πάει στο πανηγύρι, θα ουρλιάζει από μέσα στο εκκλησάκι, μπορεί να έρθει και ο ίδιος ο δεσπότης, με τα μικρόφωνα, μπας και ακουστεί στο πλήρωμα κι απ’ έξω όπου έχουν αρχίσει ήδη τα όργανα. Πάει ο λαός, ανάβει το κεράκι, βάζει τον οβολό του και βγαίνει έξω για να ακούσει τα κλαρίνα.
H Παναγία υπάρχει πολύ στα νησιώτικα. Τη σέβονται και την αγαπούν πολύ την Παναγία, σέβονται και υπολήπτονται τον άγιο Γεώργιο, είναι ο κορυφαίος άγιος. Παρόλα αυτά, ακόμη και στη λαϊκή παράδοση και στη λαϊκή ποίηση, η Παναγία εμφανίζεται ικανή να καταριέται και όχι μόνο τους Εβραίους. Καταράστηκε ακόμη και τα λούπινα – γι’ αυτό είναι πικρά τα λούπινα – όταν την κυνηγούσαν, αυτή έψαχνε να βρει τον Χριστό και μάτωσε και καταράστηκε τα λούπινα να γίνουν πικρά. Υπάρχει μια συγκεκριμένη κατηγορία τραγουδιών, που αποδεικνύει, για μένα, πόσο ανοιχτό και ελεύθερο είναι το πνεύμα των δημοτικών τραγουδιών, γι’ αυτό και με συγκινεί, προσπαθώ να μιμηθώ την ελευθερία τους, αν μπορώ, την ελευθερία του φρονήματός τους.
Για το δημοτικό τραγούδι η μελέτη συνεχίζεται, σε πανεπιστημιακό επίπεδο και υπάρχουν σοβαρότατες, σπουδαιότατες μελέτες, από τους κορυφαίους του χώρου. Εγώ ήθελα να προσπαθήσω να αναδείξω, όσο μπορώ, την ποιητική αξία των δημοτικών τραγουδιών, τη γλωσσική τους αξία – όχι ως τεκμήρια μόνο, για το πως μιλούσαν, έγραφαν ή στιχουργούσαν κάποτε. Αυτοί που γνωρίζουν πρόχειρα το δημοτικό τραγούδι κι απ’ έξω και λόγιοι ανάμεσά τους, λόγιοι και του 19ου αλλά και κυρίως του 20ού αιώνα, που έδειξαν ένα κάποιο ενδιαφέρον, έχουν την άδικη άποψη ότι η γλώσσα του είναι πάρα πολύ φτωχή. Αυτό αναιρείται μόνο αν σκεφτεί κανείς τα 130 επίθετα που έχει φτιάξει ο ερωτευμένος, ο ερωτευμένος άνθρωπος, για να τιμήσει το γυναικείο πρόσωπο ή το γυναικείο σώμα, ή τη γυναικεία ψυχή.
Το δημοτικό παρακολουθεί αυτή τη φοβερή ικανότητα της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα να πλάθει πολυσύνθετα και υπερπολυσύνθετα, λέξεις σιδηροδρόμους. Από τον Αριστοφάνη το κολλήσαμε αυτό, και να είναι όλα αυτά λειτουργικά. Είχε απίστευτη ικανότητα να επινοεί λέξεις που τις ζηλεύεις όταν τις βλέπεις. Τόσο καίριες, κρίσιμες λέξεις που συνεχίζουν να έχουν το χαρακτηριστικό πλεονέκτημα ότι δεν ανήκουν σε κανέναν. Ήθελα να βοηθήσω το μυαλό αρκετών που έχουν ταυτισμένο το δημοτικό τραγούδι μόνο με αυτή την χυδαία εκδοχή του, που πλασαρίστηκε από κάθε λογής δικτατορία, αυτό το μαγάρισμα ας πούμε.
