Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (128)
- Αρχαία (47)
- Β΄ Λυκείου (186)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (46)
- Ιστορία (289)
- Λογοτεχνία (66)
- Φιλοσοφία (29)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Στο Βυζάντιο, ως λογική συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, η μουσική είχε εξέχοντα ρόλο. Για την κοσμική (μη θρησκευτική) μουσική έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Αντίθετα μας έχουν διασωθεί σημαντικές πληροφορίες για την εκκλησιαστική μουσική, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο όρος βυζαντινή μουσική συχνά συνδέεται σήμερα -εσφαλμένα- μόνο με την εκκλησιαστική μουσική. H βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική προέρχεται από την αρχαία Ελληνική, Συριακή αλλά και Εβραϊκή θρησκευτική μουσική παράδοση. Διακρίνονται 3 εποχές: παλαιού, μέσου και νέου μέλους. Η εποχή του Παλαιού Βυζαντινού Μέλους ξεκινά από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους και περνώντας από την εποχή της αποκρυστάλλωσης της λειτουργίας (9ος αι.) φθάνει μέχρι το 14ο αι. Το Μέσο Βυζαντικό Μέλος (14ος-19ος αι) χαρακτηρίζεται κυρίως από νέες συνθέσεις ύμνων, ιδιαίτερα του Iωάννη Κουκουζέλη (14ος αι.) και προσθήκες στη σημειογραφία που γίνεται έτσι ιδιαίτερα σύνθετη και περίτεχνη). Tο Νέο Βυζαντινό Μέλος χρονολογείται από το 1821 και χαρακτηρίζεται από τις μεταρρυθμίσεις του επισκόπου Χρυσάνθου εκ Μαδιτών που έγκεινται κυρίως στην απλοποίηση και τυποποίηση της σημειογραφίας στη μορφή που χρησιμοποιείται σήμερα
1. Από τον 1ο αιώνα ως την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330 μ.Χ.)
Μετά τη σταύρωση του Χριστού, οι πρώτοι χριστιανοί έκαναν κρυφές συγκεντρώσεις λατρείας. Χρησιμοποιούσαν απλές μελωδίες που γνώριζαν από την καθημερινή τους ζωή. Οι ψαλμωδίες αυτές ήταν λογικό να έχουν μουσικά στοιχεία του πολιτισμού των Εβραίων, Σύριων, Παλαιστίνιων, Ρωμαίων καθώς και στοιχεία της μουσικής παράδοσης των αρχαίων Ελλήνων (ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συντελέσει πολύ στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού των ελληνιστικών χρόνων στη Μέση Ανατολή). Οι πρώτοι χριστιανικοί ύμνοι δεν ήταν νέες συνθέσεις, ήταν παραφράσεις (νέα κείμενα σε γνωστές μελωδίες) ή παραλλαγές παλαιότερων γνωστών μελωδιών. Η ψαλμωδία ήταν συλλαβική (σε κάθε συλλαβή μία ή δύο νότες) και μονοφωνική (όλοι τραγουδούσαν την ίδια μελωδία). Εξαιτίας των διωγμών δεν υπήρχε τάση νεωτερισμού, η υμνογραφία παρέμεινε για αιώνες σταθερή και απλή. Σημαντικοί υμνογράφοι αυτών των πρώτων αιώνων ήταν ο Κλήμης Αλεξανδρείας (170-220), ο Ιουστίνος (φιλόσοφος και μάρτυρας, 110-165), ο Μεθόδιος (μαρτύρησε το 312) και ο Ανατολίας.
2. Από τον 4ο έως τον 8ο αιώνα
Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330 μ.Χ.) και την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας (379 μ.Χ.), η εκκλησιαστική μουσική άρχισε να οργανώνεται και να αναπτύσσεται πιο ελεύθερα απ' ό,τι στο παρελθόν. Μεταξύ του 4 και 7ου αιώνα η λειτουργική ζωή της εκκλησίας οργανωνόταν, οι Ιερές Σύνοδοι κανόνιζαν διάφορα λειτουργικά θέματα, και καινούριοι ύμνοι δημιουργούνταν για να καλύψουν τις νέες λειτουργικές ανάγκες. Αυτή ήταν μια μεταβατική περίοδος στην υμνογραφία, γιατί ενώ γράφονταν νέοι ύμνοι, η μελοποιοία παρέμενε σχεδόν αμετάβλητη, ακολουθώντας τους κανόνες των προηγούμενων αιώνων, της ρυθμικής πρόζας, και παλαιότερων μελωδιών. Τα μοναστήρια απέφευγαν την ψαλμωδία κατά τη λειτουργία, ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ανατολής η υμνογραφία άρχισε να αναπτύσσεται πέρα από την υπάρχουσα ψαλτική παράδοση. Υπήρχε συντηρητική στάση απέναντι στην μελοποιία, σταθεροποιήθηκαν οι μελωδίες συγκεκριμένων ύμνων, και συνέχισε να καλλιεργείται η ανωνυμία του συνθέτη. Παρ' όλα αυτά γνωρίζουμε κάποιους σημαντικούς συνθέτες αυτής της περιόδου, όπως τον Συνέσιο τον Κυρηναίο (370-413/415), τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό (πέθανε το 389). Μέχρι τον 4ο αιώνα δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ παθητικών ακροατών και ενεργητικών ψαλτών, όλοι οι πιστοί που παρακολουθούσαν τη λειτουργία έψαλαν «με μια ψυχή και μια φωνή» και η μουσική ήταν μια δραστηριότητα που αφορούσε όλους. Με την ανάπτυξη της μελοποιοίας οι εκκλησίες άρχισαν να διορίζουν ψάλτες, γιατί δεν ήταν δυνατό το εκκλησίασμα να απομνημονεύσει όλες τις νέες συνθέσεις. Παρ' όλα αυτά καθήκον του ψάλτη ήταν να καθοδηγεί με κινήσεις του χεριού (νεύματα) το εκκλησίασμα και να προτρέπει τις απαντήσεις.
Από τον 5ο αιώνα κι έπειτα οι νέες μελωδίες άρχισαν να απελευθερώνονται και πολλά στοιχεία της κοσμικής μουσικής επηρέασαν τη μουσική της εκκλησίας. Επειδή οι Πατέρες της εκκλησίας πίεζαν για πιο σεμνές μελωδίες και κλίμακες, οι ιερείς άρχισαν να συνθέτουν όχι μόνο στίχους, αλλά και μελωδίες σε απλό στιλ, αποφεύγοντας δάνεια από την κοσμική μουσική. Νέα μουσικά είδη δημιουργήθηκαν σ' αυτή την περίοδο, όπως οι ωδές, το τροπάριο, το κοντάκιο, αλλά οι συνθέσεις μελωδιών συνέχισαν να είναι αρκετά απλές. Σ' αυτή την περίοδο η εκκλησιαστική μουσική διαδόθηκε στη Δυτική Ευρώπη, και αναπτύχθηκε σταδιακά σε Γρηγοριανό μέλος. Γνωστοί μελοποιοί της περιόδου είναι ο ’Αγιος Ανατόλιος (-485), ο Ρωμανός ο Μελωδός (5ος- 6ος αιώνες), ο Ανδρέας ο Κρης (660-740), ο Σέργιος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (7ος αι.). Τα τροπάρια είχαν νέα απλά κείμενα με παρεμβολές ψαλμικών στίχων και εύκολες μελωδίες. Τα κοντάκια αποτελούνται από μία εισαγωγή και 20-40 όμοιες στροφές (οίκους). Γνωστό κοντάκιο είναι ο Ακάθιστος Ύμνος προς την Παρθένο που αποδίδεται στο Ρωμανό το Μελωδό.
