Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 5 Μαΐου 2024

ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΑΡΑΒΟΪΣΡΑΗΛΙΝΗ ΔΙΕΝΕΞΗ

Ανατολικό Ζήτημα ονομάζεται το διεθνές ζήτημα που προκλήθηκε από τη βαθμιαία υποχώρηση της ισχύος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την πλήρωση του κενού που προέκυψε από αυτή την υποχώρηση στην Εγγύς Ανατολή και ιδίως στη Χερσόνησο του Αίμου. Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χρονολογείται από τον 17ο αιώνα, όταν τερματίστηκαν οι οθωμανικές κατακτήσεις και εκδηλώθηκαν προβλήματα στην οικονομία και στη διοίκηση της αχανούς αυτοκρατορίας.
Η κατάκτηση της Κρήτης (1669) από τους Οθωμανούς Τούρκους ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία τους, ενώ η αποτυχία της δεύτερης -και τελευταίας- πολιορκίας της Βιέννης (1683) σήμανε το τέρμα των επιτυχιών τους σε βάρος των Ευρωπαίων. Την ίδια εποχή στους Αψβούργους προστέθηκε νέος μεγάλος αντίπαλος των Οθωμανών Τούρκων, οι Ρώσοι.
Κατά τους 18ο και 19ο αιώνες άρχισε μια νέα φάση του Ανατολικού Ζητήματος: την προέλαση των Οθωμανών Τούρκων εναντίον της χριστιανικής Ευρώπης διαδέχτηκε η περίοδος των σχεδίων για την εκδίωξή τους από την Αυστρία και τη Ρωσία.
Επί Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας (βασίλεψε από το 1762 έως το 1796) καταβλήθηκε σοβαρή προσπάθεια από τη Ρωσία να εκδιωχθούν οι Οθωμανοί Τούρκοι από την Ευρώπη.
Η σταδιακή κάμψη της ισχύος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (αρχής γενομένης με τη Συνθήκη τού Κάρλοβιτς, στις 26 Ιανουαρίου 1699), η οποία κατείχε μια πολύ σημαντική για τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των Ευρωπαίων περιοχή, έθεσε τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αντιμέτωπες με το δίλημμα της διανομής της κληρονομιάς του Μεγάλου Ασθενούς. Στους συσχετισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, η μεν Ρωσία υποστήριζε τη διάλυση και διανομή των εδαφών των Οθωμανών, επιδιώκοντας να καταλάβει τα Στενά και να αποκτήσει έξοδο στη Μεσόγειο. Από την άλλη, η Αγγλία με τη Γαλλία, έχοντας ισχυρά συμφέροντα στην περιοχή, επιδίωκαν τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία τους εξυπηρετούσε με την παρουσία της, λειτουργώντας ως ανάχωμα κατά των Ρώσων. Οι Κεντρικές Δυνάμεις (Αυστρία, Γερμανία) είχαν μικρές εδαφικές επιδιώξεις έναντι των Οθωμανών, και μόλις τις εξασφάλισαν άρχισαν σταδιακά να στρέφονται προς την πολιτική της συντήρησης του Οθωμανικού κράτους. Στις 27 Ιουλίου 1839 οι διπλωματικοί εκπρόσωποι της Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Πρωσίας και της Ρωσίας διεμήνυσαν στην Υψηλή Πύλη ότι η συμφωνία των πέντε Μεγάλων Δυνάμεων ως προς το Ανατολικό Ζήτημα ήταν εξασφαλισμένη και την καλούσαν να μην προχωρήσει σε οριστικό διάβημα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δέχθηκε το αίτημά τους, αλλά δεν ήταν σίγουρο αν και οι ίδιες οι Δυνάμεις θα τηρούσαν τη συμφωνία. Η κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους το 1797 και η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο το 1798 αποτελούν την αφετηρία μιας νέας φάσης του Ανατολικού Ζητήματος. Η Πύλη κάλεσε τότε τους Ρώσους σε βοήθεια εναντίον των Γάλλων.
Για πρώτη φορά ο ρωσικός πολεμικός στόλος πέρασε από τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, το 1798, στο Αιγαίο, έπλευσε στο Ιόνιο και κατέλαβε τα Επτάνησα.
Οι εξελίξεις υπήρξαν στο εξής ραγδαίες. Οι Βρετανοί έσπευσαν αρωγοί της Πύλης στην Αίγυπτο, όπου ο βρετανικός στόλος καταναυμάχησε τον γαλλικό στο Αμπουκίρ (1798), και αποκατέστησαν την εξουσία του σουλτάνου στην Αίγυπτο.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-1829 άσκησε την απαιτούμενη πίεση στην Πύλη να αναγνωρίσει με τη Συνθήκη Ειρήνης της Αδριανούπολης (1829) την αυτονομία της Σερβίας.
Την ίδια περίπου εποχή η Ελλάδα εξασφάλισε την ανεξαρτησία της (1830).
Την κυριότερη ανησυχία των Βρετανών ωστόσο προκαλούσε η διέλευση του ρωσικού στόλου από τα Στενά στη Μεσόγειο. Το ενδεχόμενο να καταλάβει η Ρωσία τη στρατηγική θέση των Στενών και να επιδιώξει τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου, απειλώντας έτσι τα συμφέροντα της Βρετανίας πρωτίστως, αλλά και της Γαλλίας, ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο απέκτησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία τη σημασία αναχώματος και αναβλήθηκε επ' αόριστον το ενδεχόμενο διαμελισμού της.
Το ζήτημα των Στενών οξύνθηκε, όταν ο Μεχμέτ Αλή πασάς της Αιγύπτου ενεπλάκη σε πόλεμο με τον σουλτάνο και ο τελευταίος ζήτησε τη βοήθεια της Ρωσίας εναντίον του.
Στις αρχές του 1833 ο ρωσικός στόλος κατέπλευσε και αγκυροβόλησε στον Κεράτιο Κόλπο. Η ισχυρή παρουσία των Ρώσων στον Βόσπορο οδήγησε τον σουλτάνο και τον Αιγύπτιο πασά στη σύναψη της Συνθήκης Ειρήνης της Κιουτάχειας (4 Μαίου 1833). Ο ρωσικός στόλος εγκατέλειψε τον Βόσπορο, αφού όμως υπογράφτηκε προηγουμένως μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Συνθήκη του Χουνκιάρ Ισκελεσί (8 Ιουλίου 1833). Με τη συνθήκη αυτή αφενός καθίστατο ο Εύξεινος Πόντος κλειστή και ασφαλής θάλασσα της Ρωσίας, αφετέρου αναγνωριζόταν σιωπηρώς στη Ρωσία το δικαίωμα εξόδου των πολεμικών σκαφών της στο Αιγαίο.
Νέος γύρος ένοπλης αναμέτρησης μεταξύ του σουλτάνου Μαχμούτ Β' και του Μεχμέτ Αλή πασά (1839) κατέληξε με τη Σύμβαση των Στενών (13 Ιουλίου 1841), την οποία υπέγραψαν οι πέντε μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης στο Λονδίνο. Με τη σύμβαση αυτή τερματίστηκε η προνομιακή θέση της Ρωσίας στο ζήτημα των Στενών, που της εξασφάλιζε η Συνθήκη του Χουνκιάρ Ισκελεσί. Ήταν η πρώτη συνθήκη των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων στην οποία μετείχε και η Πύλη.
Νέα παρέμβαση της Ρωσίας στα ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σημειώθηκε το 1850, με αφορμή έριδα μεταξύ ορθόδοξων και καθολικών μοναχών για την κατοχή των ιερών προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων.
Υποστηρικτής των ορθόδοξων μοναχών προβλήθηκε ο Ρώσος αυτοκράτορας Νικόλαος Ά, ενώ των καθολικών ο Γάλλος αυτοκράτορας Ναπολέων Γ.
Η Πύλη ενέδωσε στην αρχή στις πιέσεις του Γάλλου αυτοκράτορα, αλλά υπό την πίεση του Ρώσου τσάρου αθέτησε τις υποσχέσεις της προς τους καθολικούς.
Εκατέρωθεν πιέσεις στον σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση έκρυθμης κατάστασης. Η Ρωσία, ιδιαίτερα, απαιτούσε από τον σουλτάνο να της αναγνωρίσει το δικαίωμα προστασίας των ορθοδόξων που απέρρεε, κατά τη δική της ερμηνεία, από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774).
Το Ανατολικό Ζήτημα, παρόλο που αφορά και εμπλέκει όλους τους Βαλκανικούς λαούς,τους Άραβες, τη Ρωσία και τις Δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις, στον πυρήνα του παραμένει ένα ζήτημα μεταξύ ελληνισμού και τουρκισμού. Έλληνες και Τούρκοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση για μια ολόκληρη χιλιετία, από την εποχή της μάχης του Ματζικέρτ έως σήμερα. Η Κύριοι σταθμοί στην εξέλιξή του είναι:
- Η Ελληνική Επανάσταση (1821-1830).
- Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-56) και η συνθήκη των Παρισίων (1856), με την οποία τέθηκε τέρμα στον Κριμαϊκό Πόλεμο και στην οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά τόσο κατηγορηματικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο το δόγμα της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
- Η Ανατολική κρίση (1875-78) και η συνθήκη του Βερολίνου (1878)[6] που σήμανε την είσοδο των Γερμανών στη Μέση Ανατολή.
- Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1911-1913) που κατέληξαν στις Συνθήκες του Λονδίνου (17/5/1913) - Βουκουρεστίου (28/7/1913).
- Οι συνθήκες που τερμάτισαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) και διαμόρφωσαν τη σημερινή κατάσταση στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Ενδιάμεσα υπήρξαν και μικρότερης κλίμακας συγκρούσεις, όπως ο Ρωσο-Περσικός πόλεμος (1826-1828), η δεκαετής κρίση (1831-41) που προκλήθηκε από τον Αιγύπτιο πασά Μεχμέτ Αλί, η ήττα των Ρώσων από τους Τσετσένους στον Καύκασο το 1859, το περιστατικό της σφαγής των προξένων το 1876 στη Θεσσαλονίκη, η Επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 και ο Μακεδονικός Αγώνας.