Τα δημοτικά τραγούδια είναι προϊόν ενός αυθόρμητου πολιτισμού, φυσικού πολιτισμού, που φτιάχνεις πράγματα χωρίς να ξέρεις την αξία τους, ακόμη και ο πετράς που έφτιαχνε ένα σπίτι που άντεχε σε χιόνια, χωρίς να έχει σπουδάσει σε κανένα Πολυτεχνείο της εποχής του. Τώρα έχουμε την εποχή της απόλυτης εξειδίκευσης και της απόλυτης ιδιοκτησίας και του ατομισμού, μιλάμε σίγουρα για χαμένες εποχές, η ποίηση δεν χάνεται όμως και αυτό, αντίθετα, παραμένει η ποίηση και πάρα πολλά δημοτικά τραγούδια εξακολουθούν να έχουν τεράστια αξία ακόμη και αν τα διαβάζεις μόνο, χωρίς να τα ακούς. Είναι πλασμένα για ν’ ακούγονται, όπως ήταν φτιαγμένη και η αρχαιοελληνική ποίηση και ήταν ένα μουσικό γεγονός για το κοινό, η απαγγελία με τα μουσικής. Αλλά, ακόμη και αν τα διαβάσεις μόνο, η ποιητική αξία τους μένει ακέραιη.
Ο ανώνυμος λαός συνεχίζει, χωρίς να έχει πάει να σπουδάσει πουθενά, να έχει γονίδια «ανακρεόντεια» και γονίδια «θεοκρίτεια» και να συνεχίζει άθελά του την αρχαία παράδοση. Είναι πιο τιμητικό για τον δημοτικό, τον ανώνυμο απλό άνθρωπο, να πεις ότι κατάφερε να φτιάξει μια εικόνα σαν του Ανακρέοντα εξ αρχής, χωρίς να έχει διαβάσει, χωρίς να έχει ακούσει ποτέ τον Ανακρέοντα.Είναι πολύ πιο τιμητικό παρά να του πεις ότι «το κουβαλάς μέσα στα γονίδια σου», δεν κουβαλιέται η ποίηση μέσα στα γονίδια μας, κάποια άλλα πράγματα μπορεί να κουβαληθούν αλλά δεν κουβαλιέται η ποίηση.
Υπάρχουν δημοτικά που έχουν λέξεις τούρκικες μέσα, ή αρβανίτικες. Στο κλέφτικο όταν η διαταγή του καπετάνιου είναι στα αρβανίτικα δεν θα την ξεχάσει ο δημοτικός τραγουδιστής. Tο ερώτημα είναι αν μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε τα ιστορικά λεγόμενα τραγούδια, τα μετά τα κλέφτικα δηλαδή που αναφέρονται σε συγκεκριμένους ήρωες ή σε συγκεκριμένες μάχες σαν αυθεντικές ιστορικές μαρτυρίες.
Η πλέον έξοχη περίπτωση είναι το μοιρολόι που φτιάχτηκε για το θάνατο του Διάκου, και συγκλόνισε τον ελληνισμό.Επειδή παρ' όλες τις παρακλήσεις να εκτουρκιστεί και να εξισλαμιστεί και να σωθεί, δεν υποκύπτει, δεν δελεάζεται. Ξέρουμε τις τελευταίες στιγμές, από αυτόπτες μάρτυρες και αυτές τις στιγμές τις αποθανάτισε το δημοτικό, σαν να ήταν εκεί. Για παράδειγμα, ότι στρίβει το μουστάκι του. Είναι μια συνήθεια της εποχής – τη βλέπουμε σε πολλά τραγούδια, να σημαίνει πολλά πράγματα. Να σημαίνει τη λεβεντιά, όπως εδώ, ή όπως στην περίπτωση του τραγουδιού του πατέρα του Ανδρούτσου, που είναι πολιορκημένος και του λένε να σηκωθεί να φύγουν κι αυτός ο μαύρος έστριβε το μουστάκι κι έλεγε "φυσικά και θα φύγουμε". Σε άλλες περιπτώσεις σημαίνει την ερωτοτροπία. Δηλαδή υπάρχει ένα ολόκληρο κομμάτι δημοτικών που αναδεικνύει συμπεριφορές, αξίες, τρόπους, ερωτοτροπίες και τα λοιπά, μόνο με αυτή την απλή κίνηση του μουστακιού. Πίνει τον καφέ του, στρίβει το τσιγάρο του και λέει αυτή τη φράση που του αποδίδουμε. Αν είναι δική του ή όχι. «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει», έχει υπάρξει μια ολόκληρη φιλολογία, τείνω να πιστέψω ότι είναι ένα δημοτικό μοτίβο, το οποίο το βρίσκουμε και σε τραγούδια γραμμένα πριν από τον Διάκο.
