Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020
ΠΗΓΗ 2 : ΤΑΝΖΙΜΑΤ (Ιστορία Θεωρητικής Κατεύθυνσης-Κατεύθυνσης Ανθρωπιστικών Σπουδών)
Με τον όρο Τανζιμάτ περιγράφεται μία μεγάλη περίοδος μεταρρυθμιστικών προσπαθειών στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ως πλέον σημαντική στιγμή της προσπάθειας αυτής θεωρείται η έκδοση, στις 6 Φεβρουαρίου του 1856, στην Κωνσταντινούπολη από τον Σουλτάνο ενός «Χάττ-ι Χουμαγιούν» (Αυτοκρατορική Γραφή) που επικύρωνε τις παλαιότερες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ιδιαίτερα τις εξαγγελίες του Γκιούλ Χανέ (1839). Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, που έγιναν κάτω από την πίεση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων την επαύριο του Κριμαϊκού πολέμου, εξασφάλιζαν την ισότητα ανάμεσα στις θρησκευτικές ομάδες της αυτοκρατορίας και, κατά συνέπειαν, ενίσχυαν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική θέση των χριστιανών, ιδιαίτερα των Ελλήνων. Πολλοί από τους ισχυρούς Έλληνες της αυτοκρατορίας είδαν σε αυτές τις εξελίξεις μία σημαντική ευκαιρία επέκτασης της επιρροής τους στον οθωμανικό χώρο, πράγμα που απομάκρυνε το ενδιαφέρον τους από το μικρό και ταπεινωμένο –στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου– ελληνικό βασίλειο.
Ο ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ (Ανθρωπολογικοί τύποι του Θεάτρου)
Η λέξη παράσιτος, απ’ όπου το ουδέτερο παράσιτο, είχε αρχικά τιμητική σημασία. Ο παράσιτος στην αρχαία αθηναϊκή πολιτεία ήταν αξίωμα σημαντικό που το ελάμβαναν άνθρωποι υψηλού κύρους και ήθους, που πλαισίωναν τους άρχοντες ως συμβοηθοί τους και μάλιστα σε υψηλά καθήκοντα, όπως ήταν η προσφορά και η φύλαξη των προσφερόμενων από τους πιστούς σε διάφορους ναούς σιτίων. Δηλαδή προϊόντων προς σίτιση. Το "παράσιτον" σύντομα ταυτίστηκε με τους μικροοργανισμούς που αναπτύσσονται εις βάρος άλλων οργανισμών.
Αργότερα, όμως, ο όρος εξέπεσε σημασιολογικά και άρχισε να υποδηλώνει άνθρωπο χαμερπή, ευτελή, που απρόσκλητος προσερχόταν στις οικίες των πλουσίων και εξασφάλιζε κοντά στους άλλους συνδαιτημόνες εύκολη και ασφαλώς πλούσια σίτιση. Τύπος παρασίτου ανθρώπου εξεικονίζεται στο «Συμπόσιον» του Ξενοφώντος και σε διάφορα έργα της Νέας Κωμωδίας. Οι Ρωμαίοι κωμωδιογράφοι, κυρίως ο Τερέντιος και Πλαύτος, συνεχίζοντας, αλλά σε πιο «σκαμπρόζικο» τόνο, την παράδοση της Νέας Κωμωδίας, έδωσαν πιο γελοιοποιητική διάσταση στην τύπο του παρασίτου. Έγινε μάλιστα τόσο χαρακτηριστικός ο τύπος αυτός,ώστε να θεωρείται μετά τους αυτοκρατορικούς χρόνους αναγκαίος ρόλος σε κάθε κωμική θεατρική παράσταση. Ο "παράσιτος" σύντομα ταυτίστηκε με τον τύπο του κόλακα. Αρχικά του αυλοκόλακα και εν συνεχεία του κόλακα εν γένει. Τέλος, η έννοια του "παρασίτου" ταυτίστηκε με τους εκπροσώπους των ανακτόρων ή της μεγαλοαστικής τάξης, ιδιαίτερα μετά τον 19ο αιώνα, όταν η κοινωνία άρχισε να διακρίνεται σε "παραγωγικούς" και "μη παραγωγικούς" πολίτες. Ο καλλιτέχνης, που συχνά δεν συμμορφώνεται με την αστική αντίληψη περί εργασίας, συχνά χαρακτηρίζεται ως "παράσιτος". Επίσης, είναι χαρακτηριστική η χρήση της λέξης αυτής στη νουβέλα "Ζητιάνος" του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Ο αλκοολισμός και η αεργία εκφαίνονται ως κοινωνικές νόσοι.
Κιόλας από την εποχή της Μέσης Κωμωδίας, η μελέτη και η κατάταξη των χαρακτήρων οδηγούσε μοιραία σε τυποποίηση και οι χαρακτήρες της Νέας Κωμωδίας αντλούνται από ένα περιορισμένο ρεπερτόριο κωμικών τύπων: ερωτευμένοι νέοι, γέροι (δύστροποι ή καλόβουλοι, μικροπρεπείς ή γενναιόδωροι), παράσιτοι, μισθοφόροι στρατιώτες, προαγωγοί, σκλάβοι (συχνά πανούργοι και δολοπλόκοι), μάγειροι (συνήθως φλύαροι και καυχησιάρηδες), μητέρες, τροφοί, εταίρες (σκλάβες ή ελεύθερες, νέες ή έμπειρες, πλούσιες ή φτωχές) και κοπέλες της παντρειάς, που συχνά παραμένουν σιωπηλές και μερικές φορές δεν εμφανίζονται…» - και οι υποκριτές που τους ενσάρκωναν φορούσαν το αντίστοιχο τυπικό προσωπείο. Παράλληλα πρέπει να προσέξουμε ότι αρκετοί από τους παραπάνω χαρακτήρες έχουν τις ρίζες τους στην Παλαιά και Μέση Κωμωδία που προηγήθηκαν. O Κνήμων στον Δύσκολο του Μενάνδρου, παράδειγμα, παραπέμπει στον Μονότροπο του Φρυνίχου της Αρχαίας και στον Τίμωνα του Αντιφάνη της Μέσης, και με τη σειρά του προετοιμάζει το δρόμο για τον Τίμωνα τον Αθηναίο του Σέξπιρ· παρόμοια, ο Πολέμων στην Περικειρομένη είναι απόγονος του αριστοφανικού Λαμάχου και πρόδρομος του Πυργοπολυνίκη στον Ένδοξο πολεμιστή του Πλαύτου.