Το Ανατολικό Ζήτημα ξεκινάει με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, δηλαδή την ήττα της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την έξοδο της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα. Το διακύβευμα είναι οι σχέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων με την οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν αυτή αρχίζει να καταρρέει, αλλά και οι σχέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων μεταξύ τους, όπως εξελίσσονται με τη δυναμική της ανάπτυξης των αυτοκρατορικών συστημάτων και της επέκτασής τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Με αυστηρά κριτήρια, το Ανατολικό Ζήτημα είναι το ερώτημα του τι θα κάνουμε εμείς οι Ευρωπαίοι, οι επικυρίαρχοι της γης, με τις τεράστιες εκτάσεις, λαούς και πλουτοπαραγωγικές πηγές της καταρρέουσας οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πως θα βγει ο κάθε ένας πιο ωφελημένος από τον άλλο. Στην πραγματικότητα, η παλιότερη αντίληψη πως η νίκη της χριστιανικής Ευρώπης επί του βάρβαρου Μουσουλμάνου κατακτητή πρέπει να επικροτείται από όποιο χέρι και αν προέρχεται, μετατράπηκε, μετά την Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, στην ωφελιμιστική κρίση πως, «προκειμένου να ωφεληθεί ο ανταγωνιστής μας, δηλαδή η Ρωσία, είναι καλλίτερα ο Μουσουλμάνος να μείνει στη θέση του.»
Με αυτό το σκεπτικό δημιουργήθηκε το μικρό αυτόνομο κρατίδιο με το όνομα Ελλάς, ενώ ο Σουλτάνος υποστηρίχθηκε από Άγγλους και Ρώσους.
Όλοι γνωρίζουμε τη συνέχεια της ευρωπαϊκής ιστορίας: την καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και τις συνέπειές του. Παρόλο που η αυτοδιάθεση των λαών υπήρξε ένα μέγιστο αποτέλεσμα της παγκόσμιας αιματοχυσίας, η περιοχή της Βόρειας Αφρικής και της Μ. Ανατολής έμειναν εν πολλοίς υπό την επιρροή της Ευρώπης και των ΗΠΑ, λόγω εγγύτητας και κυρίως του πετρελαίου.
Η Τουρκία έγινε το 1952 μέλος του ΝΑΤΟ, για να ελέγξει την έξοδο της ΕΣΣΔ στη Μεσόγειο, και οι υπόλοιπες χώρες ενεπλάκησαν σε μια ατέρμονη διένεξη με το Ισραήλ και την παλαιστινιακή υπόθεση. Η Αλγερία έγινε ανεξάρτητη χώρα, το ίδιο και η Τυνησία, η Αίγυπτος πήγε προς τα αριστερά και η Συρία και το Ιράκ απογαλακτίστηκαν από Γαλλία και Αγγλία.
Η ιρανική Επανάσταση συγκλόνισε αρχικά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αλλά στη συνέχεια ήρθε η ρωσική περιπέτεια στο Αφγανιστάν και το σχέδιο της υπόθαλψης των Μουτζαχεντίν, το οποίο και επέτυχε. Επέτυχε τόσο καλά ώστε επέτρεψε την άνοδο της Αλ-Κάιντα και τα πολιτικά σχέδια του Μπιν Λάντεν να αρχίσουν να πραγματοποιούνται.
Ήρθε η 11/9 στη Ν. Υόρκη για να υπάρξει μια αντίδραση, η οποία βέβαια έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα από ό,τι οι εμπνευστές τους περίμεναν.
Τα αποτελέσματα της κατάληψης του Αφγανιστάν και της εισβολής στο Ιράκ είναι ξεκάθαρα, αλλά δεν εσωτερικεύθηκαν. Η Δύση είχε ηττηθεί μεγαλοπρεπώς.
Όταν το τσουνάμι της Αραβικής Άνοιξης χτύπησε τις ακτές της Ευρώπης, το ζήτημα συζητήθηκε αλλά ουδεμία πολιτική ενιαία ή μεμονωμένη εμφανίστηκε στον ορίζοντα πέραν από την πολιτική της ανατροπής δικτατόρων, της εγκαθίδρυσης δημοκρατίας και της σωτηρίας μεταναστών και προσφύγων για ανθρωπιστικούς λόγους.
Οι νικήτριες δυνάμεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ίδρυσαν τον ΟΗΕ και μαζί του διάφορες διεθνείς οργανώσεις αλλά και συμφωνίες όπως αυτή για τους πρόσφυγες το 1951. Αυτή την συμφωνία καλούνται σήμερα να υλοποιήσουν οι ευρωπαϊκές χώρες μετά από την αδιέξοδη σχέση τους με τους μουσουλμάνους γείτονές τους. Η διπλωματία της αποικιοκρατίας και στη συνέχεια της πατρωνίας και της οικονομικής εξάρτησης έχει αποτύχει.
Η ΑΡΑΒΟΪΣΡΑΗΛΙΝΗ ΔΙΕΝΕΞΗ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Η συνεχιζόμενη διένεξη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων ξεκίνησε στα μέσα του 20ού αιώνα. Οι καταβολές της σύγκρουσης ανάγονται στην εβραϊκή μετανάστευση και στη θρησκευτική σύγκρουση στην Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Έχει αναφερθεί ως η «πιο ανυπόληπτη σύγκρουση» στον κόσμο, με τη συνεχιζόμενη ισραηλινή κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας να κρατά για δεκαετίες.
Δημόσιες διακηρύξεις αξιώσεων για μια εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη, περιλαμβανομένου του Πρώτου Σιωνιστικού Συνεδρίου του 1897 και της Διακήρυξης του Μπάλφουρ του 1917, δημιούργησαν πρώιμες εντάσεις στην περιοχή. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η εντολή για την Παλαιστίνη περιελάμβανε μια δεσμευτική υποχρέωση για «την ίδρυση, στην Παλαιστίνη, μιας εθνικής περιοχής για τον εβραϊκό λαό». Οι εντάσεις μετατράπηκαν σε ανοιχτή παραστρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Εβραίων και Αράβων.
Η επιστροφή αρκετών σκληροπυρηνικών Παλαιστινίων Αράβων εθνικιστών, υπό την αναδυόμενη ηγεσία του Χατζ Αμίν αλ-Χουσεϊνί, από τη Δαμασκό στην Υποχρεωτική Παλαιστίνη σηματοδότησε την αρχή του παλαιστίνιου αραβικού εθνικιστικού αγώνα για τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους για τους Άραβες της Παλαιστίνης.Ο Αμίν αλ-Χουσείνι, αρχιτέκτονας του παλαιστινιακού αραβικού εθνικού κινήματος, χαρακτήρισε αμέσως το εβραϊκό εθνικό κίνημα και την εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη ως τον μοναδικό εχθρό του σκοπού του,ξεκινώντας μεγάλης κλίμακας ταραχές εναντίον των Εβραίων ήδη από το 1920 στην Ιερουσαλήμ και το 1921 στη Γιάφα. Μεταξύ των αποτελεσμάτων της βίας ήταν η ίδρυση της εβραϊκής παραστρατιωτικής δύναμης Χαγκάνα. Το 1929, μια σειρά βίαιων ταραχών οδήγησε στο θάνατο 133 Εβραίων και 116 Αράβων, με σημαντικές απώλειες Εβραίων στη Χεβρώνα και το Σαφέντ και την εκκένωση των Εβραίων από τη Χεβρώνα και τη Γάζα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο αραβικός εθνικός αγώνας στην Παλαιστίνη είχε προσελκύσει πολλούς Άραβες εθνικιστές αγωνιστές από όλη τη Μέση Ανατολή, όπως ο Σεΐχης Ιζαντίν αλ-Κασάμ από τη Συρία, ο οποίος ίδρυσε την ένοπλη ομάδα "Μαύρο Χέρι" (Black Hand) και είχε προετοιμάσει τις προϋποθέσεις για την αραβική εξέγερση του 1936. Μετά το θάνατο του αλ-Κασάμ στα τέλη του 1935, ξέσπασαν εντάσεις το 1936 στην αραβική γενική απεργία και το γενικό μποϊκοτάζ. Η απεργία σύντομα επιδεινώθηκε σε βιαίες ταραχές και η αραβική εξέγερση του 1936-1939 στην Παλαιστίνη καταπνίγηκε αιματηρά από τους Βρετανούς με τη βοήθεια συνδεδεμένων δυνάμεων της Αστυνομίας Εβραίων Εποικισμού, της Εβραϊκής Υπεραριθμητικής Αστυνομίας και των Ειδικών Νυχτερινών Ομάδων. Στο πρώτο κύμα οργανωμένης βίας, που διήρκεσε μέχρι τις αρχές του 1937, οι περισσότερες αραβικές ομάδες ηττήθηκαν από τους Βρετανούς και έγινε αναγκαστική εκδίωξη μεγάλου μέρους της αραβικής ηγεσίας.
Η εξέγερση οδήγησε στη σύσταση της Επιτροπής Πέλ για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης, αν και στη συνέχεια απορρίφθηκε από τους Παλαιστίνιους Άραβες. Οι δύο κύριοι Εβραίοι ηγέτες, ο Χάιμ Βάισμαν και ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, αποδέχθηκαν τις συστάσεις αλλά ορισμένοι δευτερεύοντες Εβραίοι ηγέτες τις αποδοκίμασαν.
