Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η λέξη τραγωδία έχει αβέβαιη προέλευση. Οι δύο γνωστές απόψεις, ότι δηλαδή τραγωδία σημαίνει : I) ᾠδὴ τῶν τράγων = χορικό άσμα των λατρευτῶν του Διονύσου που φορούσαν δέρματα τράγων ή 2) χορικό άσμα σε διαγωνισμό, όπου το βραβείο για τον νικητή ήταν τράγος, θεωρούνται αυθαίρετες και χωρίς ισχυρή επιστημονική στήριξη.
Σταθμό στην εξέλιξη του διθυράμβου σημείωσε ο Αρίων από τη Μήθυμνα της Λέσβου, που είχε εγκατασταθεί στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. στην αυλή του Περιάνδρου, τυράννου της Κορίνθου, πιθανότατα για να ενισχύσει τη διονυσιακή λατρεία. Ο Αρίων διαμόρφωσε καλλιτεχνικά τον διθύραμβο, συνθέτοντας τους στίχους και τη μουσική. Το περιεχόμενό του ήταν στην αρχή σχετικό με τους μύθους του Διονύσου, αργότερα όμως και με άλλα μυθικά πρόσωπα ή ήρωες. Τους διθυράμβους του Αρίωνα εκτελούσε χορός 50 ανδρών, τον οποίο ασκούσε ο ίδιος ο ποιητής. Ο χορός αυτός, τραγουδώντας τον διθύραμβο με τη συνοδεία κιθάρας, ὠρχεῖτο, δηλαδή έκανε χορευτικές κινήσεις γύρω από τον βωμό του Διονύσου. Ο Αρίων θεωρείται και εὑρετὴς τοῦ τραγικοῦ τρόπου, που σήμαινε ένα είδος μουσικής, το οποίο τραγουδούσαν οι χορευτές μεταμφιεσμένοι σε τράγους, δηλαδή σατύρους.
Το μεγάλο βήμα πάντως από τον διθύραμβο στην τραγωδία έγινε στην Αττική. Ο Αρίων είχε παρουσιάσει βέβαια τον εξάρχοντα του διθυράμβου, αλλά δεν του είχε δώσει ανεξάρτητο ρόλο από τον χορό. Σ' αυτήν την καινοτομία προχώρησε ο Θέσπης στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με έμμεσες πληροφορίες (αγγειογραφίες και κάποια μαρτυρία που αποδίδεται στον Αριστοτέλη), ο Θέσπης ξεχώρισε οριστικά τον εξάρχοντα (πρωτοτραγουδιστή - υποκριτή) από την ομάδα - χορό. Αυτόν τον εξάρχοντα-υποκριτή τον ταύτισε πλέον με το πρόσωπο που υποδυόταν. Αλλά και οι λόγοι του υποκριτή, στον διάλογό του με τον χορό, ήταν στίχοι που απαγγέλλονταν και δεν ήταν όμοιοι με εκείνους της μελωδίας του χορού. Οι στίχοι αυτοί αποτέλεσαν τα πρώτα θεατρικά στοιχεία, γιατί με την παρεμβολή τους ανάμεσα στα χορικά κομμάτια διευκόλυναν την παρουσίαση του μύθου, μέσα από διάλογο και αφήγηση.
Ο ίδιος ποιητής φαίνεται ότι ενθουσίασε με τις καινοτομίες του τον λαό και, παρά τις αντιδράσεις του γέροντα πια Σόλωνα, που θεωρούσε τις παραστάσεις ψευδολογίες, δημιούργησε έναν μικρό θίασο, το γνωστό ἅρμα Θέσπιδος, με τον οποίο περιόδευε στα χωριά της Αττικής και έπαιρνε μέρος στις ανοιξιάτικες Διονυσιακές γιορτές.
Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (1448b-24 κ.ε) δίνει τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας : Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.
Σύμφωνα με τον ορισμό, η τραγωδία είναι απομίμηση μιας σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης· είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας, όχι όμως πιστή και δουλική αλλά ελεύθερη και δημιουργική, με τάση εξιδανίκευσης. Ο χαρακτηρισμός τελεία δηλώνει πως η υπόθεση της τραγωδίας έχει αρχή, μέση και τέλος, ενώ το μέγεθός της έχει τέτοια έκταση, ώστε να μπορεί ο θεατής να έχει πλήρη εποπτεία, σαφή αντίληψη και του συνόλου του έργου και των επιμέρους. Εξάλλου η μίμηση γίνεται με λόγο ἡδυσμένο, που έχει δηλαδή ρυθμό, αρμονία και μελωδία· όμως αυτά τα στοιχεία δε διασκορπίζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τραγωδίας είναι η δράση. Οι υποκριτές δεν απαγγέλλουν απλώς, αλλά μιμούνται τους ήρωες του έργου τους οποίους υποδύονται. Όπως ερμηνεύει εύστοχα ο T.S. Eliot, «πίσω από τον τραγικό λόγο βρίσκεται η δραματική ενέργεια, η χροιά της φωνής, το ανασηκωμένο χέρι ή ο τεντωμένος μυς, και η ιδιαίτερη συγκίνηση».
Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει τον θεατή, μέσα από τον ἔλεο και τον φόβο, στην κάθαρση —έναν όρο δύσκολο που έχει απασχολήσει επί αιώνες τους ερμηνευτές. Κατά τον Αριστοτέλη, ο φόβος και ο έλεος (συμπάθεια), αποτελούν την οἰκεία, τη χαρακτηριστική ηδονή, που προκαλεί η τραγωδία. Οι θεατές συμμετέχουν λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα, γι' αυτό και συμπάσχουν με τους ήρωες, οι οποίοι συγκρούονται συνήθως με τη Μοίρα, εξαιτίας κάποιου λάθους, και συντρίβονται. Κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, με την κάθαρση, την οποία προκαλεί η τραγωδία ως έργο τέχνης, οι θεατές ανακουφίζονται και ηρεμούν ψυχικά, γιατί διαπιστώνουν είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα ή την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Γενικότερα οι θεατές, καθώς ζουν έντονα τον ανθρώπινο μύθο μέσα στο τραγικό μεγαλείο του έργου, λυτρώνονται, με τη μαγεία της τέχνης, και γίνονται ελεύθεροι και ανώτεροι άνθρωποι.
Οι δραματικοί αγώνες συνδέονται με την αρχαία Αθήνα και ιδιαίτερα με το θέατρο του Διονύσου. Η διεξαγωγή των αγώνων αυτών στον ιερό χώρο του Διονύσου άρχισε να γίνεται μετά την οικοδόμηση του ναού προς τιμή του θεού. Διαμορφώθηκε, λοιπόν, η νότια πλευρά της Ακρόπολης, έτσι ώστε να συμπεριλάβει τον χώρο για τον κυκλικό λατρευτικό χορό, από τον οποίο προήλθε η ορχήστρα του θεάτρου, και τα εδώλια των θεατών. Μετά τα Μηδικά κατασκευάστηκαν στον ίδιο χώρο τα ξύλινα καθίσματα (ἰκρία) που χρησιμοποιούνταν ακόμη και κατά την περίοδο των τριών τραγικών καθώς και του Αριστοφάνη. Με τον καιρό άρχισε η αντικατάσταση των ξύλινων εδωλίων με λίθινα, η οποία ολοκληρώθηκε επί άρχοντος Λυκούργου, γύρω στα 330 π.Χ.
Στο θέατρο του Διονύσου οι Αθηναίοι ποιητές παρουσίαζαν κάθε χρόνο τα νέα τους έργα. Έπαιρνε μάλιστα η παράσταση αυτή αγωνιστικό χαρακτήρα, γιατί κατά τη διαδικασία αυτή αναδεικνύονταν και βραβεύονταν τα καλύτερα έργα. Ο χρόνος της διεξαγωγής των αγώνων δεν ήταν τυχαίος. Συνδεόταν με την άνοιξη και συνεπώς με τον οργιαστικό χαρακτήρα της λατρείας του Διονύσου. Παράλληλα λειτουργούσαν και άλλοι πρακτικοί λόγοι για την επιλογή του χρόνου· την περίοδο εκείνη οι γεωργικές εργασίες ήταν περιορισμένες και ο αγροτικός πληθυσμός περισσότερο ελεύθερος. Άλλωστε η πολυπληθής παρουσία στην Αθήνα ξένων και συμμάχων, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι οποίοι έρχονταν, για να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, έδινε στην πόλη την ευκαιρία να προβάλει μέσα από τους δραματικούς αγώνες τη δόξα και το μεγαλείο.
Η επιμέλεια και η οργάνωση των Ληναίων ανήκε στη δικαιοδοσία του ἄρχοντος-βασιλέως. Στα Μεγάλα Διονύσια όμως το έργο αυτό είχε ανατεθεί από την Αθηναϊκή Δημοκρατία στον επώνυμο άρχοντα. Αυτός διάλεγε τα έργα των ποιητών που θα ἐδιδάσκοντο, τους ηθοποιούς που θα ερμήνευαν τους θεατρικούς ρόλους και αναζητούσε τους εύπορους πολίτες που θα επωμίζονταν τα έξοδα της χορηγίας, όπως λεγόταν η τιμητική αυτή λειτουργία. Έργο του χορηγού ήταν η χρηματοδότηση της προετοιμασίας του χορού.