Ο Περί παρασίτου, ότι τέχνη η παρασιτική είναι διάλογος του Λουκιανού που γράφτηκε κατ΄ άλλους όταν ήδη ήταν σε πολύ προχωρημένη ηλικία και κατ' άλλους θεωρείται έργο των νεανικών του χρόνων.[5] Πάντως στα χρόνια που έζησε ο Λουκιανός (120-192) μ. Χ. οι κόλακες και οι παράσιτοι είχαν γίνει μια κοινωνική πληγή προπαντός ως «κυνηγοί κληρονομιών» (λατ. captatores= θηρευτές) κι είχαν κάμει τον μυσαρό παρασιτισμό τους τέχνη. Ο Αλκίφρων αργότερα έγραψε Επιστολάς παρασίτων.
Ο παράσιτος ήταν τότε ο πιο συνηθισμένος τύπος κόλακα, προσκολλημένος σ' έναν άτεκνο πλούσιο για να τον κληρονομήσει. Η κοινωνική αυτή μάστιγα των παρασίτων και του παρασιτισμού είναι ένας άλλος στόχος της σάτιρας του Λουκιανού. Οι παράσιτοι κατέστρεψαν τον Τίμωνα και όταν αυτός έγινε πάλι πλούσιος, αυτοί ξαναήρθαν. Στο διάλογο Τόξαρις ή Περί φιλίας βλέπουμε τι έπαθε ένας από τους παρασίτους ένας νεαρός πλούσιος. Σε τέσσερεις Νεκρικούς διαλόγους «Πλούτωνος και Ερμού», «Τερψίωνος και Πλούτωνος», «Ζηνοφάντου και Καλλιδημίδου», «Κνήμωνος και Δαμνίππου», έχουμε τη γελοιοποίηση των παρασίτων, που πεθαίνουν προτού να κληρονομήσουν τους γέρους πλουσίους.
Αλλά το ότι τούτη είναι η βασιλικότερη των τεχνών θα το καταλάβεις εξίσου καλά και από τος εξής: τις υπόλοιπες τέχνες τις ασκούν οι τεχνίτες όχι μόνο κοπιάζοντας και ιδρώνοντας, αλλά καθιστοί και όρθιοι, σαν να ήταν δούλοι των τεχνών, ενώ ο παράσιτος ασκεί την τέχνη του ξαπλωμένος σαν βασιλιάς. Διαφέρει όμως και από τη φιλοσοφία και τη ρητορική, πρώτα από όλα ως προς την υπόσταση, γιατί αυτή έχει υπόσταση, ενώ οι άλλες όχι. Γιατί το να μην λένε όλοι τα ίδια για ένα συγκεκριμένο θέμα, αλλά να γίνεται πόλεμος με αντιπαράταξη απόψεων, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι το θέμα, για το οποίο δεν υπάρχει μία βέβαιη γνώση και ομογνωμοσύνη, δεν υπάρχει καν· γιατί το να αναζητούμε το τι είναι αυτό και να μην συμφωνούμε ποτέ ότι είναι ένα, είναι σαν να αναιρούμε την ύπαρξη του ζητουμένου.
Ο περίφημος διάλογος του Λουκιανού (αυτός ήταν Σύρος ελληνομαθής που έζησε μεταξύ του 120/125 μέχρι το 192 μ.Χ. στο περίπου)είναι γνωστός με τον τίτλο «Περί Παρασίτου» και με την αναγκαία τότε διευκρίνιση «ότι η παρασιτική είναι τέχνη». Τούτο τουλάχιστον δεν χρήζει αποδείξεως, καθότι στα χρόνια μας ο παρασιτισμός, όρος νεωτερικός, έγινε υψηλότατη τέχνη που διδάσκεται σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές βαθμίδες.
Ο διάλογος του Λουκιανού γίνεται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, τον Τυχιάδη και τον Σίμωνα τον Παράσιτο. Ο Λουκιανός με τον διάλογο αυτό επιχειρεί μια ευφυέστατη και συνάμα χαριέστατη σάτιρα του παρασιτισμού που ήταν τότε και πάντα του συρμού.
Ο διάλογος ξεκινά με το αφελές ερώτημα του Τυχιάδη προς τον Σίμωνα: Γιατί δεν κατέχει, όπως όλοι οι άνθρωποι μια τέχνη ή γιατί δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα για να εξασφαλίσει διά του ιδρώτος του τα προς το ζην; Ο Παράσιτος απαντά προς τον Τυχιάδη κυνικά ότι αγνοεί τις συνήθεις τέχνες, μουσική, ρητορική, ιατρική, αλλά κατέχει την παρασιτική τέχνη, για την οποία νιώθει μεγαλύτερη υπερηφάνεια απ’ ότι ένιωθε για τη γλυπτική τέχνη του ο Φειδίας. (Κι εδώ που τα λέμε είχε δίκιο. Παραλίγο για την τέχνη του ο Φειδίας να φάει το κεφάλι του.)