Στις 29 Νοεμβρίου 1947 η Γ.Σ. του ΟΗΕ αποφάσισε τη διχοτόμηση της βρετανικής αποικίας της Παλαιστίνης σ’ ένα εβραϊκό κι ένα αραβικό κράτος, επιφυλάσσοντας για την Ιερουσαλήμ, ως ιερή πόλη των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, ειδικό καθεστώς «διεθνούς κηδεμονίας». Υπέρ της απόφασης ψήφισαν 33 κράτη σε σύνολο 56 (ανάμεσά τους οι ΗΠΑ και όλο το σοβιετικό μπλοκ), κατά 13 (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), 10 απείχαν κι 1 απουσίασε από την ψηφοφορία. Ενώ οι Εβραίοι αποτελούσαν το 1945 το 30,8% του συνολικού πληθυσμού της Παλαιστίνης, ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στις πόλεις και κατείχαν μόλις το 6,3% της γης, το εβραϊκό κράτος θα περιλάμβανε το 55,5% της Παλαιστίνης, έναντι 43,8% του αραβικού και 0,7% της Ιερουσαλήμ. Εξίσου προβληματική ήταν η προβλεπόμενη κατανομή του πληθυσμού: το μεν αραβικό κράτος θα περιλάμβανε 725.000 Αραβες και μόλις 10.000 Εβραίους, το εβραϊκό 498.000 Εβραίους και 497.000 Αραβες (οι 90.000 Βεδουίνοι νομάδες), ενώ η Ιερουσαλήμ από 100.000 περίπου. Το ένα τέταρτο περίπου των 608.000 Εβραίων του 1947 ήταν γηγενείς ή παλιοί έποικοι, ενώ οι υπόλοιποι 450.000 είχαν εγκατασταθεί μετά το 1919, στο πλαίσιο του οργανωμένου σιωνιστικού εποικισμού.
● Σχεδόν αμέσως ξέσπασαν διακοινοτικές συγκρούσεις, καθώς η αραβική πλειονότητα του πληθυσμού δεν ήταν εύκολο ν’ αποδεχτεί τη μετατροπή της σε εξιλαστήριο θύμα μιας καθαρά ενδοευρωπαϊκής υπόθεσης, όπως το Ολοκαύτωμα. Η μάχη που ακολούθησε υπήρξε εξαιρετικά άνιση: οι ασυντόνιστες πολιτοφυλακές των παλαιστινιακών χωριών, μερικές εκατοντάδες ντόπιοι αντάρτες και 4-6.000 εθελοντές ενός «Αραβικού Απελευθερωτικού Στρατού» αποδείχτηκαν εύκολη λεία για τους 30.000 μαχητές της ισραηλιτικής «Αμυνας» (Χαγκάνα) και τους 2.500-3.500 ενόπλους της εβραϊκής ακροδεξιάς (IZL και LHI). Εξίσου καταστροφικός αποδείχτηκε ο φατριασμός της αραβικής ηγεσίας: ύστερα από μυστική συνεννόηση του επικεφαλής τους με τους Ισραηλινούς, οι «εθελοντές» απέφυγαν λ.χ. να εμποδίσουν τη στρατιωτική συντριβή των ντόπιων ανταρτών. Μέσα σε πεντέμισι μήνες από την απόφαση του ΟΗΕ, 199 αραβικά χωριά εκκενώθηκαν έτσι από τους κατοίκους τους και 400.000 Παλαιστίνιοι μετατράπηκαν σε πρόσφυγες.
Σύμφωνα με την ισραηλινή προπαγάνδα, ο εκπατρισμός των Παλαιστινίων προκλήθηκε βάσει ραδιοφωνικής «εντολής» των γειτονικών αραβικών χωρών, προκειμένου να διευκολυνθεί (και νομιμοποιηθεί) η επίθεσή τους κατά του νεογέννητου εβραϊκού κράτους.Εξονυχιστικές έρευνες του περιεχομένου των αραβικών ραδιοφωνικών εκπομπών της εποχής, που καταγράφονταν συστηματικά από τις δυτικές και ισραηλινές υπηρεσίες, απέδειξαν ήδη από τη δεκαετία του 1950 πως ο ισχυρισμός αυτός ήταν απόλυτα ψευδής.
Στις 14 Μαΐου 1948 ανακηρύχθηκε πανηγυρικά η ανεξαρτησία του Ισραήλ. Το νέο κράτος αναγνωρίστηκε αμέσως από τις ΗΠΑ (15/5) και την ΕΣΣΔ (17/5). Το επόμενο πρωί, στρατεύματα της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Συρίας, του Λιβάνου και του Ιράκ διέσχισαν τα σύνορα της Παλαιστίνης με διακηρυγμένο στόχο την προστασία του αραβικού πληθυσμού της. ● Ο πόλεμος που ακολούθησε κάθε άλλο παρά σαν αναμέτρηση Δαβίδ και Γολιάθ μπορεί να περιγραφεί. Οι Ισραηλινοί διέθεταν σταθερή (και αυξανόμενη) αριθμητική υπεροχή· οι αραβικοί στρατοί ήταν βαθιά διχασμένοι, στερούνταν πολεμική πείρα και, με εξαίρεση κάποιες παραμεθόριες κρούσεις των Σύρων, περιορίστηκαν στην (άκαρπη) υπεράσπιση αποκλειστικά και μόνο των εδαφών που ο ΟΗΕ είχε επιδικάσει στο «αραβικό κράτος». Μετά την πρώτη εκεχειρία (11/6-8/7) η πρωτοβουλία πέρασε καθαρά στο Ισραήλ, τα στρατεύματα του οποίου εξαπέλυσαν διαδοχικές επιθέσεις καταλαμβάνοντας μέχρι τα τέλη της χρονιάς το 78% της Παλαιστίνης. Την οριστική κατάπαυση του πυρός (6/1/1949) ακολούθησαν χωριστές συμφωνίες ανακωχής και η εξαφάνιση του εναπομείναντος 22%: η μεν Αίγυπτος κράτησε τη λωρίδα της Γάζας (έδρα ώς το 1959 μιας «εξόριστης παμπαλαιστινιακής κυβέρνησης»), η δε Ιορδανία προσάρτησε επίσημα στις 29/4/1950 τη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη. Απ’ την πλευρά του, το Ισραήλ διακήρυξε πως θεωρούσε τα σύνορά του «προσωρινά» −και το 1967 διόρθωσε αυτή την εκκρεμότητα, καταλαμβάνοντας την υπόλοιπη Παλαιστίνη και μεταφέροντας την πρωτεύουσά του από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ.
Μέσα στο 1948, το μεγαλύτερο μέρος των Παλαιστινίων μετατράπηκε σε πρόσφυγες. Η UNRWA κατέγραψε το 1949 συνολικά 726.000, αριθμό που ισοδυναμούσε με το 58,4% των Αράβων που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη το 1945 (1.243.867). Από βρετανικές και ισραηλινές υπηρεσίες ο πραγματικός αριθμός των προσφύγων υπολογίστηκε κατ’ ιδίαν γύρω στις 800.000, το Ισραήλ πρόβαλε επίσημα έναν πλασματικό νούμερο 520.000 (Morris 2004, σ.602), ενώ Παλαιστίνιοι ερευνητές τους ανεβάζουν σε 935.000 (Abu-Sitta 2010, σ.117). Στην ισραηλινή επικράτεια απέμειναν το 1949 μόνο 156.000 Αραβες, ως πολίτες β΄ κατηγορίας. 46.000 απ’ αυτούς χαρακτηρίστηκαν μάλιστα «εσωτερικοί πρόσφυγες» και τους απαγορεύθηκε η επιστροφή στα σπίτια τους.
Η ιδέα της εκκένωσης της Παλαιστίνης από ένα μέρος τουλάχιστον του ντόπιου αραβικού πληθυσμού της, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για οργανωμένο εποικισμό, υπήρξε σύμφυτη με τη διατύπωση του σιωνιστικού σχεδίου για εθνικό εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη.
Ηδη στις 12/6/1895 ο ιδρυτής του κινήματος Τέοντορ Χερτζλ οραματίζεται έτσι στο ημερολόγιό του την «ήπια» απαλλοτρίωση της παλαιστινιακής γης: δελεαστικές προσφορές στους τσιφλικάδες και εκδίωξη των ακτημόνων καλλιεργητών «με παροχή απασχόλησης στις χώρες διέλευσης και στέρηση κάθε απασχόλησης στη δική μας χώρα». Για την επιβολή αυτού του αποκλεισμού, το Εθνικό Εβραϊκό Ταμείο (JNF) που ιδρύθηκε το 1901 για την εξαγορά και διαχείριση της παλαιστινιακής γης απαγορευόταν καταστατικά ν’ απασχολεί στα κτήματά του μη Εβραίους. Μετά το 1919, οι σιωνιστικές οργανώσεις θ’ ασκήσουν επίσης ισχυρή πίεση στις βρετανικές αποικιακές αρχές κατά της νομοθετικής προστασίας των Παλαιστινίων κολίγων, προκειμένου αυτοί να μην αποκτήσουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη γη που καλλιεργούσαν. Υπέρμαχος ο ίδιος του σιωνιστικού εγχειρήματος, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ διαπιστώνει έτσι το 1919, ως υπουργός Πολέμου, πως «οι Εβραίοι, στους οποίους έχουμε υποσχεθεί την Παλαιστίνη, θεωρούν δεδομένο πως ο ντόπιος πληθυσμός θα υποχρεωθεί ν’ αδειάσει τη γωνιά για να βολευτούν αυτοί».
Το πρώτο πρόγραμμα κατατέθηκε αμέσως (21/11/1937) από τον επικεφαλής του «Τμήματος Γαιών» του JNF, Γιόζεφ Βάιτς, και πρόβλεπε τη στοχευμένη μεταφορά 87.300 Παλαιστινίων ακτημόνων, κολίγων και μικροκαλλιεργητών στην Υπεριορδανία, τη Συρία και τη Γάζα, σε κτήματα που θ’ αγοράζονταν εκεί, προκειμένου ο αραβικός πληθυσμός του εβραϊκού κράτους να μειωθεί κατά 1/3 μέσα σε 2-3 χρόνια και ν’ «απελευθερωθούν» 680.000 στρέμματα για εποικισμό.
Ο Αραβικός Σύνδεσμος υποστήριξε τον αραβικό αγώνα σχηματίζοντας τον Αραβικό Απελευθερωτικό Στρατό που αποτελούνταν κυρίως από εθελοντές, υποστηρίζοντας τον Παλαιστινιακό Αραβικό Στρατό του Ιερού Πολέμου, υπό την ηγεσία του αλ-Χουσεϊνί και του Χασάν Σαλαμά. Από την εβραϊκή πλευρά, ο εμφύλιος πόλεμος διοικήθηκε από τις μεγάλες υπόγειες πολιτοφυλακές - τους Χαγκάνα, Ίργκουν και Λέβι - που ενισχύθηκαν από πολλούς Εβραίους βετεράνους του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου και ξένους εθελοντές. Την άνοιξη του 1948, ήταν ήδη ξεκάθαρο ότι οι αραβικές δυνάμεις πλησίαζαν σε πλήρη κατάρρευση, ενώ οι δυνάμεις των Εβραίων εποίκων κέρδιζαν όλο και περισσότερο έδαφος, δημιουργώντας ένα μεγάλης κλίμακας προσφυγικό πρόβλημα των Παλαιστινίων Αράβων.