Οι κριτές των έργων ήταν δέκα· εκλέγονταν με κλήρο μέσα στο θέατρο, από ένα μακρότατο κατάλογο Αθηναίων πολιτών, ο οποίος είχε συνταχθεί λίγες ημέρες πριν από τον δραματικό αγώνα. Μετά το τέλος των παραστάσεων, ο καθένας έγραφε σε πινακίδα την κρίση του. Οι πινακίδες ρίχνονταν σε κάλπη από την οποία ανασύρονταν πέντε. Απ' αυτές προέκυπτε, ανάλογα με τις ψήφους που έπαιρνε κάθε έργο, το τελικό αποτέλεσμα.
Ο νικητής ποιητής αλλά και ο χορηγός στεφανώνονταν με κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου. Είχαν το δικαίωμα να οικοδομήσουν χορηγικό μνημείο στην περίφημη οδό Τριπόδων, στον οποίο τρίποδα αναγράφονταν οι συντελεστές της παράστασης. Διασώθηκε, μάλιστα, ένα τέτοιο μνημείο στην Αθήνα, το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη (φανάρι του Διογένη). Παράλληλα τα ονόματα των ποιητών, χορηγών και πρωταγωνιστών χαράζονταν σε πλάκες που τις κατέθεταν στο δημόσιο αρχείο· οι πλάκες αυτές ονομάζονταν διδασκαλίες.
Οι χορευτές, αν και ερασιτέχνες, εισέπρατταν μια στοιχειώδη αποζημίωση. Εξασφάλιζε ακόμη ο χορηγός τροφή για τους χορευτές και στέγη για τις πρόβες· τέλος φρόντιζε για χοροδιδάσκαλο και αυλητή και παράλληλα μεριμνούσε για την όλη σκευή των υποκριτών, των χορευτών και των βωβών προσώπων. Η αναζήτηση των ηθοποιών για την ερμηνεία των ρόλων ήταν έργο του κράτους. Στην αρχή, που ο ποιητής ήταν και ηθοποιός, το πρόβλημα δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Όταν όμως οι ηθοποιοί έγιναν τρεις για κάθε έργο και πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των παραστάσεων, το πρόβλημα οξύνθηκε. Βαθμιαία δημιουργήθηκε ολόκληρη συντεχνία ηθοποιών, οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται, στους οποίους αναθέτονταν οι θεατρικοί ρόλοι.
Κατά την παράσταση η εμφάνιση των ηθοποιών ήταν μεγαλοπρεπής. Ο τελετουργικός χαρακτήρας του αρχαίου θεάτρου αλλά και η ίδια η φύση των ρόλων (ήρωες, θεοί, ημίθεοι, βασιλιάδες) επέβαλαν και την ανάλογη σκευή (ενδυμασία). Έτσι οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες φορούσαν χιτώνες ποδήρεις στολισμένους με ζωηρά χρώματα, όταν ήταν ευτυχισμένοι, και φαιά, όταν έπεφταν σε δυστυχία. Οι θεοί διακρίνονταν από τα σύμβολά τους και οι μάντεις, όπως ο Τειρεσίας, έφεραν μάλλινο ένδυμα (ἀγρηνόν) πάνω από τον χιτώνα.
Φορούσαν ακόμη οι ηθοποιοί υψηλά υποδήματα που αργότερα ονομάστηκαν κόθορνοι, ενώ διάφορα παραγεμίσματα, κάτω από τα ενδύματα, τους έκαναν μεγαλόσωμους. Το πρόσωπο των ηθοποιών κάλυπτε προσωπίδα, η παρουσία της οποίας συνέχιζε τη διονυσιακή παράδοση, αλλά και παράλληλα διαμόρφωνε τον κατάλληλο για το έργο ανθρώπινο τύπο.
Η χρήση ιδιαίτερα της προσωπίδας οδηγεί τους θεατές πρώτα στην εξιδανίκευση των ηρώων έπειτα ο θεατής, χάρη στο προσωπείο, απομακρύνεται από την καθημερινότητα και μεταφέρεται σ' έναν άλλο κόσμο, όπου οι ήρωες δρουν και υποφέρουν. Έτσι καθορίζεται και ο τρόπος της υποκριτικής του ηθοποιού. Ο ηθοποιός πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μεγαλόπρεπη χειρονομία, τη μεγαλόπρεπη στάση. Καθώς μάλιστα το προσωπείο δεν επέτρεπε μορφασμούς, η υποκριτική των ηθοποιών στηριζόταν σε κινησιακά και φωνητικά μέσα. Στην αρχαιότητα γυναίκες ηθοποιοί δεν υπήρχαν. Τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν άνδρες. Οι ηθοποιοί απάγγελλαν τα επικά μέρη του δράματος, με τη συνοδεία ή χωρίς τη συνοδεία αυλού, ανάλογα με το μέτρο του ποιητικού κειμένου. Πεζά δράματα δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα. Τα λυρικά μέρη του δράματος τα τραγουδούσε ο χορός.
Χιλιάδες Αθηναίοι κατέκλυζαν κάθε χρόνο, την 9η του Ελαφηβολιώνα, το θέατρο του Διονύσου. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, μέτοικοι και ξένοι μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μεγάλη αυτή λαϊκή γιορτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Το ίδιο το κράτος είχε φροντίσει να χορηγήσει στους άπορους πολίτες το αντίτιμο του εισιτηρίου (θεωρικό).
Ειδικοί υπάλληλοι του κράτους, οι ραβδούχοι, εφοδιασμένοι με ραβδιά, φρόντιζαν να τηρηθεί η τάξη και όλο αυτό το πλήθος να τακτοποιηθεί στις θέσεις του. Τις πρώτες θέσεις, τις προεδρίες, καταλάμβαναν οι άρχοντες, ενώ η κεντρικότερη και πιο επίσημη έδρα προοριζόταν για τον ιερέα του Διονύσου.
Οι θεατές περνούσαν στο θέατρο ολόκληρη την ημέρα. Γι' αυτό έφερναν μαζί τους και τα ανάλογα εφόδια. Οι παραστάσεις άρχιζαν μετά τις επίσημες τελετές. Οι μύθοι ήταν γνωστοί. Αλλαζε μόνο η μουσική, η ερμηνεία, η φιλοσοφία του έργου. Άλλωστε από τον προάγωνα, μια διαδικασία που γινόταν πριν από τις γιορτές στο ωδείο, στεγασμένο θέατρο, οι θεατές ενημερώνονταν για το περιεχόμενο των έργων που θα παρακολουθούσαν και τους συντελεστές της παράστασης.
Στον αρχαίο κόσμο κανένα άλλο κοινό δεν ήταν τόσο ενημερωμένο και δεν ένιωθε τόσο καλά τις παραστάσεις, όσο το αθηναϊκό. Οι θεατές χειροκροτούσαν και επευφημούσαν, αλλά και δε δίσταζαν να σφυρίζουν και να αποδοκιμάζουν το έργο, όταν αγανακτούσαν. Ο ρήτορας Αισχίνης αντιμετώπισε μια τέτοια έκρηξη του κοινού ως τριταγωνιστής. Επί τρεις ημέρες το αθηναϊκό κοινό ζούσε την ένταση των δραματικών αγώνων. Στο τέλος της τρίτης ημέρας ανακοινωνόταν το αποτέλεσμα.
Η ποίηση του Αισχύλου χαρακτηρίζεται από τη βαθιά θρησκευτικότητα, τη φιλοσοφική σκέψη και τη φιλοπατρία. Οι θεοί και η θεία δίκη είναι παντού στον Αισχύλο. Η τραγική μοίρα του ανθρώπου αποκαλύπτεται μέσα από τη σύγκρουση με το θείο. Πίσω από τους ανθρώπους υπάρχουν οι θεοί, οι οποίοι είναι δυνάμεις σκληρές αλλά δίκαιες, που φυλάσσουν τις μεγάλες αξίες της ζωής (Ἱκέτιδες). Οι άνθρωποι έχουν πλήρη ευθύνη των πράξεων τους, ακόμη κι αν αυτές εξελίσσονται, χωρίς να έχουν επίγνωση οι ίδιοι, και μπορεί να τους αφανίσουν. Όσοι έπαθαν, έφτασαν στη σωφροσύνη (πάθος- μάθος). Οι θεοί τιμωρούν την ανθρώπινη αλαζονεία, την ὕβριν, (Πέρσαι, Προμηθεὺς Δεσμώτης) και προστατεύουν όσους εκτελούν το καθήκον τους (Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας). Πάνω όμως από τους θεούς υπάρχουν άλλες δυνάμεις, η Ανάγκη και η Μοίρα, στις οποίες υποτάσσονται και οι ίδιοι. Εξάλλου και η φιλοπατρία του, όπως φαίνεται στους Πέρσες, μέσα από το εγκώμιο του νικημένου εχθρού, συνδυάζεται με τον βαθύ σεβασμό του νικητή προς τον ηττημένο.
Ο Αισχύλος υπήρξε ανυπέρβλητος στη δημιουργία κατάλληλης ατμόσφαιρας και στην επινόηση επεισοδίων, τα οποία συνδέονται αρμονικά μεταξύ τους. Τη μεγαλοπρέπεια του περιεχομένου και του λόγου χαρακτηρίζει η ευρύτητα των εκφραστικών μέσων, η δύναμη και οι τολμηρές εικόνες αλλά και το μεγαλείο του στίχου, τον οποίο διακρίνει η αφθονία των νέων λέξεων και ο λυρικός τόνος όχι μόνο των χορικών αλλά και των διαλογικών μερών.