3. Από τον 8ο ως τον 11ο αιώνα
Η περίοδος ανάμεσα στον 8ο και 11ο αιώνα είναι η περίοδος όπου το κέντρο της χριστιανικής εκκλησιαστικής υμνολογίας μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη και χρησιμοποιούνται περισσότεροι μουσικοί νεωτερισμοί. Αυτή η περίοδος είναι συνυφασμένη με μια ακμή σε πολλές εκφάνσεις της τέχνης, λογοτεχνίας και μουσικής. Τα μοναστήρια έγιναν τα κέντρα της υμνολογίας και οι μοναχοί δραστηριοποιήθηκαν στη σύνθεση ύμνων εγκαινιάζοντας νέους πειραματισμούς στην εκκλησιαστική ψαλμωδία. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (7ος-8ος αι.), νεωτεριστής της χριστιανικής υμνογραφίας, κατάφερε να ελευθερώσει την εκκλησιαστική μουσική από κοσμικές επιδράσεις και να συστηματοποιήσει τις κλίμακες σε τρόπους ή ήχους που οδήγησαν στην οκτώηχο, όπως χρησιμοποιείται έως σήμερα. Είναι επίσης γνωστός κυρίως για το ότι επινόησε τον κανόνα. Ο Κανών είναι σύνθεση ύμνων που αποτελείται από εννέα ωδές, οι οποίες δένουν η μια με την άλλη ως νόημα. Κάθε ωδή αποτελείται από ένα αρχικό τροπάριο (τον ειρμό), που ακολουθείται από τρία ή τέσσερα άλλα τροπάρια με διαφορετικό κείμενο αλλά ίδιο μέτρο και μουσική. Οι εννέα ειρμοί ακολουθούν άλλο μέτρο, επομένως ένας κανόνας αποτελείται από εννέα αυτόνομες μελωδίες.
Τον 10ο αι. τα βιβλία της εκκλησίας είχαν γεμίσει από ύμνους για κάθε λειτουργική εκδήλωση, ώστε η ανάγκη για νέους ύμνους περιορίστηκε, ενώ το ενδιαφέρον στράφηκε στην ανάπτυξη της μελωδίας. Ο ’Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός προώθησε πολλά βασικά χαράκτηριστικά της μονοφωνικής εκκλησιαστικής μουσικής. Δημιούργησε πιο μελωδική (μελισματική) ψαλμωδία, εκτός του υπάρχοντος μονοφωνικού και λιγότερου μελισματικού στιλ και εφηύρε ένα είδος σημειογραφίας σε στίχους και μελωδίες. Έτσι ενώ μέχρι τον 8ο΄ αι. υπήρχε μόνο το ειρμολογικό (ένας φθόγγος σε κάθε συλλαβή) και το στιχηραρικό είδος (μια μικρή μελωδική πλοκή σε κάθε συλλαβή), ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δημιούργησε το παπαδικό είδος, που ήταν το πιο αναλυτικό και μελωδικό από όλα. Επίσης συνέθεσε χερουβικά, κοινωνικά, αλληλουάρια, κρατήματα, πολυελέους κλπ. Άλλοι μελοποιοί της εποχής ήταν ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής, ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826), ο Θεοφάνης ο Γραπτός (759 - 845/850), Σοφρώνιος Πατριάρχης Ιερουσαλήμων, η Κασσιανή μοναχή, ο άγιος Μεθόδιος (-846), ο άγιος Ιωσήφ ο Στουδίτης (-883), ο Μητροφάνης (-910), ο Φώτιος (-891), ο Λέων ο Στ΄ ο Σοφός (περ.886-916) και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ο αυτοκράτορας (περ. 917-959). Έκτοτε η εκκλησιαστική μουσική του Βυζαντίου γνώρισε και άλλη ανάπτυξη και συστηματοποιήθηκε η μουσική σημειογραφία. Η ανάπτυξη συνέχισε και μετά την πτώση του Βυζαντίου. Το 19ο αιώνα υπέστη μεταρρύθμιση και παραμένει ζωντανή έως τις μέρες μας.
Χαρακτηριστικά της εκκλησιαστικής μουσικής του Βυζαντίου
Η μουσική της Ορθόδοξης εκκλησίας όπως κάθε ζωντανή μουσική παράδοση, γνώρισε σημαντικές αλλαγές κατά τη μακρά ιστορία της, αλλά πολλά χαρακτηριστικά της παρέμειναν τα ίδια για πολλούς αιώνες. Αυτά είναι:
1. Η μουσική είναι τροπική. Αντί για μείζονες και ελάσσονες κλίμακες όπως τις γνωρίζουμε στη δυτική μουσική χρησιμοποιεί οκτώ εκκλησιαστικούς τρόπους που ονομάζονται ήχοι.
2. Το κούρδισμα δεν είναι συγκερασμένο αλλά ακολουθεί το φυσικό (με βάση τη σειρά των αρμονικών), με συνέπεια όλοι οι τόνοι να μην είναι ίσοι.
3. Η εκκλησιαστική μουσική παρέμεινε αυστηρά μονοφωνική, είτε ψάλλεται από έναν ψάλτη είτε από χορωδία. Η αρμονία περιορίζεται μόνο στη χρήση του ίσου ή ισοκράτη, που συνοδεύει τη μελωδία τραγουδώντας τη βάση του κάθε τετραχόρδου όπου κινείται η μελωδία κάθε στιγμή.
4. Οι φθόγγοι στη σημειογραφία (σημάδια) δεν ορίζουν συγκριμένο ύψος αλλά σχετικό δηλαδή πόσους πιο ψηλά ή πιο χαμηλά είναι το επόμενο διάστημα.
5. Δεν χρησιμοποιούνται μέτρα αλλά ειδικά σημάδια που καθορίζουν το χρόνο και την έκφραση.
6. Ο ρυθμός δεν είναι σταθερός αλλά καθορίζεται από τον τονισμό των λέξεων.
7. Η μουσική παραμένει φωνητική. Όργανα δεν χρησιμοποιούνται στην εκκλησία. Γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούνταν όργανα στην εκμάθηση της μουσικής όπως ο ταμπουράς και το ψαλτήριο ή κανονάκι. Ίσως και για τον ισοκράτη.
Μορφές ύμνων
Παράλληλα με την απλή ψαλμωδία άνθησαν οι πρώτες μορφές ύμνων: τροπάριο, κοντάκιο και κανών.
Tο τροπάριο (από το τρόπος) αναπτύχθηκε κυρίως τον 5ο αι.: βασίζεται σε νέα, απλά και εύκολα να μελοποιηθούν κείμενα, των οποίων οι στίχοι παρεμβάλλονται μεταξύ των ψαλμικών στίχων. Aργότερα τροπάρια ονομάζονται και οι αυτούσιοι εκκλησιαστικοί ύμνοι.
Tα κοντάκια είναι ύμνοι με πολλές στροφές (οίκους), τα κείμενα και οι μελωδίες των οποίων γράφτηκαν από τον Σωφρόνιο των Ιεροσολύμων, τον Σέργιο του Βυζαντίου και κυρίως τον Pωμανό το Μελωδό από τη Συρία τον 6ο αι. (πρότυπο ο Eφραίμ ο Σύρος, 4ος αι.). Mετά από μια εισαγωγή (κουκούλιον ή προοίμιον) ακολουθούν 20 έως 40 όμοιες στροφές (οίκοι). Περίφημος είναι ο αφιερωμένος στην Παρθένο Aκάθιστος Ύμνος αγνώστου που αποδόθηκε στον Pωμανό το Μελωδό με 24 στροφές και με ακροστιχίδα το αλφάβητο.
O κανών γεννήθηκε τον 7ο-9ο αι. Bασίζεται στα νέα βιβλικά άσματα ή Ωδές, όπως η Ωδή αρ. 3, ο ύμνος της Aγ. Άννας ή η αρ. 9, το "Eμεγαλύνθη η ψυχή μου" της Παναγίας. Kάθε ωδή ακολουθείται από πολλές στροφές (ειρμούς) που ψάλλονται με την ίδια μελωδία (τρόποι). Oι γνωστότεροι ποιητές κανόνων ήταν ο Αγ. Aνδρέας ο Κρής (660-740 μ.Χ.) του οποίου ο μεγάλος κανών περιλαμβάνει 250 ειρμούς και ο Αγ. Iωάννης ο Δαμασκηνός (676-750 περ.).
Για την εποχή του Αγ. Εφραίμ είναι αποδεδειγμένη η τεχνική της παράφρασης, δηλαδή γράφονταν νέα κείμενα πάνω σε γνωστές παλαιότερες, ακόμη και κοσμικές μελωδίες. Oι ύμνοι της εποχής της άνθησης (5ος-7ος αι.) είχαν πάντα τις δικές τους μελωδίες, που αργότερα πολλές φορές δεν μελοποιούνταν από τους ποιητές αλλά από μελουργούς. Όπως το κείμενο, που θεματολογικά και τυπολογικά ακολουθούσε την παράδοση χρησιμοποιώντας σταθερούς τύπους, έτσι και η μελοποίηση παραμένει κοντά στο παραδοσιακό τυπικό χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα μελωδικά γυρίσματα, σχήματα και πτώσεις.
