Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ

Η συσσωρευμένη μάθηση μας έχει δώσει, κατά τον εικοστό αιώνα μ.Χ., ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με τους προκατόχους μας, τόσο στην τεχνολογία όσο και στο εύρος των νοητικών δεξιοτήτων με τις οποίες μπορούμε να εξερευνήσουμε το σύμπαν και να δημιουργήσουμε πληθώρα λογικών εικόνων. Αλλά δεν πρέπει να συγχέουμε τα πλεονεκτήματα της συσσωρευμένης μάθησης με την αυξημένη νοημοσύνη. Η ευφυΐα δεν είναι γνώση. Είναι η ικανότητα που έχει κάποιος να προσαρμόζει και να παρουσιάζει σε λογικά σχήματα όση γνώση κατέχει την εκάστοτε στιγμή… Αυτό είναι το πιο σημαντικό μήνυμα της βιολογίας, το γεγονός ότι όλοι ανήκουμε στο ίδιο είδος [Homo Sapiens – Sapiens]. Η πρόοδος δεν μας έχει μεταλλάξει σε ανώτερα όντα.
Eκείνο το παλαιό θηρίο, ο άγριος, ο τριχωτός άνθρωπος που βουτάει τα δάχτυλά του στα εντόσθια, περπατά αδέξια και ρεύεται, που η ομιλία του είναι λαρυγγική, βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα – λοιπόν, νάτος, ζει μέσα μου και με κατασκοπεύει. Απόψε το γλεντάει με ορτύκια και σαλάτα. Τώρα κρατάει ένα ποτήρι παλιό καλό κονιάκ με την οπλή του. Καθώς το πίνω οι κινήσεις και τα γουργουρίσματά του στέλνουν στη σπονδυλική μου στήλη ζεστά κύματα ανατριχίλας. Είναι αλήθεια, έχει μάθει να πλένει τα χέρια του πριν από το δείπνο, αλλά εξακολουθούν να είναι τριχωτά. (Έτσι περιγράφει η Virginia Woolf την αίσθηση ότι ο προϊστορικός άνθρωπος ακόμη ζει μέσα μας στο έργο της "Τα κύματα", The Waves, 1931 )
Α Ο ΥΛΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: Ο ιστορικός της εποχής μας έχει στη διάθεσή του πλούσιο υλικό για έρευνα σε πολλούς τομείς. Είναι μεγάλη πρόκληση να προσπαθήσει κανείς να περιγράψει την κατάσταση των κοινωνικών μετασχηματισμών και της ρευστότητας που βιώνουμε σήμερα (στην εποχή της οικονομικής κρίσης) με υλικούς όρους. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς και να μαντέψει πόσα από αυτά θα είναι ορατά στον αρχαιολόγο του μέλλοντος, να διαπιστώσει τι έχει αλλάξει, για παράδειγμα, στη σχέση μας με τον υλικό πολιτισμό· στις ποσότητες των πραγμάτων που καταναλώνουμε· στις εισαγωγές ξένων προϊόντων και την κατανάλωση εγχώριων· στα σκουπίδια που παράγουμε και τα αντικείμενα που ανακυκλώνουμε· στις μετακινήσεις του πληθυσμού και την ερήμωση δημόσιων χώρων και οικισμών.
Β Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Παράλληλα με τη μελέτη του υλικού πολιτισμού, υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον στην αρχαιολογία, η έννοια του χρόνου. Οι δραματικές αλλαγές που συντελούνται με βίαιο τρόπο στις μέρες μας, και που δεν είναι αντιληπτές απ’ όλους με τον ίδιο τρόπο, εξελίσσονται παράλληλα με τον κύκλο της καθημερινής μας ρουτίνας και την επηρεάζουν δραματικά. Έτσι, και ενώ σημαντικά ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν σε χρόνο «παρόντα», γινόμαστε μάρτυρες δύο βασικών στοιχείων της έννοιας του χρόνου, τα οποία σπάνια γίνονται αντιληπτά ταυτοχρόνως, και μάλιστα με την ένταση που μας παρουσιάζονται σήμερα: δηλαδή της αλληλουχίας των συμβάντων από τη μία, της διάρκειας και της ρευστότητας από την άλλη. O Bergson είχε ήδη τονίσει πως ο χρόνος γίνεται αντιληπτός ως διάρκεια αλλά αναπαρίσταται ως αλληλουχία και είχε σημειώσει ότι πρόκειται συνήθως γι’ αυτή τη «χωρική διάσταση» που δημιουργεί προβλήματα, καθώς ο χρόνος είναι μια «αρχέγονη ετερογενής συνέχεια» και δεν μπορεί να οριστεί με όρους «χωρικούς». Επιπλέον, η αναπαράσταση του χρόνου ως αλληλουχίας στερείται της εμπειρίας του χρόνου ως διάρκειας, και έτσι είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς μια διάκριση που ουσιαστικά αναφέρεται σε μια αλληλοεξαρτώμενη σχέση. Στις μέρες μας βιώνουμε την αλληλεξάρτηση στο μέγιστο βαθμό. Ενώ είμαστε συνηθισμένοι από τις ιστορικές αφηγήσεις να δίνουμε έμφαση κυρίως στην αλληλουχία των συμβάντων, καλούμαστε για πρώτη φορά να διαχειριστούμε τη ρευστότητα του ιστορικού γίγνεσθαι και την εμπειρία της υποκειμενικής θέασης του χρόνου. Καθένας βιώνει τον χρόνο με διαφορετικό τρόπο.
Η διάκριση του χρόνου σε παρόν και παρελθόν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε, αρχικά, από την επιστήμη της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας με σκοπό να αποτελέσει ουσιαστικά ένα μέσο επιβολής της δυτικής σκέψης πάνω στην ιστορία, η οποία πέρα από τη χωρική διάσταση-απόσταση, θεώρησε αναγκαίο να δημιουργήσει και μια χωρική. Όπως παρατήρησε ο Fabian (1983, σ. 31) στη μελέτη του για την έννοια του χρόνου στην Ανθρωπολογία, οι ανθρωπολόγοι, στην προσπάθειά τους να απορρίψουν οποιαδήποτε σχέση με τους Aboriginals της Ωκεανίας, και να οριοθετήσουν την έννοια της διαφορετικότητας με «τον άλλο», δεν αρκέστηκαν στον εντοπισμό της φυσικής, χωρικής, διάκρισης, αλλά δημιούργησαν και μια χρονική μεταφορά, έναν «άλλο χρόνο», ο οποίος έκανε κατηγοριοποιήσεις που χώριζαν το χρόνο σε πρωτόγονο και σύγχρονο, άγριο και πολιτισμένο.
Έτσι, όταν στις αρχές του 19ου αιώνα η Ευρώπη άρχισε να έρχεται αντιμέτωπη με τις πρώτες συστηματικές μελέτες και ανακαλύψεις της Αρχαιολογίας που αποδείκνυαν την «παλαιότητα» του ανθρώπινου γένους χρησιμοποιώντας την εθνογραφική αναλογία, ήταν εύκολο να τις ενσωματώσει στην κυρίαρχη ιδεολογία της, δημιουργώντας ένα παρόμοιο μοντέλο με βάση έναν υποτιθέμενο «προϊστορικό χρόνο» (Murray 1993). Για να γίνω πιο σαφής: όταν η «ιδέα» της προϊστορίας εμφανίστηκε στην Ευρώπη- στην αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν οι Ευρωπαίοι άρχισαν να σκάβουν τη γη τους για να βρουν κάρβουνο- η Προϊστορία και η ανασκαφή κάθε είδους ήταν άρρηκτα δεμένες με τη συγκρότηση του παρελθόντος ως βασικού αντικειμένου μελέτης. Και αυτό γιατί, στην αρχή, η διαφορά ανάμεσα στην Ιστορία και την Προϊστορία δεν επικεντρωνόταν τόσο στην απουσία γραπτών πηγών, όσο στη διάκριση ανάμεσα στην τρέχουσα και στην παρελθούσα ιστορία. Ήταν σαν να μελετούσαν, αυτοί οι πρώτοι αρχαιολόγοι, δύο διαφορετικές χρονικότητες. Η προϊστορία, όπως άλλωστε νωρίτερα και η εθνολογία, ταξινομήθηκε στις φυσικές και όχι στις ιστορικές επιστήμες, υπηρετώντας προφανώς μια βαθύτερη διάκριση που συνδεόταν με το εξελικτικό μοντέλο του Δαρβίνου. Αυτό υπερτόνιζε τη διάκριση ανάμεσα στη φύση και τον λόγο από τη μια μεριά, και τη γραφή και τον πολιτισμό από την άλλη .
Παράλληλα, η Προϊστορική Αρχαιολογία έπαιξε σημαντικό ρόλο και στο εθνικιστικό μοντέλο της Ευρώπης και, μαζί με την Κοινωνική Ανθρωπολογία, βοήθησε τα έθνη- κράτη το 19ο αιώνα να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους μέσα από αφηγήσεις συνέχειας για την ιστορία του ανθρώπου. Η προσέγγιση η ανθρωπολογική του χρόνου έδινε έμφαση στην έννοια της απόστασης, με άλλα λόγια αναφερόταν στο χρόνο των «άγριων» ανθρώπων που ζουν πιο κοντά στη φύση, διακρίνοντάς την από την έννοια της συνέχειας (σαν να γινόταν ένα "μέτρημα") με αφετηρία τον χρόνο όπου είχαν γεννηθεί οι πρόγονοι των σύγχρονων κοινωνιών και η συνέχεια του οποίου αποτελούσε συστατικό στοιχείο τόσο του εθνικιστικού μοντέλου, όσο και του εξελικτικού.
Το είδος μας, ο σοφότατος άνθρωπος (Homo sapiens sapiens) εμφανίστηκε, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, κατά το Πλειστόκαινο. Το Πλειστόκαινο είναι η γεωλογική περίοδος που περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο 2.588.000 με 11.700 χρόνια περίπου πριν. Ονομάζεται και Διλούβιο ή περίοδος των Παγετώνων. Μαζί με το Ολόκαινο αποτελούν την Τεταρτογενή Περίοδο. Το όνομα Πλειστόκαινο έχει ελληνική προέλευση, από τις λέξεις Πλείστος (= πιο) και καινός (=καινούργιος). Προηγείται του Ολόκαινου και είναι μετά το Πλειόκαινο. Διακρίνεται σε Γελάσιο, Καλάβριο, Ιόνιο και Ταράντιο. Όλες αυτές οι υποπερίοδοι ταυτίστηκαν με ευρήματα στη νότια Ευρώπη. Το Πλειστόκαινο κλιματολογικά αποτελούνταν από εναλλαγές θερμών και ψυχρών περιόδων (περίοδοι των Παγετώνων). Στις αρχές του 20ού αιώνα διακρίθηκαν τέσσερις περίοδοι παγετώνων, κατά τη διάρκεια των οποίων οι παγετώνες αύξησαν το μέγεθός τους και η θαλάσσια στάθμη έπεσε.