Η συχνότητα των πανηγυριών κάνει τους συνθέτες δημοτικών τραγουδιών να είναι πολύ επινοητικοί. Πόσες φορές γιορτάζουμε τον Άγιο Ιωάννη; Το κόλπο των καλοκαιρινών πανηγυριών: γιορτάζουμε τον Δεκαπενταύγουστο, όπου κανονικά πρέπει να κλαίνε, γιατί εντάξει, η Παναγία «εκοιμήθη», δεν πέθανε βέβαια, αλλά είναι «κοίμησις». Τα μισά χρόνια γιορτάζουν Δεκαπενταύγουστο και τα άλλα μισά γιορτάζουν τα εννιάμερα της Παναγίας, στις 22, ώστε να χωρέσουν πολλά πανηγύρια.
Στην επαρχία, εξαιτίας και της επαφής που υπάρχει με τη φύση, βλέπουμε ότι μπορούμε να φανταστούμε μια συνέχεια, αυτού του πολιτισμού. Οι πόλεις λίγο τα σκοτώνουν αυτά σιγά-σιγά. Η πόλη προάγει την απομόνωση, την εξατομίκευση, το χάος στο μυαλό του ανθρώπου…
Πόσα παιδιά γεννημένα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, έχουν δει ουράνιο τόξο, για παράδειγμα; Που να το δουν; Και να συμβεί στον ουρανό της Αθήνας, θα είσαι συνήθως κλεισμένος μέσα. Πόσα παιδιά δεν έχουν δει, απλωμένο, ανοιχτό τον ουρανό, καταφώτεινο, μόνο αν πάνε διακοπές και ξαπλώσουν με την «γκομενίτσα » ή τον «γκομενίτσο»; Αυτή η ανοιχτοσύνη κλείνεται σιγά-σιγά. Το πείραγμα στη ψυχή και στο μυαλό είναι επίσης σοβαρό, με αυτά τα πράγματα και το βλέπουμε, πόσο πιο ακραίοι γινόμαστε στις συμπεριφορές μας, πόσο πιο εύκολα θυμώνουμε και πόσο λιγότερο εμπιστευόμαστε τον διπλανό μας.
Τέχνη παράγουμε και μέσα στα σπίτια μας. Τέχνη παράγουμε και παράγουμε κάθε λογής τέχνη, δεν είναι εκεί το θέμα. Σου ξαναλέω, εγώ όσο περισσότερο διαβάζω τα δημοτικά, τόσο περισσότερο υποκλίνομαι στο υψηλό τους πνεύμα, στο υψηλό και ανοιχτό τους φρόνημα. Δηλαδή, ένας λαϊκός τραγουδιστής, ανώνυμος, έχει την ικανότητα, μετά από τέσσερις αιώνες σκλαβιάς, να κλάψει μαζί με τη γυναίκα και τη μάνα του Κιαμήλμπεη, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, και να φτιάξει τραγούδι για το θάνατο του Κιαμήλμπεη και να συμμεριστεί τον πόνο. Είναι συγκλονιστικό το παράδειγμα αυτού του "άγιου πένθους". Προφανώς το είχαν κάποιοι, από τους Πέρσες του Αισχύλου. Και στο βουνό ψηλά, εκεί στην Τρίπολη, όπου φτιάχτηκε το τραγούδι, μετά το αίμα που χύθηκε στην Τρίπολη, έφεραν στο μυαλό τους τον Αισχύλο και τις Τρωαδίτισσες, για να φτιάξουν το μοιρολόι. Αυτό είναι συγκλονιστικό από μόνο του.
