Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 5 Μαΐου 2024
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η "ΝΕΑ ΡΩΜΗ"
Η βασιλεία του Κωνσταντίνου (Flavius Valerius Constantinus, 27 Φεβρουαρίου 272 - 22 Μαΐου 337) υπήρξε αιμοσταγής και τυραννική. Γεννημένος στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Νις (Ниш, στη Σερβία), ο Κωνσταντίνος ήταν γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου, αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την περιοχή της Ιλλυρίας. Η μητέρα του, Ελένη, ήταν Ελληνίδα Μικρασιάτισσα, με καταγωγή από την πόλη Δρέπανο στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του έγινε Καίσαρας και αναπληρωτής αυτοκράτορας στη Δύση το 293. Ο Κωνσταντίνος στάλθηκε ανατολικά, όπου ανήλθε στην ιεραρχία για να γίνει χιλίαρχος των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Γαλέριου.
Τον πρώτο καιρό έζησε κοντά στον πατέρα του, παρακολουθώντας τους στρατιωτικούς του αγώνες. Στο περιβάλλον του Κωνστάντιου ο Κωνσταντίνος έλαβε τη στρατιωτική εκπαίδευση και έμαθε τα εγκύκλια γράμματα.
Ένα περιστατικό είναι ενδεικτικό της βιαιότητας και του οξύθυμου χαρακτήρα του Κωνσταντίνου, που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και που, όπως θα δούμε, τον οδήγησαν σε σκληρές αποφάσεις, οι οποίες σημάδεψαν την οικογενειακή του ζωή: Ο Καίσαρας Γαλέριος γιόρταζε τη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον των Περσών με θηριομαχίες στην αρένα της Νικομήδειας, τις οποίες παρακολουθούσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι, μεταξύ τους ο Κωνσταντίνος και βέβαια ο λαός. Ο Γαλέριος, που στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου διέβλεπε έναν ικανότατο μελλοντικό αντίπαλο, με τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια αμφισβήτησαν το θάρρος του Κωνσταντίνου και τον προκάλεσαν να αντιμετωπίσει ένα λιοντάρι Νουμιδίας, για να αποδείξει τις ικανότητές του. Ο Κωνσταντίνος, οργισμένος για τη δημόσια προσβολή του Γαλερίου, αποδέχτηκε την πρόκληση, παρά τις ρητές αντιρρήσεις του Διοκλητιανού, ο οποίος φοβόταν για τη ζωή του νεαρού αξιωματικού του. Ο Κωνσταντίνος σκότωσε το λιοντάρι μέσα στην αρένα, κάτω από τις επευφημίες του πλήθους, που εύλογα δεν ήταν συνηθισμένο να βλέπει τους γιους της ανώτατης στρατιωτικής και διοικητικής αριστοκρατίας να συμμετέχουν στις άγριες επικίνδυνες θηριομαχίες.[
Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός προέβη στη διοικητική μεταρρύθμιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εισάγοντας το θεσμό της «τετραρχίας» και το 293 μ.Χ. όρισε τον Κωνστάντιο Α΄ Χλωρό Καίσαρα της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας (των δυτικών επαρχιών). Ο νόμος όμως απαγόρευε σε ανώτατους αξιωματούχους να είναι παντρεμένοι με γυναίκες ταπεινής καταγωγής. Έτσι ο Κωνστάντιος χώρισε, ύστερα από «έδικτο» (αυτοκρατορικό διάταγμα) του Διοκλητιανού, την Ελένη και παντρεύτηκε τη Φλαβία Θεοδώρα, συγγενή του Μαξιμιανού, Αυγούστου της Δύσης. Ο γιος του Κωνσταντίνος και η Ελένη παρέμειναν στη Νικομήδεια, όμηροι του Διοκλητιανού και του Καίσαρα της Ανατολής Γαλέριου. Δίπλα στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος συμμετείχε σε έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς εναντίον των χριστιανών, με βασανιστήρια και δημόσιες εκτελέσεις των οπαδών της νέας θρησκείας, που ξεκίνησε με το «έδικτο» του αυτοκράτορα το 303 μ.Χ. από τη Νικομήδεια.
Στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ., όταν ο Κωνστάντιος πέθανε, οι λεγεώνες στο Εβόρακο (Eboracum, σημερινό Γιορκ) ανακήρυξαν με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Οι επαρχίες που θα διοικούσε ήταν η Βρετανία και η Γαλατία. Από τη Βρετανία, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, που παρέμεινε η έδρα της επικράτειάς του για τα επόμενα έξι χρόνια. Στη σύγχρονη πόλη της Τριρ τα αυτοκρατορικά λουτρά («Kaiserthermen») και η μονόκλιτη βασιλική (Basilika), η αίθουσα του θρόνου (Aula Palatina), μαρτυρούν ως τις μέρες μας για τη διαμονή του Κωνσταντίνου στην πόλη.
Την ίδια περίοδο η Σύγκλητος και η Πραιτοριανή Φρουρά συμμάχησαν με τον Μαξέντιο στη Ρώμη, γιο του Μαξιμιανού, και τον ανακήρυξαν αρχικά «πρίγκιπα» (princeps) και στη συνέχεια Αύγουστο. Ο Μαξέντιος ανακάλεσε τότε τον πατέρα του στον θρόνο και τον έχρισε συναυτοκράτορά του, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Τον Νοέμβριο του 307 έλαβε στην Ανατολή τον τίτλο του Αυγούστου και ο Λικίνιος, έμπιστος φίλος του Γαλέριου.
Ο Γαλέριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον τίτλο του Αυγούστου στον Κωνσταντίνο, του παραχώρησε μόνο τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί έτσι εύκολα από τις φιλοδοξίες του. Προσπάθησε λοιπόν να τον αποδεχθεί ο Γαλέριος. Για τον σκοπό αυτό επιδίωξε να συγγενέψει με τους δύο αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Μαξέντιο. Το 307 μ.Χ. χώρισε τη γυναίκα του Μινερβίνη (κατά άλλους, παλλακίδα του) με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Κρίσπο, και παντρεύτηκε στους Τρεβήρους την κόρη του Μαξιμιανού και αδελφή του Μαξέντιου, την όμορφη Φαύστα. Ο Γαλέριος δεν θεώρησε επαρκείς τις προϋποθέσεις αυτές και εξακολουθούσε να αναγνωρίζει στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του Καίσαρα, όχι όμως και του Αυγούστου.
Γενικά τα χρόνια αυτά σημαδεύτηκαν από μία εξαιρετική αναρχία, κατά την οποία όσοι είχαν λάβει τον τίτλο του Καίσαρα, έπειτα από την παραίτηση του Διοκλητιανού, αναγορεύτηκαν αργότερα Αύγουστοι και αναλώθηκαν σε αγώνες ο ένας εναντίον του άλλου. Τελικά παρέμειναν Αύγουστοι: ο Κωνσταντίνος στη Βρετανία και Γαλατία, ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος στις επαρχίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Δυτικής Αφρικής, ο Λικίνιος στην επαρχία της Παννονίας, της Ραιτίας, της Δαλματίας, του Νωρικού, και της Βαλερίας, ο Μαξιμίνος στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, ο Γαλέριος σε ολόκληρη την Ανατολή (στην επικράτειά του περιλαμβανόταν και η σημερινή Ελλάδα). Έτσι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε πέντε αυτοκράτορες. Οι φιλοδοξίες του καθενός καθιστούσαν αναπόφευκτη μια μακρά περίοδο σκληρών και πολυμέτωπων συγκρούσεων, που θα έκριναν ποιος θα κυβερνούσε ως μονοκράτορας την αχανή αυτοκρατορία.
Καθ'όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας (αλλά και του Μεσαίωνα, και των νεώτερων δυναστειών της Ευρώπης), τον πρώτο ρόλο στην διαδοχή τον είχε ο στρατός και κυρίως η αυτοκρατορική φρουρά, οι πραιτωριανοί, που αναγόρευαν Αύγουστο τον δικό τους εκλεκτό, έναν αγροίκο συνήθως στρατιωτικό που τους εξασφάλιζε, την εύνοια τους με υποσχέσεις πλουτισμού, δύναμης και δόξας. Έτσι και ο Κωνσταντίνος: τον αυτοκρατορικό θρόνο τον κέρδισε με πολυαίμακτες συρράξεις, εξολόθρευση των ανταγωνιστών του, μέχρι να γίνει κυρίαρχος σε Ανατολή και Δύση καταργώντας (κατ'ουσίαν) τον θεσμό της Τετραρχίας.