Το Πλειστόκαινο, ως γεωλογική περίοδος, ήταν σχετικά πολύ σύντομο, αφού η διάρκειά του δεν ξεπερνά το 1.000.000 χρόνια. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι πολύ μικρό σε σχέση με τη διάρκεια δεκάδων εκατομμυρίων χρόνων που έχουν οι προηγούμενες γεωλογικές περίοδοι. Επίσης, κατά την περίοδο αυτή έγιναν μεγάλες γεωγραφικές, κλιματολογικές και βιολογικές αλλαγές στον πλανήτη μας. Περισσότερο χαρακτηριστικές ήταν οι αλλαγές στο ανάγλυφο πρόσωπο της Γης: Μεγάλες εκτάσεις ξηράς αναδύθηκαν από τους ωκεανούς και εμφανίστηκαν ψηλές οροσειρές και υψίπεδα. Από αυτήν την άποψη το Πλειστόκαινο μοιάζει σαν αποκορύφωμα των αλλαγών του τελευταίου Γεωλογικού αιώνα, του Καινοζωικού αιώνα, που συνεχίζεται ως σήμερα. Πριν από τον Καινοζωικό Αιώνα, τις απέραντες ηπειρωτικές εκτάσεις τις διέκοπταν μόνο χαμηλοί αποστρογγυλωμένοι λόφοι. Ακόμη οι μεταβολές στο κλίμα και στη βλάστηση ήταν λιγότερες, πιο ομαλές και αργές. Αντίθετα, το Πλειστόκαινο χαρακτηρίζεται από τις Εποχές Παγετώνων του, δηλαδή τις μεγάλες πολύ ψυχρές περιόδους που παρουσίαζαν μεγάλα φαινόμενα παγογένεσης. Στην ακμή της μεγαλύτερης από αυτές, περίπου το ένα τρίτο της ξηράς του πλανήτη καλύφθηκε από πάγο.
Κατά το μακροχρόνιο γεωλογικό παρελθόν οι πόλοι έμεναν συχνά ελεύθεροι από παγοκαλύμματα και οι εύκρατες συνθήκες επικρατούσαν βόρεια του σημερινού Αρκτικού Κύκλου. Ακόμη, κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου είχαμε θερμές περιόδους, πολύ θερμότερες από τη σημερινή. Επειδή μάλιστα οι τελευταίες είχαν διάρκεια ως 250.000 χρόνια δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η τελευταία παγογένεση έχει τελειώσει, ούτε και αν ολόκληρη η εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού απλά συνέπεσε απλά με μια βραχύβια ύφεση της τελευταίας παγετώνιας. Ακόμη και σήμερα φαίνεται να ζούμε ακόμη υπό συνθήκες Πλειστόκαινου. Στην εποχή μας συνεχίζεται τόσο η ορογένεση, όσο και η παγογένεση, αφού τμήματα του πλανήτη συνεχίζουν να σκεπάζονται από μόνιμους πάγους. Συνεχίζεται, έστω και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, ο σχηματισμός των Άλπεων, των Ιμαλαΐων, των Βραχωδών Ορέων και των Άνδεων. Επίσης, σεισμοί και εκρήξεις ηφαιστείων συνεχίζουν να καταστρέφουν πόλεις, περιουσίες και να αφαιρούν ζωές από ανθρώπους, ζώα και φυτά.
Από βιολογικής άποψης ο Άνθρωπος και οι Ανθρωπίδες ανήκουν στην τάξη των Πρωτευόντων (Primates). Στην ίδια τάξη ανήκουν επίσης οι διάφοροι πίθηκοι. Αν ρίξουμε μια σύντομη ματιά, λοιπόν, αρχικά, στην εξέλιξη της τάξης, από τα πιο αρχέγονα Πρωτεύοντα, τις τουπάιες, ως την υπεροικογένεια των Ανθρωπιδών, παρατηρούμε ότι και τα υπόλοιπα Πρωτεύοντα επίσης εξελίχθηκαν από τα πρώτα στάδιά τους μέχρι σήμερα και δεν είναι ασφαλές να εξαγάγουμε συμπεράσματα από τη σημερικνή εικόνα των ειδών αυτών, ούτε και τα απολιθώματα ή άλλα υπολείμματά τους. Πολλές φορές βρισκόμαστε σε δίλημμα αν ένα συγκεκριμένο από αυτά τα είδη αποτελεί πρόγονο ενός σύγχρονου είδους ή είναι είδος που έφθασε σε αδιέξοδο και εξαφανίστηκε αιφνιδιαστικά (νεκρόληκτο). Ωστόσο, η εξέλιξη των Πρωτευόντων εμφανίζει και ορισμένες σαφείς γενικές τάσεις εξέλιξης:διαφοροποίηση άκρων, των άνω για σκαρφάλωμα στα δέντρα και χειρισμό διαφόρων αντικειμένων, δηλαδή "χέρια", και τα κάτω για ενίοτε (αρχικά) ή μόνιμη (αργότερα) όρθια βάδιση, δηλαδή "πόδια". Είχαμε δηλαδή τάση εξέλιξης από τετράποδα σε τετράχειρα και δίποδα-δίχειρα.Στερεοσκοπική όραση. Ανάπτυξη του κρανίου και αύξηση του σχετικού όγκου, βάρους και κατανάλωση θρεπτικών ουσιών του εγκεφάλου.
Ο άνθρωπος διήνυσε εκατομμύρια χρόνια ζωής ως τροφοσυλλέκτης και κυνηγός πριν γίνει γεωργός και εφευρέτης μηχανών. Στην διάρκεια του μακρού αυτού χρόνου κατέκτησε την όρθια στάση και τη βάδιση στα δύο πόδια, κατοίκησε σχεδόν σε κάθε μήκος και πλάτος της γης, βρήκε τρόπο να ταξιδεύει στην ξηρά και στη θάλασσα, ξεπέρασε περιόδους ξηρασίας, πλημμυρών και παγετώνων, δημιούργησε εργαλεία, απέκτησε θεσμούς, κατέκτησε γνώσεις και τέχνες, ανοίχτηκε στο διάστημα. Πριν προβληματιστεί από το άφατο των θρησκευτικών του συλλήψεων, αντιμετώπισε τη φύση σε όλες της τις προκλήσεις και τις εκφάνσεις. Με τα όπλα αυτά, στάθηκε, στη συνέχεια, απέναντι στο μεγαλύτερο θεριό: τον εαυτό του.
Ήταν οι Νέαντερταλ κανίβαλοι; Γιατί οι μακρινοί πρόγονοι του ανθρώπου είχαν σκουρόχρωμο δέρμα; Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, ενώ η πλειονότητα των ανθρώπων έχει; Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι κρεατοφάγοι; Ποιοι ήταν οι πρώτοι πρόγονοι του ανθρώπου; Σε αυτά και πολλά άλλα φαινομενικά «περίεργα» ερωτήματα απαντά, με τη βοήθεια της Παλαιοανθρωπολογίας, η κορεατικής καταγωγής καθηγήτρια Ανθρωπολογίας Σανγκ-Χι Λι, σκιαγραφώντας, μέσα από κάθε άλλο παρά ευθείες ατραπούς, μια εκλαϊκευμενη αλλά έγκυρη έκθεση της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους έως τον Homo sapiens, εντοπίζει και «αποτυχημένες» εκδοχές της εξέλιξης, όπως ήταν, για παράδειγμα, ο Homo floresiensis, που λόγω του μικρού του μεγέθους (μόλις ένα μέτρο ύψος) αποκαλείται και «χόμπιτ». Η συγγραφέας καταρρίπτει μια σειρά διαδεδομένων μύθων, καταδεικνύοντας τη συνεχή μεταβολή που υφίστατο το ανθρώπινο είδος και οι πρόγονοί του από τη στιγμή που βάδισε με τα δύο του πόδια μέχρι και τον σχηματισμό των πρώτων κοινωνιών. Δεν ευθύνεται τελικά ο σύγχρονος άνθρωπος (homo sapiens) για την εξαφάνιση των «εξαδέλφων» μας, ανθρώπων του Νεάντερταλ, πριν από 40.000 χρόνια. Πρόσφατη έρευνα γύρω από την εξαφάνιση των Νεάντερταλ διαπίστωσε ότι, αντί να πέσουν θύματα της ευστροφίας του homo sapiens, οι πρόγονοί μας υπέκυψαν εξαιτίας της «κακής τους τύχης», σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Τhe Guardian. Ο πληθυσμός των Νεάντερταλ ήταν τόσο μικρός, ώστε η άφιξη του σύγχρονου ανθρώπου &*Δεν ευθύνεται τελικά ο σύγχρονος άνθρωπος (homo sapiens) για την εξαφάνιση των «εξαδέλφων» μας, ανθρώπων του Νεάντερταλ, πριν από 40.000 χρόνια. Πρόσφατη έρευνα γύρω από την εξαφάνιση των Νεάντερταλ διαπίστωσε ότι, αντί να πέσουν θύματα της ευστροφίας του homo sapiens, οι πρόγονοί μας υπέκυψαν εξαιτίας της «κακής τους τύχης», σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Τhe Guardian. Ο πληθυσμός των Νεάντερταλ ήταν τόσο μικρός, ώστε η άφιξη του σύγχρονου ανθρώπου στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή, μαζί με την ενδογαμία και τις φυσιολογικές αυξομειώσεις της γεννητικότητας και της θνησιμότητας, ενδέχεται να εξηγούν τους λόγους της εξαφάνισής τους. Η έρευνα δείχνει ότι οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι που έφθασαν στην Ευρώπη δεν ήταν διανοητικώς και γενετικώς ανώτεροι από τους Νεάντερταλ, όπως υποστηρίζουν ορισμένες μελέτες. «Η κοινώς αποδεκτή θεωρία θέλει τον homo sapiens να εισβάλλει στην Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή, όπου ζούσαν οι Νεάντερταλ, και να επικρατεί χάρη στην οξύτερη ευφυΐα και στον μεγαλύτερο πληθυσμό του. Το πόρισμα της εργασίας μας δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν έπαιξε ρόλο στην εξαφάνιση των Νεάντερταλ και ότι πιθανότατα επρόκειτο για κακοτυχία από μέρους τους», λέει ο Κριστ Φέζεν του Πολυτεχνείου του Αϊντχόβεν. Ο επιστημονικός κόσμος συμφωνεί ότι οι Νεάντερταλ εξαφανίστηκαν πριν από περίπου 40.000 χρόνια, μετά τη μετανάστευση κύματος homo sapiens από την Αφρική, 20.000 χρόνια νωρίτερα. Αγνωστος παραμένει, όμως, ο λόγος της εξαφάνισης των Νεάντερταλ και ο ρόλος που έπαιξαν οι πρόγονοί μας στο φαινόμενο αυτό. Παρά τα στερεότυπα, οι Νεάντερταλ διέθεταν ανάλογου μεγέθους εγκέφαλο με του homo sapiens, ενώ ανέπτυξαν εντυπωσιακό πολιτισμό. Πέρα από τα περίπλοκα πέτρινα εργαλεία και τα βαμμένα με χρώμα κοσμήματα που κατασκεύαζαν, οι Νεάντερταλ άφησαν πλούσια διακοσμημένα σπήλαια, όπως αυτά στην Ισπανία. Η επιστημονική μελέτη εξέτασε τις πιθανές επιπτώσεις ενδογαμίας στον πληθυσμό των Νεάντερταλ, καθώς ενδέχεται να έπληξε την ανοσία του πληθυσμού απέναντι σε νέες ασθένειες, περιορίζοντας δραστικά τον αριθμό