Οι καινοτομίες, τέλος, που αποδίδονται στον Αισχύλο και οι οποίες προώθησαν σημαντικά τη διαμόρφωση του δράματος, είναι η εισαγωγή του δεύτερου υποκριτή, η ελάττωση της έκτασης των χορικών μερών, η μείωση των ανδρών του χορού σε 12 από 50, η ενιαία υπόθεση των τριλογιών και η βελτίωση της χορογραφίας και της σκευής.
Ο Ευριπίδης ήταν γιος του πλούσιου κτηματία Μνήσαρχου. Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα γύρω στο 485 π.Χ. και πέθανε στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, όπου φιλοξενούνταν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Από τα 92 δράματα έχουν διασωθεί 18 τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Πήρε μέρος για πρώτη φορά στους δραματικούς αγώνες το 455 π.Χ. Κέρδισε τέσσερις νίκες, από τις οποίες την πρώτη το 441 π.Χ., και μία μετά τον θάνατό του. Από τα σωζόμενα έργα του πρώτο παραδίδεται η Ἄλκηστις. Ακολουθούν κατά χρονολογική σειρά : Μήδεια, Ἡρακλεῖδαι, Ἱππόλυτος, Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς, Τρωάδες, Ἠλέκτρα, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἑλένη, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, Βάκχαι, Ῥῆσος (αμφισβητείται αν είναι δικό του) και το σατυρικό δράμα Κύκλωψ.
Τα θέματα των έργων του ακολουθούν την παράδοση, αλλά αναφέρονται κυρίως στα πολιτικά και ηθικά προβλήματα του καιρού του. Μέσα από αυτά προβάλλει τα ανθρώπινα πάθη, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τη βία και το δικαίωμα του ανθρώπου να αγωνίζεται εναντίον της αδικίας. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από νεωτεριστικό πνεύμα. Αναλύει με βαθιά φιλοσοφική διάθεση τα ανθρώπινα πάθη, αντιμετωπίζει τις παραδόσεις με ορθολογιστικό τρόπο, κρίνει και αμφισβητεί τους θεσμούς. Επηρεασμένος από τους σοφιστές, αν και κατηγορήθηκε για ασέβεια και αθεΐα, δε στρέφεται εναντίον της θρησκείας, αλλά επικρίνει και σαρκάζει τις λαϊκές αντιλήψεις των συγχρόνων του για τους θεούς. Θεωρήθηκε ο τραγικότατος των ποιητών και ονομάστηκε από σκηνής φιλόσοφος.
Παρουσιάζει τους ήρωές του πιο ανθρώπινους, με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα, και όχι, όπως οι άλλοι τραγικοί, εξιδανικευμένους ή υπερφυσικούς. Η φιλοσοφία του Ευριπίδη είναι ότι ο άνθρωπος, τελείως μόνος, αποφασίζει και ευθύνεται ο ίδιος για τις πράξεις του.
Ο Σοφοκλής γεννήθηκε στον Ίππιο Κολωνό της Αθήνας το 496 π.Χ. Γιος του Σοφίλου, εύπορου Αθηναίου, διαπαιδαγωγήθηκε ανάλογα με την οικονομική του άνεση. Διδάχθηκε τη μουσική από τον περίφημο μουσικοδιδάσκαλο Λάμπρο. Τα σωματικά του προσόντα και η πνευματική και ψυχική του καλλιέργεια τον κατέστησαν πρότυπο ολοκληρωμένου πολίτη των κλασικών χρόνων. Δεκαπενταετής, ήταν ο κορυφαίος του χορού των εφήβων που πήρε μέρος στον εορτασμό της νίκης για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Υπηρέτησε την πατρίδα του από διάφορες θέσεις, αναλαμβάνοντας στρατιωτικά, οικονομικά και θρησκευτικά καθήκοντα. Οι Αθηναίοι τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα, γι' αυτό και τον εξέλεξαν στρατηγό, μαζί με τον Περικλή, στην εκστρατεία της Σάμου το 441-440 π.Χ. Είχε πολλούς φίλους και συνδέθηκε με πολλά εξέχοντα πρόσωπα της εποχής του, όπως τον Κίμωνα, τον Περικλή, τον Ηρόδοτο και άλλους. Η αγάπη του για την Αθήνα τον έκανε να μην την εγκαταλείψει ποτέ, παρά μόνον για να την υπηρετήσει.Το τελευταίο του έργο, ο Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, περιέχει τον ωραιότερο ύμνο για τη δόξα της Αθήνας. Κατά την παράδοση, στα τελευταία χρόνια της ζωής του μια οικογενειακή διαφωνία λύπησε αρκετά τον ποιητή. Ο γιος του Ιοφών κίνησε εναντίον του δίκη για παράνοια, με σκοπό να τον θέσει υπό απαγόρευση.
Τελικά όμως ο ποιητής δικαιώθηκε. Πέθανε το 406 π.Χ. σε ηλικία ενενήντα ετών.
Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 468 π.Χ., όταν νίκησε τον Αισχύλο και στεφανώθηκε από τον Κίμωνα, που μόλις είχε επιστρέψει από τη νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των Περσών. Έλαβε μέρος σε τριάντα περίπου δραματικούς αγώνες, παίρνοντας πάνω από είκοσι πρώτα βραβεία και τα υπόλοιπα δεύτερα. Από τα 123 δράματά του σώθηκαν ακέραια μόνον επτά και ένα μέρος από το σατυρικό δράμα Ἰχνευταί. Από τις τραγωδίες που σώθηκαν αρχαιότερη είναι ο Αἴας ακολουθούν: Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Οἰδίπους Τύραννος, Ἠλέκτρα, Φιλοκτήτης, και τελευταία ο Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, που διδάχτηκε μετά τον θάνατό του, πιθανόν το 401 π.Χ. από τον ομώνυμο εγγονό του.
Σ' όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή κυριαρχεί το πρόβλημα της ηθικής τάξης. Προκειμένου να κρίνει τις ανθρώπινες πράξεις, αναζητεί τα βαθύτερα κίνητρα και την εσωτερική διάθεση των προσώπων που τις διέπραξαν. Ο Σοφοκλής, τρέφει βαθύ σεβασμό στις μυθικές και θρησκευτικές παραδόσεις της πόλης. Δεν τον προβλημάτισαν όμως, όπως τον Ευριπίδη, οι αντιφάσεις ανάμεσα στη μυθική παράδοση και τις ηθικές αντιλήψεις της εποχής του, ούτε τον διέκρινε ο μεταφυσικός προβληματισμός του Αισχύλου. Η παρουσία των θεών είναι πάντοτε αισθητή στο έργο του· αντιπροσωπεύουν το φως, την ηρεμία αλλά και τη δύναμη· ο άνθρωπος είναι ασταθής και εφήμερος, γι' αυτό και οι θεϊκοί νόμοι, συγκρινόμενοι με τους ανθρώπινους, υπερισχύουν σε όλα.
Οι ήρωες των έργων του δεν έχουν τις τιτανικές διαστάσεις των ηρώων του Αισχύλου, ούτε είναι καθημερινοί άνθρωποι, όπως στον Ευριπίδη. Είναι γενναιότεροι από τον μέσο άνθρωπο και παλεύουν, χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, μέσα στη μοναξιά που επιβάλλει ο ηρωισμός και η βούλησή τους. Το μεγαλείο τους βρίσκεται στην αλύγιστη δύναμή τους και στη συναίσθηση ότι εκτελούν το καθήκον τους, ακόμη κι αν τους απαρνούνται όλοι και τους εμπαίζουν οι θεοί. Παρότι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους εξαιτίας της εσωτερικής τους ελευθερίας, δεν είναι όμως και κύριοι της τύχης τους. Ακόμη και όταν σφάλλουν, έχουν κάτι το ευγενικό και το υψηλό· δεν παρουσιάζονται με ταπεινά αισθήματα, αλλά διακρίνονται για την αίσθηση του χρέους τους.
Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019
ΔΕΚΑ ΑΙΩΝΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ (των αποφοίτων μας Ευγενίας Τσώρη, Άλκηστης Μισούλη, Δανάης Τερζίδη, Νόρας Παπαδάτου, Ράνιας Καλλιμάνη)
ΔΕΚΑ ΑΙΩΝΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
H βυζαντινή αυτοκρατορία, (Βυζάντιο ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος) είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, με χρονικά όρια που ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την άλωση από τους Οθωμανούς, στις 29 Μαΐου του 1453. Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν την Ιταλική χερσόνησο, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου. Από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία γεννήθηκε το «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της ανατολής», επί της δυναστείας του Ηράκλειου μεταμορφώθηκε στην «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής» και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από το βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή αυτοκρατορία». Το 293 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εισήγαγε ένας νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την Τετραρχία, με το οποίο διαμοιραζόταν η αυτοκρατορική εξουσία σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που ονομαζόταν υπαρχία. Στο κάθε τμήμα κυβερνούσε ένας Καίσαρ και ένας Αύγουστος.