Το 308 μ.Χ. ο γέρος αυτοκράτορας προσπάθησε να πείσει τον γιο του Μαξέντιο να τον αναγνωρίσει ως «ύπατο Αύγουστο». Ο Μαξέντιος όμως αρνήθηκε και ο Μαξιμιανός προσπάθησε να εκθρονίσει τον γιο του με τη βία, αλλά δεν τα κατάφερε.
Στα τέλη του 308, στη σύνοδο όλων των Αυγούστων στο Καρνούντο (Carnuntum) υπό τον παραιτηθέντα αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο Μαξιμιανός προσπάθησε να πείσει τον Διοκλητιανό να ξαναφορέσει την πορφύρα, ώστε να συμβασιλεύσουν. Και πάλι όμως απέτυχε και μάλιστα ο Διοκλητιανός τον εξανάγκασε σε παραίτηση από τον τίτλο του Αυγούστου. Τότε ο Μαξιμιανός κατέφυγε στον γαμπρό του Κωνσταντίνο στη Γαλατία.
Ο Κωνσταντίνος καλοδέχτηκε τον Μαξιμιανό και του απόδωσε όλες τις τιμές που άρμοζαν σε έναν τέως αυτοκράτορα. Γενικά φαίνεται πως του συμπεριφερόταν όπως ένας γιος σε πατέρα (όπως έχει προαναφερθεί, ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την κόρη του Μαξιμιανού Φαύστα). Ο Μαξιμιανός όμως εξακολουθούσε να ονειρεύεται την πορφύρα και σχεδίαζε να σφετεριστεί την εξουσία του Κωνσταντίνου.
Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 310, κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης των Φράγκων. Ο Κωνσταντίνος με ένα τμήμα του στρατού του αναχώρησε για να καταστείλει την εξέγερση. Τότε ο Μαξιμιανός διέδωσε πως τάχα ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και προσπάθησε με χρήματα να εξασφαλίσει την πίστη των στρατιωτών στο πρόσωπό του. Εμπιστεύτηκε όμως τα σχέδια αυτά στην κόρη του κι εκείνη κατόρθωσε να ειδοποιήσει τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος τότε, τον Ιούλιο 310, έσπευσε νότια και κατέλαβε την Αρελάτη (σημ. Αρλ), για να εμποδίσει τον Μαξιμιανό να οργανώσει καλά την άμυνά του. Ο Μαξιμιανός κλείστηκε στα τείχη της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη και αιχμαλώτισε τον Μαξιμιανό. Για χάρη όμως της Φαύστας συγχώρεσε τον πεθερό του, του αφαίρεσε όμως την πορφύρα και τις τιμές που αποδίδονταν σε αυτοκράτορες.
Φαίνεται όμως ότι ο Μαξιμιανός δεν μπορούσε να εννοήσει ότι η εποχή της δύναμής του είχε παρέλθει. Έτσι προσπάθησε να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο, ενώ εκείνος κοιμόταν. Για άλλη μια φορά ενέπλεξε τη Φαύστα στις δολοπλοκίες του, προφανώς αγνοώντας τον ρόλο που είχε παίξει η κόρη του στην αποτυχία του πρώτου σχεδίου. Εκείνη και πάλι προτίμησε τον άντρα της από τον πατέρα της και αποκάλυψε τα πάντα στον Κωνσταντίνο. Ο Μαξιμιανός συνελήφθη και λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιό του.
Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε σταθερά ότι ο πεθερός του αυτοκτόνησε, ενώ ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, κατηγορούσε τον Κωνσταντίνο για τον θάνατο του πατέρα του. Οι ιστορικοί θεωρούν πάρα πολύ πιθανό να ήταν η Φαύστα εκείνη που παρακίνησε τον Κωνσταντίνο να εκτελέσει τον πατέρα της, κρίνοντας από τη στάση που τήρησε απέναντι στον Μαξιμιανό και τον Κωνσταντίνο.