«Δεν υπάρχει χώρος για δύο λαούς σε τούτη τη χώρα. [...] Η μόνη λύση είναι μια Γη του Ισραήλ δίχως Αραβες. [...] Δεν πρέπει να μείνει ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή» (20/12/1940)· «Η λύση του εβραϊκού προβλήματος είναι η σιωνιστική ιδέα· μονάχα στη Γη του Ισραήλ, όχι όμως να παραμείνουν οι Αραβες πλειονότητα. Η λύση είναι η πλήρης εκκένωση της χώρας από τους άλλους κατοίκους της και η μεταβίβασή της στον εβραϊκό λαό» (20/3/1941)· «Η σωτηρία θα έρθει μόνο με μετακίνηση πληθυσμού. Δεν υπάρχει χώρος για εμάς και για τους γείτονές μας. Είναι υπερβολικά πολλοί και υπερβολικά ριζωμένοι. Μόνη οδός είναι να τους κόψουμε σύρριζα και να τους ξεριζώσουμε» (26/6/1941).
Το σχέδιο διχοτόμησης των Ηνωμένων Εθνών του 1947 για την Παλαιστίνη δεν εφαρμόστηκε ποτέ και προκάλεσε τον Παλαιστινιακό Πόλεμο 1947–1949. Οι συνολικές μάχες, που οδήγησαν σε περίπου 15.000 θύματα, οδήγησαν σε συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός και ανακωχής του 1949, με το Ισραήλ να κατέχει μεγάλο μέρος του εδάφους της πρώην Βρετανικής Εντολής, της Ιορδανίας και αργότερα να προσαρτά τη Δυτική Όχθη, με την Αίγυπτο να καταλαμβάνει τη Λωρίδα της Γάζας, όπου η Πανπαλαιστινιακή Κυβέρνηση ανακηρύχθηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο στις 22 Σεπτεμβρίου 1948.
Το τρέχον ισραηλινοπαλαιστινιακό status quo ξεκίνησε μετά την ισραηλινή στρατιωτική κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών στον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 (τρίτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος), όταν πρωθυπουργός του Ισραήλ ήταν η Γκόλντα Μεχίρ. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών του 1967 άσκησε σημαντική επίδραση στον παλαιστινιακό εθνικισμό, καθώς το Ισραήλ απέκτησε τον στρατιωτικό έλεγχο της Δυτικής Όχθης από την Ιορδανία και τη Λωρίδα της Γάζας από την Αίγυπτο. Κατά συνέπεια, η ΟΑΠ δεν μπόρεσε να έχει κανέναν έλεγχο στο έδαφος και ίδρυσε το αρχηγείο της στην Ιορδανία, όπου ζούσαν εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, και υποστήριξε τον ιορδανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου της φθοράς, ο οποίος περιελάμβανε τη μάχη του Καραμέχ. Ωστόσο, η παλαιστινιακή βάση στην Ιορδανία κατέρρευσε με τον ιορδανοπαλαιστινιακό εμφύλιο πόλεμο το 1970. Η ήττα της ΟΑΠ από τους Ιορδανούς έκανε τους περισσότερους Παλαιστίνιους μαχητές να εγκατασταθούν στο Νότιο Λίβανο, όπου σύντομα κατέλαβαν μεγάλες περιοχές.
Η παλαιστινιακή εξέγερση στο Νότιο Λίβανο κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, καθώς ο Λίβανος χρησιμοποιήθηκε ως βάση για να εξαπολύσει επιθέσεις στο βόρειο Ισραήλ και εκστρατείες αεροπειρατείας αεροπλάνων σε όλο τον κόσμο, κάτι που προκάλεσε ισραηλινά αντίποινα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου, οι Παλαιστίνιοι μαχητές συνέχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ, ενώ μάχονταν επίσης με τους αντιπάλους εντός του Λιβάνου. Το 1978, η σφαγή στην παράκτια οδό οδήγησε στην ισραηλινή εισβολή πλήρους κλίμακας γνωστή ως Επιχείρηση Λιτάνι. Οι ισραηλινές δυνάμεις, ωστόσο, αποσύρθηκαν γρήγορα από τον Λίβανο και οι επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ ξανάρχισαν. Το 1982, μετά από μια απόπειρα δολοφονίας ενός διπλωμάτη της από Παλαιστίνιους, η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου. Τα αρχικά αποτελέσματα για το Ισραήλ ήταν επιτυχή. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι μαχητές ηττήθηκαν μέσα σε αρκετές εβδομάδες, η Βηρυτός καταλήφθηκε και η ηγεσία της ΟΑΠ κατέφυγε στην Τυνησία τον Ιούνιο με απόφαση του Γιασέρ Αραφάτ. /
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι διεθνείς προσπάθειες για τη διευθέτηση της σύγκρουσης είχαν ξεκινήσει, υπό το φως της επιτυχίας της ειρηνευτικής συνθήκης Αιγύπτου-Ισραήλ του 1982. Τελικά, η ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης οδήγησε στις Συμφωνίες του Όσλο του 1993, επιτρέποντας στην ΟΑΠ να μετεγκατασταθεί από την Τυνησία και να πάρει έδαφος στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, ιδρύοντας την Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή. Η ειρηνευτική διαδικασία είχε επίσης σημαντική αντίθεση μεταξύ ριζοσπαστικών ισλαμικών στοιχείων της παλαιστινιακής κοινωνίας, όπως η Χαμάς και η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, που ξεκίνησαν αμέσως μια εκστρατεία επιθέσεων με στόχο τους Ισραηλινούς. Μετά από εκατοντάδες θύματα και ένα κύμα ριζοσπαστικής αντικυβερνητικής προπαγάνδας, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν δολοφονήθηκε από έναν Ισραηλινό φανατικό που αντιτάχθηκε στην ειρηνευτική πρωτοβουλία.
Έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες για την επίλυση της σύγκρουσης ως μέρος της Ισραηλινοπαλαιστινιακής ειρηνευτικής διαδικασίας, παράλληλα με άλλες προσπάθειες για την επίλυση της ευρύτερης αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Με τις συμφωνίες του Όσλο του 1993–1995 σημειώθηκε κάποια πρόοδος προς μια λύση δύο κρατών, αλλά η κατοχή και ο αποκλεισμός της Λωρίδας της Γάζας από το 2005 συνεχίζονται. Τα ζητήματα του τελικού καθεστώτος περιλαμβάνουν το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, τους ισραηλινούς εποικισμούς, τα σύνορα, την ασφάλεια και τα δικαιώματα του νερού, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των Παλαιστινίων και το παλαιστινιακό δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων.
Η βίαια σύγκρουση στην περιοχήέχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών διεθνών συνεδρίων που ασχολούνται με ιστορικά δικαιώματα, ζητήματα ασφάλειας και ανθρώπινα δικαιώματα και υπήρξε ένας παράγοντας που παρεμποδίζει τον τουρισμό και τη γενική πρόσβαση σε περιοχές που αμφισβητούνται έντονα. Η πλειονότητα των ειρηνευτικών προσπαθειών έχει επικεντρωθεί γύρω από τη λύση των δύο κρατών, η οποία περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ. Ωστόσο, η δημόσια υποστήριξη για μια λύση δύο κρατών, η οποία στο παρελθόν απολάμβανε υποστήριξης τόσο από τους Ισραηλινούς όσο και από τους Παλαιστίνιους, έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Μέσα στην ισραηλινή και στην παλαιστινιακή κοινωνία η σύγκρουση δημιουργεί μεγάλη ποικιλία απόψεων. Από την έναρξή της, οι απώλειες της σύγκρουσης δεν έχουν περιοριστεί μόνο στους μαχητές, με μεγάλο αριθμό θανάτων αμάχων και από τις δύο πλευρές. Η λύση των δύο κρατών παραμένει η πιο δημοφιλής επιλογή μεταξύ των Ισραηλινών, αν και η δημοτικότητά της παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες. Οι Ισραηλινοί είναι χωρισμένοι σε ιδεολογικές γραμμές, και πολλοί τάσσονται υπέρ της διατήρησης του status quo. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι απορρίπτουν τις λύσεις των δύο κρατών δύο από το 2022. Πολλοί πιστεύουν ότι η λύση των δύο κρατών δεν είναι πλέον πρακτική. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι υποστηρίζουν ένοπλες επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών εντός του Ισραήλ ως μέσο τερματισμού της κατοχής.
Η αμοιβαία δυσπιστία και οι σημαντικές διαφωνίες είναι βαθιές σε βασικά ζητήματα, όπως και ο αμοιβαίος σκεπτικισμός σχετικά με τη δέσμευση της άλλης πλευράς να τηρήσει τις υποχρεώσεις της σε μια ενδεχόμενη διμερή συμφωνία.[23] Από το 2006, η παλαιστινιακή πλευρά έχει διαλυθεί λόγω της σύγκρουσης μεταξύ της Φατάχ, του παραδοσιακά κυρίαρχου κόμματος και του μετέπειτα εκλογικού νικητή, της Χαμάς, μιας μαχητικής ισλαμιστικής ομάδας που απέκτησε τον έλεγχο της Γάζας.