Έκπληκτος ο Τυχιάδης για την ωμότητα του Σίμωνος του υποβάλλει το καταπελτικό ερώτημα:
– Δεν αισχύνεσαι να σε αποκαλούν Παράσιτον; Θα δεχόσουν μιαν επιστολή που θα έφερε την επιγραφή «Προς Σίμωνα τον Παράσιτον»;
– Ποσώς, αποκρίθηκε αυτός. Απεναντίας θα με κολάκευε περισσότερο απ’ ότι αν με αποκαλούσαν… φιλόσοφο!
Ακολούθως, ο Παράσιτος εξηγεί στον εμβρόντητο Τυχιάδη ότι η παρασιτική είναι τέχνη, διότι αποτελείται από ένα άθροισμα γνώσεων και «τεχνικών», όπως λέμε στον παρόντα καιρό, με τις οποίες επιτυγχάνεται ένας βασικός σκοπός, δηλαδή ένας ωφέλιμος, θρεπτικός και ξεκούραστος βίος. Ασφαλώς, εξηγεί ο Παράσιτος, η παρασιτική δεν είναι εύκολη τέχνη. Πρέπει ο Παράσιτος να διαθέτει πλούσια φαρέτρα γνώσεων. Κατά πρώτον, πρέπει να ξέρει ποιος είναι ο κατάλληλος άνθρωπος (σήμερα και κόμμα ή συνδικαλιστική οργάνωση ή μπαμπάς με κατανόηση) για να τον τρέφει. Ακολούθως, για να μπορέσει να προσκολληθεί σ’ αυτόν πρέπει να ξέρει τι να σου λέει, ώστε να γίνεται ευχάριστος. Το ότι οι γνώσεις αυτές είναι αναγκαίες, καταφαίνεται από αυτό: ουδόλως αμφισβητείται και ουδείς αρνείται ότι το τρώγειν και πίνεις αμόχθως είναι λίαν ωφέλιμο στη ζωή, αφού και αυτή η ζωή εξαρτάται από το τρώγειν και το πίνειν. Άλλωστε, (χωρίς αυτό να το λέει ο Παράσιτος), το παλαιό κλέφτικο άσμα, που ως πρακτική συνεχίζεται και στην παρούσα πολυκλεπτική εποχή, έχει ως επωδό το περιλάλητο: «Φάτε, πιέτε, μωρ’ αδέρφια…»!
Αλλά για να εγκυρώσει τους ισχυρισμούς του αυτούς ο Παράσιτος, καταφεύγει στον Όμηρο, για τον οποίο λέγει ότι ήταν θαυμαστής των παρασίτων. Δεν είναι τυχαίο που οι πλείστοι ομηρικοί ήρωες ονομάζονται δαιτυμόνες, λέξη που δηλώνει τον σύνδειπνο, δηλαδή τον τρώγοντα μαζί με άλλους και πίνοντα «εις υγείαν των κορόιδων». Παλαιών, νεωτέρων και ημών των ταϊζόντων διά του μόχθου μας πλήθος παρασίτων.
Μετά τον Όμηρο, ο Παράσιτος στρέφεται προς τον επίκουρο και του προσάπτει κλοπή της παρασιτικής τέχνης, την οποία έκανε κέντρο της φιλοσοφίας του, αφού προσδιόρισε ως σκοπό ζωής την ευτυχία που επιτυγχάνεται με την αταραξία σώματος και ψυχής. Με έναν «παχυδερμισμό» που διευκολύνει τον κάθε παρασιτικώς ζώντα να αποφεύγει στενοχώριες και ενοχλήσεις, περιοριζόμενος στο να τρώει και να πίνει και μακαρίως να ξαπλώνει, αφήνοντας σε άλλους την φροντίδα της συντηρήσεώς του.
Ο Παράσιτος δεν αρκείται στο να αποδείξει ότι η παρασιτική είναι τέχνη αλλά και ότι είναι η κορυφαία των τεχνών. Και όχι μόνο αυτό: επιπλέον είναι σοφία («ώστε έμοιγε δοκεί η παρασιτική κινδυνεύειν κατά γε τούτο και σοφίαν είναι»). Λέγει μάλιστα, ότι πάρα πολλοί φιλόσοφοι αγάπησαν την παρασιτική και εξακολουθούν και την αγαπούν, προσκομίζοντας έναν ορμαθό φιλοσόφων από τον Αρίστιππο τον Κυρηνναίο μέχρι τον Πλάτωνα,ο οποίος, όμως, δεν είχε ταλέντο παρασίτου και γι’ αυτό εξέπεσε από την εκτίμηση του τυράννου Διονυσίου των Συρακουσών («τω τυράννω του παρασιτείν αφυίας εξέπεσε»). Μετά περιλαμβάνει τον Ευριπίδη που ήταν παράσιτος του Αρχελάου της Μακεδονίας και του Αριστοτέλη, παράσιτος και αυτός του Φιλίππου, που άρχισε τη φιλοσοφική του πορεία ξεκινώντας από την παρασιτική.