Ο Μαξέντιος σχεδίαζε να εισβάλει αιφνιδιαστικά στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος όμως τον πρόλαβε, συγκέντρωσε στρατό, πέρασε τις Άλπεις και εισέβαλε στην Ιταλία την άνοιξη του 312. Νίκησε εύκολα στρατιωτικές μονάδες στο Πεδεμόντιο και άρχισε να κινείται νότια. Κατέλαβε τη Βερόνα και την Ακυληία (πόλεις της βόρειας Ιταλίας). Τον Σεπτέμβριο του 312, πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στα Μεδιόλανα και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Στην πορεία αυτή ενίσχυσε τον στρατό του στρατολογώντας από τους ντόπιους πληθυσμούς, χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ εθνικών και χριστιανών. Η συμπεριφορά αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των χριστιανών, καθώς τη θεώρησαν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε ο νέος αυτοκράτορας έναντι του Χριστιανισμού και των πιστών του, αν και ο ίδιος ήταν ακόμη πιστός στους θεούς της Ρώμης.
Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη που επρόκειτο να δοθεί και που θα έμενε στην ιστορία ως η μάχη της Μουλβίας γέφυρας, είναι το περίφημο "όραμα" του Κωνσταντίνου, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης: ο φωτεινός σταυρός, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: in hoc signo vinces).
Ο Χριστιανός ρήτορας Λακτάντιος, ο οποίος ήταν δάσκαλος του πρωτότοκου γιου του Κωνσταντίνου Κρίσπου και συνεπώς είχε στενές σχέσεις με την αυτοκρατορική οικογένεια, αναφέρει ότι το όραμα του Κωνσταντίνου ήταν ενύπνιο. Ο Ευσέβιος παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στον Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό». Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο έργο: «Τα εις βίον Κωνσταντίνου» περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ως αληθινό όραμα, το οποίο εμφανίστηκε στο μεσημεριάτικο ουρανό και το είδαν και οι στρατιώτες. Μάλιστα συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας ότι το άλλο βράδυ, στη συνέχεια του θείου οράματος, εμφανίστηκε ο Χριστός στον Κωνσταντίνο και τον πρόσταξε να βάλει το σταυροειδές σύμπλεγμα ως έμβλημα στις ασπίδες των λεγεώνων του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος απέφευγε να μιλάει για την εμπειρία του αυτή, δε δίσταζε όμως να αποδίδει την τελική επικράτησή του στη βούληση του Θεού των Χριστιανών. Η προπαγάνδα πετύχαινε περίφημα με αυτό το παραμύθι. Στην αψίδα που έστησε το 315 σε ανάμνηση τις νίκης του χάραξε ότι η νίκη ήταν, τάχατες, καρπός θείας επιφοιτήσεως.
Τελικά οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μιλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη. Ο Μαξέντιος αρχικά είχε αποφασίσει να κλειστεί στα ισχυρά τείχη της Ρώμης και να υποχρεώσει τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου να αναλωθούν σε πολιορκία. Όμως άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον αντίπαλό του. Στη μάχη που ακολούθησε οι Πραιτοριανοί του Μαξέντιου προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Όμως η άριστη στρατηγική του Κωνσταντίνου, ο εξαιρετικός προγραμματισμός των κινήσεων του ιππικού και ο ενθουσιασμός των στρατιωτών, κυρίως των χριστιανών, που καταλάβαιναν ότι από τη μάχη αυτή εξαρτάτο το μέλλον της θρησκείας τους, αποδεκάτισαν τον στρατό του Μαξέντιου.
Ο ίδιος ο Μαξέντιος πνίγηκε με πολλούς άλλους στρατιώτες στον Τίβερη. Κατά διαταγή του Κωνσταντίνου το πτώμα του ανασύρθηκε και, αφού αποκεφαλίστηκε, το κεφάλι του καρφώθηκε σε ένα παλούκι και περιφέρθηκε στους δρόμους της Ρώμης. Ο Μαξέντιος ήταν αδελφός της γυναίκας του Κωνσταντίνου, της Φαύστας. Δεν γνωρίζουμε την αντίδραση της Φαύστας στη βίαιη αυτή πράξη του συζύγου της εις βάρος του αδελφού της. Το γεγονός είναι πως από τη μέρα που παντρεύτηκαν ποτέ ο Κωνσταντίνος δεν απόσυρε την εύνοιά του από τη Φαύστα ούτε και ανακάλεσε σε οποιαδήποτε περίσταση τις τιμές που της απέδιδε, μέχρι τουλάχιστον την τραγική κατάληξη του συζυγικού τους βίου.