Από το 2006 ως σήμερα η Χαμάς και το Ισραήλ έχουν κάνει τέσσερις πολέμους, τον πιο πρόσφατο αυτήν τη στιγμή, μεγάλης έντασης και βιαιότητας (Οκτώβριος 2023): ο παρών πόλεμος ξεκίνησε με τη δολοφονική επίθεση της οργάνωσης Χαμάς στα εδάφη του Ισραήλ. Το 2005, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν διέταξε την απομάκρυνση των Ισραηλινών εποίκων και στρατιωτών από τη Γάζα. Το Ισραήλ και το Ανώτατο Δικαστήριο του κήρυξαν επίσημα τον τερματισμό της κατοχής, λέγοντας ότι «δεν είχε αποτελεσματικό έλεγχο για όσα συνέβησαν» στη Γάζα. Ωστόσο, τα Ηνωμένα Έθνη και πολλοί άλλοι διεθνείς φορείς και ΜΚΟ συνεχίζουν να θεωρούν το Ισραήλ ως την κατοχική δύναμη της Λωρίδας της Γάζας, καθώς το Ισραήλ ελέγχει τον εναέριο χώρο, τα χωρικά ύδατα της Λωρίδας της Γάζας και τη μετακίνηση ανθρώπων ή αγαθών μέσα ή έξω από τη Γάζα από τον αέρα ή τη θάλασσα. Το 2006, η Χαμάς κέρδισε με ποσοστό 44% στις παλαιστινιακές κοινοβουλευτικές εκλογές. Το Ισραήλ απάντησε ότι θα ξεκινούσε οικονομικές κυρώσεις εκτός εάν η Χαμάς συμφωνούσε να αποδεχθεί προηγούμενες ισραηλοπαλαιστινιακές συμφωνίες, να αποκηρύξει τη βία και να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ, κάτι που η Χαμάς απέρριψε. Όταν η εσωτερική παλαιστινιακή πολιτική σύγκρουση μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς ξέσπασε στη Μάχη της Γάζας (2007), η Χαμάς πήρε τον πλήρη έλεγχο της περιοχής. Το 2007, το Ισραήλ επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό στη Λωρίδα της Γάζας και σε συνεργασία με την Αίγυπτο επέτρεψε τον επίγειο αποκλεισμό των αιγυπτιακών συνόρων. Το 2011, μια προσπάθεια της Παλαιστινιακής Αρχής να γίνει μέλος του ΟΗΕ ως πλήρως κυρίαρχο κράτος απέτυχε. Εν τω μεταξύ στη Γάζα που ελέγχεται από τη Χαμάς, εξακολουθούν να πραγματοποιούνται σποραδικές επιθέσεις με ρουκέτες στο Ισραήλ και ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές. Τον Νοέμβριο του 2012, η ​​εκπροσώπηση της Παλαιστίνης στα Ηνωμένα Έθνη αναβαθμίστηκε σε κράτος μη μέλος παρατηρητή και ο τίτλος της αποστολής του άλλαξε από Παλαιστίνη (εκπροσωπούμενη από την ΟΑΠ) σε «Κράτος της Παλαιστίνης». Το 2014, ένας άλλος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Γάζας έλαβε χώρα με αποτέλεσμα πάνω από 70 απώλειες Ισραηλινών και πάνω από 2000 απώλειες Παλαιστινίων. Τον Νοέμβριο του 2022, με την εκλογή της 37ης κυβέρνησης του Ισραήλ, μιας κυβέρνησης συνασπισμού με επικεφαλής τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου και αξιοσημείωτη για τη συμπερίληψη ακροδεξιών πολιτικών, [48] η βία αυξήθηκε, με αύξηση των στρατιωτικών ενεργειών όπως οι εισβολές στην Τζενίν τον Ιανουάριο του 2023, τον Ιούνιο του 2023 και τον Ιούλιο του 2023, όπως και γεγονότα όπως οι συγκρούσεις στο Τέμενος Αλ Άκσα το 2023 και οι συγκρούσεις Γάζας-Ισραήλ προκάλεσαν έναν μεγάλο αριθμό νεκρών το 2023 που είναι ο υψηλότερος από το 2005.
Αυτή τη στιγμή σκοτώνονται άμαχοι, καταστρέφονται μνημεία των Παλαιστινίων, παιδιά ζουν κάτω από καθεστώς ανέχειας, η καθημερινή βία κατά Παλαιστινίων έχει αυξηθεί κατακόρυφα, ενώ τα σπίτια τους λεηλατούνται με αγριότητα. Κάποτε η Γάζα ήταν ένας τόπος ευτυχίας. Αυτό ίσχυε και πριν από τον πόλεμο του 2014. Έκτοτε είναι ένας τόπος μαρτυρίου και άφατου πόνου. Η σημερινή κατάσταση δείχνει πως η βία δεν έχει τέλος. Ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες; Η επίθεση της Χαμάς ήταν βάρβαρη, αλλά στην ουσία εδώ και καιρό η Χαμάς είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής του Νετανιάχου. Το 2009, όταν ο ακροδεξιός πρωθυπουργός του Ισραήλ ανέλαβε για δεύτερη φορά την εξουσία, είχε σπεύσει να ενισχύσει πολιτικά την Χαμάς έναντι της Παλαιστινιακής Αρχής. Γι’ αυτόν τον λόγο και επέτρεψε στο Κατάρ να μεταφέρει σχεδόν ένα δις δολάρια στη Γάζα. Ήταν προφανές πως έπαιζε το ρόλο του «φίλου» στη Χαμάς, ενώ στην ουσία λειτουργούσε με τη γνωστή πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Η μέχρι πρότινος διαιρεμένη κοινή γνώμη του Ισραήλ που είχε φέρει τον Νετανιάχου σε δύσκολη θέση, τώρα, υπό το βάρος του πολέμου, έχει συσπειρωθεί γύρω του και έχουν μείνει ελάχιστες φωνές να ζητούν κατάπαυση του πυρός και εξεύρεση μιας κάποιας λύσης.
Η μεγάλη ευκαιρία για διαμόρφωση δύο κρατών που θα μπορούσαν να συνυπάρχουν χάθηκε μετά τη συμφωνία του Όσλο το 1991 τότε που ο Γιτζάκ Ράμπιν και ο Γιασέρ Αραφάτ έδιναν τα χέρια μπροστά στις κάμερες. Έκτοτε, το ισραηλινό κράτος αρνήθηκε να ακολουθήσει το παράδειγμα της Νοτίου Αφρικής όταν έδωσε τέλος στο Απαρτχάιντ. Για τους Ισραηλινούς η δημιουργία του κράτους τους στη συγκεκριμένη περιοχή (αλλά και η ιδέα του Μεγάλου Ισραήλ που θα προέκυπτε μέσω εποικισμών) είναι γραμμένη στη… Βίβλο. Σαν να τους παραχωρήθηκε ελέω Θεού ο τόπος στον οποίο θα συγκροτούσαν το κράτος τους. Αν, λοιπόν, προχωρούσαν σε μια άλλη διευθέτηση παραχωρώντας εδάφη, άρα και κρατική υπόσταση στην Παλαιστίνη, θα ήταν σαν να αφαιρούσαν από τη φαρέτρα τους το βασικό τους επιχείρημα που έχει ιστορία 3.000 χρόνια. Από την άλλη, για τους Παλαιστίνιους, η ήττα που υπέστησαν το 1948, για λόγους που έχουν να κάνουν με την αξιοπρέπειά τους, μετανονόμαστηκε σε Νάκμπα (βλ. Καταστροφή). Ως εκ τούτου πρόκειται για παγιωμένες απόψεις και βιώματα των δύο πλευρών που στέκονται εμπόδιο στην όποια απόφαση να δημιουργηθούν δύο κράτη στην περιοχή. Γι’ αυτό μέχρι και σήμερα το Ισραήλ αρνείται στους Παλαιστίνιους το δικαίωμα να λογίζονται ως έθνος και να μπορούν να αυτοπροσδιοριστούν.
Χρονικά ακολουθεί μια δεύτερη Νάκμπα το 1967, μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, κατά την οποία το Ισραήλ προχώρησε σε νέο εποικισμό παλαιστινιακών εδαφών και κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου συνέχιζε να χτίζει καινούργιους οικισμούς. Για τους Παλαιστίνιους, καθοριστικής σημασίας ήταν η εμφάνιση της Χαμάς, που ξεπήδησε από την Μουσουλμανική Αδελφότητα κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα (1987-1993) και αντιτάχθηκε εξαρχής στις Συμφωνίες του Όσλο. Συνέχισε τον ένοπλο αγώνα της και έβαλλε κατά της PLO. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακούγονται δύο φωνές από τη μεριά των Παλαιστινίων, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν δεόντως οι Ισραηλινοί στα διεθνή fora. Το Ισραήλ έχει πολλούς λόγους που δεν θέλει να προχωρήσει σε μια συμφωνία. Δεν είναι μόνο οι μύθοι που συγκροτούν το έθνος, αλλά και άλλοι πιο πρακτικοί λόγοι. Ως κράτος, είναι ένας σημαντικός εξαγωγέας όπλων, τα οποία στον πόλεμο (ήτοι, εν τοις πράγμασι) αποδεινύονται αποτελεσματικά. Άρα, οι δυνητικοί πελάτες θα τα αγοράσουν πιο εύκολα. Επίσης, με τις σφοδρές επιχειρήσεις στη Γάζα προσπαθεί να οικοδομήσει το προφίλ μιας τοπικής αυτοκρατορίας που μπορεί να διοικεί σύμφωνα με τις δικές της αρχές.
Επίσης, η άνοδος της ακροδεξιάς εντός του Ισραήλ, σε συνδυασμό με τη συντηρητική πολιτική του Νετανιάχου και την αποδυνάμωση της Αριστεράς στη χώρα, δίνουν πάτημα σε ακραίες φωνές να ζητούν και ακραίες λύσεις. Οι πολεμικές επιχειρήσεις των Ισραηλινών δεν έχουν μόνο ως στόχο την πλήρη διάλυση της Χαμάς (όπως διατείνεται ο Νετανιάχου), αλλά τη μετατροπή της περιοχής σε έρημο νησί. Όσο για τις διεθνείς δυνάμεις, οι ΗΠΑ παραδοσιακά στέκονται στο πλευρό του Ισραήλ, ενώ τώρα, έστω και αργά, μέσω των Μπάιντεν-Μπλίνκεν, καταδικάζουν τις λεηλασίες και τους εποικισμούς, ωστόσο όλα αυτά είναι απλές παροτρύνσεις και ευχολόγια. Πραγματική παρέμβαση δεν πρόκειται να υπάρξει εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η συνεχιζόμενη διένεξη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων ξεκίνησε στα μέσα του 20ού αιώνα. Οι καταβολές της σύγκρουσης ανάγονται στην εβραϊκή μετανάστευση και στη θρησκευτική σύγκρουση στην Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Έχει αναφερθεί ως η «πιο ανυπόληπτη σύγκρουση» στον κόσμο, με τη συνεχιζόμενη ισραηλινή κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας να κρατά για δεκαετίες.