τους. Πλήγμα στον πληθυσμό των προγόνων μας ίσως να κατάφεραν, επίσης, η υποχώρηση της γεννητικότητας και ο περιορισμός των αρρένων, που μπορούσαν να εγγυηθούν τη σίτιση του πληθυσμού. Γνωρίζουμε ότι οι πληθυσμοί των Νεάντερταλ ήταν ήδη μικροί, περίπου 35.000 άτομα σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, την εποχή της άφιξης του homo sapiens. Η άφιξη των σύγχρονων ανθρώπων συνέβαλε στην απομόνωση των κοινωνιών Νεάντερταλ. Η εξαφάνισή τους δεν είχε τίποτε να κάνει με αντιπαλότητα προς τους homo sapiens ή με ανταγωνισμό για φυσικούς πόρους. Ο θάνατός τους οφειλόταν, κατά πάσα πιθανότητα, στην πολυδιάσπαση του φυσικού τους περιβάλλοντος και στην εισαγωγή νέων ασθενειών, οι οποίες τους αποδεκάτισαν», λέει ο δρ Φέζεν, επισημαίνοντας ότι η επιστημονική συζήτηση για τα ακριβή αίτια της εξαφάνισης του ανθεκτικού είδους των Νεάντερταλ ενδέχεται να απασχολήσει αρκετές ακόμη γενιές. Δεν ευθύνεται τελικά ο σύγχρονος άνθρωπος (homo sapiens) για την εξαφάνιση των «εξαδέλφων» μας, ανθρώπων του Νεάντερταλ, πριν από 40.000 χρόνια. Πρόσφατη έρευνα γύρω από την εξαφάνιση των Νεάντερταλ διαπίστωσε ότι, αντί να πέσουν θύματα της ευστροφίας του homo sapiens, οι πρόγονοί μας υπέκυψαν εξαιτίας της «κακής τους τύχης», σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Τhe Guardian. Ο πληθυσμός των Νεάντερταλ ήταν τόσο μικρός, ώστε η άφιξη του σύγχρονου ανθρώπου *homo sapiens sapiens* στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή, μαζί με την ενδογαμία και τις φυσιολογικές αυξομειώσεις της γεννητικότητας και της θνησιμότητας, ενδέχεται να εξηγούν τους λόγους της εξαφάνισής τους. Η έρευνα δείχνει ότι οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι που έφθασαν στην Ευρώπη δεν ήταν διανοητικώς και γενετικώς ανώτεροι από τους Νεάντερταλ. «Η κοινώς αποδεκτή θεωρία θέλει τον homo sapiens να εισβάλλει στην Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή, όπου ζούσαν οι Νεάντερταλ, και να επικρατεί χάρη στην οξύτερη ευφυΐα και στον μεγαλύτερο πληθυσμό του. Ο επιστημονικός κόσμος συμφωνεί ότι οι Νεάντερταλ εξαφανίστηκαν πριν από περίπου 40.000 χρόνια, μετά τη μετανάστευση κύματος homo sapiens από την Αφρική, 20.000 χρόνια νωρίτερα. Αγνωστος παραμένει, όμως, ο λόγος της εξαφάνισης των Νεάντερταλ και ο ρόλος που έπαιξαν οι πρόγονοί μας στο φαινόμενο αυτό. Παρά τα στερεότυπα, οι Νεάντερταλ διέθεταν ανάλογου μεγέθους εγκέφαλο με του homo sapiens, ενώ ανέπτυξαν εντυπωσιακό πολιτισμό. Πέρα από τα περίπλοκα πέτρινα εργαλεία και τα βαμμένα με χρώμα κοσμήματα που κατασκεύαζαν, οι Νεάντερταλ άφησαν πλούσια διακοσμημένα σπήλαια, όπως αυτά στην Ισπανία. Η επιστημονική μελέτη εξέτασε τις πιθανές επιπτώσεις ενδογαμίας στον πληθυσμό των Νεάντερταλ, καθώς ενδέχεται αυτή να έπληξε την ανοσία του πληθυσμού απέναντι σε νέες ασθένειες, περιορίζοντας δραστικά τον αριθμό τους. Πλήγμα στον πληθυσμό των προγόνων μας ίσως να κατάφεραν, επίσης, η υποχώρηση της γεννητικότητας και ο περιορισμός των αρρένων, που μπορούσαν να εγγυηθούν τη σίτιση του πληθυσμού. Η άφιξη των σύγχρονων ανθρώπων συνέβαλε στην απομόνωση των κοινωνιών Νεάντερταλ. Η εξαφάνισή τους δεν είχε τίποτε να κάνει με αντιπαλότητα προς τους homo sapiens ή με ανταγωνισμό για φυσικούς πόρους. Ο θάνατός τους οφειλόταν, κατά πάσα πιθανότητα, στην πολυδιάσπαση του φυσικού τους περιβάλλοντος και στην εισαγωγή νέων ασθενειών, οι οποίες τους αποδεκάτισαν.
Και επανερχόμαστε στην έννοια του Χρόνου: Η διαδικασία κατασκευής συστημάτων χρονολόγησης ξεκινά ουσιαστικά με την εντατικοποίηση της δράσης της αρχαιολογίας και αποτελεί το βασικό εργαλείο της αρχαιολογικής πρακτικής που στόχο της έχει τη διαχείριση αυτής της διττής προσέγγισης (ανθρωπολογικής και ιστορικής). Έχοντας ως αφετηρία καταρχήν το εξελικτικό μοντέλο, οι πολιτισμικές αλλαγές και οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί προσεγγίζονται μέσα από ένα πρίσμα στο οποίο ο «χρόνος» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αλληλουχία των γεγονότων σε παγκόσμια κλίμακα, και όχι τη διάρκειά τους. Όταν στις αρχές του 20ού αιώνα γίνεται ένας επαναπροσδιορισμός του ερμηνευτικού μοντέλου για την εξέλιξη του ανθρώπου, και το ενδιαφέρον μετακινείται προς τη σημασία των πολιτισμικών ομάδων ανά γεωγραφική περιοχή, η προσπάθεια της προϊστορικής αρχαιολογίας επικεντρώνεται στη συγκρότηση «τοπικών χρονολογήσεων» και τη μελέτη πολιτισμικών φαινομένων. Εδώ χρειάζονταν «απόλυτες» χρονολογήσεις με βάση τις οποίες η έννοια του χρόνου θα ήταν ανεξάρτητη από τα αρχαιολογικά ευρήματα και θα μετρούνταν σε ημερολογιακά έτη.
Η εμφάνιση της ραδιοχρονολόγησης και η έμφαση στη μελέτη των επιμέρους πολιτισμικών ομάδων της κάθε περιοχής οδήγησαν στην επανεξέταση του εξελικτικού μοντέλου και την κριτική των «μεγάλων αφηγήσεων». Καθώς, ωστόσο, η νέα προσέγγιση ήταν εξίσου γραμμική, δημιούργησε αντίστοιχες κατηγοριοποιήσεις, διακρίνοντας τις κοινωνίες με βάση την πολυπλοκότητα της δομής τους σε τέσσερις κατηγορίες (ομάδες, φυλές, αρχηγικές κοινωνίες, πρώιμα κράτη), και αποσυνδέοντας την εξέλιξη ή την παρακμή τους από οποιουσδήποτε χωρικούς ή ιστορικούς συσχετισμούς. Συνεπώς, για την Εξελικτική Θεωρία, οι χρονολογήσεις της προϊστορικής αρχαιολογίας βοήθησαν ώστε η αναπαράσταση των χρονικών περιόδων να αναπαράγει το κλισέ ότι η ιστορία του ανθρώπου χωρίζεται σε διακριτές ενότητες και ακολουθεί γραμμική κατεύθυνση. Στα μέσα του 20ού αιώνα μάλιστα, την παγκόσμια αφήγηση της γραμμικής εξέλιξης του ανθρώπινου είδους την αντικατέστησε η κατασκευή «μεγάλων αφηγήσεων» άλλου τύπου: από πού προέκυψαν φαινόμενα όπως η δημιουργία του νεολιθικού πολιτισμού; Πώς έγινε η μετάβαση από το τροφοσυλλεκτικό στο τροφοπαραγωγικό στάδιο; Πού και πώς αναπτύχθηκαν η γεωργία ή οι πρώτες πόλεις; Ποιες είναι οι απαρχές του αστικού τρόπου ζωής;
Η αντιμετώπιση του Χρόνου ως παράγοντα που κινείται με δικούς του νόμους, ανεξέλεγκτα, αποτελεί ακόμη συστατικό στοιχείο κάθε αρχαιολογικής αφήγησης. Είναι σημαντικό, ωστόσο, ότι παράλληλα με αυτήν, υπάρχουν και προσπάθειες που, επηρεαζόμενες από την κριτική που έχει ασκηθεί, δοκιμάζουν να ενσωματώσουν με δημιουργικό τρόπο διαφορετικές προσεγγίσεις και οπτικές.
Πρώτες αντιρρήσεις είχε η αρχαιολογική Σχολή των Annales το 1929 που λόγω αυτής της (ολιστικής) προσέγγισης δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τις διαφορετικές χρονικότητες που συχνά διέπουν τις κοινωνικές εξελίξεις. Γι'αυτό και οι οπαδοί της Σχολής των Annales έθεσαν το ζήτημα της κλίμακας και της κανονικότητας στην κατανόηση των κοινωνικών μετασχηματισμών: τρία είδη χρονικής κλίμακας υπάρχουν στην ιστορία, σύμφωνα με τα οποία ένα ιστορικό γεγονός μπορεί να έχει μακρά, μέση ή μικρή διάρκεια. Επομένως η ιστορία δεν είναι γραμμική, αλλά αντίθετα, χαρακτηρίζεται από κύκλους συμβάντων. Ο χρόνος δεν αποτελεί μια απλή, ανεξάρτητη μονάδα μέτρησης ή ένα «δοχείο συμβάντων», αλλά στη βαθύτερη ανάλυσή του είναι ουσιαστικά μη διακριτός από τα γεγονότα. Βάσει του εξελικτικού μοντέλου δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις κοινωνικές αλλαγές, απλώς μπορούμε σε μια αλληλουχία σταδίων η οποία έχει αυτομάτως και επεξηγηματικό χαρακτήρα. Η χρονική κλίμακα καθορίζει τη χρονικότητα που έχει «βάθος» διαφορετικό για κάθε κοινωνικό σχηματισμό: άλλη είναι η ρευστότητα του χρόνου που γίνεται αντιληπτός από τις αισθήσεις (διάρκεια), και άλλη είναι η αφηρημένη αλληλουχία του χρόνου (η διαδοχή σημείων ή γεγονότων). Μόνο που τα μεν βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση με τα δε. Κάθε σύστημα εμπεριέχει «από τη φύση του» ένα είδος αστάθειας, η οποία, ενώ συνήθως βρίσκεται υπό έλεγχο και δεν δημιουργεί προβλήματα, έχει, ωστόσο, ένα όριο, ένα «κατώφλι», πέρα από το οποίο βγαίνει εκτός ελέγχου και μπορεί να συντελέσει στην κατάρρευση ή το μετασχηματισμό του συστήματος. Η χρονική στιγμή κατά την οποία το κατώφλι αυτό ξεπερνιέται αποτελεί ένα από τα βασικά ερευνητικά ζητήματα της αρχαιολογίας σε σχέση με την ιστορία του κάθε πολιτισμού.
