Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η λέξη τραγωδία έχει αβέβαιη προέλευση. Οι δύο γνωστές απόψεις, ότι δηλαδή τραγωδία σημαίνει : I) ᾠδὴ τῶν τράγων = χορικό άσμα των λατρευτῶν του Διονύσου που φορούσαν δέρματα τράγων ή 2) χορικό άσμα σε διαγωνισμό, όπου το βραβείο για τον νικητή ήταν τράγος, θεωρούνται αυθαίρετες και χωρίς ισχυρή επιστημονική στήριξη. Σταθμό στην εξέλιξη του διθυράμβου σημείωσε ο Αρίων από τη Μήθυμνα της Λέσβου, που είχε εγκατασταθεί στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. στην αυλή του Περιάνδρου, τυράννου της Κορίνθου, πιθανότατα για να ενισχύσει τη διονυσιακή λατρεία. Ο Αρίων διαμόρφωσε καλλιτεχνικά τον διθύραμβο, συνθέτοντας τους στίχους και τη μουσική. Το περιεχόμενό του ήταν στην αρχή σχετικό με τους μύθους του Διονύσου, αργότερα όμως και με άλλα μυθικά πρόσωπα ή ήρωες. Τους διθυράμβους του Αρίωνα εκτελούσε χορός 50 ανδρών, τον οποίο ασκούσε ο ίδιος ο ποιητής. Ο χορός αυτός, τραγουδώντας τον διθύραμβο με τη συνοδεία κιθάρας, ὠρχεῖτο, δηλαδή έκανε χορευτικές κινήσεις γύρω από τον βωμό του Διονύσου. Ο Αρίων θεωρείται και εὑρετὴς τοῦ τραγικοῦ τρόπου, που σήμαινε ένα είδος μουσικής, το οποίο τραγουδούσαν οι χορευτές μεταμφιεσμένοι σε τράγους, δηλαδή σατύρους. Το μεγάλο βήμα πάντως από τον διθύραμβο στην τραγωδία έγινε στην Αττική. Ο Αρίων είχε παρουσιάσει βέβαια τον εξάρχοντα του διθυράμβου, αλλά δεν του είχε δώσει ανεξάρτητο ρόλο από τον χορό. Σ' αυτήν την καινοτομία προχώρησε ο Θέσπης στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με έμμεσες πληροφορίες (αγγειογραφίες και κάποια μαρτυρία που αποδίδεται στον Αριστοτέλη), ο Θέσπης ξεχώρισε οριστικά τον εξάρχοντα (πρωτοτραγουδιστή - υποκριτή) από την ομάδα - χορό. Αυτόν τον εξάρχοντα-υποκριτή τον ταύτισε πλέον με το πρόσωπο που υποδυόταν. Αλλά και οι λόγοι του υποκριτή, στον διάλογό του με τον χορό, ήταν στίχοι που απαγγέλλονταν και δεν ήταν όμοιοι με εκείνους της μελωδίας του χορού. Οι στίχοι αυτοί αποτέλεσαν τα πρώτα θεατρικά στοιχεία, γιατί με την παρεμβολή τους ανάμεσα στα χορικά κομμάτια διευκόλυναν την παρουσίαση του μύθου, μέσα από διάλογο και αφήγηση. Ο ίδιος ποιητής φαίνεται ότι ενθουσίασε με τις καινοτομίες του τον λαό και, παρά τις αντιδράσεις του γέροντα πια Σόλωνα, που θεωρούσε τις παραστάσεις ψευδολογίες, δημιούργησε έναν μικρό θίασο, το γνωστό ἅρμα Θέσπιδος, με τον οποίο περιόδευε στα χωριά της Αττικής και έπαιρνε μέρος στις ανοιξιάτικες Διονυσιακές γιορτές. Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (1448b-24 κ.ε) δίνει τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας : Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. Σύμφωνα με τον ορισμό, η τραγωδία είναι απομίμηση μιας σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης· είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας, όχι όμως πιστή και δουλική αλλά ελεύθερη και δημιουργική, με τάση εξιδανίκευσης. Ο χαρακτηρισμός τελεία δηλώνει πως η υπόθεση της τραγωδίας έχει αρχή, μέση και τέλος, ενώ το μέγεθός της έχει τέτοια έκταση, ώστε να μπορεί ο θεατής να έχει πλήρη εποπτεία, σαφή αντίληψη και του συνόλου του έργου και των επιμέρους. Εξάλλου η μίμηση γίνεται με λόγο ἡδυσμένο, που έχει δηλαδή ρυθμό, αρμονία και μελωδία· όμως αυτά τα στοιχεία δε διασκορπίζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τραγωδίας είναι η δράση. Οι υποκριτές δεν απαγγέλλουν απλώς, αλλά μιμούνται τους ήρωες του έργου τους οποίους υποδύονται. Όπως ερμηνεύει εύστοχα ο T.S. Eliot, «πίσω από τον τραγικό λόγο βρίσκεται η δραματική ενέργεια, η χροιά της φωνής, το ανασηκωμένο χέρι ή ο τεντωμένος μυς, και η ιδιαίτερη συγκίνηση». Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει τον θεατή, μέσα από τον ἔλεο και τον φόβο, στην κάθαρση —έναν όρο δύσκολο που έχει απασχολήσει επί αιώνες τους ερμηνευτές. Κατά τον Αριστοτέλη, ο φόβος και ο έλεος (συμπάθεια), αποτελούν την οἰκεία, τη χαρακτηριστική ηδονή, που προκαλεί η τραγωδία. Οι θεατές συμμετέχουν λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα, γι' αυτό και συμπάσχουν με τους ήρωες, οι οποίοι συγκρούονται συνήθως με τη Μοίρα, εξαιτίας κάποιου λάθους, και συντρίβονται. Κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, με την κάθαρση, την οποία προκαλεί η τραγωδία ως έργο τέχνης, οι θεατές ανακουφίζονται και ηρεμούν ψυχικά, γιατί διαπιστώνουν είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα ή την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Γενικότερα οι θεατές, καθώς ζουν έντονα τον ανθρώπινο μύθο μέσα στο τραγικό μεγαλείο του έργου, λυτρώνονται, με τη μαγεία της τέχνης, και γίνονται ελεύθεροι και ανώτεροι άνθρωποι. Οι δραματικοί αγώνες συνδέονται με την αρχαία Αθήνα και ιδιαίτερα με το θέατρο του Διονύσου. Η διεξαγωγή των αγώνων αυτών στον ιερό χώρο του Διονύσου άρχισε να γίνεται μετά την οικοδόμηση του ναού προς τιμή του θεού. Διαμορφώθηκε, λοιπόν, η νότια πλευρά της Ακρόπολης, έτσι ώστε να συμπεριλάβει τον χώρο για τον κυκλικό λατρευτικό χορό, από τον οποίο προήλθε η ορχήστρα του θεάτρου, και τα εδώλια των θεατών. Μετά τα Μηδικά κατασκευάστηκαν στον ίδιο χώρο τα ξύλινα καθίσματα (ἰκρία) που χρησιμοποιούνταν ακόμη και κατά την περίοδο των τριών τραγικών καθώς και του Αριστοφάνη. Με τον καιρό άρχισε η αντικατάσταση των ξύλινων εδωλίων με λίθινα, η οποία ολοκληρώθηκε επί άρχοντος Λυκούργου, γύρω στα 330 π.Χ.
Στο θέατρο του Διονύσου οι Αθηναίοι ποιητές παρουσίαζαν κάθε χρόνο τα νέα τους έργα. Έπαιρνε μάλιστα η παράσταση αυτή αγωνιστικό χαρακτήρα, γιατί κατά τη διαδικασία αυτή αναδεικνύονταν και βραβεύονταν τα καλύτερα έργα. Ο χρόνος της διεξαγωγής των αγώνων δεν ήταν τυχαίος. Συνδεόταν με την άνοιξη και συνεπώς με τον οργιαστικό χαρακτήρα της λατρείας του Διονύσου. Παράλληλα λειτουργούσαν και άλλοι πρακτικοί λόγοι για την επιλογή του χρόνου· την περίοδο εκείνη οι γεωργικές εργασίες ήταν περιορισμένες και ο αγροτικός πληθυσμός περισσότερο ελεύθερος. Άλλωστε η πολυπληθής παρουσία στην Αθήνα ξένων και συμμάχων, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι οποίοι έρχονταν, για να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, έδινε στην πόλη την ευκαιρία να προβάλει μέσα από τους δραματικούς αγώνες τη δόξα και το μεγαλείο.