Η μάχη στη Μιλβία γέφυρα έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις αποφασιστικότερες μάχες όλων των εποχών. Με τη νίκη του ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε ο μοναδικός Αύγουστος της Δύσης. Οι διώξεις κατά του Χριστιανισμού σταμάτησαν και τώρα πια ο ίδιος ο αυτοκράτορας προστάτευε έμπρακτα τη νέα θρησκεία, οι οπαδοί της οποίας μέχρι πριν λίγα χρόνια υφίσταντο διωγμούς. Τα ευνοϊκά μέτρα που έλαβε υπέρ του Χριστιανισμού είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των Χριστιανών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς σε μια περίοδο είκοσι ετών μετά την έναρξη του 4ου αιώνα, οπότε και επικρατούσαν αριθμητικά οι παγανιστές, οι Χριστιανοί αυξήθηκαν ως το σημείο να αποτελούν πιθανώς το μισό του συνολικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε για τον Χριστιανισμό, ο οποίος καθίστατο θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες και οι χριστιανοί μπορούσαν ελεύθεροι να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όμως ο Χριστιανισμός δεν αναγνωριζόταν ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκεία της αυτοκρατορίας.
Τα θεσπίσματα αυτά έχει καθιερωθεί εσφαλμένα να αποκαλούνται διάταγμα των Μεδιολάνων. Στην πραγματικότητα δεν έλαβαν τη μορφή επίσημου αυτοκρατορικού διατάγματος. Η νεότερη έρευνα έχει δείξει ότι οι δύο αυτοκράτορες ουσιαστικά ενεργοποιούσαν παλαιότερες αποφάσεις, οι οποίες δεν είχαν τεθεί σε ισχύ. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά έχει διασωθεί ένα λατινικό διάταγμα που έστειλε ο Λικίνιος στον έπαρχο της Νικομήδειας για την εφαρμογή των αποφάσεων, προκειμένου να κερδίσει τη συμπάθεια των χριστιανών υπηκόων του. Το κείμενο αυτό διασώθηκε με το χαρακτηρισμό «διάταγμα των Μεδιολάνων» και ο τίτλος αυτός ταυτίστηκε με το κείμενο των από κοινού ειλημμένων αποφάσεων του Κωνσταντίνου και του Λικίνιου.
Στη Δύση ο Κωνσταντίνος δεν περιορίστηκε στη θεωρητική θεσμοθέτηση του Χριστιανισμού, αλλά προστάτευσε έμπρακτα τις χριστιανικές κοινότητες με οικονομικές επιχορηγήσεις, επιστροφή των δημευμένων τόπων λατρείας και των κτημάτων των χριστιανών πολιτών, την απαλλαγή του κλήρου από τα δημόσια βάρη, κ.ά. Τα μέτρα αυτά κατέστησαν ιδιαίτερα προσφιλή τον Κωνσταντίνο στους χριστιανούς, ακόμη και στην Ανατολή, στην επικράτεια του Λικίνιου.
Αφού υπόγραψαν τις αποφάσεις για τη θρησκευτική πολιτική που θα ακολουθούσαν και τη μεταξύ τους συμμαχία, ο Κωνσταντίνος πάντρεψε τη δεκαοχτάχρονη αδελφή του Κωνσταντία με τον Λικίνιο, που το 313 ήταν 45 χρονών. Έτσι επισφραγίστηκε μια εύθραυστη ειρήνη, στην οποία οι δύο αντίπαλοι οδηγήθηκαν από την ανάγκη των δεδομένων περιστάσεων, και όχι από αμοιβαία καλή θέληση.
Από το 320 οι χριστιανοί υπήκοοι του Λικινίου έδειχναν απροκάλυπτη αφοσίωση στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου. Ο Λικίνιος, φοβούμενος αυτά τα συναισθήματα, εξαπέλυσε επτά χρόνια μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων που ο ίδιος εξέδωσε, ήπιο διωγμό εναντίον τους. Ο διωγμός αυτός βαθύτερο στόχο είχε να εξοργίσει τον Κωνσταντίνο, ώστε να αρχίσει εκείνος πρώτος τις εχθροπραξίες. Ο Λικίνιος γνώριζε ότι ο αυτοκράτορας της Δύσης προστάτευε τον Χριστιανισμό και υποπτευόταν ότι και ο ίδιος είχε ασπασθεί τη νέα θρησκεία, αρνούμενος τις ρωμαϊκές θεότητες.