Σημαντική είναι η συζήτηση που ξεκίνησε στην Αμερική τη δεκαετία του 1970 για τη φύση της αρχαιολογικής μαρτυρίας (βλ. Papaconstantinou 2006) και η διάκριση που έγινε ανάμεσα στα αρχαιολογικά ευρήματα που αποκαλύπτονται από τη σκαπάνη) και στο κοινωνικό σύστημα που αντανακλάται στην αρχαιολογική μαρτυρία και της δίνει μορφή. Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή, η αρχαιολογική μαρτυρία χαρακτηρίζεται ως στατική, παρομοιάζεται με «απολίθωμα» και θεωρείται ότι αναπαριστά το «σταμάτημα» του χρόνου. Το κοινωνικό σύστημα, από την άλλη πλευρά, θεωρείται ότι αντανακλά τη δυναμική της κάθε κοινωνίας, και ο χρόνος στον οποίο αναφέρεται έχει βάθος, διαχρονικότητα, καλύπτει όλο το φάσμα των ζυμώσεων που σχετίζονται με την παραγωγή του υλικού πολιτισμού, από το σχεδιασμό και την κατασκευή του μέχρι τη χρήση και την εγκατάλειψή του. Tις τελευταίες δεκαετίες, που έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα ο προβληματισμός γύρω από τις ανασκαφικές πρακτικές, θεωρείται ότι η έννοια του πολυεπίπεδου χρόνου περιγράφει καλύτερα την πολυπλοκότητα της αρχαιολογικής μαρτυρίας, καθώς αναγνωρίζει ότι η διαμόρφωσή της συνεχίζεται ουσιαστικά μέχρι τη στιγμή που ξεκινά η ανασκαφή (Lucas 2005, σ. 33). Στο πλαίσιο αυτό ακόμη και η χρονική κλίμακα της σχολής των Annales δέχεται κριτική.
Παρά τις παραπάνω συζητήσεις, η αναπαράσταση του χρόνου με όρους χωρικούς, υλικούς, μέσα από την αποτύπωση της στρωματογραφίας, αποτελεί ακόμη τη βασική ανασκαφική πρακτική, κυρίως λόγω της αίσθησης της «ασφάλειας» και της «εγκυρότητας» που προσφέρει. Εντυπωσιακό είναι το παράδειγμα από το Μετρό στον σταθμό του Συντάγματος στην Αθήνα, όπου η παλαιότητα και η ιστορία της πόλης παρουσιάζονται μέσα από μια «μνημειώδη» αναπαράσταση της στρωματογραφίας από τις ανασκαφές στην περιοχή, η οποία και επιλέχθηκε να τοποθετηθεί, ως έκθεμα, μέσα σε βιτρίνα.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι βασικοί κανόνες αποτύπωσης και καταγραφής της αρχαιολογικής μαρτυρίας φαίνεται να επιβάλλουν την αναπαράσταση του χρόνου ως αλληλουχίας, η διαπιστωμένη πια αναγκαιότητα να περιγράψουμε και να διερευνήσουμε την ποικιλία των χρονικών περιόδων που ενυπάρχουν στην αρχαιολογική μαρτυρία κατευθύνουν την έρευνα στη χρήση εναλλακτικών αφηγήσεων και τρόπων ανάλυσης. Οι αναλύσεις που επιχειρούνται στην αρχαιολογική έρευνα σήμερα καλύπτουν πλέον όλες τις χρονικές κλίμακες: μεγάλες αφηγήσεις, περιγραφές συμβάντων, «βιογραφίες» αντικειμένων ή ακόμη και γενικότερα θέματα που διερευνούν την έννοια της μνήμης και του παρελθόντος στην προϊστορία. Σημαντική είναι και η αναγκαιότητα ανεύρεσης από την Αρχαιολογία ενός διαφορετικού τρόπου αφήγησης, διακριτού από αυτόν της Ιστορίας και της Ανθρωπολογίας, με δεδομένο το γεγονός ότι η αρχαιολογική μαρτυρία, έχοντας πράγματι τα χαρακτηριστικά ενός παλίμψηστου και μια ιδιαίτερη σχέση με τον υλικό πολιτισμό, διαφέρει από τη μαρτυρία των άλλων δύο επιστημών και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με τους ίδιους όρους . Η πρόταση αυτή αναδιαμορφώνει ακόμη και την ίδια την έννοια του «συμβάντος», προσδίδοντάς της μια ιδιαίτερη σχέση με την υλικότητα των ευρημάτων και απομακρύνοντάς την από τις αφηγηματικές μεθόδους της Ιστορίας και της Εθνογραφίας.
Η δημιουργία περιοδολογήσεων, η διαίρεση δηλαδή του χρόνου σε συγκεκριμένες ενότητες, με αρχή, μέση και τέλος, είναι συνυφασμένη με τη συγκρότηση της ιστορίας του δυτικού κόσμου και την έννοια της αφήγησης, και αυτός είναι ίσως ένας επιπρόσθετος λόγος για την κυριαρχία της στις επιστήμες του ανθρώπου. Η μελέτη των πολιτισμικών και κοινωνικών αλλαγών είναι άρρηκτα δεμένη με το σύστημα περιοδολόγησης, καθώς προσπαθεί να ορίσει την αφετηρία, το τέλος και την εξέλιξή τους και να προσδιορίσει πολλά από τα χαρακτηριστικά τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν γίνονται προσπάθειες διεύρυνσης του αφηγηματικού τους πλαισίου. Το παράδειγμα της Νεολιθικής Εποχής είναι χαρακτηριστικό στην προσπάθειά μου να σας διδάξω κάτι από την έννοια του χρόνου. Η Νεολιθική είναι η εποχή κατά την οποία πραγματοποιήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς στην ιστορία του ανθρώπου, και δηλώνει την πλήρη αλλαγή στην τρόπο οργάνωσης των προϊστορικών κοινωνιών. Είναι η εποχή κατά την οποία περνάμε από το τροφο-συλλεκτικό στο τροφο-παραγωγικό στάδιο και οι άνθρωποι από νομάδες γίνονται καλλιεργητές, μένουν σε μόνιμες κατοικίες και δημιουργούν ουσιαστικά έναν νέο τρόπο ζωής που θέτει τα θεμέλια της ζωής όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
Η ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Η Νεολιθική εποχή στη βόρεια Ευρώπη συγκροτήθηκε ως ξεχωριστή περίοδος της Προϊστορίας μέσα από το σύστημα των Τριών Εποχών τον 19ο αιώνα και συνδέθηκε με μια σειρά από ευρήματα τα οποία θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικά των νεολιθικών πολιτισμών: κεραμική, συγκεκριμένοι τύποι λιθοτεχνίας, εξημέρωση φυτών και ζώων, καλλιέργεια της γης και ανάπτυξη της γεωργίας, λιθόκτιστες και πλινθόκτιστες κατοικίες και εγκαταστάσεις. Έτσι, όταν η αρχαιολογική δραστηριότητα των αρχών του 20ού αι. έθεσε με επιτακτικό τρόπο το ζήτημα της προϊστορίας και για την Εγγύς Ανατολή, λόγω της πληθώρας των ευρημάτων που έρχονταν στο φως, οι αρχαιολόγοι προσπάθησαν να κατανοήσουν και να συνθέσουν την ιστορία της περιοχής χρησιμοποιώντας την ορολογία και την τυπολογία των ευρημάτων της προϊστορικής Ευρώπης.
Τα ευρήματα από τις περιοχές του βόρειου Ευφράτη, του Ιορδάνη ποταμού και της Συροπαλαιστίνης γρήγορα εντάχθηκαν στη ρητορική για την προϊστορία της Ευρώπης και έγιναν κομμάτι του εξελικτικού μοντέλου της διάχυσης του πολιτισμού, σύμφωνα με το οποίο ο νεολιθικός πολιτισμός ξεκίνησε από τη νοτιοδυτική Ασία και μέσω της νοτιοανατολικής Ευρώπης πέρασε στον υπόλοιπο κόσμο . Η σύνθεση του μοντέλου έγινε με την εισαγωγή του όρου «Νεολιθική Επανάσταση», που δηλώνει τη σφοδρότητα των αλλαγών σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά, σύντομα, η χρήση των ραδιοχρονολογήσεων και οι συνεχιζόμενες αρχαιολογικές ανασκαφές απέδειξαν ότι η μετάβαση στον νεολιθικό τρόπο ζωής δεν ήταν τόσο ομαλή και ότι ο κατάλογος με τους τύπους των ευρημάτων που είχαν βρεθεί στην Ευρώπη δεν ήταν το ίδιο αντιπροσωπευτικός στην περίπτωση της ανατολικής Μεσογείου.
Ενώ στην περιοχή της Ελλάδας όλα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τη Νεολιθική εποχή παρουσιάστηκαν λίγο πολύ μαζί γύρω στο 6000 π.Χ., στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου οι εξελίξεις ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα (10000 π.Χ.), η εξημέρωση των φυτών απείχε κάποιες χιλιάδες χρόνια από αυτή των ζώων και η εμφάνιση της κεραμικής αποτέλεσε κι αυτή ένα πολύ υστερότερο «επίτευγμα» στη ζωή των ανθρώπων, καθώς για πολλές χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι πειραματίζονταν με νέους τρόπους παραγωγής και κατοίκησης χωρίς να χρησιμοποιούν κεραμικά σκεύη. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι, αντίθετα με την αρχική εκτίμηση, η μετάβαση από το στάδιο της νομαδικής ζωής σε αυτό της μόνιμης εγκατάστασης των ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή δεν συνδέεται με τη μετάβαση στο τροφοπαραγωγικό στάδιο. Στην ανατολική Μεσόγειο είναι πλέον βεβαιωμένο πως η συγκέντρωση σε μεγάλους οικισμούς και η μετάβαση στη μόνιμη κατοίκηση προηγήθηκαν της υιοθέτησης της γεωργίας και της εξημέρωσης των ζώων, σε αντίθεση με τις εξελίξεις στη Δυτική Ευρώπη.