Η επιμέλεια και η οργάνωση των Ληναίων ανήκε στη δικαιοδοσία του ἄρχοντος-βασιλέως. Στα Μεγάλα Διονύσια όμως το έργο αυτό είχε ανατεθεί από την Αθηναϊκή Δημοκρατία στον επώνυμο άρχοντα. Αυτός διάλεγε τα έργα των ποιητών που θα ἐδιδάσκοντο, τους ηθοποιούς που θα ερμήνευαν τους θεατρικούς ρόλους και αναζητούσε τους εύπορους πολίτες που θα επωμίζονταν τα έξοδα της χορηγίας, όπως λεγόταν η τιμητική αυτή λειτουργία. Έργο του χορηγού ήταν η χρηματοδότηση της προετοιμασίας του χορού. Οι κριτές των έργων ήταν δέκα· εκλέγονταν με κλήρο μέσα στο θέατρο, από ένα μακρότατο κατάλογο Αθηναίων πολιτών, ο οποίος είχε συνταχθεί λίγες ημέρες πριν από τον δραματικό αγώνα. Μετά το τέλος των παραστάσεων, ο καθένας έγραφε σε πινακίδα την κρίση του. Οι πινακίδες ρίχνονταν σε κάλπη από την οποία ανασύρονταν πέντε. Απ' αυτές προέκυπτε, ανάλογα με τις ψήφους που έπαιρνε κάθε έργο, το τελικό αποτέλεσμα. Ο νικητής ποιητής αλλά και ο χορηγός στεφανώνονταν με κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου. Είχαν το δικαίωμα να οικοδομήσουν χορηγικό μνημείο στην περίφημη οδό Τριπόδων, στον οποίο τρίποδα αναγράφονταν οι συντελεστές της παράστασης. Διασώθηκε, μάλιστα, ένα τέτοιο μνημείο στην Αθήνα, το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη (φανάρι του Διογένη). Παράλληλα τα ονόματα των ποιητών, χορηγών και πρωταγωνιστών χαράζονταν σε πλάκες που τις κατέθεταν στο δημόσιο αρχείο· οι πλάκες αυτές ονομάζονταν διδασκαλίες.
Οι χορευτές, αν και ερασιτέχνες, εισέπρατταν μια στοιχειώδη αποζημίωση. Εξασφάλιζε ακόμη ο χορηγός τροφή για τους χορευτές και στέγη για τις πρόβες· τέλος φρόντιζε για χοροδιδάσκαλο και αυλητή και παράλληλα μεριμνούσε για την όλη σκευή των υποκριτών, των χορευτών και των βωβών προσώπων. Η αναζήτηση των ηθοποιών για την ερμηνεία των ρόλων ήταν έργο του κράτους. Στην αρχή, που ο ποιητής ήταν και ηθοποιός, το πρόβλημα δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Όταν όμως οι ηθοποιοί έγιναν τρεις για κάθε έργο και πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των παραστάσεων, το πρόβλημα οξύνθηκε. Βαθμιαία δημιουργήθηκε ολόκληρη συντεχνία ηθοποιών, οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται, στους οποίους αναθέτονταν οι θεατρικοί ρόλοι.
Κατά την παράσταση η εμφάνιση των ηθοποιών ήταν μεγαλοπρεπής. Ο τελετουργικός χαρακτήρας του αρχαίου θεάτρου αλλά και η ίδια η φύση των ρόλων (ήρωες, θεοί, ημίθεοι, βασιλιάδες) επέβαλαν και την ανάλογη σκευή (ενδυμασία). Έτσι οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες φορούσαν χιτώνες ποδήρεις στολισμένους με ζωηρά χρώματα, όταν ήταν ευτυχισμένοι, και φαιά, όταν έπεφταν σε δυστυχία. Οι θεοί διακρίνονταν από τα σύμβολά τους και οι μάντεις, όπως ο Τειρεσίας, έφεραν μάλλινο ένδυμα (ἀγρηνόν) πάνω από τον χιτώνα. Φορούσαν ακόμη οι ηθοποιοί υψηλά υποδήματα που αργότερα ονομάστηκαν κόθορνοι, ενώ διάφορα παραγεμίσματα, κάτω από τα ενδύματα, τους έκαναν μεγαλόσωμους. Το πρόσωπο των ηθοποιών κάλυπτε προσωπίδα, η παρουσία της οποίας συνέχιζε τη διονυσιακή παράδοση, αλλά και παράλληλα διαμόρφωνε τον κατάλληλο για το έργο ανθρώπινο τύπο. Η χρήση ιδιαίτερα της προσωπίδας οδηγεί τους θεατές πρώτα στην εξιδανίκευση των ηρώων έπειτα ο θεατής, χάρη στο προσωπείο, απομακρύνεται από την καθημερινότητα και μεταφέρεται σ' έναν άλλο κόσμο, όπου οι ήρωες δρουν και υποφέρουν. Έτσι καθορίζεται και ο τρόπος της υποκριτικής του ηθοποιού. Ο ηθοποιός πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μεγαλόπρεπη χειρονομία, τη μεγαλόπρεπη στάση. Καθώς μάλιστα το προσωπείο δεν επέτρεπε μορφασμούς, η υποκριτική των ηθοποιών στηριζόταν σε κινησιακά και φωνητικά μέσα. Στην αρχαιότητα γυναίκες ηθοποιοί δεν υπήρχαν. Τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν άνδρες. Οι ηθοποιοί απάγγελλαν τα επικά μέρη του δράματος, με τη συνοδεία ή χωρίς τη συνοδεία αυλού, ανάλογα με το μέτρο του ποιητικού κειμένου. Πεζά δράματα δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα. Τα λυρικά μέρη του δράματος τα τραγουδούσε ο χορός.
Χιλιάδες Αθηναίοι κατέκλυζαν κάθε χρόνο, την 9η του Ελαφηβολιώνα, το θέατρο του Διονύσου. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, μέτοικοι και ξένοι μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μεγάλη αυτή λαϊκή γιορτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Το ίδιο το κράτος είχε φροντίσει να χορηγήσει στους άπορους πολίτες το αντίτιμο του εισιτηρίου (θεωρικό). Ειδικοί υπάλληλοι του κράτους, οι ραβδούχοι, εφοδιασμένοι με ραβδιά, φρόντιζαν να τηρηθεί η τάξη και όλο αυτό το πλήθος να τακτοποιηθεί στις θέσεις του. Τις πρώτες θέσεις, τις προεδρίες, καταλάμβαναν οι άρχοντες, ενώ η κεντρικότερη και πιο επίσημη έδρα προοριζόταν για τον ιερέα του Διονύσου.
Οι θεατές περνούσαν στο θέατρο ολόκληρη την ημέρα. Γι' αυτό έφερναν μαζί τους και τα ανάλογα εφόδια. Οι παραστάσεις άρχιζαν μετά τις επίσημες τελετές. Οι μύθοι ήταν γνωστοί. Αλλαζε μόνο η μουσική, η ερμηνεία, η φιλοσοφία του έργου. Άλλωστε από τον προάγωνα, μια διαδικασία που γινόταν πριν από τις γιορτές στο ωδείο, στεγασμένο θέατρο, οι θεατές ενημερώνονταν για το περιεχόμενο των έργων που θα παρακολουθούσαν και τους συντελεστές της παράστασης. Στον αρχαίο κόσμο κανένα άλλο κοινό δεν ήταν τόσο ενημερωμένο και δεν ένιωθε τόσο καλά τις παραστάσεις, όσο το αθηναϊκό. Οι θεατές χειροκροτούσαν και επευφημούσαν, αλλά και δε δίσταζαν να σφυρίζουν και να αποδοκιμάζουν το έργο, όταν αγανακτούσαν. Ο ρήτορας Αισχίνης αντιμετώπισε μια τέτοια έκρηξη του κοινού ως τριταγωνιστής. Επί τρεις ημέρες το αθηναϊκό κοινό ζούσε την ένταση των δραματικών αγώνων. Στο τέλος της τρίτης ημέρας ανακοινωνόταν το αποτέλεσμα.