Ο Παράσιτος, αφού χρησιμοποιήσει όλα τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας όπως ακριβώς κάνουν πολλοί παράσιτοι της πνευματικής μας ζωής που για να δικαιολογήσουν την κρατική τους τροφή, δυσφημούν κάθε σπουδαία μορφή της παλαιότερης εποχής και αφού δείξει ότι ο ομηρικός Μηριόνης ήταν παράσιτος του Ιδομενέα και ο Πάτροκλος του Αχιλλέα, καταλήγει στο πολύ θελκτικό συμπέρασμα: τις λοιπές τέχνες για να τις εκμάθουμε πρέπει να κοπιάσουμε, την παρασιτική μπορούμε να την εκμανθάνουμε και συνάμα να την απολαμβάνουμε. Οι άλλες τέχνες μας τρέφουν αφού πρώτα τις μάθουμε. Η παρασιτική μας τρέφει, ενώ τη μαθαίνουμε! Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, προσθέτει ο Παράσιτος, να βλέπουμε μαθητές να φεύγουν με κλάματα από το σχολείο λόγω της δυσκολίας των μαθημάτων ή της αυστηρότητας των δασκάλων. Οι χειροτέχνες πάλι εργάζονται σκληρά ολημερίς και απολαμβάνουν ανάπαυση και καλή τροφή το πολύ δύο φορές το μήνα. Αντίθετα, ο Παράσιτος ζει κάθε μέρα με γιορτή, χωρίς ποτέ του να μοχθεί.
Ο Παράσιτος προσθέτει κι ένα ακόμη υπέρ αυτού επιχείρημα: δεν φοβάται κανένα θηρίο. Διότι τρώγοντας σθεναρώς σε ξένα σαλόνια, έχει αποκτήσει ισχυρά σαγόνια. Έτσι, αν του επιτεθεί κάποιος αγριόχοιρος, στα δόντια του θηρίου θα αντιτάξει τα δικά του εξίσου αιχμηρά δόντια. Όσο για τους λαγούς, τους κυνηγά καλύτερα κι από λαγωνικό, αφού τους βρίσκει όχι σε λόγγους και βουνά, αλλά καλοψημένους σε πλούσιες τράπεζες. Και κάτι για την κοινωνική υπόσταση: οι λοιποί άνθρωποι αισχύνονται όταν παίρνουν από άλλους χρήματα. Ο Παράσιτος, ως περιφρονητής της καλής φήμης ή της δόξας, δεν αισχύνεται να τα «τσεπώνει», όπως ο ρήτορας που διδάσκει επί χρήμασι ή ο δικαστής που παίρνει κρυφά κάποιο «μπαξίς» (ο όρος φακελάκι δεν είχε τότε καθιερωθεί) για να βγάλει απόφαση ευνοϊκή.
Ο Παράσιτος, αφού αναφερθεί σε μια εκατοντάδα ονομάτων ανδρών επιφανών, μυθικών και ιστορικών, και αφού τους αποδώσει ιδιότητες Παρασίτου, καταλήγει στην πειστική διαπίστωση ότι και σε καιρό ειρήνης η παρασιτική τέχνη υπερέχει της φιλοσοφίας όσο υπερέχει η ειρήνη έναντι του πολέμου. Και κατά την εκτίμησή του, ο φιλόσοφος δεν γνωρίζει την τέχνη να σταθεί σ’ ένα συμπόσιο και μοιάζει έτσι με σκύλο στα λουτρά. Και κάτι πολύ θετικό για τον καθ’ ημέραν βίο: Ο Παράσιτος δεν χολοσκά. Δεν οργίζεται με τίποτε, όχι διότι είναι ανεξίκακος, αλλά διότι δεν έχει τίποτε για να οργιστεί, τίποτε που να του προκαλεί αγανάκτηση ή κατήφεια. Όλα γι’ αυτόν είναι «καλά λίαν».
Ο λόγος είναι απλός: Εφόσον θα υπάρχουν πλούσιοι, θα υπάρχουν και Παράσιτοι. Ο Παράσιτος είναι απόλυτα αναγκαίος για έναν πλούσιο. Αποτελεί γι’ αυτόν ένα κόσμημα, ενώ ο πλούσιος δεν είναι ποτέ κόσμημα γι’ αυτόν. Κι ακόμη ο Παράσιτος προσφέρει στον πλούσιο ένα αίσθημα ασφαλείας, διότι, δοκιμάζοντας πρώτος αυτός τα προσφερόμενα στον πλούσιο εδέσματα και ποτά, αποτελεί έναν οιονεί θώρακα σε περίπτωση απόπειρας δηλητηριάσεως.
Ο Τίμων, περαίνοντας την υπέρ του παρασιτισμού διδασκαλία του, παρατηρεί ότι η τέχνη του δεν έχει τίποτε ονειδιστικό και εξευτελιστικό. Θα μπορούσε κανείς, μιλώντας Βαρναλικά, να προσθέσει ότι ο Παράσιτος εφαρμόζει την πιο αποδοτική και θρεπτική τακτική: «Όμορφα και τακτικά πάει με κείνον που τον ταΐζει καλά». Το ίδιο βέβαια, προσθέτουμε εμείς, κάνουν και οι σκύλοι. Με μία διαφορά: οι σκύλοι νιώθουν ευγνωμοσύνη, οι παράσιτοι όχι. Συχνά μάλιστα αγκώνουν αυτούς που σε αλλοτινούς καιρούς τους είχαν καλοταΐσει. «Και τέλος πάντων, να τραβούμε εμπρός», όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Τι το ψεκτόν, τι το ντροπιαστικό έχει το να τρώγει κανείς δίπλα σε κάποιον, αν μάλιστα, το φαγητό του περισσεύει;
Ύστερα από το επιχείρημα αυτό, ο Τυχιάδης συναινεί πως η παρασιτική είναι τέχνη επωφελής και για να επωφεληθεί θα σπεύσει κοντά στον Σίμωνα από πολύ πρωί για να διδαχθεί τα μυστικά της τέχνης του. Φιλοδοξεί μάλιστα να γίνει ο πρώτος του Παρασίτου μαθητής, διότι, καθώς ορθώς παρατηρεί, και οι μητέρες αγαπούν περισσότερο τα πρώτα τους παιδιά.