Άλλες μορφές ύμνων είναι τα απολυτίκια (που αναφέρονται σε αγίους και εορτές), τα καθίσματα, τα εξαποστειλάρια, οι πολυέλεοι,τα λειτουργικά (ύμνοι της θείας λειτουργίας όπως τα χερουβικά και κοινωνικά), τα στιχηρά προσόμοια (που αποτελούν τυποποιημένες μελωδίες που εφαρμόζονται σε διαφορετικούς στίχους) και τα ιδιόμελα (που είναι αυτόνομες συνθέσεις με ίδιον=δικό τους μέλος).
Oι ύμνοι της λειτουργίας και των ακολουθιών περιλαμβάνονται σε ειδικά λειτουργικά βιβλία:
Tο Eιρμολόγιον περιέχει τους ειρμούς (ωδές των κανόνων) ταξινομημένους κατά ήχους. Τα ειρμολογικά μέλη διακρίνονται σε σύντομα και αργά. Tο Στιχηράριον περιέχει τα ιδιόμελα, τα τροπάρια, τα μεγάλα αντίφωνα κ.λπ., ταξινομημένα κατά το εκκλ. έτος. Tο Kοντακάριον και άλλα βιβλία όπως το Aσματικόν περιέχουν πιο περίτεχνα και ελεύθερα μέλη που ονομάζονται παπαδικά.
Η Περίοδος της Τουρκοκρατίας (15ος- 19ο αιώνες)
Μοναδικός γνωστός Έλληνας συνθέτης της Αναγέννησης υπήρξε ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης, με καταγωγή από την Κρήτη, που έζησεκαι δημιούργησε στον 16ο αιώνα στην Ευρώπη. Λίγο πριν την Επανάσταση του 1821, ιδρύεται η Επτανησιακή Μουσική Σχολή από τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο, με επιρροές από την Ιταλική Μουσική, που προετοίμασε την μετέπειτα Μουσική Εθνική Σχολή. Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, προσωπικός φίλος του Διονύσιου Σολωμού, είναι και ο συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου.
Οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που υπήρχαν στη χώρα μας, και ειδικότερα η Τουρκοκρατία, έκαναν αδύνατη την ανάπτυξη της λεγόμενης έντεχνης μουσικής με τη μορφή που εξελίχθηκε στις άλλες χώρες της Δύσης. Δεν υπήρχε λοιπόν μουσική στην Ελλάδα; Ασφαλώς και υπήρχε! Ήταν η παραδοσιακή μας μουσική, το δημοτικό μας τραγούδι. Μετά την καταστροφή του Βυζαντίου γεννιέται το κλέφτικο τραγούδι που μιλά για τα κατορθώματα των σκλαβωμένων Ελλήνων. Την ίδια εποχή βέβαια υπάρχουν και τραγούδια: της ξενιτιάς, της αγάπης, του γάμου, του θανάτου, νανουρίσματα, σατυρικά, κάλαντα, παινέματα. Δηλαδή ό,τι έχει να κάνει με τη ζωη του λαού από τη γέννηση μέχρι το θάνατο. Όλα αυτά τα τραγούδια λέμε ότι είναι δημιουργήματα του λαού. Βέβαια, πάντα υπήρχε ένας άνθρωπος με ταλέντο που εμπνεύστηκε από κάποιο γεγονος και έφτιαξε ένα τραγούδι. Δεν το κατέγραφε όμως πουθενά και γι' αυτό παρέμεινε ανώνυμος. Το τραγούδι σιγά σιγά άλλαζε από στόμα σε στόμα και από περιοχή σε περιοχή. Ο ίδιος ο λαός λοιπόν το διέδιδε, το παράλλασσε και δικαιωματικά το έκανε «δικό του» τραγούδι.
Λαϊκά μουσικά όργανα
Ἔγχορδα εἶναι τὸ λαοῦτο, τὸ βιολί, οἱ λύρες (κρητική, ποντιακὴ ἢ θρακιώτικη), τὸ σαντούρι κ.ἄ. Πνευστὰ εἶναι τὸ κλαρίνο, ἡ φλογέρα, ἡ γκάϊντα, ὁ ζουρνᾶς κ.ἄ.Κρουστὰ εἶναι τὸ νταούλι, τὸ ντέφι, τὸ τουμπερλέκι κ.ἄ. Ἡ κάθε περιοχὴ ἀνάλογα μὲ τὰ τραγούδια καὶ τοὺς χορούς της, χρησιμοποιεῖ καὶ διαφορετικὰ μουσικὰ ὄργανα. Ἐπίσης, συναντᾶμε κι ἄλλα ὄργανα, νέα γιὰ τὴν κάθε περιοχὴ πρὶν ἑκατὸ χρόνια, τὰ ὁποῖα μεταφέρθηκαν ἀπὸ τοὺς Μικρασιάτες πρόσφυγες, κατὰ τὴν ἐγκατάστασή τους στὴν κάθε περιοχή. Ἄλλωστε, κατὰ τὸ 1600 καὶ μετά, ἔχουμε τὴν εἴσοδο τῶν εὐρωπαϊκῶν ὀργάνων καὶ χορῶν. Τὰ ὄργανα ποὺ κυριαρχοῦσαν, συνήθως στὰ σπίτια τῶν πλούσιων, ἦταν τὸ πιάνο καὶ τὸ βιολί. Ἀναγνωρισμένοι δάσκαλοι, τόσο ἕλληνες, ὅσο καὶ εὐρωπαῖοι μετακαλοῦνται ἀπὸ τὶς πατρίδες τους, γιὰ νὰ διδάξουν εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ σὲ εὐπόρους. Ἔτσι, σιγὰ-σιγά, ἡ παραδοσιακὴ μουσικὴ περνᾶ στὸ περιθώριο γιὰ τοὺς πλούσιους, ἐνῷ παραμένει μέσο διασκέδασης μόνο γιὰ τὰ ὑπόλοιπα λαϊκὰ κοινωνικὰ στρώματα.
Νταούλι: Ἡ πανελλήνια ὀνομασία του εἶναι νταούλι ἢ ταβούλι, παβούλι, τούμπανο, τύμπανος ἢ τούμπανος. Εἶναι ἕνα ρυθμικὸ ὄργανο, τὸ ὁποῖο δὲν παίζεται μόνο του, ἀλλὰ πάντα μαζὶ μ᾿ ἕνα τουλάχιστον μελῳδικὸ ὄργανο. Μαζὶ μὲ τὸ ζουρνὰ ἀποτελοῦν μία μικρὴ ὀρχήστρα, τὴν ζύγια, γνωστὴ συνήθως στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα.
Ντέφι: Ἡ πανελλήνια ὀνομασία τοῦ εἶναι ντέφι, ἀλλὰ λέγεται καὶ νταχαρές. Εἶναι ἕνα ρυθμικὸ ὄργανο, μὲ ἦχο ἀκαθόριστης τονικῆς ὀξύτητας, ποὺ παίζεται μὲ τὰ χέρια. Τὸ ντέφι παίζεται συνήθως μὲ ἄλλα ὄργανα, ὅπως λύρα καὶ ντέφι, γκάιντα καὶ ντέφι, βιολί, λαοῦτο καὶ ντέφι, κ.ἄ. Παίζεται, ὅμως καὶ μόνο του, ὅταν δὲν ὑπάρχουν ἄλλα μουσικὰ ὄργανα γιὰ νὰ συνοδέψει τὸ τραγούδι ἢ μαζὶ μὲ τὸ τραγούδι, τοὺς χοροὺς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς γυναικείους ἢ τοὺς ἀνδρικοὺς ἀντικριστοὺς χορούς.
Τουμπερλέκι: Λέγεται καὶ ταραμπούκα ἢ στάμνα καὶ εἶναι ἕνα ρυθμικὸ ὄργανο, ποὺ τὸ συναντᾶμε κυρίως στὴ Μακεδονία καὶ Θρᾴκη. Ὁ ἦχος του εἶναι γλυκὸς καὶ ἐκφραστικός.
Γκάιντα: Συνήθως λέγεται γκάιντα, γκάιδα, γάιδη ἢ κάιντα. Φτιάχνεται συνήθως ἀπὸ κεῖνον ποὺ τὴν παίζει, σὲ διάφορα μεγέθη. Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ ἀσκί, τὸ ἐπιστόμιο καὶ δυὸ αὐλούς. Ὁ παίκτης τῆς γκάιντας λέγεται γκαϊντιέρης, γκαϊδάρης καὶ γκαϊταντζής.