Η ποίηση του Αισχύλου χαρακτηρίζεται από τη βαθιά θρησκευτικότητα, τη φιλοσοφική σκέψη και τη φιλοπατρία. Οι θεοί και η θεία δίκη είναι παντού στον Αισχύλο. Η τραγική μοίρα του ανθρώπου αποκαλύπτεται μέσα από τη σύγκρουση με το θείο. Πίσω από τους ανθρώπους υπάρχουν οι θεοί, οι οποίοι είναι δυνάμεις σκληρές αλλά δίκαιες, που φυλάσσουν τις μεγάλες αξίες της ζωής (Ἱκέτιδες). Οι άνθρωποι έχουν πλήρη ευθύνη των πράξεων τους, ακόμη κι αν αυτές εξελίσσονται, χωρίς να έχουν επίγνωση οι ίδιοι, και μπορεί να τους αφανίσουν. Όσοι έπαθαν, έφτασαν στη σωφροσύνη (πάθος- μάθος). Οι θεοί τιμωρούν την ανθρώπινη αλαζονεία, την ὕβριν, (Πέρσαι, Προμηθεὺς Δεσμώτης) και προστατεύουν όσους εκτελούν το καθήκον τους (Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας). Πάνω όμως από τους θεούς υπάρχουν άλλες δυνάμεις, η Ανάγκη και η Μοίρα, στις οποίες υποτάσσονται και οι ίδιοι. Εξάλλου και η φιλοπατρία του, όπως φαίνεται στους Πέρσες, μέσα από το εγκώμιο του νικημένου εχθρού, συνδυάζεται με τον βαθύ σεβασμό του νικητή προς τον ηττημένο. Ο Αισχύλος υπήρξε ανυπέρβλητος στη δημιουργία κατάλληλης ατμόσφαιρας και στην επινόηση επεισοδίων, τα οποία συνδέονται αρμονικά μεταξύ τους. Τη μεγαλοπρέπεια του περιεχομένου και του λόγου χαρακτηρίζει η ευρύτητα των εκφραστικών μέσων, η δύναμη και οι τολμηρές εικόνες αλλά και το μεγαλείο του στίχου, τον οποίο διακρίνει η αφθονία των νέων λέξεων και ο λυρικός τόνος όχι μόνο των χορικών αλλά και των διαλογικών μερών. Οι καινοτομίες, τέλος, που αποδίδονται στον Αισχύλο και οι οποίες προώθησαν σημαντικά τη διαμόρφωση του δράματος, είναι η εισαγωγή του δεύτερου υποκριτή, η ελάττωση της έκτασης των χορικών μερών, η μείωση των ανδρών του χορού σε 12 από 50, η ενιαία υπόθεση των τριλογιών και η βελτίωση της χορογραφίας και της σκευής.
Ο Ευριπίδης ήταν γιος του πλούσιου κτηματία Μνήσαρχου. Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα γύρω στο 485 π.Χ. και πέθανε στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, όπου φιλοξενούνταν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Από τα 92 δράματα έχουν διασωθεί 18 τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Πήρε μέρος για πρώτη φορά στους δραματικούς αγώνες το 455 π.Χ. Κέρδισε τέσσερις νίκες, από τις οποίες την πρώτη το 441 π.Χ., και μία μετά τον θάνατό του. Από τα σωζόμενα έργα του πρώτο παραδίδεται η Ἄλκηστις. Ακολουθούν κατά χρονολογική σειρά : Μήδεια, Ἡρακλεῖδαι, Ἱππόλυτος, Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς, Τρωάδες, Ἠλέκτρα, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἑλένη, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, Βάκχαι, Ῥῆσος (αμφισβητείται αν είναι δικό του) και το σατυρικό δράμα Κύκλωψ. Τα θέματα των έργων του ακολουθούν την παράδοση, αλλά αναφέρονται κυρίως στα πολιτικά και ηθικά προβλήματα του καιρού του. Μέσα από αυτά προβάλλει τα ανθρώπινα πάθη, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τη βία και το δικαίωμα του ανθρώπου να αγωνίζεται εναντίον της αδικίας. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από νεωτεριστικό πνεύμα. Αναλύει με βαθιά φιλοσοφική διάθεση τα ανθρώπινα πάθη, αντιμετωπίζει τις παραδόσεις με ορθολογιστικό τρόπο, κρίνει και αμφισβητεί τους θεσμούς. Επηρεασμένος από τους σοφιστές, αν και κατηγορήθηκε για ασέβεια και αθεΐα, δε στρέφεται εναντίον της θρησκείας, αλλά επικρίνει και σαρκάζει τις λαϊκές αντιλήψεις των συγχρόνων του για τους θεούς. Θεωρήθηκε ο τραγικότατος των ποιητών και ονομάστηκε από σκηνής φιλόσοφος. Παρουσιάζει τους ήρωές του πιο ανθρώπινους, με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα, και όχι, όπως οι άλλοι τραγικοί, εξιδανικευμένους ή υπερφυσικούς. Η φιλοσοφία του Ευριπίδη είναι ότι ο άνθρωπος, τελείως μόνος, αποφασίζει και ευθύνεται ο ίδιος για τις πράξεις του.
Ο Σοφοκλής γεννήθηκε στον Ίππιο Κολωνό της Αθήνας το 496 π.Χ. Γιος του Σοφίλου, εύπορου Αθηναίου, διαπαιδαγωγήθηκε ανάλογα με την οικονομική του άνεση. Διδάχθηκε τη μουσική από τον περίφημο μουσικοδιδάσκαλο Λάμπρο. Τα σωματικά του προσόντα και η πνευματική και ψυχική του καλλιέργεια τον κατέστησαν πρότυπο ολοκληρωμένου πολίτη των κλασικών χρόνων. Δεκαπενταετής, ήταν ο κορυφαίος του χορού των εφήβων που πήρε μέρος στον εορτασμό της νίκης για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Υπηρέτησε την πατρίδα του από διάφορες θέσεις, αναλαμβάνοντας στρατιωτικά, οικονομικά και θρησκευτικά καθήκοντα. Οι Αθηναίοι τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα, γι' αυτό και τον εξέλεξαν στρατηγό, μαζί με τον Περικλή, στην εκστρατεία της Σάμου το 441-440 π.Χ. Είχε πολλούς φίλους και συνδέθηκε με πολλά εξέχοντα πρόσωπα της εποχής του, όπως τον Κίμωνα, τον Περικλή, τον Ηρόδοτο και άλλους. Η αγάπη του για την Αθήνα τον έκανε να μην την εγκαταλείψει ποτέ, παρά μόνον για να την υπηρετήσει.Το τελευταίο του έργο, ο Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, περιέχει τον ωραιότερο ύμνο για τη δόξα της Αθήνας. Κατά την παράδοση, στα τελευταία χρόνια της ζωής του μια οικογενειακή διαφωνία λύπησε αρκετά τον ποιητή. Ο γιος του Ιοφών κίνησε εναντίον του δίκη για παράνοια, με σκοπό να τον θέσει υπό απαγόρευση. Τελικά όμως ο ποιητής δικαιώθηκε. Πέθανε το 406 π.Χ. σε ηλικία ενενήντα ετών. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 468 π.Χ., όταν νίκησε τον Αισχύλο και στεφανώθηκε από τον Κίμωνα, που μόλις είχε επιστρέψει από τη νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των Περσών. Έλαβε μέρος σε τριάντα περίπου δραματικούς αγώνες, παίρνοντας πάνω από είκοσι πρώτα βραβεία και τα υπόλοιπα δεύτερα. Από τα 123 δράματά του σώθηκαν ακέραια μόνον επτά και ένα μέρος από το σατυρικό δράμα Ἰχνευταί. Από τις τραγωδίες που σώθηκαν αρχαιότερη είναι ο Αἴας ακολουθούν: Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Οἰδίπους Τύραννος, Ἠλέκτρα, Φιλοκτήτης, και τελευταία ο Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, που διδάχτηκε μετά τον θάνατό του, πιθανόν το 401 π.Χ. από τον ομώνυμο εγγονό του. Σ' όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή κυριαρχεί το πρόβλημα της ηθικής τάξης. Προκειμένου να κρίνει τις ανθρώπινες πράξεις, αναζητεί τα βαθύτερα κίνητρα και την εσωτερική διάθεση των προσώπων που τις διέπραξαν. Ο Σοφοκλής, τρέφει βαθύ σεβασμό στις μυθικές και θρησκευτικές παραδόσεις της πόλης. Δεν τον προβλημάτισαν όμως, όπως τον Ευριπίδη, οι αντιφάσεις ανάμεσα στη μυθική παράδοση και τις ηθικές αντιλήψεις της εποχής του, ούτε τον διέκρινε ο μεταφυσικός προβληματισμός του Αισχύλου. Η παρουσία των θεών είναι πάντοτε αισθητή στο έργο του· αντιπροσωπεύουν το φως, την ηρεμία αλλά και τη δύναμη· ο άνθρωπος είναι ασταθής και εφήμερος, γι' αυτό και οι θεϊκοί νόμοι, συγκρινόμενοι με τους ανθρώπινους, υπερισχύουν σε όλα. Οι ήρωες των έργων του δεν έχουν τις τιτανικές διαστάσεις των ηρώων του Αισχύλου, ούτε είναι καθημερινοί άνθρωποι, όπως στον Ευριπίδη. Είναι γενναιότεροι από τον μέσο άνθρωπο και παλεύουν, χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, μέσα στη μοναξιά που επιβάλλει ο ηρωισμός και η βούλησή τους. Το μεγαλείο τους βρίσκεται στην αλύγιστη δύναμή τους και στη συναίσθηση ότι εκτελούν το καθήκον τους, ακόμη κι αν τους απαρνούνται όλοι και τους εμπαίζουν οι θεοί. Παρότι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους εξαιτίας της εσωτερικής τους ελευθερίας, δεν είναι όμως και κύριοι της τύχης τους. Ακόμη και όταν σφάλλουν, έχουν κάτι το ευγενικό και το υψηλό· δεν παρουσιάζονται με ταπεινά αισθήματα, αλλά διακρίνονται για την αίσθηση του χρέους τους.

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Το έδαφος της Αττικής ήταν φτωχό. Οικισμοί αναπτύχθηκαν εκεί όπου υπήρχαν δυνατότητες να ζήσουν άνθρωποι. Στις λιγοστές πεδιάδες οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη γεωργία, ενώ στις κάπως ορεινές με την κτηνοτροφία. Τα εκτεταμένα παράλια ευνόησαν την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου. Αργότερα, η Αττική αποτέλεσε ενιαίο κράτος με έδρα την Αθήνα. Το έργο αυτό αποδόθηκε στον Θησέα. Σε ανάμνηση μάλιστα του γεγονότος αυτού οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Παναθήναια, την πιο λαμπρή γιορτή της Αθήνας. Οι Αθηναίοι ήταν Ίωνες, περήφανοι γι’ αυτή την καταγωγή τους και δεμένοι με τον τόπο τους˙ αγωνίστηκαν και δημιούργησαν ένα μεγάλο κράτος, του οποίου η δύναμη και η αίγλη έμειναν απαράμιλλες στους αιώνες.
Πρώτο πολίτευμα της Αθήνας ήταν η βασιλεία. Για την περίοδο αυτή ελάχιστα μας είναι γνωστά. Τελευταίος βασιλιάς, σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε ο Κόδρος, ο οποίος θυσιάστηκε προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση με τους Δωριείς. Το γεγονός αυτό πιθανόν δείχνει ότι η μεταβολή του πολιτεύματος έγινε ειρηνικά. Απόδειξη αποτελεί το ότι και στο αριστοκρατικό πολίτευμα εξακολούθησε να υπάρχει ο θεσμός του άρχοντα-βασιλιά με αρμοδιότητες θρησκευτικού χαρακτήρα. Ουσιαστική εξουσία ασκούσαν ο επώνυμος άρχοντας, υπεύθυνος για τη σύγκληση της Εκκλησίας του Δήμου, και ο πολέμαρχος, αρμόδιος για στρατιωτικά θέματα. Οι έξι θεσμοθέτες ασχολούνταν με δικαστικά θέματα. Ο Άρειος Πάγος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση των νόμων. Η Εκκλησία του Δήμου, ως συνέλευση όλων των Αθηναίων, απέκτησε μεγάλη σημασία στα μεταγενέστερα χρόνια.
Προβλήματα, όμως, της καθημερινής ζωής προκαλούσαν εντάσεις. Την εξουσία των ευγενών είχαν ήδη αρχίσει να αμφισβητούν οι έμποροι και οι βιοτέχνες, οι οποίοι με την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου είχαν αποκτήσει μεγάλη οικονομική δύναμη. Από την άλλη πλευρά οι χρεωμένοι αγρότες απαιτούσαν κατάργηση των χρεών. Όσοι από αυτούς δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους γίνονταν δούλοι.
Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Κύλωνας, ο οποίος το 632 π.Χ., με την υποστήριξη πολλών οπαδών του, θέλησε να πάρει την εξουσία και να γίνει τύραννος. Το κίνημά του απέτυχε και ο ίδιος δραπέτευσε στα Μέγαρα. Οι οπαδοί του, όμως, παρόλο που είχαν καταφύγει ως ικέτες στους βωμούς των θεών, θανατώθηκαν. Το ανόσιο αυτό έργο έμεινε στην ιστορία γνωστό ως «Κυλώνειο άγος».
Η αναστάτωση στην Αθήνα κορυφώθηκε. Οι Μεγαρείς βρήκαν την ευκαιρία και κατέλαβαν τη Σαλαμίνα. Καθημερινά προβάλλονταν τα αιτήματα για την κατάργηση των χρεών και τη σύνταξη γραπτών νόμων. Οι νόμοι μέχρι τότε ήταν άγραφοι. Το γεγονός αυτό εμπόδιζε τη σωστή απονομή της δικαιοσύνης και πολλοί παραπονούνταν ότι δεν εύρισκαν το δίκιο τους. Οι ευγενείς, για να εκτονωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια, ανέθεσαν το 624 π.Χ. στον Δράκοντα να καταγράψει τους νόμους. Οι νόμοι του Δράκοντα, «γραμμένοι με αίμα», όπως είπαν, ήταν πολύ αυστηροί. Αποτελούσαν, πάντως, μια προσπάθεια να επιβληθεί η τάξη και να ησυχάσει ο τόπος.
Η καταγραφή των νόμων ικανοποίησε ένα μέρος των πολιτών. Όμως, το οξύ οικονομικό πρόβλημα που ανάγκαζε όσους δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους να γίνουν δούλοι, προκαλούσε συνεχή αναταραχή. Το 594 π.Χ., οι Αθηναίοι επέλεξαν τον Σόλωνα, ποιητή και έναν από τους επτά σοφούς, να δώσει λύση στα δύσκολα προβλήματα της πόλης. Ένα από τα μέτρα που έλαβε ο Σόλωνας ήταν η κατάργηση των χρεών. Απελευθέρωσε αυτούς που είχαν γίνει δούλοι λόγω χρεών και απαγόρευσε στο εξής να δανείζεται κάποιος με εγγύηση την προσωπική του ελευθερία. Αυτή είναι η περίφημη διάταξη της νομοθεσίας του Σόλωνα, γνωστή ως σεισάχθεια, με την οποία λυτρώθηκε η αγροτική τάξη. Ένα άλλο μέτρο, με το οποίο ο Σόλωνας αποδυνάμωσε το αριστοκρατικό πολίτευμα, ήταν η διαίρεση των πολιτών σε τέσσερις τάξεις. Ως βάση έθεσε το εισόδημα και όχι την καταγωγή. Ανάλογα όρισε και τα αξιώματα. Παράλληλα, διεύρυνε τον πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας του Δήμου, στην οποία έπαιρναν μέρος όσοι είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους. Τα θέματα που συζητούνταν στη συνέλευση του λαού, τα προετοίμαζε η Βουλή των Τετρακοσίων, αν και η ύπαρξή της αμφισβητείται από ορισμένους μελετητές. Η δημιουργία της Ηλιαίας, ενός δικαστηρίου στο οποίο συμμετείχαν με κλήρωση άτομα από όλες τις τάξεις, ήταν μέτρο που στόχευε στην καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης και την εξάλειψη των ανισοτήτων. Για να πετύχει, εξάλλου, ο Σόλωνας την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, ψήφισε νόμο με τον οποίο στερούσε τα πολιτικά δικαιώματα από όσους δεν έπαιρναν σαφή θέση πάνω στα κοινωνικά και πολιτικά θέματα.
Τα μέτρα του Σόλωνα ανακούφισαν τη λαϊκή τάξη και εξίσωσαν τους πλούσιους με τους ευγενείς. Επειδή η γη εξακολουθούσε να είναι στα χέρια λίγων, το αίτημα για ξαναμοίρασμα της γης ήλθε πάλι στην επιφάνεια. Τις ταραχές εκμεταλλεύτηκε ο Πεισίστρατος, ένας ευγενής, ο οποίος με τη συμπαράσταση του λαού κατέλαβε την εξουσία και επέβαλε τυραννικό πολίτευμα. Ο Πεισίστρατος στέρησε από τους Αθηναίους ελευθερίες που με αγώνες είχαν κατακτήσει. Στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του ο Ηρόδοτος περιγράφει τις προπαρασκευαστικές ενέργειες του Λυδού τυράννου Κροίσου για τη μεγάλη (και μοιραία, όπως θα αποδειχτεί) πολεμική σύγκρουσή του με τον Κύρο. Πριν να ξεκινήσει την εκστρατεία, ο Κροίσος επιδιώκει να λάβει έγκυρη χρησμωδική καθοδήγηση — προϋπόθεση απαραίτητη για ένα εγχείρημα τέτοιας κλίμακας. Έχοντας εξακριβώσει ότι τα μαντεία των Δελφών και του Αμφιαράου στον Ωρωπό είναι τα μόνα αψευδή, ο Κροίσος ακολουθεί πρόθυμα τις μαντικές υποδείξεις τους, οι οποίες τού επιβάλλουν να συνάψει συμμαχίες με τις πιο μεγάλες δυνάμεις της Ελλάδας. Έπειτα από εκτεταμένες έρευνες, ο Κροίσος διαπιστώνει ότι οι ισχυρότερες ελληνικές πόλεις είναι η Σπάρτη και η Αθήνα. Μάλιστα, από τον ίδιο τον τύραννο της Αθήνας, τον Πεισίστρατο, ο Κροίσος πληροφορείται ότι ο λαός της Αττικής είναι «διασπασμένος και υποταγμένος» (Ηρόδ. Α´ 59.1: τὸ μὲν Ἀττικόν διεσπασμένον τε καὶ κατεχόμενον). Αυτή η φαινομενικά ευκαιριακή αναφορά στον Πεισίστρατο δίνει στον Ηρόδοτο την αφορμή για μιαν από τις περίφημες παρεκβάσεις του (Α´ 59-64), στην οποία ο ιστορικός περιγράφει τις μεθόδους που μεταχειρίστηκε ο Πεισίστρατος προκειμένου να γίνει τύραννος της Αθήνας. Το τμήμα αυτό της ηροδότειας αφήγησης μπορεί να διαβαστεί σαν ένα εγχειρίδιο οδηγιών για επίδοξους τυράννους —ή καλύτερα σαν ένα εγχειρίδιο προστασίας από επίδοξους τυράννους. Στην εν λόγω παρέκβαση, ο Πεισίστρατος επιστρατεύει αρχικώς ένα όπλο ιδιαίτερα προσφιλές στους τυράννους όλων των εποχών: τον λαϊκισμό, δηλαδή τον υστερόβουλο και κυνικό προσεταιρισμό των μη προνομιούχων. Σε μιαν εποχή κατά την οποία μαινόταν στην Αττική εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντίπαλες φατρίες, τους «φιλελεύθερους» Παράλους και τους συντηρητικούς Πεδιακούς, ο Πεισίστρατος εκμεταλλεύτηκε, προκειμένου να συμπήξει μια τρίτη φατρία, τη δυσαρέσκεια των φτωχότερων κατοίκων της Αττικής, των οποίων τα συμφέροντα δεν εξέφραζε ούτε η μία ούτε η άλλη από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Έχοντας εξασφαλίσει την απαραίτητη λαϊκή βάση, ο Πεισίστρατος κατέφυγε ακολούθως στο κλασικό τέχνασμα της αυτοθυματοποίησης: επιδεικνύοντας τραύματα τα οποία ο ίδιος είχε σκόπιμα προκαλέσει στον εαυτό του, ισχυρίστηκε ότι είχε δεχτεί επίθεση από επίδοξους δολοφόνους· έτσι έπεισε τους Αθηναίους (επικαλούμενος και πολεμικά ανδραγαθήματά του κατά το πρόσφατο παρελθόν) να του παραχωρήσουν φρουρά ασφαλείας από τριακόσιους σωματοφύλακες. Αυτή τη φρουρά τη χρησιμοποίησε κατόπιν ο Πεισίστρατος ως ομάδα κρούσεως, για να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία.
Παραλληλισμοί με πρόσωπα και πράγματα της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας δεν είναι δύσκολο να βρεθούν. Η απατηλή τακτική της αυτοθυματοποίησης χρησιμοποιήθηκε από το ναζιστικό καθεστώς κατά την «Επιχείρηση Χίμλερ», στην οποία δυνάμεις των SS ντυμένες με πολωνικές στρατιωτικές στολές επιτέθηκαν στις 31 Αυγούστου 1939 εναντίον γερμανικών φυλακίων στην πολωνογερμανική μεθόριο, ώστε να δημιουργήσουν την απαραίτητη αφορμή για την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία. Εξάλλου, το ναζιστικό κόμμα χρησιμοποίησε επίσης ομάδες κρούσης (τα διαβόητα τάγματα εφόδου ή Sturmabteilung), αλλά και εκμεταλλεύτηκε τα πολεμικά ανδραγαθήματα προβεβλημένων στελεχών του (ιδίως του Χέρμαν Γκέριγκ, παρασημοφορημένου ήρωα του Α´ Παγκοσμίου πολέμου), προκειμένου να εδραιώσει και να εξαπλώσει την επιρροή του.
Πάντως, η πρώτη αυτή τυραννίδα του Πεισιστράτου δεν μακροημέρευσε: ούτε η εκμετάλλευση της λαϊκής δυσαρέσκειας ούτε η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας στάθηκαν ικανές να εδραιώσουν το τυραννικό καθεστώς· λίγο καιρό αργότερα, ο Πεισίστρατος εκδιώχθηκε από την Αθήνα. Σύντομα ο Μεγακλής, ο ηγέτης της συντηρητικής παράταξης, αδύναμος να αντεπεξέλθει στον πόλεμο με τις αντίπαλες φατρίες, αναγκάστηκε να προσεγγίσει τον Πεισίστρατο και του προτείνει έναν αμοιβαίως επωφελή συμβιβασμό. Ο Μεγακλής ήταν πρόθυμος να δώσει στον Πεισίστρατο ως σύζυγο την κόρη του, υπό τον όρο ότι εκείνος θα εγκαθίδρυε τυραννικό πολίτευμα στην Αθήνα. Έτσι, ο Μεγακλής θα αποκτούσε, μέσω του μελλοντικού γαμπρού του, πρόσβαση στην εξουσία, ενώ ο Πεισίστρατος θα προσέθετε στη φαρέτρα του ένα από τα αρχαιότερα και αποτελεσματικότερα πολιτικά όπλα: την αγχιστεία με μια παλαιά και ισχυρή οικογένεια. Ο Πεισίστρατος δέχτηκε την πρόταση και, προκειμένου να καταλάβει την εξουσία, επιστράτευσε ένα πολιτικό τέχνασμα με διαχρονική και απαραμείωτη αποτελεσματικότητα: μεθόδευσε και οργάνωσε ένα εντυπωσιακό πολιτικοθρησκευτικό θέαμα. Διάλεξε δηλαδή μια ψηλή και όμορφη κοπέλα, την έντυσε με πανοπλία, ώστε να μοιάζει με τη θεά Αθηνά, και την έστειλε πάνω σε πολεμικό άρμα στο αθηναϊκό άστυ ως δήθεν τεκμήριο της προστασίας με την οποία η πολιάδα θεά υποτίθεται ότι περιέβαλλε τον εκλεκτό της. Το σχέδιο στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, παρόλο που ο Ηρόδοτος χωρίς περιστροφές το χαρακτηρίζει αφελέστατο. Παραλληλισμοί με γεγονότα της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας είναι, και πάλι, εύκολο να βρεθούν. Το προφανέστερο παράδειγμα είναι η εκμετάλλευση μορφών και συμβόλων της γερμανικής μυθολογίας από το ναζιστικό καθεστώς, το οποίο ταυτόχρονα (και παρά τη διακηρυγμένη αντίθεσή του προς τον Χριστιανισμό) δεν δίστασε να μεταχειριστεί και χριστιανικά θρησκευτικά σύμβολα ως προπαγανδιστικά εργαλεία — λόγου χάρη, την Εκκλησία της Θεομήτορος (Frauenkirche) στη Νυρεμβέργη, η οποία εμφανίζεται ως φόντο της στρατιωτικής παρέλασης που παρακολουθεί ο Χίτλερ στην τελευταία σκηνή της προπαγανδιστικής ταινίας της Λένι Ρίφενσταλ Ο Θρίαμβος της Θέλησης (1935).
Για να επιστρέψουμε στον Πεισίστρατο: η δεύτερη τυραννίδα του δεν υπήρξε μακροβιότερη της πρώτης. Εξαιτίας της προσβλητικής συμπεριφοράς του απέναντι στην κόρη του Μεγακλή, ο τύραννος εξορίστηκε για δεύτερη φορά. Τούτο βέβαια δεν τον εμπόδισε να μεθοδεύσει την εκ νέου επάνοδό του στην Αθήνα: επί δέκα ολόκληρα χρόνια, ο Πεισίστρατος φροντίζει, από την εξορία, να συγκεντρώσει χρηματικές ενισχύσεις και πολυάριθμο μισθοφορικό στρατό. Αυτή τη φορά, η τύχη επιτέλους του χαμογελά: με τα στρατεύματα που έχει συναθροίσει, καταλαμβάνει τον Μαραθώνα και από εκεί πορεύεται προς την περιοχή του σημερινού Γέρακα, όπου συγκρούεται με τους υπερασπιστές της Αθήνας και τους τρέπει σε φυγή. Αυτός όμως ο εύκολος στρατιωτικός θρίαμβος δεν είναι ο τελικός στόχος του Πεισίστρατου: για να εγκαθιδρύσει και να εδραιώσει την τυραννική εξουσία του, χρειάζεται και τη συγκατάθεση ή έστω την ανοχή των υπηκόων του, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να αποτρέψει τυχόν ανασύνταξή τους. Αυτόν τον διπλό σκοπό τον πετυχαίνει χάρη σε ένα στρατήγημα ασυναγώνιστο σε απλότητα και ευφυία. Με το τέλος της μάχης, στέλνει τους ίδιους τους γιούς του έφιππους να διαβεβαιώσουν τους ηττημένους Αθηναίους ότι δεν έχουν να ανησυχούν για τίποτε και μπορούν άφοβα να επιστρέψουν στις ασχολίες τους. Ό,τι δεν πέτυχαν ο δόλος, οι πολιτικές συμμαχίες και τα εξωφρενικά θεάματα το πέτυχε η υπόσχεση της επιστροφής στην κανονικότητα. Συνέδεσε, όμως, το όνομά του με σημαντικά εξωραϊστικά έργα (Εννεάκρουνος πηγή, νέα Αγορά, τελεστήριο της Ελευσίνας κ.ά.), καθώς και με την προσπάθεια για δημιουργία βιβλιοθήκης. Μετά τον θάνατό του, το 527 π.Χ., την εξουσία ανέλαβε ο γιος του Ιππίας, τον οποίο οι Αθηναίοι ανέτρεψαν το 510 π.Χ.
Από την πολιτική διαμάχη που ακολούθησε την πτώση της τυραννίας, ευνοημένοι βγήκαν οι δημοκρατικοί, οι οποίοι με αρχηγό τον Κλεισθένη προχώρησαν σε ενέργειες που θεμελίωσαν το δημοκρατικό πολίτευμα. Σημαντικό μέτρο ήταν η δημιουργία δέκα φυλών, των οποίων τα μέλη προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της Αττικής. Έτσι έπαψαν η συγγένεια και η καταγωγή να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Με το μέτρο αυτό ο Κλεισθένης «έδωσε την πολιτεία στον λαό», όπως έγραψε αργότερα ο Αριστοτέλης. Ένα άλλο μέτρο ήταν η αύξηση της βουλής κατά 100 μέλη (Βουλή των Πεντακοσίων). Για να προστατεύσει τους πολίτες από τον κίνδυνο αύξησης της δύναμης του πολέμαρχου στρατηγού, αύξησε τον αριθμό των στρατηγών σε δέκα. Κυρίαρχο σώμα έγινε πλέον η Εκκλησία του Δήμου, στην οποία λαμβάνονταν οι πιο σοβαρές αποφάσεις. Ο Κλεισθένης έκανε προσιτά στους πολίτες όλα τα αξιώματα και εξασφάλισε τη λαϊκή συνοχή. Δίκαια θεωρείται ως ο θεμελιωτής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι δημοκρατικοί θεσμοί αφύπνισαν το ενδιαφέρον του πολίτη για τα κοινά και επέφεραν σημαντική αλλαγή στον τρόπο ζωής της πόλης. Το αποφασιστικό αυτό βήμα προς τη δημοκρατία που πραγματοποιήθηκε στην αρχαία Αθήνα έχει παγκόσμια ιστορική σημασία.
Την περίοδο από το τέλος των περσικών πολέμων έως και το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου οι ιστορικοί την αποκαλούν κλασική. Ο χαρακτηρισμός αυτός αναγνωρίζει στην εποχή την υπεροχή των συντελεστών της και των επιτευγμάτων τους, επικυρώνει την πνευματική τους επιβολή και τη διαχρονική επιβίωσή τους στις ιδέες και στα δημιουργήματα μεταγενέστερων εποχών. Την εποχή αυτή διαμορφώθηκαν οι αξίες που αποτελούν τα θεμέλια του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Το νικηφόρο αποτέλεσμα των περσικών πολέμων ήταν καθοριστικό για την ιστορική πορεία των Ελλήνων. Η αυτοπεποίθηση, η αίσθηση της αυτάρκειας αλλά και της υπεροχής απέναντι στους «βαρβάρους» και πάνω απ' όλα η ψυχική ευφορία του νικητή που θέλει να αποκαταστήσει τις καταστροφές ήταν κίνητρα που δημιούργησαν τα επιτεύγματα στην πολιτική, στα γράμματα και τις τέχνες της κλασικής εποχής.
Μετά τους περσικούς πολέμους και για πενήντα περίπου χρόνια η Αθήνα εξελίχθηκε σε ηγεμονική δύναμη, γεγονός που δημιούργησε τις προϋποθέσεις της αντιπαράθεσής της με τη Σπάρτη. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των δύο σημαντικότερων πόλεων είχαν ως αποτέλεσμα τη διαίρεση του ελληνικού κόσμου σε δύο μεγάλους συνασπισμούς. Οδήγησαν τους Έλληνες σε μακροχρόνια εμφύλια σύρραξη τριάντα περίπου χρόνων, τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. τον ανταγωνισμό των ελληνικών πόλεων-κρατών υποδαύλισε η παρέμβαση των Περσών με την παροχή χρημάτων ή στρατιωτικής βοήθειας, ενώ το δεύτερο μισό του αιώνα εμφανίζεται ως επιτακτική ανάγκη η ιδέα της πανελλήνιας ένωσης. Η ένωση των Ελλήνων και ο κοινός τους αγώνας εναντίον των Περσών ήταν εγχείρημα του Ελληνισμού της Μακεδονίας, το οποίο επιτεύχθηκε εν μέρει από το Φίλιππο Β' και ολοκληρώθηκε από το Μ. Αλέξανδρο.
Η Αθήνα μετά την απόκρουση του περσικού κινδύνου ανασυγκροτήθηκε και εξελίχθηκε σε μεγάλη ναυτική δύναμη. Τέθηκε επικεφαλής μεγάλου μέρους των ελληνικών πόλεων, ιδρύοντας την Α' Αθηναϊκή συμμαχία (478/7 π.Χ.). Η ενέργεια αυτή ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντά της, που στόχευαν στην ανάδειξή της σε μεγάλη δύναμη. Έδρα της συμμαχίας ορίστηκε η Δήλος (Δηλιακή συμμαχία), όπου βρισκόταν το συμμαχικό ταμείο και συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο οι αντιπρόσωποι, Τα μέλη που την αποτέλεσαν είχαν, τουλάχιστον στην αρχή, τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Ο φόρος καθοριζόταν σε πλοία ή χρήματα. Τη συμμαχία οι Αθηναίοι τη χρησιμοποίησαν ως μέσο επικράτησης και κυριαρχίας· ως μέσο επικράτησης απέναντι στους Πέρσες και στους υπόλοιπους Έλληνες και ως μέσο επιβολής της κυριαρχίας τους στους ίδιους τους συμμάχους. Ο πόλεμος εναντίον των Περσών συνεχίστηκε με αρκετές διακοπές, εξαιτίας των πολιτικών αντιθέσεων στην Αθήνα. Οι Έλληνες που δεν είχαν προσχωρήσει στη συμμαχία, αν και δεν αντιμετώπιζαν ευνοϊκά την αύξηση της δύναμης των Αθηναίων, εντούτοις δεν εκδήλωναν φανερά την αντίθεσή τους. Ακόμα και οι Σπαρτιάτες ήταν επιφυλακτικοί και μόνο όταν τους δινόταν η ευκαιρία, προσπαθούσαν με πλάγιο τρόπο να εξασθενίσουν την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας.
Οι Αθηναίοι ανέλαβαν, έτσι, την αρχηγία. Όρισαν ποιοι από τους συμμάχους έπρεπε να συνεισφέρουν χρήματα και ποιοι να προμηθεύσουν καράβια για την αντιμετώπιση των βαρβάρων. Σκοπός, έλεγαν, ήταν να λεηλατήσουν τις κτήσεις του Βασιλέως, αντίποινα για όσα είχαν πάθει. Για πρώτη φορά, τότε, οι Αθηναίοι διόρισαν Ελληνοταμίες που πήγαιναν και εισέπρατταν τον φόρο. Έτσι ονομάστηκε τότε, η εισφορά. Το ύψος του πρώτου φόρου που ορίστηκε ήταν τετρακόσια εξήντα τάλαντα, ταμείο ήταν η Δήλος και οι συνελεύσεις της συμμαχίας γίνονταν στο Ναό. Θουκυδίδης, Α. 96 μετ. Αγγ. Βλάχου.
Ο Κίμων, εκπρόσωπος της αριστοκρατικής παράταξης, ήταν υπέρ της συνεργασίας με τη Σπάρτη. Ως αρχιστράτηγος της συμμαχίας εργάστηκε για τη στερέωση της αθηναϊκής δύναμης και την αντιμετώπιση των Περσών. Η σημαντικότερη από τις στρατιωτικές ενέργειές του ήταν η νικηφόρα αντιμετώπιση των Περσών στις εκβολές του Ευρυμέδοντος ποταμού στις Μικρασιατικές ακτές (περίπου το 467 π.Χ.). Ωστόσο, η φιλολακωνική πολιτική που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα την πολιτική του ήττα και τη διακοπή των φιλικών σχέσεων Αθήνας και Σπάρτης, όταν οι Λακεδαιμόνιοι απέπεμψαν αθηναϊκή στρατιωτική δύναμη που είχε σταλεί για να τους συνδράμει στη διάρκεια εξέγερσης των ειλώτων της Μεσσηνίας (Γ Μεσσηνιακός πόλεμος, 464-455 π.Χ.).
Στην Αθήνα την περίοδο αυτή συνέβησαν πολιτικές ανακατατάξεις. Οι δημοκρατικοί επικράτησαν με αρχηγό τον Εφιάλτη και περιόρισαν τις δραστηριότητες των αριστοκρατικών. Ο Κίμων εξοστρακίστηκε (461 π.Χ.) και η φιλολακωνική πολιτική του εγκαταλείφθηκε οριστικά. Μετά τον εξοστρακισμό του Κίμωνα δολοφονήθηκε ο Εφιάλτης και αρχηγός των δημοκρατικών αναδείχθηκε ο Περικλής.
Η Αθήνα, παρά τον ανταγωνισμό της με τη Σπάρτη, κατόρθωσε να επεκτείνει τη συμμαχία ανάμεσα στους Έλληνες. Επιβλήθηκε με τη βία, μεταβάλλοντας τη συμμαχία σε ηγεμονία. Η μεταβολή αυτή έγινε τυπικά με τη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου από τη Δήλο στην Ακρόπολη των Αθηνών (454 π.Χ.). Ουσιαστικά όμως εκδηλώθηκε με ένοπλες επεμβάσεις των Αθηναίων στις συμμαχικές πόλεις που παρουσίαζαν διαθέσεις αποχώρησης από τη συμμαχία.
Για δεκαεπτά χρόνια ακριβώς μετά από τους περσικούς πολέμους η πολιτεία παρέμεινε κάτω από την εξουσία των Αρεοπαγιτών (αριστοκρατικών), που όμως προοδευτικά έχαναν τη δύναμή τους. Καθώς αύξανε η ισχύς του πλήθους, έγινε αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης ο Εφιάλτης. ο γιος του Σοφωνίδη, που τον θεωρούσαν αδιάφθορο και φιλόπατρι, και στράφηκε κατά της Βουλής του Αρείου Πάγου. Πρώτιστα έβγαλε από τη μέση πολλούς Αρεοπαγίτες, κινώντας δίκες εναντίον τους εξαιτίας της διοίκησης τους. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 25.
Ο Κίμων επέστρεψε μετά από δεκάχρονη εξορία (451 π.Χ.) και έγινε εκ νέου κύριος της πολιτικής κατάστασης. Υπέγραψε πενταετή ανακωχή με τη Σπάρτη και στράφηκε εναντίον των Περσών στην Κύπρο, όπου και πέθανε κατά την πολιορκία του Κιτίου (450 π.Χ.). Ο αθηναϊκός στόλος όμως τον επόμενο χρόνο κατόρθωσε να νικήσει τον περσικό στη Σαλαμίνα της Κύπρου.
Οι Αθηναίοι λέγεται ότι συνήψαν συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες, υποχρεώνοντάς τους να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας. Η συνθήκη αυτή είναι γνωστή ως Καλλίειος από το όνομα του αρχηγού της αθηναϊκής αποστολής στα Σούσα. Πολλοί ιστορικοί ονομάζουν την ειρήνη Κιμώνειο, υποστηρίζοντας ότι κύριος συντελεστής της ήταν ο Κίμων με τις νίκες του εναντίον των Περσών. Μετά τον θάνατο του Κίμωνα πολιτική δράση ανέλαβε ο Περικλής, ο οποίος έκλεισε ειρήνη για τριάντα χρόνια (Τριακοντούτεις σπονδαί) με τους Σπαρτιάτες (445 π.Χ.).
Η περίοδος της τριακονταετούς ειρήνης, που στην πραγματικότητα κράτησε μόνο δεκαπέντε χρόνια, ταυτίζεται με την ανάπτυξη της Αθήνας στο εσωτερικό της και την απόλυτη κυριαρχία επί των συμμάχων της. Κύριος συντελεστής της κατάστασης ήταν αναμφισβήτητα ο Περικλής. Η προσωπικότητα του χαρισματικού αυτού ηγέτη σφράγισε ουσιαστικά με τη δράση του την εποχή, ώστε δίκαια από πολλούς μελετητές ολόκληρος ο 5ος αι. π.Χ. να χαρακτηρίζεται για την Αθήνα ως «χρυσους αιών του Περικλέους». Ο ίδιος καθιερώθηκε στην Αθήνα μετά τη δολοφονία του Εφιάλτη και τον θάνατο του Κίμωνα. Εκλεγόταν, δε, κάθε χρόνο στρατηγός.
Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ακριβώς για το πολιτικό καθεστώς που επικρατούσε εκείνη την εποχή, «έγίγνετό τε λόγω μεν δημοκρατία, εργω δέ υπό του πρώτου άνδρός αρχή» (Β. 65.9), χωρίς βέβαια να υπονοεί την επιβολή τυραννίδας. Σε άλλο σημείο της ιστορίας του αναφέρει ότι ο Περικλής επιβαλλόταν στο πλήθος χωρίς να περιορίζει τις ελευθερίες του. Γεγονός είναι ότι και οι προϋποθέσεις υπήρχαν - κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές - και ο Περικλής είχε την πολιτική οξυδέρκεια προικισμένου ηγέτη, ώστε η Αθήνα να φτάσει στο απόγειο της πολιτικής και πολιτιστικής της ανάπτυξης.
Η ενίσχυση του δημοκρατικού πολιτεύματος επιτεύχθηκε με την καθιέρωση χρηματικής αποζημίωσης για τους κληρωτούς άρχοντες, τους βουλευτές και τους λαϊκούς δικαστές. Τούτο το μέτρο στόχευε στην οικονομική ενίσχυση των λαϊκών στρωμάτων που δε διέθεταν περιουσία και έπρεπε να συμμετέχουν στη διοίκηση του κράτους. Οι οικονομικές παροχές επεκτάθηκαν και σε δαπάνες για την πολιτιστική ανάπτυξη των Αθηναίων. Τα θεωρικά ήταν το αντίτιμο της ελεύθερης εισόδου των πολιτών στο θέατρο, το οποίο αποτελούσε χώρο παιδείας για τους Αθηναίους.
Έχοντας εξασφαλίσει την κυριαρχία της Αθήνας μεταξύ των συμμάχων, ο Περικλής επιδίωξε να επεκτείνει την εμπορική επιρροή των Αθηναίων και προς τη Δύση. Συμμάχησε με την Εγέστα, τους Λεοντίνους, το Ρήγιο και συνέβαλε στην ίδρυση της αποικίας των Θουρίων (444/3 π.Χ.).Έτσι ο Πειραιάς εξελίχθηκε σε μεγάλο εμπορικό λιμάνι. Το επίνειο της Αθήνας, που χτίστηκε σύμφωνα με τα πολεοδομικά σχέδια του Ιππόδαμου του Μιλήσιου, γρήγορα εξελίχθηκε στο κυριότερο εμπορικό κέντρο ολόκληρης της Μεσογείου. Τα έσοδα του αθηναϊκού κράτους την περίοδο αυτή προέρχονταν από την εκμετάλλευση των μεταλλείων, τη φορολογία, το φόρο των συμμάχων και τις έκτακτες εισφορές.
Το κράτος εκμίσθωνε σε ιδιώτες τα ορυχεία μετάλλου για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η εργασία στα ορυχεία εκτελούνταν κυρίως από δούλους.
Την εποχή του Περικλή άμεση φορολογία δεν υπήρχε στην Αθήνα- ίσως εφαρμόστηκε σε στιγμές μεγάλης κρίσης. Μόνο οι εγκαταστημένοι από άλλες πόλεις στην Αθήνα πλήρωναν φόρο, το μετοίκιο, 12 δραχμές το χρόνο για τους άνδρες και 6 δραχμές για τις γυναίκες, αν είχαν εισοδήματα. Σημαντικό όμως έσοδο του κράτους ήταν η έμμεση φορολογία, που επιβαλλόταν για τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα από τα αθηναϊκά λιμάνια και κυρίως από τον Πειραιά.
Οι εισφορές των συμμάχων, όταν το συμμαχικό ταμείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα (454 π.Χ.) ανέρχονταν σε απόθεμα 8.000 ταλάντων, το 445 π.Χ. σε 9.700 τάλαντα και πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.) σε 6.000 τάλαντα. Εκτός όμως από τις τακτικές αυτές εισφορές οι Αθηναίοι επέβαλλαν στους συμμάχους πολλές φορές έκτακτη φορολογία, κυρίως με τη μορφή πολεμικών αποζημιώσεων.
Βασική πηγή εσόδων από έκτακτες εισφορές ήταν ο θεσμός της λειτουργίας. Πρόκειται για δαπάνες στρατιωτικών και θρησκευτικών εκδηλώσεων που αναλάμβαναν οι πλουσιότεροι πολίτες. Αυτές ήταν υποχρεωτικές και είχαν τιμητικό συγχρόνως χαρακτήρα. Οι σπουδαιότερες από αυτές ήταν: η χορηγία, σύμφωνα με την οποία ο χορηγός είχε την υποχρέωση να δώσει τα χρήματα για τη διδασκαλία ενός θεατρικού έργου· η τριηραρχία, κατά την οποία ο τριήραρχος είχε την υποχρέωση της συντήρησης και του εξοπλισμού μιας τριήρους· η αρχιθεωρία για τα έξοδα της επίσημης αποστολής (θεωρίας) σε πανελλήνιες γιορτές· η εστίαση για τα έξοδα του δείπνου μιας φυλής σε θρησκευτικές γιορτές· η γυμνασιαρχία για την τέλεση αγώνων λαμπαδηδρομίας στα Παναθήναια.
Όταν ο Περικλής έγινε αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης, το πολίτευμα εκδημοκρατικοποιήθηκε περισσότερο. Ο Περικλής αφαίρεσε μερικές αρμοδιότητες από τον Άρειο Πάγο και κυρίως προσπάθησε να οργανώσει τη ναυτική δύναμη της πολιτείας. Έτσι το πλήθος απέκτησε θάρρος μεγαλύτερο και περισσότερες εξουσίες. Σαράντα εννέα χρόνια μετά από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν ήταν επώνυμος άρχοντας ο Πυθόδωρος, άρχισε ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου όλος ο λαός συγκεντρώθηκε μέσα στην πόλη και οι πολίτες συνήθισαν να παίρνουν μισθό όταν ήταν σε εκστρατεία. Με αυτόν τον τρόπο ο λαός, συνειδητά ή ασυνείδητα, ασκούσε ο ίδιος την εξουσία. Ο Περικλής πρώτος χορήγησε μισθό στους δικαστές για να συναγωνιστεί τον Κίμωνα που ήταν πλούσιος και ξόδευε για το λαό. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 27.
Από το τέλος των Περσικών Πολέμων έχουμε ευρεία χρήση του γραπτού λόγου: στην τραγωδία και στην αύξηση του αριθμού των δημόσιων και ιδιωτικών επιγραφών. Καθιερώθηκε, ακόμη, η αποτύπωση του εθνικού ονόματος στον οπισθότυπο των νομισμάτων (το εθνικό όνομα παραγόταν από τοπωνύμια ή από ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές). Συνέβαλε η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και οι πολυμερείς σχέσεις. Οι πολιτικές συνθήκες οδήγησαν στην ανάπτυξη καινούργιων ειδών γραπτού λόγου, όπως η αττική πεζογραφία και το δράμα. Νέα είδη του γραπτού λόγου είναι η ιστοριογραφία (δημιούργημα της πρώιμης κλασικής περιόδου), το δοκίμιο, η βιογραφία, το μυθιστόρημα. Τα θέματα του δράματος είναι σύγχρονα γεγονότα και καταστάσεις (π.χ. η «Μιλήτου άλωσις», οι «Πέρσαι») όπως και οι κωμωδίες του Αριστοφάνη. Ο Ηρόδοτος συγγράφει την ιστορία των περσικών πολέμων και ο Θουκυδίδης αυτή του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Ξενοφώντας συνεχίζει τη διήγηση του Θουκυδίδη μέχρι το 362 π.Χ.
Η πολιτική φιλοσοφία ασχολείται με ζητήματα πολιτικής πράξης και θεωρίας. Οι ρήτορες εκφωνούν λόγους για πραγματικά ζητήματα της εξωτερικής και της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης. Οι επιστήμες αναπτύσσονται ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο, κυρίως η ιατρική, τα μαθηματικά, η φιλοσοφία.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...