Και με τη φράση αυτή κλείνει ο διάλογος, τον οποίο προσφέρουμε προς διδαχή στο συρφετό που και σήμερα ανερυθριάστως εξακολουθεί να ονομάζεται ελληνικός, ενώ το ορθόν θα ήταν να ονομασθεί Λαός Παρασίτων. Όπως αποδεικνύει ο Λουκιανός, ουδέν μεμπτόν, ουδέν ψεκτόν έχει ο τίτλος αυτός. Ενώ το να είσαι Έλληνας, και μάλιστα να το συνειδητοποιείς, είναι επικίνδυνο στον παρόντα καιρό. Ειδικά στην Ελλάδα το να είσαι Έλληνας είναι τόσο επικίνδυνο όσο και το να έλεγες πως είσαι Εβραίος στη χιτλερική Γερμανία. Κάποια κοινωνικά παρασαρκώματα καραδοκούν για να σε ξεσκίσουν. Αν όμως εφαρμόζεις την τακτική της μύγας και σπεύδεις να φας από εκεί που τρώνε όλες, ουδένα κίνδυνο διατρέχεις. Αυτό εξηγεί και τις συχνές κομματικές διακυμάνσεις.
Κανείς δεν προσέχει αρχικά τα παράσιτα, αλλά αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά βρίσκονται παντού: στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο δημόσιο λόγο. Από τον λόγο των αστών που παρουσιάζουν τους φτωχούς ως «παράσιτα» έως την εικονογραφία του σοσιαλιστικού κινήματος που παρουσιάζει τον καπιταλιστή να ρουφάει το αίμα του λαού, ξεδιπλώνεται η αναζήτηση του κοινωνικού «υγιούς» σώματος και η εμβέλεια των ιδεών του εκφυλισμού και της διαφθοράς.
Τα λογοτεχνικά έργα του 19ου αιώνα είναι κατάστικτα από «παράσιτα»: ζητιάνοι, παρακμιακοί κρυπτομοφυλόφιλοι, ανεπρόκοποι, αλκοολικοί και άχρηστοι, τεμπέληδες εισοδηματίες φωτίζουν τη σχέση βιολογίας και ιδεολογίας, την πίστη στα κληροδοτημένα χαρακτηριστικά, την ανησυχία για την επίδραση των φθοροποιών επιδράσεων. Ο Δράκουλας, το Alien ή η πρόσφατη κορεατική ταινία Παράσιτα συνιστούν όψεις μιας συζήτησης που εν τέλει ανάγεται στο φόβο απέναντι σε αυτό που είναι ταυτόχρονα αόρατο και ορατό, που βρίσκεται εντός και εκτός, που με την εμφάνισή του διασαλεύει τις υπάρχουσες ισορροπίες και απειλεί τον κόσμο των τακτοποιημένων κοινωνικών σχέσεων.
Ο ΚΑΥΧΗΣΙΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (MILES GLORIOSUS): Ανθρωπολογικοί τύποι του Θεάτρου
Αρχίλοχος D60 =114W «οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον / οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ ̓ὑπεξυρημένον».
Ο υπερβολικά καυχησιάρης, αλλά και ταυτόχρονα υπερβολικά δειλός στρατιώτης είναι μία ανδρική φιγούρα που απαντά –με κάποιες παραλλαγές– καθόλη την πορεία της Λογοτεχνίας (από την αρχαία ελληνική, μέσω της λατινικής επιβιώνει στη μεσαιωνική και σύγχρονη). H τυποποίηση αυτού του χαρακτήρα φαίνεται ότι ξεκίνησε από πολύ νωρίς ,καθώς ο τύπος αυτού του άνδρα περιγράφεται σε ένα απόσπασμα του Αρχίλοχου που σατιρίζει τον ψηλό και κορδωμένο στρατηγό με την περιποιημένη κόμη, αλλά στη συνέχεια επαινεί τον κοντό και στραβοκάνη αξιωματούχο που είναι θαρραλέος στις μάχες: «Δεν μου αρέσει ο στρατηγός που είναι ψηλός και κάνει δρασκελιές μεγάλες που περηφανεύεται για τις πλεξούδες του και φιλάρεσκα ξυρίζει το γένι του. Περισσότερο θα μου άρεσε ένας κοντός, ακόμη κι αν είναι στραβοπόδης, αρκεί να κρατιέται γερά στα πόδια του και να το λέει η καρδιά του».
Γενικότερα,τα τυποποιημένα χαρακτηριστικά του αλαζόνα στρατιώτη μέσα στα περισσότερα λογοτεχνικά έργα είναι ότι προσπαθεί με κάθε τρόπο να εντυπωσιάζει και καυχιέται με υπερβολές και με πομπώδεις εκφράσεις για τα κατορθώματά του και την ανδρεία του, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει καθόλου θάρρος. Τουναντίον, είναι δειλός, φυγόπονος και ψεύδεται συνεχώς για τις νίκες του με τον εχθρό χωρίς να παραδέχεται τις ήττες του. Επίσης, αρέσκεται μόνο σε κολακείες, εσκεμμένα υπερβολικές, με τις οποίες συνηθίζουν να τον τροφοδοτούν οι δούλοι του ή ο «παράσιτός» του, για να τονώσουν την –κατά βάθος− χαμηλή αυτοπεποίθηση και τη ματαιοδοξία του. Η πολυτελής ενδυμασία και τα καλογυαλισμένα όπλα του, δηλαδή το φαίνεσθαι, είναι συνοδευτικά αυτής της θεατρικής φιγούρας και ταυτόχρονα έρχονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, με το εἶναι, και κυρίως με την κρυμμένη λιποψυχία και την υπερβολική δειλία του.
Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας φαίνεται ότι προϋπήρχε στην κωμωδία του Επίχαρμου και ότι ίσως από εκεί κληροδοτήθηκε στο αθηναϊκό θέατρο της Αρχαίας, της Μέσης και της Νέας Κωμωδίας και συνέχισε τη σκηνική σταδιοδρομία του σε κωμωδίες του Πλαύτου και του Τερέντιου και, πολύ αργότερα, στο πιο σύγχρονο θέατρο του Μολιέρου και του Σαίξπηρ. Μάλιστα, η μετάφραση της ονομασίας αυτού του τύπου σε διάφορες γλώσσες (αλαζών στρατιώτης, miles gloriosus, soldato fanfarone, braggart soldier) πιστοποιούν τη δημοτικότητα του συγκεκριμένου χαρακτήρα και την απήχησή του στο θεατρικό κοινό.
Ο τύπος του αλαζόνα στρατιώτη ως δραματική μορφή εντοπίζεται στον Λάμαχο, ο οποίος παρουσιάζεται στους Αχαρνής του Αριστοφάνη ως φανφαρόνος και ψευτοπαλληκαράς. Ίσως πρόκειται για μία σύνθετη κωμική μορφή, μία υπαρκτή ιστορικά και ταυτόχρονα φανταστική φυσιογνωμία κάποιου στρατιώτη της εποχής, που μπορεί να επιθυμούσε –για τους δικούς του λόγους– να σατιρίσει ο κωμικός. Το όνομα του Λάμαχου σχετίζεται με το αρχαίο ρήμα μάχομαι, οπότε δηλώνει και την ιδιότητα του πολεμιστή, ετυμολογία που μάλλον εξυπηρετούσε και ερμηνευτικά τον Αριστοφάνη να το χρησιμοποιήσει.Ο Λάμαχος του Αριστοφάνη –με τον τρομερό θύσανο του από φτερά να ανεμίζει περήφανα στο κεφάλικαι την ασπίδα του με το έμβλημα της Γοργώς–προβάλλει σαν δεύτερος Περσέας, ακατανίκητος στους αντιπάλους, ο οποίος με την ασπίδα του και μόνο μπορούσε να τους πετρώσει όλους. Επειδή θεωρείται ως ο βασικός ανταγωνιστής στην πραγμάτωση του σχεδίου του ήρωα, καθώς είναι ο Αλαζών του έργου, ο οποίος έρχεται σε αντιπαράθεση με τον Είρωνα, τον Δικαιόπολη.
Ο Δικαιόπολις πολλές φορές, μάλιστα, γελοιοποιεί τον αλαζόνα στρατιώτη, ο οποίος τον υπακούει δουλικά και «ξεφορτώνει» την ασπίδα και την περικεφαλαία του. Πιο συγκεκριμένα ο γέρο-Δικαιόπολης όχι μόνον τον ειρωνεύεται, αλλά και τον υποτιμά και «παίζει» με τη νοημοσύνη και την αντρειοσύνη του νεαρού Λάμαχου, επειδή τάχα φοβήθηκε που τον είδε τον στρατιώτη με την επιβλητική και «ατσαλάκωτη» εμφάνισή του. Στην ουσία βέβαια, ο Δικαιόπολις γελοιοποιεί και χλευάζει τα εμβλήματα της δύναμης και της εξουσίας του. Έπειτα, στη γιορτή των Ανθεστηρίων, ο δούλος του υπερήφανου Λάμαχου ζητάει από τον Δικαιόπολη να τον προμηθεύσει με τρόφιμα, ο Δικαιόπολις, όμως, αρνείται στον μεγάλο στρατηλάτη Λάμαχο. Η νίκη, επομένως, του Δικαιόπολη είναι πια πρόδηλη. Τέλος, στην έξοδο του έργου, κάποιος έρχεται και προσκαλεί τον Δικαιόπολη σε συμπόσιο στο ναό του Διονύσου στην εορτή των Ανθεστηρίων, ενώ ένας άλλος καλεί τον Λάμαχο σε στρατιωτική αποστολή στα χιονισμένα σύνορα της Αττικής. Σε αυτήν τη σκηνή, λοιπόν, ο δούλος του Δικαιόπολη συγκεντρώνει εδέσματα για να πάει στο διονυσιακό συμπόσιο, ενώ ο δούλος του Λάμαχου συγκεντρώνει τα όπλα του για να πάει στον πόλεμο. Μετά από λίγο επιστρέφουν, ο Δικαιόπολης μεθυσμένος με δύο κοπέλες να τον στηρίζουν, ο Λάμαχος τραυματισμένος, διότι, καθώς προσπαθούσε να πηδήξει ένα χαντάκι, έπεσε και στραμπούλιξε το πόδι του. Αυτό το άδοξο τέλος επέλεξε ο Αριστοφάνης για το δικό του "παλικάρι της φακής", προβάλλοντας την αντίθεση ανάμεσα τον όλεθρο του πολέμου (που εκπροσωπούσε ο Λάμαχος) και τη δύναμη της ειρήνης (που εκπροσωπούσε ο Δικαιόπολις).
Η διάδοση αυτού του χαρακτήρα οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. η μεγάλη αύξηση των μισθοφορικών στρατευμάτων θα είχε καταστήσει οικείο φαινόμενο αυτούς τους επαγγελματίες στρατιώτες να αφηγούνται τις περιπέτειες τους σε εξωτικούς τόπους και τα κατορθώματα τους σε δύσκολες μάχες.4Έτσι, ο αλαζών στρατιώτης ως χαρακτήρας ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς, όπως τον Μνησίμαχο, τον Άλεξι και τον Αντιφάνη πουσκιαγραφούν στα έργα της Μέσης Κωμωδίας.Αργότερα, στη Νέα Κωμωδία ο Μένανδρος παρουσιάζει τύπους στρατιωτών με ονόματα λιγότερο κωμικά σε σχέση με εκείνα του Αριστοφάνη και του Πλαύτου (τον Πολέμωνα στην Περικειρομένη, τον Θρασωνίδη στον Μισούμενο, τον Στρατοφάνη στον Σικυώνιο, τον Κλεόστρατο στην Ασπίδα, τον Μοσχίωνα στη Σαμία και τον ανώνυμο στρατιώτη στη χαμένη κωμωδία Κόλαξ), οι οποίοι ερωτεύονται και στο τέλος καταλήγουν σε γάμο. Ο Μένανδρος και ο μιμητής του Τερέντιος με τον Θράσωνα στον Ευνούχο του, χρησιμοποίησαν τον τύπο του στρατιώτη με έναν πιο συμπαθητικό τρόπο, στρέφοντας την προσοχή τους στην ανθρώπινη συμπεριφορά του σε σχέση με τον Πλαύτο που προτίμησε τη γελοιοποίηση της αλαζονείας του αξιωματικού προκειμένου να παραχθεί περισσότερο γέλιο.
Οι επιτυχίες του ρωμαϊκού στρατού και η γενικότερη επεκτατική πολιτική των Ρωμαίων γοήτευσαν τους συγγραφείς, οι οποίοι άρχισαν ποικιλοτρόπως να εκμεταλλεύονται τις στρατιωτικές φιγούρες. Έτσι, δεν πρέπει κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι σχεδόν κάθε επιφανής Ρωμαίος της εποχής ήταν δυνάμει miles gloriosus, δηλαδή καυχησιάρης στρατιωτικός. Ο Πλαύτος, πιο συγκεκριμένα, επιστρατεύει κάποια χιουμοριστικά χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο τύπο που θυμίζουν φάρσα σε ορισμένα από τα έργα του: Curculio, Epidicus,Miles Gloriosus και Pseudolus. Ο στρατιώτης στον Πλαύτο είναι ένας από τους αγέλαστους χαρακτήρες ,δηλαδή ένας τύπος που στην κυριολεξία δεν γελά με τα δρώμενα της palliata,γιατί προφανώς ζει στην απάτη και τρέφεται με την αυταπάτη του, ωστόσο οι θεατές ξεκαρδίζονται με την πομπώδη στάση του, που περιγράφεται κωμικά. Σημαντικό επίσης ρόλο πιθανόν διαδραματίζουν τόσο το ανάλογο προσωπείο του νεαρού άνδρα(DOVER 1981, 52)5 όπως κατηγοριοποιείται στο Ὁνομαστικόν του Πολυδεύκη , όσο και ο πορφυρός χιτώνας που συνηθίζουν να φορούν οι αξιωματικοί του στρατού στη ρωμαϊκή palliata.
Ο Πυργοπολυνίκης λειτουργεί στον Miles Gloriosus ως η κατεξοχήν γελοιογραφία του τύπου του στρατιώτη που καυχιέται για την ανδρεία του στη μάχη, αλλά και για τις επιτυχίες του στις γυναίκες, δηλαδή, παραπέμπει στον Maccus(=κλόουν) της Ατελλανής φάρσας.Το τυπικό προσδιοριστικό επίθετο του Πυργοπολυνίκη είναι ἀλαζών, του οποίου μετάφραση αποτελεί το λατινικό gloriosus. Ο όρος milesgloriosus έχει αποδοθεί και στον τίτλο του έργου του Πλαύτου και έχει ως πρότυπο κάποια ελληνική κωμωδία με αυτόν τον τίτλο, όπως πληροφορούνται οι θεατές μέσα στο πλαυτιανό έργο από τον πανούργο δούλο, Παλαιστρίωνα. Δεν είναι τυχαίο το ότι το –φανταστικό– όνομα Πυργοπολυνίκης είναι πολυσύλλαβο, γιατί ακόμη και με αυτόν τον τρόπο ο Πλαύτος δηλώνει τη «μεγαλοπρέπεια» αυτού του χαρακτήρα. Αποτελείται από τα συνθετικά πύργος+πολύς+ νίκη, δηλαδή ο εκπορθητής πολλών πύργων, και θυμίζει το υπαρκτό όνομα του Έλληνα στρατηγού με το προσωνύμιο Δημήτριος Πολιορκητής. Σχετικά με την ονομασία του ως πάγιο χαρακτηριστικό αυτού του τύπου ο Ιωάννης Κωνσταντάκος τονίζει: «ο κομπορρήμων πολέμαρχος φέρει κατά κανόνα σημαδιακό ή εύγλωττο όνομα, το οποίο παραπέμπει στον πόλεμο, στις εκστρατείες ή στο μαχητικό θάρρος» .
Ο Πυργοπολυνίκης ενσαρκώνει τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του ἀλαζόνα, όπως τον ορίζει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια (1127a22-3) και έναν συνδυασμό στοιχείων από τον τύπο του Αλαζόνα και του Υπερήφανου στους Χαρακτήρες του Θεόφραστου. Επίσης, πιθανόν υιοθετεί κάποια στοιχεία από τη δωρική φάρσα και τον Σικελό Επίχαρμο, όπως μαρτυρεί και ο Οράτιος στις Επιστολές του (2.1.58): «με το γρήγορο βήμα του ο Πλαύτος του σικελού Επίχαρμου ακολουθεί το προβάδισμα [...]»(ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ 2004, 225). Ο miles Πυργοπολυνίκης είναι ανώτερος αξιωματικός του στρατού, μισθοφόρος και σημαντική φυσιογνωμία, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο ήρωας μέσα στο έργο, που τον έχει διορίσει ο βασιλιάς Σέλευκος ως υπεύθυνο επάνδρωσης του μισθοφορικού στρατεύματος. Η αλαζονική και η υπερβολική αντίθεση αυτού του χαρακτήρα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο εἶναι διακρίνεται ήδη από τους πρώτους στίχους του έργου (στ. 1-2):«Να φροντίσετε η λάμψη της ασπίδας μου να είναι πιο αστραφτερή και από του ήλιου τις ακτίνες σε ουρανό ασυννέφιαστο, ώστε όταν την ώρα της μάχης χρειαστεί, να τυφλώνω τα φουσάτα του εχθρού που έρχονται καταπάνω μου».(μτφρ.Σ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ 2009, 155).