Ζουρνᾶς: Ὁ ζουρνᾶς ἢ καραμούλα ἢ πίπιζα εἶναι ἕνα ὄργανο τύπου ὄμποε, μὲ διπλὸ γλωσσίδι. Ἡ παλιότερη ὀνομασία του ἦταν αὐλὸς ἢ ἀσκός. Ὅπως τὸ νταούλι, ἔτσι καὶ ὁ ζουρνᾶς, μὲ τὸ δυνατὸ καὶ διαπεραστικό του ἦχο εἶναι ὄργανο γιὰ ἀνοικτοὺς χώρους. Ἀπαντᾶται συχνὰ σὲ πανηγύρια καὶ γλέντια, στὶς πλατεῖες τῶν χωριῶν.
Βιολί: Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πανελλήνια αὐτὴ ὀνομασία του, σὰν βιολί, συναντᾶμε ἀκόμη, ὅλο ὅμως καὶ πιὸ σπάνια, τὶς ὀνομασίες διολί, διολιά, βιολάριν καὶ βιολούδιν κ.ἄ. Μὲ τὴ λέξη βιολιὰ ἢ διολιά, ἐννοοῦν ὄχι μόνο τὸ ὄργανο βιολί, ἀλλὰ γενικὰ τὰ μουσικὰ ὄργανα καὶ ἰδιαίτερα τὴ ζυγιὰ βιολί-λαοῦτο καὶ τὴν κομπανία κλαρίνο - σαντούρι - λαγοῦτο. Τὸ βιολί, ὡς λαϊκὸ ὄργανο, φτιάχνεται στὴν Ἑλλάδα, μὲ βάση τὰ πρότυπα τῆς Δύσης. Ἔχει τέσσερις χορδὲς καὶ παίζεται μὲ εὐθύγραμμο δοξάρι .
Κλαρίνο: Τὸ κλαρίνο ως λαϊκὸ μουσικὸ ὄργανο, ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν Τουρκία, μὲ τοὺς Τουρκόγυφτους, γύρω στὰ 1835. Ἀρχικά, μαζὶ μὲ τὸ βιολὶ καὶ τὸ λαοῦτο καὶ ἀργότερα, μὲ τὸ σαντούρι ἀποτελοῦν τὴν κομπανία, τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν λαϊκὸ μουσικὸ συγκρότημα, ποὺ ἀντικαθιστᾶ σιγὰ-σιγὰ τὴν πατροπαράδοτη ζυγιὰ νταούλι-ζουρνᾶ, ἢ λύρα-λαοῦτο.
Ζήλια: Λέγονται, ἐπίσης καὶ τσίγκλες ἢ σαχανάκια καὶ εἶναι μικρὰ μεταλλικὰ κύμβαλα. Ἀποτελοῦνται ἀπὸ δυὸ στρογγυλοὺς δίσκους ἐλαφρὰ κοίλους, συνήθως σιδερένιους ἢ μπρούτζινους . Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι κυρίως εκκλησιαστική. Είναι μονόφωνη και έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ελληνική Μουσική. Αντίθετα με την Δημοτική Μουσική παράδοση που ήταν προφορική, η Βυζαντινή Μουσική καταγράφεται από κληρικούς, μοναχούς και ψάλτες στο δικό της σύστημα σημειογραφίας. Δηλαδή έχουμε γραμμένους ύμνους σε βιβλία. Σπουδαίοι υμνογράφοι κατά την Τουρκοκρατία ήταν: ο Αγ. Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, ο Χρύσανθος ο εκ Μαδύτου, ο Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλακας, ο Γρηγόριος ο Πρωτοψάλτης κ.α.
Τὸ Μικρασιάτικο Τραγούδι διαμορφώθηκε στὰ Δυτικὰ καὶ Βορειοδυτικὰ παράλια, στὸν Πόντο, τὴν Καππαδοκία καὶ τέλος τὴ Γαλατία, τὴ Λυκαονία καὶ τὴ Λυκία. Στὰ Δυτικὰ καὶ Βορειοδυτικὰ παράλια τὸ μικρασιάτικο τραγούδι ἔχει τὶς ἀπαρχές του στὸ ξεκίνημα τοῦ Β´ αἰ., ὅταν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἰωνία, τὴν Αἰολία καὶ τὴν Προποντίδα, ἔφεραν τὸ δικό τους μουσικὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς τους καὶ τὸ συνταίριασαν μὲ διάφορα νέα ὑλικὰ ποὺ βρῆκαν στὴ νέα τους πατρίδα. Τὸ τραγούδι αὐτὸ διαφέρει στὸν στίχο καὶ τὴ μουσικὴ σὲ ἀρκετὰ σημεῖα ἀπὸ τὰ αὐστηρὰ παραδοσιακὰ πλαίσια τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, παρουσιάζοντας πολλὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά, ποὺ θὰ ἐπενεργήσουν ἀργότερα στὴ διάπλαση τοῦ ὕφους τοῦ ρεμπέτικου τραγουδιοῦ. Τὸ τσιφτετέλι, ὁ χασάπικος καὶ ὁ ζεϊμπέκικος θὰ μποροῦσαν νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς μικρασιάτικοι χοροί.
Τὰ Ποντιακὰ τραγούδια χωρίζονται σὲ δυὸ κατηγορίες ἀνάλογα μὲ τὰ κείμενα καὶ τὴ μουσικὴ ποὺ χρησιμοποιοῦν: α) στὰ ἔντονα ἰδιωματικά, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Ἀνατολικὸ Πόντο καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ Ῥιζούντα, Τραπεζοῦντα, Ἀργυρούπολη καὶ Νικόπολη, καὶ β) στὰ πιὸ κοινά, δηλαδὴ πιὸ προσιτὰ στὸ μέσο Ἕλληνα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ Δυτικὸ Πόντο καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Κερασοῦντα, τὴν Οἰνόη καὶ τὴν Ἰνέπολη. Τὰ τραγούδια τοῦ Δυτικοῦ Πόντου εἶναι πιὸ ἤρεμα καὶ πιὸ ἐκλεπτυσμένα ἀπὸ τοῦ Ἀνατολικοῦ καὶ ἔχουν μεγαλύτερη σχέση μ᾿ ἐκεῖνα τῆς Δυτικῆς καὶ Βορειοδυτικῆς Μικρασίας, τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καὶ τῆς Θρᾴκης. Ἡ συμβολὴ τῆς Καππαδοκίας στὸ δημοτικό μας τραγούδι εἶναι πολὺ σημαντική. Κύριο χαρακτηριστικὸ τῶν τραγουδιῶν αὐτῶν εἶναι τὸ γλωσσικό τους ἰδίωμα, ἡ ἁπλότητα στὸ μέτρο, ἡ ἀργὴ χρονικὴ ἀγωγή τους καὶ ἡ μελῳδική τους λιτότητα. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1922 στὴ Γαλατία, τὴ Λυκαονία, τὴ Λυκία καὶ τὶς ἄλλες περιοχὲς ποὺ δὲν ἀνήκουν γεωγραφικὰ στὰ δυτικὰ καὶ βορειοδυτικὰ παράλια της Μικρᾶς Ἀσίας, τὸν Πόντο καὶ τὴν Καππαδοκία, τὸ ἑλληνικὸ μικρασιάτικο τραγούδι βρίσκεται σὲ παρακμή, καθὼς οἱ Ἕλληνες ποὺ ἀποτελοῦν τὴ μειονότητα τραγουδοῦν σχεδον μόνο τούρκικα τραγούδια. Τὸ Ῥεμπέτικο Τραγούδι εἶναι μία ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῶν λαϊκῶν τραγουδιῶν μὲ περιεχόμενο κατ᾿ ἀρχὴν ἐρωτικὸ καὶ ἔπειτα κοινωνικό. Οἱ ἀπαρχές του φαίνονται νὰ ἐπισημαίνονται στὴν ἀρχὴ τοῦ αἰῶνα, κυρίως στὴ Σμύρνη καὶ στὴ Θεσσαλονίκη. Γιὰ τὶς ρίζες τοὺς ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις, ὅπως ἀσάφεια ὑπάρχει καὶ γιὰ τὴ μουσική τους προέλευση, γιὰ τὴν κατάταξή τους καὶ γιὰ τὸν καθορισμὸ τὸν ὁρίων τους. Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια ἐξαιρετικὰ διαδεδομένα τὰ τελευταῖα χρόνια, ἐπηρέασαν πολλοὺς συνθέτες, κυριάρχησαν ἀπόλυτα στὸ χῶρο τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ τραγουδιοῦ καὶ ἀναμείχθηκαν μὲ ἄλλες κατηγορίες μουσικῆς, ἀνατολίτικης κυρίως προέλευσης. Τὸ Λαϊκὸ Τραγούδι, ἡ λαϊκὴ μουσικὴ ἐπιζεῖ στὴν προφορικὴ παράδοση καὶ ὁ ρόλος της καθορίζεται σὲ συνάρτηση μὲ τὴ σύνδεσή της μὲ ἄλλες δραστηριότητες, ἀγροτικῆς κυρίως προέλευσης μουσική, ἐνῷ ἡ μετάδοσή της γίνεται στὰ πλαίσια τῆς οἰκογένειας καὶ ἄλλων περιορισμένων κοινωνικῶν δικτύων.