Αλλά και περιοχές όπως η Ανατολία, που σύμφωνα με το αρχικό μοντέλο διάχυσης αποτελούσαν το κέντρο μετάβασης του νεολιθικού πολιτισμού στην Ευρώπη, έδειξαν τελικά να έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τα οποία περιπλέκουν παρά διευκολύνουν την εικόνα μιας ομαλής μετάβασης από την Ανατολή στη Δύση. Η σύγκριση των μορφολογικών χαρακτηριστικών της αρχαιολογικής μαρτυρίας, έτσι ώστε να γίνει μια αρχική «χαρτογράφηση» των δεδομένων, είναι χρήσιμη για την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες ορίζουν τους κανόνες της συνύπαρξής τους και οργανώνουν το οικιστικό τους περιβάλλον, και μπορεί να βοηθήσει στη σκιαγράφηση των βασικών χαρακτηριστικών των εξελίξεων αυτών μέσα από μεγάλες αφηγήσεις. Είναι γεγονός ότι χάρη σε αυτήν τη μακροσκοπική προσέγγιση έγινε εφικτό να διαπιστώσουμε ότι οι περιοχές της ανατολικής Μεσογείου παρουσιάζουν όντως ένα χρονικό προβάδισμα στη μετάβαση των κοινωνιών τους από το τροφοσυλλεκτικό στο τροφοπαραγωγικό στάδιο, σε σχέση με αυτές της δυτικής. Αυτού του είδους οι «μεγάλες αφηγήσεις», ωστόσο, από τη στιγμή που έχουν πάψει να εξυπηρετούν το εξελικτικό μοντέλο, δεν φαίνεται πια να βοηθούν την έρευνα στον ίδιο βαθμό με παλιά, καθώς αδυνατούν να φωτίσουν τους σημαντικούς εκείνους παράγοντες που ευθύνονται για τη διαφορετικότητα των πολιτισμών. Στο πλαίσιο αυτό, ο γενικός όρος «Νεολιθική περίοδος» όταν χρησιμοποιείται για την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου αποδεικνύεται τελικά σχεδόν κενός περιεχομένου, καθώς αναφέρεται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και δηλώνει πολύ διαφορετικές εξελίξεις και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, και η ποικιλομορφία την οποία αναδεικνύει οδηγεί σε απλουστευτικές προσεγγίσεις και παραπλανητικές γενικεύσεις που καλύπτουν τους μηχανισμούς δημιουργίας των τοπικών/γεωγραφικών διαφορών και τελικά δυσχεραίνουν κάθε προσπάθεια κατανόησης της διαφορετικότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης προβληματικής αποτελεί και η κριτική που έχει δεχθεί η μελέτη του φαινομένου της αστικοποίησης στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, φαινόμενο το οποίο αναφέρεται στην ίδρυση των πρώτων μεγάλων πόλεων, στη δευτερογενή παραγωγή και στην ανάπτυξη «θεσμικά» ιεραρχημένων κοινωνιών και ελίτ. Για την εξέταση του φαινομένου της αστικοποίησης, η σύγχρονη έρευνα φαίνεται να δοκιμάζει καινούργιους τρόπους προσέγγισης του προβλήματος και, χωρίς να εμμένει στην παρακολούθηση των παλαιών χρονο-πολιτισμικών περιόδων, επιχειρεί να επανεξετάσει τα αρχαιολογικά δεδομένα, δίνοντας έμφαση στις «αδιαμφισβήτητες» σχέσεις αλληλεπίδρασης των διαφόρων πολιτισμικών ομάδων της ανατολικής Μεσογείου. Στις προσπάθειες αυτές, στόχος είναι η αποτύπωση ενός ασφαλούς δικτύου «συγχρονιών» που θα της επιτρέψουν να «χτίσει» αφηγήσεις μεγάλης κλίμακας, έχοντας τον χρόνο όχι ως προϋπόθεση αλλά ως ζητούμενο.
Για παράδειγμα, ο μετασχηματισμός της αρχιτεκτονικής συνδέεται με τον μετασχηματισμό των μονάδων παραγωγής και τον έλεγχό τους. Το μοντέλο έχει τρία στάδια: το πρώτο, το τροφοσυλλεκτικό στάδιο, δηλώνεται μέσα από τη συνεργασία μικρών, πυρηνικών νοικοκυριών, τα οποία ελέγχουν το πλεόνασμα και κατοικούν σε κυκλικές οικίες, το δεύτερο, το τροφοπαραγωγικό στάδιο, επιτυγχάνεται μέσα από μεγαλύτερα, ανεξάρτητα νοικοκυριά με ιδιωτικούς, ελεγχόμενους χώρους αποθήκευσης και κατοίκηση σε ορθογώνιες οικίες, και το τρίτο, το στάδιο που συνδέεται με τη δημιουργία των πρώτων «κρατών», αναφέρεται στην ύπαρξη διευρυμένων νοικοκυριών, που ελέγχουν μεγαλύτερο πλούτο και ζουν σε ορθογώνιες οικίες μεγάλου μεγέθους.
Και ενώ η ορθογώνια αρχιτεκτονική φαίνεται να είναι πραγματικά πιο αποτελεσματική στη διαχείριση της χρήσης του χώρου όταν καλείται να εξυπηρετήσει μεγάλους πληθυσμούς και οικονομίες και οι κατοικίες στις αστικές κοινωνίες έχουν όντως ορθογώνια μορφή, η έρευνα στις επιμέρους περιοχές είναι σημαντική, γιατί δηλώνει πως η εξέλιξη του φαινομένου σε μικρή κλίμακα παρουσιάζει πολλές αποκλίσεις και έχει διαφορετική δυναμική. Η αρχαιολογική μαρτυρία από την Κύπρο προσφέρεται για την επιβεβαίωση του συγκεκριμένου μοντέλου και είναι αρκετά ενδεικτική για το πώς οι πολιτισμικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί σπάνια είναι δυνατόν να αναπαρασταθούν ως ομοιογενείς οντότητες σαν αυτές που δημιουργούνται στο πλαίσιο των χρονολογικών πινάκων. Στην προϊστορική Κύπρο κατά την 3η χιλιετία έχουμε αρκετές περιπτώσεις στις οποίες σημαντικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί όπως η δημιουργία ιεραρχικών κοινωνιών συμβαίνουν χωρίς να επηρεάζεται η μορφή των κτηρίων που παραμένουν κυκλικά, παρά τις σημαντικές αλλαγές που παρατηρούνται στον υπόλοιπο υλικό πολιτισμό. Αντίθετα όταν τα ορθογώνια κτήρια χρησιμοποιούνται στην αρχιτεκτονική παράδοση του νησιού, αυτά εμφανίζονται μαζί με πολλά νέα στοιχεία από τη γειτονική ηπειρωτική Συροπαλαιστίνη και δεν φαίνεται να είναι αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτικών αλλαγών (Papaconstantinou 2013). Υπάρχουν, επομένως, παραδείγματα που δείχνουν ότι η ορθογώνια αρχιτεκτονική δεν είναι προϋπόθεση για την ιδιωτική αποθήκευση ούτε για τον κεντρικό έλεγχο του πλούτου μιας κοινωνίας και δηλώνουν τη βραδύτητα του ρυθμού με τον οποίο πολλές φορές μεταβάλλονται οι αρχιτεκτονικές φόρμες σε σχέση με τα υπόλοιπα αρχαιολογικά ευρήματα.
Συμπέρασμα: οι μεγαλύτερες δομικές αλλαγές στις προϊστορικές κοινωνίες ίσως θα γίνονταν καλύτερα αντιληπτές ως μετασχηματισμοί στους κανόνες με τους οποίους οι κοινωνίες δημιουργούν δεσμούς με τον υλικό πολιτισμό, επηρεάζοντας τόσο την κοινωνική αναπαραγωγή όσο και την κατασκευή της συλλογικής τους ταυτότητας. Τέτοιου τύπου αφηγήσεις του παρελθόντος, θα χρησιμοποιούν ως κεντρικό στοιχείο της αφήγησης όχι μια αφηρημένη και ομογενοποιητική έννοια του «πολιτισμού», αλλά τον κύκλο ζωής συγκεκριμένων πεποιθήσεων και πρακτικών, και θα επικεντρώνονται στη μελέτη της δημιουργίας πολυεπίπεδων ταυτοτήτων σε τοπικό επίπεδο, χωρίς την ανάγκη θέσπισης ενός καταλόγου «σωστών» κριτήριων που θα ορίσουν τη διαφορετικότητα σε μεγάλη κλίμακα.
Τον Μάιο του 2007 το Ταμείο Δημογραφίας των Ηνωμένων Εθνών (UNFPA) υπολόγισε ότι το 2008, για πρώτη φορά στην Ιστορία, περισσότερο από το μισό του πληθυσμού της γης θα κατοικούσε σε πόλεις. Λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2003, σε ένα ρεπορτάζ του BBC News αναφέρεται ότι στο χωριό Khanyhan της Ινδίας, 60 χλμ. από την Καλκούτα, ένα κοριτσάκι 9 χρονών που φέρεται να είχε ένα παραμορφωμένο δόντι, σύμφωνα με τους σοφούς της φυλής του, έπρεπε να «παντρευτεί» ένα σκύλο έτσι ώστε ο γάμος να ξορκίσει τον κακό οιωνό από τη ζωή του. Ο γάμος έγινε στις 11 Ιουνίου και υπήρχαν σ’ αυτόν πάνω από 100 καλεσμένοι που χόρεψαν στους ήχους παραδοσιακής μουσικής και ήπιαν σπιτικό λικέρ.
Είναι γεγονός πως η ηγεμονική σκέψη της Δύσης κατάφερε να γεφυρώσει τις πολιτισμικές ασυνέχειες που αντιμετώπισαν οι αρχαιολόγοι στο πλαίσιο της προϊστορίας ή οι ανθρωπολόγοι στις δικές τους επαφές με το «Άλλο», μέσα από την αφήγηση του εξελικτισμού, και να δημιουργήσει ένα μοντέλο αδιαμφισβήτητης συνέχειας χρονικών επεισοδίων σε αλληλουχία, στο οποίο υπάρχει πολύ μικρό περιθώριο να συζητήσει κανείς για τον χρόνο ως εμπειρία . Αυτό, ωστόσο, καθόλου δεν σημαίνει πως οι ασυνέχειες δεν είναι ακόμη υπαρκτές.
Η αναγκαιότητα τήρησης μιας απόστασης ανάμεσα στον ερευνητή και στο ερευνητικό του αντικείμενο (εν προκειμένω: την ανασκαφή) ξεκίνησε από τον Διαφωτισμό, όταν ο άνθρωπος άλλαξε τη στάση του και, από τη θέση που είχε ως ένα απλό δημιούργημα του κόσμου, στάθηκε απέναντί του για να τον μελετήσει, είναι θεμελιώδης τόσο στη συγκρότηση των επιστημών όσο και στον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο.