Ο κομπορρήμων στρατιώτης, απαριθμώντας πολυσύλλαβα ονόματα υποτιθέμενων αντιπάλων του, όπως Βομβομαχίδης και άλλα πολυσύνθετα σε –ίδης, φτάνει στην κορύφωση της υπερβολής και αραδιάζει επικά και ερωτικά κατορθώματά του ως μεγάλου στρατηλάτη και ταυτόχρονα γόη, παραδεχόμενος ότι η ομορφιά του έχει πια καταντήσει θλιβερή, γιατί του προκαλεί μπελάδες.
Το ίδιο μοτίβο της παγίδευσης και της ήττας του αλαζόνα στρατιώτη με εκείνο των Αχαρνέων του Αριστοφάνη εντοπίζεται και στον Πλαύτο: ο αφελής miles gloriosus, εξαιτίας της ματαιοδοξίας του, πέφτει θύμα ενός άλλου πραγματικά πιο έξυπνου ήρωα, του Παλαιστρίωνα, και όλοι οι υπόλοιποι συνωμότες, φυσικά, κοροϊδεύουν τη νοημοσύνη του στρατιώτη. Ακόμη και ο Παράσιτος του, ο Αρτοτρώγος, παρόλο που μπροστά του τον κολακεύει, πισώπλατα εκφράζει αρνητικά σχόλια για τον αφέντη του και εκμυστηρεύεται στο θεατρικό κοινό ότι παραμένει μαζί του μονάχα για τους λαχταριστούς μεζέδες, αποκαλύπτοντας, ταυτόχρονα, με λεπτομέρειες την αληθινή ταυτότητα του Πυργοπολυνίκη.Ο Πυργοπολινίκης, τελικά, «τυφλώνεται» και παγιδεύεται από την εγωπάθεια του αντικαθιστώντας την αρχική μνηστή του, Φιλοκωμάσιον, με τη νέα ερωμένη του, τη Μιλφιδίππη. Η ξιπασιά του προβάλλεται ακόμη εντονότερη, όταν ομολογεί ότι θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους θεούς. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι ότι ασυναίσθητα ζει στην πλάνη και στην ψευδαίσθηση, καθώς πιστεύει ότι είναι ερωτικά ποθητός. Αυτή η αλαζονεία του έχει ως αποτέλεσμα να συλληφθεί και να τιμωρηθεί με ξύλο και με απειλές για ευνουχισμό. Απεκδυόμενος ο Πυργοπολινίκης, λοιπόν, της στρατιωτικής ενδυμασίας του απεκδύεται ταυτόχρονα και του πρωταγωνιστικού ρόλου που νόμιζε ότι κατείχε· με κλάματα και βογγητά από τον πόνο των χτυπημάτων και με ευτελές παρουσιαστικό, απομυθοποιείται, όπως ο αριστοφανικός Λάμαχος, και τελικά αποδέχεται και αναγνωρίζει το λάθος του.
Ο Πλαύτος δηλαδή φαίνεται να ακολουθεί παρόμοια τακτική με τον Αριστοφάνη, καθώς φαίνεται ότι επιδιώκει να ξεγυμνώσει, να γελοιοποιήσει, να αποκαλύψει, να υπερτονίσει την παρέκκλιση της φιγούρας του αλαζόνα στρατιώτη, για να παραγάγει γέλιο. Τελικά και οι δύο κωμωδίες ολοκληρώνονται με τη νίκη του Καλού και του Δίκαιου και την ήττα των αλαζόνων στρατιωτών-Λάμαχου και Πυργοπολινίκη-, ενώ και στις δύο περιπτώσεις απορρέει ένα ηθικό δίδαγμα από αυτήν την παρέκκλιση της συμπεριφοράς, το οποίο όμως είναι προορισμένο να επαναφέρει την κοινωνία στην ορθή τροχιά της (SHARROCK 2009, 255-260). Προκειμένου, λοιπόν, οι ποιητές να ενισχύσουν την κωμικότητα μέσα στο έργο τους, προβάλλουν εντονότερα την τραγικότητα του ήρωα, η οποία ανακοινώνεται και γίνεται παραδεκτή μπροστά στο ακροατήριο από τον ίδιο τον στρατιώτη, μια τεχνική ανάλογη με το ἂρτι μανθάνω της ευριπίδειας τραγωδίας.Από τα χέρια των Ρωμαίων ο τύπος του φανφαρόνου μεταφέρεται, αρχικά, στη μεσαιωνική κωμωδία, και έπειτα, στην κωμωδία της Αναγέννησης με τον Miles Vagus (1593) του Johannes Avianus με πρότυπο τον Miles Gloriosus του Πλαύτου και κατόπιν στο νεώτερο Ευρωπαϊκό θέατρο. Κορυφαία δείγματα αυτού του αλαζόνα είναι ο Sir John Falstaff στον Ερρίκο Δ ́ του Σαίξπηρ στα τέλη της δεκαετίας του 1590, ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες (1605), ο Matamore στην Illusion comique του Pierre Corneille (1636), ο κυρ-Γιορδάνης στον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου (1670).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....