Δημόσιες διακηρύξεις αξιώσεων για μια εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη, περιλαμβανομένου του Πρώτου Σιωνιστικού Συνεδρίου του 1897 και της Διακήρυξης του Μπάλφουρ του 1917, δημιούργησαν πρώιμες εντάσεις στην περιοχή. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η εντολή για την Παλαιστίνη περιελάμβανε μια δεσμευτική υποχρέωση για «την ίδρυση, στην Παλαιστίνη, μιας εθνικής περιοχής για τον εβραϊκό λαό». Οι εντάσεις μετατράπηκαν σε ανοιχτή παραστρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Εβραίων και Αράβων.
Η επιστροφή αρκετών σκληροπυρηνικών Παλαιστινίων Αράβων εθνικιστών, υπό την αναδυόμενη ηγεσία του Χατζ Αμίν αλ-Χουσεϊνί, από τη Δαμασκό στην Υποχρεωτική Παλαιστίνη σηματοδότησε την αρχή του παλαιστίνιου αραβικού εθνικιστικού αγώνα για τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους για τους Άραβες της Παλαιστίνης.Ο Αμίν αλ-Χουσείνι, αρχιτέκτονας του παλαιστινιακού αραβικού εθνικού κινήματος, χαρακτήρισε αμέσως το εβραϊκό εθνικό κίνημα και την εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη ως τον μοναδικό εχθρό του σκοπού του,ξεκινώντας μεγάλης κλίμακας ταραχές εναντίον των Εβραίων ήδη από το 1920 στην Ιερουσαλήμ και το 1921 στη Γιάφα. Μεταξύ των αποτελεσμάτων της βίας ήταν η ίδρυση της εβραϊκής παραστρατιωτικής δύναμης Χαγκάνα. Το 1929, μια σειρά βίαιων ταραχών οδήγησε στο θάνατο 133 Εβραίων και 116 Αράβων, με σημαντικές απώλειες Εβραίων στη Χεβρώνα και το Σαφέντ και την εκκένωση των Εβραίων από τη Χεβρώνα και τη Γάζα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο αραβικός εθνικός αγώνας στην Παλαιστίνη είχε προσελκύσει πολλούς Άραβες εθνικιστές αγωνιστές από όλη τη Μέση Ανατολή, όπως ο Σεΐχης Ιζαντίν αλ-Κασάμ από τη Συρία, ο οποίος ίδρυσε την ένοπλη ομάδα "Μαύρο Χέρι" (Black Hand) και είχε προετοιμάσει τις προϋποθέσεις για την αραβική εξέγερση του 1936. Μετά το θάνατο του αλ-Κασάμ στα τέλη του 1935, ξέσπασαν εντάσεις το 1936 στην αραβική γενική απεργία και το γενικό μποϊκοτάζ. Η απεργία σύντομα επιδεινώθηκε σε βιαίες ταραχές και η αραβική εξέγερση του 1936-1939 στην Παλαιστίνη καταπνίγηκε αιματηρά από τους Βρετανούς με τη βοήθεια συνδεδεμένων δυνάμεων της Αστυνομίας Εβραίων Εποικισμού, της Εβραϊκής Υπεραριθμητικής Αστυνομίας και των Ειδικών Νυχτερινών Ομάδων. Στο πρώτο κύμα οργανωμένης βίας, που διήρκεσε μέχρι τις αρχές του 1937, οι περισσότερες αραβικές ομάδες ηττήθηκαν από τους Βρετανούς και έγινε αναγκαστική εκδίωξη μεγάλου μέρους της αραβικής ηγεσίας.
Η εξέγερση οδήγησε στη σύσταση της Επιτροπής Πέλ για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης, αν και στη συνέχεια απορρίφθηκε από τους Παλαιστίνιους Άραβες. Οι δύο κύριοι Εβραίοι ηγέτες, ο Χάιμ Βάισμαν και ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, αποδέχθηκαν τις συστάσεις αλλά ορισμένοι δευτερεύοντες Εβραίοι ηγέτες τις αποδοκίμασαν.
Στις 29 Νοεμβρίου 1947 η Γ.Σ. του ΟΗΕ αποφάσισε τη διχοτόμηση της βρετανικής αποικίας της Παλαιστίνης σ’ ένα εβραϊκό κι ένα αραβικό κράτος, επιφυλάσσοντας για την Ιερουσαλήμ, ως ιερή πόλη των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, ειδικό καθεστώς «διεθνούς κηδεμονίας». Υπέρ της απόφασης ψήφισαν 33 κράτη σε σύνολο 56 (ανάμεσά τους οι ΗΠΑ και όλο το σοβιετικό μπλοκ), κατά 13 (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), 10 απείχαν κι 1 απουσίασε από την ψηφοφορία. Ενώ οι Εβραίοι αποτελούσαν το 1945 το 30,8% του συνολικού πληθυσμού της Παλαιστίνης, ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στις πόλεις και κατείχαν μόλις το 6,3% της γης, το εβραϊκό κράτος θα περιλάμβανε το 55,5% της Παλαιστίνης, έναντι 43,8% του αραβικού και 0,7% της Ιερουσαλήμ. Εξίσου προβληματική ήταν η προβλεπόμενη κατανομή του πληθυσμού: το μεν αραβικό κράτος θα περιλάμβανε 725.000 Αραβες και μόλις 10.000 Εβραίους, το εβραϊκό 498.000 Εβραίους και 497.000 Αραβες (οι 90.000 Βεδουίνοι νομάδες), ενώ η Ιερουσαλήμ από 100.000 περίπου. Το ένα τέταρτο περίπου των 608.000 Εβραίων του 1947 ήταν γηγενείς ή παλιοί έποικοι, ενώ οι υπόλοιποι 450.000 είχαν εγκατασταθεί μετά το 1919, στο πλαίσιο του οργανωμένου σιωνιστικού εποικισμού.
● Σχεδόν αμέσως ξέσπασαν διακοινοτικές συγκρούσεις, καθώς η αραβική πλειονότητα του πληθυσμού δεν ήταν εύκολο ν’ αποδεχτεί τη μετατροπή της σε εξιλαστήριο θύμα μιας καθαρά ενδοευρωπαϊκής υπόθεσης, όπως το Ολοκαύτωμα. Η μάχη που ακολούθησε υπήρξε εξαιρετικά άνιση: οι ασυντόνιστες πολιτοφυλακές των παλαιστινιακών χωριών, μερικές εκατοντάδες ντόπιοι αντάρτες και 4-6.000 εθελοντές ενός «Αραβικού Απελευθερωτικού Στρατού» αποδείχτηκαν εύκολη λεία για τους 30.000 μαχητές της ισραηλιτικής «Αμυνας» (Χαγκάνα) και τους 2.500-3.500 ενόπλους της εβραϊκής ακροδεξιάς (IZL και LHI). Εξίσου καταστροφικός αποδείχτηκε ο φατριασμός της αραβικής ηγεσίας: ύστερα από μυστική συνεννόηση του επικεφαλής τους με τους Ισραηλινούς, οι «εθελοντές» απέφυγαν λ.χ. να εμποδίσουν τη στρατιωτική συντριβή των ντόπιων ανταρτών. Μέσα σε πεντέμισι μήνες από την απόφαση του ΟΗΕ, 199 αραβικά χωριά εκκενώθηκαν έτσι από τους κατοίκους τους και 400.000 Παλαιστίνιοι μετατράπηκαν σε πρόσφυγες.
Σύμφωνα με την ισραηλινή προπαγάνδα, ο εκπατρισμός των Παλαιστινίων προκλήθηκε βάσει ραδιοφωνικής «εντολής» των γειτονικών αραβικών χωρών, προκειμένου να διευκολυνθεί (και νομιμοποιηθεί) η επίθεσή τους κατά του νεογέννητου εβραϊκού κράτους.Εξονυχιστικές έρευνες του περιεχομένου των αραβικών ραδιοφωνικών εκπομπών της εποχής, που καταγράφονταν συστηματικά από τις δυτικές και ισραηλινές υπηρεσίες, απέδειξαν ήδη από τη δεκαετία του 1950 πως ο ισχυρισμός αυτός ήταν απόλυτα ψευδής.
Στις 14 Μαΐου 1948 ανακηρύχθηκε πανηγυρικά η ανεξαρτησία του Ισραήλ. Το νέο κράτος αναγνωρίστηκε αμέσως από τις ΗΠΑ (15/5) και την ΕΣΣΔ (17/5). Το επόμενο πρωί, στρατεύματα της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Συρίας, του Λιβάνου και του Ιράκ διέσχισαν τα σύνορα της Παλαιστίνης με διακηρυγμένο στόχο την προστασία του αραβικού πληθυσμού της. ● Ο πόλεμος που ακολούθησε κάθε άλλο παρά σαν αναμέτρηση Δαβίδ και Γολιάθ μπορεί να περιγραφεί. Οι Ισραηλινοί διέθεταν σταθερή (και αυξανόμενη) αριθμητική υπεροχή· οι αραβικοί στρατοί ήταν βαθιά διχασμένοι, στερούνταν πολεμική πείρα και, με εξαίρεση κάποιες παραμεθόριες κρούσεις των Σύρων, περιορίστηκαν στην (άκαρπη) υπεράσπιση αποκλειστικά και μόνο των εδαφών που ο ΟΗΕ είχε επιδικάσει στο «αραβικό κράτος». Μετά την πρώτη εκεχειρία (11/6-8/7) η πρωτοβουλία πέρασε καθαρά στο Ισραήλ, τα στρατεύματα του οποίου εξαπέλυσαν διαδοχικές επιθέσεις καταλαμβάνοντας μέχρι τα τέλη της χρονιάς το 78% της Παλαιστίνης. Την οριστική κατάπαυση του πυρός (6/1/1949) ακολούθησαν χωριστές συμφωνίες ανακωχής και η εξαφάνιση του εναπομείναντος 22%: η μεν Αίγυπτος κράτησε τη λωρίδα της Γάζας (έδρα ώς το 1959 μιας «εξόριστης παμπαλαιστινιακής κυβέρνησης»), η δε Ιορδανία προσάρτησε επίσημα στις 29/4/1950 τη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη. Απ’ την πλευρά του, το Ισραήλ διακήρυξε πως θεωρούσε τα σύνορά του «προσωρινά» −και το 1967 διόρθωσε αυτή την εκκρεμότητα, καταλαμβάνοντας την υπόλοιπη Παλαιστίνη και μεταφέροντας την πρωτεύουσά του από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ.