Οι μαθητές καλό είναι να γνωρίζουν το βαθύ υπόβαθρο της παρουσίας έντεχνης μουσικής στον ελληνόφωνο χώρο, με εντοπισμό των διάσπαρτων σημείων συνάντησης και των απόμακρων κοινών αφετηριών της κοσμικής και της εκκλησιαστικής μουσικής (Βυζάντιο, Ενετοκρατία, Τουρκοκρατία, Επτάνησα, προεπαναστατική περίοδος, Νεοελληνικός Διαφωτισμός). Το πώς προσλάμβαναν και πώς αξιολογούσαν την όπερα του μπαρόκ αλλά και τη μουσική παιδεία της Δύσης οι Ελληνες του 18ου και του πρώιμου 19ου αιώνα. Επονται η ιδεολογική πρόσληψη και η πρακτική διαχείριση της μουσικής ζωής και παιδείας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (Καποδίστριας, Παπαρρηγόπουλος, εκκλησιαστικοί κύκλοι), καθώς επίσης και τις καταγραφές της μουσικής ζωής στις πόλεις της οθωνικής Ελλάδας (Αθήνα, Σύρος, Ναύπλιο, Πάτρα κ.λπ.).
Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024
ΟΙ ΔΥΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Καθ 'όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Μεγάλες Δυνάμεις μοιράζονταν διαφορετικούς στόχους πάνω στο Ανατολικό Ζήτημα και την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ρωσία ήθελε πρόσβαση στις «θερμές θάλασσες» της Μεσογείου μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Ακολουθούσε μια πανσλαβιστική εξωτερική πολιτική και ως εκ τούτου υποστήριζε τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Η Βρετανία ήθελε να αρνηθεί την πρόσβαση της Ρωσίας στις «θερμές θάλασσες» και να υποστηρίξει την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και υποστήριξε επίσης μια περιορισμένη επέκταση της Ελλάδας, ως εφεδρικό σχέδιο σε περίπτωση που η ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον δυνατή. Η Γαλλία επιθυμούσε να ενισχύσει τη θέση της στην περιοχή, ιδίως στο Λεβάντε (σήμερα Λίβανο, Συρία, Παλαιστινιακά εδάφη και Ισραήλ).
Η κυβερνώμενη από τους Αψβούργους Αυστροουγγαρία επιθυμούσε τη συνέχιση της ύπαρξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και οι δυο ήταν προβληματικές πολυεθνικές οντότητες και κατά συνέπεια η κατάρρευση της μιας μπορεί να αποδυνάμωνε την άλλη. Οι Αψβούργοι θεωρούσαν επίσης επίσης μια ισχυρή οθωμανική παρουσία στην περιοχή ως αντίβαρο στη σερβική εθνικιστική έκκληση προς τους δικούς τους Σέρβους υπηκόους στη Βοσνία, τη Βοϊβοντίνα και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Για την Ιταλία, πρωταρχικός στόχος τότε φαίνεται να ήταν η άρνηση πρόσβασης στην Αδριατική Θάλασσα σε άλλη μεγάλη ναυτική δύναμη. Η Γερμανική Αυτοκρατορία, με τη σειρά της, στο πλαίσιο της πολιτικής "Drang nach Osten" (Ώθηση προς Ανατολάς) φιλοδοξούσε να μετατρέψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε δική της de facto αποικία και έτσι υποστήριζε την ακεραιότητά της.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα η Βουλγαρία και η Ελλάδα ανταγωνίζονταν για την Οθωμανική Μακεδονία και Θράκη. Και οι δύο έστειλαν ένοπλους ατάκτους στην οθωμανική επικράτεια για να προστατεύσουν και να βοηθήσουν τους εθνοτικά συγγενείς τους. Από το 1904 υπήρξε πόλεμος χαμηλής έντασης στη Μακεδονία μεταξύ των ελληνικών και των βουλγαρικών αποσπασμάτων και του οθωμανικού στρατού (Μακεδονικός Αγώνας). Μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908 η κατάσταση άλλαξε δραματικά.
Η Επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 έφερε την αποκατάσταση της συνταγματικής μοναρχίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την έναρξη της Δεύτερης Συνταγματικής Περιόδου. Όταν ξέσπασε η εξέγερση υποστηρίχθηκε από διανοούμενους, το στρατό και σχεδόν όλες τις εθνοτικές μειονότητες της αυτοκρατορίας και ανάγκασε τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ να υιοθετήσει εκ νέου το από χρόνια ανενεργό οθωμανικό σύνταγμα του 1876 και το κοινοβούλιο. Ελπίδες δημιουργήθηκαν μεταξύ των βαλκανικών εθνοτήτων για μεταρρυθμίσεις και αυτονομία και πραγματοποιήθηκαν εκλογές για το σχηματισμό ενός αντιπροσωπευτικού, πολυεθνικού, οθωμανικού κοινοβουλίου. Με την ανακήρυξη Συνταγματικού Πολιτεύματος παύει και επίσημα ο Μακεδονικός Αγώνας. Ωστόσο, μετά την απόπειρα αντιπραξικοπήματος του Σουλτάνου, το φιλελεύθερο στοιχείο των Νεοτούρκων παραγκωνίστηκε και κατέστη κυρίαρχο το εθνικιστικό.
Ταυτόχρονα, τον Οκτώβριο του 1908, η Αυστροουγγαρία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία της οθωμανικής πολιτικής αναταραχής για να προσαρτήσει την de jure οθωμανική επαρχία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, που κατείχε από το 1878. Η Βουλγαρία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, όπως είχε κάνει το 1878, αλλά αυτή τη φορά η ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε διεθνώς. Οι Έλληνες της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας ανακήρυξαν την ένωση με την Ελλάδα, αν και η αντίδεαση των Μεγάλων Δυνάμεων εμπόδισε την ενέργεια αυτή να έχει πρακτικό αποτέλεσμα.
Η Σερβία απογοητεύθηκε στο βορρά από την ενσωμάτωση της Βοσνίας από την Αυστροουγγαρία. Το Μάρτιο του 1909 αναγκάστηκε να αποδεχθεί την προσάρτηση και να συγκρατήσει την αναταραχή κατά των Αψβούργων από τους Σέρβους εθνικιστές. Αντ 'αυτού η σερβική κυβέρνηση (πρωθυπουργός Νικόλα Πάσιτς) στράφηκε προς τα πρώην Σερβικά εδάφη στο νότο, κυρίως την «Παλαιά Σερβία» (το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ και την επαρχία του Κοσσυφοπεδίου).
Από τις αρχές του 1909 το Νεοτουρκικό κομιτάτο φέρεται να έχει επικρατήσει. Ένταση μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας, συνομολογούνται τα δύο Πρωτόκολλα Πετρούπολης (1909). Αυτών ακολουθεί η (μυστική) Συνθήκη της Πετρούπολης (1909) μεταξύ Ρωσίας και Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία, που είχε εξασφαλίσει την οθωμανική αναγνώριση της ανεξαρτησίας της τον Απρίλιο του 1909 και απολάμβανε τη φιλία της Ρωσίας, επιδίωκε να προσαρτήσει οθωμανικές περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας.