Ας δούμε τι λέει ο Ανδρέας Βλαχόπουλος, Δντης της έρευνας στο Βαθύ Αστυπάλαιας (η ανασκαφή τελεί υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας):
Η αιγαιακή προϊστορία έχει πλήθος σημαντικών θέσεων, από την Πολιόχνη της Λήμνου, τη Θερμή της Λέσβου και το Παλαμάρι στη Σκύρο, της 3ης χιλιετίας π.Χ., μέχρι το Ακρωτήρι της Σαντορίνης και τα μινωικά ανάκτορα της Κρήτης, των πολιτισμών της 2ης χιλιετίας. Ας δούμε τα θέματα της εικονογραφίας του Αιγαίου: Σε ό,τι αφορά τις βραχογραφίες της 4ης και 3ης χιλιετίας π.X., ο πολύ σημαντικός Στρόφιλας στην Άνδρο είναι χώρος μη επισκέψιμος, το δε Βαθύ στην Αστυπάλαια είναι μεν ελεύθερης πρόσβασης αλλά η έκταση είναι ιδιωτική. Το Ακρωτήρι είναι, βεβαίως, ο κατ' εξοχήν αρχαιολογικός χώρος που συνδέεται με τις προϊστορικές τοιχογραφίες των μέσων της 2ης χιλιετίας π.X., τη δεύτερη μεγάλη ενότητα εικονογραφικής τέχνης. Oι σπουδαίες συνθέσεις επιτοίχιας ζωγραφικής που αποκαλύφθηκαν εκεί είναι άριστα συντηρημένες και αποκατεστημένες. Μερικές εκτίθενται στο Μουσείο Προϊστορικής Θήρας στα Φηρά. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό σύνολο θηραϊκών τοιχογραφιών υπάρχει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στον ειδικά διαμορφωμένο τρίτο όροφο. Τοιχογραφίες από τη μινωική Κρήτη εκτίθενται στο ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και από τα αντίγραφα στην Κνωσό παίρνει κανείς μια ιδέα για τη σχέση τους με την αρχιτεκτονική. Οι λίγο υστερότερες μυκηναϊκές τοιχογραφίες εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, καθώς επίσης στα Μουσεία Μυκηνών και Θηβών.
Ο επίπεδος βράχος με την επιγραφή «ΔΙΩΝ» (τέλος 5ου / αρχές 4ου αι. π.Χ.) και τα φαλλόσχημα βραχογραφήματα δίπλα σε δακτυλιόσχημα και κυκλικά μοτίβα (3η χιλιετία π.Χ). Ο επίπεδος βράχος με την επιγραφή «ΔΙΩΝ» (τέλος 5ου / αρχές 4ου αι. π.Χ.) και τα φαλλόσχημα βραχογραφήματα δίπλα σε δακτυλιόσχημα και κυκλικά μοτίβα (3η χιλιετία π.Χ.). Η τοιχογραφία είναι μια εκλεπτυσμένη τέχνη αστικής εξωστρέφειας, αλλά και μέσο άσκησης ιδεολογικής προπαγάνδας των κοινωνιών που τις υιοθέτησαν. Απαιτούν οικονομική επιφάνεια και κινητικότητα ανθρώπων, αλλά επίσης ιδεών και αντιλήψεων, εξειδικευμένα συνεργεία, πρώτες ύλες και στέρεες τεχνικές γνώσεις. Απαιτούν, κοντολογίς, έναν κοσμοπολιτισμό, που πολύ σωστά επεσήμαναν ο Σπ. Μαρινάτος και ο Χρ. Ντούμας αναφορικά με το Ακρωτήρι, τον οικισμό που έδωσε το καλύτερα σωζόμενο σύνολο τοιχογραφιών στο Αιγαίο.
Οι κρητομυκηναϊκές και κυκλαδικές τοιχογραφίες έχουν περάσει στη γνώση μας ως μοναδικές, ξέχωρες, εξιδανικευμένες μορφές τέχνης, όροι που όμως είναι ανακριβείς, επειδή αποτυπώνουν τη σύγχρονη αντίληψη και τον θαυμασμό στο πανάρχαιο εύρημα. Σήμερα αντιλαμβανόμαστε τις εικόνες αυτές κυρίως ως ζωγραφική και επειδή η αποκατάστασή τους στα μουσεία γίνεται σε πλαίσια (παλαιότερα και σε επίπεδες προθήκες), υπάρχει συχνά σύγχυση με έργα ζωγραφικής που υπήρξαν εξαρχής φορητά, όπως αυτά που βλέπουμε σε πινακοθήκες και γκαλερί. Η συμβατική τους αποκατάσταση απομακρύνει τον σύγχρονο θεατή από την αρχική ιδιότητα των τοιχογραφιών, που ήταν μνημειακές συνθέσεις απλωμένες σε πολλούς τοίχους μέσα σε πολυόροφα αρχιτεκτονικά κελύφη. Δεν μπορεί όμως να γίνει αλλιώς. Ούτε στο Ακρωτήρι ούτε στην Κνωσό, όπου οι τοιχογραφίες βρέθηκαν θρυμματισμένες από μεγάλους σεισμούς, υπάρχει η αρχική εικόνα. Αυτή αποκαθίσταται μετά από κοπιώδη συντήρηση και μέσα από σύγχρονες αποκαταστάσεις, συχνά υποθετικές. Εξίσου δύσκολη είναι και η ερμηνεία τους, επειδή γίνεται μέσα από τα μάτια μιας κοινωνίας τριανταπέντε αιώνες μετά τη δημιουργία τους.
Το ακρωτήριο Πύργος ονομάστηκε έτσι από τα λείψανα του ελληνιστικού πύργου (4ος αι. π.Χ.). Ο χώρος της έρευνας όπου φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ασκούνται από το 2011. Το ακρωτήριο Πύργος ονομάστηκε έτσι από τα λείψανα του ελληνιστικού πύργου (4ος αι. π.Χ.). Οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ασκούνται στον χώρο της έρευνας αυτής από το 2011.
Ο Έβανς στην Κνωσό εφάρμοσε ένα μοντέλο πρόσληψης και ερμηνείας βαθύτατα επηρεασμένο από τον Ρομαντισμό του 19ου αιώνα και την ανακτορική υπεροχή της βρετανικής Αυλής. Ταυτόχρονα, βέβαια, η άποψή του για την επαναφορά της αρχιτεκτονικής αλλά και της ζωγραφικής διάστασης των αναστηλωμένων ερειπίων ήταν πρωτότυπη και παιδαγωγική. Μιλώντας για τοιχογραφίες, πάντα, η μοναδική αποκατάσταση στην Κνωσό που πλησιάζει αρκετά την αυθεντική είναι αυτή της Αίθουσας του Θρόνου. Ακόμα και στο Ακρωτήρι όπου έχουν διασωθεί κτήρια σε ύψος τριών και τεσσάρων ορόφων ήταν εξαιρετικά σπάνιο να βρεθούν οι τοιχογραφίες στις αρχικές τους θέσεις, εκτός από κάποια ισόγεια δωμάτια, όπως η Τοιχογραφία της Άνοιξης ή δύο κλιμακοστάσια. Όλος αυτός ο πολύχρωμος, ανώνυμος όγκος κονιαμάτων πρέπει να ανασυρθεί με χειρουργική ακρίβεια από το σκάμμα και να υποστεί τη βασανιστική διαδικασία της συντήρησης και ανασύστασης, όπως ένα παζλ για το οποίο η λύση δεν υπάρχει στο πίσω μέρος του κουτιού! Εκείνο που βοηθά τον σύγχρονο μελετητή των τοιχογραφιών είναι ότι πρόκειται ουσιαστικά για εικονογραφικές παραστάσεις που επαναλαμβάνονται με περιορισμένες αποκλίσεις πάνω σε βασικά πρότυπα. Θυμίζουν σε αυτό αρκετά τις τοιχογραφίες των χριστιανικών ναών, εμείς όμως δεν γνωρίζουμε τα ιερά και άλλα κείμενα του 1600-1200 π.Χ. που θα μας τις αποκρυπτογραφήσουν.
Επειδή η Κνωσός ήταν πολύ κατεστραμμένη όταν βρέθηκε, ο Έβανς και οι κατοπινοί έπρεπε να είναι τολμηροί και ενδεχομένως αυθαίρετοι όταν αποκαθιστούσαν μινωικές τοιχογραφίες. Εκεί έγκειται και η μεγάλη συμβολή του Ακρωτηρίου, όπου συντηρήθηκαν με μεγάλη ασφάλεια συνθέσεις υψηλής ζωγραφικής τέχνης που έδειξαν την αναγωγή τους στα μεγάλα ανακτορικά κέντρα της Κρήτης και βοήθησαν να τα καταλάβουμε καλύτερα. Παραμένουν βέβαια έργα κυκλαδικά, δείγματα μιας ευρύτατης αιγαιακής «κοινής» κοσμοθεωρίας. Οι υστερότερες τοιχογραφίες από τις Μυκήνες, την Πύλο, τον Ορχομενό και τη Θήβα λειτούργησαν αντίστοιχα ως παράγωγα αυτών των στερεοτυπικά δογματικών εικόνων του πολιτισμού που ευφυώς ο Μαρινάτος ονόμασε «κρητο-μυκηναϊκό». Γι' αυτό τα τελευταία χρόνια στα μουσεία μας(πχ Μουσείο Θήβας) εκτίθενται πολύ πιο ακριβείς και πειστικές αποκαταστάσεις τοιχογραφιών, ως προϊόντα ουσιαστικότερης μελέτης αλλά και πιο ασκημένων ειδικών. Οι βραχογραφίες σπειρών υπάρχουν σε μεγάλη έκταση του Βαθιού, χαραγμένες σε οριζόντιους και κατακόρυφους βράχους. Οι βραχογραφίες σπειρών υπάρχουν σε μεγάλη έκταση του Βαθιού, χαραγμένες σε οριζόντιους και κατακόρυφους βράχους.
Η μελέτη της Μαρί Νικόλ Παρέχα υποστηρίζει ότι οι πίθηκοι που απεικονίζονται στο Ακρωτήρι, στο συγκρότημα Β, ανήκουν σε κάποιο ασιατικό είδος. Ο κοσμοπολιτισμός σίγουρα ερμηνεύει και τον εξωτισμό των τοιχογραφιών της Θήρας. Δεν είναι μόνο οι πίθηκοι: σε ένα διπλανό δωμάτιο απεικονίζεται μια μικρή αγέλη από αφρικανικές αντιλόπες. Σε άλλα κτήρια πάλι έχουμε γαλάζιους πιθήκους που δεν επαληθεύουν την πιστή απεικόνιση ενός ζώντος προτύπου. Το ζητούμενο στις τοιχογραφίες αυτές είναι ο συμβολισμός των δρωμένων που ο πίθηκος επιτελεί μέσα από την ανθρωπομιμητική του διάσταση, κάτι που η Ανατολή μάς το δίνει μέσα από την τέχνη, τη μυθολογία και τη θεολογία. Παρότι οι Αιγαίοι εμπλέκονταν σε υπερπόντια για την εποχή ναυτικά ταξίδια και τροφοδοτούσαν την τέχνη τους με πολλά στοιχεία, δεν είναι αρκετό η μελέτη μας να εξαντλείται στην ταξινομική ταύτιση του πιθήκου. Σκοπός μας είναι να καταλάβουμε γιατί ξιφουλκεί, γιατί παίζει μουσική, γιατί φορεί κοσμήματα, να καταδειχθεί γιατί είναι το ζώο που μεσιτεύει μεταξύ της γονιμικής Θεάς της Φύσης και των ανθρώπων.
Σε τοιχογραφία του κτιρίου Ξεστή 3 στο Ακρωτήρι, η εράσμια γυναικεία θεότητα καθισμένη πάνω σε βάθρο δέχεται κρόκο ως προσφορά από έναν τέτοιο γαλάζιο πίθηκο. Τον κρόκο έχουν μαζέψει τα κορίτσια της θηραϊκής κοινότητας στο πλαίσιο μιας τελετουργικής γιορτής, όμως δεν εξουσιοδοτούνται να τον προσφέρουν οι ίδιες στη θεά. Άρα είναι νομίζω πιο ενδιαφέρον να ερμηνεύσουμε σε τι κοσμολογικό και θρησκευτικό περιβάλλον απεικονίζει ο καλλιτέχνης τον πίθηκο (όπως άλλωστε και τον γρύπα, τα πτηνά και άλλα όντα) παρά να μπούμε σε μια λογική National Geographic. Γεγονός είναι πάντως ότι το Ακρωτήρι κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην αιγαιοπελαγίτικη προϊστορική αρχαιολογία. Το Ακρωτήρι του 1600 π.Χ. είναι μια δυναμική, εξωστρεφής, πλούσια κοινωνία που διακρίνεται στο θαλάσσιο εμπόριο και τη ναυτοσύνη. Αντλεί από το κυκλαδικό της παρελθόν σύμβολα, κειμήλια, νησιωτικότητα και ένα ισχυρό αστικό παρελθόν από μια προϋπάρχουσα πόλη, η οποία ισοπεδώθηκε επίσης από σεισμό. Η Κνωσός προέρχεται επίσης από ένα ακμαίο παρελθόν, που φτάνει στα νεολιθικά χρόνια, έχει αντίστοιχη συνέχεια, αλλά είναι ένα ανακτορικό μητροπολιτικό κέντρο που κυριαρχεί σε όλη την Κρήτη, πιθανόν δε να συμμαχεί, να εποπτεύει ή να επεκτείνει την ισχύ της σε άλλες περιοχές. Ο ακριβής προσδιορισμός της σχέσης των νέων ανακτόρων της Κνωσού με το ακμάζον Ακρωτήρι της τελευταίας φάσης είναι ένα γοητευτικό ζητούμενο δεκαετιών στην έρευνα. Στην "Τοιχογραφία της θεάς" από το Ακρωτήρι της Θήρας (π. 1600 π.Χ.)ο γαλάζιος πίθηκος προσφέρει στην αιγαιακή Πότνια στήμονες κρόκου που τα κορίτσια έχουν συλλέξει από τα ηφαιστειακά βράχια του νησιού.
Το αν η Κνωσός είχε επιβληθεί με την ακτινοβολία της ή διά των όπλων στο ευρύτερο Αιγαίο σίγουρα συνδέεται και με το κατά πόσο ήταν τελικά ο μινωικός πολιτισμός τόσο ειρηνόφιλος όσο θρυλούται. Γεγονός είναι πάντως ότι δεν έχουμε πολεμικές αναπαραστάσεις στις εν λόγω τοιχογραφίες. Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε ή θα θέλαμε να δούμε εμείς στις τοιχογραφίες δεν ταυτίζεται απαραίτητα με ό,τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Όσο έχουμε απαιτήσεις ιστορικότητας από αυτές δεν θα μπορούμε να απολαύσουμε την πανταχού παρούσα βαθιά κοινωνική θρησκευτικότητά τους: τις θεότητες, τις πομπές με τα δώρα, τις τελετουργίες ενηλικίωσης κ.λπ. Αν οι τοιχογραφίες ήταν φωτογραφικές θα έπρεπε επίσης να εμφανίζονται οι ηγεμόνες, οι ακόλουθοι και οι οικογένειές τους, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει, παρότι μιλάμε για ανακτορικό σύστημα στην Κρήτη. Η αρχαιολόγος Ναννώ Μαρινάτου υποστήριξε πως εδώ έχουμε μια θρησκειοκρατική, και όχι μια ιστορική ή κοινωνική εικονογραφία. Ότι η εικονογραφία υπονοεί τον ηγεμόνα και τον μηχανισμό προπαγάνδας του με διαφορετικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, τα όπλα προβάλλονται πολύ στις τοιχογραφίες, δίνουν κύρος και αξίωμα. Έχει πλέον υποχωρήσει η στερεοτυπική άποψη πως οι Μυκηναίοι ήσαν πολεμοχαρείς ενώ οι Μινωϊτες ήσαν τάχατες ειρηνόφιλοι (με τους Κυκλαδίτες κάπου στη μέση):με τόσο σύνθετα διοικητικά συστήματα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Καμιά εποχή ή επικράτεια δεν υπήρξε μόνο ειρηνική ή μόνο φιλοπόλεμη.
Οι περισσότερες ενδείξεις που έχουμε για τις πόλεις και τα ανάκτορα αφορούν φυσικές και όχι πολεμικές καταστροφές. Ωστόσο, στην Αγία Ειρήνη της Κέας και στη Φυλακωπή της Μήλου, πόλεις που μοιάζουν πολύ με το Ακρωτήρι, υπάρχουν οχυρωματικά τείχη. Ακόμα και ενάμιση αιώνα μετά την έναρξη των αιγαιακών προϊστορικών σπουδών παραμένουμε ιστορικά αναλφάβητοι!
Εκτός από τις τοιχογραφίες, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι προϊστορικές βραχογραφίες του Αιγαίου, κάποιες από τις οποίες μου είχε δείξει στη Σύρο ο Τέος Ρόμβος:η περίπτωση της Σύρου είναι ανάλογη με αυτήν της Απειράθου στη Νάξο και με εκείνην της Ηρακλειάς (Κουφονήσια). Άνθρωποι με σφοδρή επιθυμία να γνωρίσουν τον τόπο και τα μνημεία, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάδειξη μια τέχνης για τα οποία η επίσημη αρχαιολογική καταγραφή υπήρξε περιορισμένη και αρκετά αμήχανη. Ο πρώτος που στη δεκαετία του '60 και βασιζόμενος περισσότερο στο ένστικτό του εντόπισε βραχογραφίες στην ανατολική Νάξο, στη θέση Κορφή τ΄Αρωνιού, τις χρονολόγησε και ανέδειξε τη σημασία τους, είναι ο καθηγητής Χρίστος Ντούμας.
Χάρη λοιπόν σε τέτοιους ανθρώπους, που υπήρξαν τολμηροί για την εποχή, αναγνωρίζουμε εύκολα βραχογραφίες πλοίων, σπειρών, όπλων, σαν αυτές που βρέθηκαν στον Στρόφιλα της Άνδρου, στο Καστρί της Σύρου και στο Βαθύ της Αστυπάλαιας, τοποθεσίες πολύ σημαντικές για την πρώιμη τέχνη του Αιγαίου. Ο Ηλίας Ανδρέου εντόπισε επίσης βραχογραφίες πλοίων στην Ίμβρο, την πατρίδα του. Ο γκρίζος υπαίθριος βράχος που δέχεται την αντίχρωμη γλυφή της σμίλης του 4000 και του 3000 π.Χ. δεν απέχει πολύ από τον χρωστήρα επάνω στο ασβεστοκονίαμα. Και τα δύο παράγουν τις εικόνες και τα σύμβολα που οι κοινωνίες τους ανέδειξαν ως «θεσμικές»: τα μνημεία επί χάρτου. Υπάρχουν βραχογραφίες, θα τις λέγαμε «σόκιν», που παραπέμπουν σε σημερινά ερωτικά γκράφιτι. Ορισμένες έχουν μάλιστα ομοερωτικό περιεχόμενο.
Το ίδιο το γκράφιτι ως λέξη προέρχεται από το ελληνικό ρήμα «γράφω». Η βραχογραφία είναι επίσης μια μορφή γραφής. Εντούτοις η κλίμακα, η έκταση και η συνάφεια που εμφανίζουν οι επιφάνειες που φέρουν βραχογραφίες δεν φαίνεται να αφορούν την εκτόνωση ή την έκφραση ατόμων, αλλά λειτουργούν μάλλον ως καταγραφή κοινωνικών νοηματοδοτήσεων. Για παράδειγμα, μια βραχογραφία διπλής σπείρας (3η χιλιετία π.Χ.) δίνει την εντύπωση ανθρώπινης μορφής. Επειδή οι περισσότερες βραχογραφίες βρίσκονται εκτός επίσημων αρχαιολογικών χώρων, είναι έκθετες σε ενδεχόμενες φθορές ή βανδαλισμούς.
Στις παράκτιες ογκολιθικές «εξέδρες» βρέθηκαν ταφές νεογέννητων μωρών μέσα σε αγγεία. Χρονολογούνται στη μετάβαση από την 4η στην 3η χιλιετία π.Χ. και φωτίζουν ένα ελάχιστα γνωστό έθιμο ταφής του προϊστορικού Αιγαίου.
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΤΗΤΑ: Στο Βαθύ αρχικά αποτυπώθηκαν τρισδιάστατα οι βραχογραφίες και δημιουργήθηκαν αντίγραφα σε ρητίνη ώστε να αντληθεί το έκτυπό τους. Στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αναπτύχθηκε από τους φοιτητές πληροφορικής μια εφαρμογή για κινητά που εντοπίζει αυτόματα τις βραχογραφίες βοηθώντας τον επισκέπτη να τις διακρίνει και να μαθαίνει γι΄αυτές ακόμα και από απόσταση. Λόγω πρωτοβουλίας του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Πατρών δεν μαθαίνουμε μόνο τα μυστικά του βυθού, αλλά διασφαλίζουμε και τη βιοποικιλότητα του κόλπου. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η αρχαιολογική έρευνα δεν είναι υπόθεση μόνο των αρχαιολόγων. Κάθε έρευνα πεδίου πλέον είναι διεπιστημονική. Στο Βαθύ π.χ. εμπλέκονται 10 Πανεπιστήμια από 4 χώρες και στελέχη από 3 Εφορείες Αρχαιοτήτων. Για τις τοιχογραφίες, επίσης, απαιτείται ένα ολόκληρο «συνεργείο» που περιλαμβάνει συντηρητές, αρχιτέκτονες, μηχανικούς υπολογιστών και εικαστικούς. Ο αρχαιολόγος δεν είναι παρά ο θεσμικός μεσάζων, κάτι σαν τον γαλάζιο πίθηκο των τοιχογραφιών του Ακρωτηρίου.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ανέκαθεν οι άνθρωποι εφεύρισκαν μύθους για να δικαιολογήσουν την ανάγκη τους να κατακτούν όλο και νέους τόπους. Με αυτούς τους μύθους δικαιολογούσαν την ύπαρξή τους, επινοούσαν τις ρίζες τους. Τον τόπο όπου γεννήθηκαν τον χαρακτήριζαν "ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟ". Σε πολλές περιοχές οι κάτοικοι ονόμαζαν τους εαυτούς τους "Σπαρτούς", δηλαδή αντιλαμβάνονταν πως "φύτρωσαν", τρόπον τινά, από τον τόπο αυτόν, μετά από μια περίοδο οργής του θεού που ταυτιζόταν, συνήθως, με ένα μυθολογούμενο Κατακλυσμό και μιαν "επανέναρξη" της ιστορικής αφήγησης. Στη μυθολογία γένεσης της αρχαίας Θήβας, ο μυθολογούμενος γενάρχης Κάδμος είχε σκοτώσει τον Δράκο που φρουρούσε την κρήνη κι αφάνιζε όσους πήγαιναν για νερό. Κατόπιν, με συβουλή της Αθηνάς έσπειρε τα δόντια του στη γη κι αμέσως φύτρωσαν ένοπλοι άντρες, οι λεγόμενοι Σπαρτοί, που, σύμφωνα με το Φερεκύδη, ο Κάδμος άρχισε να τους πετροβολεί κι εκείνοι, νομίζοντας ότι λιθοβολούνται μεταξύ τους άρχισαν τη μάχη με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι εκτός από πέντε, τον Εχίονα, τον Ουδαίο, τον Χθόνιο, τον Υπερήνορα και τον Πέλωρο.Ο Κάδμος είχε σκοτώσει τον Δράκο που φρουρούσε την κρήνη κι αφάνιζε όσους πήγαιναν για νερό. Κατόπιν, με συβουλή της Αθηνάς έσπειρε τα δόντια του στη γη κι αμέσως φύτρωσαν ένοπλοι άντρες, οι λεγόμενοι Σπαρτοί, που, σύμφωνα με το Φερεκύδη, ο Κάδμος άρχισε να τους πετροβολεί κι εκείνοι, νομίζοντας ότι λιθοβολούνται μεταξύ τους άρχισαν τη μάχη με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι εκτός από πέντε, τον Εχίονα, τον Ουδαίο, τον Χθόνιο, τον Υπερήνορα και τον Πέλωρο.
Η πεποίθηση στη δύναμη που δίνει στον άνθρωπο (και πιο συγκεκριμένα στον άντρα) η γη από όπου ξεφύτρωσε, φαίνεται από ένα πλήθος εκφράσεων του λαού: κάποιοι χωρικοί, όταν βλέπουν ότι ένα παιδί «δεν είναι σπαρτός» (δηλαδή αντρειωμένος), λένε την παροιμία: «Δόντια να μην είχε ακόμα θα βύζαινε»!.. Το ίδιο λένε και για τους ανώριμους ανθρώπους: «Ακόμα δεν του φάνηκαν τα δόντια»! Ή: «Ακόμα δεν έβγαλε τον φρονιμίτη»!
Ακόμη και στον Χριστιανισμό, λοιπόν, ο Θεός εμφανίζεται ως "σπορέας" των ανθρώπων.
Βεβαίως, τα πράγματα μπορεί κανείς να τα προσεγγίσει και διαφορετικά. Αρκεί να σκεφτεί πως η πατρίδα δεν είναι ο τόπος διαμονής. Δεν είναι ο τόπος όπου τυχαίνει να γεννηθεί κάποιος. Πατρίδα είναι το μέρος εκείνο που καθένας αισθάνεται και ονοματίζει «σπίτι του». Με επίκεντρο λοιπόν το «σπίτι μας» αρχίζει μέσα μας να στερεοποιείται, να παγιώνεται και να διογκώνεται ο «βιωμένος χώρος» που έλεγε και ο Gaston Bachelard, εντός του οποίου κατοικοεδρεύουν οι εικόνες, οι μνήμες, τα συναισθήματα και “βρίσκει καταφύγιο ο χρόνος που πέρασε κι έχει χαθεί” .
Με άλλα λόγια, από μόνη της η έννοια του χώρου δεν αρκεί. Πρέπει, για να αποκτήσει υπόσταση, να συνδυαστεί, στην ανθρώπινη συνείδηση, με την έννοια του χρόνου.
Ένας τόπος γίνεται πατρίδα όταν κάποιος αφηγηθεί την ιστορία του, όταν από απλή γεωγραφική τοποθεσία μυθολογηθεί και γίνει αφήγηση. Όταν δηλαδή κάποιος με βάση τον “βιωμένο χώρο” του εγκαθιδρύσει μέσα στη γλώσσα μια σειρά από αναγνωρίσιμα “σύμβολα αναγνώσιμα μέσα από κώδικες αληθοφάνειας ”, μια σειρά από αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι για το πώς πέρασε ο χρόνος από μνημεία, για το πώς έβαλε σύνορα, για το πώς αφουγκράσθηκε τα βράχια, μίλησε με τα δέντρα, πέρασε από μονοπάτια μονοπάτια, συναντήθηκε με ζώα, φυτά, πηγές και ποτάμια… Τότε, με αρχή τον τόπο τους, οι άνθρωποι δημιουργούν ένα συλλογικό αρχείο ομιλιών γεμάτο από κοινές εικόνες, πλούσιες όχι μόνο στις δηλώσεις αλλά κυρίως στις υποδηλώσεις και στους συνειρμούς τους. Με συγκεκριμένη αντίληψη της χρονικότητας, δημιουργούν μια κοινή γλώσσα που μπορεί να εκφέρει λόγο αφηγηματικό, σταδιακά δε μπορεί και να διατυπώσει μια λογική εξιστόρησης.
Βέβαια το συλλογικό αρχείο των κειμένων αυτών διαμορφώνεται και από άλλες «πηγές», πέρα από τα περιεχόμενα του δικού μας, εξατομικευμένου και υποκειμενικά «βιωμένου χώρου και χρόνου». Την αντίληψη για τον τόπο μας τη διαμορφώνουν και οι «άλλοι», αυτοί που δεν είναι συντοπίτες ή συγχωριανοί μας. Είναι οι ξένοι από το εσωτερικό και το εξωτερικό (σκεφτείτε στην περίπτωση της Ελλάδας: οι ρομαντικοί προσκυνητές, οι ταξιδιώτες, οι περιηγητές, οι τουρίστες, αλλά και οι διπλωμάτες, οι αρχαιολόγοι, οι συγγραφείς, οι ιστορικοί, οι κάθε λογής διανοούμενοι, οι καλλιτέχνες...) που επισκέπτονται τον τόπο μας και μιλούν γι’ αυτόν
Άνθρωποι που γνώριζαν την καλλιέργεια της γης, σαν τον επικό ποιητή Ησίοδο, μας «μαθαίνουν» να βλέπουμε και με τα δικά τους μάτια, και να μιλάμε με τα δικά τους λόγια για τον τόπο μας. Έτσι συμπληρώνουμε το συλλογικό αρχείο των ομιλιών, συνυπολογίζοντας και τις ομιλίες των ξένων . Μιλώντας λοιπόν γι’ αυτό το συλλογικό αρχείο των ομιλιών μπορούμε να το φανταστούμε σαν ένα φανταστικό χάρτη, βασισμένο στη γεωγραφία, αλλά φτιαγμένο από τα νοητά της μυθοπλασίας της δικής μας και των άλλων. Πρόκειται για ένα νοητό χάρτη φτιαγμένο από αναδρομές στην ιστορία, από μύθους, από αντιλήψεις που έχουμε για τα ερείπια, από παραδόσεις, από ιδέες «αυτοχθονιότητας» και “αυθεντικότητας”, από αντιλήψεις για την ιστορική συνέχεια, από την επιστράτευση ενός παρελθόντος που σέρνεται έως το παρόν για να δώσει εδώ και τώρα λύσεις και «λύσεις». Αυτή είναι η τοπογραφία της πατρίδας (ακολουθώ τα λόγια του διανοούμενου Θωμά Ψύρρα)
Η ιστορική αφήγηση αναφέρεται διαρκώς σε χώρους: τόπους ανθρώπινης εγκατάστασης, μετακίνηση φυλών στον χάρτη, τόπους νέας εγκατάστασης ή μετεγκατάστασης, τόπους κατάκτησης, νέους τόπους που ανακαλύπτονται. Όλες αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις του χώρου είναι που συνθέτουν τις έννοιες της πατρίδας, του γενέθλιου τόπου, της γενεαλογίας και της καταγωγής,αλλά και της ευημερίας και του πολιτισμού.
Αντίστοιχα, οι διαφορετικές μορφές απώλειας ενός τόπου συνθέτουν τις έννοιες της ξενιτειάς, της περιπλάνησης, της νοσταλγίας, της αναζήτησης εστίας, όπως είναι η περίπτωση της Οδύσσειας του Ομήρου (για τους Έλληνες) και της Αινειάδας του Βιργιλίου (για τους Ρωμαίους).
Είναι χαρακτηριστική η περιπλάνηση της εβραϊκής φυλής μέχρι την εξεύρεση της "γης της επαγγελίας", της γης Χαναάν. Στην εβραϊκή μυθολογία ο Θεός έχει "υποσχεθεί" στον εκλεκτό λαό του τη γη αυτήν, γι'αυτό και ονομάζεται "Γη της Επαγγελίας" (επαγγέλλομαι σημαίνει υπόσχομαι).
Όποτε ένας λαός διαμόρφωνε τη φιλοσοφική πεποίθησή του για τον ιστορικό χώρο που κατά την άποψή του τού αντιστοιχούσε, κατασκεύαζε, αυτομάτως, και μια νοητική σύλληψη της έννοιας του ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ταυτίζοντάς την με την έννοια του ΔΙΚΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. Έτσι, για παράδειγμα, ο Περικλής στον "Επιτάφιο" λόγο του, το 429 π.Χ., χαρακτηρίζει την αθηναϊκή πόλη/κράτος ως την "πατρίδα της Δημοκρατίας" και την περιγράφει ως την πιο έξοχη, υποδειγματική, άψογη κοινωνική και πολιτική διοργάνωση της εποχής του.
Δεν είναι τυχαίο το ότι οι Αθηναίοι της κλασικής εποχής (5ος αιώνας π.Χ.) είχαν πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τον ιστορικό τους χώρο. Η Αθήνα ήταν η ΗΔΗ ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΗ "γη της Επαγγελίας" γι'αυτούς. Όσοι κατοικούσαν στην Αθήνα είχαν την εύνοια της τύχης, την εύνοια των θεών, δηλαδή "είχαν τον πολιτισμό με το μέρος τους". Aυτό απεικονίζεται στη γλυπτή πομπή των Παναθηναίων, στη ζωφόρο του Παρθενώνα.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...