Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

ΚΟΥΡΔΟΙ, ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΠΑΤΡΙΔΑ

Οι Κούρδοι είναι ινδοευρωπαϊκή φυλή ανάμεικτη με αραβικά και τουρκικά στοιχεία. Οι κάτοικοι είναι γεωργοί και βοσκοί. Είναι μουσουλμανικού, κυρίως, θρησκεύματος. Είναι πολύ παλιός λαός και ζει στις ορεινές περιοχές ανάμεσα στον Καύκασο, τη Μεσοποταμία, το Ιράν και την Ανατολία. Με τις εξεγέρσεις των χρόνων 1832-1847 εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Κούρδοι απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) προέβλεπε τη δημιουργία εθνικού κουρδικού κράτους. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα τρία χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923), το Κουρδιστάν διαμελίζεται. Η Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ παίρνουν από ένα κομμάτι. Αμέσως άρχισε ανταρτοπόλεμος. Τα τρία κράτη, Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, χωρίς πολλές περιστροφές, κατέπνιξαν βίαια (1978, 1988, 1991) κάθε προσπάθεια των εξεγερμένων για αυτονομία. Στα όρια της Συρίας, ανάμεσα σε Τουρκία και Βόρειο Ιράκ, εκτείνεται μια περιοχή που αριθμεί 4,5 εκατομμύρια Κούρδους χωρίς επίσημο κράτος, αλλά με την πατρίδα στην καρδιά τους. Η περιοχή της Rojava, ή αλλιώς το άτυπο “Δυτικό Κουρδιστάν”, βρίσκεται μεταξύ του εμφυλίου της Συρίας, της ηγεμονικής πίεσης της Τουρκίας προς τους Κούρδους που αναγκάζονται να ζουν μακριά από τα εδάφη στα οποία γεννήθηκαν στην Ανατολία, αλλά και της αδιαφορίας των Ηνωμένων Εθνών. Τον Αύγουστο του 2014 οι Κούρδοι ξεκινούσαν έναν άνισο και τίμιο αγώνα για την ανεξαρτησία τους. Οι Κούρδοι, οι Αραβες, οι Τουρκμάνοι, οι Σύροι, οι Τσετσένοι και οι χριστιανοί που ζουν στη Βόρεια Συρία αποφάσισαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και τα τελευταία δύο χρόνια, εμπνεόμενοι από τα ιδανικά του δημοκρατικού φεντεραλισμού, εγκατέστησαν μιαν αυτοδιοίκητη κομμούνα στην περιοχή της Rojava, στα καντόνια Κομπάνι, Αφρίν και Αλ Ταζίρα (Καμισλί). Από τον Ιανουάριο του 2012 έχουν αρχίσει να υλοποιούν ένα σχέδιο δημοκρατικής εναλλακτικής, βασιζόμενοι στην εμπειρία των Ζαπατίστας στο Μεξικό.Τους τελευταίους μήνες, οι Κούρδοι καλούνται να αντιμετωπίσουν τις βαρβαρικές επιθέσεις των τζιχαντιστών του ISIS πολεμώντας για την ανεξαρτησία των εδαφών τους και την ελευθερία τους. Στο πλευρό τους βρήκαν τις δυτικές δυνάμεις οι οποίες κάτω από τη διεθνή πίεση αναγκάστηκαν να συνδράμουν με αεροπορικές επιδρομές εναντίον στόχων του ISIS. Το Κομπάνι βρέθηκε στην ατζέντα της δυτικής ειδησεογραφίας και ξαφνικά όλοι άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα προς τον λαό που αντιστέκεται. Οι θηριωδίες των τζιχαντιστών κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο την ώρα που πολλοί προσπάθησαν να μάθουν περισσότερα για την ταυτότητα του κουρδικού λαού που τοποθετήθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων και των μαχών. Οι Κούρδοι είναι ένας λαός για τον οποίον η έννοια «αυτονομία» αποτελεί το κύριο ζητούμενο. Μια σύγχρονη Ιερά Εξέταση αναπτύσσεται παρασιτικά στην Τουρκία και στο Ιράν, εσωτερικεύοντας τη λογοκρισία κατά των Κούρδων ως κύριο διακριτικό της. Πώς ο «πολιτισμένος» δυτικός κόσμος ανέχεται αυτό το αίσχος; Στους προβληματισμούς όλων των λαών κυριαρχεί η ανάγκη εξεύρεσης, διάσωσης, ανασύστασης και διαφύλαξης της πολιτιστικής τους ταυτότητας στα πλαίσια της ισοπέδωσης των πολιτιστικών χαρακτηριστικών που διενεργείται συστηματικά από τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης. Δυστυχώς, είναι συγκεχυμένα τα στοιχεία που καθορίζουν το γνήσια «λαϊκό» και το αντιδιαστέλλουν προς το «λαϊκίζον» και το νόθο. Στη δημόσια αντιπαράθεση λαϊκιστής[1] είναι ο φορέας της δημαγωγίας, της αβαθούς ιδεολογίας και του λεξιλογίου που δήθεν υπηρετεί τη γενική θέληση μιας ασαφούς, απροσδιόριστης μάζας που αποκαλείται, συλλήβδην, «λαός». Κάθε λαϊκιστής υποδύεται πως δεν υπάρχουν ταξικοί φραγμοί και, λεκτικά τουλάχιστον, αντιμάχεται κάθε μορφή ελιτισμού, ενώ απεχθάνεται τον πλουραλισμό και τη διαφοροποίηση των απόψεων και των επιλογών ζωής. Κάθε λαϊκιστής ασπάζεται το ιδεολόγημα πως η εθνική γλώσσα είναι απολύτως συγκροτημένη, πως η εθνική ταυτότητα έχει δομηθεί στη βάση της ετεροκανονικότητας.
Στη σύγχρονη Ευρώπη ο λαϊκισμός είναι η μισαλλόδοξη απάντηση στα προβλήματα φτώχειας και απώλειας των κεκτημένων που παρήγαγε ο όψιμος φιλελευθερισμός[2]. Ο ευρωπαίος λογοκριτής εξασφαλίζει πως οι υπηρεσίες της εξουσίας (π.χ. η επίσημη Εκκλησία και ο λογοκριτής αρωγός της, το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας) θα λειτουργούν χωρίς αμφισβητήσεις και εξάρσεις σε μία μονότονη κανονικότητα. Κάθε αιρεσιάρχης (π.χ. ο νυν Υπουργός Παιδείας που κατηγορείται ως απαράδεκτα ανεξίθρησκος) οφείλει, περιδεής, να σωπάσει ή να χορέψει σε δοσμένους ρυθμούς=ρυθμούς που φέρονται να είναι «λαϊκοί», αγαπητοί στον λαό. Στο μεταξύ, η novus ordo seclorum[δηλαδή η Νέα Παγκόσμια Τάξη] εφαρμόζει την επιβεβλημένη μαζική κουλτούρα (με έμφαση στο επίθετο «μαζική» και με αποδυνάμωση της κουλτούρας), ιδίως στους κόλπους αυταρχικών καθεστώτων (όπως της γείτονος Τουρκίας) που δεν ανέχονται τη διαφορετικότητα. Δεν υπάρχει πιο ύπουλη λογοκρισία από εκείνην που αποποιείται τη σύγχρονη, πηγαία έκφραση και στη θέση της προτείνει την επιστροφή σε πεπαλαιωμένα σχήματα: είτε αυτά είναι αριστερής λαϊκιστικής κοπής (δια της βίας αθεία, δια της βίας ομογενοποίηση, δια της βίας αυθεντία, δήθεν “λαϊκής” προελεύσεως), είτε αυτά της συντηρητικής επιστροφής και της εμμονής σε Βυζάντια και αρχαιότητες, σε γλωσσικές και εθνολογικές “καθαρότητες”, σε κατασκευασμένες πολιτιστικές ρίζες, σε κιτάπια κληρικαλιστικά και σε εκθέματα μουσείων! Υπάρχουν χειρότερες μορφές λογοκρισίας του ζωντανού, σφύζοντος βίου, πιο ωμός βιασμός της ελευθερίας του ατόμου από αυτές; Kαμιά τους δεν συνδέεται με τον αυτοκαθορισμό ή την αυτοδιάθεση του πολίτη. Η τυπολογία της λογοκρισίας είναι προϊόν ετεροκαθορισμού. Υποστασιοποιεί ένα φιλελεύθερο, ή ένα αυταρχικό, πολλώ δε μάλλον ένα ολοκληρωτικό πολίτευμα. Οι μηχανισμοί ενστάλαξης, ελέγχου και περιορισμού μιας λίστας prohibitorum έτσι κι αλλιώς επιτελούν εκείνη τη μορφή λογοκρισίας που διενεργείται υποσυνείδητα, ενδοθεσμικά. Πρόκειται για μια μορφή «σιωπηρής επιτελεστικότητας της εξουσίας», που στη Δύση ασκείται μόνο στα πλαίσια του κλήρου και της εκπαίδευσης. Πλέον έχει αποκτήσει μορφές άτυπες και μη εντοπίσιμες στον δημόσιο χώρο. Η αγορά με τον δικό της τρόπο κατευθύνει την ανθρώπινη δημιουργία. Υπό την έννοια αυτή, η λογοκρισία στις φιλελεύθερες κοινωνίες δεν συγκροτείται πάνω στο ωμό «απαγορεύεται» της καταστολής, αλλά στους πολλαπλούς κοινωνικούς και εμπορικούς καταναγκασμούς. Η (τ’ούνομα μόνον) φιλελευθεροποίηση έχει μιαν ουδό ανεκτικότητας πέραν της οποίας κάθε προσπάθεια ελεύθερης έκφρασης κατακεραυνώνεται.
Όμως στην Τουρκία μιλάμε για την επίσημη, άνευ όρων επιβαλλόμενη, λογοκρισία, την απαγόρευση της διακίνησης ιδεών και αντιλήψεων που δεν συνάδουν με το ιδεολογικοπολιτικό αξιακό σύστημα της εξουσίας/ μιλάμε για τη σύνθλιψη της ελευθερίας του Τύπου, για τον καθορισμό των ορίων της κινηματογραφικής δημιουργίας, για το «κόψιμο» κειμένων που δεν συμπλέουν με το ιδεολογικό πλαίσιο των κρατούντων, για τη φίμωση της σάτιρας και της γελοιογραφίας, για τον αφανισμό του ερωτογραφήματος, για τη σύνθλιψη της απόκλισης, για την περιστολή μορφών έκφρασης που διαφωνούν με τον αμετανόητο φονταμενταλιστή, μιλάμε δυστυχώς για την αποθέωση της μισαλλοδοξίας του κεκαρμένου ένστολου. Τώρα που η Τουρκία εισέβαλε βίαια στην Αφρίν της Συρίας, ο τούρκος Μπιναλί Γιλντιρίμ έδωσε στους εκπροσώπους του Τύπου κατευθυντήριες γραμμές για το πως θα πρέπει να καλύπτουν τις πολεμικές επιχειρήσεις : οι νεκροί άμαχοι αποκρύπτονται, παρά τον αριθμό των 112 που δίνουν τα ξένα πρακτορεία. Περισσότεροι από 100 δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή με την κατηγορία «προδοσίας» και ο Ταγίπ Ερντογάν δεν φαίνεται διατεθειμένος να αλλάξει αυτό το καθεστώς. Μόλις τον περασμένο μήνα περισσότεροι από 800 τούρκοι πολίτες συνελήφθησαν γιατί απλά εξέφρασαν την αντίθεσή τους για τον πόλεμο της Άγκυρας στην Αφρίν στο ίντερνετ. Η ταινία «Bakur» («Βορράς») του σκηνοθέτη Νούρι Μπιλγκέ Τσεϊλάν απαγορεύτηκε. Η αντιπολίτευση και ΜΜΕ κατήγγειλαν χθες ότι το κρατικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο TRT παρέδωσε στο κοινοβούλιο έναν κατάλογο με 208 τραγούδια η μετάδοση των οποίων απαγορεύεται, εκ των οποίων 142 στην τουρκική γλώσσα και 66 στην κουρδική. Τα μη κουρδικά απαγορεύτηκαν διότι τουρκιστί αναφέρονται σε απαγορευμένες από το Ισλάμ δραστηριότητες όπως έρωτα, σεξ, αλκοόλ κ.λπ.
Αναπόφευκτος είναι ο συνειρμός με το απόσπασμα του Heinrich Böll[«Το λυπημένο μου πρόσωπο».]: «Ξαφνικά έπεσε πάνω μου το χέρι της εξουσίας και μια φωνή είπε: “Ακολούθα με!”. Ολομιάς το χέρι δοκίμασε να με τραβήξει απότομα από την πλάτη και να με στριφογυρίσει βίαια. Εγώ στυλώθηκα, το τίναξα κι είπα συγκρατημένα: “Σίγουρα δεν είστε καλά!”. “Συνάδερφε”, είπε πριν ακόμα καταφέρω να τον καλοκοιτάξω, “σε προειδοποιώ”. “Αφεντικό…”, ανταπόδωσα. “Δεν υπάρχουν αφεντικά!”, φώναξε οργισμένος. “Συνάδερφοι είμαστε όλοι!”. Τώρα στεκόταν δίπλα μου, με κοίταξε από το πλάι κι ήμουν αναγκασμένος να συγκεντρώσω το βλέμμα μου, που πλανιόταν ευτυχισμένα, και να το βυθίσω στην αλύγιστη ματιά του. Ήταν σοβαρός σα βουβάλι που δεκαετίες ολόκληρες δεν καταβρόχθιζε άλλο από καθήκον. “Για ποιο λόγο;…” πήγα να πω. “Για σοβαρό λόγο”, είπε: “Για το λυπημένο σου πρόσωπο”. (…) Την ίδια στιγμή χτυπούσαν οι σειρήνες κι αυτό δήλωνε πως θα πλημμύριζαν οι δρόμοι από χιλιάδες ανθρώπους με συγκρατημένη ευτυχία στα πρόσωπα —γιατί ήταν διαταγή σκολώντας τη δουλειά να μην εκδηλώνουν πολύ μεγάλη χαρά, αφού αυτό θα σήμαινε πως είναι βάρος η δουλειά. Αντίθετα πιάνοντας δουλειά έπρεπε να επικρατεί αλαλαγμός χαράς, αλαλαγμός χαράς και τραγούδι— Και όλες αυτές οι χιλιάδες θα πρεπε να με φτύσουν. Οπωσδήποτε οι σειρήνες χτυπούσαν δέκα λεφτά πριν από το βραδινό γλέντι, γιατί καθένας θα ‘πρεπε ν’ αφοσιωθεί επί δέκα λεφτά σε ένα γενικό πλύσιμο, σύμφωνα με το σύνθημα του τωρινού αρχηγού: «ευτυχία και σαπούνι». Δεν θα ήταν κακό να επισημάνoυμε ένα ιδιοτελές κίνητρο στη δυτικολαγνία: η διαδικασία ταύτισης αποδεικνύεται σθεναρή όσο περισσότερο μάς απομακρύνει από το «εγώ» μας, όσον ασθενέστερα μάς υπενθυμίζει την άλλη, τη β ι ω μ έ ν η ταυτότητα που τείνουμε να αποποιηθούμε, προς την οποίαν εθελοτυφλούμε, έναντι της οποίας τηρούμε αμφιθυμική στάση. Οι αντιφάσεις είναι ανθρώπινο στοιχείο, η συγκεκριμένη όμως αντίφαση εγγίζει τα όρια της διπολικότητας. Πώς ν’ αποδεχθείς τον εαυτό σου και να αποκτήσεις αυτοεκτίμηση όταν δουλικά επιλέγεις ξενόφερτα πρότυπα διοικητικής, οικονομικής, εκπαιδευτικής και πολιτιστικής πολιτικής; Πώς να φιλοδοξείς στην εκτίμηση της ιδιαιτερότητάς σου όταν δέχεσαι ως λογοκριτές ετέρους «εταίρους» μιας κοινότητας εθνοτήτων που εκρήγνυται εν τη γενέσει της; Ποιος από εμάς τους φτωχούς παρίες της Δύσης προτιμά ν’αντικρίσει κατάματα το πραγματικό «Εγώ» του: το πελατειακό σύστημα, την εξουσία «τζακιών» παλιών πολεμοκάπηλων, την αναξιοκρατία στη διοίκηση, τον νεποτισμό και τα ρουσφέτια, τη θρησκοληψία; Η ταυτότητα, καλώς ή κακώς, είναι προϊόν μυθολογικών αφηγημάτων: επιλέγοντας τον μύθο που προσιδιάζει στον στόχο σου, προσαρμόζεις αναλόγως και τα γνωρίσματα που στο εξής θα συναπαρτίζουν την «ταυτότητά» σου. Εν ολίγοις, εφόσον θέλεις να πολιτογραφηθείς ως «δυτικός», πρέπει δια προγραφών να απεμπολήσεις τα χαρακτηριστικά που θα σε κατέτασσαν, πιθανώς, στους «σκουρότερους», στους «ανατολικότερους», στους «ασιατικότερους» ή στους «αφρικανικότερους». Πρέπει να κόψεις τα φαρδιά μανίκια από τους οσποδάρους σου. Πρέπει να ευθυγραμμιστείς προς τα πρότυπα του προκεχωρημένου σταδίου εξέλιξης της αστικής τάξης, τη στιγμή που ο τόπος σου ιστορικά ουδέποτε είχε να επιδείξει τη συγκεκριμένη κοινωνική τάξη. Πρέπει να υιοθετήσεις μοτίβα και patterns συμπεριφοράς που προσιδιάζουν σε ένα στάδιο εξέλιξης απ’όπου δεν έχεις διαβεί και κατά πάσαν πιθανότητα ούτε πρόκειται να διαβείς. Ευτυχώς, ίσως…
Μήπως ο δυτικός κόσμος δεν είναι επαρκώς «πολιτισμένος»; Ποια είναι τα στοιχεία «διαφορετικότητας» που συνοψίζουν το στίγμα των λαών και πόσο τα ανέχεται η Δύση; Η έννοια «ταυτότητα» μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί χρήσιμο αναλυτικό και ερμηνευτικό των φαινομένων εργαλείο. Εμείς οι Έλληνες, για παράδειγμα (τόσο σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής, όσο και σε επίπεδο πολιτικού λεξιλογίου στη Βουλή και στο καφενείο), έχουμε πρωτίστως επιλέξει να ταυτίσουμε τους εαυτούς μας με την αρχαιοελληνική μας κληρονομιά: αρχαιοπληξία[6] και μουσειακή διαχείριση της χλαμύδας και του χιτώνα, που έρχεται να διασταυρωθεί με το παντοδύναμο Βυζάντιο, για να προκύψει μια συνταγή πολύ δύσπεπτη. Κάποιος αγνώστου προελεύσεως παράγοντας μάς έχει πείσει πως αποτελούμε ένα είδος «κοιτίδας» του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, και αυτό συνιστά μια προβολή δια της αντιστροφής, μια χαλκευμένη ταυτοποίηση – προστάδιο του ετεροπροσδιορισμού- τόσο χρήσιμη όσο και το «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν» της βιβλικής Γενέσεως: εάν είμεθα το λίκνον του δυτικού πολιτισμού, αυτομάτως ο δυτικός πολιτισμός αποκτά τα δικά μας χαρακτηριστικά, τα οποία επομένως οφείλει να μας αναγνωρίσει. Και καλά να τα ισχυρίζεται αυτά ένας «Γραμματικήν και την άλλην εγκύκλιον παίδευσιν εξασκήσας επιμελέστατα »: έλα όμως που τα πρεσβεύουν κυρίως οι ημιμαθείς (συνομοταξία πλέον απεχθής και των αμαθών); Πληθαίνουν οι αντίστοιχοι ημιμαθείς στις τάξεις των στελεχών της τουρκικής κυβέρνησης. Είναι ο κύριος κορμός των στελεχών της ιρανικής κυβέρνησης. Η λογοκρισία συνιστά την ενσάρκωση, την κορύφωση της γραφειοκρατικής οργάνωσης αυτών των κρατών που αρνούνται την υποκειμενικότητα, ακυρώνουν τον ελεύθερο λόγο και ποινικοποιούν τη γνώμη του ατόμου, συναρθρώνοντας τις δυνάμεις της με ηθικοπλαστικούς μηχανισμούς και αποποιούμενη τον πλουραλισμό. ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...