Η σχέση του Νεοτουρκικού κομιτάτου με την Ελλάδα αρχίζει να εκτραχύνεται, στη προσπάθεια των Νεότουρκων για κατάργηση της αυτονομίας της Κρήτης και την επαναφορά της στην Οθωμανική κυριαρχία. Ο Σουλτάνος μη αναγνωρίζοντας επίσημα τους Νεότουρκους εξαναγκάζει και την επίσημη Ελλάδα σε απ΄ ευθείας υποσχετικές δηλώσεις και διπλωματικές υποχωρήσεις στα αιτήματα των Νεοτούρκων. Στάση που θα επηρεάσει έντονα τα εσωτερικά γεγονότα της Ελλάδας, με στρατιωτική επανάσταση.Στις 15 Αυγούστου 1909 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, μια ομάδα Ελλήνων αξιωματικών, στράφηκε εναντίον της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση της εθνικής κυβέρνησης της χώρας και την αναδιοργάνωση του στρατού. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό σύστημα, μέχρι που κάλεσε τον Κρητικό πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο στην Αθήνα ως πολιτικό σύμβουλο.
Ο Βενιζέλος έπεισε το Βασιλιά Γεώργιο Α΄ να αναθεωρήσει το σύνταγμα και ζήτησε από το Σύνδεσμο να διαλυθεί υπέρ μιας Εθνικής Συνέλευσης. Το Μάρτιο του 1910 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος αυτοδιαλύθηκε. Τον Ιούνιο συνέρχεται το Συνέδριο της Πάτμου (1912) που εκφράζει τον διακαή πόθο της ένωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.
Μετά την νίκη της Ιταλίας στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο του 1911-1912 οι Νεότουρκοι έχασαν την εξουσία μετά από πραξικόπημα. Οι Βαλκανικές χώρες το είδαν ως ευκαιρία να επιτεθούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους για επέκταση.
Με την αρχική ενθάρρυνση Ρώσων αντιπροσώπων το Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία υπέγραψαν συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στην συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς Ελληνική συμμετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένας παράγοντας που ώθησε την Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συμφωνία ήταν το γεγονός πως η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε δημιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα. Οι Βούλγαροι, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα σημείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες, χωρίς πάντως να μπορέσει να διεκδικήσει με αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. Δέχτηκαν όμως την συμμαχία με την Ελλάδα επειδή πίστευαν στο αξιόμαχο του Ελληνικού στόλου, ο οποίος είχε την δυνατότητα να εμποδίσει την μεταφορά ενισχύσεων από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και πράγματι έκανε.
Με τις τολμηρές του διπλωματικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε αντίθεση με την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο Ίων Δραγούμης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο τη Βουλγαρία και εξέταζε την περίπτωση συμμαχίας με την Τουρκία. Με δεδομένη την πρόσφατη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα, την αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία και γενικότερα με τους φορείς των ιδεών του πανσλαβισμού, στην ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα η ιδέα του σλαβικού κινδύνου. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε το δίλημμα εάν θα ήταν προτιμότερη η συμμαχία με τους Χριστιανούς Σλάβους εναντίον των Τούρκων ή εάν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα έπρεπε να προτιμηθεί η συμμαχία με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία μετεξελισσόμενη θα μπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί από Έλληνες.
Ο καταστροφικός πόλεμος του 1897 είχε επηρεάσει πολλούς, ανάμεσα τους και τον Ίωνα Δραγούμη ο οποίος θεώρησε ότι το Ελληνικό κράτος είχε αποτύχει και ότι η πρόοδος του Ελληνισμού θα έπρεπε να αναζητηθεί με μία αυτοκρατορική λογική μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι απόψεις αυτές φτάνουν στο αποκορύφωμά τους λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους όταν ο Ίων Δραγούμης απογοητευμένος από το Ελληνικό κράτος μιλάει πιο ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος», απαξιώνοντας «το κρατίδιον», όπως αποκαλούσε την Ελλάδα. Αντίθετα ο Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης η οποία είχε μόλις πρόσφατα αποκτήσει την αυτονομία της, εμφανιζόταν περισσότερο ως οπαδός του κλασσικού αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως άμεσο στόχο την απελευθέρωση των Οθωμανικών κτήσεων στην Ευρώπη, χωρίς μάλιστα προηγούμενη συμφωνία για το μοίρασμα τους, άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική. Η επιλογή του Βενιζέλου για συμμαχία με τη Βουλγαρία αποτελούσε μεγάλη τομή ειδικά για την παλιά γενιά του μακεδονικού αγώνα. Τελικά ο κρητικός πολιτικός κατάφερε να υπερνικήσει τις αντιδράσεις της διπλωματικής γραφειοκρατίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα να καταστήσει την χώρα ετοιμοπόλεμη, ώστε να μην επαναληφθεί η τραυματική εμπειρία του 1897.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την επανάσταση στο Γουδί ο Ελληνικός στρατός είχε βελτιώσει με πολύ γρήγορους ρυθμούς το επίπεδο εκπαιδεύσεως με την άφιξη ξένων (Γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών, είχε ανανεώσει και εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό του, και είχε διοικητικά αναδιοργανωθεί με την βελτίωση του συστήματος των προαγωγών των αξιωματικών και την απομάκρυνση των Βασιλοπαίδων από την ηγεσία. Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του στόλου με αποκορύφωμα την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».
Κατ΄ αρχήν κύριος μοχλός της στρατιωτικής προπαρασκευής, ήταν το αποτέλεσμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 εκ της μελέτης του οποίου τα συμπεράσματα που εξήχθησαν οδήγησαν την τότε στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας στην αναδιοργάνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και στην επαύξηση της εκπαίδευσης με παράλληλο εκσυγχρονισμό των διατιθέμενων μέσων. Ένας δεύτερος μοχλός υπήρξε ο συνεχιζόμενος Μακεδονικός Αγώνας, τρίτος επίσης μοχλός ήταν το Κρητικό Ζήτημα. Πέραν όμως αυτών τα διάφορα παράλληλα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στα Βαλκάνια, δεν άφηναν καμία αμφιβολία πως τα σύννεφα ενός γενικευμένου πολέμου δεν θ΄ αργούσαν να φανούν. Και βεβαίως η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει και τους ελληνογενείς πληθυσμούς της Μακεδονίας που υπέφεραν κυρίως από τις βουλγαρικές βαρβαρότητες.
Το 1900 επί κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη, που ανέλαβε το 1899, συστήθηκε η «Γενική Διοίκηση Στρατού» υπό τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο το 1904 εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισμός του στρατού. Σύμφωνα με αυτόν ο ελληνικός στρατός συγκροτείται από τρεις Μεραρχίες. Παράλληλα δημιουργείται το «Ταμείο Εθνικής Αμύνης» από τους πόρους του οποίου παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ. Η συνολική δύναμη του ελληνικού "εν ενεργεία" στρατού ανέρχονταν μέχρι τότε σε 18.000 άνδρες από τους οποίους οι 8.000 ήταν αποσπασμένοι σε Βασιλική Χωροφυλακή, μεταβατικά αποσπάσματα, φρουρές φυλακών, Τελωνοφυλακή, ακόμη και Αγροφυλακή. Η υπόλοιπη στρατιωτική δύναμη ήταν κατανεμημένη σε διάφορες πόλεις της χώρας, σε τέτοια διασπορά όμως, που ήταν αδύνατη η εκπαίδευση των μονάδων.
Το 1906 και συνέχεια της ίδιας κυβέρνηση, μετά τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, λήφθηκαν και τα πρώτα σοβαρά μέτρα στρατιωτικής ανασυγκρότησης τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταμείο Εθνικής Αμύνης με μια σειρά διαταγμάτων προικοδοτήθηκε με νέους πόρους έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόμη τυφεκίων Μάνλιχερ που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ συνάφθηκε δάνειο 20.000.000 δρχ. που διατέθηκε στο παραπάνω Ταμείο για παραγγελίες υλικού επιστράτευσης και κατασκευή αποθηκών. Το ύψος εκείνων των παραγγελιών καθώς και των ετών 1907, 1908, και 1909 (επί Θεοτόκη) ανήλθε στο συνολικό ποσό των 77.000.000 δρχ.
Το 1909, όταν μετά την παραίτηση του Γ. Θεοτόκη ανέλαβε ο Δ. Ράλλης, ο ελληνικός στρατός είχε παραλάβει συνολικά: 100.000 Τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 Αραβίδες Μάνλιχερ, 10 Πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 Φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών και κάποια δευτερεύοντα είδη που δεν είχαν ακόμη παραληφθεί.