Με τελική αφορμή τις εξεγέρσεις των Σαρματών και των Γότθων στα 321, ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στην επικράτεια του Λικίνιου, προφασιζόμενος την καταστολή των επαναστατών. Ο Λικίνιος δεν ανέχθηκε το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος παραβίασε τη συνθήκη που είχαν υπογράψει.
Για να τον αντιμετωπίσει, ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 322/3. Ενίσχυσε τα τείχη της πόλης, κατασκεύασε στόλο, αλλά και ένα νέο μεγάλο τεχνητό λιμάνι.
Ο πόλεμος ξέσπασε το 324. Στις 3 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος νίκησε τον Λικίνιο σε αποφασιστική μάχη στην Αδριανούπολη. Ο Λικίνιος οχυρώθηκε στην πόλη του Βυζαντίου, όπου πολιορκήθηκε από τον αντίπαλό του. Στη θάλασσα ο στόλος του Κωνσταντίνου με επικεφαλής τον γιο του Κρίσπο νίκησε ολοκληρωτικά στον Ελλήσποντο τον στόλο του Λικινίου, που τελούσε υπό τις εντολές του Άβαντου. Έχοντας χάσει κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού, ο Λικίνιος εγκατέλειψε το Βυζάντιο και πορεύτηκε προς τη Χρυσούπολη της Μικράς Ασίας. Εκεί ηττήθηκε για άλλη μια φορά από τις ενωμένες δυνάμεις του Κωνσταντίνου και του Κρίσπου, στις 18 Σεπτεμβρίου. Ο Λικίνιος, μετά από την οριστική αυτή ήττα, κατέφυγε στη Νικομήδεια, όπου και συνελήφθη.
Προσωρινά, οι ικεσίες της Κωνσταντίας προς τον αδελφό της έσωσαν τη ζωή του Λικίνιου. Ως απλός πολίτης τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στη Θεσσαλονίκη. Λίγους μήνες αργότερα όμως καταδικάστηκε σε θάνατο, επειδή ο Κωνσταντίνος φοβήθηκε τις φήμες ότι ο Λικίνιος ήρθε σε μυστικές συμφωνίες με τους Γότθους προκειμένου να ανακτήσει τον θρόνο του. Λίγο μετά ο Κωνσταντίνος διέταξε και την εκτέλεση του ενδεκάχρονου Λικινιανού, του γιου του Λικίνιου, αθετώντας τις υποσχέσεις του στην Κωνσταντία. Κάποια χρονική στιγμή μεταξύ 15 Μαΐου και 17 Ιουνίου του 326 συνελήφθη και εκτέλεστηκε, μετά από διαταγή του Κωνσταντίνου, ο μεγαλύτερος γιος του (και γιος της Μινερβίνης), ο Κρίσπος με «ψυχρό δηλητήριο» στην Πούλα της Κροατίας. Τον Ιούλιο ο Κωνσταντίνος εκτέλεσε την σύζυγό του Φαύστα, κατ’ εντολή της μητέρας του Ελένης. Η Φαύστα αφέθηκε να πεθάνει σε ένα υπερθερμασμένο λουτρό.
O Κωνσταντίνος, όταν έγινε κυρίαρχος και μοναδικός σε Ανατολή και Δύση αποκαλύπτει τον βάρβαρο και διαφθαρμένο χαρακτήρα του. Κατέκτησε την απόλυτη εξουσία κι έγινε μοναδικός μονάρχης στην ρωμαϊκή επικράτεια αφού αιματοκύλησε ολόκληρη την αυτοκρατορία προκαλώντας με τους εμφυλίους σπαραγμούς και τους κατακτητικούς πολέμους σφαγές, καταστροφές πόλεων, διώξεις κι ερήμωση πολυάριθμων περιοχών. Το 335 κατέστρεψε δεκάδες εθνικούς ναούς στη Μικρά Ασία και Παλαιστίνη ενώ διέταξε τη σταύρωση όλων των "μάγων" και "μάντεων", όπως αποκαλούσαν οι φανατικοί Χριστιανοί όλους τους φιλοσόφους και ιερείς του παγανισμού. Τότε είναι που μαρτύρησε και ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Σώπατρος.
Το 305 ο Κωνσταντίνος αναρριχήθηκε στο βαθμό του Αυγούστου και ανακλήθηκε δυτικά για να εκστρατεύσει υπό τον πατέρα του στη Βρετανία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 306, αναγνωρίστηκε ως Αυτοκράτορας από τον στρατό στο Εβόρακο και αναδείχθηκε νικητής σε μία σειρά εμφυλίων πολέμων εναντίον των αυτοκρατόρων Μαξέντιου και Λικίνιου για να γίνει ο μοναδικός ηγέτης Δύσης και Ανατολής από το 324.