Μέσα στο 1948, το μεγαλύτερο μέρος των Παλαιστινίων μετατράπηκε σε πρόσφυγες. Η UNRWA κατέγραψε το 1949 συνολικά 726.000, αριθμό που ισοδυναμούσε με το 58,4% των Αράβων που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη το 1945 (1.243.867). Από βρετανικές και ισραηλινές υπηρεσίες ο πραγματικός αριθμός των προσφύγων υπολογίστηκε κατ’ ιδίαν γύρω στις 800.000, το Ισραήλ πρόβαλε επίσημα έναν πλασματικό νούμερο 520.000 (Morris 2004, σ.602), ενώ Παλαιστίνιοι ερευνητές τους ανεβάζουν σε 935.000 (Abu-Sitta 2010, σ.117). Στην ισραηλινή επικράτεια απέμειναν το 1949 μόνο 156.000 Αραβες, ως πολίτες β΄ κατηγορίας. 46.000 απ’ αυτούς χαρακτηρίστηκαν μάλιστα «εσωτερικοί πρόσφυγες» και τους απαγορεύθηκε η επιστροφή στα σπίτια τους.
Η ιδέα της εκκένωσης της Παλαιστίνης από ένα μέρος τουλάχιστον του ντόπιου αραβικού πληθυσμού της, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για οργανωμένο εποικισμό, υπήρξε σύμφυτη με τη διατύπωση του σιωνιστικού σχεδίου για εθνικό εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη.
Ηδη στις 12/6/1895 ο ιδρυτής του κινήματος Τέοντορ Χερτζλ οραματίζεται έτσι στο ημερολόγιό του την «ήπια» απαλλοτρίωση της παλαιστινιακής γης: δελεαστικές προσφορές στους τσιφλικάδες και εκδίωξη των ακτημόνων καλλιεργητών «με παροχή απασχόλησης στις χώρες διέλευσης και στέρηση κάθε απασχόλησης στη δική μας χώρα». Για την επιβολή αυτού του αποκλεισμού, το Εθνικό Εβραϊκό Ταμείο (JNF) που ιδρύθηκε το 1901 για την εξαγορά και διαχείριση της παλαιστινιακής γης απαγορευόταν καταστατικά ν’ απασχολεί στα κτήματά του μη Εβραίους. Μετά το 1919, οι σιωνιστικές οργανώσεις θ’ ασκήσουν επίσης ισχυρή πίεση στις βρετανικές αποικιακές αρχές κατά της νομοθετικής προστασίας των Παλαιστινίων κολίγων, προκειμένου αυτοί να μην αποκτήσουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη γη που καλλιεργούσαν. Υπέρμαχος ο ίδιος του σιωνιστικού εγχειρήματος, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ διαπιστώνει έτσι το 1919, ως υπουργός Πολέμου, πως «οι Εβραίοι, στους οποίους έχουμε υποσχεθεί την Παλαιστίνη, θεωρούν δεδομένο πως ο ντόπιος πληθυσμός θα υποχρεωθεί ν’ αδειάσει τη γωνιά για να βολευτούν αυτοί».
Το πρώτο πρόγραμμα κατατέθηκε αμέσως (21/11/1937) από τον επικεφαλής του «Τμήματος Γαιών» του JNF, Γιόζεφ Βάιτς, και πρόβλεπε τη στοχευμένη μεταφορά 87.300 Παλαιστινίων ακτημόνων, κολίγων και μικροκαλλιεργητών στην Υπεριορδανία, τη Συρία και τη Γάζα, σε κτήματα που θ’ αγοράζονταν εκεί, προκειμένου ο αραβικός πληθυσμός του εβραϊκού κράτους να μειωθεί κατά 1/3 μέσα σε 2-3 χρόνια και ν’ «απελευθερωθούν» 680.000 στρέμματα για εποικισμό.
Ο Αραβικός Σύνδεσμος υποστήριξε τον αραβικό αγώνα σχηματίζοντας τον Αραβικό Απελευθερωτικό Στρατό που αποτελούνταν κυρίως από εθελοντές, υποστηρίζοντας τον Παλαιστινιακό Αραβικό Στρατό του Ιερού Πολέμου, υπό την ηγεσία του αλ-Χουσεϊνί και του Χασάν Σαλαμά. Από την εβραϊκή πλευρά, ο εμφύλιος πόλεμος διοικήθηκε από τις μεγάλες υπόγειες πολιτοφυλακές - τους Χαγκάνα, Ίργκουν και Λέβι - που ενισχύθηκαν από πολλούς Εβραίους βετεράνους του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου και ξένους εθελοντές. Την άνοιξη του 1948, ήταν ήδη ξεκάθαρο ότι οι αραβικές δυνάμεις πλησίαζαν σε πλήρη κατάρρευση, ενώ οι δυνάμεις των Εβραίων εποίκων κέρδιζαν όλο και περισσότερο έδαφος, δημιουργώντας ένα μεγάλης κλίμακας προσφυγικό πρόβλημα των Παλαιστινίων Αράβων.
«Δεν υπάρχει χώρος για δύο λαούς σε τούτη τη χώρα. [...] Η μόνη λύση είναι μια Γη του Ισραήλ δίχως Αραβες. [...] Δεν πρέπει να μείνει ούτε ένα χωριό, ούτε μια φυλή» (20/12/1940)· «Η λύση του εβραϊκού προβλήματος είναι η σιωνιστική ιδέα· μονάχα στη Γη του Ισραήλ, όχι όμως να παραμείνουν οι Αραβες πλειονότητα. Η λύση είναι η πλήρης εκκένωση της χώρας από τους άλλους κατοίκους της και η μεταβίβασή της στον εβραϊκό λαό» (20/3/1941)· «Η σωτηρία θα έρθει μόνο με μετακίνηση πληθυσμού. Δεν υπάρχει χώρος για εμάς και για τους γείτονές μας. Είναι υπερβολικά πολλοί και υπερβολικά ριζωμένοι. Μόνη οδός είναι να τους κόψουμε σύρριζα και να τους ξεριζώσουμε» (26/6/1941).
Το σχέδιο διχοτόμησης των Ηνωμένων Εθνών του 1947 για την Παλαιστίνη δεν εφαρμόστηκε ποτέ και προκάλεσε τον Παλαιστινιακό Πόλεμο 1947–1949. Οι συνολικές μάχες, που οδήγησαν σε περίπου 15.000 θύματα, οδήγησαν σε συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός και ανακωχής του 1949, με το Ισραήλ να κατέχει μεγάλο μέρος του εδάφους της πρώην Βρετανικής Εντολής, της Ιορδανίας και αργότερα να προσαρτά τη Δυτική Όχθη, με την Αίγυπτο να καταλαμβάνει τη Λωρίδα της Γάζας, όπου η Πανπαλαιστινιακή Κυβέρνηση ανακηρύχθηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο στις 22 Σεπτεμβρίου 1948.
Το τρέχον ισραηλινοπαλαιστινιακό status quo ξεκίνησε μετά την ισραηλινή στρατιωτική κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών στον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 (τρίτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος), όταν πρωθυπουργός του Ισραήλ ήταν η Γκόλντα Μεχίρ. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών του 1967 άσκησε σημαντική επίδραση στον παλαιστινιακό εθνικισμό, καθώς το Ισραήλ απέκτησε τον στρατιωτικό έλεγχο της Δυτικής Όχθης από την Ιορδανία και τη Λωρίδα της Γάζας από την Αίγυπτο. Κατά συνέπεια, η ΟΑΠ δεν μπόρεσε να έχει κανέναν έλεγχο στο έδαφος και ίδρυσε το αρχηγείο της στην Ιορδανία, όπου ζούσαν εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, και υποστήριξε τον ιορδανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου της φθοράς, ο οποίος περιελάμβανε τη μάχη του Καραμέχ. Ωστόσο, η παλαιστινιακή βάση στην Ιορδανία κατέρρευσε με τον ιορδανοπαλαιστινιακό εμφύλιο πόλεμο το 1970. Η ήττα της ΟΑΠ από τους Ιορδανούς έκανε τους περισσότερους Παλαιστίνιους μαχητές να εγκατασταθούν στο Νότιο Λίβανο, όπου σύντομα κατέλαβαν μεγάλες περιοχές.