Τον Οκτώβριο του 1912 η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία, συνασπισμένες με διμερείς μεταξύ τους συμμαχίες, προκάλεσαν πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σκοπό να απελευθερώσουν τα εναπομείναντα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας που διεκδικούσαν. Ήταν ο πρώτος από δύο διαδοχικούς πολέμους, τους Βαλκανικούς Πολέμους, που τερματίστηκαν το θέρος του 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η οποία ουσιαστικά έθεσε τέλος στην τουρκική κυριαρχία στην Ευρώπη και άλλαξε ριζικά τον πολιτικό χάρτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Τον πόλεμο προκάλεσε το Μαυροβούνιο στις 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου 1912, ύστερα από αξίωση του, την οποία δεν αποδέχτηκε η Πύλη, να εξασφαλίσει ευνοϊκή συνοριακή ρύθμιση. Ακολούθησε λίγες ημέρες αργότερα η Βουλγαρία, σε απάντηση στην επιστράτευση και τη συγκέντρωση στρατευμάτων της Τουρκίας στη Θράκη.
Στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου οι πρέσβεις της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας αξίωσαν επισήμως από την οθωμανική κυβέρνηση να προβεί σε μεταρρυθμίσεις στις κτήσεις της αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, αξίωση που συνιστούσε ουσιαστικά τελεσίγραφο*, το οποίο η Πύλη δεν ήταν δυνατόν να αποδεχτεί.
Οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης εξεπλάγησαν τόσο από τη σύμπραξη των τεσσάρων χωρών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και από τις συναπτές νίκες που κέρδισαν οι σύμμαχοι σε βραχύ χρονικό διάστημα. Η περιφρόνηση με την οποία εκ παραδόσεως αντιμετώπιζε η Πύλη τις τέσσερις χώρες και η αδυναμία των μεγάλων δυνάμεων να επέμβουν από κοινού εγκαίρως έδωσαν τη δυνατότητα στους συμμάχους να καταγάγουν αποφασιστικές νίκες και να απελευθερώσουν το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, ώστε να ανατραπεί άρδην η έως τότε κατάσταση και να μην μπορεί πλέον να γίνει λόγος για την αποκατάσταση του προ του πολέμου εδαφικού καθεστώτος.
Στις 17/30 Μαΐου 1913 υπογράφηκε στο Λονδίνο η Συνθήκη Ειρήνης, η οποία προέβλεπε την εκχώρηση όλων των κτήσεων του σουλτάνου στα δυτικά της γραμμής Αίνου-Μηδείας, εκτός της Αλβανίας, στους συμμάχους ηγεμόνες της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου.
Με την ίδια Συνθήκη του Λονδίνου ο σουλτάνος παραιτήθηκε από τα δικαιώματά του στην Κρήτη, ενώ οι έξι μεγάλες δυνάμεις αναλάμβαναν να ορίσουν τα σύνορα της Αλβανίας και να καθορίσουν το μέλλον των νήσων του Αιγαίου. Η Συνθήκη σιωπούσε ως προς την κατανομή των εδαφών που είχαν κατακτήσει οι σύμμαχοι, αλλά και ως προς την τύχη των Δωδεκανήσων, τα οποία είχαν κατακτήσει οι Ιταλοί κατά τη διάρκεια του δικού τους νικηφόρου πολέμου εναντίον των Τούρκων (1911-1912) και τα οποία δήλωναν τότε ότι θα τα κατείχαν προσωρινώς.
Η σιωπή της Συνθήκης του Λονδίνου ως προς τα ζητήματα αυτά υποδήλωνε τις σοβαρές διαφωνίες, που είχαν ήδη διαφανεί, τόσο στους κόλπους των συμμάχων όσο και μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η Σερβία και η Βουλγαρία, οι οποίες με τη συνθήκη συμμαχίας που είχαν υπογράψει στις 28 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1912 είχαν αφήσει έξω από κάθε διακανονισμό την Ελλάδα, βρέθηκαν μετά την έναρξη των εχθροπραξιών μπροστά σε οδυνηρή έκπληξη. Τόσο οι Σέρβοι όσο και οι Βούλγαροι, οι οποίοι δεν έκρυβαν την περιφρόνηση τους για τον ελληνικό στρατό και τις δυνατότητές του, ανέμεναν να περιοριστεί η ελληνική προσπάθεια στην Ήπειρο.
Η ταχεία προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία εξέπληξε τόσο τους μεν όσο και τους δε, ενώ η Βουλγαρία ανησύχησε ιδιαιτέρως για την τύχη της Θεσσαλονίκης. Ο αρχιστράτηγος και διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος προήλασε ταχύτατα, ύστερα από προτροπή του Βενιζέλου, κατά της Θεσσαλονίκης, όπου έφτασε με ισχυρές δυνάμεις, και αξίωσε από τον Τούρκο διοικητή Χασάν Ταχσίν πασά την παράδοση της πόλης την 27η Οκτωβρίου.
Πράγματι ο Τούρκος διοικητής παρέδωσε την πόλη στους Έλληνες πολιορκητές, όταν δε έφτασαν εν σπουδή ισχυρές βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις και ζήτησαν να παραδοθεί και στους Βουλγάρους η πόλη, ο Χασάν Ταχσίν πασάς απάντησε πως η Θεσσαλονίκη είχε ήδη αλλάξει κυρίαρχο. Στις 22 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου 1913 οι Τούρκοι, ύστερα από νέες ήττες, παρέδωσαν τα Ιωάννινα στους Έλληνες και την Αδριανούπολη στους Βουλγάρους, ενώ τον Απρίλιο παρέδωσαν τη Σκόδρα στους Σέρβους.
Η Βουλγαρία ωστόσο αρνιόταν κάθε συζήτηση για μείωση της έκτασης των εδαφών που έκρινε πως της ανήκαν, σύμφωνα με τη συνθήκη της 28ης Φεβρουαρίου/13ης Μαρτίου 1912 που είχε υπογράψει με τη Σερβία, και προέβαινε σε προκλήσεις σε βάρος των Ελλήνων και των Σέρβων. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Σερβίας πραγματοποίησαν για τον λόγο αυτόν ανεπίσημες επαφές, οι οποίες κατέληξαν την 18η Μαΐου/1η Ιουνίου στην Ελληνοσερβική Συμμαχία, συνθήκη φιλίας και αμυντικής συμμαχίας, που έκρινε εν τέλει την έκβαση των διαφορών μεταξύ των συμμάχων του πολέμου κατά της Τουρκίας.
Με τη συνθήκη αυτή οι δύο χώρες προσέφεραν την αμοιβαία εγγύηση ότι θα κρατήσουν οριστικά τις εδαφικές τους κτήσεις και ανέλαβαν την υποχρέωση, σε περίπτωση που ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη δεχόταν επίθεση από τρίτη χώρα, να παράσχουν τη βοήθειά τους αμοιβαίως και να μη συνάψουν χωριστή ειρήνη με την επιτιθέμενη χώρα παρά μόνον από κοινού. Η ελληνοσερβική συνθήκη ήταν δεκαετούς ισχύος και μυστική.
Επεισόδια μεταξύ των Βουλγάρων από το ένα μέρος και των Ελλήνων και των Σέρβων από το άλλο σε δύο κύριες εστίες, στη Νιγρίτα και στη Γευγελή αντιστοίχως, που είχαν προκληθεί από τη βουλγαρική πλευρά, κατέληξαν σε εχθροπραξίες, οι οποίες κορυφώθηκαν τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1913 και διέψευσαν τις ελπίδες των Βούλγαρων στρατιωτικών. Οι βουλγαρικές δυνάμεις ηττήθηκαν σε όλα τα πεδία των μαχών που διεξήγαγαν εναντίον των ελληνικών και των σερβικών δυνάμεων. Ευθύς μετά την έναρξη των εχθροπραξιών βρήκαν την ευκαιρία η Ρουμανία από τα βόρεια και η Τουρκία από τα ανατολικά να καταλάβουν εδάφη της Βουλγαρίας.
Τη λύση εν τέλει διευκόλυνε η Ρουμανία, όταν η Βουλγαρία έσπευσε να υπογράψει ανακωχή με τη χώρα αυτή, καθώς τα ρουμανικά στρατεύματα βρίσκονταν στα πρόθυρα της βουλγαρικής πρωτεύουσας. Χωρίς την ενεργό συμπαράσταση από τις μεγάλες δυνάμεις, η Βουλγαρία αποδέχτηκε τους όρους των αντιπάλων της, και την 30ή Ιουλίου οι πληρεξούσιοι της Ελλάδας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας συνήλθαν στο Βουκουρέστι.