Η ελευθερία του δημοτικού τραγουδιού, αποδεικνύεται και από τα τραγούδια που ιστορούν σχέσεις Ελλήνων ή Ελληνίδων με αλλόθρησκες και αλλόθρησκους, δεν υπακούν σε έναν κανόνα, που λέει «εμείς ποτέ με Τούρκο, εμείς ποτέ με Βούλγαρο ή Βουλγάρα». Ίσα-ίσα, ιστορούν κάθε περιστατικό, επειδή η ζωή είναι ποικίλη. Έχουν καταγράψει, έχουν ιστορίσει μάλλον όλη την ποικιλία και εμφανίζουν πολλές Ελληνίδες να λένε «κάλλιο να δω το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει, παρά να δω τα χείλη μου Τούρκος να τα φιλήσει», αλλά και εμφανίζονται Ελληνίδες, όπου η κόρη, την κρατά η μάνα να μην συναινέσει ερωτικά, της το απαγορεύει κι αυτή λέει, «ό,τι και να μου πεις, εγώ θα πάω στα Γιάννενα» για τη φιλοδοξία της κοινωνικής ανόδου ή από έρωτα. Έχουμε πολλά τέτοια τραγούδια. Δεν ντρεπόντουσαν να το πουν. Μπράβο τους επίσης, που τον ίδιο στίχο, «κάλλιο να δω…», τον βάζουν και στο στόμα Βουλγάρας, δηλαδή δεν είναι μόνο η Ελληνίδα και τον βάζουν και στο στόμα Τουρκοπούλας, παραλλαγμένο.Δικαίωμα στην άρνηση του βίαιου έρωτα, της αρπαγής, έχει και η Ελληνίδα και η Τουρκάλα και η Βουλγάρα. Είναι καθαρά θέμα αυτοσεβασμού, όποιος κι αν είσαι, όπου κι αν πιστεύεις, όποια κι αν είναι η φυλή σου.
Είναι πολύ καλό που συνεχίζεται η θεατρική αξιοποίηση παραλλαγών όπως γινόταν το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού που έβρισκαν, παραδείγματος χάρη, το γιοφύρι της Άρτας και το μετέτρεπαν σε θεατρικό και τσακώνονταν ποιος το έκανε πρώτος, καλό είναι που υπάρχουν συγκροτήματα που πειράζουν λίγο την δημοτική μουσική με τον τρόπο τους τον προσωπικό και σύγχρονο...
Δεξιά ο Νικόλαος Πολίτης και αριστερά ο μαθητής του Σωκράτης Κουγέας στο σπουδαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όρθιος αριστερά ο νεαρός Κωστής Παλαμάς, γραμματέας τότε του Πανεπιστημίου και δίπλα του ο καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας Σπύρος Σακελλαρόπουλος. (Πηγή: «Τραγούδια του Κάτω Κόσμου», φιλολογική επιμέλεια Σ.Β. Κουγέας, Το Ροδακιό 2000)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΣΟΥΔΑΝ- ΙΝΔΙΑ- ΙΣΛΑΜΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ: ΚΑΤΑΠΑΤΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΗΜΕΡΑ
ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΟΥΔΑΝ Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Δουλείας του 2023, εκτιμάται ότι, το 2021, 1 ανά 2000 άτομα βρίσκονταν υπό καθεστ...

-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου