Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΗ

ΚΟΥΡΔΟΙ, ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ ΔΙΧΩΣ ΚΡΑΤΟΣ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΞΕΝΙΟΥ
Οι Κούρδοι είναι ινδοευρωπαϊκή φυλή ανάμεικτη με αραβικά και τουρκικά στοιχεία. Οι κάτοικοι είναι γεωργοί και βοσκοί. Είναι μουσουλμανικού, κυρίως, θρησκεύματος. Είναι πολύ παλιός λαός και ζει στις ορεινές περιοχές ανάμεσα στον Καύκασο, τη Μεσοποταμία, το Ιράν και την Ανατολία. Με τις εξεγέρσεις των χρόνων 1832-1847 εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Κούρδοι απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) προέβλεπε τη δημιουργία εθνικού κουρδικού κράτους. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα τρία χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923), το Κουρδιστάν διαμελίζεται. Η Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ παίρνουν από ένα κομμάτι. Αμέσως άρχισε ανταρτοπόλεμος. Τα τρία κράτη, Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, χωρίς πολλές περιστροφές, κατέπνιξαν βίαια (1978, 1988, 1991) κάθε προσπάθεια των εξεγερμένων για αυτονομία. Στα όρια της Συρίας, ανάμεσα σε Τουρκία και Βόρειο Ιράκ, εκτείνεται μια περιοχή που αριθμεί 4,5 εκατομμύρια Κούρδους χωρίς επίσημο κράτος, αλλά με την πατρίδα στην καρδιά τους. Η περιοχή της Rojava, ή αλλιώς το άτυπο “Δυτικό Κουρδιστάν”, βρίσκεται μεταξύ του εμφυλίου της Συρίας, της ηγεμονικής πίεσης της Τουρκίας προς τους Κούρδους που αναγκάζονται να ζουν μακριά από τα εδάφη στα οποία γεννήθηκαν στην Ανατολία, αλλά και της αδιαφορίας των Ηνωμένων Εθνών. Τον Αύγουστο του 2014 οι Κούρδοι ξεκινούσαν έναν άνισο και τίμιο αγώνα για την ανεξαρτησία τους. Οι Κούρδοι, οι Αραβες, οι Τουρκμάνοι, οι Σύροι, οι Τσετσένοι και οι χριστιανοί που ζουν στη Βόρεια Συρία αποφάσισαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και τα τελευταία δύο χρόνια, εμπνεόμενοι από τα ιδανικά του δημοκρατικού φεντεραλισμού, εγκατέστησαν μιαν αυτοδιοίκητη κομμούνα στην περιοχή της Rojava, στα καντόνια Κομπάνι, Αφρίν και Αλ Ταζίρα (Καμισλί). Από τον Ιανουάριο του 2012 έχουν αρχίσει να υλοποιούν ένα σχέδιο δημοκρατικής εναλλακτικής, βασιζόμενοι στην εμπειρία των Ζαπατίστας στο Μεξικό.Τους τελευταίους μήνες, οι Κούρδοι καλούνται να αντιμετωπίσουν τις βαρβαρικές επιθέσεις των τζιχαντιστών του ISIS πολεμώντας για την ανεξαρτησία των εδαφών τους και την ελευθερία τους. Στο πλευρό τους βρήκαν τις δυτικές δυνάμεις οι οποίες κάτω από τη διεθνή πίεση αναγκάστηκαν να συνδράμουν με αεροπορικές επιδρομές εναντίον στόχων του ISIS. Το Κομπάνι βρέθηκε στην ατζέντα της δυτικής ειδησεογραφίας και ξαφνικά όλοι άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα προς τον λαό που αντιστέκεται. Οι θηριωδίες των τζιχαντιστών κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο την ώρα που πολλοί προσπάθησαν να μάθουν περισσότερα για την ταυτότητα του κουρδικού λαού που τοποθετήθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων και των μαχών. Οι Κούρδοι είναι ένας λαός για τον οποίον η έννοια «αυτονομία» αποτελεί το κύριο ζητούμενο. Μια σύγχρονη Ιερά Εξέταση αναπτύσσεται παρασιτικά στην Τουρκία και στο Ιράν, εσωτερικεύοντας τη λογοκρισία κατά των Κούρδων ως κύριο διακριτικό της. Πώς ο «πολιτισμένος» δυτικός κόσμος ανέχεται αυτό το αίσχος; Στους προβληματισμούς όλων των λαών κυριαρχεί η ανάγκη εξεύρεσης, διάσωσης, ανασύστασης και διαφύλαξης της πολιτιστικής τους ταυτότητας στα πλαίσια της ισοπέδωσης των πολιτιστικών χαρακτηριστικών που διενεργείται συστηματικά από τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης. Δυστυχώς, είναι συγκεχυμένα τα στοιχεία που καθορίζουν το γνήσια «λαϊκό» και το αντιδιαστέλλουν προς το «λαϊκίζον» και το νόθο. Στη δημόσια αντιπαράθεση λαϊκιστής[1] είναι ο φορέας της δημαγωγίας, της αβαθούς ιδεολογίας και του λεξιλογίου που δήθεν υπηρετεί τη γενική θέληση μιας ασαφούς, απροσδιόριστης μάζας που αποκαλείται, συλλήβδην, «λαός». Κάθε λαϊκιστής υποδύεται πως δεν υπάρχουν ταξικοί φραγμοί και, λεκτικά τουλάχιστον, αντιμάχεται κάθε μορφή ελιτισμού, ενώ απεχθάνεται τον πλουραλισμό και τη διαφοροποίηση των απόψεων και των επιλογών ζωής. Κάθε λαϊκιστής ασπάζεται το ιδεολόγημα πως η εθνική γλώσσα είναι απολύτως συγκροτημένη, πως η εθνική ταυτότητα έχει δομηθεί στη βάση της ετεροκανονικότητας.
Στη σύγχρονη Ευρώπη ο λαϊκισμός είναι η μισαλλόδοξη απάντηση στα προβλήματα φτώχειας και απώλειας των κεκτημένων που παρήγαγε ο όψιμος φιλελευθερισμός[2]. Ο ευρωπαίος λογοκριτής εξασφαλίζει πως οι υπηρεσίες της εξουσίας (π.χ. η επίσημη Εκκλησία και ο λογοκριτής αρωγός της, το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας) θα λειτουργούν χωρίς αμφισβητήσεις και εξάρσεις σε μία μονότονη κανονικότητα. Κάθε αιρεσιάρχης (π.χ. ο νυν Υπουργός Παιδείας που κατηγορείται ως απαράδεκτα ανεξίθρησκος) οφείλει, περιδεής, να σωπάσει ή να χορέψει σε δοσμένους ρυθμούς=ρυθμούς που φέρονται να είναι «λαϊκοί», αγαπητοί στον λαό. Στο μεταξύ, η novus ordo seclorum[δηλαδή η Νέα Παγκόσμια Τάξη] εφαρμόζει την επιβεβλημένη μαζική κουλτούρα (με έμφαση στο επίθετο «μαζική» και με αποδυνάμωση της κουλτούρας), ιδίως στους κόλπους αυταρχικών καθεστώτων (όπως της γείτονος Τουρκίας) που δεν ανέχονται τη διαφορετικότητα. Δεν υπάρχει πιο ύπουλη λογοκρισία από εκείνην που αποποιείται τη σύγχρονη, πηγαία έκφραση και στη θέση της προτείνει την επιστροφή σε πεπαλαιωμένα σχήματα: είτε αυτά είναι αριστερής λαϊκιστικής κοπής (δια της βίας αθεία, δια της βίας ομογενοποίηση, δια της βίας αυθεντία, δήθεν “λαϊκής” προελεύσεως), είτε αυτά της συντηρητικής επιστροφής και της εμμονής σε Βυζάντια και αρχαιότητες, σε γλωσσικές και εθνολογικές “καθαρότητες”, σε κατασκευασμένες πολιτιστικές ρίζες, σε κιτάπια κληρικαλιστικά και σε εκθέματα μουσείων! Υπάρχουν χειρότερες μορφές λογοκρισίας του ζωντανού, σφύζοντος βίου, πιο ωμός βιασμός της ελευθερίας του ατόμου από αυτές; Kαμιά τους δεν συνδέεται με τον αυτοκαθορισμό ή την αυτοδιάθεση του πολίτη. Η τυπολογία της λογοκρισίας είναι προϊόν ετεροκαθορισμού. Υποστασιοποιεί ένα φιλελεύθερο, ή ένα αυταρχικό, πολλώ δε μάλλον ένα ολοκληρωτικό πολίτευμα. Οι μηχανισμοί ενστάλαξης, ελέγχου και περιορισμού μιας λίστας prohibitorum έτσι κι αλλιώς επιτελούν εκείνη τη μορφή λογοκρισίας που διενεργείται υποσυνείδητα, ενδοθεσμικά. Πρόκειται για μια μορφή «σιωπηρής επιτελεστικότητας της εξουσίας», που στη Δύση ασκείται μόνο στα πλαίσια του κλήρου και της εκπαίδευσης. Πλέον έχει αποκτήσει μορφές άτυπες και μη εντοπίσιμες στον δημόσιο χώρο. Η αγορά με τον δικό της τρόπο κατευθύνει την ανθρώπινη δημιουργία. Υπό την έννοια αυτή, η λογοκρισία στις φιλελεύθερες κοινωνίες δεν συγκροτείται πάνω στο ωμό «απαγορεύεται» της καταστολής, αλλά στους πολλαπλούς κοινωνικούς και εμπορικούς καταναγκασμούς. Η (τ’ούνομα μόνον) φιλελευθεροποίηση έχει μιαν ουδό ανεκτικότητας πέραν της οποίας κάθε προσπάθεια ελεύθερης έκφρασης κατακεραυνώνεται.
Όμως στην Τουρκία μιλάμε για την επίσημη, άνευ όρων επιβαλλόμενη, λογοκρισία, την απαγόρευση της διακίνησης ιδεών και αντιλήψεων που δεν συνάδουν με το ιδεολογικοπολιτικό αξιακό σύστημα της εξουσίας/ μιλάμε για τη σύνθλιψη της ελευθερίας του Τύπου, για τον καθορισμό των ορίων της κινηματογραφικής δημιουργίας, για το «κόψιμο» κειμένων που δεν συμπλέουν με το ιδεολογικό πλαίσιο των κρατούντων, για τη φίμωση της σάτιρας και της γελοιογραφίας, για τον αφανισμό του ερωτογραφήματος, για τη σύνθλιψη της απόκλισης, για την περιστολή μορφών έκφρασης που διαφωνούν με τον αμετανόητο φονταμενταλιστή, μιλάμε δυστυχώς για την αποθέωση της μισαλλοδοξίας του κεκαρμένου ένστολου. Τώρα που η Τουρκία εισέβαλε βίαια στην Αφρίν της Συρίας, ο τούρκος Μπιναλί Γιλντιρίμ έδωσε στους εκπροσώπους του Τύπου κατευθυντήριες γραμμές για το πως θα πρέπει να καλύπτουν τις πολεμικές επιχειρήσεις : οι νεκροί άμαχοι αποκρύπτονται, παρά τον αριθμό των 112 που δίνουν τα ξένα πρακτορεία. Περισσότεροι από 100 δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή με την κατηγορία «προδοσίας» και ο Ταγίπ Ερντογάν δεν φαίνεται διατεθειμένος να αλλάξει αυτό το καθεστώς. Μόλις τον περασμένο μήνα περισσότεροι από 800 τούρκοι πολίτες συνελήφθησαν γιατί απλά εξέφρασαν την αντίθεσή τους για τον πόλεμο της Άγκυρας στην Αφρίν στο ίντερνετ. Η ταινία «Bakur» («Βορράς») του σκηνοθέτη Νούρι Μπιλγκέ Τσεϊλάν απαγορεύτηκε. Η αντιπολίτευση και ΜΜΕ κατήγγειλαν χθες ότι το κρατικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο TRT παρέδωσε στο κοινοβούλιο έναν κατάλογο με 208 τραγούδια η μετάδοση των οποίων απαγορεύεται, εκ των οποίων 142 στην τουρκική γλώσσα και 66 στην κουρδική. Τα μη κουρδικά απαγορεύτηκαν διότι τουρκιστί αναφέρονται σε απαγορευμένες από το Ισλάμ δραστηριότητες όπως έρωτα, σεξ, αλκοόλ κ.λπ.
Αναπόφευκτος είναι ο συνειρμός με το απόσπασμα του Heinrich Böll[«Το λυπημένο μου πρόσωπο».]: «Ξαφνικά έπεσε πάνω μου το χέρι της εξουσίας και μια φωνή είπε: “Ακολούθα με!”. Ολομιάς το χέρι δοκίμασε να με τραβήξει απότομα από την πλάτη και να με στριφογυρίσει βίαια. Εγώ στυλώθηκα, το τίναξα κι είπα συγκρατημένα: “Σίγουρα δεν είστε καλά!”. “Συνάδερφε”, είπε πριν ακόμα καταφέρω να τον καλοκοιτάξω, “σε προειδοποιώ”. “Αφεντικό…”, ανταπόδωσα. “Δεν υπάρχουν αφεντικά!”, φώναξε οργισμένος. “Συνάδερφοι είμαστε όλοι!”. Τώρα στεκόταν δίπλα μου, με κοίταξε από το πλάι κι ήμουν αναγκασμένος να συγκεντρώσω το βλέμμα μου, που πλανιόταν ευτυχισμένα, και να το βυθίσω στην αλύγιστη ματιά του. Ήταν σοβαρός σα βουβάλι που δεκαετίες ολόκληρες δεν καταβρόχθιζε άλλο από καθήκον. “Για ποιο λόγο;…” πήγα να πω. “Για σοβαρό λόγο”, είπε: “Για το λυπημένο σου πρόσωπο”. (…) Την ίδια στιγμή χτυπούσαν οι σειρήνες κι αυτό δήλωνε πως θα πλημμύριζαν οι δρόμοι από χιλιάδες ανθρώπους με συγκρατημένη ευτυχία στα πρόσωπα —γιατί ήταν διαταγή σκολώντας τη δουλειά να μην εκδηλώνουν πολύ μεγάλη χαρά, αφού αυτό θα σήμαινε πως είναι βάρος η δουλειά. Αντίθετα πιάνοντας δουλειά έπρεπε να επικρατεί αλαλαγμός χαράς, αλαλαγμός χαράς και τραγούδι— Και όλες αυτές οι χιλιάδες θα πρεπε να με φτύσουν. Οπωσδήποτε οι σειρήνες χτυπούσαν δέκα λεφτά πριν από το βραδινό γλέντι, γιατί καθένας θα ‘πρεπε ν’ αφοσιωθεί επί δέκα λεφτά σε ένα γενικό πλύσιμο, σύμφωνα με το σύνθημα του τωρινού αρχηγού: «ευτυχία και σαπούνι». Δεν θα ήταν κακό να επισημάνoυμε ένα ιδιοτελές κίνητρο στη δυτικολαγνία: η διαδικασία ταύτισης αποδεικνύεται σθεναρή όσο περισσότερο μάς απομακρύνει από το «εγώ» μας, όσον ασθενέστερα μάς υπενθυμίζει την άλλη, τη β ι ω μ έ ν η ταυτότητα που τείνουμε να αποποιηθούμε, προς την οποίαν εθελοτυφλούμε, έναντι της οποίας τηρούμε αμφιθυμική στάση. Οι αντιφάσεις είναι ανθρώπινο στοιχείο, η συγκεκριμένη όμως αντίφαση εγγίζει τα όρια της διπολικότητας. Πώς ν’ αποδεχθείς τον εαυτό σου και να αποκτήσεις αυτοεκτίμηση όταν δουλικά επιλέγεις ξενόφερτα πρότυπα διοικητικής, οικονομικής, εκπαιδευτικής και πολιτιστικής πολιτικής; Πώς να φιλοδοξείς στην εκτίμηση της ιδιαιτερότητάς σου όταν δέχεσαι ως λογοκριτές ετέρους «εταίρους» μιας κοινότητας εθνοτήτων που εκρήγνυται εν τη γενέσει της; Ποιος από εμάς τους φτωχούς παρίες της Δύσης προτιμά ν’αντικρίσει κατάματα το πραγματικό «Εγώ» του: το πελατειακό σύστημα, την εξουσία «τζακιών» παλιών πολεμοκάπηλων, την αναξιοκρατία στη διοίκηση, τον νεποτισμό και τα ρουσφέτια, τη θρησκοληψία; Η ταυτότητα, καλώς ή κακώς, είναι προϊόν μυθολογικών αφηγημάτων: επιλέγοντας τον μύθο που προσιδιάζει στον στόχο σου, προσαρμόζεις αναλόγως και τα γνωρίσματα που στο εξής θα συναπαρτίζουν την «ταυτότητά» σου. Εν ολίγοις, εφόσον θέλεις να πολιτογραφηθείς ως «δυτικός», πρέπει δια προγραφών να απεμπολήσεις τα χαρακτηριστικά που θα σε κατέτασσαν, πιθανώς, στους «σκουρότερους», στους «ανατολικότερους», στους «ασιατικότερους» ή στους «αφρικανικότερους». Πρέπει να κόψεις τα φαρδιά μανίκια από τους οσποδάρους σου. Πρέπει να ευθυγραμμιστείς προς τα πρότυπα του προκεχωρημένου σταδίου εξέλιξης της αστικής τάξης, τη στιγμή που ο τόπος σου ιστορικά ουδέποτε είχε να επιδείξει τη συγκεκριμένη κοινωνική τάξη. Πρέπει να υιοθετήσεις μοτίβα και patterns συμπεριφοράς που προσιδιάζουν σε ένα στάδιο εξέλιξης απ’όπου δεν έχεις διαβεί και κατά πάσαν πιθανότητα ούτε πρόκειται να διαβείς. Ευτυχώς, ίσως…
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ/ΘΕΜΑ ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΙΝ: Μήπως ο δυτικός κόσμος δεν είναι επαρκώς «πολιτισμένος»; Ποια είναι τα στοιχεία «διαφορετικότητας» που συνοψίζουν το στίγμα των λαών και πόσο τα ανέχεται η Δύση; Η έννοια «ταυτότητα» μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί χρήσιμο αναλυτικό και ερμηνευτικό των φαινομένων εργαλείο. Εμείς οι Έλληνες, για παράδειγμα (τόσο σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής, όσο και σε επίπεδο πολιτικού λεξιλογίου στη Βουλή και στο καφενείο), έχουμε πρωτίστως επιλέξει να ταυτίσουμε τους εαυτούς μας με την αρχαιοελληνική μας κληρονομιά: αρχαιοπληξία[6] και μουσειακή διαχείριση της χλαμύδας και του χιτώνα, που έρχεται να διασταυρωθεί με το παντοδύναμο Βυζάντιο, για να προκύψει μια συνταγή πολύ δύσπεπτη. Κάποιος αγνώστου προελεύσεως παράγοντας μάς έχει πείσει πως αποτελούμε ένα είδος «κοιτίδας» του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, και αυτό συνιστά μια προβολή δια της αντιστροφής, μια χαλκευμένη ταυτοποίηση – προστάδιο του ετεροπροσδιορισμού- τόσο χρήσιμη όσο και το «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν» της βιβλικής Γενέσεως: εάν είμεθα το λίκνον του δυτικού πολιτισμού, αυτομάτως ο δυτικός πολιτισμός αποκτά τα δικά μας χαρακτηριστικά, τα οποία επομένως οφείλει να μας αναγνωρίσει. Και καλά να τα ισχυρίζεται αυτά ένας «Γραμματικήν και την άλλην εγκύκλιον παίδευσιν εξασκήσας επιμελέστατα »: έλα όμως που τα πρεσβεύουν κυρίως οι ημιμαθείς (συνομοταξία πλέον απεχθής και των αμαθών); Πληθαίνουν οι αντίστοιχοι ημιμαθείς στις τάξεις των στελεχών της τουρκικής κυβέρνησης. Είναι ο κύριος κορμός των στελεχών της ιρανικής κυβέρνησης. Η λογοκρισία συνιστά την ενσάρκωση, την κορύφωση της γραφειοκρατικής οργάνωσης αυτών των κρατών που αρνούνται την υποκειμενικότητα, ακυρώνουν τον ελεύθερο λόγο και ποινικοποιούν τη γνώμη του ατόμου, συναρθρώνοντας τις δυνάμεις της με ηθικοπλαστικούς μηχανισμούς και αποποιούμενη τον πλουραλισμό.
Λαϊκισμός είναι η στάση και η συμπεριφορά που συναντάται στην πολιτική και στην τέχνη και χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται με δύο διαφορετικές και αντιφατικές μεταξύ τους σημασίες. Κατά την κοινή γλωσσική χρήση έχει καταρχήν αρνητική σημασία. Κατά την ακραία αρνητική του εκδοχή, ο λαϊκισμός στηρίζεται στην εσκεμμένη ανειλικρίνεια (π.χ. στη διάδοση κάποιου θέματος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα). Επίσης, ο λαϊκιστής πολιτευτής θέτει σκοπίμως ψευτοδιλήμματα, όπως "εχθροί ή φίλοι", "ταραξίες ή φιλήσυχοι", "αλλογενείς ή γηγενείς", με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ανασφάλειας στο λαό, και την αυτοπροβολή του ως προστάτη και σωτήρα. Το παράδειγμα του Κεμάλ Ατατούρκ είναι πολύ χαρακτηριστικό.
Το επίθετο "λαϊκός" αναφέρεται σε αυτόν που προέρχεται από το λαό. Η "λαϊκότητα" στο χώρο της πολιτικής αναφέρεται στη συμμετοχή, την παρουσία του λαού στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και ανύψωση του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας. Λαϊκισμός είναι η κατ' επίφασιν λαϊκότητα, δηλαδή αυτό που δείχνει λαϊκό ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Κοντινές έννοιες είναι η δημαγωγία, η κολακεία των αδυναμιών και ελαττωμάτων του λαού, Η επίκληση στην αυθεντία της μάζας και η καταγγελία των ελίτ και η υιοθέτηση θέσεων και τάσεων που την ευχαριστούν και απευθύνονται στο συναίσθημά της, εξασφαλίζοντας την εύνοιά της. Λαϊκότητα και λαϊκισμός είναι δύο έννοιες που ως κέντρο αναφοράς τους έχουν τον λαό. Σε τι όμως διαφέρουν; Το επίθετο «λαϊκός» αναφέρεται σε αυτόν που ανήκει στον λαό ή που προέρχεται από τον λαό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λαϊκισμός κάποιων δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής ποτυπώνεται με την προβολή λαοπρόβλητων και λαοφιλών αθλημάτων, όπως το ποδόσφαιρο και η καλαθοσφαίρηση, καθώς αυτά τα αθλήματα πιο εύκολα προσεγγίζονται από την πλειοψηφία των πολιτών μιας κι η ενασχόληση με αυτά είναι πιο εύκολη, πιο προσιτή και πιο οικονομική. Ωστόσο, τα αθλήματα αυτά δεν είναι τυχαίο ότι συνδυάζονται ευκολότερα και με το φανατισμό, με τα τυχερά παιχνίδια, με τον αποπροσανατολισμό του λαού από πολιτικές εξελίξεις «μείζονος» σημασίας και τον επαναπροσανατολισμό του σε ένα θέαμα «ήσσονος» σημασίας.Οι αθλητές που σχετίζονται με αυτά τα αθλήματα ηρωοποιούνται χάρη στα τεράστια συμβόλαια που υπογράφουν και χάρη στην αίγλη με την οποία περιβάλλεται το όνομά τους.
Η «λαϊκότητα» αναφέρεται στον χώρο της πολιτικής, εκφράζει τη συμμετοχή, την παρουσία του λαού στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και την ανύψωσή του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας. Λαϊκισμός είναι η κατ’ επίφαση λαϊκότητα, δηλαδή αυτό που δείχνει να είναι λαϊκό, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.Οι πραγματικοί και γνήσιοι πολιτικοί ηγέτες είναι αυτοί που προέρχονται μέσα από τους κόλπους του λαού, που έχουν βιώσει τα κοινωνικά προβλήματα και τις ανησυχίες των απλών- λαϊκών ανθρώπων που αγωνίζονται καθημερινά για το βιοπορισμό τους. Αυτοί οι πολιτικοί ηγέτες είναι που μπορούν να οσφρανθούν τις ανάγκες του λαού και να αγωνιστούν χωρίς ιδιοτέλεια για να τις υπηρετήσουν. Ο λαϊκισμός, αντίθετα, στηρίζεται στην εσκεμμένη ανειλικρίνεια (π.χ. στη διάδοση κάποιου θέματος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα), στην παραπλάνηση και τον εφησυχασμό του λαού, με στόχο την καθοδήγηση και ποδηγέτησή του.
Ο λαϊκισμός στοχεύει στον πατερναλισμό. (Ο πατερναλισμός αφορά την τάση κάποιου να φέρεται προστατευτικά και κηδεμονευτικά σε κάποια πρόσωπα).
Ο λαϊκιστής ηγέτης θέτει σκοπίμως ψευτοδιλήμματα, όπως «εχθροί ή φίλοι», «ταραξίες ή φιλήσυχοι», «αλλογενείς ή γηγενείς», με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ανασφάλειας στον λαό, ώστε να αυτοπροβληθεί στη συνέχεια ο ίδιος σαν προστάτης και σωτήρας. Στο σημείο αυτό έγκειται και η πιο επικίνδυνη συνέπεια του λαϊκισμού που μπορεί να μετασχηματίσει την διαφορετικότητα σε εχθρότητα και να παρωθήσει έτσι στην ξενοφοβία και σε κάθε μορφής ρατσισμό.
Ο λαϊκισμός απαντάται τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Στο κοινωνικό επίπεδο φαινόμενα λαϊκισμού συναντούμε στη γλώσσα, την τέχνη, την επιστήμη κτλ. Ειδικότερα, ο λαϊκισμός στην τέχνη έχει να κάνει με τη μαζική κουλτούρα, τον εκχυδαϊσμό και την προβολή του εμπορικού και όχι του ποιοτικού (για παράδειγμα. μερικά περιοδικά ποικίλης ύλης ή «εύπεπτα» τηλεοπτικά προϊόντα και θεάματα). Στο πολιτικό επίπεδο, επινοεί μια "ενδοχώρα" (heartland) όπου υποτίθεται ότι μπορεί κανείς να ανιχνεύσει δείγματα "γνήσιας" λαϊκής ζωής, που φέρει αλώβητα τα εθνολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά του εθνικού παρελθόντος, χωρίς να έχει επιμολυνθεί από την τεχνολογία και την εισβολή του δυτικού τρόπου ζωής. Οι Αμερικανοί λαϊκιστές το αναζητούν αυτό στις πολιτείες του Midwest, που αντιστοιχούν σε ένα είδος "πνευματικής Αρκαδίας" για την αντίληψη του μέσου εθνικιστή.Οι πολιτικοί ηγέτες προεκλογικά συνηθίζουν να φορούν το προσωπείο του λαϊκού ηγέτη, να συνθηματολογούν, να δίνουν στο λαό ψεύτικες υποσχέσεις, μέχρι να πάρουν την εξουσία. Επιδίδονται στην τακτική του πατερναλισμού (κηδεμονίας) και του Μεσσιανισμού ( υποκρίνονται τους «Μεσσίες», δηλ. τους Σωτήρες του λαού) σε μια προσπάθεια να πείσουν τους πολίτες ότι νοιάζονται για το καλό τους. Ταυτόχρονα με την τακτική της κινδυνολογίας καταργούν κάθε άμυνα από την πλευρά των πολιτών στους οποίους αρέσουν πολύ περισσότερο τα αισιόδοξα ψέματα παρά οι απαισιόδοξες αλήθειες. Ωστόσο, αυτά ισχύουν έως ότου πάρουν την εξουσία, καθώς από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα η φενάκη αποκαλύπτεται και τα προσωπεία πέφτουν.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο όρος έχει συνδεθεί με την εξαπάτηση του λαού, τη δημαγωγία, τη χειραγώγηση, την καλλιέργεια προσωπολατρίας. Στοχεύει στην πολιτιστική υποβάθμιση του λαού και την καθήλωσή του στο περιθώριο των εξελίξεων. Στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο ο λαϊκιστής έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό (αν όχι απόλυτα) με τον «δημαγωγό» ή τον «δημοκόπο». Για να το θέσουμε με όσο το δυνατόν απλούστερους όρους, αποδίδεται σε εκείνους τους πολιτικούς (αν και όχι μόνον σε πολιτικούς) που κολακεύουν αφειδώς το λαό, υποσχόμενοι πράγματα τα οποία δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν. Σε εκείνους που καθορίζουν ακόμα και τις μεσοπρόθεσμες πολιτικές τους με βάση τη λογική της εξασφάλισης μερικών ψήφων παραπάνω σε κάποιες επερχόμενες εκλογές (σχετική εδώ και η περιβόητη «παροχολογία», σχεδόν συνώνυμη –όσον αφορά τα εγχώρια– του λαϊκισμού, όπως και η συζήτηση περί «πολιτικού κόστους»). Κανείς φυσικά δεν μπορεί να νομιμοποιεί αυτά τα φαινόμενα.
Ο λαϊκισμός ως μορφή πολιτικής ιδεολογίας αντιπαραβάλλει τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της μάζας του λαού στα συμφέροντα των ελίτ. Το λεξικό Cambridge ορίζει τον λαϊκισμό ως «πολιτική ιδέα και δράση που στοχεύει στην αντιπροσώπευση των επιθυμιών και των αναγκών του απλού λαού». Ο λαϊκισμός παρατηρείται όχι μόνο στην πολιτική και τα ΜΜΕ. Παραδείγματος χάριν, συναντάται συχνά στη λογοτεχνία και τις τέχνες γενικότερα. Παρότι δε είναι συνήθως kitsch, μελοδραματικός και αγράμματος, ο λαϊκισμός είναι "διαταξικός", υπό την έννοια ότι διατρέχει όλα τα μορφωτικά, κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.
Στους προβληματισμούς όλων των λαών κυριαρχεί η ανάγκη εξεύρεσης, διάσωσης, ανασύστασης και διαφύλαξης της πολιτιστικής τους ταυτότητας στα πλαίσια της ισοπέδωσης των πολιτιστικών χαρακτηριστικών που διενεργείται συστηματικά από τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης. Δυστυχώς, είναι συγκεχυμένα τα στοιχεία που καθορίζουν το γνήσια «λαϊκό» και το αντιδιαστέλλουν προς το «λαϊκίζον» και το νόθο. Στη δημόσια αντιπαράθεση λαϊκιστής είναι ο φορέας της δημαγωγίας, της αβαθούς ιδεολογίας και του λεξιλογίου που δήθεν υπηρετεί τη γενική θέληση μιας ασαφούς, απροσδιόριστης μάζας που αποκαλείται, συλλήβδην, «λαός». Κάθε λαϊκιστής υποδύεται πως δεν υπάρχουν ταξικοί φραγμοί και, λεκτικά τουλάχιστον, αντιμάχεται κάθε μορφή ελιτισμού, ενώ απεχθάνεται τον πλουραλισμό και τη διαφοροποίηση των απόψεων και των επιλογών ζωής. Κάθε λαϊκιστής ασπάζεται το ιδεολόγημα πως η εθνική γλώσσα είναι απολύτως συγκροτημένη, πως η εθνική ταυτότητα έχει δομηθεί στη βάση της ετεροκανονικότητας.
Στις νότιες και τις νοτιοδυτικές Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής, οι αντιδράσεις των μεγάλων καλλιεργητών (farmer) και των χωρικών εναντίον της εισβολής του σιδηροδρόμου και των τραπεζών οδήγησε στην εμφάνιση ενόςλαϊκιστικού κινήματος και στη συνέχεια στην ίδρυση του People’s Party, το οποίο διεκδίκησε ανεπιτυχώς την προεδρία των HΠA στις εκλογές του 1892 και του 1896. O λαϊκισμός στη Pωσία του τελευταίου τεράρτου του 19ου αιώνα συμπυκνώνεται σε ένα φαινόμενο μοναδικό στην ιστορία: στην πορεία των νέων διανοούμενων από τις πόλεις προς τον λαό της υπαίθρου, με την πεποίθηση ότι στα πλαίσια της αγροτικής κοινότητας θα διατηρούνταν αλώβητες οι βασικές αρχές της ισότητας, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης. Φυσικά, οι νέοι εκείνοι Narodnikoi πίστευαν ακράδαντα πως η ανισότητα και η αδικία προέρχονταν κυρίως από τις δυτικοευρωπαϊκές καπιταλιστικές δομές της αγροτικής παραγωγής. Τέλος, οι διάφοροι λαϊκισμοί της Λατινικής Aμερικής φέρουν τη σφραγίδα του τόπου, του χρόνου και της κουλτούρας εντός της οποίας αναδεικνύονται. Η χαρισματική, πχ, προσωπικότητα του Χουάν Περόν μπόρεσε να επιβληθεί όχι μόνο γιατί οι περιστάσεις τον ευνόησαν, αλλά και γιατί ο ίδιος κατόρθωσε να επιτύχει τις κατάλληλες συμμαχίες με άλλα κόμματα (που έφεραν το σπέρμα του λαϊκισμού). Στη σύγχρονη Ευρώπη ο λαϊκισμός είναι η μισαλλόδοξη απάντηση στα προβλήματα φτώχειας και απώλειας των κεκτημένων που παρήγαγε ο όψιμος φιλελευθερισμός. Ο ευρωπαίος λογοκριτής εξασφαλίζει πως οι υπηρεσίες της εξουσίας θα λειτουργούν χωρίς αμφισβητήσεις και εξάρσεις σε μία μονότονη κανονικότητα.
Στο μεταξύ, η νέα παγκόσμια τάξη εφαρμόζει την επιβεβλημένη μαζική κουλτούρα (με έμφαση στο επίθετο «μαζική» και με αποδυνάμωση της κουλτούρας), ιδίως στους κόλπους αυταρχικών καθεστώτων (όπως της γείτονος Τουρκίας) που δεν ανέχονται τη διαφορετικότητα. Δεν υπάρχει πιο ύπουλη λογοκρισία από εκείνην που αποποιείται τη σύγχρονη, πηγαία έκφραση και στη θέση της προτείνει την επιστροφή σε πεπαλαιωμένα σχήματα: είτε αυτά είναι αριστερής λαϊκιστικής κοπής (δια της βίας αθεία, δια της βίας ομογενοποίηση, δια της βίας αυθεντία, δήθεν “λαϊκής” προελεύσεως, είτε αυτά της συντηρητικής επιστροφής και της εμμονής σε Βυζάντια και αρχαιότητες, σε γλωσσικές και εθνολογικές “καθαρότητες”, σε κατασκευασμένες πολιτιστικές ρίζες, σε κιτάπια κληρικαλιστικά και σε εκθέματα μουσείων! Υπάρχουν χειρότερες μορφές λογοκρισίας του ζωντανού, σφύζοντος βίου, πιο ωμός βιασμός της ελευθερίας του ατόμου από αυτές; Kαμιά τους δεν συνδέεται με τον αυτοκαθορισμό ή την αυτοδιάθεση του πολίτη.
Η τυπολογία της λογοκρισίας είναι προϊόν ετεροκαθορισμού. Υποστασιοποιεί ένα φιλελεύθερο, ή ένα αυταρχικό, πολλώ δε μάλλον ένα ολοκληρωτικό πολίτευμα. Οι μηχανισμοί ενστάλαξης, ελέγχου και περιορισμού μιας λίστας prohibitorum έτσι κι αλλιώς επιτελούν εκείνη τη μορφή λογοκρισίας που διενεργείται υποσυνείδητα, ενδοθεσμικά. Πρόκειται για μια μορφή «σιωπηρής επιτελεστικότητας της εξουσίας», που στη Δύση ασκείται μόνο στα πλαίσια του κλήρου και της εκπαίδευσης. Πλέον έχει αποκτήσει μορφές άτυπες και μη εντοπίσιμες στον δημόσιο χώρο. Η αγορά με τον δικό της τρόπο κατευθύνει την ανθρώπινη δημιουργία. Υπό την έννοια αυτή, η λογοκρισία στις φιλελεύθερες κοινωνίες δεν συγκροτείται πάνω στο ωμό «απαγορεύεται» της καταστολής, αλλά στους πολλαπλούς κοινωνικούς και εμπορικούς καταναγκασμούς. Η (τ’ούνομα μόνον) φιλελευθεροποίηση έχει μιαν ουδό ανεκτικότητας πέραν της οποίας κάθε προσπάθεια ελεύθερης έκφρασης κατακεραυνώνεται.
Προπαγάνδα είναι η στοχευμένη διάδοση πεποιθήσεων, αντιλήψεων με σκοπό να επηρεαστεί η κοινή γνώμη, ώστε οι πολίτες να υιοθετήσουν ορισμένη στάση και κατ’ επέκταση να προβούν σε ορισμένες ενέργειες. Διαφέρει από την πειθώ που χρησιμοποιεί επιχειρήματα και τεκμήρια. Αντίθετα, η προπαγάνδα αποτελεί συνειδητή προσπάθεια να πεισθεί το άτομο να αποδεχθεί κάποια πεποίθηση άκριτα ή να κάνει κάποια επιλογή. Συνήθως, αυταρχικά καθεστώτα που δεν έχουν τη συναίνεση του λαού, καταφεύγουν σε αυτή την τεχνική για να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη προκειμένου να εξασφαλίσουν την παραμονή τους στην εξουσία.
Τα μέσα (τεχνικές διάδοσης) που χρησιμοποιεί η προπαγάνδα για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της είναι ο προφορικός λόγος (συζήτηση, διαλέξεις, ημερίδες, συνέδρια, ειδησεογραφικά πρακτορεία, κυβερνητικές δηλώσεις κτλ.), ο γραπτός λόγος (προκηρύξεις, επιστολές, εφημερίδες, βιβλία, κτλ.). Επίσης, η χρησιμοποίηση κάθε μορφής τέχνης, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της λογοτεχνίας κτλ. Μέσον διάδοσης προπαγάνδας στην σημερινή εποχή αποτελεί και το διαδίκτυο. Σήμερα η ραγδαία εξάπλωση του διαδικτύου παρέχει πλήθος δυνατοτήτων και δράσεων για τα κοινωνικά κινήματα. Ο διαδικτυακός ακτιβισμός (‘activism’) προτείνει την πολιτική δράση/ διαμαρτυρία μέσα στο διαδίκτυο (μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Τα γνήσια καλλιτεχνικά προϊόντα έχουν αρχίσει να εκλείπουν καθώς στο βωμό του κέρδους θυσιάζεται κάθε πρωτοτυπία, κάθε φαντασία και δημιουργικότητα. Οι καλλιτέχνες περιορίζονται από μια λογική παραγωγής που μετατρέπει τα καλλιτεχνήματα σε εμπορεύσιμα είδη και μάλιστα με ημερομηνία λήξης. Έτσι, στη λογική ότι το λαϊκό «πουλάει» παράγονται χιλιάδες κακέκτυπα λαϊκής τέχνης που όχι μόνο δεν εκφράζουν τη γνήσια λαϊκή ψυχή αλλά αντίθετα υπηρετούν οικονομικά συμφέροντα. Οι υπεύθυνοι των τηλεοπτικών προγραμμάτων υποστηρίζουν κυνικά ότι «αυτό θέλει ο λαός, αυτό του προβάλλουμε». Ωστόσο, αυτό είναι ένα ψευτοεπιχείρημα καθώς το τηλεοπτικό πρόγραμμα έτσι όπως έχει στηθεί εξυπηρετεί επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα που κρατά το λαό εφησυχασμένο, αποπροσανατολισμένο κι αφοπλισμένο πνευματικά κι ηθικά, ανίκανο να αντισταθεί στην προπαγάνδα και στα μηνύματα που του μεταφέρονται. Τόσο ο λαϊκισμός, όσο και η προπαγάνδα ευνοούνται από τους εξής παράγοντες: • Την έλλειψη παιδείας και κριτικής ικανότητας, που καθιστούν το άτομο έρμαιο στα χέρια των λαϊκιστών/προπαγανδιστών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διακρίνει τον γνήσιο πολιτικό από τον δημαγωγό. • Την πολιτική απάθεια. Η αδιαφορία του λαού για συμμετοχή του στη δημόσια ζωή αφενός, και η υπερβολική φιλοδοξία ορισμένων πολιτικών αφετέρου, καθιστούν τον λαό εύκολο θήραμα των λαϊκιστών/προπαγανδιστών.
Η εξύψωση του μορφωτικού επιπέδου του λαού καθιστά τον πολίτη ικανό να αντιταχθεί στην ευτέλεια του λαϊκισμού και σε κάθε μορφή προπαγάνδας. Η συμμετοχή του στα «κοινά» παραγκωνίζει τους λαϊκιστές και προπαγανδιστές ηγέτες και τις πολιτικές τους. Ένα είδος προπαγάνδας πάντως ασκείται και σε δημοκρατικά πολιτεύματα για θεμιτούς όμως σκοπούς. Για παράδειγμα, στη διάρκεια του Δευτέρου παγκόσμιου πολέμου τόσο τα βρετανικά, όσο και τα αμερικάνικα Μ.Μ.Ε. έκαναν προπαγάνδα (εκστρατεία) υπέρ της πολεμικής προσπάθειας για να ανυψώσουν το ηθικό του κοινού, αλλά και να το εκπαιδεύσουν σε τρόπους προστασίας. Σύγχρονο παράδειγμα αποτελούν οι εκστρατείες ενημέρωσης που γίνονται κατά καιρούς για την ευαισθητοποίηση των πολιτών, π.χ. από το Υπουργείο Μεταφορών για την ασφαλή οδήγηση ή από διάφορες οργανώσεις, όπως η Greenpeace για τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος κ.ά.
Κατ’ αρχάς ο λαϊκισμός δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Εμφανίζεται στην Αθήνα της αρχαϊκής περιόδου και αποκτά τότε χαρακτηριστικά που διατηρεί μέχρι σήμερα – προσαρμοζόμενος όμως πάντα στις συνθήκες της κάθε εποχής. Ο λαϊκισμός είναι ένα πολιτικό παράσιτο που ευδοκιμεί στις δημοκρατίες. Νομίζω ότι το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το εξής: ο λαϊκισμός δίνει φαινομενικά μεγάλη έμφαση στη λαϊκή κυριαρχία. Η κριτική που ασκεί στη φιλελεύθερη δημοκρατία τονίζει την υποτιθέμενη νόθευση αυτής της αρχής που οφείλεται στην υφαρπαγή της εξουσίας από τις ελίτ (πολιτικών, διανοουμένων, οικονομικά ισχυρών κ.ά.). Επειδή καμιά φιλελεύθερη δημοκρατία δεν λειτουργεί τέλεια και επειδή μέρος της παθογένειάς της είναι και η δημιουργία ισχυρών ελίτ, οι λαϊκιστές εμφανίζονται εύστοχοι στις καταγγελίες τους αν και σχεδόν πάντα διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και διογκώνουν τα προβλήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η λύση που προτείνουν είναι η επιστροφή της εξουσίας στα χέρια του λαού με διαμεσολαβητή τον Ηγέτη. Ο οποίος, κατά τεκμήριο, γνωρίζει την πραγματική βούληση του λαού, κατανοεί τις ανάγκες του, αφουγκράζεται την ψυχή του. Ο Ηγέτης είναι ο Μεσσίας που θα επαναφέρει την πραγματική δημοκρατία, που θα οδηγήσει τον λαό στη γη της Επαγγελίας, που θα συντρίψει τους σφετεριστές της λαϊκής εξουσίας.
Ο λαϊκισμός ήταν πάντοτε επικίνδυνος, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο επικίνδυνος όσο σήμερα. Διότι σήμερα υπάρχουν ευνοϊκότατες προϋποθέσεις για την εμφάνιση αλλά και τη διάδοσή του. Οι προϋποθέσεις έχουν να κάνουν με την παθογένεια της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Για να μην παρεξηγηθώ, να τονίσω ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η καλύτερη διαθέσιμη μορφή πολιτικής οργάνωσης και θεσμικής συγκρότησης και τα θετικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας εντυπωσιακά. Ομως τα πάντα έχουν ένα κόστος. Μπορεί να είναι πολύ μικρότερο από το όφελος, αλλά παραμένει κόστος. Οταν μάλιστα η κατανομή του κόστους και του οφέλους είναι ανισομερής, οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες.
η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που θέσπισε την καθολική ψηφοφορία των (αρρένων) πολιτών, ανεξαρτήτως περιουσίας, μετά το βραχύβιο γαλλικό πείραμα του 1792-1795. Ο εκλογικός νόμος της 18ης Μαρτίου 1844, που ψηφίστηκε μετά τη συνταγματική επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, παραχωρούσε δικαίωμα ψήφου σε κάθε Ελληνα πολίτη άνω των 25 ετών, «έχοντα ιδιοκτησίαν τινά ή ασκούντα οποιοδήποτε επάγγελμα ή ανεξάρτητον επιτήδευμα». Στην αναφερόμενη ιδιοκτησία περιλαμβανόταν και η κινητή, «όταν αύτη είναι προσοδοφόρος και φοροτελής, ως το ποίμνιον, αι αγέλαι, τα μελίσσια και λοιπά»· ανεξάρτητα θεωρούνταν επίσης τα επαγγέλματα του υπαλλήλου ή του εργάτη, αφήνοντας εκτός εκλογικού σώματος ελάχιστους μόνο «υπηρέτας ή μαθητεύοντας εις τέχνην τινά» («Η της Τρίτης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική Συνέλευσις - Πρακτικά», Εν Αθήναις 1844, σ. 620-2).
Ηταν μια ρηξικέλευθη ρύθμιση, απείρως δημοκρατικότερη από όσα ίσχυαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οπως εξηγεί σε πανεπιστημιακό σύγγραμμά του ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, «την ίδια εποχή, ένας μόνο στους 12 Βρετανούς πολίτες είχε δικαίωμα ψήφου, ενώ στη Γαλλία, χάρη στους περιορισμούς της τιμηματικής ψήφου, μόνο 170.000 πολίτες ψήφιζαν σε συνολικό πληθυσμό 32 εκατομμυρίων κατοίκων. Η καθολική ψηφοφορία –του άρρενος βεβαίως πληθυσμού– στην μεν Γαλλία καθιερώθηκε σε μόνιμη βάση μετά το 1875, στο Βέλγιο το 1893, στη Νορβηγία το 1898, στην Αυστρία το 1907, στη Σουηδία το 1909, στην Ιταλία το 1912 και στην Αγγλία, την κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού, μόνο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» («Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία», Αθήνα 1981, σ. 66). Ανάλογη καθυστέρηση συναντάμε και στις υπόλοιπες χώρες της γηραιάς Ηπείρου: Ισπανία (1869), Γερμανία (1871), Σερβία (1888), Αυστρία (1896), Ιταλία (1912), Ολλανδία (1917), Ρουμανία (1918) κ.ο.κ. Ακόμη και στην Ελβετία, η καθολική ψηφοφορία καθιερώθηκε λίγο μετά την Ελλάδα (1848).
Η επαναστατική προέλευση του ελληνικού κράτους καθιστούσε «εξαιρετικά δύσκολη την υποταγή της ένοπλης πλειοψηφίας»: αδύνατος δεν ήταν ο καθορισμός των «σωστών» περιουσιακών προϋποθέσεων του εκλογικού δικαιώματος, αλλά η επιβολή τους σε όσους θ’ αποκλείονταν (Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Η γηραιά σελήνη», Αθήνα 1993, σ. 374). Ακόμη μεγαλύτερη θεσμική τομή επισφράγισε την έξωση του Οθωνα. Η Εθνοσυνέλευση του 1862-1864 κατοχύρωσε οριστικά το εκλογικό δικαίωμα κάθε πολίτη, μέσω ειδικής συνταγματικής διάταξης (άρθρο 66) που επέβαλλε την εκλογή των βουλευτών «δι’ αμέσου, καθολικής και μυστικής διά σφαιριδίων ψηφοφορίας». Την απόκλιση από το ευρωπαϊκό πρότυπο συμπληρώνει ο ενδόμυχος τρόμος των αστών απέναντι στην πληβειακή συνιστώσα των δικών τους επαναστάσεων. Το πιο εύγλωττο ίσως τεκμήριο επ’ αυτού συνιστά η εικόνα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 που μας παραδίδει ο Νικόλαος Δραγούμης, ανώτερος τότε κρατικός υπάλληλος (και τελευταίος Υπ.Εξ. του Οθωνα το 1862): ένα «κτηνοπρόσωπον ον, Αιθίοπος όψιν έχον και γυμνόν μέχρις οσφύος» ζητωκραύγαζε στο Σύνταγμα γεμάτο ευγνωμοσύνη για το άνοιγμα των φυλακών από τους επαναστάτες: «Ζάτω σύνταμμα! Καλό πράμμα σύνταμμα, μ’ έβγαλ’ απ’ το χάψι». «Ακούσας έφριξα», σημειώνει ο Φαναριώτης αφηγητής, υπαινισσόμενος πως η επανάσταση «επήρε τους χριστιανούς εις τον λαιμόν» της («Ιστορικαί αναμνήσεις», τ. β΄, Εν Αθήναις 1879, σ. 93). Εξίσου σύγχρονοι φαντάζουν οι αφορισμοί του για την επανάσταση του 1862 − «την ανταρσίαν» που «διενοήθησαν να εξευγενίσωσι προσαγορεύσαντες εις μεταπολίτευσιν» (σ. 320). Λες και διαβάζουμε επιφυλλίδες του Γιανναρά ή του Θεοδωρόπουλου στην «Καθημερινή» των ημερών μας: «επέδραμεν η αναρχία»· «υπερεπλεόνασεν η ανομία»· «τα περιτρίμματα των σχολείων και των αγορών, προσωποποιούντα τον Μιραβώ και τον Ρεβεσπέρ διεσάλπιζον ότι, μη ποτιζόμενον δι’ αίματος, το δένδρον της ελευθερίας ούτε ριζούται ούτε ανθεί»· «οι πολίται γίνονται νέου είδους σοσιαλισταί, αξιούντες δικαίωμα ουχί προς εργασίαν αλλά προς δημοσίας θέσεις, προς μισθούς, προς αρπαγάς, προς μη απόδοσιν των οφειλομένων» (σ. 319-20 & 341). Δεν λείπει ούτε η δαιμονοποίηση του Αλλου, με τη μορφή των Αρβανιτών χωρικών της ορεινής Κυπαρισσίας· οι τελευταίοι περιγράφονται από τον Δραγούμη ως επαγγελματίες ληστές που «ουδέποτε εργάζονται», αλλά και σαν ψευδοχριστιανοί σατανιστές που οργανώνουν πασχαλινές τελετουργίες με σούπες από έμβρυα σκύλων (σ. 323-4)!
Από στελέχη της ελίτ, όπως ο Δραγούμης, σαν κατεξοχήν «νόσημα» της δημοκρατικής τομής σκιαγραφείται η ανάδυση μιας νέας γενιάς πολιτικών που εκτόπισαν τα παλιά τζάκια: «από των κοτζαμπάσηδων, των φαναριωτών και των Βαυαρών, η εξουσία σύμπασα περιήλθεν εις άνδρας εξερχομένους εκ των σπλάχνων του κυριάρχου λαού, ο δε τόπος κυβερνάται διά του τόπου»· «από της 10ης Οκτωβρίου» 1862, αποφαίνεται, «ο λαός ηθικώς μεν διεφθάρη, πολιτικώς δε ουδέν απέκτησεν» (όπ.π., σ. 319 & 342). Η απαξίωση αυτή, προσφιλής άλλωστε στους ηττημένους κάθε μεταπολίτευσης, δεν ανταποκρίνεται βέβαια και τόσο στα πράγματα. Αν στον λόγο των τιμητών της καθολικής ψηφοφορίας κεντρική θέση κατέχει η «συναλλαγή» των πολιτευτών με τους εκλογείς, που ανταλλάσσουν την ψήφο τους με «διορισμούς και άλλας υποσχέσεις», το πρόβλημα δεν ήταν ηθικής φύσης· όπως πιστοποιούν ο βίος και τα αρχεία τους, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες αποτελούσαν συνήθως πρότυπα διαπλοκής της δημόσιας δράσης με τον ατομικό ή οικογενειακό πλουτισμό. Αυτό που πραγματικά ενοχλεί είναι το συλλογικό κόστος αυτής της «συναλλαγής» για τους έχοντες και κατέχοντες: διορισμοί και συναφή ρουσφέτια παροχετεύουν προς όφελος των κατώτερων τάξεων δημόσιους πόρους που οι γράφοντες θα προτιμούσαν να καταλήγουν σε ευγενέστερες τσέπες − ή στη διασφάλιση του αξιόχρεου της χώρας, που με τη σειρά του εγγυόταν τις προσόδους των εσωτερικών δανειστών του δημοσίου (Χατζηισωσήφ 1993, σ. 376).
Αν στον λόγο του φιλελεύθερου αστισμού η καθολική ψηφοφορία εξομοιωνόταν τον 19ο αιώνα με την «ανομία» και τη «συναλλαγή», δεν έλειψαν και πιο προωθημένες ταυτίσεις της με την καθαρή, ανθρωποκτόνο εγκληματικότητα. Ιδίως σε μια δύσκολη στιγμή για τη διεθνή εικόνα του ελληνικού κράτους, όπως ήταν ο φόνος τεσσάρων Αγγλων και Ιταλών ευγενών στο Δήλεσι (9/4/1870) από τη συμμορία που τους είχε απαγάγει με κύριο αίτημα την αμνήστευσή της. Συντάκτης του ήταν ο Αναστάσιος Βυζάντιος (1839-1892), πρωτοκλασάτος λόγιος της εποχής και ηγετική μορφή της αντιαυταρχικής νεανικής εξέγερσης του 1859. Ταυτισμένος πια με το Στέμμα και δημοσιογραφικός εκφραστής των Ελλήνων αστών της διασποράς, ξεκαθαρίζει χωρίς περιστροφές ότι το πρόβλημα της Ελλάδας πήγαζε από τις υπερβολικές εξουσίες του λαού της: «Ουδείς έλαβε ποτέ την τόλμην να είπη, προς μεν τον λαόν, ότι η αληθής αιτία της γενικής καχεξίας είναι η λεγομένη αύτη ελευθερία, προς δε τον βασιλέα, ότι ρωμαντικαί θεωρίαι περί διακρίσεως εξουσιών και υπουργικής ευθύνης δεν σώζουσι τους θρόνους από της ιστορικής δυσφημίας, αλλ’ ούτε καν από των βιαίων ανατροπών. [...] Πρέπει να είπωμεν σκαιώς και αποτόμως εις τους Ελληνας: Δεν είσθε έτι ώριμοι δι’ ελευθερίαν. Εθνική κυριαρχία, κοινοβουλευτικαί διατυπώσεις, συμπολίτευσις και αντιπολίτευσις, ελευθεροτυπία, υπουργική ευθύνη, δημοτική αυτονομία, πάντα ταύτα παρ’ υμίν είναι λέξεις κεναί εννοίας ή το χείρον, εύσχημα προσωπεία παντοειδών ακολασιών και καταχρήσεων». «Πού είναι η ελευθερία;» αναρωτιέται ρητορικά ο αρθρογράφος, επικεντρώνοντας την κριτική του στην απουσία ασφάλειας των ιδιοκτητριών τάξεων: «Ελεύθερος είναι ο κτηματίας, όστις μένει έγκλειστος και περίφοβος εν τη οικία του ως εν φυλακή και αφίνει τους τυχόντας να νέμωνται τους καρπούς των ιδρώτων του; Ελεύθεραι είναι αι ξέναι Εταιρείαι, αι αναγκαζόμεναι να αποτίνωσι τακτικόν φόρον εις τους ληστάς, όπως εργάζωνται ανενόχλητοι παρά τα πρόθυρα της πρωτευούσης;» Η επίκληση της εγκληματικότητας δεν ήταν, ωστόσο, παρά το πρόσχημα για να τεθούν σαφώς ευρύτερα ζητήματα, με κεντρικό ιστό έναν απροκάλυπτο αντικοινοβουλευτισμό: «Οι μόνοι αληθώς ελεύθεροι και μακάριοι πολίται της Ελλάδος είναι οι βουλευταί. Είναι αυτό τούτο δικτάτορες· έχουσι το δεσμείν και λύειν και πρώτος αυτών υπήκοος είναι ο βασιλεύς Γεώργιος. [...] Τις παραλύει την ιεραρχίαν της υπηρεσίας, την πειθαρχίαν του στρατού, το αδέκαστον της δικαιοσύνης; Ο βουλευτής. Οπου υπάρχει σαπρότης τις, φαίνεται ο οδούς του ζωυφίου τούτου». Το κύριο πρόβλημα δεν αποτελούσαν, βέβαια, οι υπερβάσεις εξουσίας των αντιπροσώπων του λαού, αλλά η δυνατότητα αυτού του τελευταίου να στέλνει στη Βουλή όσους υπερασπίζονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «τα πάθη και τας βδελυράς ορέξεις των επαρχιών»: «Είναι λοιπόν κακούργοι οι βουλευταί; Οχι· αλλ’ είναι κακούργος η καθολική ψηφοφορία. Λαός απαίδευτος, εν πολλοίς βάρβαρος, ενιαχού άγλωσσος, εκλήθη διά μιας να νομοθετή περί των μεγίστων, εκπροσωπούμενος διά μιας μόνης Βουλής. Τοιούτοι ψηφοφόροι δεν δελεάζονται διά πειστηρίων τιμιότητος, επιστήμης, πλούτου ή αρετής, αλλά διά κακοήθων υποσχέσεων και προσφορών». Αντίθετα πρότυπα δεν είναι δύσκολο να βρεθούν. Στην Αγγλία και το Βέλγιο, κατ’ αρχάς, όπου «κεφάλαια κομματικής αρχηγίας θεωρούνται η καταγωγή, η δόξα, τα χαρίσματα της διανοίας και του λόγου». Αλλά και στους ένδοξους προγόνους: «Ο αρχαίοι Ελληνες δεν εισήγαγον τους Είλωτας εις την Βουλήν ουδ’ εσχημάτισαν Δήμον εξ απελευθέρων». Αυτή ήταν η αυγή του ελληνικού λαϊκισμού...

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Η μελέτη των ανατολικών παραδόσεων μέχρι πρόσφατα περιοριζόταν κυρίως στον χώρο της αρχαιολογικής έρευνας, καθώς τα υλικά κατάλοιπα είτε αναφορικά με την ίδια την Τροία είτε ευρύτερα σε σχέση με άλλους ανατολικούς πολιτισμούς της περιοχής (π.χ. Χετταίοι) έδιναν μια σαφέστερη εικόνα για το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να εντάσσεται κάθε σοβαρή αποτίμηση των σχέσεων ανάμεσα στους Μυκηναίους Έλληνες και τους πολιτισμούς της Μικράς Ασίας.
Η ερευνητική πρόοδος που συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες στη μελέτη και ερμηνεία πλήθους γραπτών λογοτεχνικών και λατρευτικών κειμένων από την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο, ο εντοπισμός κοινών στοιχείων με την ελληνική μυθολογική και ποιητική παράδοση τόσο σε θεματικό όσο και γλωσσικό επίπεδο άνοιξε νέους ορίζοντες στην ερμηνεία όχι μόνο της ομηρικής ποίησης αλλά και του αρχαϊκού έπους εν γένει και της ελληνικής ποίησης στο σύνολό της. Οι ενδελεχείς μελέτες που έχουν γίνει αναφορικά με το έπος του Γκιλγκαμές (το οποίο μας σώζεται μερικώς στην παλαιότερη σουμεριακή αλλά σχεδόν πλήρως στη νεότερη βαβυλωνιακή εκδοχή του) αποτελεί ένα μόνο, αλλά ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα, για τη σταδιακή εξέλιξη ενός έπους ακόμα και όταν αυτό είναι καταγεγραμμένο, έχει δηλαδή σταθερή μορφή.
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά σχετικά παραδείγματα, τα οποία δείχνουν ότι οι ποιητικές παραδόσεις εξελίσσονται γύρω από σταθερούς πυρήνες με προσθήκες στοιχείων σε ήδη υπάρχοντα επεισόδια ή με εντελώς νέα επεισόδια, με τροποποιήσεις θεματικές, αφηγηματικές αυξομειώσεις κ.τ.λ. Το ανατολικό παράδειγμα μας διδάσκει ότι μια ποιητική παράδοση λειτουργεί δυναμικά στο πέρασμα του χρόνου, ότι εξελίσσεται και πως η χρήση της γραφής δεν εμποδίζει αυτή την εξέλιξη. Όμως, η χρονική προτεραιότητα δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά και αιτιακή σύνδεση. Με απλά λόγια: επειδή το Α προηγείται χρονικά του Β, αυτό δεν σημαίνει ότι το Α έχει προκαλέσει το Β.
Δύο πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν δύο εντελώς διαφορετικές ερμηνείες του τρόπου διαμόρφωσης της Ιλιάδας υπό την επίδραση ανατολικών παραδόσεων. Η M. Bachvarova υποστηρίζει ότι ένα χεττικό κείμενο κρύβεται πίσω από τον ιλιαδικό μύθο, ενώ ο M. L. West θεωρεί ότι το έπος του Γκιλγαμές οδήγησε στη δημιουργία ενός (υποθετικού) έπους, το οποίο με τη σειρά του έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ιλιάδας.
Μπορεί κανείς να δει ότι ακόμα και η χρήση ανατολικών κειμένων οδηγεί σε εκ διαμέτρου αντίθετες και αντιφατικές θεωρίες για την επίδρασή τους στη διαμόρφωση της ομηρικής ποίησης. Καταλήγοντας θα έλεγα πως το ανατολικό υλικό είναι σαφώς χρήσιμο αλλά πιο καθοριστικό είναι να αποφασίσουμε για τον τρόπο και τον βαθμό που θα το αξιοποιήσουμε.
Οι προομηρικές παραδόσεις αφορούν την ύπαρξη αμάρτυρων επικών συνθέσεων, προφανώς σε προφορική μορφή, που σχετίζονταν τόσο με τον τρωικό μυθικό κύκλο όσο και με άλλους κύκλους. Ο καλοπροαίρετος και προσεκτικός αναγνώστης φυσικά θα αναρωτηθεί για τη νομιμοποίηση μιας τέτοιας διευρυμένης υπόθεσης. Αυτός όμως είναι ο οικονομικότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις ποικίλες αναφορές σε γεγονότα, επεισόδια, ιστορίες τις οποίες βρίσκουμε στην πρώιμη ελληνική ποίηση, ομηρική και άλλη. Ενδεικτικά αναφέρω την ύπαρξη ενός προφορικού αργοναυτικού έπους, τη Μελεαγρίδα, τη Μεμνονίδα, προφορικά έπη που αφορούν τους θηβαϊκούς πολέμους των Επτά και των Επιγόνων, ένα έπος σχετικά με τα πρώιμα, προ-τρωικά κατορθώματα του Νέστορα είτε ως τμήμα μιας αυτόνομης επικής δημιουργίας είτε ενταγμένο σε ένα έπος για τον Ηρακλή, εναλλακτικές εκδοχές της επιστροφής του Οδυσσέα κ.τ.λ. Η ομηρική ποίηση δεν γεννιέται από το μηδέν. Αναπτύσσεται και διαμορφώνεται μέσα σε ένα σύνολο επικών ποιητικών παραδόσεων τροποποιώντας, επιλέγοντας, δραματοποιώντας το μυθικό υλικό. Πρόκειται για μια μακρόχρονη διαδικασία διαμόρφωσης που αξιοποιεί την προγενέστερη επική παράδοση.
Οι λόγοι της επιβίωσης ενός ή περισσότερων ποιητικών έργων δεν σχετίζονται αποκλειστικά με την ποιότητα του εν λόγω ή των εν λόγω έργων. Τα Ἔργα καὶ Ἡμέραι του Ησιόδου δεν είναι ένα επικό ποίημα που ξεχωρίζει για την ποιότητά του. Παρά ταύτα μας έχει σωθεί σε πλήρη μορφή. Η ποίηση της Σαπφούς είναι εξαιρετική αλλά έχουμε μόνο αποσπάσματα. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένες τραγωδίες. Δεν είναι όλες του ίδιου επιπέδου και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι εκατοντάδες τραγωδίες που έχουν χαθεί (γνωρίζουμε τίτλους και λίγους στίχους από κάποιες από αυτές) δεν διέθεταν ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το ίδιο συμβαίνει και με την κωμική παραγωγή. Υπήρχαν εκατοντάδες κωμικοί ποιητές, ορισμένοι από τους οποίους ιδιαίτερα αξιόλογοι, με συμβολή καθοριστική στην εξέλιξη του κωμικού είδους. Δεν μας έχουν όμως σωθεί ακέραια έργα τους. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Οι λόγοι που καθόρισαν την επιβίωση κάποιων έργων είναι πολλοί και χρήσιμο είναι να αποφύγουμε ένα είδος αιτιακής σύνδεσης ποιότητας και επιβίωσης.
Είναι σφάλμα σημαντικό να εξισώνουμε τους αοιδούς (και ακόμα περισσότερο τους ραψωδούς) με διαφορετικούς προφορικούς ποιητές. Αυτή είναι μια προσέγγιση που οφείλεται στο ότι ζούμε σε έναν κόσμο εγγραμματοσύνης, σε έναν κόσμο στον οποίο μαθαίνουμε διαβάζοντας και γράφοντας. Οι αοιδοί είναι η φωνή της παράδοσης μέσα στον χρόνο. Η παράδοση είναι το επικό συνεχές, ο μεγάλος ποιητικός αγωγός μέσα στον οποίο χωνεύεται και διαμορφώνεται αυτή η ποίηση. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα λογοτεχνικό bingbang, μια μεγάλη έκρηξη που προέρχεται από την ιδιοφυία ενός και μόνο προσώπου. Οι αοιδοί είναι τμήμα της παράδοσης, όπως είναι η ομηρική διάλεκτος, η εκτέλεση-απαγγελία των επών μπροστά σε ζωντανό κοινό, σε συνθήκες που δεν είναι πάντοτε οι ίδιες. Διαμόρφωση λοιπόν, όχι δημιουργία, παράσταση-εκτέλεση, όχι ανάγνωση, αοιδοί, όχι ένας ποιητής που χρησιμοποιεί τη γραφή στη σύνθεση, ζωντανό ακροατήριο, όχι αναγνωστικό κοινό.
Οι διακειμενικές αναφορές ή οι διαπαραδοσιακές απηχήσεις είναι συχνές στην επική ποίηση και ειδικά στην ομηρική. Αποτελούν δείγμα της διαλογικής της διαμόρφωσης σε σχέση με τη λοιπή επική παράδοση. Αναφορικά με τη επιλογή του Τειρεσία αντί του Κάλχαντα, δηλαδή ενός μάντη που συνδέεται με τον θηβαϊκό και όχι τον τρωικό επικό κύκλο, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: πρώτον, ο Τειρεσίας πρέπει να είχε μια σαφώς πιο κατοχυρωμένη και παλαιά επική ταυτότητα από τον Κάλχαντα. Το κύρος του ίσως να ήταν μεγαλύτερο και αυτό ακριβώς το κύρος θέλει να αξιοποιήσει η Οδύσσεια παρουσιάζοντας τον Οδυσσέα να ζητάει τη συμβουλή του. Ας μη ξεχνάμε ότι ο ήρωάς μας ακολουθεί εδώ τη συμβουλή της Κίρκης, μια θεότητας που προέρχεται από μια μη-τρωική και ομηρική παράδοση. Δεύτερον, ο Κάλχας πεθαίνει στο έπος των Νόστων, με το οποίο η ποιητική παράδοση της Οδύσσειας βρίσκεται σε διαρκή ανταγωνισμό, καθώς επιδιώκει να πείσει το ακροατήριό της ότι η δική της ιστορία, δηλαδή ο νόστος ενός και μόνου ήρωα στην πατρίδα του, του Οδυσσέα, είναι ποιοτικά και ηθικά ανώτερος από τους νόστους πολλών αρχηγών των Αχαιών που παρουσίαζαν οι Νόστοι. Η συστηματική προβολή της ανωτερότητας του Τηλέμαχου σε σχέση με τον Ορέστη και της Πηνελόπης σε σχέση με την Κλυταιμήστρα προβάλλεται στην υπεροχή του Οδυσσέα ως ήρωα του ευτυχούς και ευτυχισμένου νόστου σε σχέση με τον ευτυχή αλλά τραγικό νόστο του Αγαμέμνονα, ενός εμβληματικού ήρωα των Νόστων. Υπ᾽ αυτήν την έννοια, θα ήταν παράδοξο αν ο Οδυσσέας, το σύμβολο της ποιητικής ανωτερότητας της Οδύσσειας, αναζητούσε τον Κάλχαντα, έναν ήρωα των Νόστων, για να του υποδείξει τον δρόμο της επιστροφής στην Ιθάκη, δηλαδή για να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει τον νόστο του. Διαπιστώνουμε για άλλη μια φορά τον εξεζητημένο και βαθιά ώριμο τρόπο με τον οποίο η οδυσσειακή ποιητική παράδοση διαμορφώνεται σε σχέση με άλλες επικές ποιητικές παραδόσεις.
TO EΠΟΣ ΤΟΥ ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ
Σύμφωνα με τον κατάλογο των βασιλιάδων των Σoυμερίων, ο Γκιλγκαμές, ή Γιλγαμές, ήταν ο πέμπτος βασιλιάς της πόλης Ουρούκ και η περίοδος βασιλείας του ήταν γύρω στο 2650 π.Χ.. Πατέρας του ήταν ο Λουγκαλμπάντα και μητέρα του, σύμφωνα με το μύθο, η θεά Νινσούν. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Γκιλγκαμές κι έπειτα ο γιος του, Ουρλουγκάλ, αναστήλωσαν το ιερό της θεάς Νινλίλ στην πόλη της Τουμμάλ.
Στη Μεσοποταμιακή μυθολογία, ο Γκιλγκαμές είναι ένας ημίθεος με υπερφυσικές δυνάμεις, αντίστοιχος του Ηρακλή της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος έχτισε μεγάλα τείχη στην πόλη του, στην περιοχή του σημερινού Ιράκ, για να προστατεύσει το λαό του από εξωτερικούς κινδύνους. Παρά την έλλειψη καθαρών ενδείξεων, οι περισσότεροι μελετητές δεν αρνούνται την ιστορική ύπαρξη του Γκιλγκαμές, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη επιγραφών που επιβεβαιώνουν την ιστορική ύπαρξη προσώπων που αναφέρονται στο Έπος του Γκιλγκαμές (ενός από το αρχαιότερα έπη στον κόσμο), όπως των βασιλέων Ενμπεμπαραγκέσι και Άγκα της πόλης Κις.
Επίσης, συχνά επισημαίνονται οι ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ του Έπους του Γκιλγκαμές και του βιβλίου της Γενέσεως στη Παλαιά Διαθήκη, όσον αφορά τον μύθο του Κατακλυσμού. Σύμφωνα με τους Σουμέριους, η πόλη τους υπήρχε πριν από τη δημιουργία του νερού! Που σημαίνει ότι ο πολιτισμός υπήρχε πριν τη φύση και ανώτερος από τη φύση. Υπάρχει ένα σημείο καμπής που μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε στο Έπος, και αυτό είναι το ότι όλα επιτρέπονται στον άνθρωπο, είναι αυτός που τώρα ελέγχει τη φύση και όχι το αντίστροφο. Είναι οι θεοί (επομένως οι άνθρωποι) που επιβάλλουν τους νόμους, όπως και τον θάνατο, που είναι πια έργο τους και όχι θέμα της φύσης. Αν διαβάσουμε το Έπος του Γκιλγκαμές, θα καταλάβουμε την καταστροφή που ετοιμάζεται να γίνει. Θα καταλάβουμε σε τι κόσμο ζούμε: 60% των ειδών των ζώων έχει εξαφανιστεί, ενώ το όνειρο του Ανθρώπου σήμερα είναι να «φυτρώσει» ένα τσιπ στο κεφάλι μας και να μοιάζουμε με μηχανές! Το έπος του Γκιλγκαμές είναι 4.000 ετών, και η Google σήμερα αναζητά την αιώνια ζωή.
Όσο για τον Ενκίντου τον «άγριο» (αντίπαλος του Γκιλγκαμές), στο έργο γίνεται πολιτισμένος και πεθαίνει λόγω της οργής των θεών. Η φύση μας αντίστοιχα πεθαίνει λόγω της οργής των ανθρώπων. Με συναρπάζει η σταθερότητα του «τόξου» μεταξύ της αρχής του πολιτισμού μας και του σήμερα. Το Έπος του Γκιλγκαμές γράφτηκε στην αρχή του πολιτισμού μας και προαναγγέλλει τον θάνατό του. Στην σουμεριακή μυθολογία, ο Ενκίντου κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο μαζί με τον Γκιλγκαμές στο ομώνυμο έπος. Είναι ένας μυθικός αγριάνθρωπος που ανατράφηκε μέσα στα δάση από τα ζώα. «Όλο του το σώμα ήταν μαλλιαρό κι είχε μακριά μαλλιά [...] και φορούσε δέρματα ζώων αντί για ρούχα». Ημέρεψε όμως από την γοητεία μιας ιερόδουλης, με την οποία κοιμήθηκε για έξι ημέρες. Σταδιακά άρχισε να εξανθρωπίζεται: τα ζώα τον απέφευγαν και ο δεσμός που είχε μαζί τους έσπασε.
Ο Γκιλγκαμές είναι ο μυθικός και μείζων ήρωας της σουμεριακής πόλης Ουρούκ, πρωταγωνιστής του πρώτου έπους της ανθρωπότητας, που γράφηκε στην ακκαδική γλώσσα στο δεύτερο ήμισυ της Β' χιλιετίας πρό Χριστού. Αν υπήρξε πράγματι, θα πρέπει να βασίλεψε κάπου στο τεράστιο χρονικό διάστημα μεταξύ του 2800 και του 2500 και να ανήχθη σε κυρίαρχο μυθικό ήρωα του πολιτισμού της Ουρ (περίπου 2112 – περίπου 2004 π.Χ). Το ακκαδικό κείμενο πρωτοανακαλύφθηκε το 1849 μ.Χ. από τον αρχαιολόγο Austen Henry Layard μέσα στη βιβλιοθήκη του Ασουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλου), του βασιλιά της Νινευί. Στην αρχή της δεκαετίας του 1870 ο μελετητής του Βρετανικού Μουσείου George Smith μετέφρασε στα αγγλικά την αφήγηση του βαβυλωνιακού Κατακλυσμού από την Πινακίδα XI ως "Η χαλδαϊκή αφήγηση της Γενέσεως". Σε αυτήν ο Γκιλγκαμές αναφερόταν ως "Ισντουμπάρ". Ο γερμανός ασσυριολόγος Φρήντριχ Ντέλιτς συνέδεσε, στις ομιλίες του, το έπος του Γκιλγκαμές με την εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη και ανέδειξε τις επιρροές του ενός στην άλλη.
Στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία ο Γκιλγκαμές, αυτή η σκοτεινή φιγούρα που ήταν γνωστή μόνο στους ακαδημαϊκούς, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στο κοινό. Τα υπαρξιακά ζητήματα που έθιγε το έπος επηρέασαν γερμανούς συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Στο μυθιστόρημα "Η πόλη μετά τη θύελλα", ο γερμανός υπαρξιστής συγγραφέας Χέρμαν Κάζακ υιοθέτησε στοιχεία του έπους σε μια μεταφορά που αφορούσε τα οδυνηρά αποτελέσματα του πολέμου στην εικόνα της βομβαρδισμένης πόλης του Αμβούργου: την παραλληλισε με τον Κάτω Κόσμο που είδε ο Ενκίντου στο όνειρό του.
Η Μαχαμπαράτα ή, εξελληνισμένα, Μαχαβαράτα είναι γιγάντιο ινδικό έπος και γενικότερα λογοτεχνικό έργο, γραμμένο στα σανσκριτικά. Είναι ένα από τα τρία σημαντικότερα έπη της Ινδίας (τα άλλα είναι το Ραμαγιάνα, και οι Μεγάλες Πουράνες). Η ονομασία είναι σύνθετη σανσκριτική λέξη από το "Μάχα" (=μεγάλος , μέγας) + "Μπαράτα" (ονομασία φυλής), που σημαίνει: "Μεγάλοι Μπαράτα", ή "Μεγάλη δυναστεία των Μπαράτα". Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην τελική μορφή του το έπος αποτελείται από 100.000 σλόκα (δίστιχα), διαιρούμενα σε 18 ωδές-βιβλία (πάρβες). Σε μέγεθος είναι επτά φορές μεγαλύτερο από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια μαζί, πέντε φορές μεγαλύτερο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τη Ραμαγιάνα. Σε αυτό εξιστορείται η πολεμική δράση των Μπαράτα, αρχαίας πολεμικής φυλής της Βόρειας Ινδίας. Οι δύο ηγεμονικές οικογένειες που πολεμούν είναι οι εκατό Κουράβα (ή Κουρουϊνίδες), και οι πέντε εκθρονισμένοι εξάδελφοί τους Παντάβα (ή Πανδάβα ή Πανδουΐδες). Όλοι αυτοί είναι απόγονοι του Ινδού ήρωα Μπαράτα, γιου της Σακούνταλα. Ο πόλεμος για την εξουσία διαρκεί πολλά χρόνια, και διάφοροι αλλόφυλοι λαοί βοηθούν τους Παντάβα. Η αποφασιστική μάχη δίνεται στην Κουρουξέτρα την ιερή γη του ντάρμα, και διαρκεί 18 ημέρες. Εκεί όλοι οι Κουράβα εξοντώνονται. Ο Γιουντιστίρα, που στέφθηκε βασιλιάς στη Χαστιναπούρα, παρέδωσε το βασίλειό του στον γιο του και έγινε μαζί με τους αδελφούς του ασκητής στα Ιμαλάια. Μετά εξαφανίστηκε από τα μάτια των θνητών και άρχισε την ανάληψή του στον ουρανό, προς τους θεούς, τους αληθινούς γεννήτορες των Παντάβα. Αρχικά πιστευόταν ότι το έπος αυτό είναι αρχαιότερο του έπους Ραμαγιάνα, όμως Ινδοί μελετητές απέδειξαν ότι ισχύει το αντίθετο. Σύμφωνα με τον θρύλο, το βιβλίο γράφτηκε από τον μάγο Βιάσα, πιθανότατα στα τέλη της ύστερης Βεδικής περιόδου (περίπου τον 8ο αιώνα π.Χ.) Λέγεται ότι όταν ο Βιάσα συνέλαβε την ιδέα του έργου, δεν βρήκε γραφέα ικανό για να το υπαγορεύσει, και έβαλε τον δημιουργό θεό Μπράχμα να του υποσχεθεί ότι θα τον βοηθούσε ο ίδιος ο ελεφαντόμορφος θεός Γκανές. Εκείνος συμφώνησε υπό τον όρο ότι η υπαγόρευση θα γινόταν χωρίς παύση, κι ότι η πένα δε θα σταματούσε ούτε για ένα λεπτό. Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι το Μαχαμπαράτα είναι έργο συλλογικό και δημιουργοί του είναι διάφοροι συγγραφείς από τον 4ο ή 8ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ.. Πιθανώς πήρε την τελική του μορφή κατά την αρχή της περιόδου των Γκούπτα. Ο αρχικός πυρήνας του είχε περίπου 8.000 δίστιχα, και αργότερα ο σοφός Βαουντέβε τα αύξησε σε 24.000. Μεγάλο μέρος του υλικού προέρχεται από άλλους μύθους και θρύλους, γι' αυτό και οι παρεμβολές συχνά είναι τόσο εκτεταμένες, που αποτελούν αυθύπαρκτα ποιητικά έργα.
Τέτοια είναι η διήγηση της Σαβίτρι, που αποσπά με προσευχές και τεχνάσματα τον σύζυγό της από τον θεό του θανάτου Γιάμα, το «Ασμα του μακαρίου» ή «θείο τραγούδι», γνωστό ως Μπαγκαβαντγκίτα, όπου δίνεται η διδασκαλία της γιόγκα από τον θεό Κρίσνα στον πολεμιστή Αρτζούνα, και το απόσπασμα «Νάλας και Νταμαγιάντη» το οποίο πρωτομετέφρασε στην ελληνική από τα σανσκριτικά ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης.
Φαίνεται ότι το έπος αναφέρεται σε πραγματικές μάχες μεταξύ των φυλών Κουρού και Παντσάλα, ή ακόμα της σύγκρουσης μεταξύ αυτοχθόνων κατοίκων της περιοχής και Αρίων εισβολέων, που έχουν γίνει στο Παντζάμπ. Η χρήση του χαρακτηρισμού "βάρνα" (χρώμα) συνηγορεί υπέρ της δεύτερης άποψης, καθώς οι λευκοί επιδρομείς ξεχώριζαν από τους πιο σκουρόχρωμους ιθαγενείς. Ο ιστορικός Α. Λ. Μπάσαμ αναφέρει: "Σύμφωνα με την πιο δημοφιλή μεταγενέστερη παράδοση οι πόλεμοι της Μαχαμπαράτα έλαβαν χώρα το 3102 π.Χ., πράγμα που υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων, είναι εντελώς αδύνατο. Πιο λογική είναι μια άλλη παράδοση, που τους τοποθετεί στο 15ο αιώνα π.Χ., αλλά αυτό επίσης, είναι πολύ μπροστά για αρκετούς αιώνες υπό το φως των αρχαιολογικών μας γνώσεων. Μάλλον ο πόλεμος έλαβε χώρα στις αρχές του 9ου αιώνα π.Χ. Αυτή η χρονολογία φαίνεται να ταιριάζει καλά με τα ελλιπή αρχαιολογικά κατάλοιπα της περιόδου, ενώ υπάρχουν και ορισμένες ενδείξεις στην ίδια τη βραχμανική λογοτεχνία ότι μπορεί να μην έγινε πολύ νωρίτερα."[2] Το έργο αποτελεί ένα σημαντικό κείμενο του Ινδουισμού κι έχει τεράστια σημασία για τον πολιτισμό στην ινδική χερσόνησο. Σε αυτό συζητιούνται οι τέσσερις "πουρουσάρθα" ή "σκοποί της ζωής" των ανθρώπων: Ντάρμα ή καθήκον - ορθή δράση, Άρθα ή σκοπός, Kάμα, ευχαρίστηση, και Μόξα, απελευθέρωση, καθώς γίνεται προσπάθεια να εξηγηθεί η σχέση του ατόμου με την κοινωνία και τον κόσμο, και η λειτουργία του κάρμα. Στο έπος διδάσκεται ότι μέσα από την πορεία της τωρινής ζωής μας, αλλά και των προηγούμενων και επόμενων ενσαρκώσεών μας, οφείλουμε να εξελιχθούμε, αξιοποιώντας τα «μαθήματα» που παίρνουμε σε όλους τους τομείς της ζωής μας.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...