Η παλαιστινιακή εξέγερση στο Νότιο Λίβανο κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, καθώς ο Λίβανος χρησιμοποιήθηκε ως βάση για να εξαπολύσει επιθέσεις στο βόρειο Ισραήλ και εκστρατείες αεροπειρατείας αεροπλάνων σε όλο τον κόσμο, κάτι που προκάλεσε ισραηλινά αντίποινα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου, οι Παλαιστίνιοι μαχητές συνέχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ, ενώ μάχονταν επίσης με τους αντιπάλους εντός του Λιβάνου. Το 1978, η σφαγή στην παράκτια οδό οδήγησε στην ισραηλινή εισβολή πλήρους κλίμακας γνωστή ως Επιχείρηση Λιτάνι. Οι ισραηλινές δυνάμεις, ωστόσο, αποσύρθηκαν γρήγορα από τον Λίβανο και οι επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ ξανάρχισαν. Το 1982, μετά από μια απόπειρα δολοφονίας ενός διπλωμάτη της από Παλαιστίνιους, η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου. Τα αρχικά αποτελέσματα για το Ισραήλ ήταν επιτυχή. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι μαχητές ηττήθηκαν μέσα σε αρκετές εβδομάδες, η Βηρυτός καταλήφθηκε και η ηγεσία της ΟΑΠ κατέφυγε στην Τυνησία τον Ιούνιο με απόφαση του Γιασέρ Αραφάτ. /
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι διεθνείς προσπάθειες για τη διευθέτηση της σύγκρουσης είχαν ξεκινήσει, υπό το φως της επιτυχίας της ειρηνευτικής συνθήκης Αιγύπτου-Ισραήλ του 1982. Τελικά, η ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης οδήγησε στις Συμφωνίες του Όσλο του 1993, επιτρέποντας στην ΟΑΠ να μετεγκατασταθεί από την Τυνησία και να πάρει έδαφος στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, ιδρύοντας την Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή. Η ειρηνευτική διαδικασία είχε επίσης σημαντική αντίθεση μεταξύ ριζοσπαστικών ισλαμικών στοιχείων της παλαιστινιακής κοινωνίας, όπως η Χαμάς και η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, που ξεκίνησαν αμέσως μια εκστρατεία επιθέσεων με στόχο τους Ισραηλινούς. Μετά από εκατοντάδες θύματα και ένα κύμα ριζοσπαστικής αντικυβερνητικής προπαγάνδας, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν δολοφονήθηκε από έναν Ισραηλινό φανατικό που αντιτάχθηκε στην ειρηνευτική πρωτοβουλία.
Έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες για την επίλυση της σύγκρουσης ως μέρος της Ισραηλινοπαλαιστινιακής ειρηνευτικής διαδικασίας, παράλληλα με άλλες προσπάθειες για την επίλυση της ευρύτερης αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Με τις συμφωνίες του Όσλο του 1993–1995 σημειώθηκε κάποια πρόοδος προς μια λύση δύο κρατών, αλλά η κατοχή και ο αποκλεισμός της Λωρίδας της Γάζας από το 2005 συνεχίζονται. Τα ζητήματα του τελικού καθεστώτος περιλαμβάνουν το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, τους ισραηλινούς εποικισμούς, τα σύνορα, την ασφάλεια και τα δικαιώματα του νερού, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των Παλαιστινίων και το παλαιστινιακό δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων.
Η βίαια σύγκρουση στην περιοχήέχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών διεθνών συνεδρίων που ασχολούνται με ιστορικά δικαιώματα, ζητήματα ασφάλειας και ανθρώπινα δικαιώματα και υπήρξε ένας παράγοντας που παρεμποδίζει τον τουρισμό και τη γενική πρόσβαση σε περιοχές που αμφισβητούνται έντονα. Η πλειονότητα των ειρηνευτικών προσπαθειών έχει επικεντρωθεί γύρω από τη λύση των δύο κρατών, η οποία περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ. Ωστόσο, η δημόσια υποστήριξη για μια λύση δύο κρατών, η οποία στο παρελθόν απολάμβανε υποστήριξης τόσο από τους Ισραηλινούς όσο και από τους Παλαιστίνιους, έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Μέσα στην ισραηλινή και στην παλαιστινιακή κοινωνία η σύγκρουση δημιουργεί μεγάλη ποικιλία απόψεων. Από την έναρξή της, οι απώλειες της σύγκρουσης δεν έχουν περιοριστεί μόνο στους μαχητές, με μεγάλο αριθμό θανάτων αμάχων και από τις δύο πλευρές. Η λύση των δύο κρατών παραμένει η πιο δημοφιλής επιλογή μεταξύ των Ισραηλινών, αν και η δημοτικότητά της παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες. Οι Ισραηλινοί είναι χωρισμένοι σε ιδεολογικές γραμμές, και πολλοί τάσσονται υπέρ της διατήρησης του status quo. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι απορρίπτουν τις λύσεις των δύο κρατών δύο από το 2022. Πολλοί πιστεύουν ότι η λύση των δύο κρατών δεν είναι πλέον πρακτική. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι υποστηρίζουν ένοπλες επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών εντός του Ισραήλ ως μέσο τερματισμού της κατοχής.
Η αμοιβαία δυσπιστία και οι σημαντικές διαφωνίες είναι βαθιές σε βασικά ζητήματα, όπως και ο αμοιβαίος σκεπτικισμός σχετικά με τη δέσμευση της άλλης πλευράς να τηρήσει τις υποχρεώσεις της σε μια ενδεχόμενη διμερή συμφωνία.[23] Από το 2006, η παλαιστινιακή πλευρά έχει διαλυθεί λόγω της σύγκρουσης μεταξύ της Φατάχ, του παραδοσιακά κυρίαρχου κόμματος και του μετέπειτα εκλογικού νικητή, της Χαμάς, μιας μαχητικής ισλαμιστικής ομάδας που απέκτησε τον έλεγχο της Γάζας.
Από το 2006 ως σήμερα η Χαμάς και το Ισραήλ έχουν κάνει τέσσερις πολέμους, τον πιο πρόσφατο αυτήν τη στιγμή, μεγάλης έντασης και βιαιότητας (Οκτώβριος 2023): ο παρών πόλεμος ξεκίνησε με τη δολοφονική επίθεση της οργάνωσης Χαμάς στα εδάφη του Ισραήλ. Το 2005, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν διέταξε την απομάκρυνση των Ισραηλινών εποίκων και στρατιωτών από τη Γάζα. Το Ισραήλ και το Ανώτατο Δικαστήριο του κήρυξαν επίσημα τον τερματισμό της κατοχής, λέγοντας ότι «δεν είχε αποτελεσματικό έλεγχο για όσα συνέβησαν» στη Γάζα. Ωστόσο, τα Ηνωμένα Έθνη και πολλοί άλλοι διεθνείς φορείς και ΜΚΟ συνεχίζουν να θεωρούν το Ισραήλ ως την κατοχική δύναμη της Λωρίδας της Γάζας, καθώς το Ισραήλ ελέγχει τον εναέριο χώρο, τα χωρικά ύδατα της Λωρίδας της Γάζας και τη μετακίνηση ανθρώπων ή αγαθών μέσα ή έξω από τη Γάζα από τον αέρα ή τη θάλασσα. Το 2006, η Χαμάς κέρδισε με ποσοστό 44% στις παλαιστινιακές κοινοβουλευτικές εκλογές. Το Ισραήλ απάντησε ότι θα ξεκινούσε οικονομικές κυρώσεις εκτός εάν η Χαμάς συμφωνούσε να αποδεχθεί προηγούμενες ισραηλοπαλαιστινιακές συμφωνίες, να αποκηρύξει τη βία και να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ, κάτι που η Χαμάς απέρριψε. Όταν η εσωτερική παλαιστινιακή πολιτική σύγκρουση μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς ξέσπασε στη Μάχη της Γάζας (2007), η Χαμάς πήρε τον πλήρη έλεγχο της περιοχής. Το 2007, το Ισραήλ επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό στη Λωρίδα της Γάζας και σε συνεργασία με την Αίγυπτο επέτρεψε τον επίγειο αποκλεισμό των αιγυπτιακών συνόρων. Το 2011, μια προσπάθεια της Παλαιστινιακής Αρχής να γίνει μέλος του ΟΗΕ ως πλήρως κυρίαρχο κράτος απέτυχε. Εν τω μεταξύ στη Γάζα που ελέγχεται από τη Χαμάς, εξακολουθούν να πραγματοποιούνται σποραδικές επιθέσεις με ρουκέτες στο Ισραήλ και ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές. Τον Νοέμβριο του 2012, η ​​εκπροσώπηση της Παλαιστίνης στα Ηνωμένα Έθνη αναβαθμίστηκε σε κράτος μη μέλος παρατηρητή και ο τίτλος της αποστολής του άλλαξε από Παλαιστίνη (εκπροσωπούμενη από την ΟΑΠ) σε «Κράτος της Παλαιστίνης». Το 2014, ένας άλλος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Γάζας έλαβε χώρα με αποτέλεσμα πάνω από 70 απώλειες Ισραηλινών και πάνω από 2000 απώλειες Παλαιστινίων. Τον Νοέμβριο του 2022, με την εκλογή της 37ης κυβέρνησης του Ισραήλ, μιας κυβέρνησης συνασπισμού με επικεφαλής τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου και αξιοσημείωτη για τη συμπερίληψη ακροδεξιών πολιτικών, [48] η βία αυξήθηκε, με αύξηση των στρατιωτικών ενεργειών όπως οι εισβολές στην Τζενίν τον Ιανουάριο του 2023, τον Ιούνιο του 2023 και τον Ιούλιο του 2023, όπως και γεγονότα όπως οι συγκρούσεις στο Τέμενος Αλ Άκσα το 2023 και οι συγκρούσεις Γάζας-Ισραήλ προκάλεσαν έναν μεγάλο αριθμό νεκρών το 2023 που είναι ο υψηλότερος από το 2005.
Τα δύο μέρη που θα πρέπει να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε άμεση διαπραγμάτευση είναι η ισραηλινή κυβέρνηση και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Οι επίσημες διαπραγματεύσεις γίνονται υπό την αιγίδα του Κουαρτέτου για τη Μέση Ανατολή, το οποίο αποτελείται από τα Ηνωμένα Έθνη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Αραβικός Σύνδεσμος, ο οποίος έχει προτείνει ένα εναλλακτικό σχέδιο ειρήνης, είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας. Η Αίγυπτος, ιδρυτικό μέλος του Αραβικού Συνδέσμου, υπήρξε ιστορικά βασικός συμμετέχων στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση και στις σχετικές διαπραγματεύσεις, περισσότερο από τη συνθήκη ειρήνης Αιγύπτου-Ισραήλ. Ένας άλλος εξίσου βασικός συμμετέχων είναι η Ιορδανία, η οποία προσάρτησε τη Δυτική Όχθη το 1950 και την κράτησε μέχρι το 1967, χωρίς να διεκδικεί την εδαφική της αξίωση το 1988, με τους βασιλικούς Χασεμίτες της Ιορδανίας να είναι υπεύθυνοι για την κηδεμονία των ιερών τόπων στην Ιερουσαλήμ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...