Ως Αυτοκράτορας θέσπισε πληθώρα διοικητικών, οικονομικών, κοινωνικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αυτοκρατορίας. Αναδιάρθρωσε τις κυβερνητικές αρχές και για την καταπολέμηση του πληθωρισμού εισήγαγε τον σόλιδο, ένα νέο χρυσό νόμισμα που έγινε το πρότυπο για τα βυζαντινά και ευρωπαϊκά νομίσματα για περισσότερα από χίλια χρόνια. Ο ρωμαϊκός στρατός αναδιοργανώθηκε ώστε να αποτελείται από κινητές μονάδες πεζικού και μονάδες φρουρών ικανές να αντιμετωπίσουν εσωτερικές απειλές και εισβολές. Η θητεία του Κωνσταντίνου ως καίσαρα συνοδεύτηκε από επιτυχείς εκστρατείες εναντίον των φυλών στα ρωμαϊκά σύνορα, τους Φράγκους, τους Αλαμάνιους, τους Γότθους και τους Σαρμάτες, ακόμη και από την επαναπροσάρτηση των εδαφών που έχασαν οι προκάτοχοί του κατά την Κρίση του Τρίτου Αιώνα.
Επί Κωνσταντίνου, με την εκκοσμίκευση του χριστιανικού ιερατείου και τη συμμετοχή της εκκλησίας στην εξουσία της αυτοκρατορίας νοθεύτηκε κι εκφυλίστηκε η ευαγγελική διδασκαλία με ολέθριες συνέπειες για τον δημόσιο και κοινωνικό βίο και τις δύο μεταχριστιανικές χιλιετίες. Βεβαίως, από κάποιους προκατειλημμένους ιστορικούς αποκλήθηκε «Μέγας», κι έτσι χρειάζεται εξονυχιστική διερεύνηση των πηγών, λεπτομερής ανάλυση και διασταύρωση του ιστορικού υλικού, ώστε να διαγνωσθεί η ιστορική αλήθεια που αφορά το πρόσωπό του. Έτσι, οι χριστιανοί, πέραν της αυτονόητης αναγνώρισης και νομιμοποίησης, κέρδισαν κρατικά αξιώματα, αποκατάσταση περιουσιακών στοιχείων, οικονομικά προνόμια, απόκτηση γης, ο κλήρος φορολογική απαλλαγή, χορηγίες και δικαίωμα ιδιοκτησίας επί ναών των εθνικών. Σε αντάλλαγμα, οι χριστιανοί σταμάτησαν πλέον ν’ αρνούνται την στράτευση (η οποία ήταν και το κυρίως ζητούμενο για τον Κωνσταντίνο) παραχώρησαν στον Κωνσταντίνο δικαιοδοσία πάνω σε θεολογικά ζητήματα, καθώς και στον διορισμό επισκόπων, ενώ τον έχρισαν και ως 13ο απόστολο (ισαπόστολος). Με λίγα λόγια, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την προστασία και κηδεμονία της χριστιανικής θρησκείας.