Η ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης, που υπογράφηκε στο Βουκουρέστι την 28η Ιουλίου/10η Αυγούστου 1913, κατακύρωσε την Καβάλα και την περιοχή της στην Ελλάδα, στη δε Σερβία και τη Ρουμανία τις περιοχές που είχαν κατακτήσει στον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, ο οποίος έμεινε γνωστός ως Β' Βαλκανικός Πόλεμος. Είχε προηγηθεί της υπογραφής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου η αναγνώριση -με την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Ρουμανίας- θρησκευτικών και εκπαιδευτικών προνομίων στους Βλάχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Στην επιστολή του προς τον Ρουμάνο ομόλογο του, με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1913, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέφερε ότι η Ελλάδα συμφωνούσε να παράσχει αυτονομία στα σχολεία και τις εκκλησίες των Βλάχων της Ηπείρου και της Μακεδονίας και να επιτρέψει τη σύσταση επισκοπής των Βλάχων, να δώσει δε τη δυνατότητα στη ρουμανική κυβέρνηση να επιχορηγεί αυτά τα εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα, υπό την επίβλεψη φυσικά της ελληνικής κυβέρνησης. Ήταν μια παραχώρηση της Ελλάδας που κρίθηκε τότε απαραίτητη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η υποστήριξη της Ρουμανίας στο ζήτημα της Καβάλας, αλλά η οποία προκάλεσε αργότερα προβλήματα στις ελληνορουμανικές σχέσεις.
«Οι Έλληνες, στην καταγωγή και τη συνείδηση, Βλάχοι (γνωστοί και ως Κουτσόβλαχοι και Αρωμούνοι, επίσης κατά περιοχές και ως Αρβανιτόβλαχοι, Καραγκούνοι, Φρασαριώτες κ.λπ.) είναι δίγλωσσοι Έλληνες ποιμένες και κτηνοτρόφοι (Κ. Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Αιτωλοακαρνανίας), που παράλληλα προς τα Ελληνικά μιλούν μια λατινογενή διάλεκτο, τα Βλάχικα ή Κουτσοβλάχικα ή Αρωμουνικά. Η γλωσσική τους συγγένεια (όχι εθνολογική!) με τους Ρουμάνους οφείλεται στο ότι τόσο τα Αρωμουνικά όσο και τα Ρουμανικά ανάγονται σε κοινή γλωσσική πηγή, την Ανατολική ή Βαλκανική Λατινική [...]. Η ονομασία Βλάχοι ανάγεται γλωσσικά στο όνομα γαλατικού φύλου Volcae (εκλατινισμένου από τις επιδρομές του σε ρωμαιοκρατούμενες περιοχές), που οι Γερμανοί ονόμασαν Valah, χαρακτηρίζοντας μ' αυτό όλους τους λατινόφωνους υπηκόους του ρωμαϊκού κράτους. Από το γερμανικό Valah προήλθαν οι εθνικές ονομασίες Ουαλοί (Βρετανία), Βαλλόνοι (Βέλγιο), Γκωλουά (πβ. ντε Γκωλ) (Γαλλία) και Valah > vlah > Βλάχος (Βυζάντιο)».
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, λήμμα Βλάχοι-Ουαλοί- Βαλόνοι.
Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024
ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ-ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από την παρακάτω ιστορική πηγή, να παρουσιάσετε τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες του Χ. Τρικούπη για την εξυγίανση της
πολιτικής ζωής και της δημόσιας διοίκησης
[...] Ένα από τα πρώτιστα μελήματα του Χαρ. Τρικούπη ήταν η σχετική τουλάχιστον
αποσύνδεση του δημοσίου υπαλλήλου από τους πολιτικούς του προστάτες, με σκοπό την
αποδιάρθρωση των μόνιμων φατριών που δομούνταν ανάμεσα στους φορείς του κρατικού
μηχανισμού και στους βουλευτές, με άλλα λόγια το σπάσιμο του πλέγματος «πατρώνων –
πελατών». Και για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε να κτυπηθεί η βουλευτοκρατία στο πιο καίριο
σημείο της, να σπάσει το λειτουργικό πλέγμα που ένωνε τους βουλευτές με τους εν ενεργεία ή
επίδοξους πελάτες τους. Το πλέγμα αυτό έπρεπε να κτυπηθεί και από τις δύο πλευρές, να
σπάσουν και οι δύο συνιστώσες του. ∆ηλαδή, από τη μια να μειωθεί η εξάρτηση του βουλευτή
από τον ψηφοφόρο, εξάρτηση που οδηγούσε στη μόνιμη εκ των άνω δόμηση των κομματικών
πλεγμάτων που επανδρώνονταν με τους υπαλλήλους, και από την άλλη να σπάσει η εξάρτηση
του υπαλλήλου από το βουλευτή, εξάρτηση που εξανάγκαζε τους υπαλλήλους να συρρέουν στα
κομματικά πλέγματα για να επιβιώσουν (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ι∆ ́, σσ. 42-46)
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Παίρνουμε τα παρακάτω σημεία της ιστορικής πηγής, ώστε να τα χρησιμοποιήσουμε στην απάντησή μας:
1 «αποσύνδεση του δημοσίου υπαλλήλου από τους πολιτικούς του προστάτες»
2 «το σπάσιμο του πλέγματος «πατρώνων – πελατών»»
3 «έπρεπε να κτυπηθεί η βουλευτοκρατία ... επίδοξους πελάτες τους»
4 «να μειωθεί η εξάρτηση του βουλευτή .... για να επιβιώσουν»
Κατόπιν, συνδυάζουμε τα σημεία της πηγής που κρατήσαμε με το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου που ακολουθεί (υποτίθεται ότι το έχουμε μάθει απ'έξω):
"Προκειμένου να απελευθερώσει την πολιτική ζωή της χώρας από την τυραννία του τοπάρχη βουλευτή, ο Τρικούπης διεύρυνε την εκλογική περιφέρεια από επαρχιακή σε νομαρχιακή και μείωσε κατ' αυτόν τον τρόπο στο ήμισυ τον αριθμό των βουλευτών. Για να καταστήσει μάλιστα την κρατική μηχανή ανεξάρτητη από τις κυβερνητικές αλλαγές, όρισε αυστηρά κριτήρια επιλογής των δημόσιων υπαλλήλων και προώθησε γενναία εκκαθάριση του δικαστικού κλάδου από κομματικούς εγκαθέτους. Για την εμπέδωση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας προέβη σε εξίσου γενναίες αλλαγές στα Σώματα Ασφαλείας και στους σχετικούς με τις προσλήψεις και προαγωγές στα σώματα αυτά κανονισμούς. Αναδιοργάνωσε τον στρατό και τον στόλο, με τη μετάκληση στρατιωτικών ειδικών από τη Γαλλία και την Αυστρία, και περιόρισε δραστικά τη δυνατότητα των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων να εκλέγονται βουλευτές.
Ο Τρικούπης αύξησε επίσης τον αριθμό των σχολείων και των μαθητών της χώρας, προώθησε τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού προγράμματος των δημόσιων σχολείων και την αναμόρφωση των σχολικών βιβλίων και ίδρυσε τεχνικές σχολές. Την ίδια εποχή ο μεγάλος μεταρρυθμιστής ευνόησε τη βιομηχανική ανάπτυξη και τη δραστική επέκταση του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου της χώρας. Για τη χρηματοδότηση του φιλόδοξου αναπτυξιακού προγράμματος του ο Τρικούπης προσπάθησε να προσελκύσει το ελληνικό παροικιακό κεφάλαιο και συνήψε σειρά δανείων στο εξωτερικό. Αλλά η ελληνική οικονομία δεν άντεξε εν τέλει το βάρος του εξωτερικού χρέους και τον Δεκέμβριο του 1893 ο Τρικούπης κήρυξε την πτώχευση της χώρας και παραιτήθηκε. Εγκατέλειψε τη χώρα, ηττημένος από τον λαϊκισμό των αντιπάλων του και την αδράνεια της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, και πέθανε πικραμένος δύο χρόνια αργότερα στη Γαλλία".
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Για ένα μάθημα συγκριτικής λογοτεχνίας και πρόσφατης ιστορικής μνήμης, του Νίκου Ξένιου
Ευριπίδης Γαραντούδης, Ομιλία στο Επιμορφωτικό Συνέδριο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης «Η Νέα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στ...

-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....