Συγκεκριμένα, στο ανατολικό τμήμα κυβερνούσε ο Διοκλητιανός Αύγουστος μαζί με τον Καίσαρα Γαλέριο, ενώ αντίθετα στο δυτικό κυβερνούσαν ο Κωνστάντιος Χλωρός Καίσαρ και ο Μαξιμιανός Αύγουστος. Διαμάχες ξέσπασαν ανάμεσα στους διαδόχους του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού.Ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού Κωνσταντίνος, αφού νίκησε τον Μαξέντιο έξω από τη Ρώμη το 312, κυριαρχεί στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας μαζί με τον Λικίνιο στο ανατολικό. Μαζί με τον Λικίνιο εκδίδουν το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), το οποίο θέσπιζε την ανεξιθρησκία. Με αυτό σταμάτησαν οι διωγμοί των χριστιανών και αναγνωρίστηκε ο χριστιανισμός ως θρησκεία. Τέλος ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο το 324 και γίνεται μονοκράτορας. Ο, μονοκράτορας πλέον, Κωνσταντίνος ιδρύει ένα νέο διοικητικό κέντρο στην ανατολή μεταφέροντας την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Βυζάντιο,που μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη.
Τα εγκαίνια της νέας πόλης έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Επίσης διακρίνει την πολιτική από την στρατιωτική εξουσία στη διοίκηση των επαρχιών. Κόβει σταθερό χρυσό νόμισμα (solidus) και δείχνει ευνοϊκή μεταχείριση και ενισχύει τον Χριστιανισμό. Το 325 συγκαλεί ο ίδιος την Α' Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας, για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Οι λόγοι μεταφοράς της πρωτεύουσας ήταν τρεις. Πρώτον, το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας διέθετε ακμαίο πληθυσμό και οικονομία. Δεύτερον, η γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης ήταν ιδανική, αφού είχε φυσική οχύρωση και ήταν κοντά στα σημεία των συγκρούσεων με τους Πέρσες στην ανατολή και με τα γερμανικά φύλα-Γότθους στον Βορρά, στο σύνορο του Δούναβη.
Το 395 ο Θεοδόσιος Α' διαίρεσε και πάλι την αυτοκρατορία: το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ανατολής και Ιλλυρικού δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το δυτικό που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ιταλίας-Αφρικής και Γαλατίας στον 11χρονο γιο του Ονώριο. Η διαίρεση αυτή αποδείχθηκε οριστική, καθώς τα δύο τμήματα δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού. Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ενώ η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και η αυτοκρατορία, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.
O Ioυστινιανός και η ακολουθία του (λεπτομέρεια ψηφιδωτού από τον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννα)
Στη λεγόμενη «Μεσοβυζαντινή περίοδο», κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις στην ανατολή και μικρότερες στη δύση. Οι επικές νίκες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β’ ανέκτησαν την Κρήτη, την Κύπρο, τις πόλεις της Κιλικίας και τμήματα της Συρίας και της Παλαιστίνης. Η ανάκτηση όλων των παλαιών ρωμαϊκών εδαφών της Εγγύς Ανατολής ήταν ο απώτερος σκοπός των εκστρατειών τους. Επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βουλγαρία υποτάχθηκε πλήρως και τα σύνορα του Βυζαντίου έφτασαν και πάλι στον Δούναβη, χωρίς βέβαια, ακόμη και τότε, να πλησιάσουν τα σύνορα που είχε το κράτος επί της ιουστινιάνειας «ανακτήσεως» (reconquista).
Στα μέσα του 9ου μ.Χ. αιώνα οι διάδοχοι του Καρλομάγνου έθεταν τις βάσεις για την 'εν σπέρματι' διαμόρφωση εθνικών κρατών. Το πείραμα αυτό απέτυχε, για να επανεμφανιστεί ως τάση στα μέσα του 13ου αιώνα, κατά την πρώιμη Αναγέννηση. Στο μεταξύ, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Βυζάντιο διαμορφωνόταν με βάση της σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κατά τις περιόδους "σχετικής" ειρήνευσης, οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας ευημερούσαν, ως ένα βαθμό, η δε αξιοποίηση των Σκλαβηνιών και των άλλων εγκαταστάσεων αλλοφύλων στο έδαφος της Αυτοκρατορίας απέδιδε καρπούς στην οικονομία και την άμυνα του κράτους που "υπολειπόταν" από τη συνεχή απώλεια εδαφών. Με άλλα λόγια, η σταδιακή συρρίκνωση της επικράτειας μπορεί μεν να απέβαινε εις βάρος της λάμψης και της ισχύος που η Αυτοκρατορία ανακλούσε στη συνείδηση των κατοίκων της, ωστόσο δεν επιβάρυνε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και των συναλλαγών: αντίθετα, τον ευνοούσε, με αποτέλεσμα την καλύτερη συλλογή των φόρων και τη δημογραφική αύξηση των πόλεων. Ανακεφαλαιώνοντας, μπορεί κανείς να ισχυριστεί με αρκετή δόση βεβαιότητας πως το δεύτερο ήμισυ του 9ου μ.Χ. αιώνα, και πιο συγκεκριμένα η περίοδος 867-1081, ήταν για το βυζαντινό κράτος εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης. Η αναπροσάρτηση μερικών από τις χαμένες περιοχές των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Κρήτης, και η δημογραφική αύξηση, που πραγματοποιήθηκαν από τον 9ο αιώνα ως τα χρόνια του Βασίλειου Β' (976-1025), ήταν παράγοντες που επέδρασαν πολύ ευνοϊκά στην οικονομία.
Σε ένα χάρτη του 12ου αιώνα μπορεί κανείς να δει την κατάσταση των συνόρων στην Ευρώπη μέχρι τις Σταυροφορίες. Συγκεκριμένα η "ρωμαϊκή αυτοκρατορία" του Βυζαντίου φαντάζει απολύτως συρρικνωμένη. Αυτό, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα: μιλάμε για την έναρξη της Υστεροβυζαντινής φάσης, δηλαδή για μια τελευταία αναλαμπή της κρατικής υπόστασης του Βυζαντίου, που θα προκαλέσει τον φθόνο και τον ανταγωνισμό των δυτικών, σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο φθόνος και η τάση ανταγωνισμού θα εκδηλωθεί τόσο στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών οδών, όσο και στο θέμα των τελωνειακών δασμών και της αμφισβήτησης της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα.
Μια πρώτη εκδήλωση αυτής της παρεμβατικής τάσης των δυτικών θα είναι το "πρώτο σχίσμα" του Φωτίου με τον Πάπα, κατά τον 9ον αιώνα, που θα προκύψει ως η (εύλογη) αγανάκτηση του βυζαντινού αρχιεπισκόπου για την απροκάλυπτη παρέμβαση του Πάπα στη διαδικασία εκχριστιανισμού και προσεταιρισμού των Βουλγάρων του Βόρη.
"Η Βιβλιοθήκη του Φωτίου, η "Μυριόβιβλος", είναι καθρέπτης των αναλυομένων μετά των μαθητών του και αξιολογουμένων συγγραμμάτων της κλασσικής και μεσαιωνικής περιόδου" (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, στ. 27)
Κατά τη δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως τον θρίαμβο τής Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα, φέροντας εις πέρας δύσκολες και υπεύθυνες αποστολές. Όταν στο θρόνο της Κων/πόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις ανέλθει ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) άνθρωπος φιλόδοξος ο οποίος φρόντιζε να προβάλλει το Παπικό πρωτείο ακόμη και με χρήση χαλκευμένων κειμένων. Καθώς η άνοδος του Φωτίου πραγματοποιήθηκε, όταν ο προηγούμενος Πατριάρχης, Ιγνάτιος, είχε εξοριστεί από τον αυτοκράτορα και οντάς στην εξορία αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό πίεση, οι υποστηρικτές του Ιγνατίου, αρνούμενοι να δεχτούν ως νόμιμη αυτή την παραίτηση, θεωρούσαν τον Φώτιο ως σφετεριστή. Ο Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστεί ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων της Ανατολής, και να επιβάλει τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματα στους πατριάρχες της Ανατολής. Επιπλέον, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της εκκλησιαστικής (και έμμεσα της πολιτικής) εξάρτησης της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής), που πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα είχαν αποσπαστεί από τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Όταν ο Φώτιος έστειλε μια επιστολή στον Πάπα για να του γνωστοποιήσει την ανάρρησή του σε αρχιρπίσκοπο, ο Νικόλαος δήλωσε πως, "πριν αναγνωρίσει τον Φώτιο, θα ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαμάχη μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του κύκλου του Ιγνατίου". Γι' αυτό το 861 έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος που δεν ήθελε νέες διαμάχες, υποδέχτηκε με σεβασμό τους αντιπροσώπους (λεγάτους), προσκαλώντας τους μάλιστα να προεδρεύσουν στη Σύνοδο που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει το θέμα που ανέκυψε μεταξύ αυτού και του Ιγνατίου. Οι λεγάτοι συμφώνησαν και τελικά, μαζί με την υπόλοιπη Σύνοδο αποφάσισαν πως ο Φώτιος ήταν ο νόμιμος Πατριάρχης. Οταν όμως οι λεγάτοι επέστρεψαν στη Ρώμη, ο Νικόλαος διακήρυξε πως είχαν υπερβεί την εξουσία που διέθεταν και γι' αυτό αποκήρυξε την απόφασή τους.
Ήταν προφανές πως ο Νικόλαος υπολόγιζε ότι το καθεστώς του Ιγνατίου θα ήταν ευνοϊκότερο και ασθενέστερο σε σχέση με του Φωτίου και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδιά του. Έτσι, δύο χρόνια μετά (863), μία σύνοδος που συνήλθε στη Ρώμη αθώωσε τον Ιγνάτιο και κατεδίκασε τον Φώτιο, σε μία ανήκουστη επέμβαση της Δυτικής στα διοικητικά της Ανατολικής Εκκλησίας. Το πλήγμα αυτό, μαζί με την όξυνση των διεκδικήσεων του Πάπα στη Βουλγαρία, ανάγκασε τον Φώτιο ν' ανταποδώσει: δεν μπορούσε βεβαίως να αμφισβήτησει την εκλογή του Νικολάου ως μή αρμόδιος να κάνει κάτι τέτοιο, οπότε έπρεπε να μετακίνησει το όλο θέμα στον δογματικό τομέα, και κυρίως, στο μέγα ζήτημα του Filioque (Φιλιόκβε). Όλο αυτό το διπλωματικό επεισόδιο, βέβαια, απηχούσε τη δυσαρέσκεια του Πάπα για τον προσεταιρισμό των Βουλγάρων από το Βυζάντιο.
Το έτος 867 ο Φώτιος ανέλαβε δράση. Έγραψε μια Εγκύκλιο Επιστολή στους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής, καταγγέλλοντας το Filioque και αυτούς που το χρησιμοποιούν. Αν και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ατυχή την επίθεση προς τον Πάπα, στην πραγματικότητα, ο Φώτιος εξωτερίκευε τις σκέψεις του επάνω σε ένα ζήτημα που ο Καρλομάγνος και οι σύμβουλοι του πριν από εβδομήντα χρόνια είχαν αναδείξει σε αντικείμενο διαμάχης, και τώρα ερχόταν στο προσκήνιο με την επικείμενη εισαγωγή του Filioque στη Βουλγαρία μαζί με άλλες λατινικές καινοτομίες που κατήγγειλαν οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι. Μετά την αποστολή της επιστολής, ο Φώτιος συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο, χαρακτηρίζοντάς τον αιρετικό.
Σε αυτό το χρονικό σημείο, λοιπόν, επήλθε το λεγόμενο "πρώτο σχίσμα"μεταξύ των δύο εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Ανατολικής.
Λίγο μετά από τον Φώτιο, και με την έναρξη της επόμενης δυναστείας, η αναπροσάρτηση κάποιων εδαφών από τη Μακεδονική δυναστεία σήμανε για το κράτος αύξηση των πλουτοπαραγωγικών του πηγών: είχε πάλι στη διάθεσή του περιφέρειες σημαντικές οικονομικά, που παραδοσιακά εκμεταλλευόταν (κυρίως αγροτικά). Η ειρήνευση και η δημογραφική ανάπτυξη σήμαναν αύξηση και του παραγωγικού πληθυσμού. Τέλος, η κρατική παρέμβαση, η οργάνωση και ο έλεγχος έδωσαν ώθηση και έθεσαν στέρεες βάσεις για τη μεγάλη ανάπτυξη της αστικής οικονομίας.
Κατά την περίοδο των διαδόχων του Βασιλείου Β', η κατάσταση άρχισε να μεταστρέφεται εις βάρος της αυτοκρατορίας, η οποία είχε υπερβεί τις δυνάμεις της. Ως το 1081, το Βυζάντιο έχασε αρκετό έδαφος (μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και όλες τις αρχαίες κτήσεις του στη νότια Ιταλία), με τις ανάλογες οικονομικές απώλειες, κυρίως στον τομέα του εμπορίου. Στον τομέα των δημόσιων οικονομικών επίσης άρχισαν σιγά σιγά να διαφαίνονται προβλήματα που θα εμφανιστούν καθαρά στους επόμενους αιώνες και θα επηρεάσουν καθοριστικά το μέλλον της αυτοκρατορίας. Ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέασε την αγροτική παραγωγή και οικονομία του βυζαντινού κράτους ήταν η δημογραφική ανάπτυξη: η αύξηση του πληθυσμού οδήγησε και στην αύξηση των εκμεταλλεύσιμων αγροτικά γαιών. Έτσι, το χρονικό διάστημα μεταξύ 9ου και πρώτου μισού του 11ου αιώνα ήταν μια περίοδος μεγάλης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας.
Από τα μέσα του 9ου αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν και πάλι σε θέση να εξασφαλίσει τα σύνορά της και να προστατεύσει τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα η αγορά και εκμετάλλευση γης να γίνει μια σίγουρη και κερδοφόρα οικονομική επένδυση για τους υπηκόους του κράτους. Οι διαθέσεις των πιο πλούσιων απ' αυτούς, οι οποίοι έτειναν να συγκεντρώνουν πολύ μεγάλες εκτάσεις γης στα χέρια τους, γίνονταν όλο και πιο απειλητικές. Έτσι, άρχισε την περίοδο αυτή (867-1081) μια φάση ανταγωνισμού ανάμεσα στους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους δυνατούς, όπως ονομάζονταν, και τους ελεύθερους μικρούς καλλιεργητές της γης, τους πένητες, που κυριαρχούσαν στο διάστημα 610-867.Από τα μέσα του 11ου αιώνα, ωστόσο, άρχισε μια περίοδος τελμάτωσης. Οι μικροϊδιοκτήτες, από τη μια, δεν μπορούσαν και οι μεγαλογαιοκτήμονες, από την άλλη, δεν ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν σημαντικά την αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάσει ύφεση. Αυτή, βέβαια, η αλλαγή δεν παύει να εντάσσεται σ' ένα γενικά θετικό πλαίσιο καθώς έχει αυξηθεί η ποσότητα της γης υπό αγροτική εκμετάλλευση. Η αξιοποίηση της βυζαντινής γης (ιδιόκτητης ή μη) συνίστατο σε δραστηριότητα κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική, αλλά επίσης δασοπονική, υλοτομική και αλιευτική.
Η απόκρουση, κατά τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα, των εχθρικών επιδρομών που είχαν κλονίσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία και αναστατώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή της, επέφερε αλλαγές στην εσωτερική ζωή του κράτους και, κατά συνέπεια, στην κοινωνία. Οι αλλαγές αυτές άρχισαν να φαίνονται στα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που κυρίως με τα μέτρα τους υπέρ των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών, συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας περισσότερο σταθερής κοινωνίας. Αυτή παρέμεινε στη βάση της αγροτική, όπως άλλωστε οι περισσότερες μεσαιωνικές κοινωνίες. Οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα αναπτύχθηκαν μόνο σε κάποιες πόλεις που στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081) άρχισαν γενικά να αναδιοργανώνονται. Η διάκριση σε τάξεις εξακολούθησε να υπάρχει, παγιώθηκε μάλιστα κατά κάποιον τρόπο με τη νομοθεσία των Μακεδόνων, ενώ ταυτόχρονα συστηματοποιήθηκε επίσημα η ιεραρχία των βυζαντινών αξιωματούχων με τα λεγόμενα "Τακτικά". Χαρακτηριστική της περιόδου υπήρξε η ενίσχυση της θέσης της Εκκλησίας και του μοναχισμού μετά τη λήξη της Εικονομαχίας. Επίσης, στη βυζαντινή ύπαιθρο κυριάρχησε η πάλη μεταξύ δυνατών και αδυνάτων, που οδήγησε στη νίκη των πρώτων, οι οποίοι κυριάρχησαν στη βυζαντινή κοινωνία από τα τέλη της περιόδου αυτής.
Η μετατροπή των πόλεων σε κάστρα κατά την πρώτη περίοδο της Μέσης Βυζαντινής εποχής (610-867) επέδρασε στην εξέλιξη της αστικής ζωής. Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε, η τοπική αυτοδιοίκηση αποδυναμώθηκε και η κοινωνική δομή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις νέες συνθήκες. Η επιτυχής απόκρουση όμως των εχθρικών επιδρομών, κυρίως από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, και η εξυγίανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που ακολούθησε οδήγησαν στην αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των πόλεων, το 10ο κυρίως αιώνα. Αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν κυρίως στις βαλκανικές πόλεις της αυτοκρατορίας, ενώ στη Μικρά Ασία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πόλεις διατήρησαν αγροτικό χαρακτήρα και υστέρησαν εμφανώς ως προς την αστική ανάπτυξη. Και, φυσικά, προς την ευδοκίμηση αυτού του τύπου πολιτισμού που συνήθως ονομάζουμε ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟ.
Οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στις πόλεις ανακόπτονταν από τα κρατικά μονοπώλια και τον κρατικό παρεμβατισμό. Ο κρατικός έλεγχος επιτυγχανόταν με τη συντεχνιακή οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Οι πληροφορίες μας για την οργάνωση αυτή προέρχονται από το "Επαρχικό Βιβλίο" του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού, που περιλάμβανε διατάξεις σχετικές με την οργάνωση και τον έλεγχο των συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες ανήκαν στη δικαιοδοσία του επάρχου της πόλεως. Όλοι οι επαγγελματίες έπρεπε να είναι γραμμένοι μόνο σε ένα σωματείο, το οποίο και εξέλεγε τον πρόεδρό του. Oι ώρες εργασίας και οι μισθοί των εργατών ήταν καθορισμένα, ενώ η είσοδος νέων μελών στο σωματείο γινόταν με καταβολή ορισμένου ποσού. Επιπλέον, κάθε σωματείο είχε συγκεκριμένη θέση στο χώρο της αγοράς. Σκοπός της συντεχνιακής οργάνωσης ήταν η προστασία τόσο του κράτους όσο και των καταναλωτών, με τον έλεγχο των τιμών των τροφίμων και αγαθών της αγοράς της Πρωτεύουσας. Δε γνωρίζουμε, ωστόσο, αν η οργάνωση αυτή εφαρμοζόταν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Προς το τέλος της περιόδου, η συντεχνιακή οργάνωση άρχισε να παρακμάζει, ενώ από τον 11ο ήδη αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά "αδελφότητες" που συνδέονταν όμως με ενοριακές εκκλησίες ή με μοναστήρια πόλεων, μια οργάνωση που συναντιέται εκτός από την Κωνσταντινούπολη και σε επαρχιακές πόλεις.
•7 Μαρτίου 961 μ.Χ. :Ο Νικηφόρος Φωκάς απελευθερώνει την Κρήτη από τους Άραβες
•Οι Ούγγροι εισβάλλουν στη Βουλγαρία και φτάνουν μέχρι τα βυζαντινά εδάφη. Ηττώνται από τον Μαριανό Αργυρό.
962 μ.Χ: Η Ιταλία βρίσκεται πάλι σε πολιτικές αναταραχές όταν ο Βερεγγάριος ενοχλεί τα βόρεια παπικά εδάφη ο πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ καλεί τον Όθωνα για βοήθεια και τον στέφει Ρωμαίο αυτοκράτορα και φύλακα της περιουσίας των εκκλησιαστικών εδαφών: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΡΑΪΧ! Όταν ο Όθων ανακατέλαβε τα παπικά εδάφη από τον Βερεγγάριο και εγκατέλειψε την Ρώμη ο πάπας φοβήθηκε την ισχύ του αυτοκράτορα και συνωμότησε εναντίον του με το Βυζάντιο και τους Ούγγρους. Ο Όθων επέστρεψε στην Ρώμη τον Νοέμβριο του 963 συγκάλεσε Σύνοδο με την οποία κήρυξε έκπτωτο τον πάπα Ιωάννη ΙΒ΄ τοποθετώντας στη θέση του τον Λέοντα Θ΄, όταν ο αυτοκράτορας εγκατέλειψε την Ρώμη ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς του και σε αυτούς του Ιωάννη. Ο Ιωάννης άρχισε να αφορίζει όσους τον εκθρόνισαν αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα να επανέλθει για τρίτη φορά. Τον Ιούλιο του 964 εκθρόνισε τον πάπα Βενέδικτο Ε΄, που τον είχε τοποθετήσει ο Ιωάννης, ο οποίος είχε πεθάνει δύο μήνες νωρίτερα, πήρε υπόσχεση από τους κατοίκους της Ρώμης να μην εκλέξουν ποτέ νέο πάπα χωρίς την αυτοκρατορική έγκριση. Συνέχισε να κάνει εκστρατείες στην Ιταλία (966 - 972) και το 972 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής του αναγνώρισε τον αυτοκρατορικό τίτλο, ενώ συμφώνησε να δώσει την ανιψιά του, Θεοφανώ, ως σύζυγο στον γιο και διάδοχό του, Όθωνα Β΄.
963.16 Μαρτίου:Ο πεντάχρονος Βασίλειος Β’αναγορεύεται αυτοκράτορας του Βυζαντίου, με συναυτοκράτορα τον αδελφό του Κωνσταντίνο.
•4 Ιουνίου-2 Οκτωβρίου:Ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Α΄ (962-973) απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον λομβαρδικής καταγωγής Λιουτπράνδο, επίσκοπο Κρεμώνας, ώστε να διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του, Όθωνα Β΄, με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ. Η κακή ωστόσο συμπεριφορά που φαίνεται ότι επέδειξαν οι βυζαντινές αρχές απέναντι στον Λιουτπράνδο, λόγω του ότι πήγε εκεί ως εκπρόσωπος του Γερμανού ηγεμόνα, ενός σφετεριστή της ρωμαϊκής νομιμότητας, τον εξόργισε και έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά για το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη με τον λατινικό τίτλο: “De Legatione Constantinopolitana”Αναπτύσσονται τα δυτικά στερεότυπα κατά του Βυζαντίου: κατά τον Λιουτπράνδο:
"...Ο Νικηφόρος είναι ένα πλάσμα πραγματικά τερατώδες, πυγμαίος με τεράστιο κεφάλι, με μάτια σαν του τυφλοπόντικα, με γενειάδα κοντή, πλατιά, πυκνή, ασπριδερή. Το μέτωπό του είναι ένα δάκτυλο πλατύ, η κόμη ατίθαση και άγρια στολίζει το άγριο πρόσωπο σαν να ήταν Ίοπας. Το δέρμα του είναι μαυριδερό σαν να ήταν Αιθίοπας. Είναι κοιλαράς με αδύνατους γλουτούς. Τα μπούτια είναι μεγάλα, δυσανάλογα με το κοντό του ανάστημα, τα πόδια του πλατιά. Φορούσε έναν παλιό χωριάτικο μανδύα, ξεφτισμένο και βρωμερό, και υποδήματα Σικυώνια. Ο λόγος του είναι θρασύς, αλλά ο νους του σαν της αλεπούς και σαv τον Οδυσσέα είναι επίορκος και ψευταράς,χωριάτης, κατσικοπόδαρος, κερατάς, γυναικωτός, μαλλιαρός, άξεστος, βάρβαρος, βάναυσος, «περπατά σαν γριά και έχει κατσικίσια μούρη». Συνεχίζοντας, ο Λιουτπράνδος αποφαίνεται: "Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα και πίνει βάλνιον. Απεναντίας, ο βασιλιάς των Φράγκων είναι καλοκουρεμένος, δεν φοράει γυναικεία ρούχα, σκεπάζει το κεφάλι του, είναι ειλικρινής, δεν εξαπατά κανέναν, είναι πολυεύσπλαχνος όταν πρέπει, αυστηρός όταν χρειάζεται, πάντα πραγματικά ταπεινόφρων, ποτέ του φιλάργυρος, δεν τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα για να κάνει οικονομία στα ζώα"(Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, Αθήνα 1997, σ. 26 και Μαρτιάλης, 14).
971.Εκστρατεία του Τζιμισκή εναντίον των Ρώσων-κυριεύει την Πρεσλάβα και αιχμαλωτίζει τον Σβιατοσλάβο στο Δορύστολο.
•972.14 Απριλίου:Στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης ο γιος του γερμανού αυτοκράτορα, Όθων Β’,παντρεύεται τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ.
Με καταγωγή τις Σκανδιναβικές χώρες, κυρίως τη Σουηδία, τη Νορβηγία, και αργότερα την Ισλανδία και την Αγγλία, οι άνδρες της Βαράγγιας Φρουράς, του επίλεκτου σώματος του Βυζαντινού Αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 10ο, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η λέξη Βαράγγοι ετυμολογείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι απλώς μια Βυζαντινή παραλλαγή της λέξης «Φράκγοι», αλλά το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τις αρχαίες Νορδικές λέξεις «var», δηλαδή ορκίζομαι , και gengi, δηλαδή σύντροφοι, δύο λέξεις που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μαζί με την Ελληνική λέξη αδελφοποιητοί. Ως ιδρυτές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και ως αφοσιωμένοι μισθοφόροι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, έμειναν στην ιστορία για τη γενναιότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα, αλλά και τη βαρβαρική τους συμπεριφορά.
Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Βαράγγοι κατάγονταν αρχικά από τις Σκανδιναβικές χώρες, και κυρίως την περιοχή της Σουηδίας γύρω από τη λίμνη Μέλερ, υπάρχουν και αρκετοί μελετητές, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί ήταν κυρίως Σλαβικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στους Βαράγγους ή Βάριαγκς, όπως ονομάζονταν στα Σλαβικά, προέρχεται από το λεγόμενο Αρχικό Ρωσικό Χρονικό, ένα χειρόγραφο με την ιστορία των Ρώσων ή Ρως του Κιέβου από το 850 ως το 1110, γραμμένο από κάποιον μοναχό Νέστορα περί το 1113:
«Οι Λίακ (Πολωνοί), οι Πρώσοι και οι Τσουντ (πρόγονοι των Φινλανδών και των Εσθονών) ζουν γύρω από την Βαράγγια Θάλασσα (Βαλτική). Οι Βαράγγοι κατοικούν επίσης στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το μερδικό του Σημ (εννοεί το γιο του Νώε, ο οποίος κληρονόμησε σύμφωνα με την παράδοση την Ασία). Γιατί κι αυτοί ζουν στα δυτικά, πλάι σε αυτή την θάλασσα, μέχρι τις χώρες των Άγγλων και των Γάλλων. Κι αυτό, επειδή και τα ακόλουθα έθνη αποτελούν μέρος της φυλής του Ιάφεθ (του γιου του Νώε που κληρονόμησε την Ευρώπη): Οι Βαράγγοι, οι Σουηδοί, οι Νορμανδοί, οι Γκοτλάνδιοι, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Ρωμαίοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί, οι Γενοβέζοι και άλλοι».
Το ίδιο χρονικό αναφέρει ότι αν και οι λαοί της σημερινής Ουκρανίας πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Βαράγγους, τελικά κατάφεραν να τους εκδιώξουν και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα όμως, το 6370 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το 862 μ.Χ.), οι έριδες μεταξύ των τοπικών φυλών ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τους ισχυρούς Βαράγγους για να τους κυβερνήσουν. Πέρασαν λοιπόν τη θάλασσα, και πήγαν να βρουν τους Βαράγγους Ρως. Αυτούς τους συγκεκριμένους Βαράγγους τους ονόμαζαν Ρως (Ρώσους) όπως κάποιοι άλλοι ονομάζονται Σουηδοί, και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι και Γκοτλάνδιοι. Ύστερα είπαν στους Ρως:
''Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια, αλλά δεν υπάρχει τάξη εκεί. Ελάτε να την κυβερνήσετε και να βασιλέψετε''. Επέλεξαν τρεις αδελφούς με τις οικογένειές τους και αυτοί πήραν μαζί τους όλους του Ρως και μετανάστευσαν. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ, ο δεύτερος, ο Σίνεους, στο Μπελουζέρο, και ο τρίτος, ο Τρουβόρ, στο Ίζμπορσκς. Εξαιτίας αυτών των Βαράγγων, η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως χώρα των Ρως (Ρώσων). Ωστόσο, οι ιστορικές και οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση των Βαράγγων στη Ουκρανία ήταν σταδιακή, και είχε ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αιώνα.
Με τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι δημιούργησαν ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις, τουλάχιστον κατά τις περιόδους που δεν έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Σύμφωνα με το Βασικό Χρονικό, ο κάθε έμπορος μπορούσε να παραμείνει και να τρέφεται στην Κωνσταντινούπολη επί έξι μήνες, με τον όρο να διαμένει αποκλειστικά στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος και να αποφεύγει τη βία. Τα εμπορεύματά τους ήταν κυρίως γουναρικά, μέλι και δούλοι. Τα ονόματα που αναφέρονται παραπέμπουν σαφώς στη Σκανδιναβική καταγωγή τους: Κάρλι, Βέρμουντρ, Γκόντι, Ανγκαντίρ, Φάστι.
Η Εμπορική οδός Βαράγγων - Ελλήνων (ή του Δνείπερου) είναι όρος που χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να περιγράψει την εμπορική δραστηριότητα μεταξύ των Βαράγγων και των Βυζαντινών κατά το Μεσαίωνα. Υπήρξε μία από τις δύο βασικές εμπορικές γραμμές των Βαράγγων - η άλλη ήταν η Οδός του Βόλγα. Η πρώτη φορά που υπάρχει γραπτή αναφορά στην Εμπορική Οδό Βαράγγων - Ελλήνων είναι στο Ρωσικό Πρώτο Χρονικό. Οι συνέπειές της όμως είχαν παρατηρηθεί νωρίτερα, όταν οι Βυζαντινοί κατέγραψαν την ύπαρξη ενός νέου λαού στα βόρειά τους, των Βαράγγων.
Αν και σήμερα για κάποιους λαούς η ονομασία Βάραγγος είναι συνώνυμο του Βίκινγκ, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο μόνο για τους Σκανδιναβούς που εγκαταστάθηκαν και βασίλευσαν στη Ρωσία. Πιθανώς η Οδός πρωτοξεκίνησε στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν Βάραγγοι εξερευνητές κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά και τα νότια, αναζητώντας σκλάβους αλλά και εμπορικά αγαθά. Η σημασία της για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία είναι τεράστια.
Η εγκατάσταση των Βαράγγων ανάμεσα στους ανατολικούς Σλάβους, η ίδρυση του κράτους των Ρως (πρώτο Ρωσικό βασίλειο) και η ανάπτυξή του, ίσως να μην είχαν συμβεί ποτέ εάν δεν υπήρχε η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων. Η Οδός άρχισε να ατονεί στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν το κράτος των Ρως απέκτησε ισχυρότερους δεσμούς με τη δυτική Ευρώπη και έστρεψε προς εκεί τα εμπορικά ενδιαφέροντά του, ενώ το Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Σταμάτησε οριστικά με την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204.
Το εμπόριο διεξαγόταν από τους Βαράγγους, με τρόπο που θυμίζει τα καραβάνια της Ανατολής, και κάλυπτε μία τεράστια περιοχή περνώντας μέσα από δεκάδες διαφορετικές φυλές και πόλεις. Σε κάθε σημείο αγοράζονταν και πωλούνταν νέα αγαθά. Η διαδρομή ξεκινούσε με πλοία από Σκανδιναβικά εμπορικά κέντρα, όπως η Μπίρκα και το Γκότλαντ, και εκμεταλλευόταν στο έπακρο το υδάτινο ανάγλυφο της βορειοδυτικής και κεντρικής Ρωσίας.
Οι βυζαντινές πόλεις είχαν κατεξοχήν αγροτικό χαρακτήρα. Ένα μεγάλο μέρος δηλαδή του πληθυσμού τους ασχολείτο με τη γεωργία. Μόνο κάποια μεγάλα αστικά κέντρα της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, όπως η Θεσσαλονίκη, το Δυρράχιο, η Αδριανούπολη, η Ηράκλεια, το Αμόριο, η Σμύρνη και η Τραπεζούντα, παρέμειναν σημαντικοί συγκοινωνιακοί και εμπορικοί κόμβοι στο διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα των θεμάτων.Η διοίκηση των πόλεων εξαρτιόταν και σ' αυτή την περίοδο (867-1081) από την Κωνσταντινούπολη. Από το 10ο αιώνα τοποθετούνταν επικεφαλής της φρουράς πολλών πόλεων στρατηγοί, που αναμφίβολα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή. Επιπλέον, ενεργό ρόλο στις αστικές λειτουργίες διαδραμάτιζαν οι εκκλησιαστικές αρχές, οι επίσκοποι δηλαδή και μητροπολίτες, μαζί με κάποιους από τους επιφανείς και πλούσιους κατοίκους κάθε πόλης, που αναφέρονται στις πηγές ως πρωτεύοντες, κτήτορες, οικήτορες και άρχοντες.
Εκτός από τους κοσμικούς, τους εκκλησιαστικούς άρχοντες και τους πλούσιους αστούς που ασχολούνταν με τις τέχνες και το εμπόριο, η ανώτερη τάξη των πόλεων περιλάμβανε επίσης τους μεγαλογαιοκτήμονες, που προτιμούσαν να περνούν το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου μακριά από τα κτήματά τους, στις αστικές κατοικίες τους. Ο αστικός πληθυσμός συμπληρωνόταν από τους υπαλλήλους της διοίκησης, τους υπόλοιπους αστούς κτηματίες και τον απλό λαό. Ο τελευταίος είχε πολιτική ισχύ που αναγνωριζόταν από τους αυτοκράτορες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις απευθύνονταν στο λαό της Κωνσταντινούπολης και στη σύγκλητο. Επιπλέον, συχνές συγκλήσεις λαϊκών συνελεύσεων και συμβουλίων συνέχισαν να μαρτυρούνται στις πόλεις τον 11ο, αλλά και το 12ο αιώνα, παρά την απαγόρευσή τους από το Λέοντα Στ' Σοφό (886-912).
Τα κυριότερα προϊόντα (σε παρένθεση η περιοχή προέλευσης) ήταν τα ακόλουθα:
Όπλα, χειροποίητα αγαθά (Σκανδιναβία).
Κεχριμπάρι (Βαλτική).
Ξυλεία, γούνες, μέλι, κερί (Λάντογκα, Νόβγκοροντ).
Ψωμί, χειροποίητα αγαθά, ασημένια νομίσματα (Κίεβο).
Κρασί, μπαχαρικά, πολυτελή υφάσματα, εικόνες, βιβλία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Η πολεοδομική οργάνωση των βυζαντινών πόλεων στην περίοδο που μελετάμε (9ος-11ος αιώνας) δεν πρέπει να έδινε πολλές δυνατότητες για συγκεντρώσεις αστικού χαρακτήρα. Σε αυτό συνηγορεί και η αρχιτεκτονική των σπιτιών, που ήταν κλειστά με εσωτερική αυλή, γεγονός που υποδηλώνει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής τους ζωής οι Βυζαντινοί το περνούσαν μέσα στα σπίτια τους. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείσουμε τη συναναστροφή τους στις αγορές και τη συμμετοχή τους σε διάφορες δημόσιες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, που τους ξεκούραζαν από τον καθημερινό κάματο. Αυτές ποίκιλλαν ανάλογα με την κοινωνική θέση των Βυζαντινών και εκτείνονταν από τις μεγαλοπρεπείς τελετές της αυτοκρατορικής και πατριαρχικής αυλής ως την παρακολούθηση των θεαμάτων του ιπποδρόμου και τη συναναστροφή στα λουτρά και τις ταβέρνες ή τη συμμετοχή στις εποχιακές πανηγύρεις.
Οι "Νεαρές" των Μακεδόνων αυτοκρατόρων αποτελούν τη βασική πηγή από την οποία αντλούμε πληροφορίες για την κοινωνική διαστρωμάτωση στις πόλεις και την ύπαιθρο στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081).
Η νίκη της Ορθοδοξίας, μετά την αναστήλωση των εικόνων το 843, οδήγησε στην ενίσχυση του γοήτρου της Εκκλησίας και του μοναχισμού. Η θρησκευτικότητα που χαρακτήριζε τη βυζαντινή κοινωνία εκδηλώθηκε πιο έντονα μετά τους διωγμούς, με δωρεές προς την Εκκλησία. Παρατηρήθηκε έτσι αύξηση της εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας, ενώ ιδιαίτερη ακμή γνώρισαν τα μοναστήρια, που με τόση θέρμη είχαν υπερασπιστεί την Ορθοδοξία. Ο 10ος αιώνας ήταν η εποχή ίδρυσης των μεγάλων μοναστηριών στη βυζαντινή επαρχία. Ιδρύονταν όλο και περισσότερες μονές, ενώ έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους ή σταθεροποίησαν την οργάνωσή τους και οι λεγόμενες "μοναχικές δημοκρατίες" του Αγίου Όρους στον 'Aθω, του Λάτρου στη δυτική Μικρασία, της Καππαδοκίας δυτικά της Καισάρειας, του Σινά και των Μετεώρων. Τα οργανωμένα μοναστήρια είτε βρίσκονταν στην πόλη είτε στην ερημιά, είχαν και κάποια κοινωνική ή φιλανθρωπική αποστολή. Πολλά από τα βυζαντινά έργα τέχνης εξαρτώνταν και συντηρούνταν από μοναστήρια. Ειδικά επιφορτισμένοι μοναχοί, ο ξενοδόχος και ο νοσοκόμος, πρόσφεραν υπηρεσίες σε συναδέλφους τους ή επισκέπτες.
Βασικό χαρακτηριστικό της βυζαντινής κοινωνίας σε όλη την περίοδο της ιστορίας της, εκτός από την ανισότητα, υπήρξε η κινητικότητα, καθώς κύριο κριτήριο για τη διάκριση σε τάξεις ήταν πάντα ο πλούτος με συνέπεια το πέρασμα από τη μια τάξη στην άλλη να είναι εφικτό. Η "Νεαρά" του Βασιλείου Β' (976-1025), το 996, δίνει ένα παράδειγμα αδύνατου που έγινε δυνατός.
Ο Φιλοκάλης λοιπόν ήταν ένας φτωχός και ειρηνικός χωρικός που εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του προς το κράτος, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας στην οποία ανήκε. Με τον καιρό όμως απέκτησε αξιώματα και, όταν έγινε πρωτοσπαθάριος, πήρε σταδιακά την κυριότητα όλης της κοινότητας. Ο αυτοκράτορας, επιθυμώντας να απομακρύνει από την αγροτική κοινότητα τον κίνδυνο που προερχόταν από τους αδύνατους που έγιναν δυνατοί, κατέστρεψε από τα θεμέλια όλα τα πολυτελή κτήρια του Φιλοκάλη και τον επανέφερε στην κατάσταση του απλού χωρικού, αφήνοντάς του μόνον όση γη κατείχε αρχικά και επιστρέφοντας στους αδύνατους ό,τι τους ανήκε. Παρά το γεγονός ότι ένας αδύνατος μπορούσε να γίνει δυνατός ή το αντίθετο, ο κανόνας ήθελε τους Bυζαντινούς να γεννιούνται δυνατοί ή αδύνατοι οικονομικά και να πεθαίνουν στην ίδια κατάσταση, οι τελευταίοι μάλιστα μετά από μια ζωή σκληρών μόχθων.
Κύριο χαρακτηριστικό μιας μεσαιωνικής κοινωνίας όπως η βυζαντινή ήταν η οργάνωση των ανθρώπων που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα σε σωματεία, τις λεγόμενες "συντεχνίες" ή συστήματα. Η εκλογή κάποιου επαγγέλματος ήταν ελεύθερη για τους πολίτες, ενώ η είσοδος στην αντίστοιχη συντεχνία γινόταν ύστερα από έλεγχο των ικανοτήτων του υποψηφίου. Αυτό το σύστημα υποχρέωνε τους επαγγελματίες να περιφρουρήσουν τα δικαιώματα και τα κέρδη τους και επέτρεπε στο κράτος να ελέγχει τις εμπορικές, βιοτεχνικές και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες των πολιτών και να παρεμβαίνει σ' αυτές. Οι συντεχνίες βρίσκονταν υπό το συνεχή και αυστηρό έλεγχο του κράτους ως προς τη λειτουργία, τη δραστηριότητα και τα προϊόντα που παρήγαν ή διακινούσαν, μέσω κρατικών αξιωματούχων: των εξάρχων και των προστατών στην επαρχία και του επάρχου της πόλεως στην Κωνσταντινούπολη. Οι παραβάσεις των κρατικών διατάξεων επέφεραν μια μεγάλη ποικιλία ποινών, τις οποίες επέβαλλε ο έπαρχος και το προσωπικό της υπηρεσίας του. Από το όνομα του επάρχου της Κωνσταντινούπολης πήρε το όνομά του το "Επαρχιακό Βιβλίο" του αυτοκράτορα Λέοντα Στ' Σοφού. Πρόκειται για μια συλλογή νομοθετικών κειμένων που κυκλοφόρησε πιθανόν την άνοιξη του 912 και αναφέρεται σε 21 συντεχνίες, από αυτές που λειτουργούσαν εκείνη την εποχή στην πρωτεύουσα. Οι συντεχνίες αυτές περιλάμβαναν επαγγελματίες που ασχολούνταν με την κατασκευή ή/και το εμπόριο υφασμάτων (λινών και μεταξωτών), τροφίμων και άλλων προϊόντων (αρωμάτων, χρωμάτων, κεριών, σαπουνιών), με οικοδομικά έργα, με συμβολαιογραφικές πράξεις και με τραπεζικές συναλλαγές. Από τις διατάξεις του προκύπτει ότι η συντεχνιακή οργάνωση στόχο είχε να εξασφαλίσει δύο βασικές αναγκαιότητες: τον έλεγχο των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των πολιτών και γενικότερα της αστικής οικονομίας, και την ευταξία στους διάφορους επαγγελματικούς κλάδους και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Στο Βυζάντιο το εμπόριο ήταν οργανωμένο σε συντεχνίες από τα χρόνια του Κωνσταντίνου.
Σε συντεχνίες ήταν οργανωμένοι οι χρυσοχόοι, οι ράφτες, οι έμποροι μεταξιού, οι κατασκευαστές και οι έμποροι μεταξωτών υφασμάτων, οι αρωματοπώλες, οι σαπωνοποιοί, οι κηροποιοί, οι παντοπώλες, οι κρεοπώλες, οι ιχθυέμποροι, οι αρτοποιοί, οι εργολάβοι οικοδομών και πολλοί άλλοι επαγγελματίες.
Επικεφαλής της συντεχνίας ήταν ο πρόεδρος που εκλεγόταν από τα μέλη της αλλά το κράτος διόριζε δίπλα στον πρόεδρο και έναν διοικητικό υπάλληλο που ασκούσε έλεγχο στο εσωτερικό της συντεχνίας.
Για να γίνει κανείς δεκτός σε μια συντεχνία έπρεπε πρώτα να προταθεί από πέντε μέλη της κι ύστερα να πάρει έγκριση από τον έπαρχο. Επίσης τις πρώτες ύλες που θα χρειαζόταν, τα εμπορεύματα που είχε δικαίωμα να πουλάει, τη μεγαλύτερη ποσότητα πρώτων υλών που θα μπορούσε να προμηθευτεί και τα όρια του κέρδους του, όλα αυτά τα καθόριζε ο έπαρχος. Ειδικοί ελεγκτές επισκέπτονταν τακτικά τα καταστήματα και ελέγχαν αν ο επαγγελματίας τηρούσε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
Από τον 10ο αιώνα, η αγροτική κοινότητα παρουσιάζεται αλλοιωμένη σε σχέση με την προηγούμενή της σύνθεση και σε πολλές περιπτώσεις υπό την απόλυτη κυριαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας.
Οι "εξαρτημένοι καλλιεργητές" της γης ή πάροικοι, όπως ονομάζονταν τότε, καλλιεργούσαν γη την οποία μίσθωναν με διάφορα συμβόλαια. Κάποιοι από αυτούς ονομάζονταν, με βάση τους όρους των συμβολαίων αυτών, ημισειαστές και μορτίτες. Οι ημισειαστές καλλιεργούσαν τη γη με μέσα του γαιοκτήμονα, παραχωρούσαν σ' αυτόν το ήμισυ της παραγωγής και κρατούσαν για τον εαυτό τους το υπόλοιπο. Οι μορτίτες καλλιεργούσαν τη γη με δικά τους μέσα, έδιναν στον γαιοκτήμονα το 1/10 της παραγωγής (το οποίο οι Βυζαντινοί ονόμαζαν μορτή) και κρατούσαν για τον εαυτό τους τα 9/10. Επίσης, την περίοδο αυτή κάποιοι πάροικοι ήταν γνωστοί με ονόματα ανάλογα με τα κτήματα στα οποία δούλευαν ως μισθωτές-εργάτες. Οι εκκλησιαστικοί πάροικοι δούλευαν σε κτήματα της Εκκλησίας και οι δημοσιακοί σε κρατικά κτήματα. Υπήρχαν επίσης οι υποστατικοί πάροικοι, που καλλιεργούσαν ξένα κτήματα αλλά είχαν παράλληλα και δική τους ιδιοκτησία, ήταν δηλαδή πάροικοι ως προς το ένα μέρος των κτημάτων που καλλιεργούσαν και ελεύθεροι καλλιεργητές ως προς το άλλο. Αν και οι τελευταίοι συγκαταλέγονταν στους εύπορους γεωργούς, πολλοί από τους παροίκους γενικά ζούσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η έλλειψη εργατικών χεριών, που ήταν μια μόνιμη κατάσταση στο Μεσαίωνα, ανάγκαζε τους παροίκους όχι μόνο να καλλιεργούν το κομμάτι της γης το οποίο είχαν μισθώσει, αλλά ταυτόχρονα να προσφέρουν πρόσθετες υπηρεσίες στον ιδιοκτήτη της γης και στο κράτος, τις γνωστές αγγαρείες. Έτσι, μεγάλο μέρος της συνολικής δουλειάς έπεφτε στους ώμους τους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....