Μετά τη νίκη επί του Λικινίου ο Κωνσταντίνος μετέφερε την κύρια έδρα στην Ανατολή, στη "Νέα Ρώμη"< την Κωνσταντινούπολη. Αρχικά είχε να ελέγξει διάφορες περιοχές, ώστε τελικά να επιλέξει την αρχαία πολιτείατου Βυζαντίου. Η πόλη ήταν συγκοινωνιακός κόμβος σε μια στρατηγικά σημαντική περιοχή και περιβαλλόταν από τρεις πλευρές από θάλασσα· ήδη κατά την εκστρατεία ενάντια στον Λικίνιο ο Κωνσταντίνος είχε αναγνωρίσει τα πλεονεκτήματα της τοποθεσίας. Λίγο αργότερα διεύρυνε την πόλη και την επέκτεινε μεγαλοπρεπώς. Η νέα πρωτεύουσα ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη („Κωνσταντίνου Πόλη“). Δίνοντας το όνομά του ο Κωνσταντίνος ακολούθησε την παράδοση των ηγεμόνων της ελληνιστικής περιόδου και των πρώτων ρωμαίων αυτοκρατόρων. Οι οχυρώσεις της ευρύτερης περιοχής, που ήταν πλέον εξαπλάσια της παλαιάς πόλης, βελτιώθηκαν. Ταυτόχρονα ανεγέρθηκαν πολυάριθμα νέα κτίρια. Σε αυτά συγκαταλέγονταν μεταξύ άλλων διοικητικά κτίρια, ανακτορικά οικοδομήματα, λουτρά και αντιπροσωπευτικές επίσημες εγκαταστάσεις όπως ο Ιππόδρομος και το Αυγουσταίον. Τελευταία προστέθηκε μια μεγάλη παραλληλόγραμμη πλατεία, στην οποία βρισκόταν το κτίριο της Συγκλήτου και η είσοδος της περιοχής των Ανακτόρων. Από εκεί μια οδός κατευθυνόταν στο κυκλικό φόρουμ του Κωνσταντίνου, όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα του Αυτοκράτορα στην κορυφή ενός στύλου και βρισκόταν ένα δεύτερο κτίριο της Συγκλήτου. Πολλά έργα τέχνης από τον ελληνικό κόσμο μεταφέρθηκαν στην πόλη, περιλαμβανομένου του Τρίποδα των Πλαταιών από τους Δελφούς. Ο Κωνσταντίνος έκανε τα εγκαίνια της πόλης στις 11 Μαΐου του 330, ενώ οι εκτεταμένες οικοδομικές εργασίες δεν είχαν ακόμα τελειώσει.
Επί Κωνσταντίνου και Ελένης καθιερώθηκε η λειψανολατρεία και η σχεδόν φετιχιστική λατρεία των κάθε λογής «ιερών κειμηλίων». Ο ανταγωνισμός των μοναστηριών και το κερδοσκοπικό τους κίνητρο έδωσε ώθηση σε μια τεράστια παραφιλολογία σχετικά με την προσφορά του Κωνσταντίνου στον Χριστιανισμό.
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μεταστράφηκε στη νέα θρησκεία και την καθιέρωσε. Αν και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως παγανιστής, κατά πολλές πηγές εγκολπώθηκε τη χριστιανική πίστη λίγο πριν τον θάνατό του, βαπτιζόμενος από τον Ευσέβιο της Καισαρείας. Ακόμη, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο Διάταγμα των Μεδιολάνων στα 313, σύμφωνα με το οποίο οι Χριστιανοί και οι πιστοί άλλων θρησκειών είχαν πλήρη ελευθερία να τελούν τις θρησκευτικές τους δοξασίες. Συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο κατά την οποία θεσπίστηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Ο Ναός της Αναστάσεως χτίστηκε με τις εντολές αυτού και της μητέρας του, Αγίας Ελένης στην περιοχή του τάφου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα το οποίο παραμένει το ιερότερο μέρος της χριστιανοσύνης. Παράλληλα, η παπική αξίωση για τη διαχρονική εξουσία στον Μεσαίωνα βασιζόταν στην υποτιθέμενη Δωρεά του Κωνσταντίνου (που σήμερα θεωρείται πλαστογραφία). Έχει ανακηρυχθεί Ισαπόστολος και τιμάται ως Άγιος από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με τη μητέρα του Αγία Ελένη στις 21 Μαΐου. Έχει ιστορικά αναφερθεί ως ο «Πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας», και προώθησε έντονα τη χριστιανική πίστη. Παρά ταύτα, η σχέση του με τον Χριστιανισμό παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.
Η εποχή του Κωνσταντίνου σημάδεψε μια ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δημιούργησε μία νέα αυτοκρατορική κατοικία στο Βυζάντιο και μετονόμασε την αρχαία αποικία Βυζάντιο σε «Κωνσταντινούπολη» όπου και μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα. Η πιο άμεση πολιτική του καινοτομία ήταν ότι αντικατέστησε την Τετραρχία του Διοκλητιανού με την αρχή της αυτοκρατορικής διαδοχής, δίνοντας ως εκ τούτου το δικαίωμα της κληρονομιάς στα τέκνα του. Η μεσαιωνική εκκλησία τον θεώρησε παράγοντα αρετής, ενώ οι κοσμικοί άρχοντες τον επικαλέστηκαν ως σημείο αναφοράς και σύμβολο της αυτοκρατορικής νομιμότητας και ταυτότητας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου